Εισαγωγή
Τα αποτελέσματα των εκλογών στις 17 Ιούνη αποτελούν ένδειξη της βαθιάς πολιτικής κρίσης και των κοινωνικών διαιρέσεων στην Ελλάδα της εποχής των μνημονίων. Αποτυπώνουν τις κοινωνικές πολώσεις, τις πολιτικές συγκρούσεις, αλλά και την ενεργό συνθήκη πολιτικής κρίσης στο φόντο μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης, τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο. Ορίζουν ταυτόχρονα για την Αριστερά, σε σχέση και με το ζήτημα του ταξικού συσχετισμού δύναμης και σε σχέση με το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας, ένα σημείο καμπής, στο πλαίσιο του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου ενάντια στη λιτότητα, τη συνθήκη μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας και τη στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης. Γύρω από αυτό το σημείο καλούνται όλες οι πολιτικές τάσεις και τα ρεύματα να αποτιμήσουν και να αναπροσαρμόσουν το πολιτικό σχέδιο και την τακτική τους. Ως εκ τούτου. και για την ΑΡΑΝ και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το αποτέλεσμα των εκλογών οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης και επαναπροσδιορισμού της πολιτικής κατεύθυνσης. Πάνω από όλα τα πρώτιστο καθήκον είναι να ανανεώσουμε και να βαθύνουμε την επαναστατική στρατηγική, με βάση τις εμπειρίες της περιόδου, την όξυνση της κρίσης αλλά και τον «εξεγερσιακό κύκλο» και σε αυτή τη βάση να αναμετρηθούμε με ερωτήματα όπως η εξουσία και η εκκίνηση διαδικασιών κοινωνικού μετασχηματισμού.
1. Οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις
Η κρίση της Ευρωζώνης βαθαίνει
1. Το υλικό υπόβαθρο των εξελίξεων σφραγίζεται από τις οικονομικές εξελίξεις. Έχει πια αποδειχτεί ότι η περίπτωση της Ελλάδας δεν ήταν μεμονωμένη, το πρόβλημα βρίσκεται στη συνολικά οικονομική, πολιτική και νομισματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Η κρίση στην Ισπανία, μια οικονομία πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα και η αναγκαστική καταφυγή στο μηχανισμό στήριξης και προφανώς στην επιτροπεία είναι ενδεικτική, το ίδιο και οι εξελίξεις στην Ιταλία. Φανερώνει η όξυνση της Ισπανικής κρίσης ακριβώς την κλιμάκωση της συνολικότερης κρίσης της Ευρωζώνης. Αυτό ισχύει και για την όξυνση της κρίσης στην Κύπρο, η προσφυγή της οποίας στο μηχανισμό στήριξης είναι μια ακόμη ένδειξη των τρομαχτικών οικονομικών πιέσεων που δέχονται ιδίως οι περιφερειακοί σχηματισμοί της ΕΕ. Το ίδιο δείχνει και η ολοένα και πιο έντονη συζήτηση για αλλαγές στην ευρωζώνη για να αποφευχθεί η κατάρρευση. Την ίδια ώρα η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων γύρω από την έκβαση της κρίσης της Ευρωζώνης, οι διάφορες παρεμβάσεις των ΗΠΑ για πιο «χαλαρή» πολιτική, αλλά και η αναπαραγωγή αντιθέσεων εντός της ΕΕ δεν δείχνουν μόνο ότι η κρίση της Ευρωζώνης έχει επιπτώσεις συνολικά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αλλά και ότι οι συνολικότερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εσωτερικεύονται και στο εσωτερικό της ΕΕ. Αποδεικνύεται πλέον ότι η όλη δομή της ευρωζώνης, απέναντι σε μια συγκυρία καπιταλιστικής κρίσης, μορφή εμφάνισης της οποίας είναι και η κρίση χρέους, δεν μπορούσε παρά να οξύνει τις αντιθέσεις σε εκρηκτικό βαθμό, να επιτείνει τις ανισότητες, να επιτείνει κρισιακές τάσεις. Σε αυτό το τοπίο, η αντίθεση της Γερμανίας σε πολιτικές μεγαλύτερης υποστήριξης των αδύνατων οικονομιών, περισσότερων μεταβιβαστικών δαπανών προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια και μεγαλύτερης «αλληλεγγύης» δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αφροσύνης αλλά και προσκόλλησης σε μια σκληρή νεοφιλελεύθερη στρατηγική (που ταυτόχρονα εξυπηρετεί την ηγεμονική θέση της Γερμανίας), η οποία αποτελούσε εξαρχής τον πυρήνα της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Σε τελικά ανάλυση, και οι εμπνευστές του ευρώ ήξεραν ότι η ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση σε ένα γεωγραφικό χώρο δεν υπήρχαν κοινωνικοί και πολιτικοί όροι για μεγαλύτερη «ομοσπονδιακή ενοποίηση» δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο σε μια κατεύθυνση σκληρής προσαρμογής, συνεχών αναδιαρθρώσεων, αλλεπάλληλων «εσωτερικών υποτιμήσεων» στην περιφέρεια αλλά και διαρκούς λιτότητας στο κέντρο. Δεν μπορούσαν, όμως, να προβλέψουν (ή δε θέλησαν να προβλέψουν) ότι η υπερδιόγκωση της χρηματοοικονομικής σφαίρας και του κρατικού δανεισμού, ως του μόνου τρόπου να υποκατασταθούν πλευρές του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, που μετέτρεψαν το κρατικό χρέος από σταθερό θεμέλιο σε επισφάλεια, τελικά θα έκανε την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης κομβική παράμετρο ενός προβλήματος που απειλεί να οδηγήσει σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία. Απέναντι σε όλα αυτά, παρουσιάζεται το εξής παράδοξο: από τη μια, όλοι να μπορούν να υποδείξουν τους τρόπους που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν κάποια από τα προβλήματα (κοινή οικονομική πολιτική, «ομοσπονδιακή» αντίληψη του οικονομικού σχεδιασμού, έμφαση στην ανάπτυξη κ.λπ.) και από την άλλη να συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια ρήξη με τον εμπεδωμένο νεοφιλελευθερισμό της ευρωζώνης. Σε αυτό το τοπίο – και με δεδομένη τη διάθεση της Γερμανίας να μη χάσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, το συσχετισμό χωρών που συντονίζονται μαζί της, τη διάθεση της Γαλλίας να μη θεωρηθεί τμήμα του προβλήματος, αλλά και την ουσιαστική επιμονή σε μια «φυγή προς τα εμπρός» των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων – όλες οι προτάσεις που γίνονται κατατείνουν σε παραλλαγές του ίδιου επιθετικού σχήματος. Είτε αυτό αφορά την πρόταση για το δημοσιονομικό σύμφωνο, με όλη την έμφαση στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας ως προς τους προϋπολογισμούς και την οικονομική πολιτική και τη δυνατότητα έξωθεν κανονικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, της μισθολογικής πολιτικής, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Είτε αυτό αφορά τις προτάσεις για την τραπεζική ένωση, την έκδοση «ευρωομολόγων», πάντα με το τίμημα λιτότητας και επιτροπείας. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι που αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα το αίτημα για τη ρήξη και με το ευρώ και με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Σε πείσμα μιας αντίληψης που κυριαρχεί σε πολλά τμήματα της Αριστεράς, και στην Ελλάδα και στην ΕΕ, ότι σήμερα μπροστά στην κρίση της Ευρωζώνης οι ηγετικές δυνάμεις μπορούν να πιεστούν για αλλαγές, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σήμερα ενδεχόμενο χαλάρωσης των συμφώνων σταθερότητας και εφαρμογής φιλολαϊκών πολιτικών. Στο βαθμό που το συνολικό οικοδόμημα της ΕΕ και της ΟΝΕ παραμένει ακλόνητο στις αρχές εξυπηρέτησης των πιο επιθετικών μερίδων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου καθώς και όσο παραμένει ενεργός ο σημερινός πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός καμία παραχώρηση και καμία αλλαγή πολιτικής στη κατεύθυνση της αλληλεγγύης και αναδιανομής δεν αναμένεται να συντελεστεί. Και αυτό δεν είναι συγκυριακό: είναι η θεμελιώδης κατεύθυνση του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986.
3. Αυτή η οχύρωση των αστικών δυνάμεων γύρω από μια επιθετική στρατηγική σήμερα παροξύνει την κρίση της Ευρωζώνης. Σε αυτό το φόντο, το ενδεχόμενο της διάλυσης της Ευρωζώνης ή της αποπομπής μίας χώρας όπως η Ελλάδα από την Ευρωζώνη είναι περισσότερο πραγματικό παρά ποτέ. Δεν είναι τυχαίο, ότι πληθαίνουν οι εκθέσεις ή τα δημοσιεύματα που αποτιμούν το κόστος μιας διάλυσης ή της αποπομπής της Ελλάδας με παραμονή στο ευρώ μόνο όσων χωρών κριθούν αρκούντως εύρωστες. Είναι σαφές ότι χρειάζεται προετοιμασία για αυτό το ενδεχόμενο. Ιδίως τυχόν προσωρινή αποπομπή της Ελλάδας όχι μόνο θα συνδυαστεί με ακόμη μεγαλύτερη εσωτερική υποτίμηση, εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις και λιτότητας, αλλά και θα αποτελέσει την αφετηρία για αντιδραστική μετατόπιση, πολιτικά και ιδεολογικά, εφόσον και η έξοδος από το ευρώ θα βιωθεί ως ένταση της κοινωνικής καταστροφής, αλλά και ως αποτέλεσμα των πολιτικών της Αριστεράς. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με την Αριστερά και το λαό απροετοίμαστο στην πραγματικότητα θα δικαιώσει την ιδεολογική τρομοκρατία για την έξοδο από το ευρώ ως καταστροφή. Ακόμη χειρότερα, θα κάνει την επιστροφή στο ευρώ στόχο ευρύτερης αποδοχής.
4. Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, η λογική που θεωρεί λανθασμένο στόχο την έξοδο από το ευρώ και αντιπροτείνει τη διεκδίκηση της άρσης της λιτότητας εντός της ΟΝΕ, στην πραγματικότητα απλώς αφήνει ακόμη πιο απροετοίμαστο στο λαό. Αντίθετα, μια κατεύθυνση που θα επικέντρωνε σήμερα στην έξοδο από το ευρώ, θα έκανε πολύ πιο συγκεκριμένα θα πρακτικά βήματα που αυτό θα απαιτούσε, θα καταστούσε σαφές ότι μόνο μέσα από μια τέτοια διαδικασία θα μπορέσει να υπάρξει και άμεση ανακούφιση αλλά και δυνατότητα κοινωνικού μετασχηματισμού και θα επέτρεπε μια ανώτερη πολιτικοποίηση της περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίας οργάνωσης του λαού. Αυτό είναι μια ακόμη ένδειξη γιατί χρειαζόμαστε σήμερα και εμβάθυνση του αναγκαίου προγράμματος ρήξης και ανατροπής αλλά και επεξεργασία όλων των μορφών λαϊκής οργάνωσης, αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης και αυτοάμυνας, ακριβώς γιατί οι αναγκαστικοί κραδασμοί μιας τέτοιας ρήξης μόνο με πραγματικές δομές οργάνωσης του λαού σε κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο μπορούν να αντιμετωπιστούν.
5. Σε αυτή τη βάση η συζήτηση της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να πάρει θέση και σε ορισμένα στρατηγικά ερωτήματα. Πολλές από τις απόψεις που σήμερα επιμένουν στην άρνηση του στόχου της ρήξης με το ευρώ, το κάνουν στο όνομα υποτίθεται του διεθνισμού και της αντίληψης που θέλει τον κοινωνικό μετασχηματισμό εφικτό μόνο στο επίπεδο της «Ευρώπης». Απέναντι σε αυτή τη θέση, που απειλεί να αφοπλίσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα απέναντι στη δομική οικονομική βία της Ευρωζώνης και παραβλέπει τις δυνατότητες ρήξης, η δική μας τοποθέτηση πρέπει να είναι σαφής: Ναι, είναι δυνατή η ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ, χωρίς αυτό να σημαίνει καταστροφή. Ναι, αυτός είναι δρόμος σε τελική ανάλυση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και όχι απλώς για την απαλλαγή από τη λιτότητα. Ναι, ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει σε μια χώρα, ή, στην πραγματικότητα, ο αναγκαστικά άνισος τρόπος ανάπτυξης της ταξικής πάλης, συνεπάγεται ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει, όσο κόστος, δυσκολία και αντιφάσεις μπορεί αυτό να συνεπάγεται, στο βαθμό που οι δυνατότητες κοινωνικού πειραματισμού και εναλλακτικής πραγματικής ευημερίας τελικά θα είναι μεγαλύτερες. Ναι, ο δικός μας διεθνισμός δεν είναι η άρνηση της ρήξης (αναγκαστικά πάντα «πρόωρης») στο όνομα ενός πανευρωπαϊκού συντονισμού, που τελικά δεν θα είναι εφικτός, η απόσπαση του δικού μας κρίκου από τους μηχανισμούς της διεθνοποίησης.
Η ελληνική κρίση βαθαίνει
6. Στην Ελληνική περίπτωση έχουμε να κάνουμε ήδη με μια εξοντωτική συνθήκη στην πραγματικότητα ύφεσης και λιτότητας. Ανεξάρτητα από το εάν θα έρθουν νέα μέτρα, αρκεί να αναλογιστούμε ότι: Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και των μέτρων γίνονταν ολοένα και πιο αισθητές, σπρώχνοντας στα όριά τους μηχανισμούς άτυπης αλληλεγγύης όπως η οικογένεια, που μέχρι τώρα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την εκδήλωση ανοιχτών μορφών κοινωνικού αποκλεισμού. Στο πρώτο τρίμηνο του 2012 η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία έφτασε το 22,6% με την ανεργία των νέων 15-24 να αγγίζει το 52,7%. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην πέμπτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης (2008: -0,2%, 2009: -3,2%, 2010: -3,5%, 2011: -6,9%, Α΄ Τρίμηνο 2012: -6,5% σε σύγκριση με Α΄ Τρίμηνο 2011) και είναι απόλυτα σαφές ότι ύφεση θα υπάρξει και το 2013 οδηγώντας σε μία σωρευτική μείωση του ΑΕΠ που δεν έχει καταγραφεί σε Ευρωπαϊκή χώρα από την εποχή της μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, ισοδυναμώντας με επιπτώσεις πολεμικής εμπλοκής μεγάλης κλίμακας. Το συνολικό κόστος αποδοχών μειώθηκε πάνω από 25% σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζες της Ελλάδος, με ορισμένες κατηγορίες μισθωτών να αντιμετωπίζουν μειώσεις ακόμη και πάνω από 40%, ενώ τα πράγματα γίνονται χειρότερα εάν συνυπολογίσουμε τη μεγάλη αύξηση της φορολογίας και των μισθωτών. Η εμφάνιση φαινομένων όπως οι άστεγοι, η μαζική συμμετοχή σε συσσίτια, η έκρηξη των αυτοκτονιών ήταν μερικές από τις ενδείξεις μιας ενεργής κοινωνικής καταστροφής. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι ακόμη και εάν δεν ληφθούν επιπλέον μέτρα, μόνο η διατήρηση του τωρινού πλέγματος οικονομικής πολιτικής επαρκεί για να παραταθεί η συνθήκη καταστροφής. Είναι σαφές ότι αυτό εξηγεί και την τεράστια πόλωση που καταγράφτηκε μέσα στα εκλογικά αποτελέσματα.
