Η νεολαία ξανά στο προσκήνιο

Οι τελευταίοι μήνες αποτέλεσαν ένα πλούσιο πολιτικό μάθημα για εμάς. Η ανάταση των αντιστάσεων από μεριάς φοιτητικού κινήματος, η μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων σε πολύ δύσκολες συνθήκες και η κατά μέτωπο σύγκρουση με τα σχέδια της κυβέρνησης για την εκπαίδευση μας γέμισε με εικόνες ελπίδας, οι οποίες λειτουργούν ως καύσιμα σε μία μάχη διαρκείας. Την ίδια στιγμή όμως έγιναν πλήρως αντιληπτά τα όρια, οι αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματα όλων των εκδοχών της φοιτητικής Αριστεράς, και ιδίως της δύναμης αυτής που ιστορικά έχει πρωταγωνιστήσει στα μεγάλα κινήματα: των ΕΑΑΚ. Κάνοντας την ανάγνωση πως στη τρέχουσα περίοδο φάνηκαν με πολύ καθαρό τρόπο όψεις αφηγημάτων, μεθοδολογιών και πρακτικών που μπόρεσαν να τροφοδοτήσουν και να τροφοδοτηθούν από το κίνημα, αλλά και αντίστοιχες που συνέβαλαν εντέλει στη αποξένωση πλατιών μαζών από τους Φοιτητικούς Συλλόγους, προσπαθούμε να αναμετρηθούμε με τις πολιτικές λογικές που αναπτύχθηκαν και τα εργαλεία που επιστρατεύτηκαν, με στόχο να μπορέσουμε να συμβάλουμε ώστε η ριζοσπαστική φοιτητική Αριστερά να καταφέρει να είναι σταθερά μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος.

Η πρώτη πράξη, γνωστή: τα υπουργεία Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη φέρνουν από κοινού ένα από τα πιο επιθετικά εκπαιδευτικά νομοσχέδια της Μεταπολίτευσης, με σκοπό η κίνηση αυτή να αποτελέσει άμεση και αποφασιστική τομή με όλα τα κεκτημένα που χαρακτηρίζουν το Ελληνικό Πανεπιστήμιο – το μαζικό, δωρεάν, δημόσιο χαρακτήρα του, καθώς και μία ουσιωδώς δημοκρατική λειτουργία, την οποία εγγυόταν η ύπαρξη των δομών του παραδοσιακά «ζωηρού» φοιτητικού κινήματος. Μία ολοκληρωμένη επίθεση νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης – αυταρχικής θωράκισης, βγαλμένη από τα πιο επικίνδυνα όνειρα των ΣΕΒ και ΙΟΒΕ, που έθετε στο στόχαστρο τη φοιτητική καθημερινότητα, την εργασιακή προοπτική, τη δυνατότητα οργάνωσης και αγώνα, «κλείνοντας» την ίδια στιγμή το μάτι στην αναβάθμιση του ρόλου της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η περίοδος μάλιστα κρίθηκε ιδανική για τις επιδιώξεις αυτές, καθώς η πανδημία, οι κλειστές σχολές και οι απαγορεύσεις των συναθροίσεων λειτούργησαν ως ένα καταστροφικό μείγμα για τις μαζικές κοινωνικές διεργασίες και τις συλλογικές διεκδικητικές πρακτικές.

Στη φαινομενικά τέλεια συγκυρία για τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, υπήρξε ένα παράγοντας που δεν λήφθηκε υπόψιν: η αντίδραση της νεολαίας. Η επιθετικότητα του νομοσχεδίου, σε συνδυασμό με τη συστηματική στοχοποίηση της νεολαίας εν μέσω πανδημίας και την έλλειψη ενός ηγεμονικού προτάγματος για το παρόν και το μέλλον μας, προϊδέαζαν πως η μάχη δεν θα κερδηθεί με ευκολία. Στο σημείο αυτό ήταν που τα ΕΑΑΚ (μαζί με άλλες αριστερές δυνάμεις) μπόρεσαν να πρωτοστατήσουν, ώστε να κερδηθεί το πρώτο στοίχημα: η παρουσία στο δρόμο και η επιστροφή σε μία καθημερινότητα διεκδίκησης. Έτσι, η επιμονή στη λογική της όξυνσης και η μεθοδικότητα οδήγησαν στη μετάβαση από «στατικές» διαμαρτυρίες λίγων εκατοντάδων ατόμων στα μεγαλειώδη κινηματικά ραντεβού των χιλιάδων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα, τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης λειτούργησαν ως θρυαλλίδα, η οποία πυροδότησε την εκκίνηση ενός νέου συγκρουσιακού κύκλου. Βλέποντας όσα ακολούθησαν τη Νέα Σμύρνη, διαπιστώνουμε πως η ηλικία (17-34) ήταν το κύριο στοιχείο που έδειχνε τον βασικό πρωταγωνιστή της σύγκρουσης με τη κυβέρνηση. Ακόμα, τόσο τα εμπειρικά δεδομένα[i] όσο και η ίδια η ανάδραση με τους φοιτητικούς συλλόγους δείχνουν πως η νεολαία, και ιδίως η σπουδάζουσα, παραμένει ακόμα η κοινωνική κατηγορία αυτή που μπορεί να αποτελέσει το «σπασμένο κρίκο» της συναίνεσης στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία.

Με βάση την κατάσταση του κινήματος ευρύτερα, τον συσχετισμό τόσο ιδεολογικά και πολιτικά, και δεδομένης της επιταχυνόμενης κίνησης από πλευράς κράτους και των κλειστών σχολών, δεν υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αγώνας αυτός θα δοθεί σε μία αποφασιστική στιγμή, η οποία θα έκρινε τη συνολική εμπέδωση ή ανατροπή του νομοσχεδίου. Στόχος ήταν να υπάρξει επανεμφάνιση όψεων του φοιτητικού κινήματος που θα αναμετρηθεί κεντρικά με το Υπουργείο Παιδείας και θα δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να συνεχιστεί ο αγώνας μεσοπρόθεσμα, σε μία διαδικασία που συνδυάζει την όξυνση απέναντι στον αντίπαλο με τη συσσώρευση όρων και τη δημιουργία ενός αναγκαίου εύρους πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών που θα αποτύπωναν τη μαζική σύγκρουση με τη κυβέρνηση. Έτσι λοιπόν, το μέχρι στιγμής αποτέλεσμα, αν και δεν ενδείκνυται για πανηγυρισμούς, δείχνει πως η μάχη έχει δρόμο ακόμα: το νομοσχέδιο έχει πλέον ψηφιστεί, ενώ η μάχη για το μπλοκάρισμα της εφαρμογής του έχει μετρήσει κάποιες πρώτες νίκες (η αστυνομία δεν μπήκε στις σχολές στις 15 Απρίλη), μία σειρά από σχολές έχουν ξαναζωντανέψει από τις δράσεις επανοικειοποίησης των φοιτητικών συλλόγων και μια αντιφατική συμμαχία της ακαδημαϊκής κοινότητας προσπαθεί με κόπο να σφυρηλατηθεί. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε νικήσει, αλλά τίποτα δεν έχει χαθεί.

