Δεν είναι καθόλου πρωτότυπο να σημειώσουμε πως ζούμε σε μια πρωτόγνωρη εποχή, η πρωτοτυπία της οποίας εμφανίζεται σε κάθε στροφή των τελευταίων χρόνων από την έξαρση της πανδημίας και την συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου και την επιτάχυνση των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών που αυτή επέφερε, μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία που εγκαινίασε μια νέα φάση όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων διεθνώς, διαταράσσοντας την προηγούμενη ισορροπία δυνάμεων σε μια κατεύθυνση αναδιάταξης των συσχετισμών δύναμης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα σε εξέλιξη, με την αμφισβήτιση της ηγεμονίας των ΗΠΑ και την αναδιατάξεις σε επίπεδο περιφερειακών δυνάμεων.

Σε αυτό το τοπίο όπου ανατρέπονται δεδομένα δεκαετιών με τον αντίπαλο να κερδίζει συνεχώς έδαφος και να διαμορφώνει ένα πιο δυσμενή κοινωνικό συσχετισμό για τα λαϊκά στρώμματα –αποτέλεσμα της συσσώρευσης των ηττών των προηγούμενων χρόνων- τα κινήματα και η αριστερά διεθνώς βρίσκονται σε μια δύσκολη καμπή. Ενδεικτικά είναι η κατάσταση του Ποδέμος στην Ισπανία και πολύ περισσότερο του Μπλοκο στην Πορτογαλία μετά την συμμετοχή τους σε πλατιούς κυβερνητικούς συνασπισμούς με την σοσιαλδημοκρατία, η εκκαθαριστική πολιτική των Εργατικών στη Βρετανία απέναντι στα πιο αριστερά ριζοσπαστικά τμήματα του κόμματος μετά την ήττα του Κόρμπιν, η κατάσταση της ευρωπαϊκής Αριστεράς μετά το ξέσπασμα του πολέμου και η ενσωμάτωση σε μεγάλο βαθμό της κυρίαρχης αφήγησης γύρω από τον πόλεμο, ο εκλογικός καταποτισμό του Ντι Λίνκε και το ιστορικό χαμηλό του NPA στις πρόσφατες εκλογές σε Γερμανία και Γαλλία αντίστοιχα. Ακόμα και οι πρόσφατες εκλογικές νίκες συνασπισμών με προοδευτικό αριστερό πρόσημο σε Χιλή, Κολομβία και Περού δεν έχουν εκείνο τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του προηγούμενου κύκλου πολιτικής αμφισβήτισης του νεοφιλελευθερισμού στην Λατινική Αμερική στις αρχές του 21ου αιώνα ενώ η επιτυχημένη καταγραφή του Μελανσόν στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Γαλλία συνοδεύεται με μια συνολική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά και με την ακροδεξιά να αυξάνει σημαντικά την πολιτική επιρροή και την εκλογική καταγραφή της.