7. Σε αυτό το τοπίο το ερώτημα της βαθύτερης κρίσης στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει ενεργό. Ακόμη και η μετατόπιση της προεκλογικής συζήτησης προς το θέμα της «ανάπτυξης», δεν σήμαινε κάτι διαφορετικό από την επιμονή από της ηγετικές δυνάμεις του ελληνικού κεφαλαίου στη στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης», έστω και με μεγαλύτερες ενέσεις ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και με μικρότερες περικοπές. Αυτό σημαίνει ότι δύσκολα μπορούν ακόμη και τώρα να αναπτύξουν και να ξεδιπλώσουν μια πραγματικά πειστική «αφήγηση» για το προς τα που μπορεί να πάει η ελληνική οικονομία. Ακόμη και τάσεις πάνω στις οποίες έγινε προσπάθεια τα τελευταία χρόνια να στηριχτεί η δυνατότητα «ανάπτυξης», όπως οι εξαγωγές, έχουν υποχώρηση. Αντίθετα, όλα δείχνουν ότι με βάση και την πίεση που θα δεχτούν από την Τρόικα στο φόντο της κρίσης της Ευρωζώνης, η λιτότητα, οι περικοπές, οι ιδιωτικοποιήσεις, η αποπτώχευση ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού, θα εξακολουθήσουν να αποτελούν τον κανόνα. Ακόμη και καταγραφούν σε κάποιους κλάδους κάποιες «αναπτυξιακές» δυναμικές αυτές θα αντανακλούν το μνημονιακό κεκτημένο και θα προϋποθέτουν (και θα επιτείνουν) τη μισθολογική εξαθλίωση, την ανεργία και τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις.
8. Απέναντι σε αυτό το τοπίο, η αναγκαιότητα μιας άλλης αριστερής στρατηγικής, που να ξεκινά από τη ρήξη με το ευρώ και το χρέος, να εξασφαλίζει την άμεση ανακούφιση και να ανοίγει το δρόμο για μια πραγματική συλλογική αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, αποκτά ξεχωριστή αναγκαιότητα αλλά και δυνατότητα διείσδυσης. Σήμερα, δεν υπάρχει η δυνατότητα για μια εναλλακτική αστική στρατηγική, με μεγαλύτερη αναδιανομή και «ανάπτυξη» που να συγκροτήσει συμμαχίες. Ούτε βέβαια έχει νόημα η Αριστερά να πιστεύει ότι μπορεί να στηριχτεί σε μια τέτοια στρατηγική. Αντίθετα, αυτό που έχουμε ορίσει ως ο άλλος δρόμος, από την έξοδο από το ευρώ έως την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, μπορεί να αποτελέσει το σημείο συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων που θα ήθελαν να φύγουν από σημερινό κύκλο ύφεσης, ανεργίας και καταστροφής. Μόνο που περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να εξειδικευτεί: από τα βήματα των «100» ημερών μέχρι όλες τις πλευρές πειραματισμού με ένα μη εκμεταλλευτικό παραγωγικό μοντέλο. Αυτό κάνει ακόμη πιο επιτακτική την να επεξεργαστούμε και να βαθύνουμε τη δική μας αντίληψη για τον άλλο δρόμο. Η νέα κυβέρνηση Σαμαρά θα αναμετρηθεί σύντομα με τις αντιφάσεις του σχεδίου της για την υποτιθέμενη ανάπτυξη και εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι πολιτικά και κινηματικά να οξύνουμε αυτές τις αντιφάσεις. Ισχυρό όπλο που θα έχει στη κατοχή της η αστική πολιτική είναι το ίδιο το τοπίο της κοινωνικής καταστροφής. Τα εκατομμύρια ανέργων, οι καταστραμμένες οικονομικά τοπικές κοινωνίες ειδικά στην επαρχία θα αποτελέσουν, εφόσον η αριστερά δεν μπορέσει αποτελεσματικά να απρέμβει, κατάλληλο έδαφος για το προχώρημα της πολιτικής των ειδικών οικονομικών ζωνών. Το ίδιο όπλο του τοπίου της κοινωνικής καταστροφής που θα πάει να χειριστεί ο αστισμός, εμείς πρέπει να το στρέψουμε εναντίον του. Ο Τ.Ε. ΑΡΑΝ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων πρέπει άμεσα να προετοιμαστεί για το πώς θα απαντήσει σε αυτή τη πρόκληση. Και είναι προφανές ότι αυτή η μάχη δεν θα είναι απλώς μια συνδικαλιστική μάχη αλλά μια βαθύτατα πολιτική μάχη που όμως μπορεί να μας συνδέσει με πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης ειδικά της επαρχίας που σήμερα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και συνολικά η Αριστερά χωλαίνει.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 17ης Ιούνη
Οι εκλογές της 6ης Μάη αποτέλεσαν την κορυφαία έκφραση της πολιτικής κρίσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ως αποτέλεσμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
9. Η ΝΔ κατορθώνει να είναι πρώτη στο βαθμό που μπόρεσε να κυριαρχήσει στην εσωτερική ανακατανομή των ψήφων της συνολικής «Δεξιάς», να εκμεταλλευτεί τη γείωσή της σε περισσότερο φοβικά και συντηρητικά στρώματα, να πατήσει πάνω στην εκλογική σταθερότητα του ΠΑΣΟΚ που δεν είχε παραπέρα μεγάλη αιμορραγία προς τα αριστερά. Δούλεψε συστηματικά πάνω σε ένα σύνολο εκβιαστικών διλημμάτων, με κεντρικό το θέμα του ευρώ, ιδίως από τη στιγμή που οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ του ευρώ πάση θυσία, διευκόλυναν την ιδεολογική λειτουργία των εκβιασμών. Άλλωστε, η ίδια η επένδυση στο «φόβο» αποτελούσε και πολιτική επένδυση στα αντανακλαστικά εκείνων των στρωμάτων που έστω και σε συνθήκες κρίσης έχουν συμφέροντα τα οποία κινδύνευσαν σε περίπτωση περισσότερο ριζοσπαστικών λύσεων. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε και να παρασύρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια διαρκή διατύπωση δηλώσεων νομιμοφροσύνης απέναντι στο ευρώ και την αποφυγή «μονομερών ενεργειών» Ενισχύθηκε επίσης από το γεγονός ότι η προοπτική της εξουσίας επέβαλε την παλιννόστηση της Ντόρας Μπακογιάννη, με όλο το νεοφιλελεύθερο φορτίο, την υπερεπένδυση σε ένα σύνολο από αυταρχικές και ακροδεξιάς ιδεολογικές αναφορές και για να απαντήσει στη Χρυσή Αυγή και για να ολοκληρώσει την απορρόφηση του ακροατηρίου του ΛΑΟΣ και να προσελκύσει ένα μέρος από τη συντηρητική ψήφο διαμαρτυρίας που πήγε προς τους Ανεξάρτητους Έλληνες (στην πραγματικότητα από ένα σημείο και μετά ήταν σε πλευρές του πολιτικού τόνου και η πιο ακροδεξιά προεκλογική εκστρατεία που έκανε η ΝΔ και με την επένδυση σε ρατσιστικές θέσεις και με τον αντικομμουνισμό και με την ενεργοποίηση ιδιαίτερα συντηρητικών αντανακλαστικών «νόμου και τάξης»). Ταυτόχρονα, τόσο με την αναφορά σε λόγο «νόμου και τάξης» όσο και η προσπάθεια για επικέντρωση σε ένα λόγο περί «αναδιαπραγμάτευσης», αλλά και «ανάπτυξης», αλλά και την προσεκτική αποφυγή των ακραίων νεοφιλελεύθερων αναφορών, προσπάθησε να συσπειρώσει το «λαό της δεξιάς» που μεγάλο μέρος του είχε πληγεί από τις μνημονιακές πολιτικές και είχε αποδοκιμάσει στις 6 Μάη τη ΝΔ. Αυτό εξηγεί και την άνιση αφετηρία σε επίπεδο πολιτικών μπλοκ που είχαν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ μπορούσε να κερδίζει από την ανακατανομή της σύνολης δεξιάς ψήφου έχοντας ενισχύσεις και από τους Ανεξάρτητους Έλληνες και από το χώρο των νεοφιλελεύθερων και το ΛΑΟΣ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινούσε από την εσωτερική ανακατάταξη στο εσωτερικό της Αριστεράς: από το ΚΚΕ, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από τους Οικολόγους, από τα μικρά κόμματα. Η εκλογική κατίσχυση της ΝΔ και η εκ νέου συσπείρωση δυνάμεων γύρω από αυτήν δεν αναιρεί τις αντιφάσεις που τη διαπερνούν. Το αδύναμο σημείο της ΝΔ είναι ότι αυτή η συγκυριακή συσπείρωση δεν αποτυπώνει την ηγεμονική απήχηση της πολιτικής της, αλλά μια σειρά από αντανακλαστικά που παράγει η κρίση και γι’ αυτό το λόγο παραμένει ευάλωτη στην εσωτερίκευση των επιπτώσεων των μνημονιακών πολιτικών.
10. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναμφίβολα ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Κατάφερε να φτάσει το 27%, να διεκδικήσει την πρωτιά, να έχει ένα από τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, να αποτελεί το βασικό εκλογικό εκπρόσωπο των λαϊκών στρωμάτων. Ενισχύθηκε από την κινηματική παρουσία του όλο το προηγούμενο διάστημα, την ενωτική συμμετοχή του μέσα στα κινήματα, τη στήριξη κρίσιμων αγώνων από το Δεκέμβρη του 2008 έως τις «Πλατείες», την υπεράσπιση ριζοσπαστικών συλλογικών πρακτικών. Πάνω από όλα όμως η επιρροή του διευρύνθηκε επειδή ήταν η μόνη δύναμη της Αριστεράς που είχε την ετοιμότητα να θέσει το θέμα της εξουσίας και να υποστηρίξει ότι σήμερα η Αριστερά δε θα είναι μόνο αντιπολίτευση, αλλά μπορεί να γίνει και κυβέρνηση και με αυτό τον τρόπο πολιτικά να ανακόψει τη μνημονιακή καταστροφή. Με αυτό τον τρόπο, μέσα σε μια συγκυρία ακραίας κρίσης εκπροσώπησης και μεγάλων μετατοπίσεων ευρύτερων λαϊκών κομματιών κατάφερε να συναντηθεί, πιο αποτελεσματικά από ό,τι τα άλλα κομμάτια της Αριστεράς με τη διεκδίκηση ευρύτερων κομματιών και για άμεση ανακούφιση και για κοινωνική αλλαγή. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί μπόρεσε να έχει αυτή τη μεγάλη εκλογική εκτίναξη.
11. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι η προγραμματική τοποθέτηση του είχε έντονα δεξιές μετατοπίσεις. Δεν ήταν μόνο η καταναγκαστική άρνηση να δει το θέμα του ευρώ και της ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν, ακόμη η επιμονή στην επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης και η συμπερίληψη των δανειακών ροών από την Τρόικα στη δική του πρόταση, η ταλάντευση ως προς την καταγγελία των μνημονίων, η διαρκής περικοπή του ριζοσπαστισμού των άμεσων μέτρων, η λογική της συνεργασίας με τους εφοπλιστές, η εξύμνηση της... ψυχραιμίας της αστυνομίας, όλα αυτά ήταν ενδεικτικά μιας αυτοποθέτησης της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ σε μια λογική αριστερής σοσιαλδημοκρατίας στην καλύτερη περίπτωση, που ήλπιζε να αποφύγει κρίσιμες ρήξεις και αποσύνδεε την άμεση ανακούφιση των λαϊκών μαζών και από αναγκαίες ριζοσπαστικές τομές και από την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής. Με αυτό τον τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν μπορούσε να απαντήσει την ιδεολογική τρομοκρατία των αστικών δυνάμεων, αλλά και άφηνε διαρκώς τη την προεκλογική συζήτηση να μετατοπίζεται σε ένα έδαφος πιο ευνοϊκό για τις αστικές δυνάμεις. Και αυτό έγινε πιο έντονο από τη στιγμή που στις εκλογές υπήρξαν όντως μεγάλοι εκβιασμοί και το εκβιαστικό δίλημμα γύρω από το ευρώ, παράλληλα με όλη την ενεργοποίηση αντανακλαστικών φοβικών για τις καταθέσεις κ.λπ. Αυτό εξηγεί και μέρος της πόλωσης των εκλογών. Το πρόβλημα ήταν ότι η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, καταναγκαστικά υπέρ του ευρώ, δεν μπορούσε να απαντήσει στον εκβιασμό, αλλά τον ενίσχυε. Με αυτό δεν πρέπει να εννοήσουμε ότι το ζήτημα ήταν εάν στις 7 Μάη ο ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγε έξω από το ευρώ, πράγμα που ακόμη και τότε όφειλε να κάνει, αλλά ο τρόπος που όλη την προηγούμενη περίοδο η Αριστερά είχε απεμπολήσει το «σήκωμα του γαντιού» στον κρισιμότερο υλικό εκβιασμό που μπορούσε να κάνει η αστική τάξη. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια πολύ πιο συστηματική παρέμβαση της Αριστεράς (συμπεριλαμβανομένων και όσων τμημάτων ήταν κατά της ΕΕ) και σε όλη την προηγούμενη περίοδο, αλλά και σίγουρα στη διετία της κρίσης που να αποκαλύπτει το ευρώ ως ταξικό μηχανισμό, να εξηγεί τις δυνατότητες που ανοίγονται με την έξοδο, να συνδέει τη ρήξη με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα και συνολικά σε αυτή τη βάση να τροποποιεί τον «κοινό νου». Και πρέπει να πούμε ότι αντικειμενικά την τελευταία διετία, όπου ούτως ή άλλως το ευρώ από θέμα ταμπού μπήκε στη δημόσια συζήτηση ως ερώτημα, υπήρχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να ανοίξει η συζήτηση και να βρει «ευήκοα ώτα» σε μια κοινωνία που αναζητά όντως προτάσεις για έναν άλλο δρόμο. Αλλά σε αυτό το σημείο ο καταναγκαστικός ευρωπαϊσμός διαμόρφωσε ο ίδιος ένα όριο στην επιτρεπτή πολιτική συζήτηση πάνω στην οποία εν τέλει και πρόσκρουσε. Αντίθετα, η αστική τάξη και το προσωπικό της, έστω και λαβωμένη, έδειξε ταξικό ένστικτο. Κατάλαβε ότι η αμφισβήτηση της σχέσης με την ΕΕ οριακά αποτελούσε τη συμπύκνωση της αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας (εάν μπορείς να πεις όχι στις αγορές, αύριο θα αμφισβητήσεις και την ιδιοκτησία) και γι’ αυτό αναδιπλώθηκε σε μια πολιτική γύρω από αυτό, κατορθώνοντας το αντιμνημόνιο να το ταυτίσει με το αντι-ευρώ και άρα τα φοβικά αντανακλαστικά.
12. Επιπλέον, από την προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ απουσίασε και η έμφαση στον οργανωμένο, αγωνιζόμενο και μαχόμενο λαό. Οι σχετικές αναφορές, περιορίστηκαν στη διοργάνωση μιας σύσκεψης με κοινωνικούς φορείς μετά τις 6 Μάη. Και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαν μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων σημαντικές αφορμές για λαϊκή κινητοποίηση (λήξη μετενέργειας, φασιστικές επιθέσεις, παρεμβάσεις ξένων κέντρων). Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τον δρόμο του ήπιου προεκλογικού κλίματος, της κοινωνικής ειρήνης και του εαυτού του ως εγγυητή της. Και με αυτό τον τρόπο μετατοπιζόταν στο έδαφος του αντιπάλου και δεν όριζε με σαφήνεια τη γραμμή της ρήξης.
