Η μνήμη του 1821 είναι μνήμη μιας επανάστασης. Και αυτό δεν είναι αυτονόητο


Η συγκυρία της συμπλήρωσης 200 ετών από την επανάσταση του 1821 έρχεται να υπογραμμίσει τις ιδιαιτερότητες της σχέσης μας με το συγκεκριμένο αυτό τμήμα της ιστορικής μνήμης: το γεγονός ότι η οικειότητα που έχουμε μαζί του, αποτέλεσμα του τρόπου που αποτελεί μέρος της σχολικής πραγματικότητας, συνδυάζεται με μια ιδιότυπη άγνοια του βαθμού στον οποίο ακόμη και σήμερα η ιστορική ερμηνεία του παραμένει ένα διαφιλονικούμενο έδαφος.

Σε αυτό δεν είμαστε μοναδικοί στον κόσμο. Αρκεί να αναλογιστούμε τη συζήτηση για τη Γαλλική Επανάσταση και τον τρόπο που θα αμφισβητηθεί η ίδια η έννοια της επανάστασης, ιδίως στη γιακωβίνικη φάση της, ως αναγκαίας συνθήκης για την εμπέδωση αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «φιλελεύθερη δημοκρατία», ξαναπιάνοντας ένα νήμα που είχε υπάρξει και την επαύριον της ίδιας της επανάστασης, όταν όχι μόνο οι νοσταλγοί του Παλαιού Καθεστώτος αλλά και οι πρόδρομοι του σύγχρονου συντηρητισμού θα αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα μιας επαναστατικής ρήξης και θα υπογραμμίσουν την αρνητική κληρονομιά που κατά τη γνώμη τους άφησε.

Είναι αλήθεια ότι σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση δεν έχουμε κάτι ανάλογο. Η ιδιαίτερη φόρτιση που έχει το αφήγημα ενός μικρού έθνους, με τεράστια όμως ιστορία, που ανακτά αγωνιζόμενο την ελευθερία του,καθιστούσε την εικόνα μιας ηρωικής επανάστασης εξαιρετικά αναγκαία. Αυτό βέβαια δεν έχει αποτρέψει την προσθήκη και της καθοριστικής παρέμβασης του ξένου παράγοντα, ιδίως μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ως προανάκρουσμα της μετέπειτα ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.

Μια επανάσταση στην «εποχή των επαναστάσεων»

Ωστόσο, αυτό δεν ακυρώνει ότι και στην Ελληνική Επανάσταση παρατηρούμε την ιδιαιτερότητα που εγκαινιάζει η Γαλλική Επανάσταση: τη χαρακτηριστική ιστορική στιγμή όπου η αστική τάξη διαλέγει έναν επαναστατικό δρόμο, συσπειρώνοντας άλλα υποτελή στρώματα που μετέρχονται του ίδιου ενθουσιασμού για την χειραφέτηση και διαμορφώνοντας ένα είδος «εθνικής – λαϊκής» συλλογικής βούλησης, για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια από τον Γκράμσι, που στη δυναμική της προοπτική θα υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της «φιλελεύθερης δημοκρατίας». Θα είναι το 1848, το χρονικό όριο της «Εποχής των Επαναστάσεων»κατά Χομπσμπάουμ, που θα σημάνει το τέλος αυτής της «επαναστατικής περιόδου» και την πλήρη μετατόπιση των φιλελεύθερων αστών προς τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.

