1. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Είναι ένα αποτέλεσμα το οποίο εμπεδώνει τη μνημονιακή πολιτική καθώς διαμορφώνεται μια Βουλή με συντριπτική την παρουσία των μνημονιακών δυνάμεων, μια Βουλή δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που εκπροσωπεί μια ενωτική αγωνιστική λογική, που να μπορεί να εκπροσωπήσει τη φωνή των κινημάτων και της αντίστασης, που να αμφισβητεί την ευρωενωσιακή λογική. Είναι ένα αποτέλεσμα που θα αξιοποιηθεί από τις συστημικές δυνάμεις ως νομιμοποίηση των μνημονίων και θα χρησιμοποιηθεί για να καλυφθεί το ανοιχτό ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από το εκρηκτικό όχι του δημοψηφίσματος. Με αυτή την έννοια είναι ένα αποτέλεσμα που οδηγεί σε μια σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, χωρίς αυτό να αναιρεί και νέους γύρους κοινωνικώνεκρήξεων και πολιτικής κρίσης. Είναι αποτέλεσμα που στην πραγματικότητα ορίζει ένα «τέλος εποχής» για την Αριστερά της γενικόλογης πολιτικής καταγγελίας, του «αντιμνημονίου», είναι τέλος εποχής για την Αριστερά της αντίστασης χωρίς πρότασης διεξόδου.

2. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναμφίβολα ο νικητής των εκλογών. Η ηγετική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα κατάφερε μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα να μετασχηματίζει το ΣΥΡΙΖΑ από μια μεταρρυθμιστική αριστερή δύναμη στη βασική δύναμη εφαρμογής των μνημονίων, να αντέξει μια σημαντική - κοινοβουλευτικά και οργανωτικά - διάσπαση και να είναι σήμερα ένα πραγματικά νέο κόμμα. Αυτός ο μετασχηματισμός έχει ιδιαίτερη σημασία και για τη σχετική σταθερότητα του πολιτικού συστήματος καθώς αυτή έχει ως προϋπόθεση να μπορεί να παραμένει κεντρικός πόλος μέσα στο πολιτικό σκηνικό μια δύναμη η οποία μπορεί να διατηρεί μια ορισμένη σχέση εκπροσώπησης ή έστω ανοχής με ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η βασική πολιτική επιτυχία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι μπόρεσε να διαμορφώσει τους όρους της προεκλογικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Η μετάθεση της συζήτησης από τη σύγκρουση μνημόνιο - αντιμνημόνιο στη συζήτηση γύρω από το ποιος μπορεί να είναι ο πρωθυπουργός, μέσα από την παρουσίαση του μνημονίου ως δεδομένου και αναπόδραστου ήταν ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο μπόρεσε να έχει αυτή την πολιτική επιτυχία ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το γιατί μπόρεσε ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει σοβαρή εκλογική παρουσία σε τμήματα εργαζομένων, νέων και ανέργων. Στην πραγματικότητα κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει την κυριαρχία του κατορθώνοντας να εκπροσωπήσει και την ήττα των λαϊκών δυνάμεων ύστερα από το ΟΧΙ.

3. Συμπληρωματική επιτυχία ήταν και αυτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων, με την έννοια ότι και αυτοί κατάφεραν να αντέξουν την επιβολή του τρίτου Μνημονίου, παρότι ως κατεξοχήν δύναμη αντιμνημονιακής ρητορείας θα περίμενε κανείς να έχουν μεγάλο κόστος από την επιβολή του τρίτου Μνημονίου. Σε αυτή την εκλογική επιτυχία συνέβαλε αποφασιστικά και η προεκλογική καμπάνια που έκαναν τόσο οι ίδιοι όσοι, όμως, και ο ΣΥΡΙΖΑ για τη σημασία που έχει η επανάληψη της κυβερνητικής συμμαχίας του Ιανουαρίου.

4. Η σύναψη του Μνημονίου βιώθηκε από τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις ως μια ήττα και οι πολιτικές τους πρακτικές εγγράφηκαν στο έδαφος αυτής ακριβώς της ήττας και της αίσθησης ότι δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτή τη φάση επιτυχής σύγκρουση με τα μνημόνια. Αυτό ήταν το αρνητικό αποτέλεσμα της υπογραφής μνημονίου από μια δύναμη της Αριστεράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν κλείσει τα βαθιά ρήγματα και οι μεγάλες ταξικές διαιρέσεις που ανέδειξε το δημοψήφισμα και κυρίως η πόλωση ανάμεσα στο μπλοκ των λαϊκών δυνάμεων και το μπλοκ της κοινωνικής συμμαχίας γύρω από την ηγεμονική αστική στρατηγική. Όμως, σε αυτή τη φάση αυτό το βαθύ ρήγμα δεν εκφράζεται με έναν ανοιχτό τρόπο, αλλά έμμεσα, είτε με την ψήφο «μικρότερου κακού» προς το ΣΥΡΙΖΑ είτε μέσα από την αποχή και την «αντιπολιτική ψήφο». Αυτό προφανώς και φανερώνει και όρια στην ικανότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ιδίως της ΛΑΕ να μπορέσουν να εκπροσωπήσουν τη δυναμική αυτού του ρήγματος.

5. Ωστόσο, αυτή η εικόνα σχετικής σταθεροποίησης δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε όλα τα σημάδια μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης που αποτυπώθηκαν και στις εκλογές. Πρώτα από όλα είχαμε την σημαντική αύξηση της αποχής. Περισσότεροι από 770.000 λιγότερες ψήφοι από τις προηγούμενες εκλογές, με τις 350000 περίπου να είναι στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, είναι σαφές ότι δεν μπορούν να εξηγηθούν κυρίως από τα προβλήματα στη μετακίνηση, αλλά πάνω από όλα από την αποδοκιμασία του μνημονιακού πολιτικού σκηνικού. Έπειτα, πρέπει να σημειώσουμε ότι το σύνολο των κομμάτων είχαν μειώσεις και στον απόλυτο αριθμό ψήφων. Αυτό δείχνει ότι ένα τμήμα των λαϊκών τάξεων, απογοητευμένο, ηττημένο και προδομένο, προτιμά την πολιτική απάθεια και την αποχή από τη στήριξη της μίας ή της άλλης πολιτικής πρότασης. Και αυτό αποτυπώνει και ελλείμματα στην παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ιδίως της ΛΑΕ στην ικανότητα να μπορεί να εκπροσωπήσει αυτή την ψήφο αποδοκιμασίας των μνημονιακών πολιτικών και κομμάτων.

6. Η ΝΔ δεν μπόρεσε να βγει ωφελημένη από την όποια κυβερνητική φθορά προκάλεσε η επιβολή του τρίτου Μνημονίου, άλλωστε και η ίδια το είχε ψηφίσει. Αποδεικνύεται ότι για μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων η ΝΔ παρέμεινε μια δύναμη η οποία ταυτιζόταν με νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει σημασία ότι η ΝΔ στην πραγματικότητα δεν διεκδίκησε να πάει να κυβερνήσει μόνη, αλλά να έχει μια παρουσία σε μια ευρύτερη κυβέρνηση μνημονιακής διαχείρισης. Αυτή η στρατηγική, που στο όριό της είχε την εκδοχή του «μεγάλου συνασπισμού», αναμφίβολα αντανακλούσε επιθυμίες των ευρωπαϊκών κέντρων (αλλά και του ντόπιου κεφαλαίου) και όριζε μια στρατηγική ανασύνθεσης μιας μνημονιακής κεντροδεξιάς, αλλά προσέκρουσε πάνω στις αναγνωρίσεις των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων.

7. Το ΠΑΣΟΚ είχε μια σχετική πολιτική επιτυχία, καθώς μπόρεσε να ενισχύσει τη θέση του εκλογικά (αν και είναι κάτω από το άθροισμα ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-ΚΙΔΗΣΟ των προηγούμενων εκλογών) και να πλασαριστεί ως ένα κόμμα δυνάμει κυβερνητικής συμμετοχής. Είναι σαφές ότι σε περίπτωση που οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν επέτρεπαν συγκρότηση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη πλασαριστεί - και με πριμοδότηση από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούσε μια «προοδευτική» κυβέρνηση - για να αποτελέσει τμήμα ενός κυβερνητικού συνασπισμού. Μαζεύοντας δυνάμεις από ΔΗΜΑΡ και ΚΙΔΗΣΟ αναδεικνύεται σε έναν πόλο συσπείρωσης των δυνάμεων του «Κέντρου».

8. Το Ποτάμι είχε ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα και της αδυναμίας του να μπορέσει να εκπροσωπήσει ένα ευρύτερο κοινωνικό δυναμικό. Η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που εξέφρασε δεν μπορούσε να έχει μεγαλύτερη απήχηση μέσα στο δοσμένο τοπίο, ιδίως από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ διεκδικούσε το ρόλο της κεντρώας μνημονιακής δύναμης. Άλλωστε, οι όποιες επιλογές που έκανε, όπως π.χ. η επιλογή ακραίων συστημικών διανοουμένων όπως ο Διαμαντούρος, δεν του επέτρεπαν κάποιο ευρύτερο άνοιγμα σε κοινωνικά κομμάτια.

9. Το αποτέλεσμα του ΚΚΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί καλό. Η σταθεροποίηση σε ποσοστό, με παράλληλη μικρή μείωση στον απόλυτο αριθμό των ψήφων, δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτική επιτυχία, ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μόλις είχε ψηφίσει ένα μνημόνιο. Παραμένει σε απόσταση από το πρόσφατο πιο θετικό του αποτέλεσμα το Μάη του 2012. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν όρια στην πραγματική απήχηση του ΚΚΕ, το οποίο εισπράττει έτσι το πολιτικό κόστος από τη σεχταριστική τακτική μέσα στο κίνημα και την υποτίμηση της δυνατότητας να μπορέσουν να υπάρχουν σήμερα ανατροπές και φιλολαϊκές αλλαγές. Το ΚΚΕ πληρώνει τόσο τις συνέπειες των γενικότερων πολιτικών επιλογών του το προηγούμενο διάστημα αλλά και τη στάση του στο Δημοψήφισμα όπου ήρθε σε σύγκρουση με την τοποθέτηση και διάθεση του μεγάλου όγκου των λαϊκών δυνάμεων. Αυτή ήταν μια ιστορικών διαστάσεων ρήξη του ΚΚΕ με τις λαϊκές τάξεις και εκτιμούμε ότι θα έχει επιπτώσεις σε μεγάλο βάθος χρόνου τόσο ως προς την επιρροή του όσο και ως προς την αναδίπλωση του πολιτικού του λόγου.

10. Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή είχε μια αύξηση σε ποσοστό, αλλά και αυτή με υποχώρηση σε απόλυτους αριθμούς ψήφων. Έχει ενδιαφέρον ότι συνεχίστηκε, ιδίως σε απόλυτους αριθμούς, μια υποχώρηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, και μια αναλογικά μεγαλύτερη διατήρηση δυνάμεων στην επαρχία. Προφανώς και παραμένει η ενίσχυσή της μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη, ιδίως εάν αναλογιστούμε την κυνική παραδοχή ότι λίγο πριν είχε αναλάβει ο αρχηγός της την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία Φύσσα, ωστόσο έχει ενδιαφέρον ότι αναδεικνύονται και πραγματικά όρια στην απήχησή της.Αυτό, όμως, δεν μειώνει καθόλου την ανάγκη να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί η αντιφασιστική πάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι σε ένα έδαφος βαθιάς κοινωνικής κρίσης θα εξακολουθήσει να μπορεί η ακροδεξιά να βρίσκει ευήκοα ώτα, ιδίως από τη στιγμή που ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς μετασχηματίζεται σε μια ανοιχτά μνημονιακή και συστημική δύναμη.

11. Το αποτέλεσμα της «Ένωσης Κεντρώων» αποτελεί μια ακόμη έκφραση της βαθιάς πολιτικής κρίσης που οδηγεί και στην ενίσχυση «αντιπολιτικών πρακτικών», όπως είναι η ψήφος σε κόμματα χαβαλέ. Ανησυχητική και ενδεικτική των ελλειμμάτων στην παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της ΛΑΕ ήταν η ιδιαίτερη εκλογική ενίσχυση που είχε και σε τμήματα νεολαίας. Η ενίσχυση αυτή ήταν και αποτέλεσμα μιας συγκροτημένης προσπάθειας των συστημικών δυνάμεωνκαι ιδίως των ΜΜΕ ναωθήσουν ένα σημαντικό μέρος της αντιπολιτικής ψήφου διαμαρτυρίας σε μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως από τη στιγμή που ο όποιος λόγος της ίδια της Ένωσης Κεντρώων συνδυάζει τη φιλομνημονιακή απολογητική με ακροδεξιές θέσεις. Αυτό αναδεικνύει, μαζί και με την ιδιαίτερα υψηλή αποχή, και την αποτυχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ειδικά της ΛΑΕ να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς της ψήφου διαμαρτυρίας και της απόρριψης του μνημονιακού πολιτικού σκηνικού.

12. Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΕΕΚ αποτυπώνει μια μικρή ενίσχυση και σε απόλυτους αριθμούς και σε ποσοστό από το Γενάρη του 2015 παραμένοντας μακριά από το πιο θετικό ως τώρα αποτέλεσμα του Μάη του 2012, πράγμα που σημαίνει ότι μπόρεσε να αποτελέσει και σημείο υποδοχής μέρους της πολιτικής αποδοκιμασίας ενός αριστερού δυναμικού προς το ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, φοβόμαστε ότι αυτό το αποτέλεσμα θα ερμηνευτεί ως δικαίωση της αναδίπλωσης σε μια λογική «αντικαπιταλιστικού πόλου» που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει σήμερα η διαμόρφωση αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου γύρω από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα. Παρά την ανάπτυξη θετικών προβληματισμών για το μέτωπο στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι τοποθετήσεις των βασικών πολιτικών τάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΝΑΡ και του ΣΕΚ παραπέμπουν με σαφήνεια στη λογική της αναδίπλωσης στην οικοδόμηση του «επαναστατικού - αντικαπιταλισμού πόλου» περιορίζοντας την μετωπική κατεύθυνση απλώς και μόνο στην «κοινή δράση» μέσα στο κίνημα. Αυτό είναι πίσω ακόμη και για τις διακηρυγμένες παλαιότερες θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το μέτωπο των αντι-ΕΕ δυνάμεων και το Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής.

13. Το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα και αποτυπώνει πραγματικά προβλήματα και αντιφάσεις της συγκρότησης του εγχειρήματος. Είναι προφανές ότι ένα εγχείρημα που συγκροτήθηκε αναγκαστικά βιαστικά και χωρίς μεγάλο χρόνο για να μπορέσει να αναγνωριστεί από ευρύτερες λαϊκές μάζες πολύ δύσκολα θα μπορούσε να έχει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα που επέδρασαν αρνητικά στο αποτέλεσμα, με τα οποία πρέπει να αναμετρηθούμε και για τα οποία πρέπει να υπάρξει ουσιαστική και πραγματική αυτοκριτική, όχι μόνο για να κατανοήσουμε τους λόγους του αρνητικού αποτελέσματος αλλά - και κυρίως - για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που αυτές οι αντιφάσεις απειλούν να δημιουργήσουν στην παρέμβασή μας από εδώ και πέρα:

·Το ισχυρότερο πολιτικό σημείο της Λαϊκής Ενότητας που ήταν το πολιτικό πρόγραμμα και το γεγονός ότι είχε μια σαφή ριζοσπαστική εναλλακτική λύση, γύρω από την έξοδο από την ευρωζώνη, την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις και την παραγωγική ανασυγκρότηση, όχι μόνο δεν προβλήθηκε, αλλά αντίθετα σε μεγάλο βαθμό αποσιωπήθηκε. Αντί να είμαστε ένας χώρος που επίμονα και συστηματικά να προβάλλει τον αναγκαίο «οδικό χάρτη» για την έξοδο από το ευρώ, καταλήγαμε να είμαστε ένας χώρος γενικόλογης εκφοράς μιας αντιμνημονιακής ρητορείας που το θέμα της εξόδου από το ευρώ έμπαινε με τη λογική του «άμα χρειαστεί», ή με θέσεις που δεν στέκουν όπως «έξω από το ευρώ αλλά μέσα στην ΕΕ» ή «έξω από το ευρώ αλλά μέσα στο ΕΣΠΑ». Αυτό, όμως, δεν επέτρεπε να κατοχυρωθούμε ως μια δύναμη που έχει κάτι να πει, ιδίως σε μια εκλογική μάχη που κινήθηκε πέρα από την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Οι παλινωδίες γύρω από το τηλεοπτικό υλικό ήταν ενδεικτικές από αυτή την άποψη.

·Υποτιμήθηκε η συνθετότητα των σχέσεων εκπροσώπησης, καθώς θεωρήθηκε ότι με έναν αυτόματο τρόπο η διάσπαση σε κομματικό επίπεδο θα μεταφραζόταν σε μια διάσπαση ανάλογη και της εκλογικής εκπροσώπησης. Δεν κατανοήσαμε έγκαιρα τον τρόπο που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε μέσα από το σχήμα του «εκβιασμού», της «αυτοθυματοποίησης» και τελικά της προβολής της «επανόδου των μνημονιακών κομμάτων» ως απειλής, να διατηρήσει σημαντικές σχέσεις εκπροσώπησης με κομμάτια των λαϊκών τάξεων.

·Η αίσθηση ότι η Λαϊκή Ενότητα είναι συνέχεια μιας εκδοχής του ΣΥΡΙΖΑ, η απουσία αυτοκριτικής για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τσίπρα και τις πολιτικής της, οι ταλαντεύσεις ανάμεσα στη συμφωνία της 13ης Ιούλη και την τελική έξοδο από το ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά επέδρασαν αρνητικά και δεν μπόρεσαν να κατοχυρώσουν τη Λαϊκή Ενότητα ως μια δύναμη που εκπροσωπούσε τη δυναμική του ΟΧΙ και μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Ειδικότερα έλλειψε ένας κριτικός και αυτοκριτικός τόνος για τα σοβαρά προβλήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: για τις επιλογές συστημικών και διαπλεκόμενων προσώπων, για τη «συνέχεια» του κράτους με την προηγούμενη κατάσταση, για τις αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εισπράττει και η Λαϊκή Ενότητα το κόστος από την αντίδραση των λαϊκών τάξεων που έπαιρνε τη μορφή του «όλοι ίδιοι είστε».

·Σοβαρά προβλήματα δημιούργησαν και οι ταλαντεύσεις σε σχέση με την ίδια την ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκινώντας από τη σιωπή σε σχέση με τα πρώτα σημάδια αλλαγής κατεύθυνσης (π.χ. τις συστημικές επιλογές προσώπων), συνεχίζοντας με το ότι δεν επιδιώχθηκε να προκληθεί εσωκομματική κρίση μετά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη και κυρίως με το ότι η έξοδος από το ΣΥΡΙΖΑ έγινε στις 20 Αυγούστους και όχι αμέσως μετά την αναδίπλωση Τσίπρα και τη συμφωνία της 13 Ιούλη. Τακτικό λάθος ήταν και η επιλογή της διατήρησης Υπουργικών θέσεων μέχρι τη στιγμή του ανασχηματισμού.