Οι πολιτικές λογικές που αναπτύχθηκαν

Κατά τη διάρκεια αυτού του κινηματικού κύκλου αναπτύχθηκαν διαφορετικές πολιτικές λογικές, οι οποίες κατέληγαν σε διαφορετικές προτάσεις σχετικά με τη φυσιογνωμία, τις πρακτικές, το περιεχόμενο και τις συμμαχίες του φοιτητικού κινήματος. Ξεκινώντας από τις δυνάμεις της ΚΝΕ, αυτές έδειξαν μια αδυναμία να εκφράσουν ένα σχέδιο με προοπτική νίκης, βασιζόμενοι στην ανάγνωση ότι ο νόμος θα περνούσε και θα εφαρμοζόταν σχετικά εύκολα και γρήγορα, υπό το βάρος των συσχετισμών και των δυσκολιών της περιόδου. Έτσι, περιορίστηκαν σε μια γραμμή η οποία ιεραρχούσε ως κύριο στόχο το άνοιγμα των σχολών μέσα από καμπανιακού τύπου παρέμβαση και πολιτιστικές δράσεις. Τη στιγμή λοιπόν που οι δράσεις αυτές μπορούσαν πιθανώς να συνεισφέρουν στη διατήρηση ενός κλίματος διεκδικητικότητας εντός των συλλόγων, η ίδια η ΚΝΕ έδειξε ανά πόλεις τεράστια απροθυμία να εμπλακεί σε συλλογικές διαδικασίες και κεντρικές κινητοποιήσεις. Η εμπλοκή της με τη μάχη ενάντια στο νομοσχέδιο ήρθε μόνο σε δεύτερο χρόνο και μόνο ως αποτέλεσμα της πίεσης που της ασκήθηκε από τα ΕΑΑΚ.

Διαφορετικές πολιτικές λογικές αναπτύχθηκαν και αναμετρήθηκαν όχι μόνο εντός του φοιτητικού κινήματος εν γένει, αλλά και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ. Από τη μία, υπήρξε αυτό που μπορεί να ονομαστεί «λογική της αιχμής». Ιεραρχήθηκε απόλυτα η πάλη μόνο ενάντια στις πτυχές του νομοσχεδίου που είχαν πιο εξόφθαλμα «πειθαρχικό» χαρακτήρα (πανεπιστημιακή αστυνομία, πειθαρχικά), βάσει της λογικής πως τα μέτρα αυτά οξύνουν πιο άμεσα τα αντανακλαστικά των φοιτητικών συλλόγων. Έτσι, η λογική αυτή επιχείρησε μία «οριζόντια» παρέμβαση των ΕΑΑΚ Πανελλαδικά (ίδιες ιεραρχήσεις, ίδια φυσιογνωμία, ίδια συνδικαλιστικά υλικά) αγνοώντας τις συγκεκριμένες αντιθέσεις που αναπτύσσονται σε κάθε κοινωνικό χώρο και προσπαθώντας να αφαιρέσει από τα σχήματα τη πρωτοκαθεδρία ως προς την εξειδίκευση και παραγωγή πολιτικής γραμμής.

Πέρα όμως από την υπαρκτή καθετοποίηση της λειτουργίας του δικτύου, η συγκεκριμένη πολιτική λογική είχε πολύ ορατά αποτελέσματα ως προς τη κατεύθυνση του φοιτητικού κινήματος σχετικά με τις συμμαχίες του. Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια απόλυτης ιεράρχησης της «αιχμής», επιχειρήθηκε η σύναψη συμμαχιών με το καθηγητικό μπλοκ σχεδόν αποκλειστικά στη βάση εναντίωσης της ακαδημαϊκής κοινότητας στη πανεπιστημιακή αστυνομία. Αυτή η συνειδητή ιεράρχηση του αντί - κατασταλτικού στίγματος έναντι του αντί – αναδιαρθρωτικού εντέλει δημιούργησε κόστος στο ίδιο το κίνημα. Αυτό συνέβη καθώς το καθηγητικό στρώμα, ακόμα και στις πιο προοδευτικές και μαχητικές εκδοχές του, είναι απόλυτα αντιφατικό: την ίδια στιγμή που τα ιστορικά κεκτημένα του ελληνικού πανεπιστημίου συμβάλλουν στην πλατιά αναπαραγωγή ενός αντί-κατασταλτικού αισθήματος, η βάρβαρη πραγματικότητα της επικράτησης της νεοφιλελεύθερης σκέψης γύρω από τη παιδεία, του τεχνοκρατισμού και του εξευρωπαϊσμού, δημιουργεί ένα στρώμα εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας το οποίο όχι απλώς είναι συχνά (έστω και μερικώς) προσδεμένο σε στρατηγικές επιδιώξεις των ηγεμονικών μπλοκ εξουσίας σχετικά με την εκπαίδευση, αλλά έχει και το ρόλο του υλοποιητή αυτών των επιδιώξεων εντός των σχολών. Έτσι, οι ίδιες μερίδες που εναντιώνονται στην είσοδο της αστυνομίας στα πανεπιστήμια έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) αντιφατική τοποθέτηση γύρω από τα πειθαρχικά, συμμερίζονται τεχνοκρατικές λύσεις για ένα «μικρότερο πανεπιστήμιο» και συμβάλουν ακόμα και σήμερα ενεργά στην υλοποίηση πτυχών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης (βλ. δίδακτρα στα μεταπτυχιακά), οδηγώντας το φοιτητικό κίνημα σε εκκίνηση από συνεχώς χειρότερες αφετηρίες.

