των Χρίστου Τουλιάτου & Χρήστου Μπέλμπα

Στις 24 Ιούνη άρχισε το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ, τέσσερα χρόνια μετά το προηγούμενο. Η περίοδος 4 χρόνων που πέρασαν από το 20ο συνέδριο χαρακτηρίστηκε από το βάθεμα της ήττας του λαϊκού κινήματος και την εμπέδωση όψεων του TINA σε μερίδες της κοινωνίας. Μία διεργασία που μεταφράστηκε σε ήττα όλων των εκδοχών της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ. Κι αν το 2017 στο 20ο συνέδριο δεν ήταν τόσο ορατή αυτή η εξέλιξη, το 2019 έγινε παραπάνω από εμφανής.Πως αλλιώς μπορούν να αποτιμηθούν τα κατ’ ομολογία άσχημα εκλογικά αποτελέσματα αυτής της χρονιάς για το κόμμα σε αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές, όταν η ολοκλήρωση της στροφής του ΣΥΡΙΖΑ στον σοσιαλφιλελευθερισμό δεν σήμαινε εν τέλει την αποδέσμευση λαϊκών στρωμάτων προς το ΚΚΕ; Πόσο μάλλον όταν οι συνθήκες μπορεί να φάνταζαν για το ίδιο ευνοϊκές καθώς: α) Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έμεινε η κύρια κοινοβουλευτική δύναμη της Αριστεράς (αν και βέβαια σε σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα καταγράφεται ως αριστερή δύναμη τυπικά), β) μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου την άνοιξη του 2016 δεν έχουμε μεγάλα πολύμορφα κινηματικά γεγονότα που παραδοσιακά αντιμετωπίζονταν με επιφύλαξη από το κόμμα και παρήγαγαν τριγμούς. Μάλιστα, σε αυτό το φόντο γενικής κινηματικής καθίζησης, οι κομματικοί ακτιβισμοί ή οι κινητοποιήσεις των συσπειρώσεων του κόμματος άφηναν την εντύπωση ότι θα διεύρυναν τις κοινωνικές και πολιτικές εκπροσωπήσεις του. Δεν έγινε όμως έτσι.

Το 21ο συνέδριο πραγματοποιείται μέσα στην συγκυρία της πανδημίας και της οικονομικής ύφεσης που είχε ως αποτέλεσμα στη χώρα μας και διεθνώς. Σεμία περίοδο που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιταχύνει την υλοποίηση αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε διάφορα πεδία (βλ. νόμους Χατζηδάκη, Κεραμέως, Βορίδη, Τσιάρα κλπ.). Ευνόητο είναι να περιμένει κανείς ότι ένα κομμουνιστικό κόμμα θα καλεί σε μία επείγουσα ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος και στη συγκέντρωση πλατύτερων δυνάμεων για την αντίσταση και την ανατροπή αυτής της επίθεσης. Ειδικά εφόσον ορθά εκτιμά ότι επίκεινται ακόμα δυσμενέστερες εξελίξεις τόσο εγχώρια με υποτροπή της κρίσης και νέες πολιτικές λιτότητας όσο και διεθνώς με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε πολεμικές εμπλοκές περιφερειακά ή γενικευμένα.

