Η κυβέρνηση της ΝΔ κλιμακώνει την επίθεσή της στο λαό εν μέσω ενός φονικού τρίτου κύματος της πανδημίας, ιδιαίτερα με το προωθούμενο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη που καταστρέφει το 8ωρο και χτυπά τα συνδικάτα, ενώ οι μαζικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος δείχνουν ότι έχει αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση για την πολιτική της κυριαρχία.
Το αγωνιστικό ξέσπασμα είναι βασικό στοιχείο των εξελίξεων. Μέσα σε 53 ημέρες, το Φεβρουάριο και Μάρτιο, πραγματοποιήθηκαν 632 συγκεντρώσεις πανελλαδικά με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων, κυρίως νέων, με αιχμή την αντιδημοκρατική, κυβερνητική και αστυνομική καταπίεση.
Πίσω από αυτή την αιχμή κρύβεται η αγανάκτηση από την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας που οδηγεί σε ασφυξία το ΕΣΥ και στο θάνατο πάνω από δέκα χιλιάδων συνανθρώπων μας, που συμπληρώνεται από τα τραγικά «ατυχήματα» – δολοφονίες στους χώρους εργασίας. Η επιλογή των ατομικών τεστ ρίχνει για ακόμη μια φορά την ευθύνη στους εργαζόμενους για να καλύψει την άρνηση δημόσιας επιτήρησης και ελέγχου της πανδημίας, για να ενισχύονται οι ιδιωτικοί όμιλοι της Υγείας, για να προωθηθεί ένα άναρχο και επικίνδυνο άνοιγμα στον τουρισμό υπέρ των ξένων και των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων.
Η κατεύθυνση της ΝΔ δεν είναι «αντιευρωπαϊκή», όπως υποστηρίζει η ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πανευρωπαϊκή, όπως δείχνει η αντίστοιχη πορεία της ΕΕ, που ειδικά στο ζήτημα των μαζικών εμβολιασμών αναδεικνύει το απάνθρωπο πρόσωπο του ανταγωνισμού των φαρμακευτικών πολυεθνικών.
Πίσω από το νεανικό και λαϊκό αγωνιστικό ξέσπασμα κυριαρχεί η βαθιά ανησυχία για τη μεγάλη μείωση του μισθού των εργαζομένων, του εισοδήματος των μικρομεσαίων και την εκτινασσόμενη ανεργία, για τα επερχόμενα μέτρα της κυβέρνησης και του μεγάλου κεφαλαίου, που αξιοποιεί κυνικά την πανδημία και την ύφεση για μια νέα λεηλασία των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων. Συνέβαλαν ιδιαίτερα οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις για την εργοδοτική, διευθυντική και σεξιστική βία στη βιομηχανία το αθλητισμού, του πολιτισμού και της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Πρόσθετος παράγοντας βαθύτερων ανησυχιών των εργαζομένων είναι οι κίνδυνοι για την ειρήνη που προέρχονται από την επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική του Μπάιντεν, ο οποίος προχωρά μαζί με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τους συμμάχους τους, σε μια αντιρωσική και αντικινεζική εκστρατεία. Στη Μέση και Άπω Ανατολή και ιδιαίτερα στην Ουκρανία, ηχούν ξανά τα τύμπανα του πολέμου. Η κυβέρνηση της ΝΔ υποτάσσεται στους Αμερικανούς και με την αυταπάτη ότι θα τους έχει συμμάχους, οξύνει την αντιπαράθεση με την Τουρκία, προχωρά σε ξέφρενους εξοπλισμούς, όπως και το καθεστώς Ερντογάν, που κλιμακώνει επίσης τις απαιτήσεις του. Προετοιμάζονται για μια αμερικανονατοϊκή αντιδραστική «διευθέτηση» στην Κύπρο, το Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο.
