Α. Ο λαός κι ο δρόμος ξανά στο προσκήνιο εν μέσω πανδημίας
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχουμε μία σημαντική καμπή στις εξελίξεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Είναι πλέον σαφές ότι έχουμε μία νέα και αυξανόμενη παρουσία λαϊκών μαζών στους δρόμους και στις κινητοποιήσεις. Βρισκόμαστε πλέον σε μία νέα φάση, μία φάση επανόδου του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο και στο δρόμο για πρώτη φορά από την αρχή της πανδημίας. Μία φάση ανοιχτής έκφρασης της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας και οργής για την αποτυχία της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας και τις συνέπειες που αυτή έχει οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ειδικά στα λαϊκά στρώματα που πλήττονται περισσότερο.
Η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας, και παρά κάποιες αρχικές διακηρύξεις για το δημόσιο σύστημα υγείας και την αξία του, έχει επιλέξει ένα ξεκάθαρα αντιλαϊκό νεοφιλελεύθερο μίγμα πολιτικής στην υγεία. Ένα μίγμα πολιτικής που εστιάζει στα μέτρα περιορισμού και όχι στην αναγκαία ενίσχυση σε υποδομές, εξοπλισμό και προσωπικό του δημόσιου συστήματος υγείας από το πρωτοβάθμιο επίπεδο, ως πρώτη ασπίδα προστασίας του πληθυσμού, μέχρι και τις ΜΕΘ ως έσχατο μέτρο αντιμετώπισης των βαρύτερων περιστατικών. Ένα μίγμα πολιτικής βαθιά ταξικό, αφού ακόμα και εν μέσω υγειονομικής κρίσης, και ενώ δεν ενισχύει το ΕΣΥ, επιχειρεί να στηρίξει με χρήματα και διευκολύνσεις τις ιδιωτικές δομές υγείας, αντί να τις επιτάξει για να αυξηθούν οι δυνατότητες του ΕΣΥ, όπως φυσικά και τα κανάλια και τα ΜΜΕ για προπαγανδιστικούς λόγους. Ένα μίγμα πολιτικής που πλήττει κυρίαρχα τα λαϊκά στρώματα, αφού τα αφήνει απροστάτευτα σε επίπεδο κοινότητας, με ανίσχυρη πρωτοβάθμια περίθαλψη, με πλήρη απουσία ιχνηλάτησης των κρουσμάτων, με πολύ χαμηλούς ρυθμούς πραγματοποίησης εμβολιασμών, με παντελή απουσία μέτρων προστασίας σε μεγάλους εργασιακούς χώρους που λειτουργούν με όρους γαλέρας (βιομηχανία, βιοτεχνίες, τηλεφωνικά κέντρα κλπ.) και στα ΜΜΜ που κατεξοχήν χρησιμοποιούν τα λαϊκά στρώματα για τη μετακίνηση στην εργασία τους. Αυτό το μίγμα πολιτικής έχει δείξει ξεκάθαρα τα όριά του, όπως προειδοποιούσαν ήδη από πέρσι οι υγειονομικοί και οι δυνάμεις της Αριστεράς και του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Αυτή η κυβερνητική αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας με την έμφαση στα περιοριστικά μέτρα (έχοντας και το πιο «σκληρό» λοκντάουν της Ευρώπης), ενώ δεν γίνονται τα στοιχειώδη και αναγκαία όσον αφορά την υγεία έχουν κουράσει και ταλαιπωρήσει την κοινωνία. Η αστυνομική αυθαιρεσία στις πλατείες των πόλεών μας όμως ξεχείλισε το ποτήρι, όταν μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων διασθάνονται ήδη ότι όλοι/ες εμείς θα κληθούμε να ξαναπληρώσουμε για τη νέα οικονομική κρίση και τις συνέπειές της. Σε αυτό το φόντο υπήρξε ένα μαζικό ξέσπασμα λόγω της διάχυτης αίσθησης ότι δεν πάει άλλο. Αυτή η κραυγή του κόσμου και ειδικά των νέων αντηχεί το τελευταίο διάστημα στις κινητοποιήσεις με αποκορύφωμα το διήμερο μαζικών τοπικών δράσεων σε γειτονιές και πόλεις όλης της Ελλάδας στις 13-14/3.