13. Στο βαθμό που σε κρίσιμες όψεις της προεκλογικής περιόδου (θέση υπέρ του Ευρώ, προσχώρηση στο έδαφος του αντιπάλου με παροχή διαπιστευτηρίων σε μερίδες της ντόπιας αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστικών κέντρων και αποφυγή της ενεργοποίησης του «οργανωμένου λαού» έστω και συμβολικά) ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε σαφή συστημική θέση, αυτό αντικειμενικά συνέβαλε στο εκλογικό αποτέλεσμα και δεν επέτρεψε την πλήρη ενεργοποίηση μιας νικηφόρας εκλογικής δυναμικής. Ακόμη και εάν δεν κέρδιζε τις εκλογές θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση για τις επόμενες μάχες. Όμως, στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρυτάνευσε η αντίληψη που έλεγε ότι σήμερα το όριο του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού είναι μια εκδοχή σοσιαλδημοκρατίας εντός των ορίων της ΕΕ και της ΟΝΕ. Με αυτό τον τρόπο, όμως, άφησε χώρο στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ, ως εκφραστές της δεξιόστροφης και αριστερόστροφης μνημονιακής ψήφου να παίξουν ρόλο ρυθμιστή της όποιας λύσης. Επιπλέον, οι δυναμικές, κοινωνικές και πολιτικές που έχουν καταγραφεί το τελευταίο διάστημα καταδεικνύουν ότι δεν έχει βάση η άποψη που λέει ότι με την κατίσχυση εκλογικά του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε μέσα στο λαό και κάθε περισσότερο ριζοσπαστική ψήφος. Αντίθετα, μεγάλο μέρος της ψήφου προς το ΣΥΡΙΖΑ είναι ψήφος ρήξης με την ΕΕ, το χρέος και τη μνημόνια, συμπυκνώνει και εκφράζει τη συνέχεια με τις μαχητικές αγωνιστικές πρακτικές του προηγούμενου διαστήματος, αποτελεί κατάθεση ελπίδας για ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί λευκή επιταγή προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
14. Χαρακτηριστικό των εκλογών ήταν η τεράστια πόλωση που επικράτησε ως προς την ηλικιακή, κοινωνική και γεωγραφική κατανομή της ψήφου. Είναι σαφές ότι υπάρχει έντονη πόλωση μεταξύ Αριστεράς (με κύριο εκφραστή το ΣΥΡΙΖΑ) και Δεξιάς (με κύριο εκφραστή τη ΝΔ) στην ψήφο και μάλιστα με εντυπωσιακή ομοιογένεια στην εμφάνιση των χαρακτηριστικών της. Αυτό φάνηκε ήδη από την 6η Μάη και η τάση αυτή παγιώθηκε στις 17 Ιούνη:
-Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι 1ο κόμμα και καταγράφει μεγαλύτερη σχετική άνοδο από τη ΝΔ σχεδόν σε όλες τις λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας. Αυτό είναι σαφές σε όλους τους δήμους της Δυτικής Αθήνας, στους πιο λαϊκούς δήμους της Αττικής (Θριάσιο & Φυλή), σε όλους τους δήμους της Β’ Πειραιά (πλην της Σαλαμίνας που είναι πρώτος, αλλά η ΝΔ έχει μεγαλύτερη σχετική άνοδο αν και 2η) και στους λαϊκούς δήμους της Θεσσαλονίκης (Αμπελόκηποι, Κορδελιό, Παύλου Μελά). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις περιοχές σημειώνεται γενικά κατακόρυφη πτώση του ΚΚΕ, που διατηρούσε σημαντικές δυνάμεις, προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή, σε αυτούς τους δήμους καταγράφονται ποσοστά μεγαλύτερα του πανελλαδικού της για τη Χρυσή Αυγή. Σημαντικό είναι επίσης το πολύ μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στο Δήμο Λαυρεωτικής (36%) και ειδικά στην Κερατέα (37%) λόγω της κινηματικής έξαρσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης 1ος και με μεγαλύτερη σχετική άνοδο από τη ΝΔ σε 3 βασικά μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας (Πάτρα, Ηράκλειο, Βόλος), ενώ σε άλλα δύο καταγράφει μεγαλύτερη ή ίση σχετική άνοδο από τη ΝΔ παρόλο που είναι δεύτερος (Λάρισα, Ιωάννινα). ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πρώτος στους δήμους με βαρύνουσα συμμετοχή της κλασικής και νέας μικροαστικής τάξης και περισσότερο λαϊκό κόσμο (Άγιο Δημήτριο, Βύρωνα, Γαλάτσι, Δάφνη-Υμηττό, Ζωγράφου, Ηλιούπολη, Ελληνικό-Αργυρούπολη, Καισαριανή, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία, Φιλαδέλφεια-Χαλκηδόνα).
-Η ΝΔ, αντιθέτως, καταγράφει μεγαλύτερη σχετική άνοδο στην (αστική και μικροαστική) Ανατολική Αθήνα. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι παρόλο που κερδίζει σχετικά στους περισσότερους δήμους, Η ΝΔ κερδίζει σχεδόν όλα τα πιο εύπορα προάστια της βορειο- και νοτιοανατολικής Αθήνας, ενώ τα είχε χάσει στις εκλογές της 6ης Μάη. Σημειώνω ότι σε όλους τους δήμους της Ανατολικής Β’ Αθήνας η Χρυσή Αυγή έχει ποσοστά μικρότερα του πανελλαδικού της (πλην Καισαριανής όπου ψηφίζουν τα ΜΑΤ…). Η ΝΔ, επίσης, κερδίζει την Α’ Αθήνας, Α’ Πειραιά και το δήμο Θεσσαλονίκης όπου η βαρύτητα μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων είναι μεγαλύτερη.
-Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτη δύναμη εάν αθροίσουμε τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις σχετικά μεγάλες επαρχιακές πόλεις. Είναι πρώτη δύναμη στο σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αττικής (Α και Β Αθήνας, Α και Β Πειραιά, Αττική). Είναι πρώτη δύναμη στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις.
-Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστεακή, νησιωτική νεανική και πιο λαϊκή, ενώ η ψήφος στη ΝΔ είναι επαρχιακή, ηπειρωτική και πιο αστική. Αυτό εκφράζεται και στον άξονα Βορρά-Νότου με τον ηπειρωτικό Βορρά να βάφεται γαλάζιος και το νησιωτικό Νότο να βάφεται περισσότερο ροζ. Εξαίρεση στο βορρά μόνο ο νομός Ξάνθης όπου η μειονότητα ψήφισε μαζικά ΣΥΡΙΖΑ για να εκλεγεί μουσουλμάνος βουλευτής.
- Σε ό,τι αφορά την κοινωνική και ηλικιακή πόλωση τα αποτελέσματα είναι επίσης εντυπωσιακά: Ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται στις ηλικίες 18-54 ενώ η ΝΔ στις ηλικίες 55+. Ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται στους μισθωτούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομές, στους ανέργους, τους φοιτητές αλλά όσους δηλώνουν ότι τα «φέρνουν δύσκολα». Η ΝΔ προηγείται στους εργοδότες / αυτοαπασχολούμενους, τους συνταξιούχους και τις νοικοκυρές και σε όσους δηλώνουν ότι «τα καταφέρνουν»
15.Τα αποτελέσματα αποτυπώνουν και πόλωση ως προς το πώς βιώνονται οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου το κόστος ζωής είναι υψηλότερο και όπου οι μηχανισμοί άτυπης αλληλεγγύης λειτουργούν λιγότερο, η ανασφάλεια και η υποβάθμιση των υλικών όρων ζωής των ανθρώπων σε ενεργές ηλικίες μεταφράζεται πιο εύκολα σε οργή, σε έλλογη αγανάκτηση και σε διάθεση αλλαγής. Αντίθετα, σε περισσότερο αγροτικές περιοχές, αλλά και στις μη παραγωγικές ηλικίες (συνταξιούχοι), η ίδια ανασφάλεια μεταφράζεται σε περισσότερο φοβικά αντανακλαστικά, σε εσωτερίκευση όλων των μορφών οικονομικής ιδεολογικής τρομοκρατίας (ευρώ, καταθέσεις) και σε αναδίπλωση σε περισσότερο συντηρητικές επιλογές. Αυτό το αποτέλεσμα παραπέμπει σε έναν ιδιότυπο «εμφύλιο πόλεμο» στην ελληνική κοινωνία: ανάμεσα σε αυτούς που πλήττονται πιο άμεσα από την κρίση και αυτούς που μπορούν και αντέχουν, ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο, ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο, ανάμεσα στους μισθωτούς και τα περισσότερο αστικά στρώματα. Αυτό παραπέμπει, στην πραγματικότητα, σε μια όξυνση και βάθεμα της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό το λόγο παρατηρήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις και αντίστροφες μετατοπίσεις: ιστορικοί ψηφοφόροι της Αριστεράς να μετακινούνται προς δεξιότερες τοποθετήσεις (π.χ. ΔΗΜΑΡ ή ακόμη και δεξιότερα) ακριβώς επειδή ταίριαζε περισσότερο στην αντικειμενική ταξική τους πόλωση. Γενικώς οφείλουμε να πούμε ότι με όρους κοινωνικών δυναμικών – και όχι απλώς εκλογικής καταγραφής – στην ελληνική κοινωνία διαμορφώνεται ένας ευρύτερος συνασπισμός των δυνάμεων της εργασίας, των ανθρώπων που τους αφορά το μέλλον του τόπου, των ανθρώπων που ζουν εκεί όπου κατεξοχήν κρίνεται αυτό το μέλλον, σε κατεύθυνση ρήξης με το κεκτημένο και της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας και του καθεστωτικού συντηρητισμού. Οριακά θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα αναδυόμενο «ιστορικό μπλοκ» στην ελληνική κοινωνία, τη δυνατότητα συνάντησης ανάμεσα στη συμμαχία των υποτελών τάξεων και τη στρατηγική του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε σύγκρουση με τις δυνάμεις της αγοράς και της καθυστέρησης. Η συγκρότησή του, όμως, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη αλλά διαρκώς διακυβευόμενη. Αυτό αφορά και την πολιτική στρατηγική, το ηγεμονικό σχέδιο που θα μπορέσει τελικά να σφυρηλατήσει μια κοινωνική συμμαχία σε ιστορικό μπλοκ, αλλά και την ανάγκη διεύρυνσης αυτής της συμμαχίας: για παράδειγμα την ενσωμάτωση αγροτικών στρωμάτων και ευρύτερα στρωμάτων της υπαίθρου που αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο της ραγδαίας κοινωνικής υποβάθμισης. Ακριβώς γι’ αυτό, πρέπει η ΑΡΑΝ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δουν στην επεξεργασία του προγράμματος εξειδικεύοντας στο σύνολο των κοινωνικών κατηγοριών που μπορούν εν δυνάμει να αποτελούν τμήμα του «ιστορικού μπλοκ», ορίζοντας και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εν δυνάμει αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας και την πολιτική στρατηγική που μπορεί να τη συγκροτήσει.
16. Σε σημαντικό βαθμό το αν αυτή η εν δυνάμει συμμαχία των δυνάμεων της εργασίας θα μετατραπεί σε ιστορικό μπλοκ, ικανό να διεκδικήσει ακόμα και την εξουσία θα κριθεί από το κατά πόσο θα μπορέσει να διευρύνει τις τάξεις της τόσο με εργατικά και μικροαστικά στρώματα που είτε παραμένουν υπό την επίδραση των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, είτε στρέφονται και προς άλλες λύσεις (π.χ. φασισμός). Για να γίνει αυτό, η Αριστερά οφείλει να πείσει ότι είναι εφικτή η αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων του λαού, αλλά και να αντιμετωπίσει τα φοβικά χαρακτηριστικά κάποιων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο παρά με το αν θα μπορέσει να πείσει θα εγγυηθεί τη διατήρηση τουλάχιστον του επιπέδου ζωής των στρωμάτων εκείνων που ναι μεν πλήττονται από την κρίση, αλλά δεν αντιμετωπίζουν άμεσα το φάσμα της καταστροφής (άλλωστε και ο φόβος για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας κάποιων στρωμάτων). Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η αποτελεσματική λαϊκή κινητοποίηση σε επίπεδο διεκδίκησης και αλληλεγγύης, αλλά και ο προγραμματικός λόγος της Αριστεράς (τόσο σε επίπεδο άμεσων, όσο και σε επίπεδο συνολικότερων μέτρων). Και βέβαια χρειάζεται να υπάρχει εκείνη η Αριστερά που θα έχει διαμορφώσει μια στρατηγική του κοινωνικού μετασχηματισμού ικανή να κινητοποιεί πλατιές μάζες και να τις στρατεύει σε συγκεκριμένους στόχους.
17. Η σταθερότητα του ΠΑΣΟΚ ήταν βασική παράμετρος του αποτελέσματος. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει εντυπωσιακή σταθερότητα στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου πέφτει σημαντικά μόνο στα Γιάννενα (2%), στη Λάρισα (1.5%) και την Α’ Αθήνας (1%), ενώ μένει σταθερό σε Β’ Αθήνας, Α’ και Β’ Πειραιά και Θεσσαλονίκης, Ηράκλειο, Βόλο και Πάτρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι κρατιέται στην Κρήτη παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει πολύ. Καταγράφει σημαντική πτώση στην επαρχία (Αιτωλοακαρνανία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Πρέβεζα, Ζάκυνθο, Λευκάδα, Τρίκαλα, Μεσσηνία κ.ά.). Η σημαντική πτώση σε Ξάνθη και ειδικά στη Ροδόπη σχετίζεται με μετακινήσεις ψήφων της μειονότητας για να εκλεγούν περισσότεροι μουσουλμάνοι βουλευτές. Αυτή η σταθερότητα του ΠΑΣΟΚ χάρισε τελικά τη νίκη στη ΝΔ και όχι στο ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι ψήφοι του «κέντρου» δεν μετακινήθηκαν αριστερά όπως αναμενόταν από πολλούς. Αποδείχτηκε ότι 38 χρόνια ιστορίας και κυρίως πάρα πολλά χρόνια κυβερνητικής διαχείρισης, κατάφεραν να διαμορφώσουν ένα μικρό ανθεκτικό πυρήνα που άντεξε και σε αυτές τις εκλογές, ιδίως από τη στιγμή που η ηγεσία του έκανε σαφές ότι θα πήγαινε σε κυβέρνηση και – εκτός των άλλων – θα εξασφάλιζε και την επιβίωση κρίσιμων τμημάτων του, ιδίως όσων σχετίζονται και με τον κρατικό μηχανισμό. Από την άλλη μεριά είναι εμφανής η βαθιά κρίση του ΠΑΣΟΚ. Έχει χάσει τεράστιο τμήμα της εκλογικής του βάση, μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού του είναι ανυπόληπτο, έχει πολύ μικρή επιρροή σε νέες και δυναμικές ηλικίες, έχει χάσει δεσμούς με μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Η πλήρης ταύτισή του με τις πολιτικές των μνημονίων δεν του επιτρέπει να αποτελέσει εναλλακτική λύση απέναντι στη ΝΔ, και γι’ αυτό το ερώτημα της ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς παραμένει ανοιχτό σε αυτό το τοπίο πολιτικής κρίσης.
18. Η ΔΗΜΑΡ κατάφερε επίσης να σταθεροποιηθεί. Η διατήρηση της επιρροής και η ενίσχυση σε ορισμένες περιπτώσεις (με μικρή πτώση σε ορισμένους νομούς) αποτυπώνουν ότι παρέμεινε ένας χώρος υποδοχής ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ με εκσυγχρονιστική αντανακλαστικά, ότι άντεξε την πίεση από το ΣΥΡΙΖΑ (που με τη σειρά του δεν έκανε ιδιαίτερες επιθέσεις παρουσιάζοντας πάντοτε τη ΔΗΜΑΡ ως εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο), ότι έπιασε ιδίως σε μικροαστικά στρώματα η λογική «θα είμαστε το δεξί άκρο της «αριστερής κυβέρνησης» ή το αριστερό άκρο της «μνημονιακής». Η επιλογή της να μπει μέσα στην κυβέρνηση τη βαθιά συστημική λογική της ΔΗΜΑΡ και τη διάθεσή της να αποτελέσει εν τέλει τμήμα του μνημονιακού μπλοκ, στοιχείο που αντιστοιχεί και στην πολιτική στρατηγική της και στις επιδιώξεις και τμήματος της εκσυγχρονιστικά προσανατολισμένης μικροαστικής βάσης.
19. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες καταγράφουν σχετικά ομοιογενή πτώση της τάξης του 3% σχεδόν παντού. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό το ρεύμα μετακινήθηκε προς τη ΝΔ. Μεγάλη πτώση καταγράφουν σε 3 νομούς που είχαν πρώην βουλευτές της ΝΔ και είχαν υψηλά αποτελέσματα την 6η Μάη (Βοιωτία, Δωδεκάνησα, Εύβοια) όπως και στο Ηράκλειο. Παρ’ όλα αυτά κατάφεραν να αντέξουν στην κυβερνητική πίεση και να διεκδικούν να είναι ο χώρος υποδοχής της δεξιάς αντιμνημονιακής ψήφου και απέναντι στην κυβέρνηση Σαμαρά.
