Μπροστά στη μάχη των ευρωεκλογών: Ενωτικά και ριζοσπαστικά ενάντια στην Ε.Ε. και την ακροδεξιά

Των Χρήστου Σταυρακάκη | Ντίνας Σωτηριάδη (*)

Έχουνπεράσει τέσσερα χρόνια από τη μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, καιμε δεδομένη την αδυναμία της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράςαλλά και του κινήματος να μπλοκάρουν τη συνέχιση του μνημονιακούοδοστρωτήρα, η πολιτική μάχη των ευρωεκλογών αποκτάει ιδιαίτερη σημασία,καθώς θα είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση με κεντρικά πολιτικάχαρακτηριστικά και μάλιστα λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές στηνΕλλάδα. Πέρα από την αδιατάραχτη συνέχεια της μνημονιακής επίθεσης (παράτις κυβερνητικές εξαγγελίες για το «τέλος των μνημονίων») σε αυτή τηχρονική περίοδο, η κρίση στο πολιτικό επίπεδο έχει διαμορφώσει νέεςπολιτικές δυναμικές στην Ευρώπη, που ενέχουν σοβαρούς κινδύνους.

«Ακραίο κέντρο» και ακροδεξιά

Στις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2014, η βασική διαχωριστικήπολιτική γραμμή ήταν κυρίως ανάμεσα στη συντηρητική δεξιά, ειδικά όπωςαυτή εκφραζόταν μέσω της πολιτικής της κυβέρνησης Μέρκελ(συμπαρασύροντας τη σοσιαλδημοκρατία που από καιρό είχε προσχωρήσει στονακραιφνή νεοφιλελευθερισμό) και στον ΣΥΡΙΖΑ και τους Podemos, που μεαρκετά μεγάλη δυναμική επιχειρούσαν να εκφράσουν μια μαζική κοινωνικήριζοσπαστικοποίηση, η οποία γεννήθηκε στις «πλατείες» και στουςκοινωνικούς αγώνες για την ανατροπή της λιτότητας.

Σήμερα, μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε μια περίοδοβαθιάς κρίσης του οικοδομήματος της Ε.Ε., το πολιτικό σκηνικό είναι πολύδιαφορετικό. Η διαχωριστική γραμμή επιχειρείται να τοποθετηθεί ανάμεσαστις δυνάμεις του «ακραίου κέντρου» (δεξιά και σοσιαλδημοκρατία) μαζί μεένα σημαντικό τμήμα του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) και στιςδυνάμεις της ακροδεξιάς, οι οποίες εμφανίζουν μια πολύ επικίνδυνηδυναμική.

Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση μιας «προοδευτικής συμμαχίας»τμήματος του ΚΕΑ, της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, των Πράσινωνκαι ακόμα ενός τμήματος της «δημοκρατικής» ευρωπαϊκής δεξιάς ως το«αντίδοτο» για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς είναι παραπλανητική,υποκριτική και επικίνδυνη. Οι πολιτικές των ευρωπαϊκών ελίτ τα τελευταίαπέντε χρόνια έχουν ως βασικούς άξονες τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό, τονρατσισμό και την ισλαμοφοβία, την «απέχθεια» απέναντι στη δημοκρατίακαι τη λαϊκή κυριαρχία. Η στρατηγική σύγκλιση των δυνάμεων του «ακραίουκέντρου» σε αυτή την πολιτική δεν αφήνει περιθώρια προβληματισμού, εάνμπορούν να αποτελέσουν οποιουδήποτε τύπου απάντηση απέναντι στηνακροδεξιά.

Αυτές οι δυνάμεις εκπροσωπούν το πολιτικό DNA του μηχανισμού τηςΕ.Ε., ενός μηχανισμού με εξαιρετική επιθετικότητα απέναντι στην εργατικήτάξη, τους πρόσφυγες και τους/τις μετανάστες/τριες και τη νεολαία.Είναι επίσης οι πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στην ενίσχυση τηςκαταστολής είτε στα «εξωτερικά σύνορα», με την αναβάθμιση και ενίσχυσητης FRONTEX, είτε στη στήριξη της «εσωτερικής» κρατικής καταστολής, όπωςστην περίπτωση της κυβέρνησης Μακρόν και την κινητοποίηση του στρατούγια να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων, πουσυνεχίζουν τον αγώνα για τρεις και πλέον μήνες.

