Οι πρόσφατες εκλογές στην Πορτογαλία προσφέρονται για χρήσιμα συμπεράσματα από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η Πορτογαλία είναι μία χώρα που βίωσε μνημονιακό πλαίσιο μέτρων μετά την κρίση του 2008, χωρίς βέβαια την ίδια ένταση μέτρων με τη χώρα μας. Επίσης, ανταποκρίθηκε στη διαχείριση της πανδημίας σχετικά καλύτερα από τη χώρα μας έχοντας και ένα υψηλότερο ποσοστό εμβολιασμού συγκριτικά με χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η κυβέρνηση μειοψηφίας των σοσιαλδημοκρατών του Κόστα δεν εξασφάλισε στήριξη στην πρόσφατη διαδικασία έγκρισης προϋπολογισμού για το 2022. Την κυβέρνηση αυτή στήριζαν κοινοβουλευτικά, χωρίς να συμμετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα, οι δύο βασικές δυνάμεις της πορτογαλικής Αριστεράς, το Μπλόκο και το ΚΚ Πορτογαλίας (που συμμαχεί με το κόμμα οικολόγων εκλογικά). Οι δύο δυνάμεις της Αριστεράς αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τον προϋπολογισμό ζητώντας να συμπεριλάβει περισσότερα φιλολαϊκά μέτρα, κυρίως στα εργασιακά ζητήματα. Ο Κόστα προκήρυξε εκλογές χρεώνοντας την αδυναμία διακυβέρνησης στις αριστερές δυνάμεις και επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει την διαχείριση της πανδημίας και κάποιες μικρέςοικονομικές παροχές (σε κατώτατο μισθό, συντάξεις και μισθούς του δημοσίου) που υιοθέτησε στο πλαίσιο των δημοσιονομικών περιορισμών και της σχετικής ανάκαμψης των τελευταίων μεταμνημονιακών χρόνων στην Πορτογαλία.
Στις εκλογές, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε την αυτοδυναμία με 41,7%, ένα από τα μεγαλύτερα αποτελέσματα της ιστορίας του μετά την κατάρρευση της χούντας του Σαλαζάρ και την Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Η παραδοσιακή Δεξιά υποχώρησε εκλογικά τόσο στον κύριο πυλώνα της, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD, λέγεται έτσι για ιστορικούς λόγους επειδή η Επανάσταση των Γαρυφάλλων μετατόπισε το πολιτικό σκηνικό αρκετά προς τα αριστερά) με 27,8%, όσο και στο μικρότερο Λαϊκό Κόμμα που έμεινε εκτός Βουλής για πρώτη φορά μετά το 1975. Κερδισμένοι στη δεξιά το ακροδεξιό κόμμα Chenga που βγήκε τρίτο με σημαντική άνοδο δυνάμεων (7,1% και 12 βουλευτές από 1) και η νεοφιλελεύθερη Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία (8 έδρες από μόλις 1). Η Πορτογαλία ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με ασήμαντη κοινοβουλευτική παρουσία ακροδεξιάς, κάτι που δυστυχώς πλέον άλλαξε.
Τα δύο κόμματα της Αριστεράς είχαν σημαντική υποχώρηση, το Μπλόκο έχασε τις μισές δυνάμεις του και πήρε 4,46% εκλέγοντας 5 βουλευτές (από 19) ενώ η συμμαχία Κομμουνιστών-Πρασίνων (CDU) απέσπασε το 4,39% και έξι βουλευτές (από 12). Αυτό το αποτέλεσμα είναι προφανώς πολύ κακό για τις δυνάμεις της πορτογαλικής Αριστεράς, αλλά δυστυχώς δεν θα έπρεπε να ξαφνιάζει αν παρατηρούσε κανείς την προεκλογική στάση τους και ευρύτερα την πολιτική στάση τους σε όλη την τελευταία περίοδο της «κριτικής στήριξης» της κυβέρνησης Κόστα. Κεντρικό στίγμα ήταν το «να φύγει η δεξιά» χωρίς μάλιστα να ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο που έθετε η «υπεύθυνη» έξοδος από τα μνημόνια εντός των δυνατοτήτων που επιτρέπουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Κεντρική λογική η απόκτηση «ρυθμιστικού ρόλου» κοινοβουλευτικά ώστε να επηρεαστούν προς τα αριστερά οι κυβερνητικές πολιτικές. Χαρακτηριστικοί είναι και οι εκλογικοί στόχοι που έθεσε το Μπλόκο, μέχρι πρότινος μεγαλύτερη κοινοβουλευτικά δύναμη της πορτογαλικής Αριστεράς. Ο πρώτος ήταν να καταλάβει την τρίτη θέση ώστε να έχει αυξημένο διαπραγματευτικό ρόλο στη νέα κυβέρνηση και να αποτρέψει την αυτοδυναμία των Σοσιαλιστών και ο δεύτερος ήταν να μην αυξηθεί σοβαρά το ποσοστό της Ακροδεξιάς. Διόλου τυχαία απέτυχε παταγωδώς σε όλα όπως έδειξε το αποτέλεσμα…Οι Σοσιαλιστές έθεσαν εκβιαστικά τα εκλογικά διλήμματα και πέτυχαν να χρεώσουν στα κόμματα της Αριστεράς την κατηγορία της ανεύθυνης στάσης. Αυτό όμως έγινε στο φόντο της σχετικά μειωμένης προσδοκίας των λαϊκών στρωμάτων για κατακτήσεις, κάτι για το οποίο η κεντρική λογική του Μπλόκο και του ΚΚ δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Αν εκπαιδεύεις το λαό σε λογικές λελογισμένης υπεύθυνης διαχείρισης, έστω και ως αριστερό άκρο αυτής της λογικής, τότε αναπόφευκτα οι ακόμα πιο «υπεύθυνες» λύσεις που προβάλλει η σοσιαλδημοκρατία θα ηγεμονεύσουν στο τέλος.
Δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν όλα αυτά ώστε να δικαιολογηθεί ενδεχομένως εν μέρει η πορτογαλική Αριστερά για απειρία; Ήταν άραγε ιδιάζουσες συνθήκες για τι οποίες δεν υπάρχει πρότερη αρνητική εμπειρία; Δυστυχώς το αντίθετο συμβαίνει και για αυτό η ιστορία που έχει συμβεί στο παρελθόν ως τραγωδία φαντάζει σήμερα φάρσα. Η λογική των «συγκυβερνήσεων» και της στήριξης σοσιαλιστικών κυβερνήσεων για να επηρεαστούν υποτίθεται προς φιλολαϊκή κατεύθυνση οι πολιτικές τους δεν είναι καινούρια. Αντιθέτως, εφαρμόστηκε και χρεοκόπησε πλήρως στη δεκαετία του ’90 οδηγώντας τις δυνάμεις της Αριστεράς που την υιοθέτησαν σε σημαντική φθορά (Γαλλία) ή ακόμα και σε οριακή εξαφάνιση (Ιταλία). Η εμπειρία αυτή, αλλά και η εμπειρία της κρίσης με την αντίστοιχη και ταχύτερη χρεοκοπία αντίστοιχων λογικών (π.χ. ΔΗΜΑΡ) κάνει ακόμα πιο τραγική την πρόσφατη εξέλιξη. Μία αριστερά που αρνείται να μάθει από την εφαρμοσμένη χρεοκοπία παλιότερων πολιτικών επιλογών της είναι καταδικασμένη να ακολουθεί μία σισύφεια πορεία διαρκούς ήττας. Στο πλαίσιο αυτό, μόνο θλίψη προκαλούν αναλύσεις από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ότι το Μπλόκο και το ΚΚ Πορτογαλίας δεν έπρεπε να πέσουν τακτικά στην «παγίδα» του Κόστα που επιδίωξε τις εκλογές για να πάρει αυτοδυναμία και ότι πλέον το ζητούμενο είναι η «αλλαγή με σταθερότητα», «ομαλότητα», «μεταρρυθμίσεις και όχι ρήξεις». Το πρόβλημα δεν είναι μία λάθος τακτική διαχείριση πρόσφατα, το πρόβλημα είναι η πλήρης παγίδευση εδώ και χρόνια στο στρατηγικό πεδίο του αντιπάλου, εν προκειμένω της σοσιαλδημοκρατίας και τελικά της αστικής πολιτικής, της οποίας αποτελεί βασικό συστημικό πυλώνα. Το πρόβλημα είναι βαθύ και απαιτεί εναγωνίως απαντήσεις από μία άλλη ριζοσπαστική αριστερή σκοπιά, αλλιώς θα επαναλαμβάνεται διαρκώς το ίδιο έργο ακολουθητισμού στη σοσιαλδημοκρατία σε ένα όλο και χειρότερο πλαίσιο πολιτικών επιλογών και δυνατοτήτων.
