1.H περίοδος που ζούμε είναι μια σχετικά μακρά περίοδος στατικής εμπέδωσης ενός συντριπτικά αρνητικού συσχετισμού δύναμης για τις δυνάμεις της εργασίας και τα λαϊκά στρώματα. Από αυτό δε πρέπει να κρατάμε τη γενική συνθήκη αλλά τις άμεσες συνεπαγωγές της, έχουμε αδύναμο σε οργάνωσηκαι περιεχόμενο εργατικό-λαϊκό κίνημα, αδυναμία άρθρωσης πειστικής αριστερής φιλολαϊκής προγραμματικής απάντησης, απουσία προοπτικής που βαθαίνει την ανάθεση και επιπλέον κυριαρχεί συντηρητική τακτική και στρατηγική μέσα στο κίνημα. Απουσίαεπεξεργασίας σύγχρονων μορφών μαζικής και ενωτικής πολιτικής μέσα στους μαζικούς χώρους, η δεσπόζουσα (σε τελική ανάλυση) για το αριστερό μαχόμενο κίνημα στην Ελλάδα παραμένει η «συγκράτηση» και η «επιβίωση» παρά η προωθητική πολιτική και η στιβαρή αντιπολιτευτική αφήγηση.

2.Θα έλεγε κανείς πως «δεν είναι η πρώτη φορά» που βιώνουμε μια τέτοια συνθήκη. Παρόλα αυτά κάθε συγκυρία είναι διαφορετική, κάθε εποχή έχει και διαφορετικά εργαλεία ανάλυσης, διαφορετικές τακτικές προσεγγίσεις καθώς η εκάστοτε «κίνηση των μαζών» χαρακτηρίζεται από διαφορετικές μεταβλητές. Ο γρίφος του πολιτικού υποκειμένου και πως αυτό συγκροτείται σε επαναστατική κατεύθυνση είναι ένας γρίφος που παραμένει άλυτος και δε κατόρθωσε να λυθεί ούτε στη καλύτερη περίοδο του κομμουνιστικού κινήματος. Όμως από την κάθε περίοδο ξεχωριστά πρέπει να λαμβάνουμε γνώση και εμπειρία, να κρίνουμε και να αποτιμούμε, να αξιοποιούμε εργαλεία και να προχωράμε σε επαναχάραξη σχεδιασμού χωρίς αφορισμούς και νομοτέλειες.

3.Πρέπει όμως και να διδαχθούμε από τις πιο κρίσιμες στιγμές του κομμουνιστικού κινήματος και να σκεφτόμαστε διαρκώς γύρω από αυτές. Μετά την επανάσταση στη Ρωσία και την ήττα των επαναστάσεων σε Ουγγαρία, Ιταλία, Γερμανία η Κομμουνιστική Διεθνής, η ισχυρότερη συσπείρωσηκομμουνιστών που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα βρέθηκε μπροστά σε ένα ιστορικό δίλλημα. Η απάντηση που δόθηκε ήταν η λογική του Ενιαίου Μετώπου με τη Σοσιαλδημοκρατία, αυτή που είχε ηγηθεί της αντεπανάστασης στη Γερμανία. Παρά την ιστορική προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας σε μια σειρά από χώρες που σίγουρα φέρει βαρύ ιστορικό φορτίο η λογική που επικράτησε σε τελική ανάλυση ήταν ορθή γιατί δεν ήταν μια γυμνή ενιαιομετωπική τακτική αλλά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και την ιεράρχηση διεκδικήσεων που θα κλόνιζαν την διαφαινόμενη παντοδυναμία του καπιταλισμού.

4.Σαφώς και αυτή την ιστορική αναγωγή δεν την κάνουμε γενικά και αόριστα για να προκρίνουμε την άνευ όρων μετωπική πρόσφυση στην αριστερή σοσιαλδημοκρατία και τις διαφορετικές εκδοχές (ειδικά στην Ελλάδα όπου η σοσιαλδημοκρατία στον πυρήνα της συγκρότησης της παραμένει φορέας αστικής διαχείρισης των κοινωνικών αντιθέσεων). Όμως θέλουμε να τονίσουμε πως η ιστορία δε ξεγράφει αυτούς που επέλεξαν να εμπλακούνσε αντιφατικές διεργασίες με πολιτικό σχέδιο και ενεργή κινηματική εμπλοκή. Ξεγράφει και τελικά αποψιλώνει πολιτικά αυτούς που αποφάσισαν να «νίψουν τας χείρας τους» και να αναλωθούν αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό και την ανακήρυξη του μεγαλύτερου φταίχτη.