Στην ελληνική περίπτωση, ο μετασχηματισμός των ελληνόφωνων (και αλβανόφωνων) χριστιανών εμπόρων και πλοιοκτητών σε έλληνες πατριώτες και η ανάδυση ενός φλογερού εθνικισμού που σαφώς αντλούσε την έμπνευσή του από τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης και του διαφωτισμού, αλλά και επεδίωκε, ας μην το ξεχνάμε, την εμπέδωση συνθηκών για την καπιταλιστική συσσώρευση, ήρθε να συναντηθεί με όλες τις συσσωρευμένες δυσαρέσκειες των αγροτικών κυρίως λαϊκών στρωμάτων αλλά και των πληρωμάτων της ναυτιλίας, τον τακτικό υπολογισμό των προεστών που επίσης επιθυμούσαν την κατοχύρωση του ρόλου τους σε ένα κράτος άνευ της συναλλαγής με τους Οθωμανούς, αλλά και το έμπειρο δυνάμει πολιτικό προσωπικό από την Πόλη και τις Ηγεμονίες. Εάν προσθέσουμε σε αυτή την αντιφατική εξαρχής κοινωνική συμμαχία το ρόλο των διάφορων ομάδων ενόπλων, καταλαβαίνουμε και τη δυναμική και τις συγκρούσεις που διαπερνούν αυτή την εμπειρία.

Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις για την ερμηνείας της Ελληνικής Επανάστασης θα είναι στην Αριστερά, ξεκινώντας από τον οξύτατο διάλογο ανάμεσα στον Κορδάτο και τον Ζεύγο στη δεκαετία του 1930, με τον πρώτο να αποτυπώνει το κλασικό σχήμα για το χαρακτήρα αστικής επανάστασης και τον δεύτερο να επιμένει στον λαϊκό και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρατης, σε μια τοποθέτηση που θα γίνει πιο έντονη στη διάρκεια της Κατοχής και την ανάγκη να αποκατασταθεί κάποιου είδους συνέχεια ανάμεσα στην Εθνική Αντίσταση και την κληρονομιά του 1821, τμήμα της συνολικής προσπάθειας επανοικειοποίησης ενός «εθνικού» χαρακτήρα.

Το νήμα ενός ιστορικού ρήγματος

Προφανώς και η σύνθετη και αντιφατική ιστορία της Επανάστασης αφήνει περιθώρια σε πλήθος ιστορικές ερμηνείες να θεωρούν ότι είναι δόκιμες και νόμιμες, όμως πιστεύω ότι θα είχε νόημα ακριβώς να ξαναπιάσουμε το νήμα αυτής της ιστορικής παραδοξότητας που είναι οι αστικές επαναστάσεις, τον τρόπο που δεν επικυρώνουν απλώς πολιτικά έναν ήδη κυρίαρχο οικονομικά ρόλο, κάτι που απλώς θα αναπαρήγαγε έναν ορισμένο οικονομισμό, αλλά αναγκαστικά ξεδιπλώνουν μια λογική της ηγεμονίας που όχι απλώς συμπαρασύρει τις υποτελείς τάξεις, αλλά έστω και άθελα ξεδιπλώνει μια αντίληψη της πολιτικής που στηρίζεται στη μαζική συμμετοχή, τη δημοκρατική ενόρμηση και την διάθεση καθολικής ρήξης με τους μηχανισμούς της καταπίεσης εντός και εκτός συνόρων, κοντολογίς μια ριζοσπαστική εκδοχή λαϊκής κυριαρχίας. Στοιχεία απόντα στην τρέχουσα κωδικοποίηση της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» ως αυταρχικής μεταδημοκρατίας που απαιτεί από τις υποτελείς τάξεις εξατομικευμένη συμμόρφωση και παραδοχή ενός κλειστού ιστορικού ορίζοντα.

Ο διεθνισμός του Ρήγα

Κατεξοχήν εκπρόσωπος της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας της προεπαναστατικής σκέψης, ο Ρήγας Φεραίος δεν συγκεφαλαιώνει μόνο το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης και την διάθεση επαναστατικής σύγκρουσης με την τυραννία. Ταυτόχρονα, το όραμά του για μια βαλκανική εθνικοαπελευθερωτικήεξέγερση και χειραφέτηση, και όχι απλώς «ελληνική», διαμορφώνει το στίγμα ενός διεθνισμού που δεν μπορεί να ταυτιστεί με την μετέπειτα κανονικοποίηση του «εθνικού αφηγήματος» και τον εθνικισμό της «Μεγάλης Ιδέας».

Πηγή: in.gr