1. Η παγκόσμια οικονομία παραμένει εντός των αντιφάσεων μιας βαθιάς δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, με την ιδιαίτερη μορφή της χρηματοοικονομικης κρίσης. Πρόκειται για τη συνεχιζόμενη εξάντληση της δυναμικής που οδήγησε στην έξοδο από την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970 (νεοφιλελευθερισμός, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, ένταξη στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα των τέως κρατικοκαπιταλιστικών σχηματισμών, χρηματοοικονομοποίηση). Έκφραση αυτών των αντιφάσεων και οι συνεχιζόμενες υφεσιακές τάσεις. Εάν δεν έχουμε εισέλθει ακόμη σε νέα παγκόσμια ύφεση, είναι γιατί διατηρούνται αναπτυξιακές δυναμικές στην Κίνα (αν και με σημάδια κόπωσης και με ανοιχτά ερωτήματα για τους όρους μετάβασης στην επόμενη γενιά εξουσίας) και γιατί η Αμερικάνική κυβέρνηση (και η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα) επιμένουν σε μια κατεύθυνση ποσοτικής χρηματικής επέκτασης. Αντίθετα, η κρίση της Ευρωζώνης και η συνεπακόλουθη ύφεση ουσιαστικά της Ευρωπαϊκής οικονομίας – καθαυτή ένδειξη της εξάντλησης και του ευρωνεοφιλελευθερισμού, της «στρατηγικής της Λισαβόνας αλλά και της δομικά – και καταστροφικά – αντιφατικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης – εξελίσσεται σταθερά στο βασικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα της παγκόσμιας οικονομίας. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης και την ανάγκη ή όχι επεκτατικής νομισματικής πολιτικής αποτυπώνουν πλευρές του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Συνολικά, ο συνδυασμός ανάμεσα στην εκρηκτική όξυνση των αντιφάσεων της χρηματοοικονομοποίησης της οικονομίας, την κρίση του νεοφιλελευθερισμού ως πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος, κάνουν εμφανή την αδυναμία να αναδυθεί ένα εναλλακτικό οργανωτικό, τεχνολογικό και σε τελική ανάλυση κοινωνικό υπόδειγμα που να μπορεί να επιτρέψει μια σταθερή ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους και ταυτόχρονα μια νέα ισορροπία ανάμεσα σε παραγωγή και κυκλοφορία, ανάμεσα σε βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο.

2. Η αναδίπλωση σε όλες τις παραλλαγές των θεωριών της «εσωτερικής υποτίμησης», η θεοποίηση της λιτότητας ως της βασικής λύσης για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, η παγκόσμια επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, με επίκληση είτε του χρέους είτε της ανταγωνιστικότητας, η αναγόρευση των εργασιακών σχέσεων της Ν.Α. Ασίας σε πρότυπο, η αναίρεση του «κοινωνικού κράτους» που γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος για την κρίση χρέους, όλα αυτά δεν φανερώνουν μόνο την επιθετική αναδίπλωση των κυρίαρχων τάξεων σε μια στρατηγική «φυγής προς τα εμπρός», αλλά και την αδυναμία των κυρίαρχων δυνάμεων να επεξεργαστούν μιας εναλλακτική στρατηγική. Ακόμη και οι διαφορές στρατηγικής που κατά καιρούς εμφανίζονται, όπως η απόσταση ανάμεσα στην Αμερικανική νομισματική «χαλάρωση» (αποτέλεσμα και της προνομιακής θέσης του δολαρίου μέσα στο κύκλωμα των παγκόσμιων χρηματαγορών ως «νομίσματος τελευταίας καταφυγής») και την επιμονή της υπό Γερμανική ηγεμονία ΕΕ σε μια περιοριστική πολιτική, δεν μπορούν να συγκαλύψουν ότι το πρόβλημα είναι αλλού: στην αδυναμία διαμόρφωσης μιας τροποποιημένης σχέσης ανάμεσα σε παραγωγή και κυκλοφορία που θα εξασφαλίσει ότι θα είναι οι τομές στην παραγωγικότητα αυτές που θα λειτουργούν ως μοχλός της ανάπτυξης και όχι τα κέρδη στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (με όλους τους κινδύνους βίαιης απαξίωσης που εμπεριέχουν), στο τεράστιο πρόβλημα των δημόσιων οικονομικών, καθώς η πολιτική της διαρκούς άμεσης ή έμμεσης ενίσχυσης του κεφαλαίου έκανε το κρατικό χρέος τη μόνη λύση (που σήμερα καθίσταται ολοένα και περισσότερο ατελέσφορη), στην ανισορροπία ανάμεσα στους πόλους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, στα όρια του ισχύοντος «μεταφορντικού» τεχνολογικού και οργανωτικού υποδείγματος. Ακόμη και τα σχέδια για νέους γύρους πολιτικοστρατιωτικού παρεμβατισμού ενάντια στο Ιράν στην πραγματικότητα παραπέμπουν σε μια προσπάθεια επικύρωσης πολιτικοστρατιωτικά μιας πρωτοκαθεδρίας που οικονομικά βρίσκεται σε διακύβευση.

3. Κομμάτι αυτής της συγκυρίας και αυτών των αντιφάσεων και η βαθιά αντιδημοκρατική στροφή των ηγεμονικών καπιταλιστικών σχηματισμών. Δεν είναι μόνο ότι οι ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομίας και ιδίως η Κίνα είναι ιδιαίτερα αυταρχικά καθεστώτα, θυμίζοντας ότι ο φιλελευθερισμός μπορεί να εφαρμόζεται χωρίς την καταφυγή στη δημοκρατία, όπως ακριβώς και στις απαρχές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και σε πείσμα της μυθολογίας περί της «φιλελεύθερης δημοκρατίας». Πάνω από όλα είναι η αναδίπλωση σε μια βαθιά αυταρχική, μεταδημοκρατική και μεταηγεμονική συνθήκη, ιδίως από τις Ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ, που δεν διστάζουν να προχωρήσουν ακόμη σε ιδιότυπα πραξικοπήματα υπό κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως αυτά που οδήγησαν τον περασμένο χειμώνα στις κυβερνήσεις Μοντι και Παπαδήμου, και να εισηγούνται σχήματα μειωμένης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας στο όνομα της επιβολής των αναγκαίων μέτρων για τη σωτηρία της Ευρωζώνης. Αυτή η αναδίπλωση στη λογική της «διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης», οι κυβερνήσεις «συνεργασίας» ή «εθνικής ενότητας» που στέλνουν το μήνυμα ότι στην πραγματικότητα ό,τι και να γίνει τελικά η λογική των «αγορών» θα κυριαρχήσει, οι καταιγιστικές νομοθετικές ανατροπές στο όνομα των «ειδικών περιστάσεων», η ανάδυση σύγχρονων μορφών οικονομικής επιτροπείας, το νέο κύμα κατασταλτικής αντιμετώπισης των κοινωνικών αντιστάσεων, όλα αυτά συμπυκνώνουν αυτή την αυταρχική στροφή και την οριακή «κρίση της δημοκρατίας» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Κομμάτι αυτής της στροφής και η ιδιότυπη νεοαποικιοκρατική σχεδόν αντιμετώπιση των «αδύναμων κρίκων» και των σχηματισμών με οξυμμένες αντιφάσεις όπως η Ελλάδα και η λογική ότι πρόκειται για κοινωνίες που δεν μπορούν μόνες τους να ανασυγκροτηθούν και απαιτούν εξωτερική στήριξη, επίβλεψη και παρέμβαση.

4. Όμως, αν μιλάμε για αυτές τις δυνητικά αποσταθεροποιητικές τάσεις δεν περιοριζόμαστε μόνο στις αντιφάσεις της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και στην εκρηκτική επιστροφή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο. Ο εκπληκτικός εξεγερσιακός κύκλος από το 2010 μέχρι σήμερα (για να μην ξεχνάμε τα προανακρούσματά του στον Ελληνικό Δεκέμβρη 2008), όλο το πολύμορφο φάσμα των λαϊκών εξεγέρσεων, από την Αραβική Άνοιξη, το Occupy, οι Αγανακτισμένοι, ο ελληνικός «παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος», έδειξαν ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ασφυκτιούν μέσα στη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα. Το αίτημα για πραγματική δημοκρατία δεν αφορά μόνο τον πολιτικό αποκλεισμό, αλλά στην πραγματικότητα την ίδια την καπιταλιστική εκμετάλλευση, στη σημερινή άγρια μορφή της. Γι’ αυτό και η δήλωση ότι του Occupy «είμαστε το 99%», παρ’ όλη την υπερβολή της, στην πραγματικότητα εξέφρασε τη βαθιά πεποίθηση ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών, που στην πραγματικότητα περιλαμβάνει όλες και όλους εκείνους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στηρίζονται στην πώληση της εργατικής τους δύναμης για να ζήσουν, μπορεί σήμερα να διεκδικήσει να οργανώσει την κοινωνία με βάση τις δικές της ανάγκες. Αποτελεί αυτό την έκφραση μιας εν δυνάμει ηγεμονικής κρίσης, ακριβώς μέσα από τη διαλεκτική ανάμεσα σε οικονομική κρίση, πολιτική κρίση και κρίση εκπροσώπησης. Αυτό σημαίνει ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια το ερώτημα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής, η πρόκληση της συλλογικής επεξεργασίας του σοσιαλιστικού οράματος για τον 21ο αιώνα, αποτελεί όχι ακαδημαϊκή ή θεωρητική, αλλά άμεσα πολιτική πρόκληση!

5. Οι αντιφάσεις στην παγκόσμια οικονομία επικαθορίζουν και τις ανακατατάξεις μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η πορεία προς τις Αμερικανικές εκλογές σχετίζεται και το ποια κατεύθυνση θα ηγεμονεύσει όχι μόνο ως προς το εσωτερικό αλλά και ως προς την εξωτερική πολιτική. Αυτό αποτυπώνει και η σχετική προτίμηση της «διεθνούς κοινότητας» προς την διατήρηση μιας κυβέρνησης Ομπάμα και τα σχετικά πιο χαλαρής νομισματικής πολιτικής, παρά μια αναδίπλωση σε ένα πιο επιθετικό μονεταρισμό (και απομονωτισμό) τύπου Tea Party. Από την άλλη είναι σαφές ότι και η πολιτική Ομπάμα δεν απομακρύνθηκε πολύ από τη λογική ενός πολιτικοστρατιωτικού παρεμβατισμού, ως τρόπου επιβεβαίωσης της αμερικανικής ηγεμονίας, όπως αποτυπώνεται π.χ. στην επιμονή στο ενδεχόμενο και πολιτικοστρατιωτικής πίεσης ή ακόμη και επέμβασης στο Ιράκ. Άλλωστε, συνολικότερα η Αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά και οι συσχετισμοί στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, θα εξαρτηθούν και από τον τρόπο που θα αντιμετωπιστεί το νέο τοπίο, που περιλαμβάνει τόσο την άνοδο της Κίνας ως του βασικού αντίπαλου πόλου (αλλά ταυτόχρονα και του βασικού οικονομικά συναλλασσόμενου) αλλά και άλλες δυνάμεις που διεκδικούν περιφερειακό ρόλο (Ινδία, Πακιστάν, Βραζιλία). Ιδίως σε σχέση με την Κίνα, τα ερωτήματα είναι ανοιχτά, καθώς αφορούν τόσο το ερώτημα εάν υπάρχουν τάσεις κόπωσης στην αναπτυξιακή δυναμική της Κίνας, όσο και το ζήτημα του εάν θα διεκδικήσει και υπό ποιους όρους μια πιο αναβαθμισμένη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

6. Σε αυτό πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία η κατάσταση στη Συρία. Είναι ολοφάνερο ότι γίνεται προσπάθεια για συνολικότερη ανατροπή στην περιοχή, μια που είναι ο κρίσιμος κρίκος για να διαμορφωθεί μια φιλοδυτική και φιλοϊσραηλινή ισορροπία στην περιοχή. Η αλληλεγγύη στο Συριακό λαό δεν μπορεί να οδηγήσει στην υποστήριξη μιας «αντίστασης» που όχι μόνο συνειδητά στηρίζεται στις Δυτικές δυνάμεις και πλέον εντάσσεται στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, αλλά και παίζει το πιο επικίνδυνο χαρτί, αυτό της διαπάλης ανάμεσα σε θρησκευτικές σέχτες. Ο συνδυασμός ανάμεσα σε πιθανή ανατροπή στη Συρία μαζί με τη διατήρηση της σχετικής ισχύος του στρατού στην Αίγυπτο, σε συνδυασμό με το φυλοδυτικό προσανατολισμό του καθεστώτος στη Λιβύη, η βασική ελπίδα των Δυτικών ώστε να εξασφαλίσουν ότι η όλη «Αραβική Άνοιξη» τελικά δεν θα οδηγήσει σε μεγάλες γεωπολιτικές ανατροπές. Ενδιαφέρον η στάση της Τουρκίας που σταδιακά μετατοπίζεται προσπαθώντας να προσανατολιστεί στο νέο τοπίο και να μη βρεθεί από τη μεριά των χαμένων σε περίπτωση μεγάλων ανατροπών. Νέο πρόβλημά της η εκ νέου όξυνση του Κουρδικού ζητήματος.

7. Η επέκταση της κρίσης χρέους και σε άλλες χώρες πέραν της Ελλάδα, δείχνει ότι ο ασθενής είναι η ίδια η Ευρωζώνη. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική της εξάρτησης από το δανεισμό από τις διεθνείς χρηματαγορές, ώστε να μπορεί να μειώνεται η άμεση και έμμεση φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου και των σύμμαχων κοινωνικών στρωμάτων, συνδυάστηκε με την πολιτική του ενιαίου νομίσματος, οδηγώντας στις σημερινές εκρηκτικές αντιφάσεις. Το πιο εκτεταμένο σχέδιο νεοφιλελευθερισμού «από τα πάνω», η εικοσαετής δηλ. προσπάθεια για την επιβολή ενιαίου νομίσματος, την άρση κάθε περιορισμού στην κίνηση κεφαλαίων, και την υποχρεωτική «μοντελοποίηση» όλων των ευρωπαϊκών οικονομιών με βάση έναν ακραία πειθαρχικό και αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό, δεν άντεξε το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και έγινε βασικός παράγοντας που σήμερα απειλεί να οξύνει την ανισορροπία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Η τωρινή αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης δεν είναι βιώσιμη παρά μόνο υπό την προϋπόθεση μεγάλων αναδιανεμητικών δαπανών, που όμως δεν είναι εφικτές, γιατί συγκρούονται με τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ και ειδικά τα «συγκριτικά οφέλη» της Γερμανίας από τις ενδοευρωπαϊκές ανισότητες. Ο μη βιώσιμος χαρακτήρας του ευρώ γίνεται ακόμη πιο έντονος σε μια συνθήκη ύφεσης και δημοσιονομικής κρίσης που αντικειμενικά οξύνει και την κρίση χρέους, αλλά και κάνει ακόμη πιο έντονες τις διαφορές παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας (η ύπαρξη μεγάλου αργού παραγωγικού δυναμικού αντικειμενικά σημαίνει και μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας που δεν καλύπτεται από τη μείωση του κόστους εργασίας, εξ ου και η αποτυχία ανάκαμψης μέσω μείωσης των πραγματικών μισθών). Το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει της κρίσης παρά μόνο ως νόμισμα του ευρωπαϊκού κέντρου. Διαφορετικά, η ευρωζώνη θα είναι σε ένα διαρκή φαύλο κύκλο κρίσεων, παρεμβάσεων, «πακέτων σωτηρίας», αλλά και νεοαποικιοκρατικής επιβολής σαρωτικής λιτότητας στην περιφέρεια σε βαθμό πολύ πέρα από το κοινωνικό «σημείο θραύσης».

8. Από την άλλη, η προσπάθεια να μη λάβει τώρα χώρα μια μαζική έξοδος σχηματισμών από το ευρώ, οφείλεται στο ότι δεν είναι εύκολη μια δραματική ανατροπή στην Ευρωζώνη για λόγους κόστους για την παγκόσμια οικονομία, μέσα σε συνθήκη ρευστότητας και κρισιακών τάσεων, για λόγους άμεσου κόστους μέσα στην ίδια την Ευρωζώνη, αλλά και του ενδεχομένου που θα είχε να χαθεί οριστικά το μεγάλο σχέδιο το ευρώ να γίνει το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη διαρκή προσπάθεια να κερδίσουν χρόνο, να «καθησυχάσουν» τις αγορές, να μη διαταράξουν την πολιτική συνθήκη μέχρι τις αμερικανικές εκλογές. Κομμάτι αυτής της προσπάθειας να κερδίσουν χρόνο, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ, κύρια με τη μορφή απεριόριστης αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, αλλά με σαφή «ρήτρα» επιβολής μνημονίων, κίνηση που δεν είναι χωρίς τις αντιφάσεις, εάν κανείς δει τις σταθερές αντιρρήσεις της Μπούντεσμπανκ και τον τρόπο που πίεσε και επέβαλε την απαίτηση λιτότητας σε αντάλλαγμα για τις παρεμβάσεις. Επιπλέον, σε πείσμα μιας προσπάθειας να παρουσιαστεί ότι μπορεί να υπάρξει μέσα στην ΕΕ ένας «άλλος συσχετισμός» πιο φιλολαϊκός, π.χ. γύρω από τη Γαλλία, στην πραγματικότητα η Γερμανική ηγεμονία δεν αμφισβητείται, ιδίως από τη στιγμή που η Γαλλία έχει αρκετά οξυμμένες αντιφάσεις να αντιμετωπίσει. Με αυτή την έννοια, η τρέχουσα κατεύθυνση του γαλλογερμανικού άξονα δεν αμφισβητεί, αλλά επικυρώνει τη Γερμανική ηγεμονία

Εσωτερική συγκυρία

9. Η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να βρίσκεται στο στόχαστρο και μπροστά σε ένα νέο πακέτο σαρωτικών μέτρων. Ωστόσο, είναι σαφές στους κυρίαρχους κύκλους ότι για την Ελλάδα ότι το πρόγραμμα απλώς δεν βγαίνει. Άλλωστε, όλες οι μελέτες δείχνουν ότι είναι πρακτικά αδύνατο να βρεθεί η Ελλάδα με βιώσιμο χρέος του 2015. Έχει γίνει επίσης κατανοητό ότι το βασικό πρόβλημα είναι η παραμονή μέσα στο ευρώ. Προφανώς και θα ήθελαν να αποφύγουν την ελληνική έξοδο – όχι τόσο για το άμεσο κόστος που είναι μάλλον χειρίσιμο, όσο για τον κίνδυνο αλυσιδωτών εξελίξεων στην Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία. Άλλωστε, εάν μιλάμε όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, το πιθανό κόστος γίνεται ακόμη μεγαλύτερο. Από την άλλη, έντονος είναι ο πειρασμός να δοκιμαστεί η τιμωρητική αποπομπή της Ελλάδας και ως ένδειξη αποφασιστικότητας ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης. Πάντως είναι σαφές ότι από την άποψη της προετοιμασίας είναι πολύ πιο έτοιμοι σε σχέση με ένα χρόνο πριν, εξ ου και οι διαρροές, η αρθρογραφία, τα σχέδια. Το κίνημα και η Αριστερά πρέπει να είναι προετοιμασμένη όχι μόνο για να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης σαρωτικής λιτότητας, όπου η κοινωνική ταπείνωση θα εξασφαλίζει την παραμονή της χώρας στο ευρώ, όπως θα ήθελε καταρχήν η ελληνική ολιγαρχία, αλλά και για το ενδεχόμενο είτε χρεοκοπίας είτε αποπομπής από το ευρώ με πρωτοβουλία των ηγετικών κύκλων της ΕΕ, ενδεχόμενο που οξύνει οριακά τις αντιφάσεις, θα διαμορφώσει ακόμη πιο βαθιά συνθήκη πολιτικής κρίσης και θα απαιτήσει την άμεση καθοριστική πολιτική παρέμβαση της Αριστεράς και του κινήματος.