5.Σε διεθνές επίπεδο, αυτό που πρέπει να κρατάμε κυρίως είναι ότι μετά τη κρίση και το (μερικό) ξεπέρασμα της έχουμε μια σαφή υποχώρηση του Δυτικού Μπλοκ που αποτέλεσε τον θριαμβευτή του 1989-90, σε όλα τα επίπεδα. Όποια εκτίμηση και αν έχει κανείς για τον χαρακτήρα κοινωνικών σχηματισμών όπως η Κίνα και η Ρωσία, γίνεται σαφές ότι έχουν πετύχει επίπεδα ανάπτυξης και εσωτερικής συνοχής που είναι άπιαστα για τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Ζούμε ξανά τεταμένες συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αναδιαμόρφωσης του διεθνούς σκηνικού. Ο δυτικός Ιμπεριαλισμός παραμένει ο ισχυρότερος παίκτης αλλά δεν μπορεί πλέον με τον ίδιο τρόπο να καθορίζει τις εξελίξεις. Η πραγματικότητα αυτή γίνεται σήμερα αντιληπτή στην Ουκρανία, τη Παλαιστίνη, την Λατινική Αμερική (ειδικά σε χώρες χωρίς πρότερες συγκροτημένες σοσιαλιστικές διεργασίες), στη Ζώνη του Σαχέλ.

6.Στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, η ήττα των κινημάτων της προηγούμενης δεκαετίας και της Αριστεράς μαζί με με την αντιδραστική-νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση σε όλα τα επίπεδα (με την οικονομία ως δεσπόζουσα), έστρεψαν το ιστορικό βέλος σαφώς προς τα (Άκρο)δεξιά. Φτάνουμε σήμερα στο σημείο, ένα μήνα ακριβώς πριν τις Ευρωεκλογές, να έχουμε σε κοινωνικό επίπεδο μια αναμφισβήτητη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και σε πολιτικό επίπεδο να επωφελείται η Ακροδεξιά και οι ετερογενείς παραφυάδες της.

7.Η διεθνής αστάθεια και σύγκρουση, η ακρίβεια, η κλιματική κρίση και κυρίως η αδυναμία του συστήματος να ορίσει νέο παραγωγικό υπόδειγμα, είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν δυνατότητες για την Αριστερά στο εγγύς μέλλον. Όμως είναι σαφές πλέον και αναδείχθηκε περισσότερο ως αναγκαιότητα μέσα στη δεκαετία 2010-20, πως οι ευκαιρίες αυτές κρίνονται τελικά στα κρίσιμα σημεία-καμπές που συμπυκνώνεται η ταξική πάλη και μορφοποιείται ο ταξικός συσχετισμός δύναμης και όχι σε μια αφηρημένη διαπάλη καπιταλιστών και κομμουνιστών. Υπό αυτό το πρίσμα έχουμε επιμείνει στην ανάγκη πολιτικής εκπροσώπησης της Ριζοσπαστικής Μετωπικής Αριστεράς στο σήμερα και όχι από κάποια αφηρημένη εκλογολαγνεία ή αγωνία να «επιτέλους να παίξουμε ρόλο». Εφόσον ο πολίτικός συσχετισμός μετατοπίζεται δεξιότερα και η επιθετικότητα των αστικών τάξεων κλιμακώνεται με εκβιαστικό τρόπο, τώρα είναι που πρέπει η Αριστερά να σταματήσει να επενδύει στο κατακερματισμό και να βλέπει την «σταθεροποίηση της αστάθειας» ως «μισογεμάτο ποτήρι», πρέπει να βγει από το καβούκι της να διεκδικήσει (ή και να δημιουργήσει) ζωτικό πολιτικό χώρο, χώρο που θα αποτελέσει εν δυνάμει φορέα εκπροσώπησης της λαϊκής δυσαρέσκειας, όχι δοχείο υποδοχής της αριστερόστροφης δυσαρέσκειας.