Είναι σαφές ότι αυτές οι πολιτικές (της σκληρής λιτότητας, τουκοινωνικού αποκλεισμού, του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας, τουαυταρχισμού και της καταστολής) έδωσαν στην ακροδεξιά τη δυνατότητα ναβγει από το πολιτικό περιθώριο, υιοθετώντας κομμάτια της πολιτικής τηςατζέντας. Απέναντι σε αυτό το ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό statusquo, η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί σοβαρό και υπολογίσιμο κίνδυνο καισε καμία περίπτωση δεν μπορεί η πολιτική της ατζέντα –ή τμήμα της– νααποτελούν απάντηση για την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία.

Επιπλέον, ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται ήδη σεκυβερνητικούς θώκους, όπως στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τηνΠολωνία, και η «εφαρμοσμένη» πολιτική τους μέχρι σήμερα δεν αφήνειπεριθώρια αμφιβολίας ως προς τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποίαεκπροσωπούν. Η σκληρή ρατσιστική πολιτική Σαλβίνι απέναντι σεμετανάστες/τριες και πρόσφυγες, η αντεργατική πολιτική ατζέντα τουΟρμπάν, η κυβερνητική απόφαση για το 12ωρο στην Αυστρία, η απόφαση γιααπαγόρευση των αμβλώσεων στην Πολωνία είναι τα χειροπιαστά δείγματα της–κυβερνητικής– πολιτικής της ακροδεξιάς.

Ο ευρωσκεπτικισμός της ακροδεξιάς δεν αμφισβητεί σε κανένα επίπεδοτις πτυχές της Ε.Ε. και της πολιτικής της που πλήττουν τα λαϊκάστρώματα. Αντίθετα, αποτελεί εργαλείο λαϊκισμού για να «ψαρέψουν» ψήφουςανάμεσα στην απόλυτα δικαιολογημένη δυσπιστία και αγανάκτηση των απλώνανθρώπων απέναντι στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εάνσυνυπολογίσουμε την προσπάθεια του Αμερικανού Στιβ Μπάνον (δεξί χέρι τουΤραμπ) να συντονίσει την κοινή εκλογική κάθοδο των ακροδεξιών δυνάμεωνστις Ευρωεκλογές, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος τηςπρόκλησης.

Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά να σηκώσει το γάντι

Δυστυχώς, η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 είχε και έχει πολύαρνητικές συνέπειες για τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά στηνΕυρώπη, ενώ εν μέρει αυτή η πολιτική ήττα είναι κομμάτι του παζλ τηςπολιτικής εξήγησης για την άνοδο της ακροδεξιάς. Παράλληλα έδειξε ταόρια μιας αριστερής πολιτικής, η οποία δεν αμφισβητεί τον πυρήνα τηςΕ.Ε. και της ευρωζώνης και δεν μιλά για ρήξη και έξοδο από αυτή. Η ρήξημε τις νεοφιλελεύθερες και ρατσιστικές πολιτικές της Ε.Ε. από τη μία καιη αποφασιστική στάση ενάντια στην ακροδεξιά και το σύνολο της πολιτικήςτης ατζέντας από την άλλη συνιστούν τα δύο κομβικά ζητήματα στα οποίαοι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλουν νααπαντήσουν τόσο με την πολιτική τους καμπάνια όσο και με τις πολιτικέςσυμμαχίες και τις υποψηφιότητές τους.

Στο κέντρο της πολιτικής μας καμπάνιας πρέπει να είναι το κοινωνικόζήτημα: ο μισθός, η κοινωνική ασφάλιση, η σύνταξη, η υγεία, η παιδεία,σε αντίθεση με τις πολιτικές που επιβάλλουν κάθε είδους ευρωπαϊκοίθεσμοί. Χρειάζεται να φέρουμε στο προσκήνιο της πολιτικής συζήτησης τιςανάγκες του κόσμου της δουλειάς, των γυναικών, της νεολαίας και τααιτήματα των κοινωνικών αγώνων σε Ελλάδα και Ευρώπη ενάντια στιςπολιτικές λιτότητας. Χρειάζεται, επίσης, να φέρουμε στο προσκήνιο τηνπάλη ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία (που στοχοποιεί τα πιοεξαθλιωμένα και αδύναμα τμήματα της κοινωνίας), ενάντια στηνΕυρώπη-φρούριο που πνίγει πρόσφυγες και μετανάστες/τριες στη Μεσόγειο.