10. Σε αυτό το φόντο και το νέο πακέτο μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση Σαμαρά επιμένει στην κατεύθυνση της «εσωτερικής υποτίμησης». Είναι σαφές ότι και με τα νέα μέτρα θα επικυρωθεί μια συνθήκη κοινωνικής αποδιάρθρωσης και απαξίωσης. Αρκεί να αναλογιστούμε την οικονομική και κοινωνική συνθήκη γύρω μας.

-5 χρόνια συνεχόμενης ύφεσης και πάμε για 6ο ίσως και 7ο. Αθροιστική μείωση του ΑΕΠ ήδη κοντά στο 20%. Απαξίωση κοινωνικού πλούτου που συγκρίνεται μόνο με πολεμική σύγκρουση.

-Μείωση κοντά στο 25% της εσωτερικής ζήτησης

-25,4% των μισθωτών στην κατηγορία των «εργαζόμενων φτωχών»

-Εκτίναξη της επίσημης ανεργίας στο 24,4% τον Ιούνιο, με ανεργία των νέων στο 55% αλλά και 21% στην πιο παραγωγική ηλικία (35-44). Σαφής τάση για ανεργία πολύ πάνω από το 30% στο εγγύς μέλλον.

-Μείωση των μέσων μισθών που σύντομα θα πλησιάζουν της Εσθονίας και της Κροατίας

-Εμφάνιση φαινομένων όπως η μαζική επιστημονική μετανάστευση.

-Η περιβόητη ανάπτυξη μέσω εξαγωγών φυσικά και δεν ήρθε καθώς η μικρή αύξηση των εξαγωγών δεν σήμαινε και μεγάλες αναπτυξιακές δυναμικές, εφόσον αδυνατεί να αντισταθμίσει την εσωτερική ύφεση.

Την ίδια στιγμή το νέο πακέτο μέτρων, το οποίο γίνεται ολοένα και πιο επιθετικό με βάση και τις απαιτήσεις και παρεμβάσεις της Τρόικας, έρχεται να ολοκληρώσει αυτή τη συνθήκη οπισθοδρόμησης

-Νέες μεγάλες μειώσεις σε συντάξεις και μισθούς. Ιδίως η μείωση των συντάξεων απειλεί τους μηχανισμούς διαγενεακής αλληλεγγύης.

-Διάλυση της εργατικής νομοθεσίας, θέσπιση μείωσης των κατώτερων μισθών, κατάργηση του 5ημέρου, πλήρης ελαστικοποίηση του ωραρίου εργασίας, νέες μειώσεις μισθών και στον ιδιωτικό τομέα με νομοθετική παρέμβαση.

-Σαρωτικές περικοπές σε παιδεία και υγεία που θα σημαίνουν άμεσα ορατή μείωση του παρεχόμενου έργου. Συνολικά: επίθεση σε κάθε έννοια δημόσιου αγαθού

-Τεράστιες περικοπές στα προνοιακά επιδόματα

-Περικοπές στους ΟΤΑ που θα διαλύσουν μεγάλο μέρος της λειτουργίας τους

-Νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων.

11. Αυτά τα μέτρα δεν αποτελούν απλώς τμήμα μιας νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Δεν είναι, δηλαδή, η βελτίωση κάποιων παραμέτρων ανταγωνιστικότητας, κόστους η επέκτασης της δράσης του ιδιωτικού τομέα. Αναλογούν σε ένα άλλο πρότυπο, μια σαφώς υποδεέστερη θέση στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Οι ηγεμονικοί σχηματισμοί της ΕΕ επιδιώκουν μια νέα εκδοχή «Ευρωπαϊκού Νότου» που θα συμμετέχει στην «ευρωπαϊκή ενοποίηση» με σαφώς υποδεέστερη θέση, με μειωμένες προσδοκίες και με αφετηρία τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και των κατακτήσεων, κατά το πρότυπο της «εσωτερικής αποικιοποίησης» της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά και των υπόλοιπων σχηματισμών της ανατολικής Ευρώπης. Εάν κανείς συνδυάσει την τρομαχτική εσωτερική υποτίμηση, την επιστημονική μετανάστευση, τη διάλυση της ανώτατης εκπαίδευσης, τη στροφή από κλάδους έντασης κεφαλαίου και υψηλής προστιθέμενης αξίας σε κλάδους όπως η γεωργία, τα επεξεργασμένα γεωργικά προϊόντα, ο τουρισμός και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο σημαντικότερης παρά ποτέ παρουσίας ξένων κεφαλαίων στις εκποιούμενες επιχειρήσεις, τότε η εικόνα που βγαίνει είναι μιας χώρας με ένα «αναπτυξιακό μοντέλο μειωμένων προσδοκιών», εγκλωβισμένη σε μια ιδιότυπη εξάρτηση από τις γενικότερες τάσεις στο ευρωπαϊκό κέντρο, μια εν δυνάμει «Ειδική Οικονομική Ζώνη», χωρίς ουσιαστική δυναμική πέραν της διαρκούς απόπειρας προσέλκυσης επενδύσεων με βασικό «συγκριτικό πλεονέκτημα» τη διαρκή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Για την ελληνική αστική τάξη, αυτό είναι, αναμφίβολα πισωγύρισμα, γιατί μια τέτοια χώρα θα έχει μειωμένη παρουσία στα Βαλκάνια και μειωμένες φιλοδοξίες να γίνει ισχυρός περιφερειακός παίκτης, ιδίως από τη στιγμή που θα σπρωχτεί αποκλειστικά στον ανταγωνισμό με τις χώρες της κοντινής της περιφέρειας. Ωστόσο, προς τον παρόν θεωρεί ότι εάν μπορεί, έστω και με χαμηλότερη αφετηρία και χαμηλότερη προοπτική, να διατηρήσει την κυριαρχία και τη δυνατότητα αφαίμαξης κοινωνικού πλούτου (που για την ελληνική ολιγαρχία πάντα υπερέβαινε την απλή κερδοφορία), τότε είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί. Ταυτόχρονα, αυτή η συνθήκη αντικειμενικά σημαίνει γεωστρατηγική υποβάθμιση και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες περιπέτειες, ιδίως από τη στιγμή που επιλέγεται ακόμη μεγαλύτερη, σχεδόν υποτελής, πρόσδεση στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τις επικίνδυνες τακτικές του Ισραήλ. Οι παλινωδίες των διαφόρων εν δυνάμει «συνεταίρων» στο θέμα των αγωγών – αντανάκλαση και ευρύτερων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών – είναι ενδεικτικές. Ακόμη και το περιβόητο Ελντοράντο των υδρογονανθράκων στο υπέδαφος του Αιγαίου, είναι βέβαιο ότι εάν ποτέ αξιοποιηθεί, θα γίνει με όρους εξευτελιστικούς ως προς την κλίμακα της συνεκμετάλλευσης με εταιρείες από τους μείζονες ιμπεριαλιστικούς συσχετισμούς. Λογικό είναι κανείς επίσης να δει και κινήσεις εκμετάλλευσης της ελληνικής κρίσης στο πλαίσιο των ανταγωνισμών στην περιοχή, ιδίως σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Όλα αυτά διαμορφώνουν μια συνθήκη συνολικότερης κοινωνικής αλλά και εθνικής κρίσης, με την έννοια ότι διακυβεύεται το συνολικότερο μέλλον μιας κοινωνίας, η πορεία που θα πάρει και τα κοινωνικά συμφέροντα που θα ηγεμονεύσουν. Αυτό ορίζει και το διακύβευμα σε όρους κοινωνικών μπλοκ: εάν θα ακολουθήσουμε το δρόμο μιας πρωτοφανούς ιστορικής οπισθοδρόμησης που μας σπρώχνουν οι αστικές δυνάμεις ή μιας ανοικοδόμησης με βάση την πρωτοβουλία των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού.

12. Ζούμε τη ραγδαία αποσάθρωση των πολιτικών εκπροσωπήσεων της Μεταπολίτευσης, αλλά και την προσπάθεια αυταρχικότερης θωράκισης της κυρίαρχης πολιτικής. Παρότι η κυβέρνηση Σαμαρά είναι μια κυβέρνηση με ημερομηνία λήξης, μέχρι τότε θα δούμε τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια να βγάλει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των τομών που επιδιώκουν η Τρόικα και οι δυνάμεις του κεφαλαίου. Γι’ αυτό και πρέπει να περιμένουμε αυταρχική σκλήρυνση, όπως φάνηκε και από τις διάφορες δηλώσεις Δένδια για ενίσχυση της αστυνομίας, νέο βαρύτερο εξοπλισμό, πυροσβεστικές αντλίες κατά των διαδηλωτών. Η ΝΔ προφανώς και έχει επίγνωση ότι με αυτό τον τρόπο διαμορφώνει συνθήκη συρρίκνωσης και της εκλογικής της βάσης, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχει άλλη επιλογή από τη συμμόρφωση προς τα μέτρα, ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς όχι μόνο τον εκβιασμό της Τρόικα αλλά και την πίεση από τις ντόπιες κεφαλαιακές μερίδες. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αντιμετωπίζουν αντιφάσεις στο εσωτερικό τους, διαφόρων ειδών. Στην μεν περίπτωση του ΠΑΣΟΚ η βασικότερη σύγκρουση δεν αφορά τόσο το εάν θα προτιμούσαν μια φιλολαϊκότερη πολιτική – στην πραγματικότητα οι «αντιρρησίες» τύπου Λοβέρδου θα ήθελαν πιο σκληρή πολιτική – όσο το πλασάρισμα για το τοπίο της «ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς». Στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ οι διαφοροποιήσεις δεν αναιρούν την προσκόλληση στη βασική θέση που είναι η διαχείριση της εξουσίας. Αυτό εξηγεί όλη τη φαρσοκωμωδία με τα μέτρα να έχουν συμφωνηθεί από καιρό και ΠΑΣΟΚ κι ΔΗΜΑΡ να «προβάλουν αντιρρήσεις», να «χαράσσουν κόκκινες γραμμές» κ.ο.κ. Η σταδιακή φθορά των μνημονιακών κομμάτων από την προσκόλληση σε αυτή τη στρατηγική, διαμορφώνει και ανακατατάξεις στο πολιτικό τοπίο. Σε αυτό το φόντο – και με δεδομένη την επιθετικότητα των απαιτήσεων της Τρόικας που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όποια όρια αντοχής ακόμη και τμημάτων του σκληρού πυρήνα των κρατικών μηχανισμών – το κυβερνητικό κέντρο παραμένει έντονα ασταθές και η πολιτική κρίση είναι ενεργή. Είναι σαφές ότι όσο η Αριστερά δεν μπορεί να κερδίσει από αυτές τις ανακατατάξεις και όσο δεν εμφανίζεται κάποια άλλη πειστική «ενδοσυστημική» αντιπολίτευση (π.χ. μια νέα εκδοχή κεντροαριστεράς σε σχετική αποστασιοποίηση από τα Μνημόνια) τόσο θα αυξάνει η απήχηση της Χρυσής Αυγής.

13. Δεν έχουμε να κάνουμε με συγκυριακή εκλογική ενίσχυση της Χρυσής Αυγής αλλά με ένα πραγματικό κίνημα, που για ένα διάστημα θα διατηρηθεί και θα φέρει ευρύτερες ανακατατάξεις και μετατοπίσεις στην πολιτική σκηνή. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν μπορεί να αποδίδεται μόνο στην αντιμεταναστευτική πολιτική της. Οφείλεται πολύ περισσότερο σε μια σειρά από παράγοντες

·Στο συνδυασμό ανάμεσα στην κρίση εκπροσώπησης των μνημονιακών κομμάτων και τη διατήρηση ισχυρών συντηρητικών, αυταρχικών, σεξιστικών αντανακλαστικών, ιδίως μέσα στο ευρύτερο «δεξιό μπλοκ».

·Στην πολιτική επένδυση στην αντίθεση προς ένα επίσημο πολιτικό σκηνικό που ταυτίζεται με τη διαχείριση της εξουσίας και τη διαφθορά

·Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μικροαστικής αλλά και ευρύτερα λαϊκής ανασφάλειας (και εξέγερσης) που έλκεται από πολιτικές εγκλήσεις που συνδυάζουν το αντισυστημικό με το αυταρχικό και πατερναλιστικό

·Στην ευρύτερη πολιτιστική κρίση, με την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει και σε κομμάτια νεολαίας

·Στην αδυναμία της Αριστεράς να πιάσει την εθνική διάσταση της κοινωνικής κρίσης, το βίωμα μιας συνολικότερης εθνικής ταπείνωσης.

·Στην επένδυση από τα κυρίαρχα κόμματα στο λεξιλόγιο του ρατσισμού, της αντιμεταναστευτικής υστερίας και του «νόμου και τάξης», αλλά και τη αδυναμία της Αριστεράς να έχει μια ολοκληρωμένη πολιτική τοποθέτηση πάνω στο μεταναστευτικό που να επικεντρώνει στα αίτια που γεννούν τη μετανάστευση (πόλεμος, ιμπεριαλισμός, φτώχεια), στις θεσμικές επιλογές της Ευρώπης Φρούριο (όπως το «Δουβλίνο ΙΙ) που εγκλωβίζουν πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελλάδα, στην οικοδόμηση δεσμών αλληλεγγύης και κοινής πάλης των εργαζομένων – ντόπιων και ξένων – με βάση τα κοινά προβλήματα.

Αυτή τη στιγμή η Χρυσή Αυγή αναμφίβολα είναι σε άνοδο, διατηρώντας και ενισχύοντας τις εκπροσωπήσεις της. Τους μήνες μετά τις εκλογές κινήθηκε συστηματικά, οικοδομώντας βάσεις, οργανώνοντας την επιρροή της, δοκιμάζοντας (και υπερπροβάλλοντος μηντιακά) τις πρακτικές αλληλεγγύης, επιμένοντας στο να μεγιστοποιήσει την «ορατότητά της», επενδύοντας πολιτικά σε ζητήματα από τα οποία θα αποσπάσει όφελος (π.χ. το ζήτημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε κατοικημένες περιοχές), διατηρώνταςμια συστηματική παρουσία σε επίπεδο λόγου, ανακοινώσεων, παρουσίας στην τηλεόραση, κάνει λιγότερα από όσα λέει, αλλά ξέρει και τα προβάλλει. Κοινώς επιδιώκει συστηματικά και μεθοδικά, να οικοδομήσει τη δική της «αντιηγεμονία» σε στρώματα και περιοχές, εκμεταλλευόμενη και την απουσία ή την απροθυμία της Αριστεράς. Ταυτόχρονα, η άνοδός της έχει φέρει και μια συνεπακόλουθη αύξηση των ρατσιστικών επιθέσεων και της βίας, ιδίως από τη στιγμή που και αυτό είναι τμήμα της απήχηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που κύκλοι της Δεξιάς, αντιλαμβανόμενοι και τον κίνδυνο η ΝΔ να βρεθεί με σημαντική υποχώρηση και η ΧΑ με άνοδο, σπεύδουν να αρθρώσουν μια ατζέντα με έντονα τα στοιχεία του σκληρού εθνικισμού, του κλασικού αντικομμουνισμού και της λογικής της αυταρχικής εκτροπής έναντι των έκτακτων συνθηκών για να ανορθωθεί η χώρα και να «τιμωρηθούν» οι επίορκοι (π.χ. αρθρογραφία Φ. Κρανιδιώτη στη «Δημοκρατία»). Από την άλλη, εμφανίζονται, κύρια από την ΝΔ και προσπάθειες να ανακοπεί η δράση της, είτε με την υιοθέτηση πλευρών της ατζέντας της, είτε με την προσπάθεια περιορισμού των «έκνομων» πλευρών της δράσης της.

Όλα αυτά συνδυάζονται με το βαθιά ενδοσυστημικό χαρακτήρα της πολιτικής της Χρυσής Αυγής και το φιλοεργοδοτικό προσανατολισμό της και αναδεικνύουν την πρόκληση της απάντησης, που δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην αντιρατσιστική δράση, όσο σημαντική και εάν είναι. Η πραγματική απάντηση στους φασίστες περνάει μέσα από:

·Στην κατάδειξη του βαθιά συστημικού και φιλοκαπιταλιστικού προσανατολισμού της Χρυσής Αυγής, σε πείσμα της «αντισυστημικής» ρητορείας της και στη συστηματικά αποκάλυψη και κριτική των πολιτικών προτάσεών της.

·Την επέκταση και γενίκευση πρακτικών αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και αυτοάμυνας στις γειτονιές.

·Την κατάδειξη ότι η συλλογική πάλη μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από τη φασιστική βία και προπαγάνδα.

·Το ξανακέρδισμα προς τα Αριστερά και προς το κίνημα μεγάλου μέρους της νεολαίας, με ειδική προσπάθεια για μαθητική νεολαία των υποβαθμισμένων περιοχών και σχολείων και τα κομμάτια της νεολαίας που έχουν «χαμηλές προσδοκίες».

·Την οργανωτική απάντηση στην ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής.

14. Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ το διάστημα από τις εκλογές είναι ιδιαίτερα αντιφατική. Σε επίπεδο κεντρικής γραμμής κυριαρχεί η λογική του καταναγκαστικού φιλοευρωπαϊσμού που αποτυπώνεται στη διαρκή έγκληση προς την κυβέρνηση ότι θα μας πάει πίσω στη δραχμή, αλλά και στην πρακτική της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης» και της απροθυμίας να συνδεθούν ή να πάρουν την ευθύνη για το ξεκίνημα νέων γύρων κινητοποιήσεων. Η λογική της υπεύθυνης αντιπολίτευσης αποτυπώθηκε και σε κινήσεις όπως η συνάντηση με τον Πέρες ή η στήριξη της απεργίας των αστυνομικών. Στο συνδικαλιστικό κίνημα μένει σε επίπεδο διακηρύξεων ή μιας προσπάθεια να συσπειρώσει ένα κομμάτι που διαφοροποιείται από την ΠΑΣΚΕ και όχι σε μια κατεύθυνση αναμέτρησης με τις προκλήσεις της περιόδου. Η κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενιαίου κόμματος συνδυάζεται και με μια προσπάθεια δεξιόστροφης μετατόπισης του μέσου όρου του πολιτικού λόγου. Χαρακτηριστική εδώ και η προσπάθεια διεκδίκησης της «πολιτικής κληρονομιάς» του ΠΑΣΟΚ και της ανάδειξης της Αριστεράς ως νέας «δημοκρατικής παράταξης». Από την άλλη μεριά, οι πιο αριστερές φωνές αυτή τη στιγμή μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. το Αριστερό Ρεύμα) δεν αμφισβητούν την κυρίαρχη γραμμή, ακόμη κι όταν αρθρώνουν μια διαφορετική, σχεδόν αντιθετική κατεύθυνση, προκρίνοντας περισσότερο την επένδυση στο ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί μια αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη ή να υπάρξει συνθήκη χρεοκοπίας οπότε θα μπορούν να διεκδικήσουν ότι η δική τους γραμμή δικαιώθηκε. Ο συνδυασμός της σχετικής αγωνιστικής απραξίας, της αμηχανίας απέναντι σε φαινόμενα όπως η άνοδος των φασιστών και η ανεπάρκεια μιας πρωτίστως κοινοβουλευτικής τακτικής αναμονής του ώριμου φρούτου, σημαίνει ότι είναι αρκετά μεγάλο το κομμάτι εκείνο που θα ήθελε να ακούσει μια διαφορετική προσέγγιση. Με γραμμή και τακτική όπως του ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερά δεν οικοδομεί την ηγεμονία της μέσα στην κοινωνία πριν ακόμη πάρει την κυβερνητική εξουσία. Δεν χαράζει διαφορετικό δρόμο. Δεν διαλέγει τα σημεία ρήξης με την ΕΕ, το ευρώ και τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Δεν αρθρώνει εναλλακτική αφήγηση. Αναδεικνύεται σε εναλλακτική κυβερνητική λύση, που θα κληθεί να αναμετρηθεί με τα όρια της δικιάς της πολιτικής, όχι όμως σε φορέα αντιηγεμονίας. Κινδυνεύει να βρεθεί αδύναμη σε έναν ενδεχόμενο «τρίτο γύρο» απέναντι σε ένα πολύ σκληρό δεξιό μπλοκ με αναβαθμισμένη θέση, αν όχι ηγεμονία, των νεοφασιστικών απόψεων.

15. Το ΚΚΕ εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα σε μια συνθήκη αμηχανίας και αναδίπλωσης μετά την ήττα των εκλογών του Ιούνη. Είναι προφανές ότι έχει ανοίξει έντονη εσωτερική συζήτηση που αγγίζει ακριβώς τα κρίσιμα ερωτήματα για τη συγκυρία, την εξουσία, το ερώτημα της κυβέρνησης, τη μετωπική πολιτική, έστω και εάν αυτή φιλτράρεται μέσα από τον έλεγχο που ασκεί ο μηχανισμός μέσα στην οργάνωση. Αυτό εξηγεί επίσης τις ταλαντεύσεις ανάμεσα σε περισσότερο «ενωτικούς τόνους» και την κλασική πολεμική, την αρθρογραφία στην ΚΟΜΕΠ και το Ριζοσπάστη, την κριτική στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ήταν ταυτόχρονα και εσωκομματική κριτική σε όσους διεκδικούν μια πιο πρωτότυπη και διαλεκτική επαναστατική στρατηγική, αλλά και τις απόπειρες υπεράσπισης της γραμμής μέσα από σχήματα του τύπου «σήμερα ο οππορτουνισμός είναι πιο ισχυρός από ό,τι το 1993». Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι η ηγεσία θα προσπαθήσει να ενεργοποιήσει πάλι το μηχανισμό, ενόψει και του Συνεδρίου, αλλά και σε μια προσπάθεια πολιτικής και εκλογικής ανάκαμψης μέχρι τις Ευρωεκλογές. Παραμένει όμως ανοιχτό το ερώτημα σε ποιο βαθμό θα κρατήσει τη συζήτηση εντός ορίων ή εάν αυτή θα ανοιχτεί προς τα έξω. Όπως και παραμένει και ανοιχτό το ερώτημα το εάν και κατά πόσο η συζήτηση αυτή θα παραμείνει κυρίως στα όρια της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον νεοαριστερισμό της κεντρικής γραμμής (παράλληλα με την επιμονή σε μια αρνητική ανάγνωση της συγκυρίας και θέσεις του τύπου μόνο με λαϊκή εξουσία έχει νόημα η έξοδος από την ΕΕ, διαφορετικά είναι καταστροφή) και έναν «αριστερό φλωρακισμό» (εξάρτηση, μέτωπο, κυβέρνηση) ή εάν θα μπορέσει να πάρει μια πιο πλούσια μορφή. Και αυτό σημαίνει, εκτός όλων των άλλων, και την ανάγκη δικές μας αναζητήσεις και απόπειρες αναμέτρησης με αυτά τα ερωτήματα και να δουλευτούν πολύ περισσότερο αλλά και να προβληθούν μέσα στη συζήτηση της Αριστεράς.

Συσχετισμός δύναμης, πολιτική στρατηγική και τακτική

16. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ποια είναι η κατάσταση του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δύναμης; Κατά τη δική μας γνώμη τα στοιχεία μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης παραμένουν ενεργά: η επίθεση ενάντια στα εργατικά και μικροαστικά στρώματα παραμένει περισσότερο παρά ποτέ ενεργή, οι επιπτώσεις της ύφεσης παραμένουν, η απουσία ενός «ηγεμονικού» σχεδίου καπιταλιστικής ανάπτυξης επιτείνει τα προβλήματα, η οργή και η αγανάκτηση συσσωρεύεται, η κρίση της Ευρωζώνης βαθαίνει, η επιθετικότητα της επιτροπείας από την Τρόικα σημαίνουν ότι σύντομα και η νέα εκδοχή κυβερνητικού σχήματος θα απαξιωθεί υπό το βάρος της αγριότητας των μέτρων. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι από μόνες τους αυτές οι τάσεις αρκούν: είπαμε και πιο πάνω ότι το καθοριστικό στη συγκλονιστική διετία που πέρασε ήταν ένα ευρύτατο φάσμα από συλλογικές αγωνιστικές πρακτικές που σφυραλάτησε μορφές αγωνιστικής ενότητας και τροφοδότησε την απομάκρυνση από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Άρα υπό την προϋπόθεση ότι η κοινωνική και πολιτική σύγκρουση θα κλιμακωθεί και θα υπάρξει ένας νέος γύρος μεγάλων αγώνων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πολιτική κρίση θα βαθαίνει και θα οριακά θα μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά ηγεμονικής κρίσης: παρά τη φαινομενική σταθερότητα που διεκδικεί το κυβερνητικό κέντρο, δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει ένα νέο κύκλο κοινωνικών εκρήξεων, ή τις επιπτώσεις μεγάλων ανατροπών στην Ευρωζώνη, ή τον πολιτικό αντίκτυπο ενός ενδεχομένου χρεοκοπίας ή αποπομπής από την ευρωζώνη.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι που έχουμε μιλήσει για την ανάδυση ενός εν δυνάμει ιστορικού μπλοκ μέσα στην ελληνική κοινωνία. Τονίζουμε εδώ την έννοια του δυνάμει. Η έννοια του ιστορικού μπλοκ στον Γκράμσι δεν είναι μια αναλυτική – περιγραφική έννοια, δεν αποτυπώνει απλώς «κοινωνιολογικά» μια συμμαχία κοινωνικών τάξεων. Είναι μια έννοια στρατηγική. Αποτυπώνει το πώς μπορούν να γίνουν τα πράγματα υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένων ιστορικών και πολιτικών διεργασιών. Ιστορικό μπλοκ διαμορφώνεται όταν αναδύεται μια κοινωνική συμμαχία, μέσα σε αυτή υπάρχει ηγεμονία μιας τάξης με «οργανικό» στρατηγικό πολιτικό σχέδιο, ένα όραμα και μια στρατηγική, μια «αφήγηση» για το προς τα που πρέπει να πάνε τα πράγματα, άρα ένα σχέδιο για το κοινωνικό και παραγωγικό υπόδειγμα, την πολιτική οργάνωση, τον κοινωνικό μετασχηματισμό, την πολιτιστική αναγέννηση, και όλα αυτά διαμεσολαβούνται και συμπυκνώνονται σε ένα πολιτικό μέτωπο που είναι ταυτόχρονα ο «σύγχρονος ηγεμόνας» αλλά και το εργαστήρι για να επεξεργαστούμε μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, υποκειμενικότητας, το υλικό της ηγεμονίας. Και αυτή είναι σήμερα η εκρηκτική αντίφαση μέσα στην πλευρά των λαϊκών δυνάμεων. Από τη μια πολλά από τα στοιχεία του δυνάμει ιστορικού μπλοκ υπάρχουν: η κοινωνική συμμαχία, η πόλωση, η ανάδυση μορφών συλλογικής έκφρασης και συνάντησης των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, η πολιτική κα δυνάμει ηγεμονική κρίση, η συλλογική αναγνώριση σε ένα αίτημα κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής («πραγματική δημοκρατία», δικαιοσύνη, όχι στα μνημόνια, εθνική ανεξαρτησία). Από την άλλη, υπάρχουν κρίσιμα κενά: το θέμα του πολιτικού σχεδίου και προγράμματος, τόσο ως προς το ζήτημα της θέσης της Ελλάδας στον κόσμο (και το διεθνές οικονομικό σύστημα), μια κρίσιμη πλευρά οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου, όσο και ως προς το θέμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, ενός εναλλακτικού παραγωγικού προτύπου, αλλά και ως προς το θέμα της πολιτικής οργάνωσης. Το ζήτημα του πολιτικού μετώπου – εκτός και εάν πιστέψουμε ότι αυτό καλύπτεται από το ΣΥΡΙΖΑ, θέση με την οποία διαφωνούμε – , το ζήτημα των μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης, «αντιεξουσίας» και αλληλεγγύης και η διαλεκτική τους με τον αναγκαίο μετασχηματισμό των κρατικών θεσμών.

17. Μια τέτοια εκτίμηση επιβάλλει για εμάς μια διπλή οριοθέτηση απέναντι σε απόψεις τις οποίες θεωρούμε λανθασμένες.

·Η μία είναι αυτή που ταυτίζει σήμερα το «ιστορικό μπλοκ» με την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ή με την ίδια τη διαδικασία και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η άποψη αυτή ενώ εντοπίζει το προφανές, ότι δηλαδή μεγάλο μέρος της αριστερής στροφής και της ριζοσπαστικοποίησης στράφηκε εκλογικά προς το ΣΥΡΙΖΑ καθώς και ότι τμήμα του εν δυνάμει «υλικού» του αναγκαίου πολιτικού μετώπου βρίσκεται μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή παραβλέπει ότι η πολιτική γραμμή, πρακτική και φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ απέχει πολύ από το να είναι η πολιτική ραχοκοκαλιά ενός δυνάμει «ιστορικού μπλοκ». Αυτό είναι το αποτέλεσμα του καταναγκαστικού ευρωπαϊσμού, που αρνείται να συζητήσει ακόμη και ως ‘plan B’ την έξοδο από το ευρώ, της λογικής της «λελογισμένης» αμφισβήτησης των μνημονίων εντός των ορίων της τρέχουσας ευρωπαϊκής πολιτικής, της πρακτικής της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», της λογικής του «ώριμου φρούτου», της αποφυγής κινηματικών εκθέσεων, της υποτίμησης της αυτοτελούς δράσης του λαϊκού παράγοντα. Εκτιμούμε παράλληλα ότι δεν έχει βάση ούτε προοπτική και το σχέδιο των αριστερών φωνών μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ (Αριστερό Ρεύμα) που συνδυάζουν την νομιμοφροσύνη ως προς την κεντρική γραμμή με την ελπίδα ότι θα δικαιωθούν στη συγκυρία της χρεοκοπίας ή της αποπομπής από το ευρώ. Εάν η Αριστερά δεν έχει αρθρώσει όρους μιας αντιηγεμονικής κατεύθυνσης, τότε το ενδεχόμενο είναι τέτοιες τομές να οδηγήσουν και σε αντιδραστικές μετατοπίσεις.

·Η άλλη λανθασμένη άποψη είναι αυτή που ξεκινώντας από τη διαπίστωση της δεξιάς γραμμής και λογικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σπεύδει να υποτιμήσει την αριστερή ή ριζοσπαστική φόρτιση της ψήφου προς τα εκεί, μιλά για ενδοσυστημική ψήφο, για κοινωνία που δεν είναι τόσο βαθιά «συνειδητοποιημένη» ή πολιτικοποιημένη και γι’ αυτό στρέφεται προς την «εύκολη λύση» της ψήφου προς το ΣΥΡΙΖΑ και κατά συνέπεια εκτιμά ότι απέχουμε σημαντικά από μια συνθήκη ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών και η έμφαση πρέπει να είναι στο διαχωρισμό και την «επαναστατική πολιτικοποίηση» των λαϊκών μαζών. Πέραν των δομικών προβλημάτων μιας τέτοιας άποψης, κύρια τη μεταφυσική και σχεδόν θρησκευτική αντίληψη της «πολιτικής συνειδητότητας», αυτό που παραβλέπει είναι ότι μεγάλο μέρος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων έκαναν την έστω και μερική, αντιφατική και μετέωρη επανάστασή τους σε όλη την ακολουθία από τις Πλατείες, στις απεργίες, στις συγκρούσεις, στη επιλογή – σε πείσμα της ιδεολογικής τρομοκρατίας – της ψήφου προς τα Αριστερά. Προφανώς και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λογική του «εύκολου δρόμου», τόσο ως προς τις αυταπάτες νομιμότητας και κοινοβουλευτισμού που αποπνέει όσο και ως προς την άρνηση σύγκρουσης με την «Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση» και συνολικά τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Όμως, στην πραγματικότητα δεν κέρδισε εκλογικά επειδή σε ένα «χρηματιστήριο ευκολίας» των πολιτικών προτάσεων της Αριστεράς κέρδισε, αλλά επειδή ήταν η μόνη δύναμη που έθεσε το θέμα της εξουσίας και της κυβέρνησης απαντώντας – έστω και με αφελείς και αστόχαστους επικοινωνιακούς όρους αρχικά, βαθιά ρεφορμιστικούς και ενδοσυστημικούς μετά – σε ένα πραγματικό ερώτημα: ότι οι παραδοσιακές μορφές κινηματικής διεκδίκησης και «αγωνιστικού εκβιασμού» της πολιτικής εξουσίας δεν αρκούσαν και χρειαζόταν και η στόχευση στον κόμβο της πολιτικής εξουσίας.

18. Επομένως, η πρόκληση για όσους επιμένουμε στη θετική πλευρά των κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών και της ανάδυσης ενός δυνάμει ιστορικού μπλοκ και ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε ότι η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ είναι παραπάνω από ανεπαρκής για να μπορέσει να καλύψει αυτό το κενό, είναι να επεξεργαστούμε και να βάλουμε μπροστά ένα εναλλακτικό και επείγον σχέδιο. Το βασικό για εμάς είναι να στοχαστούμε το σχέδιο αυτό στην αυτοτέλεια και τη συνολικότητά του, αποφεύγοντας και τη λογική της συμπληρωματικότητας προς το ΣΥΡΙΖΑ και την λογική της εύκολης «αριστερής αντιπολίτευσης». Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο για εμάς σήμερα δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε μια εκτίμηση πολιτικής γεωμετρίας και συσχετισμών μέσα στην Αριστερά, αλλά πάνω από όλα στην εκτίμηση των απαιτήσεων που θέτει η συγκυρία συνολικά για το κίνημα και την Αριστερά.