20. Το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητικό, ιδίως μέσα στο μετεκλογικό τοπίο μιας κυβέρνησης που θα έχει ως αφετηρία σκληρότερες θέσεις για το μεταναστευτικό και τα ζητήματα νόμου και τάξης). Η Χρυσή Αυγή έχει ποσοστά αισθητά μεγαλύτερα του πανελλαδικού της σε λαϊκές αστικές και ημιαστικές περιοχές, ενώ κινείται σε χαμηλότερα ποσοστά γενικά στην επαρχία. Στην Αθήνα έχει υψηλότερα ποσοστά παντού στο δυτικό κομμάτι της Β’ Αθήνας, του Πειραιά και της Αττικής και χαμηλότερα (πάλι παντού πλην Καισαριανής λόγω ΜΑΤ!) στο ανατολικό κομμάτι της Β’ Αθήνας. Καταγράφει γενικά υψηλότερα του πανελλαδικού ποσοστά σε όλα τα Μεσόγεια (πλην Παλλήνης, Ραφήνας και Μαραθώνα). Παρόμοια είναι η εικόνα στη Θεσσαλονίκη όπου καταγράφει υψηλά ποσοστά σε λαϊκές περιοχές (Αμπελόκηποι-Μενεμένη, Κορδελιό, Παύλου Μελά) και χαμηλότερα σε πιο εύπορες (Κέντρο, Καλαμαριά, Θέρμη). Στην επαρχία, τα ποσοστά της είναι γενικά χαμηλότερα ή ίσα των πανελλαδικών πλην περιοχών με ιστορικότητα δεξιάς (Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία, Ηλεία, Καστοριά, Βοιωτία) και πολύχρονη ύπαρξη πυρήνων της (Κορινθία, Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Κιλκίς, Εύβοια). Είναι σαφές ότι αυτό βγάζει μια κοινωνική γεωγραφία της ψήφου που περιλαμβάνει αφενός λαϊκά και μικροαστικά στρώματα των πόλεων, που αντιμετωπίζουν συνθήκη απαξίωσης, μαζί με παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα της επαρχίας που προσκολλώνται σε μια αυταρχική ακροδεξιά νεοσυντηρητική ιδεολογία. Το γεγονός ότι διατηρεί το αποτέλεσμά της, έστω και με μικρή πτώση σε ορισμένες περιοχές, παρά τη δημοσιότητα που πήρε, παραπέμπει στην έστω και συγκυριακή οικοδόμηση σχέσεων εκπροσώπησης και αναφοράς που υπερβαίνουν την απλή ψήφο. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το γεγονός ότι μέσα από τις δύο εκλογικές μάχες βρέθηκε και με καλύτερο μηχανισμό και πανελλαδική γείωση, κάνει την υπόθεση ακόμη πιο ανησυχητική πόσο μάλλον που φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη διεισδυτικότητα στις νεαρές ηλικίες. Η διατήρηση του ρεύματος υπέρ των νοσταλγών του Χίτλερ αποτυπώνει ότι μέσα σε μια συγκυρία κρίσης, ένα τμήμα της λαϊκής ανασφάλειας και του φόβου πολώνεται σε πρακτικές κοινωνικού κανιβαλισμού. Αυτό γίνεται στο έδαφος μιας σωρευμένης πολιτιστικής καθυστέρησης και υποχώρησης της παρέμβασης της Αριστεράς, που οδηγεί στη μετάλλαξη της δυσανεξίας με την κυρίαρχη πολιτική σε μια βαθιά αντιδραστική, ρατσιστική, βίαιη και καθεστωτική σε τελική ανάλυση εκδοχή «μαγκιάς». Παράλληλα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι μια σειρά μερικά βασικά ιδεολογήματα του νεοφασιστικού οικοδομήματος (ρατσισμός, σεξισμός, ο συντηρητισμός των «νοικοκυραίων») κάθε άλλο παρά προνόμιο της Χ.Α. είναι. Σε αυτό το πλαίσιο, τροφοδοτήθηκε επίσης από την προσπάθειά της να οικοδομήσει μια αίσθηση «αλληλεγγύης» και «ασφάλειας» μέσα στις γειτονιές, στοιχείο που έστω και εάν έχει υπερπροβληθεί, σίγουρα αποτέλεσε κομμάτι της απήχησής της, στο βαθμό που ευρύτερα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα, που βιώνουν πρωτόγνωρη αρνητική ανατροπή στους υλικούς όρους ύπαρξής τους, πολώνονται και σε φοβικά αντανακλαστικά ανασφάλειας που μπορούν να οδηγήσουν και στην εχθρότητα προς τον «άλλο». Επιπλέον, αντανακλά και την εγκατάλειψη από κομμάτια της Αριστεράς του πατριωτισμού ως ιδεολογικού στοιχείου, δίνοντας τη δυνατότητα στους φασίστες να το επανοικειοποιηθούν σε μια ιδιαίτερα αντιδραστική εκδοχή. Ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο και αποτελεί επιτακτική ανάγκη η κλιμάκωση της αντιφασιστικής πάλης, και με την έννοια της ανασυγκρότησης της αλληλεγγύης στις γειτονιές και με την έννοια της (αντι)ηγεμονικής παρέμβασης και της τροποποίησης / μετασχηματισμού του «κοινού νου» και με την έννοια της έμπρακτης εκδίωξης των φασιστών από τις γειτονιές. Η ΑΡΑΝ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να προετοιμάζονται για την εφ’ όλης της ύλης αναμέτρηση όχι πλέον με ένα περιθωριακό φασιστικό φαινόμενο αλλά με ένα εν δυνάμει φασιστικό κίνημα. Αυτό εκ των πραγμάτων βάζει και μεγάλες απαιτήσεις για την πολιτική απάντηση. Απαιτείται άλλου είδους, βάθους και κλίμακας γείωση μέσα στις περιοχές, ιδίως τις περισσότερο πληβειακές, από τη μεριά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τριβή με τις πρακτικές και την καθημερινότητα των ανθρώπων που κατοικούν εκεί, οικοδόμηση έμπρακτα και όχι εξωτερικά διαφορετικών μορφών συλλογικότητας, διεκδίκησης, αλληλεγγύης αλλά και υλικής σύγκρουσης που να λειτουργούν ως αντίβαρο στις διάφορες μορφές συγκρότησης του φασιστικού ρεύματος «από τα κάτω». Και αυτό απαιτεί και αναπροσαρμογή προτεραιοτήτων και ειδικό σχεδιασμό για την απάντηση.
21. Το ΚΚΕ έχει ένα σημαντικό πλήγμα. Χαρακτηριστική είναι η πτώση κατά 5.7% στη Β’ Πειραιώς και η πτώση τάξης 6% στους λαϊκούς δήμους της Δυτικής Β’ Αθήνας και Δυτικής Αττικής όπως επίσης και σε περιοχές με ιστορικότητα Αριστεράς (Βύρωνας, Καισαριανή, Νέα Ιωνία). Στους πιο μικροαστικούς δήμους κεντρικά και ανατολικά έχει πτώση της τάξης 3-4% και στους πιο αστικούς 2-3%. Στην επαρχία η πτώση είναι τάξης 6% στα Ιόνια (πλην Λευκάδας), τη Λέσβο και τη Σάμο που έχουν παράδοση Αριστεράς και τάξης 4.5% στη Θεσσαλία όπου είχε επίσης ιστορικούς δεσμούς. Για πρώτη φορά υποχωρεί χαμηλότερα και από 1993 και ουσιαστικά ξαναγυρνά εκλογικά στη δεκαετία του 1930, ενώ πέφτει κάτω και από το συμβολικό όριο των 300.000 ψηφοφόρων. Συγκριτικά η ήττα είναι χειρότερη από το 1993 αν κρατήσουμε το ότι σήμερα το ΚΚΕ δεν έχει να αντιμετωπίσει την κατάρρευση του υπαρκτού, ούτε κάποια πρόσφατη διάσπαση, ενώ οι οργανωμένες δυνάμεις του (πχ η ΚΝΕ) είναι σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Χάνει, επομένως, από τον κορμό της εκλογικής επιρροής του και αναδιπλώνεται στον σκληρό πυρήνα της εκλογικής επιρροής του. Η εχθρότητα με την οποία αντιμετώπισε το ΣΥΡΙΖΑ, η διάχυτη αίσθηση ότι «σήκωσε το γάντι» στη συζήτηση για την αριστερή κυβέρνηση, η άρνησή του να καταθέσει αυτό πολιτική πρόταση για το πώς βλέπει την αριστερή κυβέρνηση, η επένδυση στην ηττοπάθεια και τη λογική «τίποτα δεν γίνεται», όλα αυτά συντέλεσαν στην τόσο μεγάλη αποδοκιμασία του ΚΚΕ. Για πρώτη φορά από το 1968 το ΚΚΕ βλέπει μια τόσο μεγάλη ανατροπή σε βάρος του στο συσχετισμό μέσα στην Αριστερά. Εδώ πρέπει να πούμε ότι αυτή η εκλογική συντριβή του ΚΚΕ δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια είχε οικοδομήσει μια πολιτική επιρροή σημαντική, είχε κοινωνικές γειώσεις σε εργατικά και λαϊκά στρώματα, είχε διαμορφώσει, παρά το σεχταρισμό μια αριστερόστροφη ανάγνωση του ελληνικού καπιταλισμού και της ΕΕ, είχε συμβάλει σε σημαντικού αγώνες (έστω και εάν απείχε από άλλους κρίσιμους). Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι και τις αρχές της άνοιξης έδειχνε να διεκδικεί την πρώτη θέση ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς. Αυτό, όμως, που συνέβη είναι ότι σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου η αμφισβήτηση των μνημονιακών κομμάτων έφτασε στο αποκορύφωμα, όπου βάθαιναν τα ρήγματα στις σχέσεις εκπροσώπησης, η ηγεσία του ΚΚΕ συνειδητά (εάν συνυπολογίσουμε ότι είναι πολιτικός οργανισμός που έχει γνώση της ελληνικής κοινωνίας) επέλεξε να μην αναμετρηθεί με την πρόκληση της εξουσίας, της διαμόρφωσης ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, της συσπείρωσης του λαού για ένα δρόμο ανατροπής και όχι νέας ήττας. Ήταν αυτή η άρνηση ανάληψης μιας ευρύτερης ιστορικής ευθύνης μέσα σε μια δοσμένη συγκυρία που έκανε τόσο κόσμο να απομακρυνθεί από το ΚΚΕ.
22. Αυτό εκ των πραγμάτων θα πυροδοτήσει εξελίξεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ αν και μένει να δούμε με τι τρόπο ο μηχανισμός θα προσπαθήσει να χειριστεί το θέμα χωρίς έμπρακτη αυτοκριτική και διόρθωση, π.χ. μέσα από την αλλαγή ηγεσίας. Απέναντι σε αυτό χρειάζεται παρέμβαση ακριβώς επειδή ο κόσμος στο εσωτερικό του ήθελε μια γραμμή ταυτόχρονα αριστερή και ενωτική, που να «σηκώνει το γάντι». Σε πείσμα μιας μυθολογίας ότι ο κόσμος που διαφωνεί μέσα στο ΚΚΕ κυρίως θα ήθελε μια επίταση της αντικαπιταλιστικής ρητορείας, όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι αυτό που θέλει είναι η εγκατάλειψη ενός αδιέξοδου σεχταρισμού, μια περισσότερο διαλεκτική θεώρηση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και μια μάχιμη τοποθέτηση για την αριστερή κυβέρνηση μέσα στις σημερινές συνθήκες όξυνσης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Γι’ αυτό ακριβώς είναι σημαντικό να δούμε πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση εκεί, εάν θα απελευθερωθούν δυνάμεις και σε ποια κατεύθυνση. Αυτό δίνει ιδιαίτερη σημασία στις απαραίτητες πρωτοβουλίες της ΑΡΑΝ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη κατεύθυνση συσπείρωσης των αντι- ΕΕ δυνάμεων, ώστε αυτό να διαμορφώσει όρους μιας νέας μάχιμης εμφάνισης και συσπείρωσης των δυνάμεων που έχουν κομμουνιστική αναφορά. Διαφορετικά, ο συνδυασμός ανάμεσα στην κατίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και μια σταδιακή αποδυνάμωση του ΚΚΕ με όρους σέκτας θα σημαίνει υποχώρηση των κομμουνιστικών αναφορών και πολιτικών οριοθετήσεων μέσα στην ελληνική Αριστερά και αυτό μόνο αρνητική εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει.
23. Σημαντική πίεση δέχτηκαν και άλλοι χώροι όπως οι Οικολόγοι που δεν άντεξαν στην πόλωση, παρότι είχαν το κίνητρο του 2,93 για να απευθυνθούν προς τον κόσμο τους και να τους καλέσουν να μπουν στη Βουλή. Αποδείχτηκε ότι μέσα στην πόλωση ο συνδυασμός του οικολογικού με μια δεξιόστροφη εκσυγχρονιστική οικονομική τοποθέτηση δεν μπορούσε να αντέξει. Η Δημιουργία Ξανά είναι σαφέστατα μία καθαρόαιμη αστική ψήφος, συνδυάζοντας κατά το πρότυπο και αντίστοιχων σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ολλανδία) τον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό με ρατσιστικές και φασίζουσες απόψεις. Όμως, παρότι το νεοφιλελεύθερο ρεύμα είχε μια υψηλή αθροιστική παρουσία στις εκλογές του Μάη, τώρα πιέστηκε από τη στροφή της αστικής και δεξιάς ψήφου προς τη ΝΔ.
24.. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε σύντομο διάστημα έδωσε δύο μεγάλες εκλογικές μάχες. Στις εκλογές της 6ης Μάη είχαμε το 1,2% και τις 75000 ψήφους, που ήταν ταυτόχρονα το καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, αλλά και ένα αποτέλεσμα κατώτερο της πραγματικής πολιτικής της δυναμικής. Το αποτέλεσμα των εκλογών εκείνων δεν ήρθε μόνο του. Αντανακλούσε τη μάχιμη ανάδειξη του αναγκαίου αριστερού προγράμματος, την ενωτική συμμετοχή σε αγώνες, την εμπλοκή του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ενωτικές πρωτοβουλίες όπως το Αριστερό Βήμα ή η ΕΛΕ, τη συμβολή στο συντονισμό σωματείων. Χωρίς αυτά δεν θα είχαμε αυτό το αποτέλεσμα. Και σε κάθε περίπτωση, πέραν των ψήφων που πήρε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καταφέραμε να επικοινωνήσουμε με χιλιάδες ανθρώπους, είτε μας ψήφισαν στις 6 Μάη είτε όχι. Αυτό ήταν που κατοχύρωσε πραγματικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μια κρίσιμη δύναμη της Αριστεράς.
25. Στις εκλογές της 17ης Ιούνη το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναμφίβολα δεν ήταν καλό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ περνάει το 1% μόνο στη Λευκάδα (όπου το Μάιο ήταν στο 3%), και το 0,5% μόνο στην Ήπειρο (όπου το Μάιο ήταν στο πανελλαδικό της). Όπου υπήρχε κάποια γείωση και παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χάνονται τα 2/3 του ποσοστού της, ενώ σε πάρα πολλές περιοχές χάνονται τα 3/4. Μπορεί να κατεβήκαμε με επίγνωση ότι δεν πάμε για καλό αποτέλεσμα, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να δούμε το αποτέλεσμα με τρόπο βαθιά αυτοκριτικό κα μα αναζητήσουμε τα αίτια του προβλήματος. Είναι απόλυτα σαφές ότι μεγάλο μέρος του κόσμου που ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 6 Μάη, τώρα ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι αυτή είναι η χρήσιμη ψήφος. Είναι αλήθεια ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκανε μια ουσιαστική εκλογική εκστρατεία επικεντρώνοντας στα ζητήματα του προγράμματος, του αγωνιστικού μετώπου κα της επόμενης μέρας και όχι σε μια ατελείωτη πολεμική στο ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, οι βασικές αιχμές και τα ζητήματα παραμένουν ενεργά και επίκαιρα. Δεν καταφέραμε όμως να συγκρατήσουμε το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων, ακόμη και «στενού» κόσμου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αντίθεση με μια πολεμική που γίνεται απέναντι στην ΑΡΑΝ και σε άλλες τάσεις ή συντρόφους η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχασε κυρίως από τις «ταλαντεύσεις» ή δημόσιες διαφοροποιήσεις αλλά κυρίως από τον τρόπο που μέσα στην πόλωση των εκλογών, η επιλογή ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν πιο πειστική.