Στο εσωτερικό, μετά την ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική συνθήκη που διαμόρφωσε η πανδημία, το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία επιβεβαίωσε ότι η μετά κόβιντ εποχή δεν θα έχει καμιά σχέση με την επιστροφή στην κανονικότητα με όρους προηγούμενης περιόδου. Θα είναι μια διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης με την κοινωνική και πολιτική αστάθεια που αυτή η συνθήκη συνεπάγεται. Η ενεργή εμπλοκή της χώρας μας στην πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία με την αποστολή οπλισμού και την χρησιμοποιήση των αμερικανοΝΑΤΟικών βάσεων σε Αλεξανδρούπολη, Στεφανοβίκειο, Σούδα και κυρίως η ακρίβεια σε ενέργεια και βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης και ο πληθωρισμός –σε μια κατάσταση που οδεύει σε μια πρωτότυπη συνθήκη στασιμοπληθωρισμού- πιέζουν ασφυκτικά τα λαϊκά εισοδήματα χωρίς να επηρεάζουν την κερδοφορία του κεφαλαίου. Σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της διαχείρισης της πανδημίας, οδηγούν σε μια μη αναστρέψιμη φθορά την κυβέρνηση της ΝΔ με κομμάτια ακόμα και συντηρητικά, τα οποία παραδοσιακά εκπροσωπούνταν από την ΝΔ, να αμφισβητούν τις επιλογές και την διαχείρισή της στο θέμα του πολέμου, της ακρίβειας και της πανδημίας. Αυτή η φθορά όμως δεν μετασχηματίζεται σε κυβερνητική κρίση στην απουσία ενός κοινωνικού μπλοκ δυνάμεων και αντίστοιχα ενός πολιτικού κέντρου που να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ στο πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πολιτική κρίση που ξέσπασε στην Ιταλία με την παραίτηση του Ντράγκι και το ντόμινο αβεβαιότητας στις ευρωπαϊκές αγορές και κυβερνήσεις για την αστάθεια που αυτή η συνθήκη επιφέρει –ήδη ενδέχεται να παγώσουν 200 δις που προορίζονταν να λάβει η Ιταλία από το Ταμείο Ανάκαμψης λόγω της ανησυχίας της Κομισιόν ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να υλοποιήσει τις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις της- οδηγούν την κυβέρνηση της ΝΔ σε αναδίπλωση σχετικά με τις πρόωρες εκλογές. Κάτι που σημαίνει ότι η επόμενη χρονιά μέχρι τον Μάιο θα είναι μια μακρά προεκλογική περίοδος με την ΝΔ όμως να θέλει να συνεχίσει το κυβερνητικό της έργο και να δείξει ότι μπορεί να υλοποιεί μεταρρυθμιστικές τομές σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα. Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ στο συνέδριό του επικύρωσε την μετατροπή του σε κόμμα του κράτους και έριξε το βάρος στην οργανωτική ανασυγκρότηση με όρους μηχανισμού εκλογικής κινητοποίησης που να αρμόζει σε ένα αστικό κόμμα διαχείρισης. Με αυτήν την έννοια όποια ενδεχόμενη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα θυμίζει σε τπτ ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ταλαντεύεται μεταξύ των δύο πόλων φιλοδοξώντας να παίξει έναν διακριτό ρόλο ρυθμιστή στην διακυβέρνηση του κράτους την επόμενη μέρα σε μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των δύο μεγάλων κυβερνητικών πόλων που καραδοκούν να το αποψιλώσουν πολιτικά και οργανωτικά. Στον χώρο της ακροδεξιάς η Ελληνική Λύση φαίνεται να σταθεροποιείται σε απεύθυνση στα δεξιά της ΝΔ χωρίς να υποτιμώνται οι δυναμικές τόσο του κόμματος Κασιδιάρη όσο και οι πιο πυκνές ακτιβιστικές ενέργειες εθνικιστικών ομάδων στο δρόμο, κάτι το οποίο μπορεί να σχετίζεται και με πολιτικές διεργασίες του ακροδεξιού χώρου στο παρασκήνιο.

Στην κοινοβουλευτική αριστερά, το ΚΚΕ κινείται σε μια λογική ενίσχυσης των δυνάμεών του με το βλέμμα σαφώς στραμμένο στις εκλογές και μια καλή καταγραφή με τα αποτελέσματα που αυτή η λογική έχει στην στάση του και στις πρωτοβουλίες που λαμβάνει (ή δεν λαμβάνει) στο κίνημα ενώ παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η στροφή του Μερα25 σε έναν πιο ριζοσπαστικό λόγο, πολιτικά παραμένει εγκλωβισμένο σε μια γραμμή αριστερού ευρωπαϊσμού με ένα πρόγραμμα που «διαβάζεται και από τις δύο μεριές» και θυμίζει αρκετά το πρόγραμμα του συριζα του 2012 –μια γραμμή που δοκιμάστηκε και απέτυχε σε μια τελείως διαφορετική κατάσταση του κοινωνικού παράγοντα από την σημερινή με έναν άλλο συσχετισμό δύναμης- ενώ την ίδια στιγμή η προσωποκεντρική/αρχηγοκεντρική του φυσιογνωμία και οι αναιμικές του κοινωνικές και συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις θέτουν σημαντικά όρια στη συμβολή του στην ανάπτυξη κινηματικών πρακτικών,στην ανάταση του εργατικού-λαϊκού κινήματος και τελικά στην πολιτική του απεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, οι υπαρκτές αντιφάσεις και τα όρια των δυνάμεων αυτών δεν αναιρούν την ανάγκη να κινηθούμε σε μια κατεύθυνση κοινής δράσης μαζί στους αγώνες και στα κοινωνικά μέτωπα.

