Η νεολαία στο στόχαστρο
«Η βασική εστία διασποράς του ιού, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, είναι η διασκέδαση νέων ανθρώπων». Με αυτή του τη δήλωση, μόλις πέντε μέρες πριν τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις για τον φετινό εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτύπωσε με τον πιο καθαρό τρόπο ένα εκ των βασικών στοιχείων της κυβερνητικής διαχείρισης: τη στοχοποίηση της νεολαίας. Με αφορμή τη πανδημία, το αφήγημα περί «ανεύθυνης νεολαίας» όχι μόνο διογκώθηκε, αλλά έλαβε διαστάσεις ηθικού πανικού. Βουλευτές, δημοσιογράφοι και λοιμωξιολόγοι βάλθηκαν να πείσουν τη κοινή γνώμη ότι οι ιδιαιτερότητες της νεανικής κουλτούρας και ψυχοσύνθεσης δημιουργούν το πεδίο πάνω στο οποίο καλλιεργούνται η πλήρης έλλειψη ατομικής ευθύνης, η άγνοια κινδύνου και η ανευθυνότητα απέναντι στις ευπαθείς ομάδες και τη κοινωνία συνολικά. Η «θεραπεία» φυσικά, βασίστηκε στη διάγνωση: από τις πλατείες της Αγίας Παρασκευής και τη Κυψέλης μέχρι τη Καρδίτσα, η αστυνομία φρόντισε να εξαντλήσει όλη της τη βαρβαρότητα απέναντι στους «εγκληματίες» με τα skate και τα κοκτέιλ σε πλαστικά ποτήρια. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό, καθώς η νεολαία κρίθηκε ένοχη για το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει κανείς εν μέσω κατάστασης εξαίρεσης: τις ριζοσπαστικές πολιτικές πρακτικές που αμφισβητούν τη κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Έτσι, είδαμε αστυνομία στις εστίες του ΑΠΘ μετά από συλλογικές διαδικασίες, Αύρες και χημικά στη μεγαλειώδη κινητοποίηση για τη δίκη της Χρυσής Αυγής και έναν ολόκληρο στρατό δυνάμεων καταστολής στα αστικά κέντρα για τις κινητοποιήσεις της 17 Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη, έτοιμο να προσφέρει πρόστιμα, συλλήψεις και δολοφονικές επιθέσεις.
Το αφήγημα περί «ανεύθυνης και επικίνδυνης νεολαίας», αν και αποτελούσε δομικό χαρακτηριστικό του ιδεολογήματος του συντηρητισμού καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αυτή τη στιγμή δεν αποτελεί απλή συνέχεια της παράδοσης. Δημιουργώντας έναν εσωτερικό εχθρό, η κυβέρνηση προσπαθεί να απομακρύνει τα βλέμματα από την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας. Δεν φταίνε λοιπόν τα αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας οριζόντια μέτρα, ούτε η μη ενίσχυση του ΕΣΥ, αλλά η ανευθυνότητα μίας ομάδας «υψηλού κινδύνου» που πρέπει να κατασταλεί. Μπροστά στη πλήρη άρνηση της κυβέρνησης να πάρει πραγματικά μέτρα προστασίας των ευπαθών ομάδων, των εργαζομένων κ.α., το blame game απέναντι στη νεολαία βοηθάει στη περαιτέρω σκλήρυνση του κοινωνικού μπλοκ το οποίο έχει προσδεθεί πιο έντονα στη Νέα Δημοκρατία, των μερίδων δηλαδή που είναι χρόνια εκτεθειμένες απέναντι στο αφήγημα πως για όλα φταίει «ο ριζοσπαστισμός, η ασυδοσία και ο λαϊκισμός» της μεταπολίτευσης. Έτσι, η κυβέρνηση προχωρά με τον πιο επιθετικό τρόπο σε μία απόπειρα αντικατάστασης του αιτήματος για κοινωνικό κράτος με αυτό της «ασφάλειας» του αστυνομικού κράτους, στρώνοντας παράλληλα το έδαφος και για τις τεκτονικού χαρακτήρα αλλαγές στα πανεπιστήμια.