26. Σε αυτό το σημείο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα ακόλουθα, σχετικά με την επιλογή να κατέβουμε στις εκλογές
-Όντως, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούσε να μην κατέβει στις εκλογές. Όχι για να συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτό αντικειμενικά θα σήμαινε έκπτωση σε επίπεδο θέσεων (σημειώνουμε ότι τυχόν συμμετοχή στα ψηφοδέλτια θα σήμαινε και δέσμευση για αποσιώπηση της αιχμής για το ευρώ), αλλά με το σκεπτικό της αποφυγής του πολιτικού κόστους και της απογοήτευσης από το διαφαινόμενο εξαρχής αρνητικό αποτέλεσμα. Όμως, αυτό θα σήμαινε και απόσυρση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από την εκλογική μάχη άρα και από την προεκλογική συζήτηση. Με το δεδομένο ότι άλλες τάσεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχαν τη λογική πάση θυσία εκλογές, δεν μπορούσαμε παρά να επιλέξουμε τη συμμετοχή, την υπεράσπιση της πολιτικής αυτοτέλειας και την προσπάθεια για μια προεκλογική παρουσία μάχιμη, γύρω από τα πραγματικά ερωτήματα, το πρόγραμμα και την επόμενη μέρα..
-Τυχόν εκλογική συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ και υπό τους όρους του ΣΥΡΙΖΑ, αντικειμενικά θα σήμαινε σημαντικές υποχωρήσεις (σημειώνουμε ότι τυχόν συμμετοχή στα ψηφοδέλτια θα σήμαινε και δέσμευση για αποσιώπηση της αιχμής για το ευρώ). Θα σήμαινε απεμπόληση των κρίσιμων πολιτικών και ιδεολογικών προσδιορισμών μιας σύγχρονης επαναστατικής και κομμουνιστικής στρατηγικής και την παραδοχή της ηγεμονίας μιας διαχειριστικής Αριστεράς με γραμμή αριστερού ευρωπαϊσμού κυβερνητισμού.
-Η θέση ότι αρκούσε να τα βρούμε στο σύνθημα «καμία θυσία για το Ευρώ», πέραν του ότι όπως αποδείχτηκε από τη στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε αποτέλεσε πραγματική πρόταση (η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ πολύ σύντομα ξέχασε ακόμη και το «καμιά θυσία για το ευρώ» και μετατοπίστηκε, ούτως ή άλλως κατά τη γνώμη μας θα αποτελούσε μια σημαντική υποχώρηση. Αντί να πολιτικοποιούσε τον κόσμο που στήριξε ΣΥΡΙΖΑ σε θετική κατεύθυνση θα πολιτικοποιούσε τον κόσμο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αρνητική. Στην πραγματικότητα προκαταβολικά θεωρούσε ότι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε μια λογική «κριτικής στήριξης», όπως άλλωστε και ρητά ανάφερε και το σχετικό κείμενο.
27. Με αυτά τα δεδομένα, επιλέξαμε τη συμμετοχή στις εκλογές, την υπεράσπιση της πολιτικής αυτοτέλειας της γραμμής και του προγράμματος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, την πάλη για μια μάχιμη προεκλογική παρουσία, αρθρωμένη γύρω από τα πραγματικά ερωτήματα, το πρόγραμμα και την επόμενη μέρα, έστω και εάν με δεδομένη την εκλογική πόλωση δεν μπορούσε σε αυτές τις εκλογές να οδηγήσει σε πολύ καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα. Και ο λόγος είναι ότι η γραμμή που παίζαμε ήταν μια δύσκολη γραμμή. Για να αντέξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την πίεση από ένα τόσο πραγματικό δίλημμα θα έπρεπε να έχει μια πολύ μεγαλύτερη, ιδεολογικά συνειδητοποιημένη εκλογική βάση, άλλους ιστορικούς πολιτικούς δεσμούς με τη βάση της. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η ΑΡΑΝ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζονται όλα τα αναγκαία βήματα για την αποτελεσματικότερη σύνδεση με την πολιτική και εκλογική βάση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς: τακτικότερες και πιο οργανωμένες συνελεύσεις στις τοπικές και κλαδικές επιτροπές, δελτίο διαλόγου μέσα από το διαδίκτυο, εφημερίδα και ιστοσελίδα είναι πράγματα που πρέπει να προχωρήσουν τώρα.
28. Είναι γεγονός ότι από τις πρώτες μέρες του 2ου γύρου της εκλογικής αντιπαράθεσης, καταλάβαμε την δυσκολία να απευθυνθούμε αποτελεσματικά στον κόσμο που μας έλεγε «Και τώρα ΣΥΡΙΖΑ» χωρίς να είναι διατεθειμένος για πολύ συζήτηση και μετατόπιση. Αυτό δημιούργησε μια σειρά ταλαντεύσεις στο δυναμικό μας και δεν μπορέσαμε έγκαιρα να προσφέρουμε μια γραμμή ανάσχεσης αυτού του ρεύματος. Καλύτερη ενεργοποίηση του συνόλου του δυναμικού της ΑΡΑΝ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσε να βελτίωνε το εκλογικό αποτέλεσμα, έστω και εάν δεν μπορούσε να αντιστρέψει τη συνολική τάση. Κομμάτι μιας καλύτερα αποσαφηνισμένης κατεύθυνσης, που θα εφοδίαζε και το δυναμικό μας, θα ήταν μια πιο σαφής τοποθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξαρχής απέναντι στα επίδικα της περιόδου (π.χ. το θέμα της Αριστερής κυβέρνησης), θα βοήθαγε αυτή την κατοχύρωση. Ότι ο εκλογικός τόνος διορθώθηκε προς το τέλος, όταν έγινε κοινός τόπος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το «αριστερή κυβέρνηση σημαίνει για εμάς αριστερό πρόγραμμα και οργανωμένο λαό», δεν αναιρεί ότι π.χ. μια δημόσια παρέμβαση εξαρχής με τον τρόπο που προτείναμε εμείς στο Πανελλαδικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είχε βοηθήσει. Αντίστοιχα, στοιχεία που μπορούσαν να βοηθήσουν όπως για παράδειγμα η μεγαλύτερη έμφαση στο πρόγραμμα και η προσπάθεια που έγινε για πρώτη φορά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να έχει μια αποσαφηνισμένη προγραμματική επεξεργασία, δεν αξιοποιήθηκαν όσο έπρεπε.
29. Η συζήτηση που έχει ανοίξει για τις «ταλαντεύσεις» μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως αιτία για την πτώση των ψήφων και η ιδιαίτερη στοχοποίηση όσων φωνών έθεσαν το θέμα μιας διαφορετικής εκλογικής τακτικής, αποτελεί στην πραγματικότητα υπεκφυγή και δεν απαντάει στα βαθύτερα ερωτήματα που πρέπει να απασχολήσουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί αποπειράται να στοχοποιήσει πρακτικές ή ακόμη χειρότερα τάσεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποφεύγοντας να πάρει θέση πάνω στις πιο βαθιές αντιφάσεις που διαπερνούν το εγχείρημα. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι όντως έβλαψαν την εκλογική μάχη οι δημοσιοποιήσεις ενυπόγραφων κειμένων από συντρόφους μας ως μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΑΡΑΝ, κείμενα που την ίδια ώρα που είχαν κεντρικό θέμα τον τίτλο «Μια κριτική ματιά στον ΣΥΡΙΖΑ» αποτελούσαν επί της ουσίας μια άκριτη στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ και μια σφοδρότατη κριτική στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ από θέσεις που αμφισβητούσαν την πολιτικής της στρατηγική, κείμενα που έτυχαν ευρείας πολιτικής και κομματικές εκμετάλλευσης από το μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Οι σύντροφοι που πήραν αυτή την επιλογή δεν έχουν μπορέσει μέχρι τώρα να εξηγήσουν σε ποιο βαθμό αυτή η πρακτική βοήθησε το κίνημα, μετατόπισε τον ΣΥΡΙΖΑ, άνοιξε δημιουργικότερα τη συζήτηση στην ΑΡΑΝ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
30. Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν πρέπει να κάνει η ΑΡΑΝ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτοκριτική; Χρειάζεται αυτοκριτική και μάλιστα συνολική:
-Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία μετά τις εκλογές του 2010, με το ΣΥΡΙΖΑ στην πιο αμήχανη φάση του, το ερώτημα του ευρώ να αλλάζει συσχετισμούς μέσα στην Αριστερά, το ΜΑΑ να απομακρύνεται από το ΣΥΡΙΖΑ, το Αριστερό Ρεύμα να ταλαντεύεται, τα πρώτα σημάδια διαφοροποιήσεων από το ΚΚΕ να φαίνονται και ενωτικές πρωτοβουλίες για τη μετατόπιση προς τα αριστερά της συζήτησης αποκτούσαν ξεχωριστή δυναμική (Πρωτοβουλία Οικονομολόγων, ΕΛΕ, Αριστερό Βήμα). Τότε έλειψε η τόλμη για να έχει όντως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρόταση για το αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση και κυρίως έμπρακτη διάθεση για κοινό μέτωπο με άλλα ρεύματα. Τυχόν τολμηρά βήματα τότε, θα σήμαιναν άλλη γεωμετρία της Αριστεράς στην κρίσιμη περίοδο της κλιμάκωσης. Ο στόχος για αριστερό μέτωπο αναγκαία ριζοσπαστικό αλλά και αναγκαστικά αντιφατικό και για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα που θα λειτουργεί ως η πολιτική ραχοκοκαλιά του παραμένει αταλάντευτη επιλογή για την ΑΡΑΝ και το επόμενο διάστημα θα αποτελεί βασικό στοιχείο της παρέμβασής της στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
-Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διδάχτηκε πολλά από τις «Πλατείες», ούτε προσπάθησε να σκεφτεί πώς η δυναμική τους αναλογούσε σε μια άλλη κατεύθυνση και μέσα στην Αριστερά. Χάθηκε η ευκαιρία για ένα άλλο πάντρεμα κοινωνικού και πολιτικού μετώπου και για μια ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη για ένα άλλο πολιτικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό το λόγο και παραμένει κεντρική προτεραιότητα της ΑΡΑΝ η πάλη για νέο κύκλο παλλαϊκού ξεσηκωμού μέσα στον οποίο η αντικαπιταλιστική Αριστερά να δοκιμάσει να αποκτήσει πολύ βαθύτερους δεσμούς με αγωνιζόμενα κομμάτια του λαού.
-Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακόμη και πριν τις εκλογές του Μάη ταλαντεύτηκε απέναντι στο ζήτημα της συνεργασίας με το ΜΑΑ που θα μας έδινε μια κρίσιμη εκλογική ανάσα και θα μας είχε πάει με άλλο αέρα στις εκλογές της 6ης Μάη. Για την ΑΡΑΝ αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη το γεγονός ότι τμήμα του ΜΑΑ συμμετείχε στην 2η δύσκολη για όλους εκλογική μάχη. Αυτή η κατεύθυνση πρέπει να διευρυνθεί ακριβώς για να μπορέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διεκδικήσει όλο τον πολιτικό χώρο που αφήνει τόσο η δεξιά μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο παροξυσμός σεχταρισμού και ηττοπάθειας από τη μεριά της ηγεσίας του ΚΚΕ. Κάνουμε αυτοκριτική γιατί σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, παρότι βγάλαμε δημόσιες τοποθετήσεις ως ΑΡΑΝ δεν πήραμε την επιλογή να ανοίξει ανοιχτά και δημόσια η συζήτηση στη βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις κλαδικές και τοπικές επιτροπές, και να μην περιοριστεί στους παγιωμένους συσχετισμούς της ΚΣΕ.
-Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εντόπισε έγκαιρα την αλλαγή φάσης προς το ερώτημα της εξουσίας, αφήνοντας μόνο το ΣΥΡΙΖΑ να μιλάει – δεξιόστροφα… - για το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης, στην προεκλογική περίοδο πριν τις 6 Μάη. Επιλέξαμε μια παραλλαγή της γραμμής «ψηφίζουμε αντιπολίτευση» και δεν πιάσαμε το βάθεμα της πολιτικής κρίσης και των επίδικων που αυτή έθετε. Αναλογιζόμενοι ότι η πολιτική πόλωση θα παραμείνει ενεργή, για την ΑΡΑΝ παραμένει πρώτη προτεραιότητα πως θα ξαναπιάσουμε το νήμα της συζήτησης για το πώς η επαναστατική στρατηγική μπορεί να τέμνεται με την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας όχι όμως στο έδαφος της ήττας, της υποχώρησης, του συμβιβασμού και ενός νεοσοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού, αλλά ως τμήμα της κατάκτησης θέσεων στο πλαίσιο του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου.
-Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εμβάθυνε όσο έπρεπε στο αριστερό πρόγραμμα ή το έκανε με μεγάλη καθυστέρηση. Με αυτό τον τρόπο δεν συνέβαλε στο να μετατοπιστεί ακόμη περισσότερο η συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς. Για την ΑΡΑΝ αποτελεί κεντρικό στόχο να επιμείνει στην εμβάθυνση, εξειδίκευση, αλλά και επέκταση σε νέα ερωτήματα, του αριστερού προγράμματος, η προβολή του ως του μόνο δρόμου και για την άμεση ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων και για την μακροπρόθεσμη κοινωνική αλλαγή. Αυτή η συζήτηση πρέπει να συνεχιστεί και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και μαζί με άλλα ρεύματα και αγωνιστές.
-Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κάνει μικρά βήματα στην οικοδόμηση των μορφών αλληλεγγύης και παρέμβασης «από κάτω» που αποτελούν σήμερα βασικό μέσο για τις υλικές μορφές μιας αριστερής λαϊκής αντιηγεμονίας. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε μια κλασική αντίληψη της πολιτικής παρέμβασης (κόμμα – σωματείο – εκλογές). Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Μια πολιτική γραμμή δεν μπορεί να κρίνεται μόνο στο επίπεδο του ορθολογισμού που μπορεί να έχει ως εκφορά, αλλά πάνω από όλα και στο επίπεδο της ικανότητάς ν α παράγει πρακτικά, χειροπιαστά αποτελέσματα. Σε αυτό τον στόχο ως ΑΡΑΝ θα επιμείνουμε με ειδικές θεματικές ολομέλειες πόλεων που θα σχεδιάσουν την παρέμβασή μας το φθινόπωρο.
-Το γεγονός ότι ακόμα και στις πόλεις όπου έχουμε τις μεγαλύτερες δυνάμει και οι πολιτικές συνθήκες είναι πιο πρόσφορες, πέρα από τις πολιτικές αδυναμίες που αναφέρονται, δείχνει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει σταθερές σχέσεις με κόσμο πέρα από το παραδοσιακό δυναμικό του πολιτικού της χώρου. Αυτό έχει να κάνει σε σημαντικό βαθμό και με τα κενά και τις ασυνέχειες που εμφανίζονται στην παρουσία των τοπικών επιτροπών, την εσωστρεφή πολλές φορές λειτουργία τους και γενικότερα με την παραμέληση του καθήκοντος της οργανωτικής και δημοκρατικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε επίπεδο βάσης που έχει επιδειχθεί όλο το προηγούμενο διάστημα.