19. Για εμάς ένα σχέδιο για την ηγεμονία και το σύγχρονο «ιστορικό μπλοκ πρέπει να περιλαμβάνει

α) Ένα σύγχρονο, μάχιμο και εφικτό πολιτικό πρόγραμμα στη διαλεκτική της αντίστασης, της επιβίωσης και του μετασχηματισμού. Το πολιτικό πρόγραμμα δεν είναι ένα φετίχ, αλλά εκείνη η συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής στρατηγικής που την κάνει πραγματική αφήγηση για έναν άλλο δρόμο για την ελληνική κοινωνία.Πρέπει να περιλαμβάνει τη σημασία της ρήξης με ευρώ, ΕΕ και ιμπεριαλισμό, στη βάση της αρχής ότι δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική στρατηγική χωρίς τοποθέτηση για τη θέση της χώρας μέσα στο διεθνές σύστημα και να δείχνει ότι η απαλλαγή από το χρέος και η ανάκτηση στοιχείων κυριαρχίας στην νομισματική και την οικονομική πολιτική είναι αναγκαία αφετηρία και για την επιβίωση και για το κοινωνικό μετασχηματισμό. Έπειτα πρέπει να αναμετρηθούμε με τη σημασία του μεταβατικού προγράμματος και των κρίσιμων στόχων που ορίζουν την άμεση ανακούφιση και τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική. Ποιες άμεσες τομές απαιτούνται; Πώς εμπλουτίζουμε το μεταβατικό πρόγραμμα με αιχμές όπως η αναγκαία φορολογική μεταρρύθμιση (με έμφαση στη γενναία φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και των εταιρικών κερδών, του μεγάλου πλούτου, στη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών), η δημόσια δαπάνη και επένδυση (και η εύρεση πόρων για αυτές), η αυτοδιαχείριση και η ανάπτυξη νέων εναλλακτικών δικτύων διανομής; Ειδικά για την ελληνική κοινωνία πρέπει να αναδειχτεί ένας «άλλος δρόμος». Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο και του ακαδημαϊσμού και του αφηρημένου αντικαπιταλισμού, πρέπει να δούμε πώς σχετίζεται το πρόγραμμα με την ελληνική κοινωνία. Αυτό αφορά συγκεκριμένα ερωτήματα με τα οποία πρέπει να αναμετρηθούμε: Ποιες οι παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας και από άποψη φυσικών πόρων και από άποψη συλλογικού εργαζόμενου. Ποιο μπορεί να είναι ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα, μια «αναπτυξιακή στρατηγική» για την ελληνική κοινωνία, στηριγμένη σε ποια κατεύθυνση ρήξης με τη λογική του κέρδους και της αγοράς. Ποιος ο διεθνής προσανατολισμός. Υπάρχουν δυνατότητες εναλλακτικών μορφών ένταξης στο διεθνή καταμερισμό; Σε ποιους χώρους βλέπουμε άμεσα την αναβάθμιση της κρατικής – δημόσιας παρέμβασης και σε ποιους χώρους βλέπουμε κυρίως πρακτικές αυτοδιαχείρισης. Αυτοδιαχείριση παραγωγικών μονάδων: σε ποιους κλάδους είναι εφικτή, κάτω από ποιους όρους και με ποια στήριξη; Αυτό απαιτεί αναμέτρηση με κρίσιμα στρατηγικά και θεωρητικά ζητήματα: Ποια μορφή παίρνει σήμερα η έννοια του σχεδίου. Ποια η σχέση σχεδίου και αγοράς στη μεταβατική περίοδο; Μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων: ποια μορφή μπορεί να πάρει η προσπάθεια αμφισβήτησης των ιεραρχιών και η κοινωνικοποίηση της τεχνικής γνώσης στις σημερινές συνθήκες; Με ποιο τρόπο μπορούμε να έχουμε έναν κοινωνικό και οικονομικό λογισμό που να αντικαταστήσει την αγορά, χωρίς τα προβλήματα και τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις της κλασικής εκδοχής «σχεδίου» από τα πάνω. Δημοκρατία, συμμετοχή από τη μια, γενικές ανάγκες και άμεση κάλυψή τους από την άλλη, πώς μπορούν να συνδυαστούν. Η σύγχρονη «δύναμη της συνήθειας» πώς θα εκφραστεί και πώς θα ξεπεραστεί; Για εμάς αυτό απαιτεί μια σύγχρονη αντίληψη δημοκρατικού κοινωνικού σχεδιασμού μαζί με την έμφαση στην αυτοδιαχείριση, την ανάκτηση αργών παραγωγικών μονάδων, π.χ. μέσα από κατάληψη από τους εργαζομένους, τη διαμόρφωση μη εμπορικών δικτύων διανομής, την επανακατοχύρωση του «κοινού» χαρακτήρα των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών που σήμερα αντιμετωπίζουν και την ιδιωτικοποίηση και τις «νέες περιφράξεις», την αξιοποίηση των «χναριών του κομμουνισμού» στα τωρινά κινήματα και τις αντιστάσεις στη βία του κεφαλαίου και των αγορών.

β) Την επεξεργασία μιας σύγχρονης και εφικτής επαναστατικής στρατηγικής που να τοποθετείται πάνω στο ζήτημα της εξουσίας, σε πείσμα και μιας νεοαυθορμητίστικης αντίληψης ότι μπορούμε «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» και μιας μεταφυσικής «αποκαλυπτικής» και «χιλιαστικής» αντίληψης της επανάστασης που καταλήγει στη διαπίστωση ότι ποτέ δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες. Η πρώτη οριοθέτηση είναι ότι σήμερα πρέπει να δούμε το θέμα της αριστερής κυβέρνησης χωρίς να πέσουμε στο σφάλμα του κυβερνητισμού και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Αυτό περνάει μέσα από ορισμένες βασικές παραδοχές: Το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης δεν μπορεί να τίθεται εργαλειακά ή μηχανιστικά ως το προοδευτικό όριο ή η αριστερή δυνητικότητα εντός των ορίων της τρέχουσας θεσμικής και πολιτικής διάταξης δυνάμεων. Όχι γιατί δεν είναι πιθανό, αλλά γιατί με τέτοιους όρους θα οδηγήσει στην καλύτερη των περιπτώσεων σε μια προοδευτικότερη διαχείριση της λιτότητας (και με δεδομένο τον ευρωπαϊσμό του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν στο όριο του «Έλληνα Κίρχνερ…) στη χειρότερη στην ήττα και την ενσωμάτωση. Η αριστερή κυβέρνηση οφείλει να είναι ένα οριακό ενδεχόμενο εντός μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής που λαμβάνει υπόψη της το βάθεμα και την έκταση των πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (των «μηχανισμών της ηγεμονίας» πιο σωστά) στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς και αντιλαμβάνεται ότι η επαναστατική διαδικασία δύσκολα μπορεί να πάρει τη μορφή μόνο μιας «εξεγερσιακής» επίθεσης, ενός «πολέμου κινήσεων» με στόχο την «καρδιά του κράτους». Ακριβώς επομένως επειδή μιλάμε για οριακή συνθήκη αυτό σημαίνει ότι διαβάζουμε τον ενδεχόμενο της αριστερής κυβέρνησης σε συνάρθρωση με την όξυνση σε ακραίο βαθμό του κοινωνικού ανταγωνισμού και το βάθεμα της πολιτικής κρίσης και της κρίσης ηγεμονίας, έτσι ώστε η ανάδυση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας γύρω από το αίτημα της αριστερής κυβέρνησης να μην παραπέμπει στην «ομαλή» κοινοβουλευτική εναλλαγή (και άρα όλο το φιλτράρισμα των πολιτικών από μια διαδικασία «δομικής επιλογής» εντός των κρατικών μηχανισμών), αλλά πολύ περισσότερο σε ένα «ιστορικό ατύχημα» και «εξαίρεση», μια μη αναμενόμενη «εκλογική εξέγερση» που θα προίκιζε την αριστερή κυβέρνηση με μια αναγκαία «εξωθεσμική» και «αντισυστημική» δυναμική ώστε να προχωρήσει σε τομές. Και αυτό, πέραν όλων των άλλων, σημαίνει ότι αριστερή κυβέρνηση αναδύεται σε σχέση με ένα πρόγραμμα πραγματικά ριζοσπαστικών τομών, διεκδικεί την πολιτική εξουσία για την εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος τομών με την αστική στρατηγική και όχι την προοδευτικότερη εκδοχή μιας στρατηγικής που ήδη αρθρώνεται ως ενδεχόμενο μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τους μηχανισμούς της ηγεμονίας (όπως ήταν στην πραγματικότητα π.χ. η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ το 1981). Αυτό σημαίνει επίσης ότι χωρίς ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, χωρίς ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, χωρίς το πλήρες ξεδίπλωμα μορφών λαϊκής εξουσίας και αυτό-οργάνωσης, καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα μπορέσει να αντέξει την τεράστια πίεση που θα δεχτεί από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την ΕΕ και το ΔΝΤ, πρόγευση των οποίων πήραμε στην προεκλογική περίοδο για τις εκλογές της 17ης Ιούνη. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να πειραματιστούμε με νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας από τα κάτω και να δημιουργήσουμε νέες μορφές κοινωνικής πρακτικής και αλληλόδρασης, στηριγμένες πάνω στην αλληλεγγύη και την κοινή δουλειά, νέες μορφές άμεσης δημοκρατίας, πρακτικές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και φυσικά ούτε στιγμή να μη σταματήσουμε την πάλη και τον αγώνα με κοινοβουλευτικά και εξω-κοινοβουλευτικά μέσα. Χωρίς μια αγωνιζόμενη κοινωνία, χωρίς ένα δυνατό και οργανωμένο κίνημα, χωρίς μορφές λαϊκής δημοκρατικής αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης, ακόμη και αυτοάμυνας, η όποια αριστερή ή προοδευτική κυβέρνηση θα είναι στο τέλος πολύ αδύναμη για να προχωρήσει σε ρήξεις. Και αντίστοιχα μόνο υπό την προϋπόθεση ενός τέτοιου ριζικά τροποποιημένου συσχετισμού δύναμης μπορεί να υπάρξει και η αναγκαία, και αναγκαστικά αντιφατική και μετέωρη, επαναστατικοποίηση και πλευρών του κρατικού μηχανισμού. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη θεσμική κατοχύρωση νέων και πρωτόγνωρων μορφών δημοκρατίας, συμμετοχής, λαϊκής κυριαρχίας, εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Αυτό θα είναι η στιγμή δηλ. του περάσματος, μέσα από μια δυνητική συντακτική εθνοσυνέλευση της αγωνιζόμενης εργατικής και λαϊκής πλειοψηφίας, περνώντας από την εξωτερικότητα ανάμεσα σε κρατικούς μηχανισμούς και λαϊκή αντιεξουσία στον μετασχηματισμό των ίδιων των μηχανισμών της πολιτικής εξουσίας. Ο στόχος πρέπει να είναι όχι μόνο η πραγματική επικαιροποίηση του αιτήματος για τσάκισμα των κατασταλτικών μηχανισμών, αλλά και η επανακατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας ως συλλογικής δυνατότητας κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού και άρα μια νέα και αναβαθμισμένη διαλεκτική ανάμεσα στην παρουσία των λαϊκών μαζών εντός του κράτους και την αναγκαία εξωτερικότητα του κινήματος και των θεσμών του. Και βέβαια όλα αυτά με επίγνωση ότι όλα αυτά θα σημαίνουν διαρκή και ανελέητη πάλη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, συνεχή σύγκρουση, αντιμετώπιση κάθε λογής μορφών υπονόμευσης. Ούτε παραβλέπουμε την αναγκαστική υλική πρωτοτυπία που φέρνει η εξέλιξη του ταξικού ανταγωνισμού. Απλώς, θεωρούμε ότι σε σχηματισμούς που είναι δυνάμει «αδύναμοι κρίκοι» όπως η Ελλάδα, εντός του παραθύρου ευκαιρίας που αναδεικνύει η πολιτική – και δυνάμει ηγεμονική – κρίση και τα ρήγματα στις σχέσεις εκπροσώπησης, και με δεδομένο ότι οι παραδοσιακές μορφές κοινωνικού εκβιασμού των αστικών δυνάμεων δεν ισχύουν στη συνθήκη της μεταδημοκρατίας και της μεταηγεμονίας, της νέας επιτροπείας και των «πραξικοπημάτων υπό κοινοβουλευτικό μανδύα», δεν έχουμε την πολυτέλεια να λέμε ότι οι «συνθήκες δεν είναι ώριμες», αλλά μέσα στην αναγκαστική «ανωριμότητα» της συγκυρίας να δούμε την αριστερή κυβέρνηση ως πλευρά μιας σύγχρονης αναγκαίας στρατηγικής, αλλά και ως το υλικό θεσμικό ρήγμα απέναντι στην ακολουθία της καταστροφής που μεθοδεύουν οι αστικές δυνάμεις.

γ) Την αναμέτρηση με το ερώτημα για το πολιτικό υποκείμενο αυτής της διαδικασίας. Εμείς ήδη εδώ και δύο χρόνια είχαμε μιλήσει για το αναγκαίο σήμερα αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση που θα διεκδικούσε να είναι η πολιτική ραχοκοκκαλιά του λαϊκού ξεσηκωμού και που θα μπορούσε δυνητικά να δει και το θέμα της εξουσίας. Εκτιμούμε, άλλωστε, ότι εάν από διάφορες πλευρές το φθινόπωρο και την άνοιξη του 2011 είχε υπάρξει η αναγκαία τόλμη για τη συσπείρωση όλων των ρευμάτων που αναγνώριζαν την ρήξη με το ευρώ ως κεντρική και διεκδικούσαν όχι έναν αφηρημένο αντικαπιταλισμό (ή κεϋνσιανισμό) αλλά μια σύγχρονη αριστερή στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση, τότε θα είχαμε βρεθεί στην εκπληκτική ακολουθία Μάης 2011- Μάης 2012 με ένα ριζοσπαστικό αριστερό μέτωπο που θα είχε φέρει σημαντικές ανακατατάξεις μέσα στο τοπίο της Αριστεράς. Όμως, αγκυλώσεις, δειλίες, καθυστερήσεις δεν το επέτρεψαν και εμείς κάνουμε την αυτοκριτική μας και για τη δική μας στάση ως ΑΡΑΝ και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτό το πλαίσιο επιμένουμε σήμερα στην κατεύθυνση του Αριστερού Μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση.

Για το αναγκαίο σήμερα αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση

20. Το ζήτημα της μετωπικής πολιτικής έχει μια στρατηγική σημασία. Δεν χρειαζόμαστε μια μεταφυσική σύλληψη του κόμματος ως του εγγυητή της αλήθειας και της ορθής γραμμής, αλλά μια πολύ πιο ευρεία και βαθιά συνάμα σύλληψη του αριστερού πολιτικού μετώπου, όχι ως αθροίσματος ρευμάτων και πολιτικού μέσου όρου, αλλά ως διαλεκτικής διαδικασίας, ως πεδίου αγώνων και συγκρούσεων, ως διαδικασία ανάδυσης και επίλυσης αντιθέσεων ως μια δυναμική συλλογική δημοκρατική διαδικασία, μια διαδικασία γνώσης που να μπορεί να αποτελέσει το εργαστήρι για νέες ιδέες, πολιτικά σχέδια, υποκειμενικότητες. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή εργαλειακή αντίληψη της πολιτικής οργάνωσης, που διαχωρίζει μέσα και σκοπούς, μια επαναστατική αντίληψη σημαίνει την ταύτιση μέσων και σκοπών, απαιτώντας μια εσωτερική δημοκρατική κουλτούρα που να κάνει τη μορφή οργάνωσης αντανάκλασης των κοινωνικής σχέσεων που οραματιζόμαστε και διεκδικούμε. Και γι’ αυτό και το ζήτημα ενός σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα δεν μπορούμε να το δούμε αφηρημένα, εγκεφαλικά ή εργαλειακά αλλά στη δυναμική και διαλεκτική σχέση του με το ζήτημα του αναγκαίου αριστερού μετώπου.

21. Σήμερα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αναφέραμε απλώς και μόνο μέσα από ένα γραμμικό σχήμα συσπείρωσης των επαναστατικών δυνάμεων που μετά απλώς θα συναντηθούν με την «κοινωνία» και εξατομικευμένες στρατεύσεις μελών των ρεφορμιστικών κομμάτων που θα «αποδεσμευτούν». Η ενότητα των επαναστατικών δυνάμεων ήταν μια πρόκληση στην οποία στρατευτήκαμε στη δεκαετία του 1990 και σε μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 2000 ακριβώς γιατί διαφορετικά κινδύνευε να χαθεί η αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής γραμμής και του επαναστατικού πόλου. Σήμερα, όμως, το ερώτημα είναι πώς ο επαναστατικός δρόμος θα γίνει υλική δύναμη ανατροπής. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με την αναδίπλωση, το σεχταρισμό και την εκτίμηση ότι θα περιμένουμε την επόμενη φάση. Άρα ναι το αριστερό μέτωπο που θέλουμε θα πρέπει να έχει στοιχεία ηγεμονίας της αντικαπιταλιστικής γραμμής, κύρια μέσα από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει και άλλες δυνάμεις και στο εσωτερικό του η πραγματική ηγεμονία θα είναι υπό διακύβευση. Και βέβαια δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και μεγάλο τμήμα από τους ανθρώπους, τους αγωνιστές, τις αναζητήσεις που σήμερα είναι μέσα στο εσωτερικό των ρεφορμιστικών κομμάτων. Στο πλήρες ξεδίπλωμά του το αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση είναι μια διαλεκτική ενότητας και ρήξης, συσπείρωσης και ριζοσπαστικής ανασύνθεσης, συνέχειας και τομής, μέσα στο σώμα της πολιτικής Αριστεράς αλλά και των ριζοσπαστικών κινημάτων στον τόπο μας. Αυτή η στρατηγική σήμερα για εμάς δεν εξυπηρετείται ούτε από μια λογική εισοδισμού, κριτικής στήριξης, «αριστερής αντι/συμπολίτευσης» στο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς γιατί αυτό θα σήμαινε ηγεμόνευση από μια δεξιόστροφη γραμμή και τελικά θα αποτελούσε απαξίωση της αναγκαίας όχι μόνο της αυτοτέλειας αλλά και κρίσιμης επικαιρότητας του μεταβατικού προγράμματος, της ρήξης με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό», του «άλλου δρόμου», ούτε όμως και από μια λογική σεχταριστικής αναδίπλωση που ξεκινώντας από την αναγκαία κριτική απέναντι στη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ θα κατέληξε στην απομόνωση και αυτοπεριθωριοποίηση των ίδιων των κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών του αναδυόμενου «ιστορικού μπλοκ», όπως κινδυνεύουν να μας οδηγήσουν τόσο γραμμές τύπου ΚΚΕ όσο και ορισμένων τάσεων μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που σήμερα προκρίνουν την με κάθε τρόπο περιχαράκωση και οριοθέτηση. Αντίθετα, για εμάς εξυπηρετείται πολύ περισσότερο από την προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός πλατιού αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, πολιτικά οριοθετημένου γύρω από την έμφαση στην μαχητική αγωνιστική δράση και την αλληλεγγύη, την προβολή του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος (ρήξη με ευρώ και ΕΕ, διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις, αναδιανομή εισοδήματος), το αίτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ως «άλλου δρόμου» για τη σοσιαλιστική αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας, τη διεκδίκηση της αριστερής κυβέρνησης εντός μιας σύγχρονης στρατηγικής επαναστατικού πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Ένα τέτοιο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο μπορεί κατά τη γνώμη μας να διεκδικήσει τον υπαρκτό χώρο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, να ξεκινήσει από τη συσπείρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΜΑΑ, της ΚΟΑ, της αριστερής διαφωνίας του ΕΠΑΜ, κόσμου που διαφοροποιείται από το ΚΚΕ, αλλά να λειτουργήσει ως πόλος έλξης και για τον κόσμο που θα απομακρύνεται από την καταστροφική γραμμή του ΚΚΕ, αλλά και από τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Στο βαθμό που ένα τέτοιο αριστερό μέτωπο, σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, είναι πρωτοπόρο στην αλληλεγγύη, την αγωνιστική δράση, τη συλλογική επεξεργασία του άλλου δρόμου, θα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για ευρύτερες ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά. Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο έχει σημασία να βαθύνουν και να πολιτικοποιηθούν όσα πεδία ενωτικού βηματισμού της Αριστεράς υπάρχουν και να μην περάσει ο συνδυασμός παραταξιοποίσηης και περιχαράκωσης. Ταυτόχρονα, ακόμη και στο βραχύ χρόνο, και στο ενδεχόμενο ακόμη και εκλογών, μια τέτοια μετωπική κατεύθυνση θα μπορέσει να αντέξει και στην πίεση από το ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς γιατί δεν θα διεκδικεί τη θέση της γκρινιάρικής απόρριψης του ενδεχόμενου της πρωτιάς της Αριστεράς και της αριστερής κυβέρνησης, αλλά θα διεκδικεί να είναι η αυθεντική πολιτική «μετάφραση» της δυναμική του «ιστορικού μπλοκ» και της πορείας προς την κυβέρνηση και την εξουσία και έτσι ως αναγκαία πρωτοπόρα αριστερή έκφραση, αναγκαίο αριστερό στήριγμα σε τομές και αντίβαρο σε υποχωρήσεις όχι μόνο να μπορέσει να κατοχυρωθεί αλλά και να δώσει τη μάχη για την ηγεμονία. Ας μην ξεχνάμε ότι το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η πολιτική κρίση, η σκλήρυνση της Τρόικας, το τοπίο κοινωνικής καταστροφής αλλά και η όξυνση, με απρόβλεπτες εξελίξεις, της κρίσης της ευρωζώνης διαμορφώνουν ένα τοπίο περισσότερο πατά ποτέ ευνοϊκό για «εφικτές ουτοπίες» για πολιτικές προτάσεις που θαρρετά και με τόλμη να δοκιμάζουν όχι μόνο να συγκρουστούν με τις ντόπιες και ξένες ολιγαρχίες αλλά και να δείχνουν μια διαφορετική αφήγηση για την ελληνική κοινωνία. Και βέβαια ξέρουμε καλά ότι μόνο μια τέτοια αυτοτελής εκδοχή μιας σύγχρονης μαζικής αριστερής γραμμής, που να μην κινείται με την ιδιοτέλεια της σέχτας αλλά να τολμά να αναμετριέται με το πώς θα έπρεπε να δρα, να μιλά και να σκέφτεται όλη η Αριστερά, μπορεί να επηρεάσει εξελίξεις και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και μέσα στο ΚΚΕ, εξελίξεις που προφανώς και θέλουμε να επηρεάσουμε.