Όλα τα παραπάνω αποκτούν ακόμα πιο επιτακτικό και κρίσιμο χαρακτήρα γιατί πλέον η κυβέρνηση δείχνει ότι χάνει τον έλεγχο της πανδημίας. Τα κρούσματα και πλέον και οι διασωληνωμένοι δείχνουν να ξεπερνούν πλέον τα όρια του ΕΣΥ με κίνδυνο πλέον να αυξηθούν σημαντικά και οι ημερήσιοι θάνατοι και η κατάσταση να εκτροχιαστεί στις επόμενες μέρες. Η χρεοκοπία της κυβερνητικής πολιτικής θα αναδειχθεί με τον πιο τραγικό τρόπο και αυτές τις στιγμές επείγει να ακουστεί ξανά η φωνή των υγειονομικών και του κινήματος για λήψη άμεσα, ακόμα και τώρα, μέτρων ενίσχυσης του ΕΣΥ σε όλα τα επίπεδα, άμεση επίταξη ιδιωτικών δομών υγείας χωρίς αποζημίωση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, άρση των πατεντών και προμήθεια εμβολίων από όλες τις αξιόπιστες εναλλακτικές πηγές διεθνώς
Β. Οι φάσεις ανάπτυξης των λαϊκών κινητοποιήσεων εν μέσω πανδημίας
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μία νέα φάση των κινητοποιήσεων εντός της περιόδου της πανδημίας. Μετά την πρώτη περίοδο που ο λαός έδωσε μαζικά ανοχή και συναίνεση στα μέτρα κοινωνικού περιορισμού, θεωρώντας ότι αυτά θα είναι προσωρινά και ακριβώς για να κερδηθεί κρίσιμος χρόνος ώστε να γίνουν όλα όσα πρέπει σε επίπεδο πρόληψης, αλλά και ενίσχυσης και οργάνωσης του ΕΣΥ σε όλες τις βαθμίδες, ώστε να αντιμετωπίσει με επάρκεια το κύμα της πανδημίας όταν αυτό θα κορυφωνόταν. Οι όποιες κινητοποιήσεις έγιναν αυτό το διάστημα (υγειονομικοί και αλληλέγγυοι/ες στις ημέρες για τη δημόσια υγεία, Πρωτομαγιά) έγιναν μόνο από ένα πρωτοπόρο δυναμικό και λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας, έχοντας βέβαια μία πλατύτερη συναίνεση, αλλά χωρίς τη συμμετοχή ευρύτερου κόσμου.
Ήδη από το καλοκαίρι, όμως, η κυβέρνηση είχε δείξει πλέον τις ιεραρχήσεις της ανοίγοντας τον τουρισμό όπως όπως και χωρίς επί της ουσίας να κάνει τίποτα για την ενίσχυση του ΕΣΥ σε υποδομές και προσωπικό. Για αυτό, το πρόωρο (σε σχέση με τις διακηρύξεις και τον αρχικό σχεδιασμό της κυβέρνησης) δεύτερο λοκντάουν του Νοέμβρη έγινε σε μία στιγμή που η εμπιστοσύνη της κοινωνίας είχε ήδη κλονιστεί. Και σε τέτοιες περιόδους η εμπιστοσύνη και η συναίνεση της κοινωνίας είναι κρίσιμες παράμετροι για τη λειτουργία όποιων μέτρων δημόσιας υγείας επιλέγονται. Σε αυτή την περίοδο έγιναν οι πρώτες απόπειρες για πιο μαζικές κινητοποιήσεις (για την εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17/11, τη φεμινιστική κινητοποίηση στις 25/11, την απεργία στις 26/11 & την επέτειο θανάτου του Αλέξη Γρηγορόπουλου στις 6/12). Κινητοποιήσεις που έσπασαν σε σημαντικό βαθμό τις αντιδημοκρατικές απαγορεύσεις της κυβέρνησης που βρίσκονταν και στο όριο της συνταγματικής νομιμότητας. Και πάλι, όμως, από ένα, έστω και διευρυμένο, πρωτοπόρο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό της Αριστεράς και του κινήματος.