Επιστρατεύοντας όμως το συγκεκριμένο αφήγημα, η κυβέρνηση δεν επικυρώνει απλώς τις κοινωνικές της συμμαχίες, αλλά αναδεικνύει και τον κύριο εχθρό. Και η νεολαία αποτελεί αυτή τη στιγμή τον βασικό εχθρό της κυβέρνησης όχι γιατί είναι γενικά και αόριστα «προοδευτική», ούτε απλά για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορική συγκρότηση της πολιτικής της κουλτούρας. Ο λόγος που η νεολαία (μπορεί να) αποτελεί το σπασμένο κρίκο σε μία συνθήκη συναίνεσης στον νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό είναι αρκετά απλός: τη δεδομένη στιγμή, η αστική στρατηγική (και ο κύριος πολιτικός εκφραστής της) δεν διαθέτει ένα θετικό πρόταγμα για τη καθημερινότητα και τη προοπτική μας. Το ιδεολόγημα του TINA (There Is No Alternative), κυρίαρχο στον τόπο μας μετά τις παλινωδίες του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να λειτουργεί ως μοχλός συγκράτησης δυνάμεων σε ένα μίνιμουμ επίπεδο συναίνεσης, όμως στη περίπτωση της νεολαίας δεν αρκεί. Το άγχος για την (όλο και δυσκολότερη) πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, η ασφυκτική φοιτητική καθημερινότητα, τα πτυχία χωρίς αντίκρισμα και το φαινομενικά αναπόφευκτο Brain Drain, η ανεργία, η επισφάλεια και ο εντεινόμενος αυταρχισμός δημιουργούν ένα αποπνικτικό πλαίσιο εντός του οποίου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική πρόσδεση στα σχέδια που έχουν για εμάς.
Το παραπάνω έχει αποτυπωθεί κυρίως με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η εκλογική συμπεριφορά, με τρανταχτό παράδειγμα τις εκλογές του 2019. Τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τον όρο «αριστερά» σε πλήρη ανυποληψία και οι σχηματισμοί της «ανυπότακτης» αριστεράς δείχνουν να έχουν κάνει τον κύκλο τους, η νεολαία, ακόμα και εγκλωβισμένη σε συνθήκες ενός ασφυκτικού διπολισμού και ελλείψει ενός πραγματικά ανταγωνιστικού σχεδίου, επιλέγει ξανά την «αριστερόστροφη» ψήφο (ΣΥΡΙΖΑ,ΚΚΕ,ΜεΡΑ25) σε συνολικό ποσοστό 48%, αποτελώντας το μόνο εκλογικό πλήγμα σε μία κατά τ’ άλλα άνετη επικράτηση της ΝΔ. Πολύ πιο ενδεικτική από τη κάλπη όμως, είναι η συμπεριφορά της νεολαίας εκεί που κρίνονται όλα: στο δρόμο. Ένας σύντομος απολογισμός της περσινής χρονιάς μετράει εκατοντάδες καταλήψεις, μαζικές διαδικασίες φοιτητικών συλλόγων και τις πιο μεγαλειώδεις πορείες των τελευταίων ετών. Όλα αυτά ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης για την εκπαίδευση, αλλά και στην ένταση της καταστολής. Όλα αυτά για μια ανθρώπινη καθημερινότητα, για προοπτική, για δημοκρατικά δικαιώματα. Και είμαστε ξανά εδώ.
Επιβάλλοντας έναν ανεκπλήρωτο εκσυγχρονισμό
Η νεολαία μπορούσε ανέκαθεν να βγει στο προσκήνιο με τον πιο εκρηκτικό τρόπο, προκαλώντας ρωγμές στην αστική στρατηγική και αποτελώντας πυροδότη για ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες. Αυτές οι κινήσεις ήταν δυνατές μέσω της ύπαρξης ενός συγκεκριμένου κέντρου, του δημοσίου πανεπιστημίου. Ο δωρεάν, προσβάσιμος στα παιδιά όλων των κοινωνικών στρωμάτων χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελούσε έναν από τους κύριους συνδετικούς κρίκους που μετέτρεπαν τη νεολαία σε μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με κοινό όραμα, αυτό της προς τα πάνω ταξικής κινητικότητας. Ταυτόχρονα, εντός του πανεπιστημίου ο διάχυτος νεολαιίστικος ριζοσπαστισμός μπόρεσε να μετατραπεί σε μαζικές διεκδικητικές κινήσεις, πλάθοντας ιδεολογικές ταυτότητες και συλλογικές αναπαραστάσεις οι οποίες υπέσκαπταν τα θεμέλια του κυρίαρχου αφηγήματος. Οι κινήσεις αυτές μπορούσαν να δημιουργούν αντιστάσεις και κεκτημένα ουσιώδους δημοκρατικής λειτουργίας εντός του μηχανισμού ο οποίος «διαμόρφωνε» το μελλοντικό κόσμο της εργασίας σύμφωνα με το εκάστοτε ηγεμονικό σχέδιο της αστικής τάξης. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία του ελληνικού πανεπιστημίου είναι που αποτελούν αντικείμενο επίθεσης σήμερα: ο μαζικός, δημόσιος, δωρεάν και δημοκρατικός χαρακτήρας του.