·Και στη διαδικασία συγκρότησης και στην προεκλογική παρουσία η Λαϊκή Ενότητα απέπνεε την εικόνα ότι κουβαλάει σημαντικές «σκουριές» από το παρελθόν, γραφειοκρατικές νοοτροπίες και πρακτικές, παραδοσιακούς τρόπους άσκησης πολιτικής και πολιτικής παρουσίας που στην πραγματικότητα απωθούσαν ένα μέρος του κόσμου της Αριστεράς και δεν επέτρεπαν το άνοιγμα σε ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες. Η απουσία δημοκρατικής λειτουργίας, δεν ήταν μόνο ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα της γρήγορης προεκλογικής περιόδου, αλλά και στοιχείο που εν μέρει προβαλλόταν και αυτό δεν επέτρεπε σε πολιτικά κρίσιμα κομμάτια να προσεγγίσουν τη Λαϊκή Ενότητα, να τη στηρίξουν, να λειτουργήσουν και ως πολλαπλασιαστές μέσα στην εκλογική μάχη. Κρίσιμα τμήματα του πολιτικοποιημένου και ριζοσπαστικού δυναμικού ουσιαστικά αντιμετώπισαν ως αποτέλεσμα με δυσπιστία την Λαϊκή Ενότητα, επιλέγοντας άλλες πολιτικές και εκλογικές στάσεις.

·Υποτιμήθηκε ο βαθμός στον οποίο ο κόσμος του ΟΧΙ αισθανόταν ηττημένος και προδομένος και άρα η επίκληση ενός «ΟΧΙ που θα νικήσει» στην πραγματικότητα δεν μπορούσε με έναν αυτόματο τρόπο να μετασχηματιστεί σε μια εκλογική δυναμική υπέρ της ΛΑΕ.

·Μέτρησε αρνητικά η καχυποψία που υπήρξε απέναντι σε άλλα ρεύματα και αγωνιστές, μέσα και έξω από το ΣΥΡΙΖΑ. Η λογική των ομόκεντρων κύκλων εμπιστοσύνης, η προσπάθεια του Αριστερού Ρεύματος να κατοχυρώσει έναν έλεγχο της όλης της κατάστασης, η απροθυμία τολμηρού ανοίγματος σε όλο το φάσμα των ριζοσπαστικών φωνών που έφευγαν από το ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά δεν επέτρεψαν να μπορέσουμε να έχουμε εκείνη την κρίσιμη αρχική συσπείρωση που θα έφερνε και μεγαλύτερη ενεργοποίηση και εκλογική καταγραφή. Στην πραγματικότητα η ηγετική ομάδα του Αριστερού Ρεύματος θεώρησε σε πρώτη φάση ότι ήταν πιο σημαντικό να κατοχυρώσει το δικό της κυρίαρχο ρόλο παρά να διαμορφώσει πλατύ μέτωπο του ΟΧΙ. Η παρατεταμένη άρνηση να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι όλοι οι δυνάμει συμμετέχοντες, η λογική των «διμερών επαφών», η απροθυμία να παραχωρηθεί πολιτικός χώρος και σε άλλες λογικές, η επιβολή του ονόματος και μάλιστα χωρίς καμιά συζήτηση και συνεννόηση με τις άλλες δυνάμεις του δυνάμει μετώπου, η εξαρχής αυτοανάδειξη της ηγεσίας και της προς τα έξω παρουσίας, αντικειμενικά περιόρισαν την εμβέλεια και την απήχηση της Λαϊκή Ενότητας, επέτειναν τη δυσπιστία απέναντί της, δεν βοήθησαν ένα κρίσιμο δυναμικό με μετωπική λογική να κάνει το αποφασιστικό βήμα, αποξένωσαν αγωνιστές που θα μπορούσαν να στηρίξουν με μεγαλύτερη ενεργητικότητα και είχαν συνεισφορά και στο αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα.

·Την ίδια στιγμή που υποτιμήθηκε κοντόθωρα η συζήτηση με άλλες ριζοσπαστικές απόψεις ή προσπεράστηκαν γρήγορα θέματα που θα μπορούσαν να πιέσουν άλλους χώρους και να αποσπάσουν δυναμικό (π.χ. η ακόμη και την τελευταία στιγμή φοβική προσπάθεια να περιοριστεί φραστικά η φόρτιση των σημείων της προγραμματικής διακήρυξης που αναφέρονταν στη ρήξη με την ΕΕ), υπήρχε μια λογική άκριτης αποδοχής κομματιών εντός του μετώπου, είτε μιλάμε για τμήματα της παλαιότερα πασοκικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είτε για παράγοντες προερχόμενους από άλλους χώρους (Ρωμανιάς) είτε για πολιτικές συλλογικότητες που καμιά απήχηση δεν έχουν πια (π.χ. Χριστιανική Δημοκρατία).

·Παρότι είχαμε μεγάλη ανάγκη να ανοιχτούμε στον κόσμο της αποχής, στη νεολαία, στις γυναίκες-ψηφοφόρους, στους ανέργους, στον κόσμο της απογοήτευσης και της απελπισίας, κάναμε μια εκλογική μάχη στην οποία κυριάρχησαν ένας λόγος και πρόσωπα τα οποία δεν μπορούσαν να απευθυνθούν σε αυτά τα κοινωνικά κομμάτια. Η υπερπροβολή των βουλευτών ή των Υπουργών στην πραγματικότητα ενίσχυε την εικόνα ενός «συνεχούς» με την προηγούμενη κατάσταση, περιόριζε την απεύθυνση σε συγκεκριμένες ηλικίας και συγκεκριμένες εκδοχές πολιτικοποίησης και διαμόρφωνε την αίσθηση ότι εκπροσωπείται ένας νέος ριζοσπαστισμός και μια νέα αντίληψη και πρακτική της πολιτικής σε μια εκλογική μάχη που εν μέρει τουλάχιστον επικαθορίστηκε και από την αντίθεση «παλαιό - νέο».

·Αναγκαίες ριζοσπαστικές αιχμές που δυνητικά θα κατοχύρωναν και μια άλλη παρουσία σε κρίσιμα κομμάτια, στην πραγματικότητα αποσιωπούνταν. Το παράδειγμα της παρέμβασης για τη διαγραφή της αναφοράς σε έξοδο από το ευρώ στην αφίσα της νεολαίας είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικό. Το ίδιο ισχύει και για την απάλειψη άλλων αναγκαίων ριζοσπαστικών αναφορών. Η Λαϊκή Ενότητα μπορεί να προέβαλε με εμμονή π.χ. το ζήτημα του Ρωσικού Αγωγού (που στην πραγματικότητα καθεαυτό δεν εκπροσωπεί αυτοδίκαια μια αριστερή λογική) αλλά δεν είχε καμιά αναφορά σε οικολογικά ζητήματα. Αντίστοιχα, κρίσιμα θέματα, όπως ήταν αυτό των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, υποβαθμίζονταν συστηματικά.

·Ενώ η Λαϊκή Ενότητα διακήρυξε ότι δεν είναι αρχηγικό κόμμα, στην πραγματικότητα είχε εξαρχής επικεφαλής και μάλιστα με αποφασιστικό ρόλο σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της προς τα έξω παρουσίας, χωρίς συλλογική συζήτηση, διαμορφώνοντας και το έδαφος για τα προβλήματα που συζητάμε. Η όποια προσπάθεια διόρθωσης σε επίπεδο δημόσιας παρουσίας δεν πήρε τη μορφή της ισότιμης, συλλογικής και αποπροσωποποιημένης παρέμβασης, αλλά της ιδιότυπης διαμοίρασης της δημόσιας παρουσίας ανάμεσα στις ηγετικές προσωπικότητες. Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι σε μεγάλο βαθμό η μάχη θα κρινόταν στην τηλεόραση και υποτιμήθηκε η προσπάθεια να υπάρξει ζωντανή και άμεση παρουσία στις πόλεις και τις γειτονιές που θα ήταν και ο μόνος τρόπος να σπάσει η δυσπιστία και να ανοικοδομηθούν δεσμοί πολιτικοί.

·Ενώ ήταν σαφές ότι διακυβευόταν η είσοδος στη Βουλή, επιμείναμε να μιλάμε για στημένες δημοσκοπήσεις και ότι διεκδικούμε την τρίτη θέση, δεν κάναμε μια καμπάνια γύρω από το «δεν πρέπει να μείνει η Λαϊκή Ενότητα έξω από τη Βουλή», καμπάνια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει πιθανώς και τις περίπου 8000 ψήφους που υπολείπονταν για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

14. Από την άλλη, πρέπει να σημειώσουμε και ορισμένες θετικές πλευρές στο εκλογικό αποτέλεσμα που αφορούν τόσο την ισχυρότερη του μέσου όρου εκλογική παρουσία σε ορισμένες περιοχές, όσο, όμως, και την ενισχυμένη απήχηση σε λαϊκές περιοχές και σε λαϊκά κοινωνικά στρώματα, αλλά και τη με βάση την εκλογική δημογραφία. Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η ΛΑΕ είναι ένα μέτωπο με άλλη, περισσότερο λαϊκή κοινωνική σύνθεση από ό,τι π.χ. η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως, ήταν ένα κακό αποτέλεσμα, που εκτός όλων των άλλων θα σημαίνει και την απουσία από την επόμενη βουλή φωνών που να υπερασπίζονται τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Με την εξαίρεση του ΚΚΕ, με δεδομένο το σεχταρισμό του, δεν θα υπάρχει φωνή να μιλήσει υπέρ μιας απεργίας ή μιας φοιτητικής κατάληψης.

15. Είναι σαφές ότι για αυτό το αποτέλεσμα χρειάζεται γενναία και σημαντική αυτοκριτική. Αυτό αφορά την ΛΑΕ γενικά αλλά και εμάς ειδικότερα, μια που ορισμένα από τα λάθη που περιγράφηκαν αφορούν, τόσο ως προς το κομμάτι της εκτίμησης όσο και ως προς το κομμάτι της μη έγκαιρης παρέμβασης, και δικές μας αδυναμίες και ελλείψεις. Με αυτή την έννοια και ως ΑΡΑΝ έχουμε να κάνουμε και τη δική μας αυτοκριτική, μια που και εμείς κάναμε λανθασμένες εκτιμήσεις για τη δυναμική του εγχειρήματος, δεν εντοπίσαμε έγκαιρα προβλήματα που αποδείχτηκαν τελικά καθοριστικά, δεν κάναμε έγκαιρες παρεμβάσεις και δεν αντιληφθήκαμε τα προβλήματα από τον τρόπο συγκρότησης και παρέμβασης που ξεδιπλωνόταν. Ειδικότερα, η αυτοκριτική της οργάνωσης και κυρίως των καθοδηγητικών οργάνων και πρώτα και κύρια του πανελλαδικού γραφείου πρέπει να επικεντρωθεί στα ακόλουθα σημεία.