Ήδη μετά τα Χριστούγεννα φαινόταν ότι αλλάζουμε φάση με τις πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις. Ήταν οι πρώτες μαζικές κινητοποιήσεις από την αρχή της πανδημίας (τάξης 3.000-4.000 ατόμων στην Αθήνα, 1.500-2.000 στη Θεσσαλονίκη, 500-600 στην Πάτρα), οι πρώτες κινητοποιήσεις όπου ευρύτερο δυναμικό των σχολών συμμετείχε στο δρόμο. Με αφορμή την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα και με την κρίσιμη συμβολή της Πρωτοβουλίας Δικηγόρων και Νομικών που βοήθησε να οργανωθούν κινητοποιήσεις με ένα στίγμα πλατύτερης απεύθυνσης ξέσπασαν μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στον κυβερνητικό και κρατικό αυταρχισμό. Αυτό ήταν αντικειμενικά μία πρώτη πολιτική αναβάθμιση από το πιο στενό κλαδικό επίπεδο των φοιτητικών κινητοποιήσεων σε κινητοποιήσεις με μία συνολικότερη αντικυβερνητική κατεύθυνση. Κινητοποιήσεις με σημαντική μαζικότητα (στην Αθήνα της τάξης περίπου 3.500-4.500 στις 27/2 και στις 1/3 και περίπου 2.000-2.500 ατόμων στις 2,3 & 4/3, ενώ η αστυνομία επιχείρησε να διαλύσει εξαρχής τις κινητοποιήσεις στις 5 & 6/3).
Στο ίδιο διάστημα έγιναν και οι πετυχημένες φετινές κινητοποιήσεις για τη φεμινιστική απεργία και την ημέρα της γυναίκας στις 8/3. Η μεσημεριανή φεμινιστική κινητοποίηση είχε τουλάχιστον 3.000 άτομα. Μαζικά ήταν τα μπλοκ των φεμινιστικών συλλογικοτήτων, όπως και το φοιτητικό μπλοκ. Σημαντικό ήταν ότι υπήρχαν και κάποια μπλοκ σωματείων αξιοποιώντας τις στάσεις εργασίας που είχε βάλει το ΕΚΑ και η ΑΔΕΔΥ. H απογευματινή φεμινιστική πορεία είχε επίσης αρκετό κόσμο, αν και συγκριτικά λιγότερο με την μεσημεριανή, ενώ λίγο μετά ακολούθησε και η πορεία για την απεργία πείνας του Δ.Κουφοντίνα που είχε επίσης κόσμο και πάλι. Αθροιστικά, όλες οι πορείες του απογεύματος της 8/3 μαζί είχαν 5.000-6.000 άτομα στο δρόμο.
Τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης υπήρξαν τομή όμως. Η ακραία αστυνομική αυθαιρεσία έναντι οικογενειών που απλά κάθονταν στην πλατεία τηρώντας όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ξεχείλισε τοποτήρι της οργής. Μίας οργής που σιγόβραζε στην κοινωνία λόγω της διαρκούς παράτασης των περιοριστικών μέτρων, χωρίς να φαίνεται ένα ορατό τέλος αυτών των περιορισμών, χωρίς να λαμβάνονται αναγκαία ουσιαστικά μέτρα για τη δημόσια υγεία και με την κυβέρνηση και την επιτροπή των λοιμωξιολόγων να εκπέμπουν πλέον διαρκώς αντιφατικά μηνύματα που δημιουργούν σύγχυση στην κοινωνία. Η κινητοποίηση της 9/3 στη Νέα Σμύρνη είναι μία από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις που έχουν γίνει σε γειτονιά (με πάνω από 10.000 άτομα), συγκρίσιμη και μεγαλύτερη ίσως με τις κινητοποιήσεις στο Κερατσίνι για το θάνατο του Παύλου Φύσσα, πρακτικά ένα μεγάλο μέρος της πόλης κατέβηκε στο δρόμο. Μία κινητοποίηση που μαζί με την αποκάλυψη από πολίτες στο διδίκτυο των όσων συνέβησαν κόντρα στην κυβερνητική και δημοσιογραφική προσπάθεια συγκάλυψης δημιουργούσε όρους σοβαρής πολιτικής πίεσης και απαξίωσης των κυβερνητικών χειρισμών. Μπορεί τελικά η κυβέρνηση αξιοποιώντας τα επεισόδια και κυρίως τον τραυματισμό του αστυνομικού να επιχείρησε και εν μέρει να κατάφερε να ανασχέσει κάπως αυτό το κλίμα ευρύτερης κατακραυγής, όμως αυτό δεν κόπασε και δεν πρόκειται να κοπάσει έτσι απλά.
Ακριβώς αυτό αποτυπώθηκε στο διήμερο τοπικών δράσεων σε πολλές γειτονιές και πόλεις της χώρας στο διήμερο 13-14/3. Η σκέψη για κινητοποιήσεις το Σάββατο 13/3 με γενικό στίγμα την καταδίκη της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας και το «δεν πάει άλλο» υπήρχε αρκετές μέρες, και πριν τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης. Εδώ και καιρό οργανώνονταν δράσεις των καλλιτεχνών για αυτό το διήμερο και στις 10/3 έκλεινε ένας χρόνος από το περσινό λοκντάουν (μέρα που οι φοιτητές είχαν προγραμματίσει φοιτητικές πορείες με κεντρικό αίτημα και το άνοιγμα των σχολών). Μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνηςπροτάθηκε εκ νέου από τοπικές κινηματικές συλλογικότητες και πολύ γρήγορα διαδόθηκε, ακόμα και με σχεδόν αυθόρμητα καλέσματα σε κάποιες περιπτώσεις. Οι κινητοποιήσεις του διημέρου ήταν πάνω από 30 σε όλη την Ελλάδα, αρκετά μαζικές, με έντονη συμμετοχή νεολαίας και παλμό. Μετά την σημαντική επιτυχία αυτών των τοπικών δράσεων πραγματοποιήθηκαν μαζικές συγκεντρώσεις και σε άλλες επαρχιακές πόλεις και γειτονιές στις 16 & 17/3 (Ηράκλειο, Λάρισα, Δάφνη, Αμαλιάδα κλπ.).
Γ. Το στρατηγικό χνάρι της πολιτικής της καταστολής
Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ο αυταρχισμός και η καταστολή θα αποτελούν στοιχεία του πυρήνα της πολιτικής διαχείρισης της. Αξιοποιώντας την καταστολή όχι απλώς ως ασπίδα εμπέδωσης νεοφιλελεύθερων πολιτικών απέναντι στις αντιστάσεις του λαϊκού κινήματος, αλλά και ως επιθετικό, εμπροσθοβαρές στοιχείο πολιτικής για να παραλύσει προληπτικά κάθε φωνή και πρακτική αντίστασης. Η κίνηση αυτή δεν έχει μόνο τακτικό χαρακτήρα για το προχώρημα των αντιδραστικών τομών που προωθούνται ή για επικοινωνιακούς λόγους (επένδυση στην «τάξη και ασφάλεια» για τη συσπείρωση ενός συντηρητικού κοινωνικού δυναμικού, αλλαγή της επικαιρότητας π.χ. από το ζήτημα Λιγνάδη που έφθειρε την κυβέρνηση σημαντικά). Έχει και ένα ευρύτερο στρατηγικό χνάρι, αποτελεί βαθύτερη συστημική επιλογή σε μία πορεία αυταρχικής θεσμικής και κατασταλτικής θωράκισης του αστικού κράτους εν όψει των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών που εκτιμάται ότι θα προκαλέσουν οι συνέπειες της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Για αυτό άλλωστε και εφαρμόζεται διεθνώς (π.χ. Γαλλία, το παράδειγμα της οποίας ακολουθεί εμφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη τόσο στη διαχείριση της πανδημίας όσο και στο ζήτημα της καταστολής). Σε αυτό το φόντο, ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργείται κεντρικά από την κυβέρνηση, το κράτος και τα ΜΜΕ ένα διαρκές κλίμα ανασφάλειας απέναντι σε «εσωτερικούς εχθρούς» (εργατικός και φοιτητικός συνδικαλισμός, μετανάστες/τριες, υγειονομικά «απείθαρχη» νεολαία κλπ) έχει να κάνει ακριβώς με την προσπάθεια άντλησης νομιμοποίησης γύρω από ένα όλο και πιο αυταρχικό κράτος, πιο παρεμβατικό στην ανθρώπινη καθημερινότητα και πιο κατασταλτικό απέναντι στο κίνημα. Τα περιστατικά ακραίας καταστολής και αστυνομικής αυθαιρεσίας διεξάγονται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο και πυροδοτούν δικαίως σημαντικές αντιδράσεις λειτουργώντας και ως αφορμή για την έκφραση της βαθύτερης κοινωνικής δυσαρέσκειας και οργής.
Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος επιχειρεί να δείξει ένα σκληρό πρόσωπο και να εμπεδώσει με μία νέα ποιοτική τομή την αυταρχική σκλήρυνση, με κέντρα του (δεξιά πτέρυγα της ΝΔ, όψεις αυτονόμησης στις δυνάμεις καταστολής) να επιχειρούν ακόμα και να πυροδοτήσουν μία μορφή "στρατηγικής της έντασης". Αυτό φάνηκε πιο γλαφυρά στη διαχείριση από πλευράς κυβέρνησης και κράτους της απεργίας πείνας του Δ.Κουφοντίνα. Η μαζικότητα των αντιδράσεων σε συνδυασμό με την απώλεια του ελέγχου της πανδημίας πλέον από το κυβερνητικό κέντρο οδηγούν μάλλον το κράτος προσωρινά σε μία σχετική εκτόνωση (βλ. συζήτηση που ανοίγει πλέον εντονότερα ακόμα και από τα επίσημα ΜΜΕ και κάποιους λοιμωξιολόγους για πιθανή αποτυχία του λοκντάουν και για χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων στο αμέσως επόμενο διάστημα, απόσυρση της αστυνομίας από τους δρόμους στο διήμερο δράσεων 13-14/3, επικοινωνιακή συνέντευξη τύπου Χρυσοχοϊδη για μέτρα πρόληψης της αστυνομικής αυθαιρεσίας κλπ.). Ιδεολογικά, το κράτος επιχειρεί και με αυτή την αφορμή να πάρει ρεβάνς από όψεις της μεταπολίτευσης επιδιώκοντας να χρεώσει στην Αριστερά (βάζοντας και το ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή) τόσο την «τρομοκρατία» έστω και δια της ανοχής, όσο και την όποια ένταση προκύπτει στις κινητοποιήσεις.