Με τη τροποποίηση των όρων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι φορείς της προετοιμάζονται τεχνικά και ιδεολογικά για τις ανάγκες μιας αναδιαρθρωμένης αγοράς εργασίας με σκοπό την άμεση και παραγωγική εκμετάλλευση από το κεφάλαιο. Υπό αυτή την έννοια, το πανεπιστήμιο βρίσκεται σε μία φάση «παραγωγικοποίησης», εμπεδώνονται δηλαδή στον τρόπο λειτουργίας του όλα τα στοιχεία (ιδεολογικά, οικονομικά κοκ) που αποτελούν προϋποθέσεις για την επιτυχή επιβολή μίας στρατηγικής που θα εξασφαλίσει κερδοφορία στο κεφάλαιο μεσοπρόθεσμα, με τους φοιτητές στο εσωτερικό του να διαπλάθονται αναλόγως. Στη τρέχουσα περίοδο, με την αναζήτηση ενός κερδοφόρου παραγωγικού υποδείγματος να αποτελεί περισσότερο πεδίο πειραματισμού παρά βεβαιοτήτων, οι αλλαγές που προωθούνται στη λειτουργία του πανεπιστημίου αποτελούν διαχρονικές επιδιώξεις: διοίκηση των ιδρυμάτων στη λογική του «νέου δημοσίου μάναντζμεντ», πιο σκληρή πρόσδεση με τον επιχειρηματικό κόσμο ανά περιπτώσεις, εξωστρέφεια, φίλτρα εισαγωγής, ρευστοποίηση των τίτλων σπουδών, δημιουργία ενός επανακαταρτίσιμου, ελαστικού και εξειδικευμένου εργαζομένου, αυταρχική θωράκιση των ιδρυμάτων και συμμόρφωση στη λογική της «αξιολόγησης». Ταυτόχρονα, με τη δεκαετία της κρίσης να έχει αφήσει το αποτύπωμα της, υπάρχει προσπάθεια να περιοριστεί η πλήρης αδυναμία του πανεπιστημίου να επιτελέσει τον κατανεμητικό του ρόλο. Αν και τα εργαλεία είναι παλιά, η ένταση και ο συνολικός χαρακτήρας της επίθεσης, όπως αυτή έρχεται μέσα από το νομοσχέδιο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη συνιστούν βίαιη τομή με το πανεπιστήμιο όπως το γνωρίσαμε μεταπολιτευτικά.
Η κυβέρνηση δεν κινείται στο κενό. Η πανδημία και κατ’ επέκταση η υγειονομική κρίση (με τις αντίστοιχες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις), είναι η ίδια συνθήκη κατά την οποία «ευδοκιμεί» η επιτάχυνση κίνησης από πλευράς κράτους, εις βάρος λαού και νεολαίας. Σε συνέχεια προηγούμενων πολιτικών και μέτρων λιτότητας, η ΝΔ προχωρά σε φαραωνικές αναδιαρθρώσεις σε εργασία και εκπαίδευση, με ένταση του αυταρχισμού για την θωράκιση του πολιτικού επιπέδου από τις πιέσεις των μαζών, λειαίνοντας το έδαφος για την «αναίμακτη» εφαρμογή αυτών των αλλαγών και επιδιώκοντας οριστικό «διαζύγιο» με το νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό. Στην κατεύθυνση των επιταγών ΕΕ, Μπολόνια, ΚΕΧΑΕ προωθείται ο πλήρης «εκσυγχρονισμός» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στα πρότυπα του δυτικοευρωπαϊκού μοντέλου, ενώ προσπαθεί να αναδιατάξει συνολικά τον χάρτη σχολών, πτυχίων και δικαιωμάτων με fast – track διαδικασίες, ενισχύοντας το ρόλο της ιδιωτικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, με την διάλυση – ποσοτικοποίηση των τίτλων σπουδών να παίρνει ήδη σάρκα και οστά.