8.Επίσης, παραμένει αρκετά κρίσιμο να μην εγκαταλείψουμε τον στόχο της «μαζικής γραμμής», μετά από μια μακρά περίοδο διαχείρισης της ήττας η στρατηγική της μαζικής γραμμής αποκτά νέα αλλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σαφώς και στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κοινωνικού σχηματισμού και κάθε περιόδου, η στρατηγική της μαζικής γραμμής συγκεκριμενοποιείται πολιτικά μέσα από τηντακτική του «ενιαίου μετώπου» των δυνάμεων της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς, και αποσκοπεί στην πολιτική ενοποίηση της εργατικής τάξης και την συμμαχία της με μαζικά τμήματα των ενδιάμεσων στρωμάτων, όπως έχουμε περιγράψει από το 2010.

9.Η «μαζική γραμμή» όμως στο σήμερα δεν οριοθετείται«σε ένα ιδεώδες στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα και το κίνημα», αλλά εκδηλώνεται πρακτικά, με προγραμματικούς πολιτικούς στόχους και κατευθύνσεις, με την κίνηση της πολιτικής δράσης που ανατρέπει τους αρνητικούς συσχετισμούς σε μαζικό και πολίτικό επίπεδο. Επιχειρεί να αποκρούσει την αντιλαϊκή επίθεση αλλά παράλληλα να περιγράψει σχέδιο διαφυγής από τα τετελεσμένα που έχει διαμορφώσει η ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.Ένα τέτοιο «πρόγραμμα», δεν ορίζεται με αμφίσημο τρόπο ή πολλαπλών ερμηνειών προσδιορισμούς, (όπως «αντιμνημονιακό» ή «αντικαπιταλιστικό»), δεν μπορεί να περιορίζεται στο «όχι». Πρέπει να περάσουμε στην εποχή του «ναι», να στηριχτούμε σε ένα ελάχιστο φιλολαϊκό πρόγραμμα που είναι σαφές και ταυτόχρονα τομή και ανατροπή σε σχέση με το σήμερα. Ο πιο παραγωγικός τρόπος να κάνεις αντιπολίτευση σε τελική ανάλυση είναι το να έχεις πρόγραμμα «νίκης» και όχι απλά θέσεις αρχών και αξιών.

10. Οφείλουμε εδώ να κάνουμε μια σύντομη παραδοχή σε σχέση με το κείμενο των Θέσεων. Πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά τι σημαίνει σήμερα «στρατηγική συζήτηση», στην Ελλάδα του 2024, αν θέλουμε να μιλήσουμε για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, δυαδική εξουσία, μορφές κοινωνικής χειραφέτησης κ.ο.κ,. Στην «μακρά περίοδο» που ζούμε, που θα μπορούσε άνετα κάποιος να την φωτογραφίσει ως «περίοδο αντεπαναστατικής αντεπίθεσης»δεν διακυβεύεται ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της χώρας ενώ η προοπτική της ρήξης δεν τείθεται σε ημερήσια συζήτηση με τη μορφή «εξεγερτικού συμπτώματος εν εξελίξει». Η ρήξη προκύπτει όμως επιτακτικά ως ανάγκη για άμεσα μέτρα αντίστασης α) την ακρίβεια και την εκτόξευση της κερδοφορίας του κεφαλαίου β) την άκρατη πρόσδεση στο ΝΑΤΟ και τον ευρωατλαντικό άξονα και τους πολεμικούς σχεδιασμούς τους σε Ουκρανία-Παλαιστίνη-Υεμένη κτλ. γ) την ιδεολογική και πολιτική στροφή του ιστορικού βέλους προς τον συντηρητισμό και την ακραία νεοφιλελεύθερη θωράκιση.