22. Σε ό,τι μας αφορά με αυτή την ιστορική πρόκληση πρόκειται να αναμετρηθούμε. Δεν θέλουμε να αφήσουμε τη λαϊκή δυναμική να εγκλωβιστεί στα όρια της ενδοσυστημικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ και να οδηγηθεί τελικά στην ήττα, δεν θέλουμε να ξεδιπλωθεί το “plan B” των αστικών δυνάμεων για το συνδυασμό ανάμεσα στην κοινωνική καταστροφή, τη μαζική αποκαρδίωση και τη διοχέτευση της αγανάκτησης στο φασιστικό κανιβαλισμό, δεν θέλουμε να μιλάμε σε λίγα χρόνια, σε ένα τοπίο ερήμωσης της Αριστεράς, για την ευκαιρία που χάθηκε. Γι’ αυτό και παράλληλα με την ολόψυχη στράτευση στις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές μάχες που είναι μπροστά μας, θα στηρίξουμε όλες τις σχετικές πρωτοβουλίες, ξεκινώντας από τις πρωτοβουλίες συντονισμού ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΜΑΑ, στηρίζοντας συλλογικές διαδικασίες για την επεξεργασία του «άλλου δρόμου», βάζοντας όλες μας τις δυνάμεις στην οικοδόμησης της αντίστασης και της αλληλεγγύης. Μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα εγχείρημα καθοριστικό και αναγκαίο που έχει συμβάλει αποφασιστικά στο να είμαστε εδώ που είμαστε, θα δώσουμε τη μάχη, με εμπιστοσύνη στον κόσμο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τους ίδιους τους αγωνιστές, την εμπειρία, τη σκέψη, την αναζήτηση, σε ρήξη με λογικές μέσων όρων, αμφίσημων διατυπώσεων, λογικών «ας χωρέσουμε όλοι». Η πορεία προς τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πορεία για να γίνει ο καταλύτης του αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση και όχι παραλλαγή αριστερού απομονωτισμού. Θα είναι μάχη και σύγκρουση και θα τη δώσουμε. Ανοιχτά θαρρετά, συντροφικά, αποφασιστικά, δημοκρατικά. Αλλά και μέσα στην ΑΡΑΝ θα δώσουμε την ίδια μάχη, για να είναι η πορεία και προς τη δική μας συνδιάσκεψη όχι απλώς διαδικασία συγκρότησης, ή πολιτικής αποσαφήνισης, αλλά πάλη για να συμβάλουμε στη συλλογική αναμέτρηση με τις μεγάλες προκλήσεις.

Πολιτικός σχεδιασμός

Ακολουθώντας και την κατεύθυνση που χαράξαμε στην πανελλαδική ολομέλεια, οι βασικές κατευθύνσεις για το σχεδιασμό μας μέσα στην περίοδο είναι οι ακόλουθες

Α. Αγώνας για την επιβίωση, τη ρήξη και την ανατροπή – συγκρότηση του αγωνιστικού μετώπου – ξεδίπλωμα όλων των μορφών και των πρακτικών του αγωνιζόμενου λαού

23. Η Αριστερά θα κριθεί από την ικανότητά της να δώσει τη μάχη της επιβίωσης και της ανατροπής. Τα πολιτικά προγράμματα και οι στρατηγικές έχουν νόημα όταν μπορούν να δώσουν πραγματική διέξοδο στην «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή». Μόνο μέσα από την αποτελεσματική παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο θα διαμορφωθούν όροι και πολιτικές τομές. Έχουμε την πρόκληση της αγωνιστικής απάντησης στα νέα μέτρα, τη συνθήκη καταστροφής που μπορεί να επιφέρουν και την ανάγκη να επανέλθει η εμπιστοσύνη στη δυνατότητα να επιβιώσει η κοινωνία μέσα από το δικό της αγώνα. Αυτό εξειδικεύεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

(α) Το ζήτημα της οικοδόμησης της αλληλεγγύης και της μάχης για την επιβίωση πρέπει να περάσει για εμάς από τη διακήρυξη στην πράξη. Να κινηθούμε αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση – ακόμη και εάν άλλες τάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαφωνούν – σε συντονισμό και με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς οικοδομώντας αναγκαίες δομές σε επίπεδο γειτονιάς μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και τοπικές επιτροπές για την οργάνωση κοινωνικών ιατρείων, δωρεάν μαθημάτων, κοινωνικών παντοπωλείων, συσσιτίων, ομάδων αυτοάμυνας για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου αισθήματος ασφάλειας και για την απάντηση στις φασιστικές συμμορίες και για την αντιμετώπιση τοπικών μαφιών. Γύρω από αυτό θα κριθούν κρίσιμες σχέσεις εκπροσώπησης μέσα στην κοινωνία και θα σφυρηλατηθεί η ενότητα ενός εν δυνάμει «ιστορικού μπλοκ». Η λογική που λέει ότι δεν μπορούμε να δώσουμε έμφαση στην αλληλεγγύη γιατί αυτό είναι «φιλανθρωπία» και το βασικό είναι η αγωνιστική διεκδίκηση είναι ανιστόρητη και εσφαλμένη. Πρέπει να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε την εμπιστοσύνη σε πλατιά κομμάτια του πληθυσμού πως ό,τι και να γίνει δεν θα πεινάσουν, δεν θα τους κοπεί το ρεύμα, δεν θα μείνουν χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η αλληλεγγύη σήμερα σημαίνει αποκατάσταση της λαϊκής ενότητας, πειραματισμός με εναλλακτικές κοινωνικές μορφές, επανοικειοποίηση δημόσιων πόρων και λειτουργιών και το βασικό μοχλό μέσα από τον οποίο μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών στη δυνατότητα και το εφικτό του «άλλου δρόμου».Αυτό απαιτεί ειδικό σχεδιασμό και δική μας ανακατανομή δυνάμεων ακριβώς επειδή πρέπει να υπερβούμε τα κλασικά όρια της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης. Και αυτό πρέπει να το πούμε καθαρά: αυτή την στιγμή δεν είμαστε σε διάταξη να ανταπεξέλθουμε σε αυτήν την μάχη και απαιτείται από εμάς μια άμεση ενσωμάτωση των νέων προτεραιοτήτων πολιτικών πρακτικών της περιόδου, η αναμέτρηση με ένα μοντέλο πολιτικοποίησης που μας αναπαρήγαγε με την μία ή την άλλη μορφή για δύο τουλάχιστον δεκαετίες, στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ισορροπίας και του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων που τότε είχε διαμορφωθεί. Απαιτείται εμπλουτισμός και υπέρβαση της στράτευσής μας για να ανταπεξέλθουμε στα ταξικά διακυβεύματα αυτής της περιόδου και όχι της προηγούμενης. Σε αυτό το φόντο προχωράμε

- Στη συγκρότηση όρων για τη λειτουργία κοινωνικών ιατρείων σε κρίσιμες περιοχές (π.χ. Δυτική Αθήνα). Η μεθοδολογία πρέπει να είναι: Συντονισμός με άλλα κομμάτια της Αριστεράς. Εξασφάλιση της κρίσιμης μάζας εθελοντών. Αναζήτηση κατάλληλου χώρου, κατά προτίμηση αναξιοποίητου χώρου του Δήμου ή της Περιφέρειας. Οργάνωση λαϊκών συνελεύσεων για να συσπειρωθεί η γειτονιά γύρω από το εγχείρημα, να συγκεντρωθούν πόροι. Έναρξη λειτουργίας με προσπάθεια να αναβαθμίζεται η παρουσία.

- Στην οργάνωση ευρέος δικτύου δωρεάν μαθημάτων σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές, είτε με βάση πρωτοβουλίες κατοίκων, είτε με πρωτοβουλίες καθηγητών του δημοσίου, είτε με βάση πρωτοβουλίες αδιορίστωνκαθηγητών φροντιστηρίων κ.λπ. Το βασικό είναι ο έγκαιρος σχεδιασμός, η εξασφάλιση υψηλής ποιότητας και συνεχούς και συστηματικής λειτουργίας και η προσπάθεια τέτοιες πρακτικές να συνδέονται και με τη διεκδίκηση της χρηματοδότησης, επέκτασης και διεύρυνσης της δημόσιας εκπαίδευσης.

- Στην επέκταση των δικτύων και πρακτικών αντιμετώπισης των κοψιμάτων του ρεύματος, ιδίως καθώς έρχονται τα νέα χαράτσια. Εδώ είναι θετικό ότι υπάρχει ήδη υποδομή από τα περσινά κινήματα «δεν πληρώνω»

- Στη διαμόρφωση μαζικού κινήματος ανυπακοής στα νέα αυξημένα εισιτήρια στα ΜΜΜ

- Στην ανάπτυξη δικτύων αλληλεγγύης σε σχέση με το διατροφικό, με καταναλωτικούς συνεταιρισμούς που να φέρνουν κοντά παραγωγούς και καταναλωτές, αλλά και με προσπάθεια για να ανάπτυξη και δομών δωρεάν σίτισης, με όρους κινήματος, για το αυξανόμενο κομμάτι ανθρώπων που θα το έχουν ανάγκη.

(β) Χρειάζεται να υπάρξει η μέγιστη αγωνιστική κινηματική απάντηση στα νέα μέτρα, να παλέψουμε ώστε να διαμορφωθεί συνθήκη κοινωνικής έκρηξης, να βοηθήσουμε τον παλλαϊκό ξεσηκωμό. Η αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε γραμμή «ώριμου φρούτου» διαμορφώνει τον κίνδυνο να υποτιμηθεί όλη η ανάγκη άμεσης απάντησης και απεργιακής κλιμάκωσης στα μέτρα που ετοιμάζει η κυβέρνηση, στο όνομα της «κυβέρνησης εν αναμονή». Αντίθετα, απαιτείται άμεση παρέμβαση σε κρίσιμα ανοιχτά μέτωπα:

·Ενάντια στις νέες περικοπές συντάξεων και μισθών σε μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, τη φτώχια και την εξαθλίωση που φέρνουν

·Ενάντια στις νέες ανατροπές στο εργατικό δίκαιο, την κατάργηση της 5ήμερης εργασίας και την τρομακτική εκτίναξη της ανεργίας

·Ενάντια στο νέο γύρο εφεδρείας

·Ενάντια στις περικοπές σε υγεία και παιδείας που θα σημάνουν τη διάλυση κρίσιμων χώρων

·Ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας

·Ενάντια στο νέο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση

Σε αυτό το φόντο χρειαζόμαστε μέσα στην επόμενη περίοδο:

- Καλά οργανωμένα μεγάλα πανεργατικά – παλλαϊκά πολιτικά γεγονότα, που να επιτρέπουν να κατέβη ο κόσμος στο δρόμο, να διαδηλώσει και να συγκρουστεί

- Παρατεταμένους απεργιακούς αγώνες σε όσους κλάδους αυτή τη στιγμή είναι στο στόχαστρο

- Οικοδόμηση ευρύτερου μετώπου αλληλεγγύης γύρω από την αντίσταση στο ξεπούλημα κρίσιμων κλάδων και υποδομών

- Κλιμάκωση της σύγκρουσης της αντιπαράθεσης στα Πανεπιστήμια με αφετηρία την εφαρμογή των νόμων 4009 και 4076, τις τεράστιες περικοπές δαπανών και πιστώσεων, τις μειώσεις μισθών, την κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων και τη θέσπιση διδάκτρων. Δημιουργία κινήματος Φοιτητών- Διοικητικών- Καθηγητών και κλιμάκωση των αγώνων.

- Διαμόρφωση και νέων κινημάτων μαζικής ανυπακοής, με αφορμή και τη νέα αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων.

- Ειδική συστηματική δουλειά στους μαθητές και τους νέους ανέργους. Αυτή η προσπάθεια πολιτικοποίησης της οργής και της αγανάκτησης θα είναι κρίσιμη και για τη στήριξη του κινήματος και για την απάντηση στη φασιστική πρόκληση.

Στόχος είναι υπάρξουν τέτοιες κινητοποιήσεις που ακόμα και αν δεν ακυρώσουν συνολικά το πακέτο των μέτρων, να αλλάξουν την πολιτική ατζέντα, να ξαναμπούν στη συζήτηση και οι λαϊκές ανάγκες και το ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς, να βαθύνουν τα βήματα οργάνωσης και αυτοπεποίθησης του λαού και να προκαλέσουν τη μέγιστη δυνατή φθορά στην κυβέρνηση προξενώντας απώλειες σε όλα τα κόμματα της, ώστε να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτήν.

(γ) Ταυτόχρονα, απαιτείται να δούμε ποια μορφή πρέπει να πάρει σήμερα το αναγκαίο αγωνιστικό μέτωπο και ο σύγχρονος μαζικός ενωτικός ταξικός συνδικαλισμός. Η γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής και για κοινή δράση ήταν από τις καθοριστικής συμβολές της και πρέπει να επιμείνουμε σε αυτή. Η γραμμή αυτή ορίζει σήμερα μια αναγκαία τριπλή οριοθέτηση: Απέναντι στην προσπάθεια να χτιστούν παντού δεξιόστροφες «παρατάξεις ΣΥΡΙΖΑ», όχι ως κινηματικές πρωτοπορίες αλλά ως αυριανές κυβερνητικές παρατάξεις,που απειλεί να διακυβεύσει κρίσιμα ενωτικά ριζοσπαστική σχήματα. Απέναντι στην αμφισβήτηση της αυτοτέλειας του ρεύματος του ταξικού αντισυνδιαχειριστικού συνδικαλισμού και της διάχυσης των μεγάλων ιστορικών και πετυχημένων συνδικαλιστικών μορφωμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς από τις παρεμβάσεις μέχρι τα ΕΑΑΚ. Απέναντι σε μια σεχταριστική αναδίπλωση όπως αυτή που προτείνουν σ. του ΝΑΡ που θέλουν σχήματα-παρατάξεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γύρω από ιστορικά ηττημένες γραμμές όπως το «νέο εργατικό κίνημα». Το κομβικό είναι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις να αντιτάξουμε τη δική μας αντίληψη για ένα σύγχρονο μαχητικό, αντισυνδιαχειριστικό και κινηματικό συνδικαλισμό και με βάση αυτή να αξιοποιούμε κάθε δυνατότητα ευρύτερης ενωτικής συγκρότησης αλλά και να υπερασπιστούμε την αυτοτέλεια ιστορικά κατοχυρωμένων σχημάτων. Το ίδιο πρέπει να δούμε και στις γειτονιές όπου θα απέναντι στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί ο αυτοδιοικητικός ΣΥΡΙΖΑ, μαζί και με ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, κίνηση που θα διαμορφώσει προβλήματα σε πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ, και όπου χρειαζόμαστε να επανεπεξεργαστούμε μια μάχιμη κατεύθυνση για το πώς βλέπουμε τα τοπικά σχήματα και κινήσεις, με έμφαση στο ριζοσπαστικό περιεχόμενο, στην κινηματική λογική και την απόσταση από τη λογική της διαχείρισης του «τοπικού κράτους».

Σε αυτό το πλαίσιο είναι ανάγκη:

·Να επανεκκινήσουμε τη διαδικασία του Συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων γύρω από τις μεγάλες μάχες που είναι μπροστά μας, επιμένοντας στη γραμμή της αγωνιστικής ταξικής ενότητας, της κοινής δράσης της Αριστεράς και της διαμόρφωσης ενός αντίπαλου δέους, ενός πραγματικού αγωνιστικού σημείου αναφοράς απέναντι στον υποταγμένο συνδικαλισμό.

·Να πάρουμε ξανά πρωτοβουλίες για την πανελλαδική δικτύωση, συνάντηση και ενότητα του ευρύτερου ρεύματος του ταξικού αντισυνδιαχειριστικού συνδικαλισμού. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει ένα διακριτό ρεύμα, τμήμα των μεγάλων κινημάτων, που στηρίζεται σε κατευθύνσεις διακριτές και από αυτές των κομμάτων εξουσίας και του κύριου κορμού των συνδικαλιστών του ΣΥΝ και του ΠΑΜΕ. Αυτό το κομμάτι πρέπει να αποκτήσει ενότητα ανώτερη, να αποτελέσει πλατύ συντονισμένο ταξικό αντισυνδιαχειριστικό ρεύμα. Αυτή η κατεύθυνση δεν υπηρετείται ούτε από πρακτικές τύπου «πολιτική κίνηση του νέου εργατικού κινήματος», ούτε από επιτροπές, κομματικά μετωπικά σχήματα, γύρω από μίνιμουμ πλαίσια και κείμενα υπογραφών, αλλά μέσα από ζωντανές και ουσιαστικές διαδικασίες συζήτησης και συντονισμού

·Να πάρουμε έμπρακτες πρωτοβουλίες ώστε τα συνδικάτα να γίνουν πόλος συσπείρωσης της κοινωνίας και των εργαζομένων. Με δημοκρατική λειτουργία, με πρωτοπόρα δράση στην αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Με πολύμορφη πολιτιστική λειτουργία. Με αξιοποίηση των χώρων, των κτιρίων και της περιουσίας τους προς όφελος των μελών τους.