Από τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση…
Σε αυτά τα πλαίσια, ήδη από το νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση, η κυβέρνηση εισήγαγε διάταξη που υποχρεώνει Τεχνικό και Οικονομικό επιμελητήριο να εγγράφουν αποφοίτους κολεγίων έτσι ώστε να έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους αποφοίτους ΑΕΙ. Σε συνέχεια του νόμου για την εξίσωση ΑΕΙ – Κολλεγίων, ανοίγεται ουσιαστικά ο δρόμος για τη πλήρη απόσπαση επαγγελματικών δικαιωμάτων, ώστε να μετριαστεί η αναντιστοιχία μεταξύ των τίτλων σπουδών δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έχοντας πλέον τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα, και με τον νόμο για την αξιολόγηση να έχει ψηφιστεί από πέρσι, δημιουργείται μία κατάσταση όπου τα τμήματα που είναι πιο εναρμονισμένα με τις επιταγές ΕΕ – Μπολόνια (δηλαδή τα πλήρως αναδιαρθωμένα δημόσια πανεπιστήμια ή τα ιδιωτικά Κολλέγια) θα ασκούν πίεση στα δημόσια ιδρύματα μέσω της αξιολόγησης και της σύνδεσης της με τη χρηματοδότηση, ωθώντας τα έτσι στην εμπέδωση κάθε αλλαγής που προωθείται από την εκάστοτε κυβέρνηση, έτσι ώστε να μπορούν να παραμένουν «ανταγωνιστικά». Αυτό με τη σειρά του θα συμπιέσει τα εργασιακά και επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων κάθε σχολής προς τα κάτω, φέρνοντας τις δυνάμεις της εργασίας σε όλο και χειρότερες θέσεις ανά κλάδο.
Σε μια προσπάθεια επαναορισμού του μοντέλου φοίτησης επαναφέρουν τις διαγραφές, βάζοντας χρονικό όριο στους φοιτητές στα 1,5ν χρόνια, στερώντας τους το δικαίωμα να ορίσουν τις σπουδές τους όπως αυτοί θέλουν, σε κατεύθυνση πλήρους εντατικοποίησης των ρυθμών φοίτησης. Εξομοιώνουν τις αυριανές σχέσεις εργασίας, με το φόβο της απόλυσης να πλανάται πάνω από οποιαδήποτε προσπάθεια διεκδίκησης, δημιουργώντας ένα τοπίο δίχως καμία έννοια συλλογικής κατοχύρωσης. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να μείνουμε στο ότι ένα μοντέλο φοίτησης ακραίας εντατικοποίησης, όπου ο φοιτητής τρέχει από αμφιθέατρο, σε βιβλιοθήκη, σε project εν τέλει είναι ένας φοιτητής ο οποίος δε ξεφεύγει από τα μαθητικά πρότυπα, ο οποίος δεν έρχεται σε πραγματική επαφή με το αντικείμενο του, ο οποίος δεν αναπτύσσει κάποιο πραγματικό κριτήριο σκέψης. Η φοιτητική καθημερινότητα με ανθρώπινους όρους προβλέπει πραγματική ενασχόληση με όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες εντός του πανεπιστημιακού χώρου: από τη πολιτικοποίηση, τη κοινωνικοποίηση και τις τέχνες μέχρι και την εκπαιδευτική διαδικασία. Παράλληλα, όπως και στην περίπτωση των βάσεων εισαγωγής, συνεχίζεται να εμπεδώνεται το ιδεολόγημα της «αριστείας» και της «αξιοκρατίας», έννοιες οι οποίες παρουσιάζονται σαν εργαλεία που επιτελούν το «αναγκαίο ξεσκαρτάρισμα» των πανεπιστημίων από όσους δεν είναι «ικανοί». Αυτό συμβαίνει τόσο κατά τη διάρκεια της εισαγωγής όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια φοίτησης, εντείνοντας έτσι τη στροφή στον ανταγωνισμό και τον ατομικό δρόμο.
Τέλος, το φάσμα αυτών των αλλαγών βοηθά στην επίλυση της κατανεμητικής αστάθειας και συνδέεται με την εξίσωση πτυχίων και γενικότερα την κατεύθυνση ρευστοποίησης των τίτλων σπουδών, καθώς με την ποσοτικοποίηση του πτυχίου (κάνοντας την παραδοχή πως ο διαγεγραμμένος φοιτητής θα παίρνει ένα πιστοποιητικό που θα αναγράφει ότι παρακολούθησε επιτυχώς Χ/Υ ECTS πχ) αυτή η μερίδα φοιτητών οδηγείται στην διά βίου μάθηση ή αλλιώς στο κύκλο «ανεργία – σεμιναριακού τύπου εκπαίδευση/επανακατάρτιση – εργασία και πάλι από την αρχή», στο δρόμο συγκρότησης ενός ατομικού φακέλου προσόντων, ατελείωτου κυνηγιού πιστοποιητικών και ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, με την εισαγωγή σε σχολή και όχι σε τμήμα, κινείται στην κατεύθυνση παράλληλων προγραμμάτων σπουδών με υποεξειδικεύσεις αντικειμένων, πράγμα που συνδυαστικά με τα παραπάνω, περιορίζουν την συνολική εποπτεία των γνωστικών – επιστημονικών μας αντικειμένων. Υπό αυτή την έννοια, η βάση εισαγωγής στην τριτοβάθμια και το παράλληλο μηχανογραφικό για δημόσια ΙΕΚ, ανοίγει τον δρόμο αύξησης των ροών απορρόφησης φοιτητών από την ιδιωτική - επαγγελματική εκπαίδευση.