Αυτά αποτελούν βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε πολιτική αξιώνει νααντιπαρατεθεί με τη νεοφιλελεύθερη Ε.Ε., αλλά και την ακροδεξιά, ωστόσοδεν αρκούν από μόνα τους. Ιδιαίτερα μετά το «θερμό» πολιτικό καλοκαίριτου 2015, η ελληνική εμπειρία απέδειξε ότι μια ριζοσπαστικήαντικαπιταλιστική πολιτική ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, από τη σκοπιάτων κοινωνικών αναγκών, συνεπάγεται τη ρήξη με τους μηχανισμούς τηςΕ.Ε. και της ευρωζώνης και την έξοδο από αυτούς, μια ρήξη που δεν έχεικαμία σχέση με τον «ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό» και τις συντηρητικέςιδέες εθνικής αναδίπλωσης. Αντίθετα, η αντικαπιταλιστική και διεθνιστικήπροοπτική για την αριστερά έγκειται στη διαρκή πάλη ενάντια στιςσυνθήκες και τους μηχανισμούς της Ε.Ε., επειδή έχουν τσακίσει τις ζωέςτων φτωχών ανθρώπων και τα δημοκρατικά δικαιώματα και όχι για κάποιαανάκτηση της ισχύος των εθνικών (αστικών) κρατών.

Η άμεση πολιτική υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων του δικού μας«κοινωνικού στρατοπέδου» αποκτάει νόημα μέσα στο όραμα και την πάλη γιαμια Ευρώπη χωρίς λιτότητα, χωρίς φράχτες και σύνορα, χωρίς ρατσιστικόκαι εθνικιστικό μίσος, με τους λαούς να μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιοικαι δημοκρατικά για το μέλλον τους.

Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική βαρβαρότητα που «υπόσχεται»η Ε.Ε., αλλά και η «Ευρώπη των Εθνών» με την ακροδεξιά, σήμεραχρειάζεται μια ριζοσπαστική αριστερή απάντηση που θα αποκαλύπτει τονκοινό πυρήνα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της ακροδεξιάς, θακινείται σε σαφώς αντι-Ε.Ε. κατεύθυνση και θα μπορεί να αποτελεί τοαντίπαλο δέος και να προβάλλει το όραμα για μια Ευρώπη σοσιαλιστική.

Μια τέτοια πολιτική καμπάνια απαιτεί την πλατιά συσπείρωση τωνδυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς πάνω σε μιασυνεκτική πολιτική συμφωνία. Δυστυχώς, το έδαφος στο οποίο καλούμαστε ναοργανώσουμε αυτή την πολιτική μάχη δεν είναι ευνοϊκό, ωστόσο υπάρχουνδυνατότητες και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, το σχήμα«Τώρα ο Λαός» (Maintenant le Peuple) από την Ανυπότακτη Γαλλία τουΜελανσόν, τους Podemos, το Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία, τηνΚοκκινοπράσινη Συμμαχία της Δανίας κ.ά. είναι μια συμμαχία τηςευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς που κάνει καταρχήν το πολύ σημαντικόβήμα: να διαχωριστεί από το ΚΕΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμήαποτελείται από κόμματα, οργανώσεις, μέτωπα, που, παρά τα πολιτικά τουςπροβλήματα, αποτελούν σημαντική εκδοχή μαζικής, ενωτικής, ριζοσπαστικήςαριστεράς –πέρα από τον σεχταρισμό– και σε σύνδεση με τους κοινωνικούςαγώνες.

Επιπλέον, η πολιτική ατζέντα που έχει υιοθετήσει ενάντια στηλιτότητα, ενάντια στον ρατσισμό και την ακροδεξιά, με εναντίωση στιςπολιτικές της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, μπορεί να αποτελέσει ικανόπολιτικό πλαίσιο στη δεδομένη συγκυρία των ευρωεκλογών. Μια τέτοιαπολιτική καμπάνια, για να είναι και πολιτικά ειλικρινής σε σχέση με τονπρογραμματικό-διακηρυκτικό της λόγο, χρειάζεται υποψηφιότητες που δεν θααναπαράγουν τον καριερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, αλλά θα εκφράζουντους κοινωνικούς αγώνες, τα νεολαιίστικα κινήματα, τους αγώνες τωνγυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ, την αλληλεγγύη σε πρόσφυγες καιμετανάστες/τριες. Υπάρχουν αγωνιστές και αγωνίστριες της αριστεράς πουμπορούν να αναλάβουν να φέρουν σε πέρας αυτό το πολιτικό καθήκον.