Ειδικότερα πρέπει μέσα στην επόμενη περίοδο να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας σε ζητήματα εργαζομένων:

·Είναι σημαντικό να αναδείξουμε το θέμα της διάλυσης των δημόσιων αγαθών σε παγκοινωνικό ζήτημα. Εμείς που έχουμε ιδιαίτερες δυνάμεις στους χώρους της υγείας και της εκπαίδευσης μπορούμε να πάρουμε και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα στο χώρο της εκπαίδευσης και ανά περιοχές αρχικά είναι σημαντικό να φτιαχτούν πλατιές επιτροπές για την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης που θα περιλαμβάνουν όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαίδευση (εκπαιδευτικά σωματεία, γονείς, μαθητές, άλλα εργατικά σωματεία) και θα μπορούν με διάρκεια να αναδεικνύουν πολιτικά το θέμα και να οργανώνουν κινητοποιήσεις πάνω σε κρίσιμα επίδικα (συγχωνεύσεις, λειτουργικές δαπάνες, διορισμοί κ.λπ). Για την εκπαίδευση στόχος μας πρέπει να είναι η συνάντηση της όποιας κινητικότητας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να πάμε σε ένα καυτό χειμώνα. Με παρόμοιο τρόπο μπορούμε να κινηθούμε και στην υγεία, αναδεικνύοντας την κρισιμότητα του ζητήματος και τις επιπτώσεις τους για όλους τους εργαζόμενους, με στόχο και κινητοποιήσεις να υπάρξουν, αλλά και να γίνει κεντρικό πολιτικό ζήτημα η διάλυση της δημόσιας υγείας. Ανάλογες πρωτοβουλίες μπορούμε να πάρουμε και στο χώρο του πολιτισμού και να προτείνουμε και για τους χώρους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκτός από τα παραπάνω, στο δημόσιο (εκπαίδευση, υγεία, λοιπό δημόσιο που έχουμε δυνάμεις) είναι αναγκαίο να επιδιώξουμε το συντονισμό των μεγάλων κλάδων με στόχο την πραγματοποίηση συντονισμένων διακλαδικών αγώνων, καθώς όλο το δημόσιο θα δεχτεί τεράστια επίθεση.

·Είναι σημαντικό να κινηθούμε στο χώρο της ανεργίας και της ελαστικής εργασίας. Οι πρωτοβουλίες ανέργων που υπήρξαν το προηγούμενο διάστημα πρέπει να στηριχθούν και να επανεκκινηθούν από εμάς. Τα διάφορα «μικρά», αλλά αγωνιστικά σωματεία του ιδιωτικού τομέα στα οποία παρεμβαίνουμε μπορούν να έχουν σοβαρό ρόλο, ενώ μπορούμε να αξιοποιήσουμε και σημαντικό κομμάτι του δυναμικού μας.

Στον ιδιωτικό τομέα είναι σημαντική η ύπαρξη κάθε τύπου αντιστάσεων. Από την πλευρά μας είναι αναγκαίο να αναδεικνύουμε και να προβάλουμε και να στηρίζουμε έμπρακτα κάθε επιμέρους αγώνα που υπάρχει και στον οποίο κάποιες φορές πρωτοστατούν και δικοί μας σύντροφοι ή κόσμος που επηρεάζεται πολιτικά από εμάς, καθώς κάτι τέτοιο είναι και αναγκαίο και εφικτό. Άλλωστε μάχες δίνονται από δικούς μας συντρόφους σεπολλούς χώρους (με πρόσφατο παράδειγμα τα Ζόναρς). Αυτή την κατεύθυνση, της πραγματικής και έμπρακτης στήριξης συγκεκριμένων αγώνων είναι σημαντικό να προωθήσουμε και στο Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Στο ίδιο πλαίσιο και για το χώρο του ιδιωτικού τομέα, το αμέσως επόμενο διάστημα είναι απαραίτητο να επεξεργαστούμε μία πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση για το ζήτημα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα, καθώς αυτή τη μάχη θα κληθούμε να δώσουμε σε αρκετούς χώρους

23. Η αντιφασιστική δράση αποτελεί σήμερα μέγιστη προτεραιότητα και απαιτεί πλέον μια διπλή κίνηση: Αφενός την δουλειά στην αλληλεγγύη και τη γείωση μέσα στις ζώνες της κοινωνικής καταστροφής για να ανακοπεί στη ρίζα το ρεύμα υπέρ των φασιστών, παράλληλα με την προσπάθεια για να σπάσει ο ρατσισμός μέσα από κοινές αγωνιστικές πρακτικές ελλήνων και ξένων. Αφετέρου, όμως απαιτεί και την έμπρακτη αναμέτρηση στο δρόμο με τους φασίστες με όλες τις οργανωτικές απαιτήσεις που αυτό έχει. Την «αντιηγεμονία» που επιχειρεί να οικοδομήσει η ΧΑ, το δικό της «ιστορικό μπλοκ», με την δική του αφήγηση, πολιτικό πρόγραμμα και πρακτικές, από μόνα τους δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν «μια ντουζίνα προγράμματα», ακόμη και της καλύτερης ποιότητας. Απαιτεί την δική μας αριστερή (μόνη πραγματική) αντιηγεμονία και αυτό σημαίνει απάντηση σε όλο το φάσμα, ιδεολογικά, αλλά και κυρίως πρακτικά: τόσο στην υλικότητα των ερωτημάτων που σήμερα γεννάνε το υπόβαθρο της στροφής λαϊκών στρωμάτων στους ναζί, όσο και στις ίδιες τις πρακτικές που αναπτύσσουν αυτοί. Πρέπει να πάμε με ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο μέσα στον ίδιο τον λαό, να στήσουμε θεσμούς αλληλεγγύης, να απαντήσουμε στην κοινωνική κρίση, αλλά και να εντείνουμε την ιδεολογική πάλη ενάντια στον ναζισμό. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ανάγκη

- Να οικοδομήσουμε τις πρακτικές αλληλεγγύης

- Να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση πλατιών δημοκρατικών αντιφασιστικών πρωτοβουλιών στις γειτονιές, στην έκδοση απλού και εύληπτου υλικού

- Να δουλέψουμε συστηματικά μέσα στη νεολαία και τους μαθητές

- Να δώσουμε αποφασιστικά μάχη ενάντια σε κάθε προσπάθεια να ανοίξουν οι φασίστες γραφεία σε γειτονιές και πόλη.

- Να προετοιμαστούμε και πρακτικές σύγκρουσης και εκδίωξής τους.

β. Πάλη για την Αριστερά του «άλλου δρόμου»

24. Η πάλη για την Αριστερά του «άλλου δρόμου» σήμερα συνεπάγεται συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες και κατευθύνσεις.

(α) Συστηματική προγραμματική επεξεργασία των στοιχείων του «άλλου δρόμου» σε όλα τα επίπεδα, με έμφαση τόσο στη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ όσο και στην ανάγκη ενός σχεδίου κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης. (Για το περιεχόμενο βλ. σημείο 19 (α))

(β) Πρωτοβουλίες μετωπικής συσπείρωσης με όλες τις δυνάμεις, τα ρεύματα και τους αγωνιστές που στρέφονται σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση, με έμφαση στον αντι-ευρώ και αντι-ΕΕ προσανατολισμό. Αυτό αφορά το ΜΑΑ, άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αγωνιστές από το ΚΚΕ αλλά και διάλογο με φωνές και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Κομβική σε αυτό το επίπεδο θα είναι η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ευρύτερης μετωπικής αντι-ΕΕ μετωπικής δράσης με συμμετοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΜΑΑ, της ΚΟΑ, δυναμικού που διαφοροποιείται από το ΚΚΕ, κόσμου που αποχώρησε από το ΕΠΑΜ, γύρω από την πρωτοβουλία κατά της ΕΕ. Αυτό μπορεί να ξεκινήσει τώρα μέσα από τις εκδηλώσεις, τα συνέντευξη και τη διακήρυξη της «Πρωτοβουλίας κατά του ευρώ και της ΕΕ» ως ενός πρώτου οχήματος γι’ αυτή τη μετωπική συνεργασία. Είναι σαφές ότι εμείς θέλουμε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να είναι πρωτοπόρα στη διαμόρφωση ευρύτερου μετώπου και συσπείρωσης και όχι να διεκδικήσει απλώς να μαζικοποιηθεί. Η σαφής αριστερή στροφή του ΜΑΑ καθώς και άλλων αγωνιστών και ρευμάτων διευκολύνει αυτή την κατεύθυνση. Μια τέτοια ευρύτερη συσπείρωση θα επιτρέψει πολύ καλύτερη παρέμβαση μέσα στη συζήτηση της Αριστεράς, συσπείρωση του δυναμικού με ριζοσπαστικές αναφορές, διαμόρφωση χώρου που να λειτουργεί ως πραγματικό σημείο αναφοράς και για τον κόσμο μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ που ολοένα και περισσότερο θα ασφυκτιά μέσα στη δεξιά γραμμή που παίρνει. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πάρουμε την πρωτοβουλία ώστε να καταγράφει από τώρα ότι υπάρχει μια κρίσιμη μάζα που δουλεύει συντονισμένα και αποτελείται από τις πολιτικές τάσεις και τους αγωνιστές που μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ τοποθετούνται θετικά υπέρ του μετώπου, από το ΜΑΑ, από άλλες τάσεις. Αυτό μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: συστηματική αρθρογραφία, εκκίνηση της κοινής δουλειάς για το πρόγραμμα, κείμενο υπογραφών που να καλεί στη συγκρότηση του αναγκαίου μετώπου γύρω από τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ και το αίτημα μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Παράλληλα, χρειάζεται οξύτατη πολεμική στην άποψη που λέει ότι δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί «δεν είναι αρκούντως αντικαπιταλιστικές ή επαναστάτες» οι συνομιλητές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα.

) Στην ίδια κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν και άλλες πρωτοβουλίες: η στήριξη όλων των προσπαθειών που γίνονται για την αναγέννηση της μαρξιστικής θεωρητικής συζήτησης και έρευνας (π.χ. Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών), αλλά και πρωτοβουλίες όπως η διοργάνωση εκδηλώσεων από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και σε συνεργασία με άλλα ρεύματα) για τα ζητήματα που αφορούν την Αριστερά, τη στρατηγική, την εξουσία.

(δ) Ανασυγκρότηση αλλά και τομές στην πολιτική λειτουργία, τη μαζική συγκρότηση και τη δημοκρατία στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτή η κατεύθυνση σημαίνει:

·Σημαντικό και μετρήσιμο προχώρημα της κουβέντας για το πρόγραμμα και βάθεμα του ίδιου της του προγράμματος. Είναι πολύ σημαντικό ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπήρξε ο μόνος χώρος που έγκαιρα επικέντρωσε στη διαγραφή του χρέους και την έξοδο από το ευρώ, αλλά χρειάζεται πολύ πιο συγκεκριμένη περιγραφή ενός προγράμματος που να κάνει απτό ότι υπάρχει «άλλος δρόμος». Αναμέτρηση πραγματική με το ερώτημα της εξουσίας, της επαναστατικής στρατηγικής και της αριστερής κυβέρνησης.

·Έμφαση στη δημοκρατική λειτουργία, στην ανασυγκρότηση και τη συγκρότηση των τοπικών και των κλαδικών επιτροπών, το άνοιγμα τους στον κόσμο και στην κοινωνία με πραγματική, σε όλα τα επίπεδα και χωρίς φόβο, συζήτηση, αλλά και με τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στο κίνημα όπου δραστηριοποιούνται. Εδώ οι δικιές μας οργανώσεις πόλεων οφείλουν να παίξουν επιτελικό ρόλο.

·Σπάσιμο όλων των πρακτικών που κάνουν τη συζήτηση συχνά τελετουργική και χωρίς βάθος

Στόχος μας οφείλει να είναι μέσα από μια πραγματική διαδικασία συζήτησης να πάει μπροστά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να προχωρήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο προγραμματικής, στρατηγικής και οργανωτικής ενοποίησης, ώστε να εξακολουθεί να παίζει πραγματικό ρόλο μέσα στην Αριστερά και την κοινωνία. Σημαίνει όμως επίσης και ριζική αναβάθμιση της δημόσιας παρουσίας και παρέμβασης του ευρύτερου χώρου της αριστεράς της ρήξης με το ευρώ, του αγωνιστικού μετώπου, και της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής αναζήτησης: εφημερίδα και ιστοσελίδα του ευρύτερου χώρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή η πρόταση και η προσπάθεια θα πρέπει να είναι μια από τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβουμε μαζί με άλλους χώρους και αγωνιστές το επόμενο διάστημα

25. Η πάλη για ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι για εμάς μάχη πραγματική. Μάχη ενάντια στις καθυστερήσεις, τα πισωγυρίσματα, τις συνεχείς ταλαντεύσεις τάσεων και αγωνιστών σε μια κλειστή, συντηρητική Αριστερά τύπου ΜΕΡΑ, που φοβάται την δυναμική και την «αναταραχή» και δεν βλέπει την βαθύτερη κοινωνικοπολιτική διεργασία. Σύγκρουση με απόψεις που μπορούν να πάνε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολλά χρόνια πίσω, να την περιθωριοποιήσουν, να την κάνουν μια αριστερίστικη, φοβική, υστερική τάση που δεν θα έχει να συνεισφέρει στην δυνατότητα δημιουργίας αυτού του νέου ιστορικού μπλοκ. Σπάσιμο της λογικής που θέλει την προσοχή των οργανώσεων να μοιράζεται μεταξύ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της οικοδόμησης αυτοτελών μετωπικών κομματικών μορφωμάτων, όπως φάνηκε π.χ. με τη «μάχη των κειμένων υπογραφών» στο εργατικό. Αναγνωρίζουμε ότι το πολιτικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνιστά μια αναντικατάστατη παρακαταθήκη, οι αγωνιστές και αγωνίστριές της το υλικό μιας δυνάμει κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας αυτού του αγώνα, η επιμονή της στον επαναστατικό δρόμο μια κρίσιμη στρατηγική αφετηρία που δεν μπορούμε να απεμπολήσουμε, ενώ και τα δειλά βήματα ψηλάφησης του ζητήματος της εξουσίας και της αριστερής κυβέρνησης δείχνουν ότι ανοίγει η συζήτηση για την ανανέωση της επαναστατικής στρατηγικής σε ένα σχηματισμό του αναπτυγμένου καπιταλισμού όπως η Ελλάδα. Και πιστεύουμε ότι παρά της συντηρητικές αναδιπλώσεις άλλων τάσεων (όπως του ΝΑΡ) υπάρχειπλατύ ανένταχτο και οργανωμένο δυναμικό που μοιράζεται αυτές τις αγωνίες. Αν κινηθούμε αποφασιστικά και συγκροτημένα και ανοίξουμε τη συζήτηση συντροφικά και με εμπιστοσύνη στο ευρύτερο δυναμικό που συσπειρώνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούμε να διαμορφώσουμε ηγεμονία μιας μάχιμης γραμμής μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να την κάνουμε κόμβο για την ανασύνθεση της Αριστεράς του «άλλου δρόμου».

26. Η πρόταση για ένα νέο κομμουνιστικό φορέα και μια νέα κομμουνιστική ηγεμονία μέσα στην ανασύνθεση της αριστεράς του «άλλου δρόμου» πρέπει να ξαναβγεί μπροστά με ακόμη πιο αποφασιστικό τρόπο. Όχι ως απλή πρόταση αθροίσματος δυνάμεων ή αλλαγής συσχετισμών μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά ως αναγκαία πάλη για τομές στην προγραμματική συγκρότηση, τη σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική, τη διαλεκτική τακτικής και στρατηγικής. Απαιτείται άμεσα να αναδιατυπώσουμε την πρόταση και να ανοίξουμε τη συζήτηση, με απεύθυνση τόσο προς τάσεις που έχουν δηλώσει τη διάθεσή τους να μπουν σε τέτοια συζήτηση (Παρέμβαση, Κομμουνιστική Ανανέωση, Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη, ανένταχτοι αγωνιστές) αλλά και προς τάσεις που σήμερα ταλαντεύονται προς την αυτοαναφορική αναδίπλωση, όπως είναι το ΝΑΡ, αλλά και με προσπάθεια η όλη πρόταση και συζήτηση να επικοινωνήσει με ένα ευρύτερο δυναμικό σύγχρονης κομμουνιστικής αναζήτησης, προερχόμενο από το χώρο του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, της σύγχρονης μαρξιστικής διανόησης.

Σε αυτό πλαίσιο ο σχεδιασμός για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο διάστημα θα πρέπει να κινηθεί στις παρακάτω κατευθύνσεις.

27. Μέσα στις σημερινές συνθήκες και με δεδομένο το αντιφατικό τοπίο στην Αριστερά, η συγκρότηση, παρέμβαση και κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι παρά την μεγάλη εκλογική υποχώρηση, εξακολουθεί να συσπειρώνει ένα ιδιαίτερα μαζικό δυναμικό και να διατηρεί πανελλαδικότητα και σημαντική κοινωνική γείωση. Αυτό σημαίνει ότι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πέφτει μεγάλη ευθύνη όχι μόνο για το ξεδίπλωμα αγώνων και αντιστάσεων και των οικοδόμηση πρακτικών αλληλεγγύης, αλλά και για πολιτικές πρωτοβουλίες που να επιτρέπουν τη συσπείρωση των αντι-ΕΕ και ριζοσπαστικών δυνάμεων και να διαμορφώσουν εκείνη την ισχυρή αριστερή μετωπική συσπείρωση, σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, που παραμένει η αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουμε να έχουμε χαρακτηριστικά διαμόρφωσης ιστορικού μπλοκ. Για εμάς η ανασυγκρότηση και πολιτικοποίηση, ο εκδημοκρατισμός και η προγραμματική παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως διαδικασία δεν είναι ανταγωνιστική διαδικασία προς την αναγκαία ευρύτερη μετωπική συσπείρωση. Αντίθετα, είναι δύο παράλληλες και συμπληρωματικές διαδικασίες. Μόνο εάν είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωτοπόρα και συνεπής σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί και να παρθεί αποτελεσματικά μια τέτοια πρωτοβουλία και να μπορεί να διεκδικηθεί η αριστερή ηγεμονία μέσα στο εσωτερικό της. Αυτό προϋποθέτει ότι αντιλαμβανόμαστε την κεντρικότητα της «διαδικασίας – ΑΝΤΑΡΣΥΑ»ως μαζικού πολιτικού χώρου, ως ενός δυναμικού πολύ ευρύτερου των ηγεσιών των οργανώσεων, ως δημοκρατικής διαδικασίας μέσα στην οποία μπορεί να υπάρξει διαλεκτική της ηγεμονίας, προφανώς και με οξύνσεις ή και ρήξεις όπου αυτό είναι αναγκαίο. Αλλά σίγουρα, θα ήταν ολέθριο λάθος σήμερα να διαλέξουμε μια τακτική «ημι-εξόδου» από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα θεωρούσε ότι είναι τελειωμένο στοίχημα και που απλώς θα έθετε προτάσεις προς τις ηγεσίες των άλλων οργανώσεων θεωρώντας δεδομένη την απόρριψή τους και κατά συνέπεια της μετατόπιση της ΑΡΑΝ σε άλλες κατευθύνσεις. Εμείς, αντίθετα, λέμε να πάμε να δώσουμε μια μεγάλη πανελλαδική μάχη, τοπική την τοπική και άνθρωπο τον άνθρωπο ώστε να ξεφύγει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το διπλό κίνδυνο και της αποδιάρθρωσης και της σεχταριστικής αναδίπλωσης και να μπορέσει να έχει μια μάχιμη κατεύθυνση για το κίνημα και την Αριστερά.