Από το κεντρικό σύνθημα του συνεδρίου μέχρι και τη διάρθρωση των Θέσεων (για πρώτη φορά σε 3 διακριτά τεύχη) μπορεί να δει κανείς ότι το ΚΚΕ ιεραρχεί διαφορετικά τα πράγματα. Το κεντρικό σύνθημα: «Δυνατό ΚΚΕ, Νους-Καρδιά-Οργανωτής της εργατικής-λαϊκής πάλης για το Σοσιαλισμό» έχει και πάλι έναν σαφώς αυτοαναφορικό τόνο, όπως και στο προηγούμενο συνέδριο. Παρόμοιο τόνο έχει και το πρώτο κείμενο του συνεδρίου που αφορά τον απολογισμό και τα συμπεράσματα της δράσης της Κεντρικής Επιτροπής και του κόμματος από το 20ο συνέδριο. Αυτό το κείμενο εμφανώς ιεραρχείται ως σημαντικότερο μεταξύ των τριών, όπως φαίνεται και στον προσυνεδριακό διάλογο και την αρθογραφία των στελεχών. Ένα κείμενο απολογισμού φυσικά είναι πάντα αναγκαίο σε μία τέτοια διαδικασία, όμως το περιεχόμενό του δεν είναι ένας τολμηρός αυτοκριτικός και κυρίως πολιτικός απολογισμός, αλλά ένας απολογισμός σε μεγάλο βαθμό στενά οργανωτικού χαρακτήρα, με αυτοκριτικές επισημάνσεις που κυρίως αφορούν το ενδιάμεσο στελεχιακό δυναμικό και τη βάση του κόμματος. Όσο και αν αποκαλέστηκε από διάφορες προσυνεδριακές συμβολές ως «αυτοκριτικό» κείμενο δεν είναι παρά ένα κείμενο όπου για άλλη μία φορά ο βασικός απολογισμός είναι ότι η γενική γραμμή (του νέου Προγράμματος του 19ου συνεδρίου και των τελευταίων συνεδρίων γενικότερα) είναι σωστή, αλλά ακόμα αντιμετωπίζεται πρόβλημα «αφομοίωσής» της στα ενδιάμεσα στελέχη και μέλη του κόμματος. Τέτοιου τύπου απολογισμοί δείχνουν κατά κανόνα ακριβώς το ανάποδο, ότι μία πολιτική γραμμή έχει σοβαρά προβλήματα να προχωρήσει στην πράξη και τελικά αυτό εσωτερικεύεται και οργανωτικά.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει ένα πρώτο σχόλιο. Σε ένα μηχανισμό σαν το ΚΚΕ ο πολιτικός διάλογος κατά κανόνα δεν διεξάγεται με ανοιχτούς όρους, παρά μόνο ίσως σε επίπεδο ανώτερων πολιτικών στελεχών και οργάνων. Στο επίπεδο της βάσης και ενός δημόσιου προσυνεδριακού διαλόγου οι όποιες διαφορετικές απόψεις εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό μετωνυμικά, κυρίως όσον αφορά το στελεχιακό δυναμικό που τοποθετείται. Στο 18ο και 19ο συνέδριο που οι πολιτικές και προγραμματικές αλλαγές ήταν μεγάλες σε σχέση με το έως τότε κεκτημένο υπήρξαν σαφώς περισσότερα άρθρα ανοιχτής διαφωνίας με τις αλλαγές της πολιτικής γραμμής (και σαφώς περισσότερα άρθρα γενικά, επίσης, σε σύγκριση με το 20ο και το 21ο). Αυτό βέβαια αντανακλούσε και έναν εσωτερικό κλυδωνισμό στο ΚΚΕ στο έδαφος και των εξελίξεων της κρίσης και τελικά σήμαινε και οργανωτικά μέτρα για πολλούς από τους διαφωνούντες. Πλέον, η νέα γραμμή έχει κυριαρχήσει και έχει εμπεδωθεί εσωτερικά. Οπότε, η παραπάνω επισήμανση των Θέσεων για ελλείμματα αφομοίωσής της ακόμα και σε…στελεχιακό δυναμικό του κόμματος πέρα από το ότι σημαίνει κάτι για την ορθότητά της στην πράξη σημαίνει ίσως και κάτι άλλο.

Η αδυναμία αυτή είναι αντιληπτή και από μέρος του έμπειρου στελεχιακού μηχανισμού και δημιουργεί εύλογα προβληματισμό σε σχέση με την πιθανότητα να κοστίσει σοβαρά σε πολιτικό και εκλογικό επίπεδο (και επακόλουθα και σε οικονομικό επίπεδο). Για αυτό το λόγο, εκτιμούμε ότι η πίεση για κάποιες τακτικές προσαρμογές ευελιξίας της γραμμής είναι υπαρκτή. Άλλωστε, έτσι μπορούν να ερμηνευτούν και οι κινήσεις των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ τον τελευταίο χρόνο που έδειξαν λίγο πιο ανοιχτές σε κινηματικές συνεργασίες ανά περιπτώσεις (βλ. κινητοποιήσεις για απορρίμματα και άλλα τοπικά θέματα, φοιτητικό κίνημα, κάποιες κλαδικές κινητοποιήσεις και εργατικές κινητοποιήσεις σε κάποιες επαρχιακές πόλεις κλπ.). Υπό αυτό το πρίσμα είναι κατανοητή και η αρκετά τολμηρή κίνηση με το κοινό κείμενο υπογραφών που προτάθηκε από το ΚΚΕ σε ΣΥΡΙΖΑ, ΜέΡΑ25 και δυναμικό της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κινημάτων εν όψει του εορτασμού της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μία κίνηση, βέβαια, που μάλλον αντιμετώπισε και εσωτερικές αντιδράσεις από ό,τι φαίνεται αφενός στον τόνο της απόφασης απολογισμού της ΚΕ του ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 2020[1] αφετέρου στη σχετική αναδίπλωση του ΚΚΕ στις κινητοποιήσεις που ξέσπασαν στις αρχές του 2021.