-Ακόμη και σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια λογική μάχιμου αριστερού προγράμματος και μετώπου και τρίτου «επαναστατικού» πόλου. Ανάμεσα, δηλ., στην αναμέτρηση με το ερώτημα του πώς θα μπορούσε η Αριστερά σήμερα να διαμορφώσει όρους διεκδίκησης της ανατροπής και της κοινωνικής αλλαγής και της θέσης ότι και αυτός ο γύρος είναι «χαμένος» και πάμε για την επόμενη φάση.
31. Και με αυτή την έννοια πρέπει να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι στις απόψεις που μέχρι τώρα έχουν διατυπωθεί μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ
- Την άποψη που βλέπει γραμμικά και μονοδιάστατα μια αριστερή στροφή, παραβλέποντας τις αντιφάσεις της περιόδου, θεωρεί δεδομένη την «κυβέρνηση της Αριστεράς», και προσδίδει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απλώς και μόνο ένα ρόλο αριστερής αντιπολίτευσης απέναντι στους ρεφορμιστές. Μια τέτοια αντίληψη στην πραγματικότητα ταυτόχρονα υποτιμά τις δυνατότητες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αφού τουλάχιστον στο βραχύ χρόνο αποδίδει την ηγεμονία και την πρωτοβουλία των κινήσεων στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και υπερτιμά τη δυνατότητα των «επαναστατών» την κρίσιμη στιγμή να εκμεταλλευτούν τις «υποχωρήσεις» των ρεφορμιστών. Είναι άποψη που δοκιμάστηκε από τμήματα της επαναστατικής Αριστεράς στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1970 ενόψει της τότε προοπτικής «αριστερών κυβερνήσεων» και που οδήγησε στον ακολουθητισμό και την ελλιπή αναμέτρηση με ερωτήματα στρατηγικής και ηγεμονίας.
- Την άποψη που θεωρεί ότι στην πραγματικότητα είχαμε ανασύνταξη του αστικού μπλοκ, δεξιά στροφή και υποχώρηση του κινήματος, παράλληλα με αστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, άποψη που θεωρεί ότι το βασικό έλλειμμά μας είναι ότι δεν έχουν διαχωριστεί όσο πρέπει από το ΣΥΡΙΖΑ και δεν έχουμε τονίσει όσο πρέπει να τον επαναστατικό προσανατολισμό του αντικαπιταλιστικού μας προγράμματος. Είναι μια άποψη που συχνά συνδυάζεται με έναν ακολουθητισμό προς τις απόψεις του ΚΚΕ, εφόσον και αυτό επενδύει σε μια ιδιαίτερα ηττοπαθή εκτίμηση της συγκυρίας. Η εκτίμηση για «δεξιά στροφή» στην πραγματικότητα δεν οχυρώνει απέναντι στο ρεύμα προς το ΣΥΡΙΖΑ, αφού μπορεί να μας αποκόψει από την αισιοδοξία των λαϊκών μαζών ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και την ίδια στιγμή απειλεί να μας εγκλωβίσει στο ρόλο του «γκρινιάρη στη γωνία». Αντίστοιχα, ο τρόπος που προβάλλεται σήμερα η έμφαση στον αντικαπιταλιστικό τόνο δεν αφορούν τόσο την πραγματική εμβάθυνση των πολιτικών στόχων και του προγράμματος ή την αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας, αλλά την εμμονή σε έναν επαναστατικό και αντικαπιταλιστικό βερμπαλισμό χωρίς βάθος και την ταυτόχρονη «αντανακλαστική» τάση διάλυσης όλων των ενωτικών πεδίων στα οποία είχε παρέμβαση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το τελευταίο διάστημα. Εμείς επιμένουμε ότι χωρίς ενωτικές πρωτοβουλίες όπως η ΕΛΕ, το Αριστερό Βήμα και ο Συντονισμός Σωματείων η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είχε πετύχει ούτε το 1,2% της 6ης Μάη.
- Την άποψη που θεωρεί ότι σήμερα ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει εκ των πραγμάτων κυριαρχήσει στο τοπίο της Αριστεράς, αποτελεί το βασικό χώρο από τον οποίο μπορούν να προκύψουν πολιτικές πρωτοβουλίες και άρα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας κύρια προς τα εκεί, μετατρεπόμενοι σε είδος ομάδας πίεσης ή / και think tank για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η άποψη εκχωρεί όλη την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία, απεμπολεί την αυτοτέλεια του αριστερού προγράμματος και στόχων όπως η έξοδος από το ευρώ και η παύση πληρωμών στο χρέος, και εκχωρεί προκαταβολικά όλο τον πολιτικό χώρο που υπάρχει αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά, θεωρεί ότι πλέον δεν υπάρχει χώρος ή νόημα όχι μόνο για την ιδιαίτερη ταυτότητα της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, αλλά και για την ίδια την ιστορική επικαιρότητα της κομμουνιστικής αναφοράς.
- Ούτε έχει νόημα για εμάς μια τακτική που θα θεωρούσε ότι η λύση είναι η αναζήτηση ενός ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΣΥΡΙΖΑ. Ένας τέτοιος χώρος θα αποτελούσε χειρότερη αφετηρία από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δύσκολα θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα στην Αριστερά και θα λειτουργούσε ως μηχανισμός ενσωμάτωσης τελικά της όποιος δυναμικής της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
32. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα επηρεάσει καθοριστικά όλους ανεξαιρέτως τους μέχρι σήμερα γνωστούς πολιτικούς χώρους. Ταυτόχρονα, και ο αντίπαλος θα προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει τις δικές του δυνάμεις. Η δεξιά συνολικά θα δοκιμαστεί όντας στην εξουσία και σήμερα είναι δύσκολο να πούμε αν στο πέρας της περιόδου αυτής θα έχουμε 2 ή 3 πόλους. Είναι σαφές ότι το επόμενο διάστημα θα γίνουν προσπάθειες ανασύνθεσης του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό είναι και επιτακτικό, εάν αναλογιστούμε ότι τα αστικά κέντρα θέλουν να υπάρχει και «συστημική» εναλλακτική λύση απέναντι στο ενδεχόμενο μελλοντικής συντριβής της ΝΔ. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ενδιαφέρον να δούμε σε πιο βαθμό η συγκυβέρνηση της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ λειτουργήσει και ως το εκκολαπτήριο μιας νέας κεντροαριστεράς στον άξονα ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ – ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ. Το πρόβλημά, όμως, είναι ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από την όποια επιφύλαξη διατηρούν τα κέντρα εξουσίας απέναντί του, στην πραγματικότητα, με τις δεξιές μετατοπίσεις του πολιτικού του λόγου δείχνει να διεκδικεί να κατακτήσει το χώρο που ιστορικά κρατούσε η σοσιαλδημοκρατία. Μόνο που αυτό θα αποτελούσε υποχώρηση και απέναντι στις δυνατότητες της περιόδου και τα πραγματικά στοιχεία ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων λαϊκών μαζών.
33. Συνολικά, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου εν μέρει αποτύπωσαν τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές και συγκρούσεις που καταγράφηκαν στις 6 Μάη, με την εκρηκτική αποτύπωση της απόρριψης των μνημονιακών κομμάτων, εν μέρει τον τρόπο που μετατοπίστηκε η πολιτική συζήτηση στη δεύτερη προεκλογική περίοδο, με την έμφαση στην «επαναδιαπραγμάτευση», την ικανότητα «κυβερνητικής διαχείρισης», το ζήτημα του πώς μπορούμε να μείνουμε στο ευρώ. Με αυτή την έννοια εάν θα ήταν λάθος να μιλήσουμε για μια γενικευμένη και διαρκή «αριστερή στροφή», που θα υποτιμούσε τις αντιφάσεις, τη συσπείρωση της Δεξιάς και τις μετατοπίσεις του πολιτικού λόγου ανάμεσα στις δύο εκλογικές μάχες, άλλο τόσο λάθος θα ήταν να πάμε σε μια αντίληψη «δεξιάς στροφής», παντοδυναμίας του αντιπάλου, αδυναμίας πολιτικής τομής, που σφραγίζει ορισμένες αναγνώσεις των αποτελεσμάτων π.χ. από το χώρο του ΝΑΡ. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι η αντίθεση μνημόνιο –αντιμνημόνιο παρέμεινε ενεργή σε όλο το φάσμα του πολιτικό σκηνικού (πράγμα που εξηγεί και την αδυναμία της δεξιάς παράταξης να φτάσει σε συσπείρωση αυτοδυναμίας Και παράλληλα οφείλουμε να αναγνωρίζουμε ότι η λαϊκή ψήφος στην αριστερά, παρά τις αυταπάτες και το φιλοΕΕ προσανατολισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως χρωματίστηκε στην προεκλογική συζήτηση εκφράζει μια πραγματική διάθεση ρήξης οριακά ακόμα και με την ίδια την ΕΕ. Το βασικό είναι να καταλάβουμε ότι και μέσα στο αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου εξακολουθούν να υπάρχουν ανοιχτές δυναμικές και ρήγματα κοινωνικά, δυνατότητες κοινωνικών συμμαχιών, ενδεχόμενα ανατροπής πάνω στα οποία μπορεί να επενδύσει πολιτική η Αριστερά, η ΑΡΑΝ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η νέα κυβέρνηση Σαμαρά
34. Με βάση και τις πιέσεις όλων των κέντρων εξουσίας και του διεθνούς παράγοντα, αλλά και με βάση τις ίδιες τις σαφείς προεκλογικές κατευθύνσεις φτιάχτηκε τελικά η κυβέρνηση Σαμαρά, με τη συμμετοχή ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Η σύνθεση της κυβέρνησης, με τη συμμετοχή κυρίως στελεχών της ΝΔ, στελεχών του ΠΑΣΟΚ της επιρροής Βενιζέλου και όχι δελφίνων και μη κοινοβουλευτικών στελεχών αποτυπώνει την ηγεμονία της ΝΔ αλλά και την επιθυμία των άλλων κομμάτων του συνασπισμού να μην χρεωθούν πλήρως πολιτικές όλες τις επιλογές της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τόσο οι δηλώσεις, όσο και το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας παραπέμπουν σε μια βαθιά μνημονιακή κυβέρνηση, με έντονο και το αυταρχικό στοιχείο Το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης στην πραγματικότητα αφορούσε απλώς την χρονική παράταση ορισμένων από τις παραμέτρους των δανειακών συμβάσεων, δεν αφορά την αναίρεση της απαίτησης για δομικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως ιδιωτικοποιήσεις (με μια λογική «ό,τι προλάβουμε ας το πουλήσουμε), όπως έχουν ήδη κάνει σαφές οι δανειστές που είναι διατεθειμένοι να αποφύγουν μερικούς πρόωρους εκβιασμούς και τρικλοποδιές όχι όμως και να συναινέσουν σε μια αλλαγή πολιτικής. Αυτό ακριβώς αποτύπωσαν και οι δηλώσεις για ανάγκη να «τηρήσει την υπογραφή της» η νέα κυβέρνηση. Όσο για την περιβόητη «ανάπτυξη» αυτή περιορίζεται σε μια προσπάθεια καλύτερης αξιοποίησης των κοινοτικών πόρων με σκοπό μια μερική επανεκκίνηση της οικονομίας, στοιχείο μάλλον δύσκολο σε ένα τοπίο τόσο βαθιάς ύφεσης. Ειδικότερα: η παράταση της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο χρόνια και ο επιμερισμός των περικοπών δαπανών σε δύο επιπλέον χρόνια δεν μειώνει το αποτέλεσμα συρρίκνωσης της δημόσιας δαπάνης, απαίτησης για μείωση κοινωνικών δαπανών και προσωπικού, ιδιωτικοποίησης. Η γενικόλογη αναφορά σε «ευρωπαϊκό κεκτημένο» για τις συλλογικές συμβάσεις κάνει σαφές ότι το κεκτημένο μισθολογικών περικοπών και ελαστικής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα θα παραμείνει (ας έχουμε υπόψη ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο πάει να αναθεωρηθεί προς την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων), ενώ το ίδιο ισχύει για τη «σταδιακή προσαρμογή του αφορολόγητου» στα ευρωπαϊκά όρια που σημαίνει διατήρηση του κύριου όγκου των χαρατσιών. Οι «αναπτυξιακές προτάσεις» κυμαίνονται στον άξονα των ιδιωτικοποιήσεων, του ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας, της «προσέλκυσης επενδυτών». Η «πολιτική ασφάλειας» αποπνέει όλο τον τόνο αντιμεταναστευτικής υστερίας και επένδυσης στην κρατική καταστολή που χαρακτήρισε και τον προεκλογικό λόγο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
34. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Σαμαρά θα αναμετρηθεί με το βάθεμα της κρίσης της ευρωζώνης, αλλά και τις επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και η τωρινή παράταση του τρέχοντος «μείγματος οικονομικής πολιτικής» με τη σαρωτική λιτότητα και ύφεση αρκεί για να συνεχιστεί η διαμόρφωση ενός τοπίου κοινωνικής καταστροφής. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσουν να σωρεύονται εκρηκτικά υλικά κοινωνικά και δυνατότητες και νέων κοινωνικών εκρήξεων. Με αυτή την έννοια και αυτή η κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την πολιτική και την κοινωνική κρίση. Αυτό είναι που μπορεί να δικαιολογήσει και το χαρακτηρισμό αυτής της κυβέρνησης ως ασταθούς και μεταβατικής. Αυτό θα ενισχύεται και από τις λυκοφιλίες μεταξύ των κομμάτων που θα συμμετάσχουν τελικά στη κυβέρνηση. Άλλωστε, ήδη δέχεται τεράστια πίεση από τις δυνάμεις της Τρόικας, με αποτέλεσμα ήδη να έχει ξεχαστεί ο στόχος της «επαναδιαπραγμάτευσης». Γι’ αυτό και θα αντιμετωπίσει μεγάλες κοινωνικές εντάσεις. Αυτό σε συνδυασμό με τις εσωτερικές αντιθέσεις του ίδιου του κυβερνητικού σχήματος εξηγεί γιατί είναι δύσκολο να είναι κυβέρνηση «μακράς πνοής». Ούτε είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο Σαμαράς αποφεύγει να μιλήσει για «κυβέρνηση τετραετίας». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι και μια κυβέρνηση που θα καταρρεύσει «αυτόματα» (όπως κατατείνει το σχήμα του «ώριμου φρούτου» που κυρίως καλλιεργείται από το ΣΥΡΙΖΑ). Αυτό θα απαιτήσει και πολιτική παρέμβαση και κινηματική κλιμάκωση. Η αστάθεια της κυβέρνησης έχει φανεί και από τα προβλήματα με τους Υπουργούς, τις παραιτήσεις, τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις μέσα στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού.
Ποια μπορεί να είναι η απάντηση της Αριστεράς και του κινήματος
36. Με βάση αυτά τα δεδομένα πρέπει να δούμε ποια μπορεί να είναι μια πολιτική κατεύθυνση. Το βασικό καθήκον της Αριστεράς είναι να βαθύνει αυτή την κρίση, να σπάσει το κλίμα απογοήτευσης από το εκλογικό αποτέλεσμα, να δώσει κατεύθυνση συλλογικών αντιστάσεων και πάλης, να διατηρήσει, διευρύνει και βαθύνει την κοινωνική συμμαχία που συσπειρώνεται γύρω από το αίτημα της ανατροπής της λιτότητας και της κοινωνικής καταστροφής, να βαθύνει την προγραμματική επεξεργασία τόσο ως προς το περιεχόμενο της αριστερής πολιτικής όσο και ως προς τη στρατηγική για την εξουσία. Σε αυτό μπορεί να εκμεταλλευτεί την υπαρκτή πόλωση, τις κατά τεκμήριο πολύ μεγάλες πολιτικές μετατοπίσεις στα στρώματα της εργασίας, όλη την εμπειρία των προηγούμενων ετών.