  • Εγκλωβιστήκαμε και εμείς στη λογική των παρασκηνιακών επαφών και της προσπάθειας να είμαστε μέσα στη συζήτηση για ένα μέτωπο που κατεξοχήν έπρεπε να φτιαχτεί μέσα στον ίδιο τον κόσμο του αγώνα.
  • Υποτιμήσαμε τις αντιφάσεις και τα φυσιογνωμικά προβλήματα που κουβάλαγε αυτός ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τα σοβαρά φυσιογνωμικά προβλήματα που έφερε ούτως ή άλλως κύρια το στελεχιακό δυναμικό του Αριστερού Ρεύματος.
  • Δεν προσπαθήσαμε έγκαιρα να ανακόψουμε μια πορεία πρακτικών που δεν αντιστοιχούσε σε λογική συγκρότησης μετώπου, ούτε εντοπίσαμε έγκαιρα και δημόσια τα προβλήματα που μπορούσε να δημιουργήσαμε.
  • Δεν αντιληφθήκαμε έγκαιρα ότι το σχήμα του «πολιτικά ορφανού ΟΧΙ» δεν ίσχυε και ήταν πιο σύνθετη η συμπεριφορά του κόσμου αυτού.
  • Δεν αντιληφθήκαμε έγκαιρα τον τρόπο που δούλευε και είχε αποτελέσματα η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ
  • Δεν δουλέψαμε έγκαιρα και στην κλίμακα που έπρεπε κρίσιμα ζητήματα, όπως ήταν η απειλή να μην μπει η Λαϊκή Ενότητα στη Βουλή. Η σιγουριά περί της δεδομένης υπέρβασης του 3% ήταν ένα λάθος που κάναμε και εμείς.

16. Ωστόσο, θεωρούμε ότι τα προβλήματα αυτά δεν αναιρούν την αναγκαιότητα της επιλογής που κάναμε. Άλλωστε, δεν κινηθήκαμε με βάση το κριτήριο της κοινοβουλευτικής παρουσίας, αλλά με βάση το κριτήριο ότι μια τόσο σημαντική αριστερή διαφοροποίηση, και μάλιστα με σαφή επιλογή ρήξης με τον ευρωπαϊκό δρόμο, ήταν κάτι που δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με λογική αδιαφορίας. Η ΛΑΕ εξακολουθεί να είναι ένα αναγκαίο βήμα στην κατεύθυνση του αναγκαίου μετώπου και γι’ αυτό αποτελεί βασική πλευρά της στρατηγικής μας για το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο.

17. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που πρέπει να δούμε και τις διαφορετικές τάσεις και ρεύματα που σήμερα αναφέρονται στη ΛΑΕ.

·Είναι σαφές ότι το Αριστερό Ρεύμα έφερε στη ΛΑΕ όχι μόνο τις εκπροσωπήσεις αλλά και τις αντιφάσεις του και κυρίως έναν πολύ παραδοσιακό και γραφειοκρατικό τρόπο αντίληψης της πολιτικής ως λειτουργίας μηχανισμών που δεν διευκολύνει τη διαμόρφωση ενός ανοιχτού και δημοκρατικού μετώπου που έχουμε ανάγκη ενώ ταυτόχρονα ευθύνεται και για την αντιμνημονιακή - αντιμονοπωλιακή και όχι ριζοσπαστική αριστερή φυσιογνωμία του προεκλογικού αγώνα. Ωστόσο, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην ηγεσία και τον κόσμο προς τα κάτω, όπου υπάρχει και στον κόσμο του ρεύματος πολύ πιο ενδιαφέρουσα αναζήτηση και αναζητήσεις με τις οποίες μπορούμε και πρέπει να συναντηθούμε.

·Η άλλη τάση της πάλαι ποτέ Αριστερής Πλατφόρμας, το Κόκκινο Δίκτυο, παρά την αριστερό προσανατολισμό, επίσης δενέχει ξεφύγει από τα όρια μιας πολιτικοποίησης και τακτικής που είχε διαμορφωθεί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα ενίσχυσε το Αρ. Ρεύμα σε λανθασμένες τακτικές επιλογές, όπως ήταν π.χ. η υποτίμηση του οδικού χάρτη για την έξοδο από το ευρώ. Είχε μία ορθή επιμονή στην ταξική μονομέρεια και τις σαφείς κοινωνικές αναφορές, αλλά υποτιμούσε λόγω της τροτσκιστικής καταγωγής του την αντιιμπεριαλιστική διάσταση της αντίθεσης σε ευρώ-ΕΕ.

·Η Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση (πρώην μέλη Κίνησης 53 και νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ) έφερε στοιχεία ριζοσπαστισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την αναφορά στη νεολαία και τα κινήματα νεολαίας και μπορέσαμε να έχουμε μια καλή συνεργασία ενώ έχουμε και κοινή τοποθέτηση υπέρ μιας δημοκρατικής συγκρότησης. Ωστόσο, εδώ η πρόκληση είναι να μπορέσουν να συσπειρωθούν και τα υπόλοιπα κομμάτια που είναι σε αριστερή αναζήτηση, κύρια από το χώρο της νεολαίας.

·Η συνεργασία μας με την ΑΡΑΣ και την Παρέμβαση σε αυτές τις εκλογές είχε θετικές πλευρές συντονισμού δυνάμεων, είχε και αντιφάσεις σε ορισμένες περιοχές όπως ήταν η Αχαΐα ή η Β΄ Θεσσαλονίκης. Πάνω σε αυτό κάνουμε και αυτοκριτική ως γραφείο για το βαθμό στον οποίο δεν μπορέσαμε να πετύχουμε καλύτερο και αποτελεσματικότερο συντονισμό, ώστε να μπορούμε να ξεπερνάμε και προβλήματα.

·Ως προς άλλες «προσωπικότητες» που στήριξαν τη ΛΑΕ μένει να δούμε σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου, που έπαιξε ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία, και εάν θα δοκιμάσει να διαμορφώσει και αυτή ή / και με άλλους δική της πολιτική κίνηση ως τμήμα της ευρύτερης μετωπικής διαδικασίας. Ο πολιτικός λόγος της παρόλο που τόνιζε αποτελεσματικά το ζήτημα της δημοκρατίας (και μάλιστα μέχρι και το όριο της ρήξης για την υπεράσπισή της) ήταν σαφώς πιο μετριοπαθής σε σχέση με μία αφήγηση άλλου δρόμου έξω από ευρώ-ΕΕ κλπ.

·Άλλες μικρότερες τάσεις τύπου ΔΗΚΚΙ απλώς μετέφεραν την παθογένεια του ιδιότυπου παραγοντισμού που είχε αναπτυχθεί στο ΣΥΡΙZΑ. Σε σχέση με τους ΠΑΣΟΚογενείς συνδικαλιστές που μπήκαν στη ΛΑΕ έχει μια σημασία μετεκλογικά να γίνει μια συζήτηση για το ποιες πρακτικές, ποιες νοοτροπίες και ποιες αντιλήψεις είναι εντός και ποιες εκτός ενός έστω και αντιφατικού αριστερού μετώπου. Πρακτικές σύγχρονου εργοδοτικού συνδικαλισμού δεν έχουν θέση.

18. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε το μετεκλογικό τοπίο. Είναι σαφές ότι μιλάμε για ένα «τέλος εποχής» ως προς τους όρους άρθρωσης των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων το επόμενο διάστημα. Τα κοινωνικά και πολιτικά ρήγματα και οι όροι της πολιτικής κρίσης παραμένουν ενεργές δυναμικές, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η σχετική σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης και αυτό που βιώθηκε ως η ήττα της δυναμικής του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Με αυτή την έννοια, δεν έχει κλείσει αυτό που ορίσαμε ως ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για μια ριζοσπαστική αριστερή κατεύθυνση, αλλά αναμφίβολα έχει γίνει πολύ μικρό και δύσκολο. Ούτε, φυσικά, μπορούμε σήμερα να μιλάμε με την ίδια ευκολία για μια ακολουθία μετασχηματισμού που μπορεί να ξεκινήσει από μια αριστερή κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα. Ταυτόχρονα, μιλάμε για «τέλος εποχής» για μια σειρά εκδοχές της Αριστεράς: Την Αριστερά του κυβερνητισμού και του ευρωπαϊσμού που όριό της έχει αποδεδειγμένα τη μνημονιακή μετάλλαξη και τη μετατροπή σε συστημική σοσιαλδημοκρατία. Αλλά και για την Αριστερά της Αντίστασης, είτε μιλάμε για την Αριστερά της αντιμνημονιακής συσπείρωσης είτε για την Αριστερά του «αντικαπιταλιστικού πόλου» γιατί και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με την πραγματική υποτίμηση των απαιτήσεων μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και μιας πάλης για την ηγεμονία. Επομένως, μιλάμε για το άνοιγμα μιας περιόδου όπου δεν θα αρκεί ούτε η απλή επίκληση της «αριστερής κυβέρνησης» χωρίς απαντήσεις στο πώς δεν θα υποκύψει και να συντονιστεί με το λαϊκό κίνημα, ούτε, όμως, και η απλή επίκληση μιας «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» που ποτέ δεν αποκτά περιεχόμενο και μεθοδολογία. Μιλάμε για μια περίοδο όπου απαιτείται μια πραγματική επανίδρυση και της αναγκαίας ριζοσπαστικής Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή είναι η πρόκληση με την οποία αναμετριόμαστε. Διαφορετικά θα δρέψουμε τις συνέπειες της ήττας και θα αναμετρηθούμε με την απογοήτευση, την ιδιώτευση, τις διάφορες παραλλαγές αναχωρητισμού. Και τότε το όποιο παράθυρο ιστορικής ευκαιρίας είχε ανοίξει θα κλείσει όντως.