Αυτός ο προβληματισμός δεν αποτυπώνεται ανοιχτά στις Θέσεις ή τον προσυνεδριακό διάλογο. Είναι όμως εμφανής, κατά τη γνώμη μας, στον χρωματισμό δύο σχετικά διακριτών νημάτων σκέψης που χαρακτηρίζουν αρκετά κείμενα του προσυνεδριακού διαλόγου και αποτυπώνονται αντιφατικά σε διαφορετικά σημεία των Θέσεων. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται να υπάρχει μία υπόρρητη αντιδιαστολή μεταξύ προσυνεδριακών συμβολών. Από τη μία, όσων ρίχνουν το βάρος κυρίως σε οργανωτικά ζητήματα που καταλήγουν σε μία καλύτερη διάταξη και αποτελεσματικότητα στους αγώνες και τα κινήματα (με πολύ χαρακτηριστικές δύο αποστροφές που επαναλαμβάνονται συχνά σε προσυνεδριακά άρθρα[2]: α) την προσπάθεια να ξανακατακτηθεί η φιγούρα του μαζικού στελέχους, του «κομμουνιστή που είναι ηγέτης στο χώρο του», που δείχνει να φθίνει σε νεότερες γενιές και β) την επισήμανση ότι οι δυνάμεις του ΚΚΕ οφείλουν να παρεμβαίνουν και εντός κινητοποιήσεων που δεν ξεκίνησαν με πρωτοβουλία τους παρά τις όποιες αντιθέσεις ή δισταγμούς). Από την άλλη, την πολύ μεγάλη έμφαση άλλων άρθρων στην ανάγκη έντασης τηςιδεολογικής – μορφωτικής δουλειάς τόσο σε επίπεδο βάσης όσο και σε επίπεδο ενδιάμεσων στελεχών[3]. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα παραπάνω μπορεί να είναι και συμπληρωματικά σημεία, πλην όμως υπάρχουν και άρθρα που σαφώς ιεραρχούν το ένα έναντι του άλλου και μάλιστα με αποστροφές που επιχειρηματολογούν γιατί το ένα είναι κύρια προϋπόθεση του άλλου (είτε γιατί η ιδεολογική συγκρότηση είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματική δράση είτε ότι η εμπειρία δεν αντικαθίσταται από μία ιδεολογική δουλειά διαβάσματος μόνο και προέχει το κριτήριο της πράξης). Κατά τη γνώμη μας, αυτή η συζήτηση είναι ουσιαστικά μετωνυμία μίας αντιπαράθεσης μεταξύ του αν χρειάζονται κάποια ευέλικτα τακτικά ανοίγματα στο κίνημα ή αν χρειάζεται επιμονή στη «δουλειά με το Πρόγραμμα και τη στρατηγική μας» και στην ιδεολογική συγκρότηση για να αντέξει το κομματικό δυναμικό τις πιέσεις της πραγματικότητας.

Ειδική όψη αυτών των προβληματισμών είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ τόσο στις γειτονιές όσο και στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα. Ειδικά για το εργατικό κίνημα ο ανοιχτός εσωτερικός προβληματισμός διατυπώθηκε με σχετική ευκρίνεια[4]. Όψη, επίσης, αυτών των προβληματισμών είναι και η σαφής αναφορά σε προβλήματα που παρουσιάζει ένα νεότερο στελεχιακό δυναμικό που δουλεύει πλέον επαγγελματικά στο Κόμμα χωρίς να προλάβει να αποκτήσει σημαντική κοινωνική και πολιτική πείρα από τη μαζική δράση του. Προβλήματα όπως το γραφειοκρατικό στυλ δουλειάς, η απουσία υπομονής στη δουλειά με τα μέλη, ο δογματισμός, η αδυναμία να λειτουργήσει ως μαζικό στέλεχος κλπ. Προβλήματα που όπως αναφέρεται υπάρχουν παρά το ότι αυτό το νεότερο δυναμικό έχει συγκροτηθεί στη βάση του νέου Προγράμματος και της στρατηγικής που εκπονήθηκε στο 19ο συνέδριο, κάτι τέτοιο όμως δεν αρκούσε για να το προφυλάξει από την εμφάνιση των παραπάνω παθογενειών. Διόλου τυχαία το πρόβλημα της αποτελεσματικής συγκρότησης του κύριου ενδιάμεσου επιπέδου κομματικών οργάνων και στελεχών (Τομεακές Επιτροπές) τίθεται ξανά ως κύριο και αποτιμάται ότι δεν έχει επιλυθεί παρά το ότι είχε επισημανθεί ως σημαντικό και στο προηγούμενο συνέδριο.