Μέσω αυτών των αλλαγών, ο ρόλος που είχε ιστορικά στη χώρα η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση αναβαθμίζεται σημαντικά. Σε μία προσπάθεια να μετριαστεί η πλήρης αδυναμία του ελληνικού πανεπιστημίου να επιτελέσει τον κατανεμητικό του ρόλο λόγω των αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης στην οικονομία της χώρας, αναγκαστικά προωθείται ένα μοντέλο «μικρότερου» δημοσίου πανεπιστημίου, τόσο αναφορικά με τους εισακτέους, όσο και με τον αριθμό τμημάτων. Το ξεσκαρτάρισμα αυτό γίνεται μέσω των πιο σκληρών φίλτρων εισαγωγής και αποφοίτησης. Το αποτέλεσμα είναι η συνολική συμπίεση της προσδοκίας της νεολαίας για κοινωνική κινητικότητα και παράλληλα η δημιουργία ενός λιμνάζοντος δυναμικού εκτός δημοσίου πανεπιστημίου, το οποίο θα πρέπει να διοχετευτεί κάπου ώστε προοπτικά να αποτελέσει ευέλικτο, εύπλαστο και επανακαταρτιζόμενο στρατό εργατικού δυναμικού. Έτσι, από τελευταία επιλογή ενός περιορισμένου αριθμού παιδιών από τα μικρομεσαία στρώματα που δεν κατάφεραν να εισαχθούν στις δημόσιες σχολές, η ιδιωτική εκπαίδευση πλέον διεκδικεί το ρόλο του ανταγωνιστικού πυλώνα, ο οποίος πιέζει τα πανεπιστήμια, οδηγώντας σε υποχώρηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μέσα από φαινόμενα όπωςη θέσπιση διδάκτρων σε μεταπτυχιακά.
…Στην αυταρχική θωράκιση των πανεπιστημίων
Μια επίθεση τέτοιου βεληνεκούς προς τη καθημερινότητα και τη προοπτική της νεολαίας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ομαλά, αν δεν υπήρχε κάποιο πλάνο αντιμετώπισης της βασικής «ανορθογραφίας» του πανεπιστημίου, του φοιτητικού κινήματος. Μάλιστα, Η πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης στο καθορισμό των ιστορικών εξελίξεων φαίνεται στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελληνικού πανεπιστημίου, όπου οι αναδιαρθρώσεις κινήθηκαν και κινούνται με εντελώς άνισους (και αργούς) ρυθμούς, λόγω των αντιστάσεων που παρήγαγε το φοιτητικό κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες. Με την ίδρυση σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας που θα υπάγεται στην ΕΛ.ΑΣ. προσπαθούν να ποινικοποιήσουν οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης και μέσο διεκδίκησης των συλλόγων μας, έτσι ώστε να δημιουργήσουν αποστειρωμένους από κάθε εστία συζήτησης και αντιπαράθεσης χώρους για να περάσουν «αναίμακτα» αλλαγές που διαλύουν τα πτυχία και το μέλλον μας. Χώρους και αμφιθέατρα που θα φοβάσαι να υπερασπιστείς τα συμφέροντά σου, με το πανεπιστήμιο να γίνεται ένας αποστειρωμένος χώρος παρακολούθησης (τόσο με όρους διάλεξης, όσο και επιτήρησης) που θα κάνει τους ρυθμούς σπουδών όσο περισσότερο πιο εξατομικευμένους και ασφυκτικούς. Κάρτες και έλεγχος εισόδου, αυξημένη επιτήρηση που συνεπάγεται με παρακολούθηση, ακόμη και ηχογράφηση στους χώρους του πανεπιστημίου. Ένα πανεπιστήμιο που οριοθετεί σαφώς την λειτουργία του σε «εκπαιδευτική» και «αξιόποινες πράξεις», γύρω από ένα δόγμα σκάσε - πλήρωνε - διάβαζε.