Η κατάσταση στη ριζοσπαστική Αριστερά παραμένει προβληματική και αρκετά πίσω από τις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες και το ξέσπασμα του πολέμου όξυνε τις αντιθέσεις και τις αποκλίσεις εντός της. Κάτι που έγινε εμφανές ακόμα και σε ενωτικές πολιτικές πρωτοβουλίες όπως η Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης όπου τα όποια δειλά βήματα είχαν πραγματοποιηθεί από το καλοκαίρι μέχρι τον Μάρτη, πάγωσαν σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη συνθήκη. Η προσπάθεια εμφάνισης ενός μαζικού μαχητικού ενωτικού αντιπολεμικού κινήματος στον δρόμο και οι δυσκολίες που προέκυψαν ανέδειξαν ότι υπάρχει πλέον αδυναμία συγκρότησης ακόμα και ενός στοιχειώδους κέντρου συντονισμού των όποιων κινηματικών πρωτοβουλιών ενώ η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται σε αποκλίνουσες επιλογές στα περισσότερα μέτωπα πάλης και κοινωνικούς χώρους (εργατικό, τοπικό, φεμινιστικό, νεολαία).

Σε αυτό το τοπίο που διαμορφώνεται, η μέγιστη δυνατή συστράτευση των δυνάμεων στο κίνημα αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για την ριζοσπαστική Αριστερά ώστε να αντιμετωπιστεί η αντιλαϊκή επίθεση που βιώνουμε και αυτές που ετοιμάζει το αντίπαλο στρατόπεδο για την επόμενη μέρα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, παρακαταθήκη αποτελούν ενωτικά αντισυνδιαχειριστικά εγχειρήματα που που δοκιμάστηκαν και κατέγραψαν καλά αποτελέσματα σε σωματεία και φοιτητικούς συλλόγους το τελευταίο διάστημα. Το ρεύμα αυτό που εμφανίστηκε και καταγράφηκε τόσο στις εκλογικές διαδικασίες φοιτητικών συλλόγων και σωματείων όσο και σε διάφορες στιγμές του κινήματος όπως στη Ν. Σμύρνη, στο αντικατασταλτικό και στο φεμινιστικό -σποραδικά και με ασυνέχειες- ανοίγει την προοπτική για την συγκρότηση ενός κοινωνικού αγωνιστικού πόλου συσπείρωσης, αντίστασης και ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου και για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και γενικά των κινηματικών πρακτικών, απέναντι σε αδράνειες και λογικές περιχαράκωσης και μικροπολιτικής που ταλανίζουν τον χώρο.

Αυτή η προσπάθεια αναζωογόνησης της κοινωνικής διεκδικητικότητας και μαχητικότητας αναδεικνύει και τους βασικούς άμεσους στόχους πάλης με προμετωπίδα εργατικές διεκδικήσεις όπως η αύξηση των μισθών, η μόνιμη και σταθερή δουλειά, η μείωση του εργάσιμου χρόνου, η πάλη για ΣΣΕ. Απέναντι στην ακρίβεια χρειάζεται να διεκδικήσουμε πλαφόν ανώτατων τιμών, μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά λαϊκής κατανάλωσης, κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής στο ρεύμα, επιβολή ενοικιαστασίου ενώ ξεχωριστή σημασία έχουν αιτήματα για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και του περιβάλλοντος, για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, για την αντιπολεμική πάλη για καμιά εμπλοκή και συμμετοχή σε πολεμικούς σχεδιασμούς σε ρήξη με των ευρωατλαντισμό, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων μεταναστών και προσφύγων.

Ταυτόχρονα, η συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης σε μια κατεύθυνση κοινωνικού μετασχηματισμού από τους εργαζόμενους και τον λαό προϋποθέτει σύγκρουση με τους βασικούς πυλώνες του αστικού συστήματος που ορίζουν το σημερινό ασφυκτικό πλαίσιο για τους υποτελείς. Απεμπλοκή από την μνημονιακή επιτροπεία, διαγραφή δημόσιου χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, ρήξη και έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ, ρήξη και έξοδος από το ΝΑΤΟ και το ευρωατλαντικό στρατόπεδο. Όλα αυτά φυσικά έχοντας στο μυαλό μας ότι δεν είμαστε στην φάση του 2010-2012 που αυτά τα αιτήματα άγγιζαν μαζικά κοινωνικά ακροατήρια αλλά με την εκτίμηση ότι θα ξαναέρθουν στο προσκήνιο εν μέσω έντονων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών.