28. Πρέπει να πρωτοστατήσουμε σε μια επιχείρηση ολικής επαναφοράς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία προς την Β’ Συνδιάσκεψη. Αυτό περνάει μέσα από τα ακόλουθα βήματα.

·Ανασυγκρότηση των τοπικών και κλαδικών, με έμφαση στην προσπάθεια επανασυσυσπείρωσης του συνόλου του δυναμικού τους, και άνοιγμα της συζήτησης στην πορεία προς τη συνδιάσκεψη, αλλά και ανάληψη σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο πρωτοβουλιών και κινηματικών και στο επίπεδο της αλληλεγγύης. Να αποφύγουμε μια λειτουργία των τοπικών και κλαδικών που είτε θα είναι προσανατολισμένη προς το συσχετισμό της Συνδιάσκεψης είτε θα υλοποιεί πρακτικίστικες πρωτοβουλίες. Χρειαζόμαστε ζωντανές τοπικές που να κάνουν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για την περιοχή ευθύνη τους (κίνημα, αλληλεγγύη, συζήτηση της Αριστεράς, τοπικός / κλαδικός συντονισμός των αντι-ΕΕ δυνάμεων. Η προσπάθεια για το Αριστερό Μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση να παίρνει και από τώρα μορφές τοπικά και κλαδικά: άνοιγμα των διαδικασιών σε αγωνιστές από το ΜΑΑ και άλλες τάσεις, κοινές πρωτοβουλίες, κοινές εκδηλώσεις.

·Πολύ καλύτερα οργανωμένες πρακτικές εξόρμησης και απεύθυνσης. Κάθε παρέμβαση σε μια γειτονιά δεν πρέπει να γίνεται με το ρουτινιάρικο τρόπο 3-4 σύντροφοι που μοιράζουν ένα χαρτί. Είτε πρόκειται για εξόρμηση που πρέπει να γίνεται με πολλούς συντρόφους και προγραμματισμένα, είτε για τοπική κινητοποίηση (π.χ. αλληλεγγύη σε μια απεργία, μια αντιφασιστική δράση, παρέμβαση για τα χαράτσια κ.λπ.) είτε για πρακτικές αλληλεγγύης (π.χ. πρωτοβουλία για ένα κοινωνικό ιατρείο) πρέπει να πηγαίνουμε μαζικά και με τρόπο που να δείχνει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι παρούσα.

·Καλή προετοιμασία των Θέσεων για τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άνοιγμα συστηματικό της δικής μας πρόταση για την ανάγκη αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση (βλ. παραπάνω). Αυτή τη φορά ας δώσουμε τη μάχη ώστε και στο επίπεδο των Θέσεων να αποτυπώνονται διαφορετικές κατευθύνσεις, ώστε να γίνει κουβέντα επ’ αυτών. Να μη δεχτούμε «Θέσεις» που θα κουκουλώνουν διαφωνίες. Από πολύ νωρίς η δική μας πρόταση (και σε συνεργασία με άλλες τάσεις και αγωνιστές) να κυκλοφορεί ως η πολιτική πρόταση που θα βγάλει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τα σημερινά όρια και να διαμορφώνουμε έναν ευρύτερο συσχετισμό.

·Πηγαίνοντας προς τη συνδιάσκεψη πρέπει να σαφήνεια να κάνουμε μια ιεράρχη των πολιτικών μας στόχων και να διακρίνουμε (α) ποια ζητήματα θέλουμε να περάσουν και να είναι απόφαση (μετωπική κατεύθυνση και πρωτοβουλίες, κοινή παρέμβαση στο εργατικό, βάθεμα του προγραμματικού περιεχομένου) και (β) Ποια ζητήματα θέλουμε να καταγραφούν ότι έχουν ισχυρό συσχετισμό (π.χ. το Αριστερό Μέτωπο στην πλήρη εκφορά της δικής μας θέσης). Μεγάλη μάχη πρέπει να δοθεί και για ζητήματα που συσπειρώνουν πλειοψηφικά το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως είναι το αίτημα για εφημερίδα και καλύτερη και πιο δημοκρατική λειτουργία. Ειδικά για τη δημοκρατική λειτουργία πρέπει να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες προτάσεις.

·Ανασυγκρότηση της παρακολούθησης της δουλειάς μας στις τοπικές και κλαδικές ΑΝΤΑΡΣΥΑ: καταμερισμός στις οργανώσεις πόλεις, συγκεκριμένοι σχεδιασμοί πρωτοβουλιών, αναβαθμισμένη παρουσία σε στις εξορμήσεις, ανάληψη ευθύνης.

·Πρωτοπόρα δική μας δράση στην επανενεργοποίηση του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στην επανασυσπείρωση αγωνιστών και σε νέες εντάξεις. Πρέπει να βάλουμε πλάνο, ώστε να επαναπροσεγγίσουμε και να φέρουμε στη συζήτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και στην υποστήριξη μιας μάχιμης μετωπικής πρότασης) όλο εκείνο το δυναμικό που προσέγγισε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη διαδρομή προς τη Συνδιάσκεψη και τις εκλογές της 6ης Μάη και μετά απομακρύνθηκε.

·Οικοδόμηση ενός ευρύτερου μπλοκ δυνάμεων και αγωνιστών στην πορεία προς τη Συνδιάσκεψη στην πάλη για τη διαμόρφωση συσχετισμού υπέρ μιας μάχιμης μετωπικής γραμμής.

·Συστηματική αρθρογραφία και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής. Κατοχύρωση της ευρύτερης απήχησης των θέσεων μας.

·Εξασφάλιση ότι σε συγκεκριμένες τοπικές και κλαδικές φτιάχνουμε συσχετισμούς ώστε από πριν τη Συνδιάσκεψη να υπάρξουν πρακτικές αλληλεγγύης, συνεργασίες με άλλες δυνάμεις, αποτελεσματική αντιφασιστική δράση, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως παραδείγματα μιας μάχιμης κατεύθυνσης.

Για την ανασυγκρότηση και αναβάθμιση της παρέμβασης της ΑΡΑΝ

29. Πρέπει να γίνουν πράξη οι αποφάσεις της ολομέλειας για αναβάθμιση της συγκρότησης παρέμβασης και συντροφικότητας της ΑΡΑΝ. Χρειαζόμαστε μια οργάνωση του σύγχρονου επαναστατικού δρόμου, της προγραμματικής εμβάθυνσης, της γραμμής μαζών, της ενωτικής δράσης. Οι πρωτοβουλίες για την Αριστερά αλλά και η ανοιχτή πρόκληση του σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα σήμερα απαιτούν την ισχυροποίηση της ΑΡΑΝ, τη μαζικοποίηση, το βάθεμα του προγραμματικού λόγου, τη συμβολή της σε ένα μάχιμο σύγχρονο μαρξιστικό ρεύμα αναπόσπαστο τμήμα ενός σύγχρονου εργατικού διαφωτισμού, το πλήρες ξεδίπλωμα όλων των πρακτικών της (περιοδικό, Λέσχη, εκδ. οίκος ιστοσελίδες), τη συγκρότηση αποτελεσματικότερου μηχανισμού. Απαιτείται ειλικρινής απολογισμός και γενναία αυτοκριτική από όλους μας. Είναι αναγκαίο να εμπλακούν πολλοί περισσότεροι σύντροφοι στην πολιτική δουλειά, πολλές απόψεις, τάσεις, ρεύματα και χρωματισμοί, ηλικίες και ευαισθησίες, να εκμεταλλευτούμε όλο μας το δυναμικό, αλλά και να ξαναλειτουργήσει η βάση, τα κύτταρα παραγωγής πολιτικής γραμμής της οργάνωσης, οι πυρήνες της. Όλα αυτά σημαίνουν και την αναγέννηση της πολιτικής λειτουργίας του ΚΣΟ, όσο και την δημιουργία ομάδων και επιτροπών, την αποκεντρωμένη και βαθιά δουλειά σε τομείς. Σημαίνει όμως και τομές στον οργανωτικό μας ιστό που θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις νέες ανάγκες που προκύπτουν, τα νέα διακυβεύματα. Όλα αυτά σημαίνουν, ότι η καθοδηγητική λειτουργία της Αριστερής Ανασύνθεσης, έχει αγγίξει το όριό της και η συνέχιση αυτού του μοντέλου πολιτικής καθοδήγησης, όπου το Γραφείο αποτελεί επί της ουσίας το αποκλειστικό καθοδηγητικό όργανο δεν μας πηγαίνει μπροστά. Αυτό απαιτεί μια νέα ποιότητα δημοκρατίας μέσα στην Αριστερή Ανασύνθεση, με έμφαση στην συλλογική απόφαση και υλοποίηση, στην διαρκή κριτική και αυτοκριτική όλων και πρωτίστως των καθοδηγητικών οργάνων και στελεχών, με ελευθερία αντιπαράθεσης των γραμμών, με δυνατότητα οι διαφωνίες να δημοσιοποιούνται ακόμη και να δοκιμάζονται μέσα στον λαό, όταν δεν συνιστούν ανταγωνιστικές πολιτικές πρακτικές που ακυρώνουν τις δημοκρατικές συλλογικές αποφάσεις. Και αυτό με την σειρά του, απαιτεί έναν καθορισμό των όρων ενότητας και αντιπαράθεσης, των ορίων των πολιτικών πρακτικών που δεν ακυρώνουν την συλλογική θέληση.

Σε αυτό το πλαίσιο χρειάζονται άμεσα βήματα:

-Αποκατάσταση δεσμών συντροφικότητας ξεκινώντας από πυρήνες και οργανώσεις πόλης που έχουν υπάρξει αντιπαραθέσεις το προηγούμενο διάστημα

-Στήριξη κεντρικά της οργάνωσης Πάτρας και οικονομικά και πολιτικά, καθώς βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση μετάβασης

-Συστηματοποίηση της αντιμετώπισης του οικονομικού προβλήματος σε μια περίοδο κρίσης οικονομικής

-Έμφαση στην τομεακή λειτουργία και την αποκέντρωση σε επίπεδο οργανώσεων πόλεων

-Αναβάθμιση της εκδοτικής παρουσίας, της Λέσχης, προγραμματισμός για φεστιβάλ.

30. Από εκεί και πέρα το κομβικό είναι να προχωρήσουμε στην Ε’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΝ Η Ε’ Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΝ θα γίνει μέσα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, ριζικά διαφορετική από τις προηγούμενες. Η βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η ανοιχτή κρίση της ευρωζώνης, η οριστική κατάρρευση του ελληνικού «αναπτυξιακού υποδείγματος», η επιτροπεία από την Τρόικα, το τοπίο κοινωνικής καταστροφής και ο διετής «εξεγερσιακός κύκλος», οι πρωτόγνωρες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, η άνοδος της Αριστεράς και η αναμέτρηση για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες με το ερώτημα της εξουσίας, διαμορφώνουν προκλήσεις μεγάλες και μας υποχρεώνουν να αναμετρηθούμε με μεγάλα ερωτήματα που απαιτούν επείγουσες απαντήσεις. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι η είσοδος σε ένα νέο ιστορικό κύκλο συμπίπτει με το κλείσιμο ενός πρώτου κύκλου στη ζωή της οργάνωσης (αλλά και το κλείσιμο ενός κύκλου στην πολιτική και δράση), επιβάλλει με τρόπο κριτικό και αυτοκριτικό να δούμε την πορεία μέχρι τώρα, να επανεκτιμήσουμε και να χαράξουμε την πορεία μας μέσα στις νέες συνθήκες. Άλλωστε, όλες και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η προσπάθεια αναμέτρησης με τα ερωτήματα που αφορούν την Αριστερά, την έκβαση των ταξικών αγώνων, το ερώτημα μιας σύγχρονης εφικτής επαναστατικής στρατηγικής κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκό είναι. Είναι η συλλογική μας ευθύνη να μπορέσουμε να δώσουμε τη μάχη, όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται, και για να απαντήσουμε στον κίνδυνο μιας πρωτοφανούς ταπείνωσης του λαού μας, αλλά και για να μπορούσαμε να μην χάσουμε πραγματικές ευκαιρίες που ανοίγονται για μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές. Ταυτόχρονα, η οργάνωση της Συνδιάσκεψης συμπίπτει και με μια περίοδο όπου η Αριστερή Ανασύνθεση καλείται να παίξει πρωτοπόρο ρόλο στην ανασύνθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα αποτελέσει την πολιτική ραχοκοκκαλιά του παλλαϊκού ξεσηκωμού, θα συμβάλει στο αναγκαίο αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, θα συνεισφέρει στο να γίνει πράξη μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.

31. Αυτό επιβάλλει και μια διαφορετική φυσιογνωμία στη Συνδιάσκεψη: Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, άνοιγμα των στρατηγικών ερωτημάτων και προσπάθεια απάντησής τους, σύνδεση ανάμεσα σε ανάλυση και πολιτικές πρωτοβουλίες, προσπάθεια για μέγιστη σαφήνεια στις απαντήσεις και το σχεδιασμό. Η Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΝ δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια «εσωτερική υπόθεση». Περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να είναι εξώστρεφη, να μπορέσει να συναντηθεί με τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς άλλων ρευμάτων και αγωνιστών, να τροφοδοτηθεί από την εμπειρία των αγώνων και των πολιτικών παρεμβάσεων. Θέλουμε οι θέσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες να αποτελούν κόμβο σε μια συνολικότερη και περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία συζήτηση μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά. Γι’ αυτό και θέλουμε η διαδικασία της συζήτησης να είναι περισσότερο παρά ποτέ ανοιχτή και δημόσια, να μπορέσει να έχει πραγματική συμβολή το δυναμικό εντός και εκτός οργάνωσης, να είναι η ίδια η πορεία προς τη συνδιάσκεψη μια πλευρά της διαδικασίας ανασύνθεσης, να δοκιμάσουμε να κρίνουμε αυτά που θα επεξεργαστούμε με βάση την απήχηση και την αποτελεσματικότητά τους έξω από τα στενά όρια της οργάνωσης. Ταυτόχρονα, θέλουμε να είναι και ένα αποφασιστικό βήμα στην ανώτερη πολιτικοποίηση, συγκρότηση, ενότητα και συντροφικότητα της Αριστερής Ανασύνθεσης. Όχι με λογική «αυτόκεντρης ανάπτυξης», αλλά μέσα από την επίγνωση ότι σήμερα η καλύτερη συγκρότηση της ΑΡΑΝ και η προσπάθεια για πολιτικές πρωτοβουλίες και τομές στην κατεύθυνση της αυτοϋπέρβασης και της εμπλοκής σε διαδικασίες ανασύνθεσης, δεν είναι ανταγανωνιστικές κατευθύνσεις, αλλά πλευρές μια αναγκαίας διαλεκτικής. Γι’ αυτό και θέλουμε να αποτελέσει η πορεία προς τη Συνδιάσκεψη μια τομή ως προς τη συμμετοχή μέσα στις διαδικασίες αλλά και στην προσπάθεια οργανωτικής ανάπτυξης της Αριστερής Ανασύνθεσης.

32. Ως προς τη διαδικασία της Συνδιάσκεψης, η πρόταση του πανελλαδικού γραφείου προς το ΚΣΟ είναι η ακόλουθη:

- Η Συνδιάσκεψη να πραγματοποιηθεί το Φεβρουάριο του 2013

- Η ολοκλήρωση της αρχικής επεξεργασίας του κειμένου Θέσεων (συγγραφή και συζήτηση και έγκριση από το πανελλαδικό γραφείο και το ΚΣΟ μέχρι το Νοέμβριο, έτσι ώστε μέχρι τις αρχές Δεκέμβρη οι Θέσεις να έχουν τυπωθεί και δημοσιοποιηθεί (στο εσωτερικό της οργάνωσης θα μπορούν να έχουν κοινοποιηθεί και νωρίτερα)

- Εκκίνηση από τώρα προσυνδιασκεψιακού διαλόγου. Παρότι θα διακινούνται έγκαιρα και ισότιμα όλες οι απόψεις και τα κείμενα, οποιουδήποτε μεγέθους, πρόταση του γραφείου είναι να υπάρξει και ειδική στήλη στην ιστοσελίδα (αλλά και σε δελτίο εσωτερικού διάλογο) για κείμενα παρεμβάσεις συγκεκριμένης έκτασης, μια που ευσύνοπτες παρεμβάσεις και τη συζήτηση στο εσωτερικό διευκολύνουν, αλλά και επιτρέπουν σε σ. εκτός οργάνωσης να παρακολουθήσουν καλύτερα την εσωτερική μας συζήτηση και – γιατί όχι – να παρέμβουν σε αυτή.

- Για τη συγγραφή των θέσεων προχωρούμε στη συγκρότηση της επιτροπής Θέσεων.

33. Η πρόταση για διάρθρωση των Θέσεων είναι η ακόλουθη.

Α.Προοίμιο

- Εισαγωγή: γενικός στόχος των θέσεων, κεντρική γραμμή, γενική αναφορά στη συγκυρία και τις προκλήσεις που θέτει, γενική κατεύθυνση της ΑΡΑΝ.

Β. Η συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης, η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, οι αλλαγές και οι ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

- Παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Αποτίμηση σε σχέση με προηγούμενη κρίση (’73-74) και μετέπειτα αναδιάρθρωση. Δομικός Χαρακτήρας της. Σημασία της χρηματοοικονομοποίησης. Κρίση της ηγεμονίας του νεοφιλεύθερου υποδείγματος (πολιτική, κοινωνική, ιδεολογική).