11. Το να απαντήσουμε (άμεσα) στα παραπάνω είναι ο βασικός δρόμος για να μπορούμε να συζητάμε για την αλλαγή του κοινωνικού και πολιτικού υποδείγματος ώστε να μπορεί να ξανατεθεί το ζήτημα της ρήξης με υλικά γειωμένους όρους στη συζήτηση και όχι με όρους «κομουνιστικού μεσσιανισμού» . Αν δε το κάνουμε αυτό, θα βρεθούμε δυστυχώς εκτός συζήτησης σε μια περίοδο που δεν φαίνεται να είναι μια ομαλή ανάπτυξη της επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Για τα λαικά στρώματα αλλά και των αποστρατευμένοκόσμο της ΡΑ θα είναι εγκληματικά ανεπαρκές να συνεχίζεται η ευθεία επίθεση στο λαϊκό εισόδημα με μείωση μισθών και δραματική αύξηση των τιμών, ταυτόχρονα η χώρα να στέλνει φρεγάτες στην Υεμένη και να καταρρίπτει drones και στο μεταξύ μικρές οργανώσεις να επιχαίρουν επειδή στρατολογούν μερικές δεκάδες νεολαίους και να κάνουν τις συζητήσεις τους και θα προετοιμάζονται για την επόμενη στροφή της ταξικής αντιπαράθεσης. Πιστεύουμε ότι για τέτοιες οργανώσεις (και είμαστε 10 χρόνια σε αυτή την συνθήκη) ούτε το ισοζύγιο θα είναι θετικό, ούτε η επόμενη κρίσιμη καμπή θα τις αφορά.

12. Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται κρυστάλλινη σκέψη, δηλαδή απαλλαγμένη από τις συνήθειες, τις αντιθέσεις και τα μικροπολιτικά διακυβεύματα. Ο Λένιν στις πρώτες σελίδες του «Αριστερισμού», τονίζει ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν οι πιο συνεπείς μαρξιστές στη Ρωσία πριν την επανάσταση, συγχρόνως όμως κατανοούσαν ότι η θεωρία τους θα αποκτήσει την τελική της μορφή όταν συνενωθεί με ένα πραγματικό κίνημα και ενωθεί με τις μάζες. Επαναλαμβάνουμε αυτό το στοιχείο γιατί θέλουμε να τονίσουμε ότι αυτό που προσπαθούσε να εξηγήσει τότε ο Λένιν στο αναδυόμενο αριστερίστικο ρεύμα της εποχής είναι πως η επαναστατική πολιτική και σε τελική ανάλυση τα ίδια τα καθήκοντα των κομμουνιστών δε θα γεννηθούν σε συνθήκες εργαστηρίου ούτε αποτελεί διακύβευμα απλά κάποιων αφηρημένων επεξεργασιών. Μέσα από τη «δοκιμασία στο πεδίο», η θεωρία αναπτύσσεται, συνδέεται με τη πρακτική και τελικά μετασχηματίζεται σε μια ενότητα που υπερβαίνει τη προηγούμενη διάκριση. Συμπερασματικά θεωρούμε ότι δεν έχουμε ανάγκη από ένα ακόμα εργαστήριο Ανασύνθεσης κομμουνιστών (όσο καλύτερο και αν το κάνουμε αυτή τη φορά), αλλά από μια κομμουνιστική Αριστερά που θα επιταχύνει τη μετωπική ενότητα των «από τα κάτω» σε ένα πρόγραμμα μάχιμης λαϊκής αριστερής αντιπολίτευσης (σήμερα) και διακυβέρνησης (αύριο).