Το αγωνιστικό κύμα έδειξε ότι αρχίζει να αλλάζει η ψυχολογία της ήττας της προηγούμενης περιόδου. Ξεπέρασε το φόβο από την πανδημία και έσπασε στην πράξη την καταστολή και τους νόμους Χρυσοχοΐδη. Έχει αντικυβερνητικό προσανατολισμό, αναζητά νίκες, ψάχνει για κατακτήσεις, προσφέρει νέες μορφές οργάνωσης και πάλης. Έχει ενωτικά χαρακτηριστικά, πιέζει για την κοινή δράση της Αριστεράς. Έδωσε μια φρέσκια ανάσα ευρύτερα στους εργαζόμενους και ειδικά στην Αριστερά. Γεννιούνται αμφισβητήσεις απέναντι στο κοινωνικό σύστημα και την ΕΕ, που τροφοδοτούν με καινούργιο υλικό τις νέες κομμουνιστικές αναζητήσεις.
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει χάσει την πολιτική κυριαρχία της. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Απαιτούνται πολύ ανώτερες προϋποθέσεις για να τεθεί ξανά και με μαζικούς όρους μια ανατροπή «από τα κάτω» της κυβερνητικής, νεοφιλελεύθερης και καπιταλιστικής επίθεσης και όχι μια δικομματική ή άλλη εναλλαγή. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερη μαζικότητα, ο συντονισμός και η γενίκευση των επιμέρους αντιδράσεων. Η σταδιακή μετατροπή τους σε συνεχές, οργανωμένο μαζικό κίνημα, σε συνειδητό κοινωνικό μέτωπο. Χρειάζονται νίκες σε πεδία της κυβερνητικής πολιτικής, από όπου να αρχίσει να ξηλώνεται η κυριαρχία της. Χρειάζεται η συστηματικήκαι οργανωμένη κοινή πάλη της Αριστεράς και των άλλων ριζοσπαστικών ρευμάτων.
Για αυτό απαιτείται συγκέντρωση δυνάμεων σε κάθε μέτωπο. Ιδιαίτερα στα συνδικάτα με μια σχεδιασμένη, ενωτική και ταξική αντιπαράθεση με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη με όρους πάλης για μια καθολική, ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, για αυξήσεις στους μισθούς και σταθερές σχέσεις εργασίας, με προοπτική μια βαθιά ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Συγκέντρωση δυνάμεων και στο μέτωπο της Υγείας, στα πανεπιστήμια, στην Παιδεία, στη δημοκρατία, στο περιβάλλον, τις γυναίκες, παντού. Η δημιουργία των ενωτικών δικτύων και πρωτοβουλιών για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τη δημόσια υγεία ως λαϊκό δικαίωμα και κοινωνικό αγαθό, δείχνουν το δρόμο.
Πάνω από όλα, το νέο αγωνιστικό ρεύμα χρειάζεται να εφοδιαστεί με ένα συνολικό πρόγραμμα πάλης για πανκοινωνικές, εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις, αλλαγές και ανατροπές, αντίστοιχο με την περίοδο και την εποχή μας. Που θα μετατρέπει την αναγκαία άμυνα σε αντεπίθεση. Γι’ αυτό επείγει η συζήτηση και η σύγκλιση προς ένα προγραμματικό πολιτικό μέτωπο που θα θέτει στο στόχαστρό του την εγχώρια ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Αυτό το έργο δεν μπορούν να το φέρουν εις πέρας οι αγώνες από μόνοι τους. Αποτελεί έργο ευθύνης μιας Αριστεράς που δεν θα φρενάρει τον αυθορμητισμό τους αλλά θα τον σέβεται και θα τον ανεβάζει σε νέα επίπεδα. Ο ριζοσπαστισμός, η ανατρεπτική δυναμική και η ενωτική διάθεση που εμφανίζονται στους καινούργιους αγώνες χρειάζονται μια άλλη, ριζοσπαστική, ανατρεπτική και μετωπική Αριστερά.