Το τοπίο αυτό θέτει συγκεκριμένα καθήκοντα σχετικά με τη σύναψη κοινωνικών συμμαχιών. Το κύριο καθήκον είναι η συνειδητοποίηση πως οι συμμαχίες είναι τακτικές και ετερόκλητες, όχι στρατηγικές ή μόνιμου χαρακτήρα. Δεν είναι απαραίτητα ειρηνικές διαδικασίες, και στην προκειμένη περίπτωση οφείλουν να οξύνουν τις αντιφάσεις του καθηγητικού μπλοκ και να το ωθούν να παίρνει θέση εμπράκτως. Αντίθετα, η κυρίαρχη κατεύθυνση που υιοθετήθηκε είναι αυτή της «αποφυγής της πίεσης» των καθηγητών με τρόπο που θα «διατάρασσε» τη σχέση τους με τους φοιτητικούς συλλόγους (βλ. καταλήψεις πρυτανειών), οδηγώντας στην επιδίωξη κοινωνικών συμμαχιών με χαρακτήρα κυρίως επικοινωνιακό: συντονισμοί φοιτητών – καθηγητών όπου εκφέρουν λόγο στη δημόσια σφαίρα, ωστόσο πίσω από αυτή τη κεκτημένα επίπεδα συμφωνίας και κοινής δράσης είναι μηδαμινά. Αυτή η αντίληψη γύρω από τις κοινωνικές συμμαχίες, όψεις της οποίας συμμερίζεται και η ΚΝΕ, εντέλει ωθεί το φοιτητικό κίνημα και τις ριζοσπαστικές δυνάμεις εντός του σε ρόλο «ισορροπιστή» εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, λειαίνοντας τα πιο εκρηκτικά του χαρακτηριστικά και φέρνοντας το σε χειρότερη θέση μακροπρόθεσμα.

Απέναντι σε αυτή τη κατεύθυνση, είδαμε για μία ακόμα φορά εντός ΕΑΑΚ τη πολιτική λογική που προτάσσει σε μόνιμη βάση το μαξιμάρισμα του πολιτικού πλαισίου του κινήματος και τη κατοχύρωση του ανώτατου επιπέδου πολιτικής συμφωνίας ως προαπαιτούμενο για τη σύναψη συμμαχιών. Η αντίληψη αυτή, στημένη ταυτοτικά γύρω από μια αφήγηση για το πανεπιστήμιο (επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, ταξικοί φραγμοί) και προσπαθώντας να κατοχυρώσει μια διακριτή φυσιογνωμία εντός του κινήματος, είδε σε πτυχές του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου την ευκαιρία επιβεβαίωσης του πολιτικού της περιεχομένου. Το μαξιμαρισμένο περιεχόμενο οδήγησε στην πλήρη αδυναμία γείωσης ενός πολιτικού σχεδίου στους φοιτητικούς συλλόγους, διατηρώντας τους σε κατάσταση αδράνειας. Αυτή η αδυναμία αναμέτρησης με τα πραγματικά ερωτήματα του φοιτητόκοσμου έσυρε τις δυνάμεις αυτές για μία ακόμα φορά στον επικίνδυνο «πειραματισμό» με οχήματα εκτός των φοιτητικών συλλόγων (επιμέρους πρωτοβουλίες κλπ). Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά: οι σύλλογοι που ήταν αδρανείς δεν μπόρεσαν να τροφοδοτηθούν από αυτά τα οχήματα με τρόπο που να τους βάλει σε κινηματική τροχιά. Ακόμα, η συγκρότηση πρωτοβουλιών εκτός των φοιτητικών συλλόγων οδήγησε στη περαιτέρω απομάκρυνση ενός αριστερόστροφου δυναμικού από τους ίδιους τους συλλόγους, και η υπερ-πολιτικοποιημένη συζήτηση δυνάμεων των ΕΑΑΚ με τα δυναμικά αυτά δημιούργησε εύφορο έδαφος για την ηγεμονία δυνάμεων του αυτόνομου / αναρχικού χώρου σε συλλογικές διαδικασίες.

Η συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη, αν και προσπάθησε να αναμετρηθεί με το στοίχημα της δημιουργίας κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, εντέλει δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό της. Ιεραρχώντας την αναγκαιότητα πλήρους συμφωνίας ως προς το «αντικαπιταλιστικό» πολιτικό περιεχόμενο, υπερτόνισε τη βούληση για μονιμοποίηση των πολιτικών συμμαχιών, υποτίμησε τον αντιφατικό και συγκυριακό χαρακτήρα των πλατιών κοινωνικών συμμαχιών και εντέλει τα προαπαιτούμενα που έθεσε οδηγούσαν σε συμμαχίες μόνο με… τον εαυτό της. Ακόμα χειρότερα όμως, ο συνδυασμός πειραματισμού εκτός των συλλόγων και αναζήτησης μίας πλήρους «αντικαπιταλιστικής» συμμαχίας οδήγησαν στην αδυναμία χάραξης καθαρών πολιτικών οριοθετήσεων από τους χώρους της αναρχίας και της αυτονομίας, και εντέλει στη πλήρη ηγεμόνευση από αυτούς.