Πέραν αυτών, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άνοιγμα κάποιων πολιτικών και ιδεολογικών – θεωρητικών θεμάτων στο πλαίσιο του διαλόγου που υποδεικνύουν (και προετοιμάζουν μάλλον…) για νέες μετατοπίσεις σε κάποιες θέσεις. Για παράδειγμα, η θέση της Κίνας στο σημερινό κόσμο, ο χαρακτήρας του κοινωνικού συστήματός της, και άρα και του ΚΚ Κίνας που ασκεί εξουσία στη χώρα, καταλαμβάνει για άλλη μία φορά αρκετό χώρο στην προσυνεδριακή αρθρογραφία. Ήδη από τις Θέσεις φαίνεται ότι η Κίνα χαρακτηρίζεται πλέον ως αναδυόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη[5] και διάφορα άρθρα προσυνεδριακού λόγου είναι πιο τολμηρά στην κριτική τους ως προς το χαρακτήρα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης εντός της χώρας και το πότε έγινε. Και φυσικά αντίστοιχα ασκείται κριτική στην πολιτική και την ιδεολογία του ΚΚ Κίνας, καθώς και τις αυταπάτες σε κομμουνιστικά κόμματα άλλων χωρών για το χαρακτήρα της Κίνας (αλλά και της σημερινής Ρωσίας) και το ρόλο του ΚΚΚ. Ελάχιστα άρθρα που επιχειρούν να υπερασπιστούν την παλιότερη γραμμή αντιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής γραμμής υπονοούν δειλά το ανάποδο, αλλά πλέον είναι εμφανές ότι αυτή η ορθή ανάγνωση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κίνα έχει εμπεδωθεί εντός του ΚΚΕ.

Επίσης, το ΚΚΕ δείχνει να αφουγκράζεται κάποιες αλλαγές σε κοινωνικοταξικό και ιδεολογικό επίπεδο και να επιχειρεί να τις ενσωματώσει (εντός των σφιχτών ορίων όμως των ιδεολογικών αναφορών του). Όσον αφορά στο ζήτημα της ανάλυσης των κοινωνικών τάξεων φαίνεται ότι παρά το ότι το 3ο κείμενο είναι αρκετά ελλειμματικό ως προς αυτό και παραθέτει πίνακες βασισμένους αποκλειστικά στα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (κάτι για το οποίο ασκείται δικαίως κριτική από κάποια προσυνεδριακά άρθρα), υπάρχει ένας ανοικτός προβληματισμός σχετικά με τον ορισμό τους και κυρίως με τη φύση και τον ρόλο των ενδιάμεσων στρωμάτων και των δημόσιων υπαλλήλων[6]. Σημειώνουμε ότι επισημαίνονται και σημεία για τη θεωρία του κράτους αν και εδώ τα πράγματα είναι πιο σαφή και χωρίς θεωρητικές αναζητήσεις[7].

Είναι ενδεικτικό όμως ότι εμφανίζονται αρκετά άρθρα που επιχειρούν να ερμηνεύσουν, να ασκήσουν κριτική και να επικαιροποιήσουν την πολιτική και θεωρητική άποψη του ΚΚΕ για διάφορα «νέα κοινωνικά κινήματα» (αντιρατσιστικό-προσφυγικό, οικολογικό, φεμινιστικό). Σημειώνουμε ότι στις Θέσεις η αναφορά σε αυτά τα ζητήματα καταλαμβάνει ελάχιστο χώρο. Εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι παρά διάφορες ορθές επισημάνσεις (ειδικά στο προσφυγικό ζήτημα, που βέβαια διαπλέκεται και πιο άμεσα με το ταξικό) υπάρχει ένα διάχυτο «κράτημα» απέναντι στις νέες μορφές κινημάτων που ξεσπούν ειδικά για το περιβάλλον και το έμφυλο ζήτημα. Μπορεί να επισημαίνονται διάφορα ορθά κριτικά σημεία για το ρόλο αστικών δυνάμεων που επιχειρούν να τα ενσωματώσουν, για τις αντιθέσεις αστικών και επιχειρηματικών μερίδων που σχετίζονται με αυτά (π.χ. στον κλάδο των ΑΠΕ και της ενέργειας), αλλά είναι σαφές ότι παραμένει η σημαντική δυσκολία του ΚΚΕ, λόγω και των πολιτικοθεωρητικών καταβολών του, να ενσωματώσει ουσιαστικά τις αγωνίες ενός νεότερου δυναμικού που κινητοποιείται γύρω από αυτά τα ζητήματα. Ειδικά στο έμφυλο ζήτημα τα όποια ανοίγματα παραμένουν συντηρητικά και δεν έλειψαν και εξαιρετικά προβληματικές τοποθετήσεις σχετικά με αυτό[8].