13. Τα παραπάνω συγκλίνουν και σε μια αλληλουχία καθηκόντων για τις δικές μας δυνάμεις. Πρέπει και εμείς να δοκιμαστούμε μες στο κοινωνικό πεδίο γιατί πρέπει να συνομολογήσουμε ότι αυτό είναι κάτι που έχουμε να το κάνουμε με συντεταγμένο τρόπο σε κλίμακα πάνω από μια 10ετία. Όταν εννοούμε παρέμβαση μέσα στο κοινωνικό πεδίο θα πρέπει να μιλάμε για αναγκαστικά και για «απόδραση από τις ασφαλείς μας ζώνες». Είναι σημαντική η συμβολή μας στο εργατικό κίνημα μέσα από τη παρέμβαση σε ΣΜΤ, ΣΕΡΕΤΕ, ΣΜΔ κλπ.. Αρκούν όμως για να μπορέσουμε να «κατάλαβουμε» την επικρατούσα συνθήκη στο εργατικό κίνημα. Πρέπει να εμπλακούμε ξανά σε χώρους και πρωτοβουλίες και να δοκιμαστούμε και πολιτικά, μέσα σε μαζική παρέμβαση, με εκλογική εκπροσώπηση, με σημεία πάλης ανα κλάδο, με λογική πολιτικής εκπροσώπησης των κινημάτων και όχι απλής συμβολής με τη λογική «βάζω πλάτη» και είμαι παρών στα αριστερά του ΚΚΕ.

14. Το ίδιο ισχύει σε κάθε πτυχή της κοινωνικής παρέμβασης. Αρκεί σήμερα να λέμε ότι πρέπει να υπάρχει γενικά και αόριστα η αυτοτέλεια των αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων στις γειτονιές και η μόνη μας αγωνία να είναι πως θα τραβήξουμε διαχωριστικές γραμμές από το ΚΚΕ και τη Λαϊκή Συσπείρωση; Αρκεί σήμερα να συζητάμε για την αυτοδιοίκηση σαν να είναι απλά ένας φορέας αναπαραγωγής της αστικής πολιτικής, όπου εμείς κρατάμε τα «μπόσικα» από τα αριστερά ή χρειάζεται να διαλεχθούμε με τη λογική της κατάληψης της εξουσίας και της προσπάθειας να διοικήσουμε ένα Δήμο σε αριστερή, ριζοσπαστική κατεύθυνση προκαλώντας ρήγματα στην αστική κυριαρχία; Αρκεί σήμερα για το ελληνικό πανεπιστήμιο η ύπαρξη γενικά και αόριστα της μαχόμενης Αριστεράς (όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας) ως σημείο αναφοράς ή πρέπει να επιδιωχθεί η μέγιστη δυνατή συσπείρωση των αριστερών δυνάμεων για να μη μετατραπεί το ελληνικό πανεπιστήμιο σε ομοίωμα των Αμερικάνικων κολλεγίων; Συνοπτικά, για εμάς υπέρβαση των ρευμάτων της ριζοσπαστικής και Κομμουνιστικής Αριστεράς σε μια νέα μεταβατική οργάνωση δε σημαίνει θυσία στο βωμό της «ενότητας δίχως όρους». Σημαίνει όμως ρήξη με τη λογική της ασφαλούς και ανέπαφης πολιτικής. Της πολιτικής δηλαδή που θα αρκείται στο να βγάζει 2-3 ανακοινώσεις, θα κατεβαίνει με ένα πανό στο δρόμο, θα στρατεύει περιοδικά ένα κόσμο και θα περιμένει την επόμενη στροφή. Σημαίνει παράλληλα και προσπάθεια να εμπλακούμε με λογικές και εκδοχές πολιτικής που μπορεί να τοποθετούνται στη σφαίρα του ρεφορμισμού και της σοσιαλδημοκρατίας αλλά αποτελούν μέσα στη κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης παίκτες του δικού μας στρατοπέδου και όχι των απέναντι. Σε τελική ανάλυση αυτή είναι η λογική των μετώπων και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο. Όλα αυτά είναι τακτικές συμμαχίες με δυνάμεις του δικού μας στρατοπέδου και όχι των απέναντι σε τελική ανάλυση αυτή ακριβώς είναι η λογική των μετώπων και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο.