Με το βλέμμα μας στραμμένο εκεί, στην δημιουργία καλύτερων όρων συγκρότησης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς για τις μάχες του επόμενου διαστήματος και μπροστά στην άτυπη έναρξη μιας όπως φαίνεται μακράς προεκλογικής περιόδου που ενδεχομένως να καταλήξει και σε διπλές εκλογικές αναμετρήσεις, θεωρούμε πως η ενωτική πολιτική συνεργασία των μαχόμενων δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στα πολιτικά μέτωπα της περιόδου και η παρέμβαση και στην εκλογική μάχη είναι αναγκαία. Καμιά κοινωνική και πολιτική δύναμη δεν μπορεί να συνεχίσει να παρεμβαίνει όπως ήξερε. Τα όρια των υπαρχόντων μετωπικών σχηματισμών της έχουν φανεί εδώ και χρόνια και η απλή ταυτοτική καταγραφή δεν έχει να προσφέρει τπτ στο λαϊκό κίνημα.

Την ίδια στιγμή έχει αξία να σημειώσουμε πως το ερώτημα πιθανών πολιτικών συμμαχιών σε μια προοπτική αριστερού πολιτικού μετώπου ρήξης μαζί με δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, εντός του οποίου να είναι εν δυνάμει εφικτή η διεκδίκηση της ηγεμονίας από μία ριζοσπαστική πολιτική στρατηγική και κατεύθυνση πέρα από αναγκαίες κοινωνικοπολιτικές συσσωρεύσεις απαιτεί και την αυτοτελή συγκρότηση της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς με στοιχειωδώς επαρκείς όρους. Αλλιώς μιλάμε ουσιαστικά για διάχυση των δυνάμεων της ρα μέσα στους σημερινούς ρεφορμιστικούς αριστερούς σχηματισμούς χωρίς δυνατότητα μετατόπισης σε πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση όπως έδειξε και η πλούσια εμπειρία των πλατιών κομμάτων της Αριστεράς σε Λατινική Αμερική και Ευρώπη.

Πιάνοντας ακριβώς αυτό το νήμα σκέψης και αναγνωρίζοντας πως ο πολιτικός χρόνος είναι συγκεκριμένος με όρους συγκυρίας -και δεν συγχωρεί αδράνειες- για να γίνει η προσπάθεια να δοθεί η εκλογική μάχη με όρους αποτύπωσης μιας εν δυνάμει μαζικής φυσιογνωμίας απεύθυνσης ακόμα κι αν το αποτέλεσμα σήμερα είναι μειοψηφικό, λάβαμε την πρωτοβουλία από κοινού, Αριστερή Ανασύνθεση και Πολιτική Κίνηση για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο μαζί με τους συντρόφους και συντρόφισσες από την Αναμέτρηση να ανοίξουμε τον δημόσιο διάλογο απευθύνοντας ενωτικό κάλεσμα κοινής δράσης και εκλογικής-πολιτικής συνεργασίας στο σύνολο της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη βάση κεντρικών πολιτικών στόχων και αιτημάτων -όπως αναφέρθηκαν και προηγουμένως. Ένα ενωτικό κάλεσμα κοινής δράσης και εκλογικής-πολιτικής συνεργασίας με την ματιά στραμμένη στις προκλήσεις του επόμενου διαστήματος και στην ανάγκη να αρθρωθεί για την επόμενη μέρα -έστω και με όρους- μία διακριτή φωνή που δεν εκφράζεται από τη ρεφορμιστική αριστερά την ίδια ώρα που επιδιώκει κοινή δράση στο κίνημα με όλη την Αριστερά. Και φυσικά θεωρούμε θετικό το γεγονός πως η πρωτοβουλία μας αυτή συνέβαλλε στην πυροδότηση ευρύτερων διεργασιών σε αυτή την κατεύθυνση όπως ο διάλογος που άνοιξε εντός των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και η σύσκεψη που κάλεσε το ΣΕΚ παρά τις υπαρκτές αντιφάσεις δυνάμεων που αποτυπώθηκαν σε αυτές.