Για αυτό είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η στήριξη μίας σοσιαλιστικής κυβέρνησης από δυνάμεις της Αριστεράς στην Πορτογαλία χρησιμοποιήθηκε στο προηγούμενο διάστημα ως θετικό παράδειγμα από διάφορες πλευρές και εγχώρια. Πρώτα από όλα από το ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα που, στο πλαίσιο μίας τακτικίστικης λογικής, στην οποία μας έχει συνηθίσει δυστυχώς, θεωρούσαν ότι η αναφορά στο «πορτογαλικό παράδειγμα» υποτίθεται ότι πιέζει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να ρυμουλκηθεί στην κατεύθυνση της «προοδευτικής συνεργασίας και διακυβέρνησης» και να απεγκλωβιστεί από τις στενές σχέσεις συνεργασίας με τη ΝΔ. Ως συνήθως, βέβαια, το να παίζεις «στο γήπεδο του αντιπάλου» ποτέ δεν εξασφαλίζει την πολιτική ηγεμονία, αντιθέτως αποκαθιστά όψεις της ηγεμονίας του αντιπάλου ακόμα και όταν αυτός δεν βρίσκεται στην ακμή του. Διόλου τυχαία, λοιπόν, το παράδειγμα της Πορτογαλίας ήταν κάτι στο οποίο αναφερόταν συστηματικά ο Νίκος Ανδρουλάκης και οι στενοί συνεργάτες του ήδη από την προεκλογική περίοδο για τις εκλογές νέας ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Και εξακολούθησε να το κάνει και αφού εκλέχθηκε στην ηγεσία, πριν από τις πρόσφατες πορτογαλικές εκλογές. Χαρακτηριστικά, ο Ανδρουλάκης έχει προτείνει να χρηματοδοτηθεί πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας για νέα ζευγάρια και οικοδόμηση νέων φοιτητικών εστιών με χρήματα του…Ταμείου Ανάκαμψης, προτάσεις που υιοθέτησε η κυβέρνηση Κόστα στην Πορτογαλία και φαντάζουν «αριστερές» για το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα των πορτογαλικών εκλογών συντελεί πλέον στην οικοδόμηση του προφίλ αυτόνομου πόλου που επιχειρεί να οικοδομήσει για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το κάλεσμα για «σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση» που πρόσφατα εξήγγειλε. Και ταυτόχρονα πιέζει το ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούσε ότι μονοπωλεί «ηγεμονικά» πλέον το χώρο της εγχώριας κεντροαριστεράς.
Αυτά, βέβαια, δεν προκαλούν πλέον καμία εντύπωση για το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ που ήδη από το 2015 έχει μεταλλαχθεί σε ένα πλήρως συστημικό «κόμμα του κράτους». Και επιχειρεί να ολοκληρώσει την κεντρώα και αρχηγοκεντρική μετάλλαξή του με τις πρόσφατες εξαγγελίες Τσίπρα για εκλογή προέδρου από τη «βάση» και όχι από την Κεντρική Επιτροπή που προκύπτει από εκλογή σε συνέδριο, λογοδοτεί σε μία πολιτική συνεδριακή διαδικασία και μπορεί να ελέγχει την όποια ηγεσία. Όλα αυτά θυμίζουν, όμως, και ότι η αυτή η πορεία υπήρχε εν σπέρματι στις λογικές της «κεντροαριστεράς» με τις οποίες φλέρταρε αυτός ο χώρος και ειδικά οι πιο δεξιές τάσεις του ήδη από τη δεκαετία του ’90.
Αυτή η εξέλιξη, όμως, προκαλεί σοβαρό προβληματισμό και για το σύνολο της πορτογαλικής κοινοβουλευτικής Αριστεράς, το οποίο στις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν αποτελούσε παράδειγμα δεξιάς εκδοχής στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αντιθέτως, πρόβαλλε ως σχετικά αριστερή εκδοχή της, συγκρινόμενη φυσικά με το υπόλοιπο φάσμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και όχι τόσο με την ελληνική που ήταν η πιο αριστερή εκδοχή πανευρωπαϊκά. Το ΚΚ Πορτογαλίας πριν από λίγα χρόνια φάνταζε περισσότερο σαν όμορο κόμμα με το ΚΚΕ παρά με τα υπόλοιπα εναπομείναντα δυτικοευρωπαϊκά ΚΚ και το Μπλόκο υπήρξε στα πρώτα χρόνια του ένα αρκετά ενδιαφέρον ενωτικό - μετωπικό παράδειγμα σύγκλισης και ανασύνθεσης διαφορετικών ρευμάτων της παλιότερης πορτογαλικής κομμουνιστικής και επαναστατικής Αριστεράς (συνενώνοντας πρώην μαοϊκές και τροτσκιστικές ομαδοποιήσεις και αποχωρήσαντες από το ΚΚ). Η εμπειρία αυτή δυστυχώς δείχνει για άλλη μία φορά ότι δεν αρκεί ένα γενικόλογο ριζοσπαστικό στίγμα και μία κινηματική στάση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος της σοβαρής ρεφορμιστικής διολίσθησης και του ακολουθητισμού στη σοσιαλδημοκρατία. Απαιτείται προγραμματική σοβαρότητα και σαφήνεια και σαφής αντίληψη των ορίων του αστικού κράτους και του κοινοβουλευτικού συστήματος σε μία σύγχρονη δυτική ευρωπαϊκή χώρα. Απαιτούνται οριοθετημένα στρατηγικά κριτήρια και όρια για τη χάραξη μίας αποτελεσματικής σύγχρονης τακτικής που να εξυπηρετεί τελικά τους στρατηγικούς στόχους μας και να μην ρίχνει νερό στο μύλο μίας επαναλαμβανόμενα αποτυχημένης προσπάθειας «επηρεασμού» της σοσιαλδημοκρατίας. Αν μη τι άλλο, η εκ νέου επιβεβαίωση αυτών των εκτιμήσεων παραμένει χρήσιμος οδηγός, άλλωστε και η εμπειρία της χώρας μας έδωσε δυστυχώς πολλά και πολύ πιο τραγικά παραδείγματα για αυτό.