18. Ταυτόχρονα, μπροστά μας έχουμε μια πολύ δύσκολη μάχη απέναντι στο τρίτο Μνημόνιο και τα 223 μέτρα που περιλαμβάνει μέσα στα επόμενα 3 χρόνια. Η επιδείνωση των υλικών συνθηκών αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων διαμορφώνει έδαφος κοινωνικών εκρήξεων, αλλά αυτές δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με όρους «αυτοματισμού». Εδώ έχουμε να αναμετρηθούμε με τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουνστο λαϊκό κίνημα, τη διάλυση συλλογικών πρακτικών και την πραγματική έρημο σε ό,τι αφορά την εκπροσώπηση κρίσιμων κοινωνικών κατηγοριών όπως οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, οι νέοι. Την ίδια στιγμή τμήμα των μέτρων που έρχονται βάζουν και νέες προκλήσεις, όπως π.χ. το εάν και κατά πόσο μπορούν σήμερα να διαμορφωθούν κινήματα ανυπακοής απέναντι στο νέο γύρο φορολογικών μέτρων, το πώς θα βγει μπροστά η οργή των αγροτών, το εάν θα μπορέσουν να υπάρξουν ευρύτερες συσπειρώσεις ενάντια σε μέτρα όπως η ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων. Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι δεν πρέπει να κινούμαστε με τη λογική ότι πρόκειται να έχουμε άμεσα το επόμενο διάστημα κοινωνικές εκρήξεις, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρξει σοβαρή συζήτηση για το πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί και το κοινωνικό υποκείμενο και μορφές συλλογικής διεκδίκησης και διαμαρτυρίας έστω και σε ένα περισσότερο δύσβατο έδαφος.

19. Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση είναι δεσμευμένη τόσο σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο εφαρμογής του Τρίτου Μνημονίου, όσο και σε παράλληλες δεσμεύσεις προς το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, ιδίως σε σχέση με το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Η πολιτική της θα είναι εξαρχής αντιλαϊκή και σε ακραία νεοφιλελεύθερη λογική. Τα φλήναφήματα περί «παράλληλου προγράμματος» θα καταρρεύσουν γρήγορα όταν έρθει η ώρα της εφαρμογής των μέτρων. Την ίδια ώρα που η Γενική Γραμματεία Δημόσιων Εσόδων ετοιμάζεται να προχωρήσει στη συγκάλυψη μεγάλου μέρους των υποθέσεων μεγάλης φοροδιαφυγής, το πλάνο των εσόδων θα έρθει από το ΦΠΑ και τη νέα φοροκαταιγίδα ενάντια στα εργατικά και λαϊκά στρώματα και την αγροτιά. Το ασφαλιστικό ανοίγει με σαφή πρόθεση για σημαντικές μειώσεις στις συντάξεις, πέραν και αυτών που ήδη εφαρμόζονται. Η λογική των «καλύτερων Ευρωπαϊκώνπρακτικών» για τα εργασιακά θα οδηγήσει σε αντισυνδικαλιστικούς νόμους και σε ακόμη μεγαλύτερη επισφάλεια. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα προχωρήσουν αταλάντευτα ενώ έρχονται και νέες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Η τοποθέτηση Φίλη και Αναγνωστοπούλου στο Υπουργείο Παιδείας θα οδηγήσει στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ που περιλαμβάνεται ως ρητή δέσμευση στο Μνημόνιο, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόκειται να εφαρμοστεί στο σύνολό του ο Νόμος Μπαλτά.

20. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι που πρέπει να δούμε και τις εξελίξεις σε σχέση με το χρέος. Η κυβέρνηση διακηρύσσει διαρκώς την επιθυμία της να υπάρξει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτή θα έρθει με τους όρους που τους αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα το Τρίτο Μνημόνιο εκτινάσσει ακόμη περισσότερο τον όγκο του ελληνικού δημόσιου χρέους καθιστώντας το ακόμη λιγότερο βιώσιμο. Αυτό είναι κύρια το αποτέλεσμα της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης και του ESM που στην πραγματικότητα αποτρέπει προκαταβολικά κάθε πραγματική απομείωση, την ίδια στιγμή που προτιμά να σωρεύει χρέος ως πειθαρχικό μηχανισμό για την επιβολή αναδιαρθρώσεων. Όμως, αυτή η ειδικά Γερμανική απέχθεια για την απομείωση του χρέους δεν είναι η μόνη τοποθέτηση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Τόσο από τη μεριά των ΗΠΑ όσο και άλλων χωρών μέσα στην ΕΕ τίθεται το ζήτημα της έγκαιρης αντιμετώπισης αυτού του θέματος. Η τοποθέτηση αυτή δεν έχει τίποτα το «φιλολαϊκό» μια που και αυτή προϋποθέτει την πιο άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας και αναδιαρθρώσεων. Το ζήτημα αποκτά την τυπικά του μορφή σε σχέση με την ταλάντευση του ΔΝΤ το οποίο έχει καταστατικό πρόβλημα να χορηγεί δάνεια σε χώρες με μη βιώσιμο χρέος. Με αυτή την έννοια, αυτή τη στιγμή το ζήτημα της αναδιάρθρωσης τίθεται σήμερα σαν διαπραγμάτευση ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και κύρια ανάμεσα στην ΕΕ και το ΔΝΤ. Είναι επίσης σαφές ότι οι προτάσεις για αναδιάρθρωση δεν είναι προτάσεις για απομείωση αλλά για εξασφάλιση ότι θα αποπληρώνται κανονικά, π.χ. μέσα από την πρόταση για πλαφόν 15% στις αποπληρωμές του χρέους, πράγμα που π.χ. θα σημαίνει στη δεκαετία του 2020 παρατεταμένη περίοδο καταβολής τεράστιων ποσών για την αποπληρωμή του χρέους. Συνολικότερα, η όποια αστάθεια στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και η μη επίλυση των δομικών αντιφάσεων της παγκόσμιας οικονομίας που σωρεύει υλικά και για νέο κρισιακό κύκλο που με τη σειρά του θα επιδεινώσει και την κατάσταση στην Ελλάδα.

21. Την ίδια στιγμή η επόμενη περίοδος θα σφραγιστεί από μια ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων ως αποτέλεσμα του νέου υφεσιακού κύκλου με τις επιπτώσεις που αυτό θα έχει για το εισόδημα και την απασχόληση, τη μείωση του εισοδήματος από τις νέες περικοπές και την αύξηση των φόρων, τη μεγάλη μείωση των συντάξεων, τις περικοπές κοινωνικών και προνοιακών επιδομάτων, την πιθανή νέα αύξηση της απασχόλησης, την αποδιάρθρωση της δημόσιας παιδείας και της δημόσιας υγείας. Το εάν αυτό θα τροφοδοτήσει συλλογικές αντιστάσεις ή εάν θα κυριαρχήσει ένα νέος γύρος αποκαρδίωσης θα εξαρτηθεί και από το είδος και την κλίμακα των πολιτικών παρεμβάσεων που θα γίνουν.

22. Σοβαρό θέμα με το οποίο αναμετριέται και το λαϊκό κίνημα αλλά και γύρω από το οποίο μπορούμε να δούμε και την επανεμφάνιση ακροδεξιών αντανακλαστικών είναι αυτό του προσφυγικού. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και η τροφοδότηση του πολέμου στη Μέση Ανατολή, όπως και η άμεση και έμμεση ενίσχυση του ISIS τροφοδοτούν ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα. Η δολοφονική πολιτική της Ευρώπης-Φρούριο με τη λογική της απώθησης αποτροπής ευθύνεται για την εκατόμβη προσφύγων και μεταναστών στη Μεσόγειο. Η απροθυμία να δοθεί η δυνατότητα να φτάσουν οι πρόσφυγες εκεί που θέλουν οδηγεί στην αντιμετώπιση χωρών όπως η Ελλάδα ως «αποθήκης ψυχών» αλλά και στο να υψωθούν νέα τείχη μέσα στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα η ακροδεξιά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση ενώ ο πειρασμός του ρατσιστικού λόγου είναι μεγάλος και για τα συστημικα κόμματα. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και πρέπει να απασχολήσει το λαϊκό κίνημα. Αυτό περνάει μέσα από την πολιτική πίεση και απαίτηση για ασφαλή διάδρομο για τους πρόσφυγες μέχρι τον τόπο προορισμού, για την επανακατοχύρωση του δικαιώματος στο άσυλο αλλά και για την παροχή χαρτιών στους μετανάστες για να σπάει ο φαύλος κύκλος της παρανομίας. Απαιτεί, όμως, και ένα μαζικό κίνημα αλληλεγγύης για να στηθούν ανοιχτές δομές φιλοξενίας, για βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι για να υπάρξει κινηματική ασπίδα προστασίας απέναντι στις ρατσιστικές επιθέσεις.