Ο χώρος της αυτονομίας μπόρεσε να βγει με εκρηκτικό τρόπο στο προσκήνιο (αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη), καλύπτοντας υπαρκτά κενά της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη πόλη. Αναμετρήθηκε γόνιμα με την επανοικειοποίηση των κοινωνικών χώρων (όπως και δυνάμεις των ΕΑΑΚ – Αρ.Εν). Πυρηνικό του στοιχείο αποτέλεσε η πολιτική λογική του «Κέντρου Αγώνα», όπου καταλήψεις διαρκείας σε κομβικά κτήρια (Πρυτανεία ΑΠΘ) παρεμπόδιζαν μια σειρά από λειτουργίες, οδηγώντας πολύ γρήγορα στην όξυνση της σύγκρουσης με τις πρυτανικές αρχές και τη μόνιμη ανάδειξη του ζητήματος στη δημόσια σφαίρα. Η επιμονή στη κατεύθυνση όξυνσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τροφοδότηση του κινήματος στη πόλη, όμως εκεί ήταν που η λογική του «Κέντρου Αγώνα» έδειξε τα όρια της: όσο ο καιρός περνούσε και οι καταλήψεις δεν τροφοδοτούνταν από «πολιτικά γεγονότα» τα οποία θα όξυναν τα αντανακλαστικά του κινήματος, τόσο η λειτουργία τους ατονούσε, η παρουσία στο δρόμο «ξεφούσκωνε» και τα συντονιστικά των καταλήψεων έπαιρναν πολύ προβληματικά χαρακτηριστικά. Η παρουσία κόσμου στα συντονιστικά ως «ατομικότητες», η έλλειψη δέσμευσης και η πλήρης αποστροφή από τις ευθύνες της συλλογικής δράσης, η κριτική στη λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων με τρόπο που συχνά αναπαράγει τις χειρότερες όψεις των αστικών αφηγημάτων και οι πρακτικές που πηγάζουν κατευθείαν από το οπλοστάσιο του αντιπάλου (βλ. ηλεκτρονικές γενικές συνελεύσεις) είναι όλα χαρακτηριστικά από τα οποία οι δυνάμεις της αυτονομίας είτε δεν μπορούν να θέσουν οριοθετήσεις, είτε δεν θέλουν.

Εντός αυτού του πλαισίου, εμείς από τη μεριά μας προσπαθήσαμε να σχηματίσουμε ένα αφήγημα που επιχειρούσε να πιάσει υλικές αιχμές που συμπυκνώνουν την επίθεση στο Δημόσιο – Δωρεάν - Δημοκρατικό πανεπιστήμιο, διαπερνούν το τρίπτυχο καθημερινότητα – πτυχία – προοπτική, σε αντίθεση με λογικές που μονοπωλούσαν τις πιο αντιδραστικές και απτές αιχμές, αλλά και μαξιμαλιστικές λογικές για «αναβαθμισμένο» περιεχόμενο. Σε μια προσπάθεια επανεκκίνησης διεργασιών και διαδικασιών των συλλόγων, είδαμε μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στα εκπαιδευτικά νομοθετήματα με αιχμές γύρω από την εξίσωση πτυχίων ιδιωτικών κολεγίων και δημοσίων ΑΕΙ, διαγραφές φοιτητών, πειθαρχικά, ελάχιστη βάση εισαγωγής, πανεπιστημιακή αστυνομία, τις οποίες οφείλαμε να εξειδικεύσουμε και να ιεραρχήσουμε ανά πόλη, ίδρυμα, κοινωνικό χώρο. Αναμετρηθήκαμε με τα ερωτήματα που έθετε και η ίδια η συγκυρία, όπως το πώς μπορεί να κινητοποιηθεί ο κόσμος με ασφάλεια τόσο από τη πανδημία, όσο και από τη καταστολή, αλλά και με το πώς υφίσταται φοιτητικός συνδικαλισμός και άρα γείωση ενός πολιτικού σχεδίου εν μέσω πανδημίας και κλειστών σχολών. Στα ερωτήματα αυτά, καταφέραμε ανά περιπτώσεις να απαντήσουμε υπερβατικά και αποτυπώθηκε και πρακτικά στις μαζικές κινητοποιήσεις σε επίπεδο σχολών, δρόμου, στις γενικές συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν, στις στιγμές που δημιουργήσαμε πέρα από τα πλαίσια «εβδομαδιαίων ραντεβού». Άλλες φορές πάλι, δείξαμε αδράνεια και αδυναμία να ξεφύγουμε από το business as usual, σκοντάψαμε επανειλημμένα σε τέλματα, αντιληφθήκαμε πως ανά στιγμές μας απασχολεί περισσότερο η συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς παρά στους συλλόγους μας, νιώσαμε περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά της λύσης, γεγονός που μας οδήγησε σε νέα ερωτήματα προς απάντηση, σε νέα προβλήματα προς υπέρβαση.

Το κατά πόσο το αφήγημα αυτό μετουσιώθηκε σε μάχιμο πολιτικό σχέδιο και συνεπή τακτικό βηματισμό σχετίζεται με τις κινηματικές δυνατότητες που υπάρχουν σε κάθε χώρο, τον συσχετισμό εντός των συλλόγων και το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία των ΕΑΑΚ ανά πόλη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Πάτρας, όπου η ΚΝΕ απείχε από τις κινηματικές διεργασίες αρχικά, έως ότου ασκήθηκε εκείνη η πολιτική πίεση από τα μαζικά μπλοκ και κατέβηκε αντίστοιχα. Η επιδίωξη κοινωνικών συμμαχιών και διεύρυνση αυτών έγινε στην βάση παρεμβάσεων στα όργανα διοίκησης και κοινής συμπόρευσης με σωματεία εκπαιδευτικών στο δρόμο. Η στροφή της ΚΝΕ και η δέσμευση της σε επίπεδο δρόμου δεν έγινε μέσω διαδικασιών ξεκομμένων από τους φοιτητές, αλλά ήταν ακριβώς το μαζικό πεδίο των γενικών συνελεύσεων που μπόρεσε να φέρει αποτελέσματα. Τα ΕΑΑΚ στην πόλη, όπως και στην Ξάνθη, προσπάθησαν να συσπειρώσουν και να προσφέρουν διέξοδο στον κόσμο που έβλεπε ζωή και μέλλον να διαλύονται από μέρα σε μέρα, φάνηκε να βάζουν τους συλλόγους σε μια κινηματική τροχιά, πολιτικοποιώντας τους γύρω από ένα σύνολο πρακτικών (κεντρικά ραντεβού, καταλήψεις πρυτανειών, δράσεις επανοικειοποίησης, κινητοποιήσεις στα όργανα), εκφράζοντας μία ικανή μάζα κόσμου μέσα από τα πλαίσια πάλης που κατέθεταν στους συλλόγους, μην αφήνοντας χώρο σε άλλες δυνάμεις. Αυτές οι διεργασίες οφείλουν να τροφοδοτούν το εσωτερικό των ΕΑΑΚ και να τροφοδοτούνται από αυτό. Δεδομένου αυτού,μακριά από μικροηγεμονισμούς, γραμμική μεταφορά συσχετισμών ανά πόλεις και λογικές βέτο, κατοχυρώνεται μια υγιής λειτουργία του μορφώματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το συντονιστικό Πάτρας που έγινε εν μέσω πανδημίας, στην βάση της αποτίμησης του προηγούμενου διαστήματος, ούτως ώστε να αντληθούν από όλα τα σχήματα της πόλης, εκείνα τα αναγκαία συμπεράσματα και εργαλεία για να περιγράψουμε μια ενιαία κίνηση, χρήσιμη και εν δυνάμει αποτελεσματική.