15. Ένα ακόμη σημείο που λείπει σε σημαντικό βαθμό από το κείμενο των Θέσεων είναι η εκτίμηση για τη βαρύτητα, την μεταβλητότητα και τα νέα χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε τα τελευταία 2 χρόνια. Κατά την άποψη μας η ώρα να παρέμβουμε με τρόπο επιδραστικό ως Ριζοσπαστική Αριστερά είναι τώρα και βαικό καθήκον της Κομμουνιστικής Αριστεράς είναι να αποτελέσει τον καθοδηγητή αυτής της διαδικασίας και όχι τη τροχοπέδη του. Πρέπει να περιγραφή ένα άμεσο «πρόγραμμα 5 σημείων» που θα περιλαμβάνει τις νέες βασικές αιχμές που είναι κοινωνικά αναγκαίες για να πριονίσουν τι καρέκλα του κυρίαρχου μπλοκ. Οφείλουμε να σκεφτόμαστε γύρω από το πως θα παράξουμε αντιστάσεις στη κυριαρχική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και πως οι κραδασμοί θα μπορούν να κεφαλαιοποιούνται πολιτικά χωρίς να διαχέονται πολιτικά σε σχέδια όπως το ΚΚΕ.

16. Παράλληλα, θεωρούμε ότι η συγκρότηση ενός μάχιμου αντιπολιτευτικού τόνου δ ολοκληρώνεται με την περιγραφή ενός σχεδίου αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης. Αντιλαμβανόμαστε ότι το ερώτημα της άμεσης ρήξης και της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας δε μπαίνει άμεσα στην ημερήσια διάταξη. Όμως θεωρούμε ότι το ερώτημα της αριστερής κυβέρνησης δε θα πρέπει να εντοπίζεται στις αναλύσεις μας «ως σύμπτωμα» μιας δυναμικής εξεγερτικής ακολουθίας αλλά άμεσος προγραμματικός στόχος. Δεν νοείται στο σήμερα μετωπική ριζοσπαστική Αριστερά που να μη μιλάει για τη κυβέρνηση και να αρθρώνει προγραμματικό λόγο πάνω σε όλα τα επίδικα. Η Ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να απαντάει σε όλα τα ερωτήματα που ανακύπτουν με το «εμείς θα κάνουμε αυτό αύριο» και όχι με μια γενικόλογη τοποθέτηση-πασπαρτού για τη στρατηγική και την εξουσία. Το ζήτημα αυτό ακόμα και όταν δεν τίθεται από εμάς, τίθεται από άλλες δυνάμεις της αριστεράς με αρνητική απάντηση, όσο λοιπόν αποσιωπάτε – σημαίνει ότι διολισθαίνουμε σε αναλύσεις και αφηγήσεις άλλων. Επιπλέον συνδέεται άρρηκτα με την εμπειρία την περιόδου 2010-15, είτε ως έχει, είτε ως αδήριτη ανάγκη των αγωνιζόμενων μαζών να αφαιρέσουν από τον ταξικό αντίπαλο το κρατικό μονοπώλιο της καταστολής και την νομιμότητας. Όσες διατριβές για την δυαδική εξουσία και να γράψουμε, υπήρξε πλέον σαφές ότι όσο η αστική τάξη ελέγχει το κράτος, πραγματικές μορφές αντίπαλης ΕΞΟΥΣΙΑΣ (και όχι κοινωνικές κουζίνες), δεν μπορούν να σταθούν και να παίξουν το ρόλο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών σε σημαντική κλίμακα.

17. Για να υπηρετήσουμε την άνωθεν τακτική και στρατηγική στο σήμερα πρέπει να σκεφτούμε ουσιαστικά τις συμμαχίες και τη θέση μας σε σχέση με αυτό το χώρο που θέλουμε να καταλάβουμε. Ποιον ρόλο θέλουμε να παίξει η νέα κομμουνιστική οργάνωση; Θέλουμε να αποτελέσει τον καταλύτη μιας ευρύτερης ενωτικής διεργασίας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ή θέλουμε να φτιάξουμε ένα ακόμα «υπομέτωπο» στα αριστερά του ΚΚΕ και στα «δεξιά» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΝΑΡ που θα τα λέει καλά και θα κάνει αριστερή ριζοσπαστική προπαγάνδα και στιβαρή κομμουνιστική αυτοσυγκρότηση; Για μας η απάντηση είναι το πρώτο και πρέπει η διαδικασία που ανοίγεται μπροστά μας να αποτελέσει εργαλείο προς αυτή τη κατεύθυνση.