Η αμέσως επόμενη περίοδο βάζει επομένως σημαντικά καθήκοντα για τη ΛΑΕ:

21. Να γίνουνσε όλες τις περιοχές ανοιχτές συνελεύσεις των τοπικών της ΛΑΕ, με προσπάθεια να έρθουν εκεί και όσοι στήριξαν κριτικά ή και με επιφυλάξεις, να γίνει εκεί ανοιχτή συζήτηση και πραγματικός απολογισμός. Χρειάζεται από τώρα να κατοχυρωθούν βήματα δημοκρατικής συγκρότησης της ΛΑΕ ως ανοιχτού και πολυτασικού μετώπου. Αυτό περνάει μέσα από την κατοχύρωση σε όλα τα επίπεδα του «ένας άνθρωπος - μία ψήφος», της εκλογής οργάνων μέσα από πλατφόρμες και απλή αναλογική ώστε να κατοχυρώνεται η παρουσία των διαφορετικών ρευμάτων, η κατοχύρωση της λειτουργίας οργάνων με κανονική διαδικασία, με εισηγήσεις, αποφάσεις και ψηφοφορία και όχι με όρους άτυπου επιτελείου και ηγεσίας. Να συγκρουστούμε με λογικές να παραμείνει η ΛΑΕ ένα μέτωπο συνεννοήσεων κορυφής. Να επιμείνουμε στη συλλογική, δημοκρατική και όχι γραφειοκρατική λειτουργία. Αυτά τα βήματα πρέπει να συζητηθούν στην πανελλαδική σύσκεψη στο τέλος Οκτώβρη αλλά και στην ιδρυτική συνδιάσκεψη. Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζεται συνεχής και συστηματική προσπάθεια να σπάνε στην πράξη οι γραφειοκρατικές λογικές και η πρακτική του μηχανισμού, που σε μεγάλο βαθμό κουβαλάνε οι σύντροφοι του Αριστερού Ρεύματος και η ηγεσία του. Πλευρά αυτής της διαδικασίας είναι και η απαίτηση το Αριστερό Ρεύμα να συγκροτηθεί ως τάση αυτοτελώς γιατί θα είναι προβληματική η σύγχυση ανάμεσα στη συγκρότηση της ΛΑΕ και τη συγκρότηση του Αριστερού Ρεύματος. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει όλες οι «θεματικές» λειτουργίες της ΛΑΕ να υπόκεινται στη συλλογική συζήτηση των οργάνων, να είναι ανοιχτές στη συμμετοχή όλων των τάσεων και να μην αυτονομούνται. Εμείς δεν θέλουμε να κυριαρχήσει μια λογική όπου το «μέτωπο» θα ορίζεται γύρω από μια ηγεμονική δύναμη που θα κυριαρχεί και τριγύρω θα υπάρχουν διάφοροι συνεργαζόμενοι δορυφόροι. Εμείς θέλουμε πραγματικά δημοκρατική διαδικασία, ξεδίπλωμα απόψεων και όξυνση αντιφάσεων.

22. Χρειάζεται να υπάρξει ανοιχτό κάλεσμα της ΛΑΕ προς όλες τις δυνάμεις που αναφέρονται τη ρήξη με μνημόνια, χρέος, ΕΕ για κοινή δράση ενάντια στην μνημονιακή κυβέρνηση, για ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος, για συνδιαμόρφωση του αναγκαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, με ιδιαίτερη πίεση και προς το χώρο των ΚΚΕδογενών και προς το χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει η ΛΑΕ να πάρει αυτή την πρωτοβουλία των κινήσεων για το μέτωπο της νέας εποχής. Η διαδικασία συγκρότησης της ΛΑΕ και η επιμονή στην ανοιχτή συζήτηση για το μέτωπο δεν είναι για εμάς αλληλοαποκλειόμενες διαδικασίες αλλά αναγκαίες πλευρές μιαςδιαλεκτικής προσέγγισης. Ότι η ΛΑΕ δεν είναι το επαρκές, πολιτικά και οργανωτικά μέτωπο της Αριστεράς του άλλου δρόμου, θέση που δεν πρέπει να παραβλέπουμε, δεν αναιρεί την ανάγκη να συγκροτηθεί και μάλιστα να συγκροτηθεί δημοκρατικά ακριβώς για να συμβάλει στο αναγκαίο μέτωπο. Σε αυτό το πλαίσιο έχει μεγάλη σημασία το επόμενο διάστημα ο κεντρικός τόνος της ΛΑΕ και οι πρωτοβουλίες της να κινηθούν στις εξής κατευθύνσεις: α) Στη διαρκή συμβολή στην κοινή δράση ενάντια στο νέο Μνημόνιο, β) στο άνοιγμα της κουβέντας για την Αριστερά και τι είδους μέτωπο χρειαζόμαστε και στην ανοιχτή πρόσκληση προς άλλες δυνάμεις να συμμετέχουν, γ) στη διαμόρφωση ενωτικών βημάτων διαλόγου για την αριστερή στρατηγική, το πρόγραμμα του άλλου δρόμου και το μαρξισμό της εποχής μας.

Το επόμενο διάστημα η πρακτική και η κατεύθυνση της ΛΑΕ θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία της σε κοινωνικά μέτωπα και αγώνες. Αυτό σημαίνει ότι η στάση και οι πρωτοβουλίες που θα πάρει εκεί θα σφραγίσουν την παρέμβασή της συνολικότερα. Αυτή η κατεύθυνση εξειδικεύεται στις ακόλουθες πλευρές:

23. Στο εργατικό κίνημα είναι ανάγκη να υπάρξει μια προσπάθεια συντονισμού των δυνάμεων που αναφέρονται σε έναν ταξικό και αντισυνδιαχειριστικο συνδικαλισμό. Αυτό άμεσα παίρνει τη μορφή πρωτοβουλιών συντονισμού και κοινής δράσης συνδικάτων, σχημάτων και συνδικαλιστών σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τα μνημόνια. Προοπτικά παίρνει τη μορφή της αναγκαίας σύγκλισης σε έναν ταξικό πόλο τόσο του χώρου των ταξικών σχημάτων, παρεμβάσεων και συσπειρώσεων όσο και των μαχόμενων συνδικαλιστών που αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μεριά πρέπει μέσα από τη συμμετοχή μας τόσο σε πρωτοβουλίες συντονισμού όσο και στις διαδικασίες των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων να δουλέψουμε αυτή τη γραμμή συστηματικά. Ταυτόχρονα, μέσα στη ΛΑΕ πρέπει να βάλουμε επιτακτικά το θέμα της αναγκαίας ρήξης σε επίπεδο συνδικαλιστικών σχημάτων με τα κομμάτια που ακολουθούν φιλοκυβερνητική γραμμή (όπως είναι το συνδικαλιστικό του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και της ρήξης με εργοδοτικές και γραφειοκρατικές πρακτικές, είτε αυτό αφορά τις σχέσεις που ιστορικά είχε ο ΣΥΡΙΖΑ με τέτοια κομμάτια (π.χ. σωματεία σούπερ - μάρκετ Αθήνας) είτε τις πρακτικές των προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ συνδικαλιστών στις ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα που έλεγχαν. Η προοπτική του Συνεδρίου της ΓΣΕΕ στην αρχή της επόμενης χρονιάς, του Εργατικού Κέντρου Αθήνας μετά και αργότερα της ΑΔΕΔΥ θα το θέσουν αυτό με πολύ επιτακτικό τρόπο και πρέπει να ανοίξουμε έγκαιρα τη συζήτηση. Πέραν, όμως, από τηντακτική πλευρά είναι κομβικό να επεξεργαστούμε και να ζυμώσουμε συστηματικά μια σύγχρονη γραμμή ταξικού συνδικαλισμού με πλειοψηφική απεύθυνση αλλά ρήξη με κάθε λογική γραφειοκρατική ή εργοδοτική που πάνω από όλα πρέπει να δοκιμαστεί μέσα στην συνδικαλιστική έρημο του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στη σημερινή εργασιακή συνθήκη της γενικευμένης επισφάλειας και της παρατεταμένης ανεργίας.

24. Σε ότι αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση χρειάζεται να δούμε σοβαρά τα προβλήματα που θα μας δημιουργήσει η παρουσία κόσμου του Αριστερού Ρεύματος σε διοικήσεις που μόνο ως μνημονιακές μπορούν να χαρακτηριστούν όπως είναι η Περιφέρεια Αττικής. Εκεί πρέπει έγκαιρα και επιτακτικά να βάλουμε θέμα αποχώρησης από την παράταξη Δούρου, μετάβασης στην αντιπολίτευση και παραίτησης από τις θέσεις αντιπεριφερειαρχών και φυσικά συνεργασίας με το σχήμα της Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής που συμμετέχουμε. Ανάλογα ζητήματα πρέπει να τεθούν σε δήμους που ελέγχονται από δημάρχους του ΣΥΡΙΖΑ που στηρίζουν την κυβέρνηση. Στις περιπτώσει που ανήκουν σε σχήματα αντιπολίτευσης εκεί πρέπει να εντείνουν την αντίθεσή τους με τις μνημονιακές πολιτικές και να συνεργαστούν με τις αριστερές ριζοσπαστικές κινήσεις που υπάρχουν σε αρκετούς δήμους και περιφέρειες στην κατεύθυνση της συνδιαμόρφωσης μαχητικών αυτοδιοικητικών αντιπολιτεύσεων. Ταυτόχρονα, πρέπει οι δυνάμεις της ΛΑΕ να εντείνουν και τη δουλειά στην γειτονιά, που δεν ταυτίζεται με τη δουλειά στην αυτοδιοίκηση, και η οποία αφορά τοπικές πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, στέκια, εργατικές λέσχες, κοινωνικά ιατρεία.