Το οπλοστάσιο του φοιτητικού κινήματος

Απέναντι σε πολιτικά εργαλεία και πρακτικές που παραδοσιακά επιστράτευε το φοιτητικό κίνημα, οι διαφορετικές πολιτικές λογικές που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του κινήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί μία σειρά από προωθητικά αποτελέσματα, όρια και αντιφάσεις. Οι πορείες αποτέλεσαν την κεντρική έκφραση της αντιπαράθεσης του Φοιτητικού Κινήματος με το Υπουργείο και την κυβέρνηση. Η μαζικοποίηση τους για τα δεδομένα της συγκυρίας ήταν τεράστια, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε πολύ δυναμικός παλμός και κλίμα. Υπήρξε το αίσθημα από τον κόσμο ότι για να αλλάξει η κατάσταση θα πρέπει να βρεθούμε όλοι στο δρόμο. Το κλίμα αυτό όμως δεν κατάφερε να μεταφερθεί στο εσωτερικό των συλλόγων, ούτε βρέθηκε ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος που κινητοποιούνταν θα συμμετείχε ενεργά στην χάραξη πολιτικής γραμμής και κατεύθυνσης. Σε αυτό συνέβαλε τόσο η πρωτόγνωρη κατάσταση της πανδημίας και των κλειστών σχολών, όσο και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν τα όργανα των συλλόγων και οι συσκέψεις των Φ.Σ.

Με το πέρασμα σχεδόν ενός χρόνου από τις τελευταίες μαζικές συλλογικές διαδικασίες, λόγω της απουσία των φοιτητών από τους κοινωνικούς τους χώρους, η διεξαγωγή των συνελεύσεων υπό αυτές τις συνθήκες και αποτέλεσε πρόκληση. Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα από μία σειρά συλλόγων (και με εξαίρεση την ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης), η πανελλαδική εικόνα δείχνει υποτίμηση των μαζικών διαδικασιών από τους φοιτητές. Αυτό οφείλεται κυρίαρχα στην απονομιμοποίηση των συλλογικών διαδικασιών και των οργάνων των φοιτητικών συλλόγων από πλειοψηφικό μέρος του φοιτητικού στρώματος τα τελευταία χρόνια, αλλά και στην αποδιαρθρωτικήεπίδραση της τηλεκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, σε μια συγκυρία όπου κυριαρχεί ο φόβος της πανδημίας και των προστίμων, δημιουργείται μια δύσκολη κατάσταση για να καταφέρει ο φοιτητής να έρθει στη ΓΣ: σε ένα δίλημμα «κινητοποίηση ή συνέλευση» είδαμε την πλειοψηφία να επιλέγει το δεύτερο ως έκφραση της ανάγκης για αναμέτρηση με το Υπουργείο. Αυτή η επικράτηση της «αυθόρμητης» αγωνιστικότητας έναντι μίας πιο οργανωμένης εμπλοκής με τις δομές του φοιτητικού κινήματος έχει τα θεμέλια του στην διαχρονική ιδεολογική επίθεση που δέχονται οι δομές αυτές, ωστόσο τροφοδοτείται συγκυριακά από «εργαλειακές» αντιλήψεις αγωνιστικών δυνάμεων γύρω από τους φοιτητικούς συλλόγους.

Σε μία συνθήκη όπου οι αποφάσεις συλλόγων ήταν αναγκαίες για την αναμέτρηση με το Υπουργείο, συγκεκριμένες δυνάμεις πήραν τη πολιτική απόφαση να ρίξουν τις απαρτίες των συνελεύσεων τους όσο χρειαστεί, προκειμένω να βγουν οι γενικές συνελεύσεις. Ταυτόχρονα προχώρησαν σε μια πλήρως εργαλειακή χρήση των ίδιων των διοικητικών συμβουλίων, με αποφάσεις τελευταίας στιγμής, μακριά από την κουβέντα των συλλόγων. Αυτή η έλλειψη τριβής με τα ερωτήματα των αμφιθεάτρων, σε συνδυασμό με την αποστροφή από τους πραγματικούς συσχετισμούς και τη μετατροπή των μαζικών διαδικασιών σε μαζέματα των αγωνιστικών δυνάμεων και ενός ελάχιστου κινηματικού μπλοκ θέτει τον πήχη της εγγύησης της λειτουργίας των συλλόγων τόσο χαμηλά, που στη πραγματικότητα τους κάνει να προσομοιάζουν στην εικόνα που μεταδίδουν τα αστικά Μ.Μ.Ε, τροφοδοτώντας έτσι κάθε σχετική κριτική.

Οι συσκέψεις Φοιτητικών Συλλόγων αποτέλεσαν μία σχετικά πρωτόγνωρη διαδικασία για τα ΕΑΑΚ. Όχι τόσο γιατί δεν έχουν εμπλακεί ξανά σε παρόμοιες διαδικασίες, αλλά κυρίως επειδή ο τρόπος διεξαγωγής τους είναι πιο κοντά στη λογική του ΜΑΣ για την συσπείρωση και τον συντονισμό των φοιτητικών συλλόγων, σε αντίθεση με τους περσινούς κινηματικούς συντονισμούς, οι οποίοι διεξάγονταν μετά από γύρους μαζικών συνελεύσεων και κινητοποιήσεων και ενόψει μεγάλων κινηματικών στιγμών. Αυτό είχε και ως αποτέλεσμα την μειωμένη έως μηδενική συμμετοχή ανένταχτου δυναμικού. Λόγω έλλειψης μαζικού αμφιθεάτρου και σχετικής σύμπλευσης σε επίπεδο σχεδιασμού, βρεθήκαμε σε μία ιδιαίτερη κατάσταση όπου ο τόνος και η φυσιογνωμία των δελτίων δεν αποκρυστάλλωνε τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης που αποτυπώνονταν στις κοινωνικές διεργασίες, καθιστώντας τους συντονισμούς στη πραγματικότητα πολιτικές συνεννοήσεις των δυνάμεων.Σε συνδυασμό με την κατάσταση των γενικών συνελεύσεων, γίνεται αντιληπτό πως οι πραγματικοί συσχετισμοί αποτυπώθηκαν καθαρά μόνο στο κινηματικό επίπεδο.