- Αστικές απαντήσεις στην κρίση: «φυγή προς τα εμπρός», «εσωτερική υποτίμηση», νέα επίθεση στην εργασία. Το ερώτημα της απαξίωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Αναδύονται νέα τεχνολογικά και οργανωτικά υποδείγματα;

- Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός. Διαλεκτική οικονομίας και πολιτικής στο διεθνές σύστημα. Ανακατατάξεις και νέες ιεραρχίες. Οι σύγχρονες μορφές του πολιτικοστρατιωτικού παρεμβατισμού. Ποιες μορφές παίρνουν σήμερα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (κύριες δυνάμεις, ηγεμονία και ιεράρχηση, δυναμικές και συνοπτική αναφορά σε κατάσταση ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, γενικά BRICs, και περιφερειακές π.χ. Τουρκία, Ιράν). Το ερώτημα του πολέμου και σε σχέση με την όξυνση των αντιθέσεων και ως μορφή απαξίωσης κεφαλαίων.

- ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις - ΕΕ: ρόλος, όξυνση κρίσης ευρώ-ΟΝΕ, αντιθέσεις που διαμορφώνονται και πόλοι (Γερμανία και δορυφόροι, Νότιες χώρες, ρόλος Γαλλίας, Βρετανία και χώρες εκτός ΟΝΕ)

-Μετάλλαξη των κρατικών μηχανισμών. Κρίση της αστικής δημοκρατίας. Νέες μορφές αυταρχισμού.

- Θέση Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα: Γενική εκτίμηση, δυναμική στη συγκυρία της κρίσης. Η κατάσταση με τα εθνικά θέματα. Οικονομική κρίση και αλλαγή συσχετισμούς με ανταγωνιστικές δυνάμεις. Εξελίξεις στο Αιγαίο, την Κύπρο και τα Βαλκάνια.

- Κριτική σε άλλες απόψεις: νεοφιλελεύθερες και νεοκεϋνσιανές, συζήτηση των διαφορετικών μαρξιστικών ερμηνειών, κριτική στις θεωρίες της «εξάρτησης» αλλά και του «γραμμικού διεθνισμού».

- Κινήματα και αντιστάσεις παγκοσμίως. Το ερώτημα ενός παγκόσμιου νέου ιστορικού κύκλου «οριακά εξεγερσιακού». Η σημασία των κινημάτων τύπου «Αγανακτισμένοι» παγκοσμίως. Άλλες αντιστάσεις και κινήματα

- Η Αριστερά στον κόσμο: κατάσταση, τάσεις, συζήτηση

Γ.Η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

- Αποτίμηση των εξελίξεων στην περίοδο 2008-2012: κρίση, Μνημόνια, επιτροπεία περιόδου, κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις.

- Κρίση της αστικής στρατηγικής, κατάρρευση του ελληνικού «αναπτυξιακού υποδείγματος», η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» και τα όριά της.

- Μετάλλαξη των κρατικών λειτουργικών: μεταδημοκρατία και μεταηγεμονία, αυταρχική θωράκιση

- Επιπτώσεις των μνημονίων στην κατάσταση των λαϊκών τάξεων.

- Η κατάσταση των τάξεων στην ελληνική κοινωνική. Ταξική θέση, προσδιορισμός, συμμαχίες, ανακατατάξεις και μετακινήσεις, διαχωριστικές γραμμές και πολώσεις, εύρος και μορφή ενός σύγχρονου ιστορικού μπλοκ, χαρακτηριστικά, μορφή και ηγεμονία μέσα στην αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία.

- Η κατάσταση των μεταναστών, ταξική θέση, ένταξη στη λαϊκή συμμαχία, μορφές του σύγχρονου ρατσισμού, σημασία των αντιμεταναστευτικών πολιτικών.

- Πολιτικοί μετασχηματισμοί: εκλογές και δυναμικές, διάλυση δικομματισμού και κομματικού συστήματος μεταπολίτευσης γενικότερα, κατάσταση και μορφή των βασικών πολιτικών ρευμάτων. Κατάσταση / Μετάλλαξη Δεξιάς, κεντροδεξιάς, κεντροριστεράς.

- Το φασιστικό φαινόμενο: μορφή, ανάπτυξη, χαρακτηριστικά.

- Χαρακτηριστικά της πολιτικής κρίσης σήμερα: κρίση στρατηγικής, κρίση αντιπροσώπευσης, μπορεί να γίνει κρίση ηγεμονίας;

- Ο συσχετισμός δύναμης στην ελληνική κοινωνία. Σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά μπλοκ. Κατάσταση του λαϊκού παράγοντα. Μορφές, δυναμικές και αντιφάσεις των κοινωνικών κινημάτων. Αποτίμηση της διετίας του λαϊκού ξεσηκωμού. Αποτίμηση των νέων μορφών οργάνωσης, παρέμβασης και συντονισμού.

Δ.Για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική

- Δομική κρίση και αντικειμενικές δυνατότητες εποχής, η εποχή εξεγέρσεων και η Αριστερά, η πρόκληση της ανατροπής και του μετασχηματισμού, το τέλος του κύκλου της ήττας

- Ποια κοινωνική συμμαχία θέλουμε να εκφράσουμε και με ποια ηγεμονία: αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία (τάξεις, στρώματα κλπ.)

- Δυνατότητα ανάδυσης ιστορικού μπλοκ: ορισμός και χαρακτηριστικά ιστορικού μπλοκ, αναγκαίες προϋποθέσεις, ποια συμμαχία, υπό ποια ηγεμονία, σε συνάρθρωση με ποιο πρόγραμμα και κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα.

-Ποιο είναι το αναγκαίο πρόγραμμα: Κριτήρια, αρχές, οριοθετήσεις (ποια αιτήματα συμπυκνώνουν μία αντίπαλη ταξική στρατηγική στη μεσοπρόθεσμη συγκυρία).

-Συγκεκριμενοποίηση προγραμματικών κατευθύνσεων (εδώ πρέπει να δούμε τι θέλουμε να βάλουμε και σε ποιο βάθος). Ποια τα χαρακτηριστικά του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος, ποιο το περιεχόμενο μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής μετάβασης. Τι σημαίνει το αίτημα του κομμουνισμού σήμερα. Συγκεκριμενοποίηση για την ελληνική περίπτωση: γιατί η κεντρικότητα της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, η κεντρικότητα της ρήξης με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η ανάγκη επεξεργασίας μη καπιταλιστικής λειτουργίας κρίσιμων τομέων, το περιεχόμενο του δημοκρατικού σχεδιασμού σήμερα, η σχέση σχεδιασμού και αυτοδιαχείρισης, ποια αναπτυξιακή στρατηγική, ποιες διεθνείς σχέσεις, ποιο βάθεμα της δημοκρατίας.

- Το ερώτημα της εξουσίας (χαρακτήρας κράτους, οριοθετήσεις επαναστατικής στρατηγικής και αναγκαίες προϋποθέσεις, ανάγκη συγκρότησης αντιθεσμών και οργάνωσης λαού, το ερώτημα της κυβέρνησης, αναζήτηση σύγχρονης μεταβατικής διαδικασία, διαλεκτική ανάμεσα σε κυβερνητική εξουσία, αναγκαία λαϊκή αντιεξουσία, επαναστατικό μετασχηματισμό των κρατικών θεσμών).

- Ποιες μορφές οργάνωσης του λαού χρειαζόμαστε. Τι σημαίνει το περιεχόμενο της στρατηγικής του Ενιαίου Μετώπου σήμερα. Ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Ποιες μορφές λαϊκής οργάνωσης χρειαζόμαστε. Η σημασία των μορφών αυτοοργάνωσης, αυτοδιαχείρισης, αλλλεγγύης ως εν δυνάμει μορφές δυαδικής εξουσίας.

- Ποιο είναι το αναγκαίο πολιτικό μέτωπο: Αριστερό Μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική ανατρεπτική κατεύθυνση, περιεχόμενο και μορφές. Η διαλεκτική κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, πού διαπλέκονται, γιατί είναι σχετικά αυτοτελή; Μέτωπο και κομμουνιστική πρωτοπορία, ποια μορφές παίρνει σήμερα η σχέση.

Ε.Για την ανατροπή της επίθεσης, για την απαλλαγή από την Μνημονιακή επιτροπεία και τη ρήξη με την ευρωζώνη. Για την Αριστερά που θα ανοίξει «άλλο δρόμο» για την ελληνική κοινωνία

-Μορφές οργάνωσης της πάλης και της αντίστασης σε κάθε επίπεδο: δουλειά, γειτονιά, νεολαίας.

- Η σημασία της αντιφασιστικής πάλης σήμερα

-Με ποια Αριστερά μέσα στις σημερινές δυνατότητες. Το αναγκαίο Αριστερό Μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, η αντιΕΕ συσπείρωση ως κόμβος, Αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο με αντικαπιταλιστική ηγεμονία ή συσπείρωση των επαναστατικών δυνάμεων, ποιες τομές και ανακατατάξεις βλέπουμε μέσα στην Αριστερά.

- Αποτίμηση των τάσεων και των αντιφάσεων των διαφορετικών ρευμάτων της Αριστεράς και του Κινήματος.

- Ο ρόλος ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτίμηση της πορείας της, αναγκαίες τομές που πρέπει να γίνουν (πρόγραμμα, τακτική συμμαχιών, δημοκρατική συγκρότηση, όροι συμβολής στο αναγκαίο αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση)

- Το ερώτημα της κομμουνιστικής αναφοράς. Τι σημαίνει σήμερα πορεία προς το αναγκαίο κομμουνιστικό κόμμα, τον φορέα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής: βασικά στρατηγικά-ιδεολογικά-φυσιογνωμικά στοιχεία, βασικά σημεία συζήτησης, ανάγκη υπερβάσεων και τομών για ένα πολυτασικό φορέα με ανοιχτή διαπάλη ρευμάτων και ιδεών πέρα από αγκυλώσεις, αποτίμηση των ρευμάτων που αφορά αυτή η συζήτηση, ζητήματα τακτικής και βηματισμού σε αυτή την κατεύθυνση, χαρακτηριστικά που πρέπει να πάρει το άνοιγμα της σχετικής συζήτησης.

ΣΤ.10 Χρόνια Αριστερή Ανασύνθεση: Απολογισμός.

-Γενική αποτίμηση πορείας και φυσιογνωμίας ΑΡΑΝ

- Αποτίμηση από Δ’ Συνδιάσκεψη

- Αυτοκριτική των καθοδηγητικών οργάνων.

- Αναγκαίες πολιτικές και οργανωτικές τομές: αναζήτηση σύγχρονης κομμουνιστικής φυσιογνωμίας, αναδιάταξη δυνάμεων (καταμερισμός καθηκόντων, διάρθρωση πυρήνων, οργάνων, οργανώσεων πόλεων, επί μέρους ομάδων κλπ.)

34. Όπως φάνηκε και από την παραπάνω παρουσίαση της πορείας προς τη Συνδιάσκεψη αποδίδουμε μεγάλη σημασία στην προγραμματική επεξεργασία. Αυτό προκύπτει από την εκτίμηση που κάνουμε ότι σήμερα σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα να πειστούν ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος δρόμος για την ελληνική κοινωνία, περνάει μέσα από τη διατύπωση, με τρόπο συγκεκριμένο, αναλυτικό και εφικτό, ενός εναλλακτικού προγράμματος για την παραγωγή, τη διοίκηση την οργάνωση της κοινωνίας, πατώντας πάνω σε πραγματικές δυνατότητες και την εμπειρία των ίδιων των αγώνων και των κοινωνικών συγκρούσεων των τελευταίων ετών. Ταυτόχρονα, όπως έχουμε συζητήσει σε διάφορες περιστάσεις, για εμάς αυτή η προγραμματική επεξεργασίας δεν μπορεί να είναι υπόθεση απλώς μιας οργάνωσης, αλλά κομμάτι μιας ευρύτερης διαδικασίας συζήτησης και ανασύνθεσης. Ακόμη περισσότερο, μπορεί να είναι και ένα από τα βήματα μέσα από τα οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί και ένα εν δυνάμει αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση. Άλλωστε, μια τέτοια συλλογική επεξεργασία απαιτεί ευρύτερο δυναμικό, απαιτεί εμπειρία και τεχνογνωσία, χρειάζεται την αξιοποίηση των ανθρώπων που έχουν την εμπειρία, το μεράκι και τη γνώση να βοηθήσουν. Τους τελευταίους μήνες δοκιμάσαμε να προχωρήσει αυτή η κατεύθυνση σε συνεργασία με άλλες τάσεις και συντρόφους (στο πλαίσιο και σχετικής απόφασης του ΚΣΟ), κάτω από την ομπρέλα του Αριστερού Βήματος. Παρά τα θετικά βήματα που έγιναν (αρχικό κείμενο – κάλεσμα, σύσκεψη στις αρχές Απρίλη) εντούτοις και εξαιτίας των εκλογών δεν προχώρησε. Στο επόμενο διάστημα θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι απαιτείται για να ξεκινήσει ξανά αυτή η διαδικασία. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορούμε να αφήνουμε πολύτιμος χρόνος. Σε αυτό το πλαίσιο και ενόψει της συνδιάσκεψης αλλά και ευρύτερων εξελίξεων και ανακατατάξεων μέσα στο τοπίο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πρέπει να πάρουμε την πρωτοβουλία και να ξεκινήσουμε από τώρα να δουλεύουμε συγκεκριμένες πλευρές της προγραμματικής δουλειάς. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δουλειάς θα μπορέσει να αξιοποιηθεί και για τις θέσεις της συνδιάσκεψης και για ευρύτερες κοινές επεξεργασίες με άλλους αγωνιστές και τάσεις. Αποτελεί αυτό και τη δική μας συνεισφορά σε μια συνολικότερη προσπάθεια.

35. Με αυτή την έννοια το γραφείο προτείνει να γίνει δουλειά στα ακόλουθα πεδία:

Α) Χρειάζεται να προχωρήσουμε τη γενική συζήτηση πάνω στο ερώτημα τι σημαίνει σήμερα μεταβατικό πρόγραμμα γύρω από τα ακόλουθα ερωτήματα:

·Σημασία της ρήξης με ευρώ, ΕΕ και ιμπεριαλισμό, στη βάση της αρχής ότι δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική στρατηγική χωρίς τοποθέτηση για τη θέση της χώρας μέσα στο διεθνές σύστημα.

·Πώς μπορεί να γίνει η μετάβαση στην ανάκτηση στοιχείων κυριαρχίας ως προς την νομισματική και την οικονομική πολιτική. Ειδικά για το θέμα το ευρώ απαιτείται συγκεκριμένος και εύληπτος «οδικός χάρτης» για το πώς η έξοδος μπορεί να γίνει και σε συνδυασμό μα κρίσιμες ανατροπές να αποτελέσει την αφετηρία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

·Η σημασία του μεταβατικού προγράμματος και των κρίσιμων στόχων που ορίζουν την άμεση ανακούφιση και τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική. Ποιες άμεσες τομές απαιτούνται. Πώς εμπλουτίζουμε το μεταβατικό πρόγραμμα με αιχμές όπως η αναγκαία φορολογική μεταρρύθμιση (με έμφαση στη γενναία φορολόγηση των εισοδημάτων και των εταιρικών κερδών, στη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, στη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών), η δημόσια δαπάνη και επένδυση (και η εύρεση πόρων για αυτές, η αυτοδιαχείριση και η ανάπτυξη νέων εναλλακτικών δικτύων διανομης.

Β) Σε σχέση με την ελληνική κοινωνία και τον άλλο δρόμο

Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο και του ακαδημαϊσμού και του αφηρημένου αντικαπιταλισμού, πρέπει να δούμε πώς σχετίζεται το πρόγραμμα με την ελληνική κοινωνία. Αυτό αφορά συγκεκριμένα ερωτήματα με τα οποία πρέπει να αναμετρηθούμε:

·Ποιες οι παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας και από άποψη φυσικών πόρων και από άποψη συλλογικού εργαζόμενου.

·Ποιο μπορεί να είναι ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα, μια «αναπτυξιακή στρατηγική» για την ελληνική κοινωνία, στηριγμένη σε ποια κατεύθυνση ρήξης με τη λογική του κέρδους και της αγοράς.

·Ποιος ο διεθνής προσανατολισμό. Υπάρχουν δυνατότητα εναλλακτικών μορφών ένταξης στο διεθνή καταμερισμό;

·Σε ποιους χώρους βλέπουμε άμεσα την αναβάθμιση της κρατικής – δημόσιας παρέμβασης και σε ποιους χώρους βλέπουμε κυρίως πρακτικές αυτοδιαχείρισης.

·Αυτοδιαχείριση παραγωγικών μονάδων: σε ποιους κλάδους είναι εφικτή, κάτω από ποιους όρους και με ποια στήριξη.

Γ) Θεωρητικά / στρατηγικά ζητήματα

Η συζήτηση για το πρόγραμμα χρειάζεται να στηριχτεί και στην αναμέτρηση με κρίσιμα στρατηγικά και θεωρητικά ζητήματα:

·Ποια μορφή παίρνει σήμερα η έννοια του σχεδίου. Ποια η σχέση σχεδίου και αγοράς στη μεταβατική περίοδο

·Μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων: ποια μορφή μπορεί να πάρει η προσπάθεια αμφισβήτησης των ιεραρχιών και η κοινωνικοποίηση της τεχνικής γνώσης στις σημερινές συνθήκες.

·Με ποιο τρόπο μπορούμε να έχουμε έναν κοινωνικό και οικονομικό λογισμό που να αντικαταστήσει την αγορά, χωρίς τα προβλήματα και τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις της κλασικής εκδοχής «σχεδίου» από τα πάνω.

·Δημοκρατία, συμμετοχή από τη μια, γενικές ανάγκες και άμεση κάλυψή τους από την άλλη, πώς μπορούν να συνδυαστούν;

·Η σύγχρονη «δύναμη της συνήθειας» πώς θα εκφραστεί;

Δ) Σε σχέση με ειδικότερα ζητήματα

Χρειαζόμαστε ειδικές επεξεργασίες για συγκεκριμένους τομείς:

  • Διαδικασία εξόδου από το ευρώ
  • Διατροφική επάρκεια – οργάνωση του αγροτοκτηνοτροφικού τομέα
  • Υγεία – Περίθαλψη – Φάμακο
  • Ενέργεια
  • Ζητήματα που αφορούν το δημόσιο πλούτο (ΕΟΖ κ.λπ.)

Για το σκοπό αυτό θα συγκροτούμε ομάδες εργασίας πάνω σε αυτά τα ερωτήματα. Εάν υπάρξει δυνατότητα να γίνει σε συνεργασία με άλλους αγωνιστές, ακόμη καλύτερα. Παράλληλα, στο πλαίσιο της πορείας προς τη συνδιάσκεψη θα προετοιμαστούν στοιχεία τοποθέτησης και πάνω στα υπόλοιπα ερωτήματα, γενικότερα και ειδικότερα.