Στο φόντο αυτό, πιστεύουμε ότι χρειάζεται μία αυτοτελής επιτροπή για τα δημοκρατικά δικαιώματα, επιτροπή ατόμων με ισότιμη συμμετοχή και με έμφαση σε αγωνιστές/τριες που θα τρέξουν το ζήτημα και όχι μία κλασική πρωτοβουλία - «ομοσπονδία» πολιτικών οργανώσεων. Επιτροπή με ανάδειξη των αντιδημοκρατικών πρακτικών και εκτροπών, για συντονισμό νομικής βοήθειας και κινηματικών πρακτικών αλληλεγγύης και κινητοποίησης
Δ. Πολιτικοί στόχοι για το επόμενο διάστημα
Στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς η κατάσταση παραμένει αναντίστοιχη των περιστάσεων και των αναγκών της περιόδου. Κινηματικά, το δυναμικό της πρωτοστατεί σε πολλές από τις κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος (φοιτητικό κίνημα, τοπικές δράσεις, φεμινιστική απεργία κλπ.). Καλούμαστε, όμως, να καλύψουμε το χαμένο έδαφος για να επανέλθει η δυνατότητα συγκρότησης ενός σημαντικού πυρήνα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα ανιχνεύσουν μία άλλη πολιτική προοπτική, μία προσπάθεια για συγκρότηση ενός νέου εν δυνάμει μαζικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να γίνει σε σύνδεση με τις κοινωνικές δυναμικές που αρθρώνονται το τελευταίο διάστημα, καμία πολιτική συγκρότηση δεν γίνεται στη φορμόλη. Και από αυτή τη σκοπιά είναι ελπιδοφόρα η αλλαγή φάσης και η επαναφορά πλατιών κομματιών λαού στο δρόμο. Αυτό το χνάρι καλούμαστε να πιάσουμε και να συμβάλουμε να επιταχυνθούν διεργασίες που ξεκίνησαν πέρσι την άνοιξη, αλλά δεν έχουν προχωρήσει επαρκώς. Στη κατεύθυνση αυτή απαιτούνται σοβαρές ενωτικές κινήσεις, προγραμματική συζήτηση και απεύθυνση όσων δυνάμεων επιδιώκουν ειλικρινά κάτι τέτοιο.
Στο έδαφος αυτό, οι βασικοί πολιτικοί στόχοι μας για το άμεσο επόμενο διάστημα είναι :
-η εδραίωση της ανάπτυξης μαζικών κινητοποιήσεων (διεκδικήσεις για τη δημόσια υγεία, συνέχιση φοιτητικών κινητοποιήσεων ενάντια στο νόμο Κεραμέως, στο νέο νόμο που εξήγγειλε για το επόμενο διάστημα και στην εφαρμογή της πανεπιστημιακής αστυνομίας, συνέχιση τοπικών δράσεων σε γειτονιές στο επόμενο διάστημα, εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη που η κυβέρνηση λέει ότι θα φέρει στα τέλη Μάρτη). Η επιστροφή του κόσμου στο δρόμο πρέπει να γίνει διαρκές στοιχείο στο επόμενο διάστημα, ειδικά όσο βαίνουμε προς το τέλος αυτής της φάσης της πανδημίας με την άνοδο της θερμοκρασίας πλησιάζοντας προς το καλοκαίρι.
-η διαρκής ανάδειξη των βασικών αιτημάτων του κινήματος στα πεδία της υγείας, της εργασίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Στο τελευταίο πεδίο κομβικά αιτήματα και διεκδικήσεις είναι η παραίτηση Χρυσοχοϊδη, η εγκατάλειψη της πολιτικής διαχείρισης της επιδημίας ως δήθεν ζήτημα ασφάλειας που απαιτεί πειθαρχία και αστυνόμευση, η κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας και η επαναφορά του ασύλου, ο αφοπλισμός των αστυνομικών στις διαδηλώσεις, να υπάρχουν εμφανή διακριτικά σε όλα τα αστυνομικά όργανα, η απόσυρση των χημικών και της αύρας από τις διαδηλώσεις, η διάλυση της ομάδας ΔΡΑΣΗ, η απόταξη των νεοναζί αστυνομικών, ο αυστηρός πειθαρχικός έλεγχος και ποινική μεταχείριση σε αστυνομικούς που αυθαιρετούν, η ελεύθερη παρουσία δημοσιογράφων και νομικών στις διαδηλώσεις).
-η διαρκής σύνδεση των αναπτυσσόμενων κοινωνικών δυναμικών με τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς με ανάληψη πρωτοβουλιών που θα αξιοποιούν και τα βήματα που γίνονται στο επίπεδο του κινήματος και πολιτικοσυνδικαλιστικών πρωτοβουλιών.