Συμπερασματικά, το 21ο συνέδριο είναι ένα συνέδριο αυτοσυντήρησης χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές και θεωρητικές αλλαγές στο νέο «κεκτημένο» του Προγράμματος και της στρατηγικής που το ΚΚΕ εκπόνησε στο 19ο συνέδριό του. Παρά τις ορθές επισημάνσεις για τις αντικειμενικές δυσκολίες που επιφυλάσσει το μέλλον της εγχώριας και διεθνούς κατάστασης, οι στόχοι πάλης και η πολιτική κατεύθυνση παραμένουν εξαιρετικά αυτοαναφορικοί. Τα όποια δειλά τακτικά ανοίγματα επιχειρούνται σε διάφορα πεδία δεν φαίνεται να υποστηρίζονται πολιτικά και θεωρητικά από το σώμα των κειμένων των Θέσεων, κάτι που δείχνει ότι πρόκειται απλά για τακτικές επιλογές καλύτερης διαχείρισης της κομματικής γραμμής. Και δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Για να μπορεί να πει και κυρίως να πράξει κάτι διαφορετικό το ΚΚΕ χρειάζεται να υπερβεί το κεντρικό σχήμα που εκπόνησε από το 19ο συνέδριο και μετά και κωδικοποίησε πλήρως στο 20ο. Σε μία κριτική τοποθέτηση για εκείνο το συνέδριο είχαμε γράψει[9]:

«Ηαπουσία “μεταβατικής” λογικήςπλέον δημιουργεί ένα έλλειμμα απάντησης στο πώς προσεγγίζεται η δράση σε μη επαναστατικές συνθήκες για να επιχειρείται η βελτίωση του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού και να προετοιμαστεί το κόμμα για την περίοδο μίας επαναστατικής κατάστασης. Το έλλειμμα αυτό απαντιέται πλέον από το ΚΚΕ με ένα τριπλό τρόπο: αφενός με την πλήρη“αντικειμενικοποίηση” της επαναστατικής κατάστασηςαφετέρου με τηνκαταφυγή σε ένα “εξωγενές” αίτιο,που θα λειτουργήσει καταλυτικά για το ξέσπασμά της, και τέλος με τηνυποτίμηση της δυνατότητας κατακτήσεων σήμερακαι πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση.[...]. Ο πλήρως αντικειμενικοποιημένος τρόποςπου το κάνει όμωςαφαιρείσχεδόν κάθε ενεργητικό ρόλο παρέμβασης στη συγκυρία και τις καμπές τηςγια το πολιτικό υποκείμενο. Περιορίζοντάς το πρακτικά σε ένα ρόλο εκφώνησης της γενικής στρατηγικής του στην κοινωνία καικινητοποιήσεων ρουτίναςμε πρακτικά προπαγανδιστικό ρόλο για να στρατολογεί, να “οικοδομεί” και να συντηρεί το δυναμικό του αναμένοντας την εντελώς αντικειμενικοποιημένη επαναστατική κατάσταση που κάπως εξωγενώς θα προκύψει[10].[...] Ησχέση Κόμματος και τάξης(και γενικότερα Αριστεράς και κινήματος)είναι διαλεκτικήκαι έχει ένα στοιχείο αντικειμενικότητας του ενός ως προς το άλλο μέσα σε μία πολιτική συγκυρία. Δηλαδή, η κατάσταση της τάξης (και του κινήματος) επάγει αποτελέσματα στα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς όπως και το ανάποδο, η κατάσταση και η ποιότητα της παρέμβασης των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς επάγει αποτελέσματα και τροποποιεί την κατάσταση του κινήματος. Και αυτό σε περιόδους κρίσης όπου οι παλιές βεβαιότητες και συσχετισμοί κλονίζονται αποκτά κρίσιμη σημασία,η υποκειμενική παρέμβαση μπορεί να είναι καταλυτικήσε περιόδους όπου συμπυκνώνεται ο ιστορικός χρόνος, μπορεί να τροποποιήσει άρδην κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. [...] Σε απόσταση από μία τέτοια ανάγνωση το ΚΚΕ αναπτύσσει εκ νέου την άποψή του για τη σχέση κόμματος και κινήματος επιμένοντας στηνάρνηση ορισμού “μεταβατικών” αιτημάτων και στόχων πάληςκαι στην προβολή βασικά της στρατηγικής αντίληψής του ως κύριο στοιχείο.»