Το επόμενο διάστημα οφείλουμε να δείξουμε την αναγκαία αποφασιστικότητα από πλευράς μας στην κατεύθυνση της πρότασής μας, να την θέσουμε διακριτά στην συζήτηση εντός της ριζοσπαστικής Αριστεράς και να επιχειρήσουμε να γίνουν τα σωστά βήματα που θα διασφαλίσουν το μέγιστο δυνατό εύρος δυνάμεων σε μια ενωτική εκλογική διαδικασία η οποία να αφήνει κάποια παρακαταθήκη για τη συγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς ευρύτερα και των δυνάμεων που αναζητούν μία άλλη φυσιογνωμία και πρακτική ειδικότερα.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, μέσα στις κοινωνικές μάχες, στις πολιτικές διεργασίες και στις μεγάλες προκλήσεις που ανοίγονται για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς βλέπουμε και την κοινή διαδικασία σύγκλισης των δύο οργανώσεών μας. Γι αυτό το λόγο αναγνωρίζουμε πως θα είναι μια δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα πορεία. Γιατί παρά τους δυσμενής κοινωνικούς συσχετισμούς, έχουμε επίγνωση ότι η προσπάθειά μας θα κριθεί στην κοινωνικές και πολιτικές μάχες για τις λαϊκές ανάγκες και την χειραφέτηση του ανθρώπου. Έχουμε επίγνωση πως δεν μπορούμε να συνεχίζουμε όπως πριν. Απαιτείται μαχόμενος αναστοχασμός, διαρκή αναζήτηση και επαναστατική ανανέωση του μαρξισμού. Μα πάνω από όλα απαιτείται στρατηγική αναζήτηση στην κατεύθυνση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής ώστε οι όποιες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες να μην υποτάσσονται σε σχέδια ρεφορμιστικά και μεταρρυθμιστικά τα οποία εν τέλει ενσωματώνονται στην κυρίαρχη αστική πολιτική αλλά να ριζοσπαστικοποιούνται στην κατεύθυνση αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων. Στρατηγική αναζήτηση σε σύνδεση αφενός με την άμεση πολιτική παρέμβαση για κατακτήσεις που θα βελτιώνουν την ζωή των λαϊκών στρωμμάτων σήμερα αφετέρου με την τακτική που -μακριά από αδράνειες, ευκολίες και βεβαιότητες- θα σηκώνει το γάντι της αντιπαράθεσης, θα απαντά στον πραγματικό πολιτικό χρόνο με τόλμη και αποφασιστικότητα για να αναζητήσουμε βαδίζοντας έναν άλλο δρόμο, για να ανοίξουμε πανιά για άλλα μέρη απάτητα.

Σε αυτή την πορεία, είναι σημαντικό το γεγονός πως μετά την κοινή δέσμευση των δύο οργανώσεών μας, Αρ.Αν. και Κ-Σχέδιο, για την συμβολή στην δημιουργία μιας μεταβατικής οργάνωσης νέας κομμουνιστικής προοπτικής που δημοσιεύσαμε πριν μερικούς μήνες, μετράμε ήδη κοινές πολιτικές πρακτικές προς την κατεύθυνση σύγκλισης με τις πετυχημένες διοργανώσεις του διήμερου φεστιβάλ στην Πάντειο τον Ιούνιο και το 1ο κοινό camping του Τομέα Νεολαίας της Αριστερής Ανασύνθεσης και των Νέων για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο που ολοκληρώθηκε πριν μερικές ημέρες στον Κάτω Αλισσό Αχαΐας. Κοινές πολιτικές και κινηματικές πρακτικές που φιλοδοξούμε σε αυτή την δύσκολη και απαιτητική πορεία που έχουμε μπροστά μας να παγιωθούν και να βαθύνουν ώστε να πετύχουμε τον στόχο μας με ενωτικό πνεύμα, συντροφική συζήτηση, μάχιμες επεξεργασίες και ενεργή και δημιουργική εμπλοκή σε αυτή την διαδικασία όλων των μελών μας αλλά και των ανένταχτων συντρόφων και συντροφισσών που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση του μαρξισμού και στην αναζήτηση μιας νέας κομμουνιστικής Αριστεράς.