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο Πειθαρχικός κώδικας των ΑΕΙ, όπου προβλέπει την στοχοποίηση των φοιτητών με διώξεις, ανακρίσεις έως και διαγραφή σε περίπτωση που ξεφύγουν από τα αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια ατομικού δρόμου. Ακόμη και αν οι αλλαγές που εφαρμόζονται διαλύουν και υποβαθμίζουν τις σπουδές τους. Επιστρατεύοντας το αφήγημα περί «ανομίας», στο οποίο πάτημα δίνουν οι ανά καιρούς αποξενωτικές πρακτικές εντός των σχολών, η κυβέρνηση έρχεται να επιβάλλει μία κατάσταση που οποιαδήποτε πρακτική δίνει έστω και την υπόνοια πως ξεφεύγει από τη γκρίζα «νέα κανονικότητα», θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αστυνόμευσης και πειθάρχησης με σκοπό να κανονικοποιηθεί ή να απομακρυνθεί από το χώρο. Αν και πτυχές του πειθαρχικού κώδικα στην ουσία φωτογραφίζουν πρακτικές των ριζοσπαστικών δυνάμεων εντός των σχολών (βλ. αφισοκόλληση, ηχορύπανση κλπ), οφείλουμε να βλέπουμε τα επερχόμενα μέτρα πέρα από έναν απλό ρεβανσισμό της Νέας Δημοκρατίας προς το Φοιτητικό Κίνημα. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούν σε μία οριστική αναδιαμόρφωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων που (ανα)παράγονται εντός του πανεπιστημίου. Επιχειρείται μία βίαιη και αμετάκλητη ρήξη με τη δυνατότητα που υπήρχε εντός του συγκεκριμένου θεσμού ο νεολαιίστικος ριζοσπαστισμός να διοχετεύεται σε μαζικές πολιτικές συγκρούσεις, μπλοκάροντας τον αστικό σχεδιασμό. Σε συνδυασμό με το νόμο για τις διαδηλώσεις, επιχειρείται μία σαφής οριοθέτηση του βαθμού στον οποίο τα εκάστοτε κινήματα μπορούν να προκαλούν οποιαδήποτε ρωγμή.
Συνολικά λοιπόν, δημιουργείται ένα συνεκτικό αφήγημα θωράκισης – επίθεσης, που διαπερνά την φοιτητική καθημερινότητα, τα πτυχία και την προοπτική, συντείνοντας στην υποβάθμιση του Δημόσιου Δωρεάν και Δημοκρατικού χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Βασικό σε όλα αυτά είναι και ο χαρακτήρας της αξιολόγησης των ιδρυμάτων, όπου σαν μοχλός πίεσης, επιταχύνει την πιστή εφαρμογή των επιταγών «ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού»,δεσμεύοντας ποσοστό επί της χρηματοδότησης (20%), λειτουργώντας εκβιαστικά ως προς τα Ιδρύματα-Τμήματα, στρώνοντας τον δρόμο για την εφαρμογή και υλοποίηση αντιδραστικών τομών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.
Η μεγάλη Τομή: για την τηλεκπαίδευση
Με την έλευση την πανδημίας του κορονοϊού και στην χώρα μας, η κυβέρνηση αποφασίζει τον Μάρτιο του 2020 το κλείσιμο των πανεπιστημίων και την εφαρμογή καθολικού lockdown. Η επόμενη μέρα, βρίσκει τα πανεπιστήμια σε καθεστώς τηλεκπαίδευσης, ηλεκτρονικών μαθημάτων, εργαστηρίων και εξεταστικών. Η ΝΔ έχει πάρει τη σαφή πολιτική επιλογή να κρατήσει κλειστά τα πανεπιστήμια για σχεδόν ένα χρόνο, ενώ όλα δείχνουν ότι το καθεστώς της τηλεκπαίδευσης θα συνεχιστεί και το επόμενο εξάμηνο. Άξιο απορίας είναι το γεγονός ότι τα ΑΕΙ δεν αποτέλεσαν ποτέ κομμάτι που κυβερνητικού σχεδιασμού και ότι ποτέ δεν άνοιξε από πλευράς ΝΔ η κουβέντα για την επαναλειτουργία τους, παρά τις φωνές από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις Κεραμέως προς τους φοιτητές επαρχιακών τμημάτων να ξενοικιάσουν τα φοιτητικά τους σπίτια.