Η παραπάνω κατάσταση (εργαλειακή χρήση ΓΣ και ΔΣ, κλείσιμο της κουβέντας εντός των συσκέψεων) δημιούργησε μια πολύ ζημιογόνα αντίληψη για τους ίδιους τους συλλόγους και τις διαδικασίες τους.Μία σειρά δυνάμεων, στην προσπάθεια «υπεράσπισης των συλλόγων και των διαδικασιών τους», οδηγήθηκαν σε επιλογές με τα αντίθετα αποτελέσματα. Αυτή την εργαλειακή λογική, η οποία αντιλαμβάνεται του φοιτητικούς συλλόγους ως απλές πηγές άντλησης νομιμοποίησης οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με ζωντανές και μαζικές κοινωνικές διεργασίες, θεωρώντας πως η εκάστοτε «πρωτοπορία» μπορεί να τοποθετείται εκ μέρους των φοιτητικών συλλόγων, έριξε νερό στο μύλο πολιτικών χώρων που διαχρονικά δρουν αντιπαραθετικά και κριτικά απέναντι στη λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων. Είναι πολύ κρίσιμο για το μέλλον του φοιτητικού κινήματος να γίνει αντιληπτό πως αν υπάρχει οποιοδήποτε «ενορχηστρωμένο σχέδιο» καταπάτησης των φοιτητικών συλλόγων, αυτό τροφοδοτείται στο μέγιστο βαθμό από την αποδιάρθρωση που έχουν προκαλέσει στη λειτουργία των συλλόγων οι πρακτικές όσων αντιλήψεων της φοιτητικής Αριστεράς αυτό-προσδιορίζονται ως «πρωτοπορίες» εντός αυτών.

Για τη Θεσσαλονίκη: όψεις μίας πολιτικής ήττας των ΕΑΑΚ

Η Θεσσαλονίκη φέτος έζησε μία πρωτόγνωρη ανάκαμψη του φοιτητικού κινήματος, η οποία ενδείκνυται για μία σειρά συμπερασμάτων. Η αρχή έγινε μετά τη πρώτη φάση μαζικοποίησης τουκινήματος στη πόλη, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η πρώτη εισβολή των δυνάμεων καταστολής στο ΑΠΘ. Η μαζικοποίηση των κινηματικών διεργασιών βρήκε τα ΕΑΑΚ της πόλης σε αμηχανία, καθώς είχαν αποσύρει τη στήριξη τους από τη κατάληψη και επένδυαν στη συγκρότηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών αποκομμένων από το μαζικό πεδίο. Οι Γενικές Συνελεύσεις άρχισαν να μαζικοποιούνται με ρυθμό πρωτόγνωρο για την πόλη τα τελευταία χρόνια. Σύλλογοι που ήταν χρόνια ανενεργοί μπήκαν σε κινηματική τροχιά και ο τρόπος με τον οποίον σχηματοποιήθηκαν τα δίπολα εντός των συνελεύσεων ήταν τέτοιος που ευνοούσε απόλυτα τις δυνάμεις της αυτονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι δυνάμεις αυτές να διεμβολίσουν το ακροατήριο ΚΝΕ/ΕΑΑΚ.

Μεγάλο μέρος των ευθυνών για την πολιτική ήττα των ΕΑΑΚ στην πόλη βαραίνει τις δυνάμεις εντός του δικτύου που έχουν πάρει διαχρονικά την επιλογή της άνευ όρων τριβής και συμπόρευσης με τις δυνάμεις της αναρχίας/αυτονομίας. Αυτή η συμπόρευση, και μάλιστα σε κρίσιμες πολιτικές επιλογές (βλ. ΔΕΘ), έχει χαράξει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και εργαλεία σκέψης τα οποία προσομοιάζουν σε αυτά του αναρχικού/αυτόνομου χώρου. Η πάγια κατεύθυνση για μαξιμαρισμένα – υπερπολιτικοποιημένα πλαίσια πάλης, η επένδυση σε οχήματα εκτός των Φ.Σ., η λογική των «αντικαπιταλιστικών σχημάτων», ακόμα και συγκυριακές επιλογές σχετικά με τον τρόπο παρουσίας στο δρόμο (πανό σχημάτων ΕΑΑΚ), καθώς και οι τοποθετήσεις των προηγούμενων χρόνων σχετικά με τις ιδιότητες των διοικητικών συμβουλίων των συλλόγων δημιουργούν μία κατάσταση κατά την οποία μία μερίδα των ΕΑΑΚ στη πόλη χαρακτηρίζεται από πλήρη αδυναμία να διαχωριστεί με την αναρχία/αυτονομία ως προς το πολιτικό περιεχόμενο και τα πολιτικά εργαλεία, συμμετέχει στο σχεδιασμό της πάντα ως υποτελής πόλος και αδυνατεί να κατοχυρώσει έναν διακριτό χώρο εντός των συλλόγων.

Από την άλλη, άλλες αντιλήψεις εντός του δικτύου είχαν ανέκαθεν την δυνατότητα να χαράξουν σκληρές διαχωριστικές γραμμές με την αναρχία/αυτονομία ως προς το πολιτικό περιεχόμενο. Όμως, η «κινηματίστικη» φυσιογνωμία στην οποία συγκροτούν τα μέλη τους (με τη Θεσσαλονίκη να έχει την πιο ακραία έκφραση αυτών των χαρακτηριστικών), οι τελετουργικές «συγκρούσεις» των περιφρουρήσεων με τις δυνάμεις καταστολής, πλήρως ξεκομμένες από τα μπλοκ και τις διαθέσεις τους, οι -συστηματοποιημένες πλέον- ακραίες οργανωτικές αντιπαραθέσεις των τελευταίων χρόνων έχουν καλλιεργήσει στα μέλη, τους σχηματίες και τα πολιτικά μπλοκ τους στοιχεία πολιτικής κουλτούρας, αναπαραστάσεων και πρακτικών τα οποία όχι μόνο λειτουργούν αποξενωτικά, αλλά σε τελική ανάλυση δεν μπορούν να διαχωριστούν καθαρά από την φυσιογνωμία της αναρχίας/αυτονομίας στη πόλη.