25.Να πάρουμε πρωτοβουλίες στο χώρο της νεολαίας, είναι ανάγκη οι δυνάμεις και τα ρεύματα που υπάρχουν μέσα στη ΛΑΕ να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του νεολαΐστικου κινήματος. Αυτό αφορά και τη συσπείρωση πλάι στις δυνάμεις ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ-Παρέμβασης και το σχετικά μικρό αριθμό νέων της Πλατφόρμας, να εξασφαλίσουμε το σύνολο της πρώην Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό μπορεί να εξειδικευτεί σε πρωτοβουλίες για τη διεύρυνση των ΕΑΑΚ και την πολιτική συνεργασία του συνόλου των αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων, αλλά και σε κοινές πολιτικοκοινωνικές πρωτοβουλίες για την νεολαία της ανεργίας, της περιπλάνησης και της επισφάλειας. Εμείς πρέπει να πάμε στα ΕΑΑΚ κεντρικά και να δουλέψουμε αυτή τη γραμμή, αλλά και στα κατά τόπους σχήματα βάζοντας το ζήτημα εδώ και τώρα συνεργασία πολιτική και κινηματική με ΑΡΔΙΝ και τέως Ν. Συριζα, φροντίζοντας παράλληλα να δοκιμάζουμε την ίδια γραμμή εκεί όπου βρισκόμαστε ανεξάρτητα από τις επιλογές άλλων τάσεων των ΕΑΑΚ. Δεν ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι είμαστε οργανική τάση των ΕΑΑΚ και δεν πρόκειται να αφήσουμε να αποστεωθούν και να γίνουν «παράταξη - ΑΝΤΑΡΣΥΑ». Ως προς τη συνολικότερη δουλειά στη νεολαία, έχει σημασία να μπορέσουμε να δούμε ποιες άλλες τάσεις ενδιαφέρονται για πολιτικοκοινωνικές πρωτοβουλίες κεντρικά για τη νεολαία. Κομβικό θα είναι εδώ να είμαστε εμείς που θα επεξεργαστούμε μια συνολική πρόταση για το τι σημαίνει σήμερα Αριστερό Πρόγραμμα ειδικά για τη νεολαία μέσα στην κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο ακόμη και εάν χρησιμοποιηθεί σε κάποιες παρεμβάσεις η υπογραφή «Νέες./οι ΛΑ.Ε» είναι σαφές ότι δεν απέχουμε από κάτι τέτοιο. Αυτό που προέχει είναι: α) Η δική μας επεξεργασία και σε συνεργασία με την Παρέμβαση πάνω στο τι σημαίνει δουλειά στοη νεολαία, με ποιο πρόγραμμα, με ποια φυσιογνωμία β) Το ξεδίπλωμα των άμεσων πρωτοβουλιών σε σχέση με τα ΕΑΑΚ και τον αναγκαίο συντονισμό της φοιτητικής Αριστεράς γ) Η επεξεργασία, μετά και από κύκλο συζήτησης και με άλλα ρεύματα και τάσεις της μορφής που μπορεί να έχει μια ευρύτερη πολιτικοκοινωνική πρωτοβουλία για το χώρο της νεολαίας χωρίς επικέντρωση στη Σπουδάζουσα και μόνο που να καλύπτει και την επισφάλεια και άλλες τέτοιες κρίσιμες πλευρές.

26. Από εκεί και πέρα έχει σημασία εμείς να διαμορφώσουμε όρους όχι απλώς να παίξει αποφασιστικό ρόλο η Λαϊκή Ενότητα στη διαμόρφωση του μετώπου, αλλά και να υπάρξει στο εσωτερικό αυτής της διεργασίας μια ισχυρή αριστερή και αντικαπιταλιστική τάση, με στοιχεία ηγεμονίας μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς. Αυτό περνάει μέσα από τα ακόλουθα βήματα:

-να βαθύνουμε και να προβάλλουμε την επεξεργασία και την κατεύθυνσή μας για την ανάγκη μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, το τι σημαίνει αυτό στη νέα εποχή, την ανάγκη αυτοκριτικής, το ξεπέρασμα της θεωρητικής και στρατηγικής τεμπελιάς, την αναμέτρηση με τα ερωτήματα της εξουσίας και της ηγεμονίας από τη σκοπιά μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς. Σε αυτό θα συμβάλλει η πραγματοποίηση και της Συνδιάσκεψης της Αριστερής Ανασύνθεσης.

- να διαμορφώσουμε ευρύτερους όρους συσπείρωσης ενός ευρύτερου ριζοσπαστικού πόλου μέσα στην ΛΑΕ, που να συγκεφαλαιώνει όλους όσους θέλουν ένα περισσότερο συγκρουσιακό και ρηξιακό τόνο. Αυτό περιλαμβάνει πέραν της ΑΡΑΝ, της ΑΡΑΣ και της Παρέμβασης και το Κόκκινο Δίκτυο και την ΑΡΚ και τις άλλες ριζοσπαστικές φωνές από τη νεολαία ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει, όμως, να μπορέσει να διατηρήσει διαύλους επικοινωνίας και με τις αριστερές αναζητήσεις μέσα στο Ρεύμα και να μην είναι απλώς μια «αντισυσπείρωση». Μια τέτοια κατεύθυνση θα πρέπει να αποτυπώνεται και \στο περιεχόμενο αλλά και στη μαζική δράση και τις κινηματικές πρωτοβουλίες. Η δική μας παρέμβαση θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για να μπορέσει να προχωρήσει συνολικά η συζήτηση μέσα στη ΛΑΕ, να υπάρξει αυτοκριτική και διόρθωση να υπάρξουν μετατοπίσεις προς τα Αριστερά. Είναι σαφές ότι σε ένα νέο τοπίο, όπως είναι αυτό της ΛΑΕ, όπου αντικειμενικά υπάρχουν και αντανακλαστικά δεξιόστροφα, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένας συγκροτημένος αριστερός πόλος και πρέπει να πρωτοστατήσουμε σε αυτόν.

- να είμαστε πιο συγκροτημένοι και αποφασιστικοί. Απέναντί μας έχουμε άλλες τάσεις αλλά και έναν μηχανισμό, αυτόν του Αριστερού Ρεύματος, που παραμένει συγκροτημένος και συνηθισμένος να λειτουργεί ως τέτοιος. Απέναντί σε μια τέτοια κατάσταση θα ήταν λάθος να διαλέξουμε τη διάχυση ή να παραβλέψουμε την ανάγκη όξυνσης αντιφάσεων. Ούτε μπορούμε να αφήσουμε μια κατάσταση όπου θα υπάρχει ένας ηγεμονεύων μηχανισμός ο οποίος κατά το δοκούν θα «κοοπτάρει» πρόσωπα ή και τάσεις για συνεργασίες. Οφείλουμε με τη δική μας συγκρότηση, παρέμβαση και δράση να συμβάλουμε στην πολιτικοποίηση και ολοένα και πιο συγκροτημένη παρέμβαση.

- να προχωρήσουμε αποφασιστικά στα βήματα για τη νέα κομμουνιστική οργάνωση.

- Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε την ευρύτερη συζήτηση μέσα στην Αριστερά και δη τη ριζοσπαστική. Σήμερα, βλέπουμε να διαμορφώνεται ένα τοπίο όπου κυριαρχούν από τη μια οι αναδιπλώσεις σε ιστορικές τοποθετήσεις και παραδοσιακούς τρόπους πολιτικής και από μια κατάσταση πολιτικής κα.τάθλιψης για ένα τοπίο στην Αριστερά που είναι τραγικά ανακόλουθο με τις απαιτήσεις της περιόδου. Χρειάζεται να παρέμβουμε σε αυτή την ανοιχτή συζήτηση, να προσπαθήσουμε να τη μορφοποιήσουμε, να την μετασχηματίσουμε σε διαδικασία παραγωγής φρέσκιας στρατηγικής. Σε αυτό μπορεί να συμβάλει σημαντικά και το Εκτός Γραμμής με τη νέα αναβαθμισμένη ιστοσελίδα του αλλά και τις εκδοτικές και άλλες πρωτοβουλίες που θα πάρει.

27. Μπροστά μας έχουμε έναν κύκλο διαδικασιών της Λαϊκής Ενότητας. Τις συνελεύσεις των τοπικών και κλαδικών επιτροπών, τις προσπάθειες που υπάρχουν για δημιουργία «τμημάτων» σε κεντρικό επίπεδο, την πανελλαδική σύσκεψη του Οκτώβρη. Πρέπει να τις δούμε αυτές τις διαδικασίες με τη δέουσα σοβαρότητα.

α) Για τη συζήτηση μέσα στις συνελεύσεις: βάζουμε τα σημεία αποτίμησης και τολμηρής αυτοκριτικής του εγχειρήματος, περιγράφουμε τη δημοκρατική συγκρότηση, προτείνουμε κατεύθυνση αγωνιστική ενάντια στα νέα μέτρα και σε τοπικά μέτωπα με λογική κοινής δράσης με άλλες δυνάμεις, θέτουμε το ζήτημα του μετώπου και του προγράμματος. Στις συνελεύσεις πάμε οργανωμένα και με σχεδιασμό. Βάζουμε τα βασικά σημεία του κεντρικού απολογισμού και της γενικής κατεύθυνσης όπως αυτά αποτυπώνονται σε αυτό το κείμενο εκτιμήσεων.

β) Ως προς τα προσωρινά συντονιστικά των τοπικών και κλαδικών επιτροπών προτείνουμε καταρχάς να βγαίνουν με συναινετικό τρόπο. Προφανώς και διεκδικούμε παρουσία συντρόφων από ΑΡΑΝ και Παρέμβαση στα συντονιστικά

γ) Ως προς τις δράσεις σε επίπεδο συνελεύσεων προτείνουμε σχεδιασμό χαρτογράφησης των τοπικών μετώπων σε κάθε περιοχή που να την επιφορτιστεί το συντονιστικό και να αρχίσει να οργανώνεται η παρέμβασή μας τοπικά, να αρχίσει να εξετάζεται η κατάσταση κλαδικά και να παίρνονται πρωτοβουλίες. Σε αυτό χρειάζεται και σχεδιασμός ανά περιοχή από τα αντίστοιχα δικά μας ΚΣ και γραφεία και να υπάρξει και συντονισμός και την Παρέμβαση. Αναδεικνύουμε και κομβικά τοπικά ζητήματα αιχμής. Για παράδειγμα στην Αττική αναδεικνύουμε μέτωπο ΤΑΙΠΕΔ, βάζουμε το θέμα των σκουπιδιών και της ανάγκης τα μέλη της ΛΑΕ στο Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής να καταψηφίσουν τον Σχεδιασμό που θα φέρει η Δούρου.