Το καθεστώς της τηλεκπαίδευσης ήρθε να εντείνει τόσο το πρόβλημα της υποστελέχωσης αλλά και της υποχρηματοδότησης των ιδρυμάτων. Η λειτουργία των πανεπιστημίων μέσω των ηλεκτρονικών διαλέξεων απαιτεί μικρότερη χρηματοδότηση, καλύπτοντας τα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν, ιδίως στα επαρχιακά τμήματα. Σε συνδυασμό με την αξιολόγηση, τόσο τα επαρχιακά πανεπιστήμια αλλά και μία σειρά όχι τόσο ανταγωνιστικών σχολών, πιθανώς να κληθούν να επιλέξουν μία «ενδιάμεση» λύση αξιοποιώντας την τηλεκπαίδευση ή θα κινδυνεύσουν ακόμα και με κλείσιμο. Πολλά είναι τα ιδρύματα που θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν ένα μεικτό μοντέλο διδασκαλίας ώστε να μπορούν να ανταπεξέρχονται στους μειωμένους προϋπολογισμούς. Τα επαρχιακά ιδρύματα καλούνται να ακροβατήσουν ανάμεσα στο δίπολο «πλήρης αναδιάρθρωση ή κλείσιμο δια του οικονομικού στραγγαλισμού». Τα αναδιαρθρωμένα επαρχιακά τμήματα θα είναι και αυτά που ο (μικρότερος πλέον) αριθμός εισακτέων θα είναι πλήρως εντατικοποιημένος, ενώ η απελπισμένη αναζήτηση πόρων θα αφήνει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο για εμπλοκή του τοπικού επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Από την άλλη, η απομάκρυνση των φοιτητών από του πανεπιστημιακούς χώρους έχει δώσει την ευκαιρία στην ΝΔ να προχωρήσει ακάθεκτη το σχεδιασμό της για την παιδεία. Οι πανεπιστημιακοί χώροι αποτελούσαν εκείνους τους χώρους που ο φοιτητόκοσμος συζητούσε, κοινωνικοποιούταν, πολιτικοποιούταν και αντιλαμβανόταν στην πράξη τα ενιαία συμφέροντά του. Η έλλειψη κοινωνικών χώρων βάζει εμπόδια στις μαζικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων και διαλύει το συλλογικό περιβάλλον που υπήρχε στις σχολές. Παράλληλα, η τηλεκπαίδευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο από το ίδιο το υπουργείο και το καθηγητικό στρώμα απέναντι σε διεκδικητικές πρακτικές (όπως ακριβώς την περίοδο των μαθητικών καταλήψεων).Το καθεστώς τηλεκπαίδευσης έχει υποβαθμίσει πλήρως την εκπαιδευτική διαδικασία, έχει αυξήσει τα φαινόμενα καθηγητικής αυθαιρεσίας, ενώ έχει κάνει το πανεπιστήμιο μία πλήρως fast track διαδικασία που δεν χρειάζεται καν να μεταφερθείς μέχρι το αμφιθέατρο.
Αυτή είναι και η πραγματική τομή στη συγκυρία: η απονέκρωση των κοινωνικών χώρων. Οφείλουμε να αναμετρηθούμε με τις αιχμές που φέρνει το υπουργείο μέσα από το άνοιγμα των σχολών και από πρακτικές επανοικειοποίησης των πανεπιστημιακών χώρων. Το άνοιγμα των σχολών αποτελεί ζωτικής σημασίας ζήτημα για τον λαό και την νεολαία αν θέλει να μπλοκάρει επιμέρους αναδιαρθρώσεις αλλά και για την ίδια την αριστερά για να μπορεί να πυροδοτεί αντιστάσεις. Χωρίς μαζικές διαδικασίες, χωρίς το φοιτητικό υποκείμενο στον κοινωνικό του χώρο οι σχολές μας θα συνεχίσουν να αναδιαρθρώνονται και δεν θα θυμίζουν σε τίποτα τα πανεπιστήμια στα οποία μπήκαμε.
Αντεπίθεση πυρών: για ένα δημοκρατικό πανεπιστήμιο
Το μέγεθος της επίθεσης φανερώνει και το μέγεθος των καθηκόντων. Η πραγματικότητα είναι πως παρ’ όλες τις δυσκολίες, δεν ξεκινάμε να χτίζουμε αντιστάσεις από το μηδέν. Οι κινητοποιήσεις -εν μέσω πανδημίας και πλήθους απαγορεύσεων- αρχικά συσπείρωναν εκατοντάδες και πλέον βλέπουμε πορείες χιλιάδων. Ο κόσμος αυτός αποτελεί το αγωνιστικό δυναμικό που κατά τη διάρκεια όλης της προηγούμενης χρονιάς συγκρούστηκε με τα σχέδια του Υπουργείου Παιδείας, πάλεψε ενάντια στις διαγραφές, τις εξισώσεις, τις αστυνομικές επεμβάσεις στα πανεπιστήμια.