Ο λόγος λοιπόν της μετατόπισης των κινηματικών μπλοκ στις συνελεύσεις της Θεσσαλονίκης, όπου αποτέλεσε εντέλει τον καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής ήττας των ΕΑΑΚ, είναι ακριβώς η ανικανότητα του μορφώματος να τραβήξει καθαρές διαχωριστικές γραμμές από την αυτονομία/αναρχία τόσο σε επίπεδο πολιτικού περιεχομένου από τη μία, όσο και σε επίπεδο πρακτικών από την άλλη, και άρα να κατοχυρώσει έναν διακριτό πολιτικό χώρο στα σχέδια που παίζονται εντός των συλλόγων. Όταν, σε συνθήκες ανάτασης του κινήματος, εμφανίστηκε ένας χώρος με υπερπολιτικοποιημένο περιεχόμενο και διάθεση για μεγαλύτερη όξυνση σε επίπεδο δρόμου, η αδυναμία διαχωρισμού των ΕΑΑΚ ήταν αυτή που έκανε τα πολιτικά τους μπλοκ να φυλλορροήσουν.

Όταν αυτή η κατάσταση εμπεδώθηκε, τα ΕΑΑΚ της πόλης επέλεξαν να οξύνουν αυτές τις αντιθέσεις με τον χειρότερο τρόπο. Από τη μία πάρθηκε η επιλογή συμπόρευσης των ΕΑΑΚ με τα πλαίσια της αυτονομίας από τη θέση της πλήρως ηγεμονευόμενης δύναμης. Από την άλλη, δυνάμεις επέλεξαν να συμπορευτούν (όντας επίσης ηγεμονευόμενες) πλήρως με το σχέδιο της ΚΝΕ, δείχνοντας έτσι υπερβολική φοβικότητα στην αναπτυσσόμενη κοινωνική δυναμική στη πόλη. Την ίδια στιγμή που οι διαδικασίες μαζικοποιούνταν και το ΑΠΘ ξαναζωντάνευε, τα ΕΑΑΚ προσπαθούσαν να «κλειδώσουν» το πολιτικό περιεχόμενο του κινήματος σε συνεννοήσεις με τη ΚΝΕ, αποστειρωμένα συντονιστικά, κλειστά πλαίσια ΓΣ και διοικητικά συμβούλια. Έτσι, κατάφεραν να αποξενώσουν μία τεράστια μάζα κόσμου όχι μόνο από τη πολιτική τους πρόταση για το κίνημα, αλλά και από τα όργανα των φοιτητικών συλλόγων, αφού αυτή η προσπάθεια «αποστείρωσης» τους από τη κοινωνική δυναμική συναντήθηκε πολύ αποτελεσματικά με τη οξυμένη κριτική της αυτονομίας περί «γραφειοκρατικών συλλόγων». Ήταν η πλήρης ηγεμόνευση και ο ετεροκαθορισμός των ΕΑΑΚ από το σχέδιο της αυτονομίας εντέλει ο παράγοντας που δημιούργησε αμηχανία, σκληρή πρόσδεση στο σχέδιο της ΚΝΕ και προσπάθεια «κλεισίματος» του κινηματικού κύκλου, καταλήγοντας σε μία πολιτική ήττα πρωτόγνωρη για την ιστορία του δικτύου. Αυτά τα στοιχεία οδήγησαν σε μία προσπάθεια «προληπτικού αποκλεισμού» της αυτονομίας στην Αθήνα με κατά βάση οργανωτικούς όρους, καταλήγοντας στη σημερινή κατάσταση.

Όλη αυτή η κατάσταση έφτασε στην Αθήνα μέσα από μία διαδικασία κλιμακούμενης έντασης, η οποία οδήγησε στο σημερινό τοπίο. Η βίαιη επίθεση που δέχτηκαν αγωνιστές φοιτητές, μέλη αριστερής οργάνωσης, από άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως μέλη του αναρχικού/αυτόνομου χώρου δεν μπορεί παρά να είναι πλήρως καταδικαστέα. Η λογική του «οργανωτικού ξεκαθαρίσματος» και το βάπτισμα του ως αντι-βία, η επιστράτευση μέσων και πρακτικών κατευθείαν από τη φαρέτρα του αντιπάλου, η εκούσια δημιουργία περιστατικών που δίνουν χώρο στην κυρίαρχη αφήγηση γύρω από τα πανεπιστήμια ως «άνδρα εγκληματικότητας» δεν έχουν καμία σχέση με το κίνημα. Αντίστοιχα, η δημιουργία «εσωτερικών εχθρών», η στοχοποίηση και απειλή αγωνιστών, ο αποκλεισμός δυνάμεων από τις γενικές συνελεύσεις, η διάλυση διαδικασιών των συλλόγων και η προσφυγή στην οργανωτική επιβολή, από όποια δύναμη και αν επιστρατεύονται, εντέλει φέρνουν το φοιτητικό κίνημα σε μονίμως χειρότερες θέσεις μάχης.

Ένα δειλό βήμα προς τις νέες καταιγίδες

Η μόνη μάχη που έχει να δώσει το φοιτητικό κίνημα είναι η μάχη ενάντια στο Υπουργείο και την κυβέρνηση. Μια μάχη για την μη εφαρμογή του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη και για οποιοδήποτε άλλο νομοσχέδιο θα ακολουθήσει. Κάτι τέτοιο απαιτεί συγκεκριμένο βηματισμό από τις δυνάμεις τις ριζοσπαστικής αριστεράς για το επόμενο διάστημα. Tο στοίχημα της μη εφαρμογής του νόμου δεν θα απαντηθεί άμεσα, αλλά αντιθέτως θα είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία. Έτσι, χρειάζεται μια διττή μεθοδολογία συσσώρευσης όρων για τα επόμενο χρόνια και παράλληλα όξυνσης γύρω από συγκεκριμένους κόμβους και στιγμές, στις οποίες θα αποτυπώνεται η σύγκρουση με το Υπουργείο.