18. Άμεση συνεπαγωγή του ρόλου που θέλουμε να έχει η νέα Οργάνωση είναι και το πλάνο πολίτικών συμμαχιών, καθώς δεν αρκεί μια ασαφής τοποθέτηση για το Αριστερό Μέτωπο ή την Ανατρεπτική Αριστερά για να απαντήσει το ερώτημα «με ποιους συμμάχους;». Οφείλουμε καταρχάς να δούμε ποια γραμμή μπορεί να είναι δυνάμει τροφοδοτική για ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις και μπορεί να παράξει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο από αυτό της «υπεύθυνης Αριστεράς». Ρεφορμιστική πρακτική και αντίληψη δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ και οι πολυδιασπάσεις του, ούτε μόνο το ΚΚΕ και η συντηρητική σεχταριστική πολιτική του. Οριστικό διαζύγιο πρέπει να πάρουμε και από τη λογική του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκτιμούμε ότι στη περίοδο που έχει ανοίξει το βασικό πρόβλημα με τη λογική το ΝΑΡ και της νΚΑ δεν είναι ότι είναι σεχταριστές γενικά και αόριστα, το βασικό πρόβλημα είναι η λογική «κίνημα-μέτωπο-κόμμα» και η λογική ότι τα ίδια τα κινήματα μπορούν να είναι νικηφόρα μόνο εάν υπηρετήσουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης (το οποίο παραμένει σφιχτά αμετάβλητο παρά τις εκτεταμένες αλλαγές που υφίσταται ο ταξικός συσχετισμός δύναμης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ). Πρέπει να συνεκτιμήσουμε ότι πλέον σε κανένα πεδίο της κοινωνικής μας παρέμβασης δεν υπάρχει κοινό σημείο με τις δυνάμεις του ΝΑΡ, αντίθετα ολοένα και περισσότερο βαθαίνει η αντίληψη του ΝΑΡ και της ΝΚΑ ότι η προγραμματική επάρκεια των πρόσφατων συνεδρίων του και η αυτοτελής και συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού ρεύματος έχουν μόνο αντίπαλο τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος, στο ευθύ δρόμο για την νέα έφοδο.

19. Ο χώρος που επιθυμούμε να διαμορφώσουμε και εν τέλει να οριοθετήσουμε για ένα σύγχρονο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο εκτείνεται στους διαδρόμους της τελευταίας μεγάλης συνάντησης των οργανώσεων της ΡΑ στη Νομική λίγο πριν τις Ευρωεκλογές. Η λογική ότι απέχουμε την ίδια απόσταση από τη τοποθέτηση του ΝΑΡ με τη τοποθέτηση του ΜΕΡΑ/25-ΛΑΕ είναι μια τοποθέτηση που δε μας βρίσκει σύμφωνους καθώς το ένα σχέδιο επιβάλει ένα σχέδιο αυτοαναφορικής αντικαπιταλιστικής συγκρότησης ξεκομμένης από κάθε άλλη διεργασία σε κοινωνικό επίπεδο ενώ το άλλο σχέδιο δοκιμάζει μετωπικές ενότητες και επεξεργασίες και προσπαθεί να ακουμπήσει τις δικές μας προοπτικές για μια σύγχρονη ΡΑ.

20. Προφανώς ούτε το ΜΕΡΑ25 ούτε η ΛΑΕ αποτελούν την ιδανική μορφή μετωπικής ενότητας. Αλλιώς θα είχαμε ήδη προσχωρήσει στη πρώτη και δεν θα είχαμε αποχωρήσει ως ΑΡΑΝ από τη δεύτερη. Όμως από πότε η αντιφατική μετωπική πολιτική γίνεται με τελεσίγραφα αρχών και θέσεων και πότε δεν συνάντησε μικροηγεμονισμούς; Το σημαντικό που πρέπει να δούμε είναι εάν ακόμα θεωρούμε ότι ένα μέτωπο με τον αριστερό ευρώ-σκεπτικισμό και την τεχνοκρατική ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία παραμένει χρήσιμο και μπορεί να δώσει πράγματα στο δικό μας σχέδιο για μια σύγχρονη ΡΑ.