37. Σήμερα μέσα στη δυναμική της οικονομικής κρίσης, της όξυνσης του ταξικού ανταγωνισμού, της κρίσης της αστικής στρατηγικής που πλησιάζει την ηγεμονική κρίση, της κρίσης εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων και των ραγδαίων μετατοπίσεων στις κοινωνικές συμμαχίες έρχεται στο προσκήνιο, σε «αδύναμους κρίκους» όπως η Ελλάδα της Αριστερής Κυβέρνησης, με την έννοια μίας κυβέρνησης που θα έχει ως κορμό όχι ένα αστικό κόμμα (δεξιό ή σοσιαλδημοκρατικό), αλλά ένα αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα. Είναι ακριβώς η συμπύκνωση αυτών των δυναμικών και αφετηρία για έναν αναστοχασμό πάνω στο πια μπορεί να είναι σήμερα μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική σε συνθήκες ανάδυσης ενός σύγχρονου ιστορικού μπλοκ. Επ’ αυτού ως πολιτική τάση έχουμε κάνει σαφές και σε άλλες περιπτώσεις ότι είναι λάθος η λογική που λέει σήμερα ότι η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας δεν μπορεί να αποτελέσει τμήμα μιας επαναστατικής στρατηγικής. Με άλλα λόγια για εμάς είναι κρίσιμο ερώτημα σήμερα το πώς η διεκδίκηση και η διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, μπορεί να ενταχθεί σε μια στρατηγική συνολικής ανατροπής των αστικής εξουσίας. Εμείς λέμε ότι υπό την προϋπόθεση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος ρήξης με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» και αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, επίγνωσης ότι εντάσσεται σε μια μακρά και αντιφατική περίοδο μετάβασης και μετασχηματισμού, πάλης και από πάνω και από κάτω, αξιοποίησης και της κυβερνητικής εξουσίας (ριζοσπαστικοποιώντας ταυτόχρονα και το τωρινό θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο, σε μια λογική «Συντακτικής Συνέλευσης» των εργαζομένων και των κινημάτων) και των μορφών «λαϊκής εξουσίας», δοκιμάζοντας τρόπους ώστε όντως να τσακιστούν ή να μετασχηματιστούν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί (ή να οργανωθεί η άμυνα του λαού απέναντί τους), μην υποτιμώντας τη διαρκή πάλη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, τότε ναι το αίτημα μιας αριστερής κυβέρνησης μπορεί να είναι τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Όχι εύκολα, όχι αυτονόητα, όχι αυτόματα, αλλά αναγκαστικά αντιφατικά, όπως δείχνει και όλη η συζήτηση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, από την «Εργατική Κυβέρνηση» του Δ’ Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο ερώτημα του Γκράμσι για μια «Συντακτική Συνέλευση» των αντιφασιστικών δυνάμεων, στην αναμέτρηση του Πουλαντζά με το δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, στις σύγχρονες εμπειρίες π.χ. της Βολιβίας. Εξυπακούεται για εμάς ότι το βήμα μιας αριστερής κυβέρνησης θα είναι μετέωρο, ασταθές και αναγκαστικά διακυβευόμενο όσο δεν βαθαίνουν και επεκτείνονται οι μορφές δυαδικές εξουσίας και όσο δεν κλιμακώνεται η ταξική πάλη, έτσι ώστε όχι μόνο να αμφισβητείται ο πυρήνα των σχέσεων εξουσίας, ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης αλλά και να ανοίγει ο δρόμος και για το τσάκισμα των κατασταλτικών μηχανισμών. Εξυπακούεται, επίσης, ότι για εμάς ότι αυτή η θέση αφορά οριακά ενδεχόμενα μιας αναγκαστικά πρωτότυπης αλλά και άνισης επαναστατικής διαδικασίας και είναι σε ρήξη με τον αριστερό κυβερνητισμό, την αντίληψη δηλ. που αρνείται την ρήξη με τον καπιταλισμό και θέλει την Αριστερά απλώς να διεκδικεί επί το φιλολαϊκότερο τη διαχείριση του αστικού κράτους και του θεσμικού του ρόλου για την αναπαραγωγή και θωράκιση των καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών.
38. Με αυτή την έννοια όσο σωστή είναι όλη η κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ για τη ρεφορμιστική και δεξιόστροφη φιλοευρωπαϊκή στροφή του εκλογικού προγράμματός του, άλλο τόσο λάθος θα ήταν μια εκτίμηση που θα προσπαθήσει αναδρομικά να επιβεβαιώσει την αδυναμία συγκρότησης αριστερής κυβέρνησης, το ατελέσφορο κάθε προσπάθειας για διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, την μόνιμη και διαρκή κυριαρχία του αντιπάλου, στο βαθμό που δεν έχει συγκροτηθεί μια αριστερά αρκούντως επαναστατική. Το κυρίαρχο για εμάς είναι το πώς ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορέσει να αποτελέσει τμήμα της άνισης διαδικασίας ρήξης με τα μνημόνια και τις πολιτικές της ΕΕ και αφετηρία πρωτόγνωρων εξελίξεων. Γι’ αυτό και είναι κομβικό η τοποθέτηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σήμερα πάνω σε αυτά τα ζητήματα να γίνει όχι με όρους προκατασκευασμένων σχημάτων ή φοβικότητας, αλλά με όρους στρατηγικούς, εντάσσοντας την όποια τοποθέτηση στη συγκυρία σε μια πορεία συνολικής ανατροπής της αστικής εξουσίας σε ένα δυτικό κοινωνικό σχηματισμό.
39. Από την άλλη, πρέπει να δούμε με ποιο τρόπο εντάσσεται το αποτέλεσμα και η σχετική κατίσχυση των μνημονιακών δυνάμεων, έστω και με ισχυρή την Αριστερά στο συνολικό συσχετισμό δύναμης. Έχουμε χρησιμοποιήσει πολλές φορές μεταφορικά το σχήμα του Μάο για τον παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο. Και την είχαμε χρησιμοποιήσει ακριβώς για να δείξουμε ότι μιλάμε για μια παρατεταμένη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, που συνδυάσει τον «πόλεμο κινήσεων» και τον «πόλεμο θέσεων», περιλαμβάνει ταυτόχρονα την οικοδόμηση των όρων της σύγκρουσης αλλά και την ίδια τη σύγκρουση, αποτυπώνεται σε κορυφώσεις αλλά και υποχωρήσεις με το καθοριστικό είναι σε κάθε περίπτωση ο συνολικός συσχετισμός να μετατοπίζεται προς όφελος του λαϊκού παρ' αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Ζήσαμε μια κορύφωση στις 6 Μάη που για μια σειρά από λόγους ακολουθήθηκε από μια σχετική υποχώρηση, αλλά όχι συντριβή, με το λαϊκό παράγοντα να έχει κάνει, έστω και μετέωρα άνισα και αντιφατικά, το κρίσιμο βήμα προς την κυβερνητική εξουσία (και ενδεχομένως προς την πολιτική εξουσία). Με αυτή την έννοια, αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι:
-την αποδυνάμωση του αντίπαλου, με φθορά, παρενόχληση και παρεμπόδιση (κινηματικά).
-την ενίσχυση του λαϊκού στρατοπέδου και υλικά (αλληλεγγύη, «αυτοάμυνα», νέα ενότητα) και ηθικά – στρατηγική (πρόγραμμα – άλλος δρόμος).
-Την οικοδόμηση «βάσεων» (την παράλληλη κοινωνία του αγώνα και της αλληλεγγύης)
-Την εκκαθάριση των δικών μας περιοχών από τις βάσεις του εχθρού (αντιφασιστική πάλη και όχι μόνο)
-Τη χάραξη των μορφών της «μεγάλης πορείας» αλλά και των στόχων (πρόγραμμα)
-Την οικοδόμηση του λαϊκού στρατού, δηλαδή της αναγκαίας μορφής αριστερού μετώπου.
-Την προετοιμασία για την επόμενη καμπή με επίδικο την εξουσία.
40. Σε αυτή τη βάση είναι πολύ σημαντικό να βαθύνει η συζήτηση και για το πρόγραμμα, να ξεπεράσει το επίπεδο της απλής επίκλησης αρχών και να περάσουμε σε πολύ πιο συγκεκριμένη επεξεργασία και για τους στόχους και για τους όρους εφαρμογής των αναγκαίων μορφών και για την επεξεργασία της διαλεκτικής ανάμεσα στην κυβερνητική εξουσία και τις μορφές της λαϊκής εξουσίας, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης αντίληψης «δυαδικής εξουσίας». Το στοιχείο του προγράμματος αποκτά και σε αυτή την περίοδο κεντρικότητα. Έγινε φανερό ότι ο αντίπαλος μπορεί να διατηρεί την ηγεμονία στη δημόσια σφαίρα, όσο δεν μπορεί η Αριστερά να διαμορφώσει μια συνολική εναλλακτική λύση που να απαντάει σε πραγματικές ανάγκες και συνάμα να είναι σε ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική. Αυτό δεν έχει σχέση με «οράματα» και βερμπαλισμούς, αλλά για συγκεκριμένα βήματα που ορίζουν σήμερα τη ρήξη με το ευρώ και την πολιτική της κοινωνικής καταστροφής. Σε μια συγκυρία που θα γίνει προσπάθεια η συζήτηση να περιοριστεί στα στενά όρια της «αναδιαπραγμάτευσης» και της «ανάπτυξης» περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται να δείξουμε ότι υπάρχει ζωή μετά το ευρώ, ότι μπορεί και είναι τεχνητά εφικτό χωρίς να έρθει καταστροφή, ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο που να στηρίζεται στη λαϊκή πρωτοβουλία, έλεγχο και συμμετοχή. Περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια ευρύτερη διαδικασία διαμόρφωσης του προγράμματος, με συμμετοχή αγωνιστών και διανοουμένων, που να εμπλέξει ευρύτερο δυναμικό. Το είχαμε ξεκινήσει, πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα. Η διαδικασία αυτή πρέπει να δει και το θέμα των άμεσων μέτρων, δηλαδή το εν δυνάμει «πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών». Αν κάτι μας δίδαξε η πρόσφατη εκλογική μάχη, είναι ότι ο κόσμος είναι διατεθειμένος να συζητήσει για τα παρακάτω, αν πεισθεί ότι αυτό που λέμε μπορεί να βρει πραγματικά άμεση.
41. Δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο σήμερα το τοπίο μέσα στην Αριστερά και στο κίνημα. Στο μεσοδιάστημα πριν την ανασύνταξη μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας και με δεδομένο το βάθεμα της πολιτικής κρίσης και την κοινωνική πόλωση, μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων θα πολώνεται προς τα Αριστερά. Ανεξάρτητα από την κατανομή των ψήφων η σύνολη στροφή του κόσμου προς τα Αριστερά, αποτυπώνει μια πραγματική ένταση ανάμεσα στα όρια μιας γραμμής αριστερού κυβερνητισμού, «ρεαλισμού», και ευρωπαϊσμού και μια περισσότερο ριζοσπαστική αναζήτηση με κομβικό το ζήτημα της ρήξης με το ευρώ. Η ένταση αυτή θα συνεχιστεί και εάν τυχόν κρίση της κυβέρνησης Σαμαρά, οδηγήσει σε μεγαλύτερη στροφή προς τα Αριστερά. Θα ενισχυθεί και από την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει «ενιαίο κόμμα» που θα ενισχύσει στην πραγματικότητα τη δεξιόστροφη πορεία του. Αυτό σημαίνει ότι εντός της συζήτησης και της ιστορικής δυναμικής που σπρώχνει (έστω και αντιφατικά) κόσμο προς τα Αριστερά και ανοίγει το ενδεχόμενο της αριστερής κυβέρνησης, το ερώτημα σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να γίνει αυτό θα είναι παραπάνω από ενεργό. Με αυτή την έννοια υπάρχει πραγματικός πολιτικός χώρος, πραγματικό πεδίο, δυναμικό και ακροατήριο για εκείνη την πολιτική πρόταση που το ερώτημα της αριστερής κυβέρνησης, θα το συνδέσει με τη ρήξη με την ΕΕ, ένα εφικτό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, μια διαλεκτική σύνδεση του ερωτήματος της εξουσίας με μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Αυτό το χώρο πρέπει να διεκδικήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προφανώς επιδιώκοντας την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όχι μόνο του ιστορικού δυναμικού της επαναστατικής αριστεράς, αλλά και τον κόσμο που θα θελήσει να ξεκόψει από τη λανθασμένη γραμμή του ΚΚΕ, κόσμο του Μετώπου, αλλά και επί της ουσίας και κόσμο που στράφηκε με τρόπο κριτικό προς το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδιαίτερη επικέντρωση στο θέμα του ευρώ, με ταυτόχρονη επεξεργασία των όρων για μια τέτοια ρήξη, η έμπρακτη αναμέτρηση με μορφές λαϊκής εξουσίας και αλληλεγγύης, η οικοδόμηση αποτελεσματικών αντιστάσεων μπορούν να επιτρέψουν αυτή την αναγκαία αριστερή συσπείρωση, να αποτελέσουν ένα διαφορετικό πόλο μέσα στη συζήτηση της Αριστεράς, να διεκδικήσουν όντως την αριστερά πλευρά της «αντίφασης» που θα διαπερνά ούτως ή άλλως το τοπίο της Αριστεράς. Επιμένουμε, ταυτόχρονα ότι αυτή η μάχη σήμερα περνά μέσα από τη μάχη για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη μάχη να είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ο κρίσιμος κόμβος αυτής της διεργασίας. Αυτό στηρίζεται στην εκτίμηση για το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το εύρος των ανθρώπων που αναφέρονται σε αυτήν, τις κοινωνικές και συνδικαλιστικές της γειώσεις, τη σημασία των πολιτικών της αφετηριών. Και αυτό σε αντίθεση με μια κατεύθυνση που θα ήθελε τελειωμένη υπόθεση την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άρα θα έβαζε την προτεραιότητα την έξοδο και τη μετατόπιση προς μια ζώνη πολιτικών πρακτικών στα όρια του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και με κριτικό πνεύμα. Αυτό δεν αναιρεί ότι την επόμενη περίοδο είναι πιθανό και αντιθέσεις να δούμε περισσότερο οξυμμένες μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και ανάγκη είναι να ξεδιπλώσουμε με πιο αποφασιστικό τρόπο την πολεμική μας αλλά και να προσπαθήσουμε να ορίσουμε τους όρους μιας μάχιμης ηγεμονίας μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνολικά τη ριζοσπαστική αριστερά.
42. Για εμάς η αναγκαία αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, έχει την έννοια της αυτοτέλειας της γραμμής του αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ. Από την άλλη μεγάλες ανακατατάξεις στο τοπίο της Αριστεράς και ρήξη – έξοδος τμημάτων με υπαρκτές εκπροσωπήσεις για δεν μπορεί να κατοχυρωθεί ως ένα ρεύμα προοπτικής για την Αριστερά και την κοινωνία συνολικά. Τέτοιου τύπου ανακατατάξεις όμως δεν μπορούν να γίνουν με την αναίρεση της αυτοτέλειας ή με τη λογική αλλαγής πορείας. Σήμερα μια λογική ακολουθητισμού προς άλλα ρεύματα δεν θα διόρθωνε την πολιτική τους. Και ακολουθητισμός προς το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποδώσει, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, ο πόλος του ΣΥΡΙΖΑ ικανός να απορροφήσει κραδασμούς λόγω της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας, και ο ακολουθητισμός προς το ΚΚΕ έχει τον κίνδυνο να ενισχύσει την κυρίαρχη γραμμή και όχι τυχόν αριστερές διαφοροποιήσεις. Μεσοπρόθεσμα και η δεξιόστροφη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να απελευθερώσει εκ νέου δυνάμεις και σε συνδυασμό με την ανοιχτή συζήτηση στο ΚΚΕ να δώσει τη δυνατότητα στη ριζοσπαστική Αριστερά να συναντηθεί με ένα ευρύτερο δυναμικό. Αυτό ακριβώς εκφράζει η πολιτική στόχευση για ένα αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση (και όχι ένα λαϊκό μέτωπο με συμμετοχή της Αριστεράς σε αναγκαστικά διαχειριστική κατεύθυνση).