Όμως, παρά το πλήθος αντιδράσεων, τις μαζικές κινητοποιήσεις και τις ενστάσεις περί αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου, το Υπουργείο προχωρά ακάθεκτο προς τη ψήφιση. Σε έναν αγώνα που δεν πρόκειται να κριθεί από μία μάχη, αλλά κυρίως από το βαθμό στον οποίο θα εφαρμοστούν τα μέτρα, γίνεται αντιληπτό πως ένα εύρος κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών είναι αναγκαίο. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να γίνεται λόγος για ένα πανεκπαιδευτικό μέτωπο, στον πυρήνα του οποίου θα βρίσκεται μία εκρηκτική συμμαχία όσων συναποτελούν την ακαδημαϊκή κοινότητα και αντιτίθενται στα σχέδια του Υπουργείου: οι φοιτητές/τριες, οι μεταπτυχιακοί/διδακτορικοί, οι διοικητικοί, οι επισφαλώς εργαζόμενοι στο πανεπιστήμιο και τα προοδευτικά κομμάτια του καθηγητικού στρώματος. Η συμμαχία αυτή, μαζί με τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας, τους μαθητές και τους γονείς θα πρέπει να μπλοκάρει μέσα από τους μαζικούς κοινωνικούς φορείς την εμπέδωση του νομοσχεδίου και να αντιτίθεται καθημερινά στην εφαρμογή του. Θα πρέπει επίσης να παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα, αντικρούοντας το πολυεπίπεδο κυβερνητικό αφήγημα για τα πανεπιστήμια και μετατοπίζοντας το πεδίο του δημόσιου διαλόγου.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονται με τη τριτοβάθμια εκπαίδευση πως η μάχη ενάντια στα σχέδια του Υπουργείου είναι αλληλένδετη με τη μάχη ενάντια στη πολιτική επιλογή των κλειστών πανεπιστημίων. Υπό αυτή την έννοια, ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο. Γύρω από αυτό το στόχο οφείλουν να υπάρξουν οι ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις το επόμενο διάστημα, αξιοποιώντας τα κεκτημένα μετωπικής δράσης και συμπόρευσης τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πάλης ενάντια στην ψήφιση του νομοσχεδίου.
Μέσα από τη πάλη για το άνοιγμα των σχολών, οι ριζοσπαστικές δυνάμεις εντός των φοιτητικών συλλόγων οφείλουν να εκκινήσουν τη δύσκολη κουβέντα γύρω από το φοιτητικό κίνημα και την επίθεση που δέχεται, για τις δομές και τα όργανα των συλλόγων σε συνθήκες βίαιης αναδιάρθρωσης και για τα αποτελέσματα της πανδημίας στη λειτουργία τους. Μετά την περσινή εμπειρία της προσπάθειας για ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, αλλά και τα ενιαία ψηφοδέλτια να βρίσκονται στα σκαριά, τίποτα δεν δείχνει πως η κυβέρνηση θα σταματήσει εδώ. Απέναντι στην συντεταγμένη προσπάθεια πλήρους αποπολιτικοποίησης του εσωτερικού των σχολών και εκφυλισμού των φοιτητικών συλλόγων, οφείλουμε να περιγράψουμε μία μεθοδολογία ουσιαστικής επανέναρξης των πολιτικών διαδικασιών των οργάνων και ένα φοιτητικό κίνημα με συλλογικές δομές, το οποίο θα μπορεί να απαντάει στη επίθεση που δέχονται τα φοιτητικά συμφέροντα. Οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ και της υπόλοιπης ριζοσπαστικής φοιτητικής αριστεράς οφείλουν να κινηθούν σε αυτή τη κατεύθυνση, εκκινώντας τη κουβέντα γύρω από την αναγκαιότητα διεξαγωγής φοιτητικών εκλογών.
Ζούμε σε ένα κόσμο που δεν μας χωράει. Όμως δεν μένουμε ήσυχοι. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, η νεολαία πρωταγωνιστεί στις κοινωνικές εκρήξεις και βρίσκεται πλάι στους καταπιεσμένους. Από την Τουρκία μέχρι την Αμερική και από την Αλβανία μέχρι τη Γαλλία, δείχνουμε με τον πιο καθαρό τρόπο πως έχει έρθει ο καιρός να ανασάνουμε. Και θα το κάνουμε, τσακίζοντας όποιον σταθεί εμπόδιο.