Για αυτό το λόγο βασικό κομμάτι της μάχης αυτής είναι η σύναψη, η διατήρηση και το βάθεμα πλατιών κοινωνικών συμμαχιών. Ο ψηφισμένος νόμος αφορά όλα τα κομμάτια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Επομένως είναι αναγκαία η κινητοποίηση όσο το δυνατόν ευρύτερου μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας και η αντιπαράθεση του με τις διοικήσεις των ιδρυμάτων που προχωράνε στην υλοποίηση πτυχών του νόμου. Οι συμμαχίες αυτές οφείλουν να ξεφεύγουν από την επικοινωνιακή σφαίρα και να αποτυπώνονται εμπράκτως σε κινήσεις συμπόρευσης. Αυτό αφορά τις παρεμβάσεις εντός των οργάνων διοίκησης, σε κατεύθυνση συγκρότησης αντιστάσεων απέναντι στις αποφάσεις τους, την από κοινού συμμετοχή σε δράσεις επανοικειοποίησης των σχολών και την αποτύπωση της συμμαχίας στο επίπεδο του δρόμου. Είναι χρέος μας λοιπόν να συνεχίσουμε στην κατεύθυνση που θέσαμε από τους επιμέρους συντονισμούς των ιδρυμάτων (ΕΜΠ, ΕΚΠΑ, ΠΑΝΤΕΙΟΣ κ.α.) εξυπηρετώντας τους παραπάνω στόχους, έχοντας την αναγκαία ευελιξία ως προς τις μορφές μέσα από τις οποίες αποτυπώνεται αυτή η συμμαχία, με αναμφισβήτητο κέντρο της όμως τις αποφάσεις των κοινωνικών φορέων.

Το σημαντικότερο ρόλο όμως στην επερχόμενη μάχη καλούνται να παίξουν οι ίδιοι οι φοιτητικοί σύλλογοι. Προκειμένου λοιπόν να συγκροτηθούν αντιστάσεις για την μη εφαρμογή του νόμου, χρειάζεται η επιστροφή των ίδιων των φοιτητών στους κοινωνικούς τους χώρους, στις σχολές τους. Επομένως, ο αγώνας για άνοιγμα των σχολών και το τέλος της τηλεκπαίδευσης συνεχίζει για μας να δίνεται παράλληλα με εκείνον ενάντια στο νομοσχέδιο. Με το ολικό άνοιγμα της οικονομίας και του τουρισμού, οφείλουμε να επαναφέρουμε και την κουβέντα για το άνοιγμα των σχολών άμεσα. Αυτό περνάει μέσα από το αίτημα για δια ζώσης εξεταστική το εαρινό εξάμηνο, αλλά και την πλήρη προετοιμασία κάθε ιδρύματος για την επιστροφή των φοιτητών κανονικά στις σχολές από Σεπτέμβρη. Παράλληλα, το ζωντάνεμα το σχολών, η επιστροφή των φοιτητών στους κοινωνικούς χώρους και η έμπρακτη συμμετοχή τους σε πολιτιστικές και πολιτικές δράσεις πρέπει να συνεχίσουν και να ενταθούν, ακολουθώντας τα ελπιδοφόρα αποτελέσματα σε μία σειρά από χώρους. Το πεδίο εφαρμογής τους νόμου είναι πλέον οι ίδιες οι σχολές και άρα αποτελεί στοίχημα να συγκροτηθούν και εντός τους μαζικές αντιστάσεις. Όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να μη συνοδεύονται από στοχευμένη παρουσία του φοιτητικού κινήματος σε «κεντρικά» ραντεβού και προσπάθεια συμπόρευσης του με τους εργαζομένους, ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, σε έναν αγώνα την υπεράσπιση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, για μόνιμη και σταθερή δουλειά, για προοπτική!

Για να γίνουν τα παραπάνω όμως χρειάζεται να ξεφύγουμε από δικές μας αγκυλώσεις και την εσωστρέφεια και να επιστρέψουμε στις μαζικές κοινωνικές διεργασίες. Χωρίς υγιείς φοιτητικούς συλλόγους με πραγματικές δημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό τους δεν μπορεί να δοθεί αποτελεσματικά καμία μάχη. Η υπεράσπιση των δομών του φοιτητικού κινήματος είναι χρέος μας και περνάει μόνο μέσα από τη μαζική συμμετοχή ανένταχτου δυναμικού και πραγματική πολιτική διαπάλη των πολιτικών δυνάμεων στο μαζικό πεδίο. Αυτό σημαίνει ότι το επόμενο διάστημα πρέπει να δώσουμε βάρος ώστε οι Γενικές Συνελεύσεις και τα Διοικητικά Συμβούλια να λειτουργούν πιο ανοιχτά με πραγματική ανάδραση με το σύλλογο, ενώ δεν πρέπει η χάραξη της πολιτικής γραμμής να γίνεται μόνο σε αποστειρωμένες από τη κοινωνική δυναμική συσκέψεις. Για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να κοιτάξουμε τα ΕΑΑΚ και τη φοιτητική ριζοσπαστική Αριστερά στον καθρέφτη. Τα ίδια τα σχήματα των κοινωνικών χώρων είναι αυτά που πρέπει να βγουν μπροστά. Οφείλουν να γίνουν τα οχήματα χάραξης πολιτικής γραμμής και να βρίσκονται σε πραγματική ανάδραση με τον εκάστοτε σύλλογο. Με την συνεχή εμπλοκή τους από τα πιο μικρά ζητήματα έως τα πιο μεγάλα, με την επιμονή στη δημοκρατική και συμπεριληπτική κουβέντα, με ζύμωση των πολιτικών κριτηρίων των αγωνιστών και όχι απλή συνύπαρξη αντιλήψεων, με το μοντέλο δηλαδή που μπόρεσε να οδηγήσει το φοιτητικό κίνημα στις μεγαλύτερες νίκες. Αυτή η γνώριμη από τις μάχες του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα ριζοσπαστικά νέα ποιότητα πολιτικής λειτουργίας αποτελεί το αναγκαίο πρώτο βήμα ώστε να φέρουμε τις επόμενες καταιγίδες!


[i] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ευρήματα του 2ου κύματος της ετήσιας έρευνας “Νεολαία. Συνήθειες, Αντιλήψεις & Πολιτική Συμπεριφορά” του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» σε συνεργασία με την εταιρία ερευνών Prorata.