Το ΚΚΕ εφόσον παραμένει στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί παρά να κινείται σε ένα πολύ σφιχτό και κλειστό πλαίσιο, διατηρώντας εχθρικές σχέσεις με κάθε άλλη συλλογικότητα στο χώρο της Αριστεράς και του κινήματος και κάνοντας μικρά δειλά βήματα μόνο σε επίπεδο προσέγγισης προσώπων από το χώρο του περίφημου «οπορτουνισμού», όπως έγινε και στις τελευταίες εκλογές. Αρκεί αυτό για την εκλογική αναπαραγωγή και επιβίωση στα χρόνια που θα έρθουν; Όπως πάντα, η ζωή θα δείξει.


[1] https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=1%2F1%2F2021&pageNo=1&id=18113

[2] Και δίνουν έμφαση στις σχετικές διατυπώσεις που υπάρχουν σε αποστροφές των Θέσεων, βλ. τις Θέσεις 29-34 και ειδικά τη Θέση 30 του πρώτου κειμένου.

[3] Που δίνουν έμφαση σε αντίστοιχα σημεία των Θέσεων, βλ. Θέσεις 10-19.

[4] Βλ. τα επί της ουσίας αντιπαραθετικά άρθρα των Γ. Σκιαδιώτη (μέλους του Τμήματος της ΚΕ για την Εργατική Συνδικαλιστική Δουλειά): https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11179501 και το άρθρο-απάντηση (εκτός προσυνεδριακού διαλόγου) του μέλους του ΠΓ που είναι χρεωμένο με την εργατική δουλειά Γ.Πρωτούλη: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11202256

[5] Βλ. τη χαρακτηριστική Θέση 10 του 2ου κειμένου των Θέσεων της ΚΕ.

[6] Για κάποια ενδεικτικά άρθρα με διαφορετικές απόψεις, που υποδεικνύουν εν μέρει και έναν πιο ανοιχτό θεωρητικό προβληματισμό και ανάγνωση πορισμάτων και άλλων μαρξιστικών ρευμάτων βλ. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11199970και https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11172820

[7] Βλ. π.χ. το άρθρο πολεμικής https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11232991 με αφορμή το άρθρο συμβολής του συνεργαζόμενου πλέον με το ΚΚΕ Γιάννη Μηλιού: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11144285

[8] Βλ. το άρθρο του συνεργαζόμενου Δ.Πατέλη https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11239227 , το οποίο κατά τη γνώμη μας υπερβαίνει τα εσκαμμένα οποιασδήποτε αριστερής κριτικής υιοθετώντας και επιχειρήματα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας παρά την πεποίθηση ότι αντιπαρατίθεται σε αυτή….

[9] Βλ. αναλυτικά στο άρθρο κριτικής: https://www.ektosgrammis.gr/website/diavazontas-tis-theseis-kai-ton-prosynedriako-dialogo-gia-20o-synedrio-toy-kke , αλλά σε σημεία και στο εξαιρετικά εύστοχο κατά τη γνώμη μας άρθρο του Γ.Οικονομάκη: https://tetradia-marxismou.gr/%ce%ba%ce%ba%ce%b5-%ce%b7-6%ce%b7-%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%bc%ce%ad%ce%bb%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-1934/ και παρά τη σημερινή στήριξή του στο ΚΚΕ.

[10] Με κύριο πιθανή εξωγενή καταλύτη για το ξέσπασμα μίας επαναστατικής κατάστασης να θεωρείται πλέον ένας πόλεμος κατά το ΚΚΕ.