δ) Ως προς τη συγκρότηση κεντρικών τμημάτων που προτείνεται, κύρια από το Αριστερό Ρεύμα, χρειάζεται μια προσοχή για να μην υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στη συγκρότηση του Αριστερού Ρεύματος και τη συγκρότηση της ίδιας της ΛΑΕ αλλά και άνοιγμα της ουσιαστικής συζήτησης για τις συνδικαλιστικές δράσεις και παρεμβάσεις στην οποία αναφερθήκαμε και πιο πάνω. Το θέμα αυτό περνάει πρώτα και κύρια μέσα από τη δική μας συγκρότηση και επεξεργασία γραμμής για το εργατικό κίνημα και την προβολή της δικής μας λογικής για τη συγκρότηση ενός δυνάμει μαζικού ταξικού πόλου στο εργατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένης και της ανάγκης επεξεργασίας μιας γραμμής οργάνωσης της σύγχρονης εργατικής ταυτότητας της επισφάλειας και της μαζικής ανεργίας. Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι εμείς δεν ταυτιζόμαστε ούτε με όλες τις συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις του Ρεύματος, που μερικές είναι προβληματικές (π.χ. τα εργοδοτικά σωματεία στην Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων), ούτε του «Εμείς» (Φωτόπουλος, Καλφαγιάνηε κ.λπ.). Θέλουμε να βγαίνει μια κεντρική κατεύθυνση σε επίπεδο εργατικού τμήματος, αλλά με συγκεκριμένες πρακτικές και κατευθύνσεις κινούμαστε αντιθετικά. Από την άλλη, όμως, χρειαζόμαστε και πρωτοβουλίες π.χ. συντονισμού σωματείων ή και συντονισμού ταξικών δυνάμεων, όπως και να εκμεταλλευτούμε τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και για την ενίσχυση σε κλάδους (π.χ. στην εκπαίδευση) μιας πιο αγωνιστικής και ενωτικής κατεύθυνσης. Όλα αυτά απαιτούν και μια αναβαθμισμένη λειτουργία του δικού μας τομέα εργαζομένων.

ε) Ως προς την πανελλαδική σύσκεψη της ΛΑ.Ε. 7-8 Νοέμβρη 2015, εκτιμούμε ότι πρέπει να είναι μια ανοιχτή διαδικασία με λογική συναινετική που δεν πρέπει να κλείσει τα ανοιχτά ζητήματα.Χρειάζεται να είναι πεδίο ουσιαστικής συζήτησης και να ανοίξει το δρόμο για μια ιδρυτική συνδιάσκεψη που να έχει αντιπροσώπους, δημοκρατική διαδικασία και αποφασιστικό χαρακτήρα για την πολιτική κατεύθυνση και τον τρόπο συγκρότησης. Αυτό που είναι σημαντικό είναι από τη μια εμείς να βάλουμε ανοιχτά και επιθετικά όλα τα ζητήματα κριτικής και αυτοκριτικής για την πορεία της ΛΑΕ, τον τρόπο συγκρότησης και την αναγκαία φυσιογνωμία, και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουμε πώς ό,τι βγει από εκεί σαν πολιτική διαδικασία να είναι ένα βήμα πιο μπροστά από την άνευρη ανακοίνωση που βγήκε μετά από το Πολιτικό Συμβούλιο.

28. Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης. Έχουμε τονίσει πολλές φορές ότι αυτό δεν αφορά έναν «πολιτικό γάμο συμφέροντος» αλλά την αναμέτρηση με τα στρατηγικά ερωτήματα της περιόδου, την αυτοκριτική διόρθωση, το βάθεμα της πολιτικής συζήτησης, την έξοδο από τη συζήτηση της γεωμετρίας προς την πολιτική του περιεχομένου, Είναι μια συμβολή σε αυτό που κατεξοχήν λείπει σήμερα:τη γραμμή της σύγχρονης κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και της επεξεργασίας μιας σύγχρονης γραμμής μαζών. Σε σχέση με αυτή τη διαδικασία θεωρούμε εσφαλμένη την απόφαση των σ. της ΑΡΑΣ να αποχωρήσουν από αυτή τη διαδικασία όπως θεωρούμε και εσφαλμένη την επιλογή τους να προχωρήσουν κυρίως σε μια γραμμή εξ αριστερών άσκησης επιρροής στον κόσμο που έφυγε από το ΣΥΡΙΖΑ γιατί είναι γραμμή που φανερώνει ατολμία ως προς την υπέρβαση μιας αντιφατικής φυσιογνωμίας και υποτίμηση της αυτοτέλειας που έχει η διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος. Εσφαλμένη θεωρούμε και την επιλογή των σ. του Συλλόγου «Γ. Κορδάτος» να προσανατολιστούν και πάλι προς τις διεργασίες των αποχωρησάντων από το ΚΚΕ κυρίως, να μην μπουν στην ΛΑΕ και να μη συμμετέχουνστη διαδικασία συνδιαμόρφωσης της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης. Ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε να επιδιώκουμε το συντονισμό και τη συνεργασία και με τους σ. της ΑΡΑΣ και με τους σ. του Σ. «Γ. Κορδάτος». Αντίθετα, θεωρούμε ότι παρά τα προβλήματα που υπήρξαν σε πλευρές της εκλογικής μάχης ο πολιτικός διάλογος με τους σ. της Παρέμβασης έχει προχωρήσει και έχει κατακτηθεί βαθμός συντροφικής εμπιστοσύνης. Πρέπει μαζί τους να προχωρήσουμε πολύ πιο αποφασιστικά, βάζοντας μπροστά:

- την από κοινού επεξεργασία πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων, πάνω στην εποχή, το σύγχρονο ιμπεριαλισμό, την ελληνική κοινωνία, το παγκόσμιο και ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.

- την από κοινού επεξεργασία θέσεων για την πολιτική και οργανωτική φυσιογνωμία μιας σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης.

- την από κοινού απεύθυνση σε ένα δυναμικό που πρέπει να εμπλακεί με αυτή τη διαδικασία

- τη συντονισμένη λειτουργία των δύο οργανώσεων με κοινές τομεακές διαδικασίες, κοινές τοπικές διαδικασίες και διαρκή συντονισμό σε κεντρικό επίπεδο.

- την κοινή στάση μέσα στη ΛΑΕ και τα κοινωνικά κινήματα.

28. Σε ό,τι αφορά την ίδια την ΑΡΑΝ είναι ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση του απολογισμού με τον πιο ανοιχτό, συντροφικό και δημοκρατικό τρόπο, να αποτιμηθούνοι επιλογές, να γίνει συζήτηση για τη στρατηγική, να γίνει κριτική και αυτοκριτική, να ανασυγκροτηθεί η συντροφικότητα και η στράτευση γύρω από τις στρατηγικές και τακτικές επιλογές μας. Κουβέντα ανοιχτή, που όμως δεν μπορεί παρά να καταλήγει και σε απολήξεις συντροφικά δεσμευτικές για όσες και όσους επιλέγουν να αναφέρονται στο εγχείρημα της Αριστερής Ανασύνθεσης και στην προοπτική μιας σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης. Είναι σαφές ότι η επιλογή σημαντικού αριθμού συντρόφων να ην συμπαραταχτούν με την κεντρική γραμμή της οργάνωσης, όπως και οι αποχωρήσεις από την ΑΡΑΝ αναδεικνύουν ένα πραγματικό πρόβλημα, μια ενεργή αντίφαση. Σεβόμαστε την ιστορία και τη δράση των συντρόφων, δεν αμφισβητούμε την ειλικρίνεια της αγωνίας τους και ακούμε την κριτική τους αλλά διαφωνούμε με την επιλογή τους που αντικειμενικά ήρθε σε σύγκρουση με την προσπάθεια της οργάνωσης. Πάνω από όλα εκτιμούμε ότι το γεγονός ότι άνοιξε αυτή η συζήτηση στην ΑΡΑΝ δεν είναι ένδειξη ούτε φιλελευθερισμού ούτε αδυναμίας αλλά μιας πραγματικής πολιτικοποίησης, γειωμένης μέσα στη συζήτηση και την αναζήτηση του κόσμου του κινήματος και της Αριστεράς που εσωτερικεύει, αναγκαστικά και αναγκαία, τις αντιφάσεις της πραγματικότητας. Αν σήμερα «ματώνουμε» ως οργάνωση είναι ακριβώς επειδή είμαστε οργάνωση γειωμένη και όχι σέχτα που ζει στον δικό της κόσμο. Γι’ αυτό και δεν χρειάζονται ούτε πολεμικές ούτε καταγγελίες αλλά να προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε συλλογικά και αυτοκριτικά τι συμπυκνώνει αυτή η όξυνση των αντιφάσεων (και των ορίων) και της ίδιας της ΑΡΑΝ. Να αναμετρηθούμε και με το «τέλος εποχής» και πλευρών της δικής μας πολιτικοποίησης. Μπροστά μας είναι η διαδικασία της συνδιάσκεψης στην οποία πρέπει να αναμετρηθούμε με όλα αυτά αλλά και να αποσαφηνίσουμε ποιες πολιτικές επιλογές ορίζουν σήμερα την κατεύθυνση της ΑΡΑΝ. Καλούμε έτσι τις/τους σ. να συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση και να καταθέσουν τον προβληματισμό και την κριτική τους. Όμως, η συνδιάσκεψη θα είναι αυτή που θα κληθεί να επικυρώσει τις επιλογές που κάναμε, όπως είναι η έξοδος από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η συμμετοχή στη ΛΑΕ, αλλά και θα προσδιορίσει τις πολιτικές δεσμεύσεις που θα συνεπάγεται η αποδοχή της οργανωτικής σχέσης με την ΑΡΑΝ. Σε αυτό το πλαίσιο

- Είναι ανάγκη να συνεδριάσουν όλοι οι πυρήνες πάνω στην εισήγηση για το ΚΣΟ

- Το ΚΣΟ αναθέτει τη συγγραφή και προετοιμασία των πολιτικών ντοκουμέντων που λείπουν για να πραγματοποιηθεί η Συνδιάσκεψη και κυρίως το ντοκουμέντο για το πρόγραμμα και το σχέδιο πολιτικής απόφασης που πρέπει να περιλαμβάνει και τις εκτιμήσεις για τις προοπτικές της νέας οργάνωσης.

- Το Δεκέμβρη θα πραγματοποιηθεί η Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΝ

- Στη συνέχεια πρέπει να μπει μπροστά η ιδρυτική διαδικασία της νέας οργάνωσης.