21. Η απάντηση για εμάς, και με βάση τα παραπάνω είναι πως σε πολιτικό επίπεδο ένα μέτωπο των δυνάμεων της ΡΑ δε μπορεί παρά να χωράει και τέτοιες λογικές και είναι καθήκον και διακύβευμα για τη κομμουνιστική Αριστερά η πολιτική και οργανωτική ηγεμονία εντός αυτού του Μετώπου. Για να ξεφυγουμε από αγκυλώσεις και σχηματικότητες πρέπει να αντιληφθούμε ότι πρωτίστως «ρεφορμιστική Αριστερά» δεν είναι το ΜΕΡΑ25 ή η ΛΑΕ ως μετωπικά υποσύνολα από μόνα τους, αλλά ο κόσμος που συσπειρώνεται γύρω από αυτά και βλέπει ακόμα προοπτική ή απλά τα στηρίζει ή που προβληματίζεται από τη χρεοκοπία της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και αναζητά μια κεντρομόλο αριστερή εναλλακτική με πλειοψηφικό λόγο και κοινουβουλευτικό ρόλο. Αν επίσης εκτιμούμε ότι το ΜΕΡΑ25 κυρίως και η ΛΑΕ λιγότερο είναι οχήματα με περιορισμένη κοινωνική γείωση σε σωματεία, συλλόγους και γειτονιές και εμείς έχουμε μια τέτοια κοινωνική παρακαταθήκη τότε αυτή ακριβώς την διάσταση πρέπει να προσπαθήσουμε να αναβαθμίσουμε εντός ενός νέου αντιφατικού αριστερού μετώπου.

22. Η περίοδος στην οποία έχουμε μπει είναι ιστορική ακριβώς και γιατί η σοσιαλδημοκρατία σε όλες τις εκδοχές της βρίσκεται σε κρίση (μισό κόμμα όπως λένε και στην Ευρώπη). Αυτό δε σημαίνει ότι εμείς θα πάμε να καλύψουμε αυτό το πολιτικό κενό. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να γίνουμε ενεργό κομμάτι μιας συζήτησης προγραμματικών αρχών για την αντεπίθεση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα μιλήσει ξανά για την ανάγκη τα πράγματα να πάνε αλλιώς, που θα μιλήσει για ένα άμεσο σχέδιο ανακούφισης, που θα βάλει μια συνολική λογική ρήξης με τον ευρωατλαντικό άξονα μέσα από συγκεκριμένες στάσεις και επιλογές κτλ.

23. Συνολικά δεν θεωρούμε ότι μας αντιστοιχεί μια θέση παρατηρητή των ευρύτερων εξελίξεων ούτε μια θέση ενός «νέου μ-λ » ή μιας νέας ΕΝΑΝΤΙΑ που θα δουλέψει για την καρποφορία των κόπων προηγούμενων δεκαετιών επενδύοντας στην ήττα άλλων πολιτικών σχεδίων. Χρειάζεται ένα νέο μετωπικό πολιτικό μπλοκ αγώναμε τις δυνάμεις της ΔΕΑ, της Αναμέτρησης, του Ξεκινήματος, της ΛΑΕ έως και του ΜΕΡΑ/25 αλλά και ανένταχτων αγωνιστών που θα αναζητήσει προγραμματική εμβάθυνση, κινηματική σύγκλιση και αναδιάταξη καθώς και νέες μορφές πολιτικής ενότητας που θα ξεφεύγει από τα κοινά κείμενα ή τα κοινά καλέσματα. Ενότητα στη δράση και πολιτική στο τιμόνι. Εμείς οφείλουμε να έχουμε τη φιλοδοξία να είμαστε η κομμουνιστική Αριστερά που θα αποτελέσει την «Αριστερή πλατφόρμα» αυτού του μπλοκ και η μορφή, το περιεχόμενο και η κατεύθυνση που θα πάρει θα είναι υπό διαρκή διακύβευση.

Συντροφικά,

Γιώργος Λιάγκος,

Σπύρος Τσατσαρώνης