Ο συμβιβασμένος ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε άλλη κατεύθυνση. Ανήκει πλέον στο διπολικό, αστικό, «μνημονιακό τόξο». Η αντιπολίτευσή του είναι ρηχή, εντός συστήματος. Η «κεντροαριστερή προοδευτική διακυβέρνηση» αποτελεί μια προοπτική εναλλαγής και όχι αλλαγής, παρά τις υπαρκτές επιμέρους διαφορές. Το ΚΙΝΑΛ είναι ένα πλήρως καθεστωτικό κόμμα.
Το ΜεΡΑ25, παρά τη μαχητική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, κινείται στα πλαίσια ενός μη «ρεαλιστικού» συμβιβασμού με την αστική τάξη και την ΕΕ, ενώ παραμένει ένα αρχηγικό κόμμα που διακηρύττει ότι δεν ανήκει στην Αριστερά.
Οι μαχόμενες αριστερές δυνάμεις έχουν συμβάλει στο αγωνιστικό κύμα. Βοήθησαν, επίσης, στο να μην εκφραστούν οι αντιδράσεις από τα ακροδεξιά ρεύματα, τα οποία ωστόσο παραμένουν επικίνδυνα. Όμως, η άρνηση του ΚΚΕ να βοηθήσει σε μια ενωτική ανάπτυξη και γενίκευση των αγώνων, η απόρριψη συστηματικής κοινής δράσης, η εχθρότητα προς τα άλλα αριστερά ρεύματα και η υποταγή του κινήματος στην κομματική και τελικά κοινοβουλευτική οπτική του, δεν συμβάλλουν σε μια ενωτική ανασυγκρότηση τόσο του κινήματος, όσο και της μαχόμενης Αριστεράς.
Η πραγματικότητα είναι ότι από τις άλλες δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, καμία μόνη της και καμία όπως είναι δεν μπορεί να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Χρειάζεται να αλλάξουμε και να υπερβούμε τον κατακερματισμό, τα προγράμματα και τις αντιλήψεις που απέτυχαν. Απόψεις ότι ο καθένας μόνος του θα τα καταφέρει ή ότι το κίνημα δεν χρειάζεται προγραμματική πρόταση, πολιτική ενότητα και κέντρο, τελικά το καθηλώνουν. Παρά τις προθέσεις, διοχετεύουν την αγανάκτηση και το κίνημα στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε κάθε ενσωματώσιμη εκδοχή, ενώ αφήνουν χώρο στην επικίνδυνη Ακροδεξιά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ρεύματα της ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς οφείλουμε να υπερβούμε αγκυλώσεις και να ενώσουμε δυνάμεις. Να συν-δημιουργήσουμε ένα «πολιτικό κέντρο» διαλόγου και κοινής δράσης για την ενίσχυση των αγώνων, για την ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος. Να δράσουμε από κοινού στα μέτωπα πάλης και τους κλάδους. Με την πολιτική στήριξη των οργανωμένων συλλογικοτήτων και πάνω από όλα, την ενεργό και άμεση εμπλοκή του ανένταχτου «λαού της Αριστεράς». Με προοπτική τη ριζική, προγραμματική ανασύνθεση και συμμαχία της Αριστεράς, ένα νέο αριστερό μέτωπο που θα δώσει ώθηση, αισιοδοξία, ελπίδα.
Σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να προχωρήσουν όσες δυνάμεις συμφωνήσουν.
Σε αυτή την κατεύθυνση και στο μέτρο των δυνάμεών του, θα συμβάλει και ο Συντονισμός Κομμουνιστικών δυνάμεων με δικές του πρωτοβουλίες ή με ανταπόκριση σε αντίστοιχες άλλων. Σε αυτό επιχειρεί να συνεισφέρει με την Πολιτική Πρόταση για ένα μάχιμο, σύγχρονο πρόγραμμα πάλης. Αλλά και με τη συνολική του παρέμβαση, με την αναζήτηση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής, η οποία είναι αναγκαία περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, ως συνεισφορά στο μαζικό κίνημα και ως απάντηση στο «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» στον καπιταλισμό.
Για να πάει αυτή τη φορά αλλιώς…