Η υποτίμηση αυτής της εκλογικής μάχης στην Ελλάδα μπορεί να έχει μόνοαρνητικές συνέπειες για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς.Έχουμε την ευκαιρία με μαζικό τρόπο να ξεδιπλώσουμε μιαριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική πολιτική ενάντια στο νέο δικομματισμόΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. και ενάντια στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα της Ε.Ε.Αναμφίβολα, οι ευρωεκλογές θα έχουν και έναν χαρακτήρα «πρόβαςτζενεράλε» για τις εθνικές εκλογές, και με αυτή την έννοια είναι σχεδόναναγκαστικό να εμπλουτίσουμε την πολιτική μας επιχειρηματολογία.

Το σχεδόν διαλυτικό δίλημμα «Τσίπρας-Μητσοτάκης» ή«πρόοδος-συντηρητισμός» πρέπει να απαντηθεί δυναμικά, αποκρούοντας τηνκυβερνητική προπαγάνδα για την έλλειψη πολιτικής εναλλακτικής και γιατον μονόδρομο της υπερψήφισης του κόμματος του Τσίπρα ως τη μόνηρεαλιστική απάντηση απέναντι στον «ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού»Μητσοτάκη και απέναντι στην επικίνδυνη άνοδο της ακροδεξιάς.

Το δίπολο αυτό είναι επίπλαστο: ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. έχουν συγκλίνει σεεπίπεδο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ενώ η έντονη προεκλογικήπόλωση για το ποιος είναι είτε πιο «κοινωνικά ευαίσθητος», είτε ποιοςείναι πιο «εθνικά υπεύθυνος» δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μάχη γιατη νομή της κυβερνητικής εξουσίας. Η πολιτική λογική του «λιγότερουκακού» είναι εγκλωβιστική για τον κόσμο μας, ενώ το επίπεδο αυτής τηςπολιτικής πόλωσης είναι πολύ μακριά από τα πραγματικά κοινωνικάπροβλήματα και το κοινωνικό πεδίο που έχει διαμορφώσει η μνημονιακήπολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα.

Αν η πολιτική απάντηση είναι να κρατήσουμε ανοιχτή τη δυνατότητα γιατην ύπαρξη και παρέμβαση (πολιτική και κοινωνική) μιας ενωτικής,μαζικής, ριζοσπαστικής αριστεράς, τότε οφείλουμε να δουλέψουμε σε αυτήτην κατεύθυνση, καταρρίπτοντας τα κυβερνητικά ψευτοδιλήμματα καιβάζοντας μπροστά μια πολιτική για τα συμφέροντα των εργαζομένων, τωνγυναικών, των μεταναστών/τριών, της νεολαίας. Μια πολιτική καμπάνια τηςριζοσπαστικής αριστεράς για τις ευρωεκλογές οφείλει να έχει τέτοιαπολιτικά χαρακτηριστικά και όχι χαρακτηριστικά μιας «καθαρής»ιδεολογικοπολιτικής καταγραφής.

Σε αυτή την κατεύθυνση δεσμευόμαστε να κινηθούμε. Μια κακή καταγραφήγια τις δυνάμεις της αριστεράς στις ευρωεκλογές, σε συνδυασμό με τηνεπιβεβαίωση της ανόδου της ακροδεξιάς, θα δημιουργήσει ένα ακόμα πιοαρνητικό πεδίο παρέμβασης, ενώ τα κεντρικά διλήμματα θα βαρύνουν ακόμηπερισσότερο, τόσο στην πολιτική αριστερά όσο και στον κόσμο μας. Νααξιοποιήσουμε, λοιπόν, αυτή την ευκαιρία –εξαντλώντας κάθε δυνατότητα–στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης της αριστεράς και του κινήματος, για ναδιαμορφώσουμε τους καλύτερους δυνατούς όρους παρέμβασης στο πολιτικόσκηνικό και μετά τις ευρωεκλογές.


* Ο Χρήστος Σταυρακάκης και η Ντίνα Σωτηριάδη είναι υποψήφιοι ευρωβουλευτές με το ευρωψηφοδέλτιο της Λαϊκής Ενότητας.


πηγή: rproject