Η γραμμή του Αριστερού Μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση αντιστοιχεί στη συγκυρία, στην όξυνση και της κρίσης ηγεμονίας και των ταξικών διακυβευμάτων και στον τρόπο που κρίσιμες αιχμές ρήξης αποκτούν ξεχωριστή επικαιρότητα. Αφορά το ζήτημα της εξουσίας και το πώς αυτό μπορεί και πρέπει να συναρθρωθεί με ένα αναγκαίο αριστερό πρόγραμμα. Είναι αλληλένδετο με την ανάγκη αναβάθμισης των μορφών λαϊκής οργάνωσης, αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης. Και αυτό ορίζει μια τακτική διαφορετική από μια κατεύθυνση γενικά «ενότητας της Αριστεράς» στο μίνιμουμ στόχο, ή μετώπου (λαϊκού, δημοκρατικού ή αντιμνημονιακού) με συμμετοχή της Αριστεράς, ακριβώς επειδή συναρθρώνει μορφή και πολιτική κατεύθυνση, τακτική και στρατηγική. Αυτό είναι το πραγματικό όριο και η διαχωριστική γραμμή μιας τέτοιας τοποθέτησης και απέναντι σε μια υπεριστορική λογική αυτόκεντρου «επαναστατικού μετώπου» που καταλήγει στην αυτοπεριθωριοποίηση και μια λογική κυβερνητικού συνασπισμού με συμμετοχή τησ Αριστεράς που καταλήγει σε υποχωρήσεις και αναδιπλώσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτή τη φάσηη πολιτική γραμμή και ο πολιτικός μας σχεδιασμός ορίζονται ως εξής για το επόμενο διάστημα:
Γενική γραμμή της περιόδου
43. Η γενική γραμμή είναι η ακόλουθη: μέσα στο βάθεμα της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, τα στοιχεία κρίσης ηγεμονίας, την όξυνση της κοινωνικής πόλωσης, την ανάδυση ενός εν δυνάμει «ιστορικού μπλοκ» των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού, υπάρχει πραγματική δυνατότητα όχι μόνο επιβίωσης του λαού αλλά και ανοίγματος δρόμου για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτό προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, με ένα πρόγραμμα που να ανοίγει άλλο δρόμο για την ελληνική κοινωνία, με αφετηρία τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, την διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις, την αναδιανομή εισοδήματος και πυρήνα την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, τον δημοκρατικό σχεδιασμό και τον κοινωνικό έλεγχο. Προϋποθέτει ακόμη το πλήρες ξεδίπλωμα αγωνιστικών κινητοποιήσεων, αντιστάσεων και διεκδικήσεων, τη συγκρότηση του αναγκαίου αγωνιστικού μετώπου ρήξης ανατροπής, το πλήρες ξεδίπλωμα όλων των μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης και αυτοάμυνας, την ανάδυση μορφών μιας δυνάμει δυαδικής εξουσίας. Συνεπάγεται τη διεκδίκηση της εξουσίας και της ηγεμονίας σε όλα τα επίπεδα: στο επίπεδο της κυβερνητικής εξουσίας, μέσα από το στόχο μιας αριστερής κυβέρνησης με πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής που να στηρίζεται σε ανώτερες μορφές οργάνωσης του αγωνιζόμενου λαού, στο επίπεδο της πραγματικής εξουσίας και στο κράτος και στην παραγωγή, στο επίπεδο της αναγκαίας εθνικής ανεξαρτησίας, στο επίπεδο του πολιτισμού και μιας πολιτιστικής αναγέννησης με στοιχεία σύγχρονης εργατικής ηγεμονίας.
Αυτή η στρατηγική σήμερα δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ούτε μέσα από μια λογική «ενότητας της Αριστεράς» γύρω από τον ελάχιστο μέσο όρο της αντίθεσης στα μνημόνια (λογική που σήμερα εξειδικεύεται στην ένταξη ή δορυφοριοποίηση γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ), ούτε όμως και από μια σεχταριστική αναδίπλωση όπου η «προγραμματική καθαρότητα» θα γινόταν το άλλοθι της πλήρους εκχώρησης χώρου στις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Αντίθετα, περνάει μέσα από μια μάχιμη μετωπική πολιτική που ξεκινά από την αναγκαία συσπείρωση των δυνάμεων, των αγωνιστών, των ρευμάτων που αναφέρονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη ρήξη με το ευρώ, τον «άλλο δρόμο», την αγωνιστική – κινηματική μαχητικότητα, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως πάλη για την ηγεμονία μέσα στην Αριστερά και τη διαμόρφωση συνθηκών που, μέσα στη συνθήκη του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου και παράλληλα με την ολόπλευρη ενωτική συμβολή στη λαϊκή πάλη, οργάνωση και αλληλεγγύη, θα επιτρέψουν να συναντηθεί το εν δυνάμει ιστορικό μπλοκ, με μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και ένα αριστερό μέτωπο της νικηφόρας ανατροπής.
Σε τακτικό επίπεδο εκτιμούμε ότι σήμερα ότι σήμερα η γραμμή της ρήξης με το ευρώ και του «άλλου δρόμου» παραμένει επίκαιρη απαιτείται και η αυτοτελής συγκρότηση της Αριστεράς που την εκπροσωπεί, καθώς τόσο η δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ιδίως στο πλαίσιο της συγκρότησης του ενιαίου κόμματος και η συναίνεση των «συνιστωστών» στην απεμπόληση κρίσιμων ριζοσπαστικών αναφορών, αλλά και η αδιέξοδη γραμμή του ΚΚΕ σημαίνει ότι υπάρχει πραγματικός χώρος για μια Αριστερά ταυτόχρονα ριζοσπαστική, ενωτική και μαχητική, αρθρωμένη γύρω από τη ρήξη με το ευρώ και τον άλλο δρόμο.
Αυτή η γενική γραμμή εξειδικεύεται στα ακόλουθα βήματα:
Α. Αγώνας για την επιβίωση, τη ρήξη και την ανατροπή – συγκρότηση του αγωνιστικού μετώπου – ξεδίπλωμα όλων των μορφών και των πρακτικών του αγωνιζόμενου λαού
44. Η νέα κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι θα βαδίσει κάτω και από την επιτροπεία της Τρόικα στο δρόμο της πιο σκληρής αντιλαϊκής επίθεσης. Μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας θα αντιμετωπίσουν την απόγνωση και ζήτημα επιβίωσης. Η Αριστερά, σε όλες τις μορφές της, θα κριθεί από την ικανότητά της να δώσει τη μάχη της επιβίωσης και της ανατροπής. Τα πολιτικά προγράμματα και οι στρατηγικές έχουν νόημα όταν μπορούν να δώσουν πραγματική διέξοδο στην «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή». Και μόνο μέσα από την αποτελεσματική παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο θα διαμορφωθούν όροι και πολιτικές τομές. Αυτό σημαίνει σήμερα συγκεκριμένες επιτακτικές τομές:
(α) Το ζήτημα της οικοδόμησης της αλληλεγγύης και της μάχης για την επιβίωση πρέπει να περάσει για εμάς από τη διακήρυξη στην πράξη. Να κινηθούμε αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση – ακόμη και εάν άλλες τάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαφωνούν – σε συντονισμό και με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς οικοδομώντας αναγκαίες δομές σε επίπεδο γειτονιάς μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και τοπικές επιτροπές για την οργάνωση κοινωνικών ιατρείων, δωρεάν μαθημάτων, κοινωνικών παντοπωλείων, συσσιτίων, ομάδων αυτοάμυνας για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου αισθήματος ασφάλειας και για την απάντηση στις φασιστικές συμμορίες και για την αντιμετώπιση τοπικών μαφιών. Γύρω από αυτό θα κριθούν κρίσιμες σχέσεις εκπροσώπησης μέσα στην κοινωνία και θα σφυρηλατηθεί η ενότητα ενός εν δυνάμει «ιστορικού μπλοκ». Η λογική που λέει ότι δεν μπορούμε να δώσουμε έμφαση στην αλληλεγγύη γιατί αυτό είναι «φιλανθρωπία» και το βασικό είναι η αγωνιστική διεκδίκηση είναι ανιστόρητη και εσφαλμένη. Η αλληλεγγύη σήμερα σημαίνει αποκατάσταση της λαϊκής ενότητας, πειραματισμός με εναλλακτικές κοινωνικές μορφές, επανοικειοποίηση δημόσιων πόρων και λειτουργιών και το βασικό μοχλό μέσα από τον οποίο μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών στη δυνατότητα και το εφικτό του «άλλου δρόμου».Αυτό απαιτεί ειδικό σχεδιασμό και δική μας ανακατανομή δυνάμεων ακριβώς επειδή πρέπει να υπερβούμε τα κλασικά όρια της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης. Και αυτό πρέπει να το πούμε καθαρά: αυτή την στιγμή δεν είμαστε σε διάταξη να ανταπεξέλθουμε σε αυτήν την μάχη και απαιτείται από εμάς μια άμεση ενσωμάτωση των νέων προτεραιοτήτων πολιτικών πρακτικών της περιόδου, η αναμέτρηση με ένα μοντέλο πολιτικοποίησης που μας αναπαρήγαγε με την μία ή την άλλη μορφή για δύο τουλάχιστον δεκαετίες, στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ισορροπίας και του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων που τότε είχε διαμορφωθεί. Απαιτείται εμπλουτισμός και υπέρβαση της στράτευσής μας για να ανταπεξέλθουμε στα ταξικά διακυβεύματα αυτής της περιόδου και όχι της προηγούμενης.
(β) Χρειάζεται να ξαναβάλουμε το κοινωνικό ζήτημα και το εργατικό κίνημα στην πρώτη γραμμή. Η αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε γραμμή «ώριμου φρούτου» διαμορφώνει τον κίνδυνο να υποτιμηθεί όλη η ανάγκη άμεσης απάντησης και απεργιακής κλιμάκωσης στα μέτρα που ετοιμάζει η κυβέρνηση, στο όνομα της «κυβέρνησης εν αναμονή». Αντίθετα, απαιτείται άμεση παρέμβαση σε κρίσιμα ανοιχτά μέτωπα:
·Η οργάνωση της πάλης στα χαράτσια, ενόψει και άφιξης των εκκαθαριστικών της αφετηρίας μέσα από το αίτημα εδώ και τώρα εκκαθάριση των δηλώσεων με τα παλιά όρια, αλλά και μέσα από ένα νέο κίνημα «δεν πληρώνω».
·Την πάλη ενάντια στο νέο γύρο απολύσεων άμεσα ή έμμεσα
·Την πάλη ενάντια στις απολύσεις, ξεκινώντας από την πάλη για νικήσει ο αγώνας των Χαλυβουργών, στην κρίσιμη καμπή που βρίσκεται.
·Το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων και η συντονισμένη παρέμβαση για την αποκατάστασή τους
·Το ζήτημα των άμεσης κάλυψης κρίσιμων δαπανών (νοσοκομεία σχολεία)
·Το ζήτημα της αποτροπής των ιδιωτικοποιήσεων και της εκποίησης δημόσιας περιουσίας.
·Την πάλη για να μην εφαρμοστεί ο νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση
(γ) Ταυτόχρονα, απαιτείται να δούμε ποια μορφή πρέπει να πάρει σήμερα το αναγκαίο αγωνιστικό μέτωπο και ο σύγχρονος μαζικός ενωτικός ταξικός συνδικαλισμός. Η γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής και για κοινή δράση ήταν από τις καθοριστικής συμβολές της και πρέπει να επιμείνουμε σε αυτή. Η γραμμή αυτή ορίζει σήμερα μια αναγκαία τριπλή οριοθέτηση: Απέναντι στην προσπάθεια να χτιστούν παντού δεξιόστροφες «παρατάξεις ΣΥΡΙΖΑ», όχι ως κινηματικές πρωτοπορίες αλλά ως αυριανές κυβερνητικές παρατάξεις,που απειλεί να διακυβεύσει κρίσιμα ενωτικά ριζοσπαστική σχήματα. Απέναντι στην αμφισβήτηση της αυτοτέλειας του ρεύματος του ταξικού αντισυνδιαχειριστικού συνδικαλισμού και της διάχυσης των μεγάλων ιστορικών και πετυχημένων συνδικαλιστικών μορφωμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς από τις παρεμβάσεις μέχρι τα ΕΑΑΚ. Απέναντι σε μια σεχταριστική αναδίπλωση όπως αυτή που προτείνουν σ. του ΝΑΡ που θέλουν σχήματα-παρατάξεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γύρω από ιστορικά ηττημένες γραμμές όπως το «νέο εργατικό κίνημα». Το κομβικό είναι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις να αντιτάξουμε τη δική μας αντίληψη για ένα σύγχρονο μαχητικό, αντισυνδιαχειριστικό και κινηματικό συνδικαλισμό και με βάση αυτή να αξιοποιούμε κάθε δυνατότητα ευρύτερης ενωτικής συγκρότησης αλλά και να υπερασπιστούμε την αυτοτέλεια ιστορικά κατοχυρωμένων σχημάτων. Το ίδιο πρέπει να δούμε και στις γειτονιές όπου θα απέναντι στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί ο αυτοδιοικητικός ΣΥΡΙΖΑ, μαζί και με ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, κίνηση που θα διαμορφώσει προβλήματα σε πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ, και όπου χρειαζόμαστε να επανεπεξεργαστούμε μια μάχιμη κατεύθυνση για το πώς βλέπουμε τα τοπικά σχήματα και κινήσεις, με έμφαση στο ριζοσπαστικό περιεχόμενο, στην κινηματική λογική και την απόσταση από τη λογική της διαχείρισης του «τοπικού κράτους».
(δ) Σε αυτό το πλαίσιο είναι ανάγκη να επανεκκινήσουμε τη διαδικασία του Συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων ανοίγοντας τη συζήτηση σε περισσότερα σωματεία του Ιδιωτικού τομέα για το πώς θα ανατρέψουμε τη συνθήκη απαξίωσης των σωματείων μετά τη λήξη της μετενέργειας
(ε) Η αντιφασιστική δράση αποτελεί σήμερα μέγιστη προτεραιότητα και απαιτεί πλέον μια διπλή κίνηση: Αφενός την δουλειά στην αλληλεγγύη και τη γείωση μέσα στις ζώνες της κοινωνικής καταστροφής για να ανακοπεί στη ρίζα το ρεύμα υπέρ των φασιστών, παράλληλα με την προσπάθεια για να σπάσει ο ρατσισμός μέσα από κοινές αγωνιστικές πρακτικές ελλήνων και ξένων. Αφετέρου, όμως απαιτεί και την έμπρακτη αναμέτρηση στο δρόμο με τους φασίστες με όλες τις οργανωτικές απαιτήσεις που αυτό έχει. Την «αντιηγεμονία» που επιχειρεί να οικοδομήσει η ΧΑ, το δικό της «ιστορικό μπλοκ», με την δική του αφήγηση, πολιτικό πρόγραμμα και πρακτικές, από μόνα τους δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν «μια ντουζίνα προγράμματα», ακόμη και της καλύτερης ποιότητας. Απαιτεί την δική μας αριστερή (μόνη πραγματική) αντιηγεμονία και αυτό σημαίνει απάντηση σε όλο το φάσμα, ιδεολογικά, αλλά και κυρίως πρακτικά: τόσο στην υλικότητα των ερωτημάτων που σήμερα γεννάνε το υπόβαθρο της στροφής λαϊκών στρωμάτων στους ναζί, όσο και στις ίδιες τις πρακτικές που αναπτύσσουν αυτοί. Πρέπει να πάμε με ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο μέσα στον ίδιο τον λαό, να στήσουμε θεσμούς αλληλεγγύης, να απαντήσουμε στην κοινωνική κρίση, αλλά και να εντείνουμε την ιδεολογική πάλη ενάντια στον ναζισμό.
(στ) Και βέβαια, χρειάζεται ειδική δουλειά στους μαθητές. Χωρίς μια άλλη γείωση εκεί ούτε πρόκειται να αντιπαλέψουμε τη φασιστική απειλή, ούτε να γειωθούμε στα σύγχρονα στρώματα της ανεργίας και της επισφάλειας.
β. Πάλη για την Αριστερά του «άλλου δρόμου»
45. Η πάλη για την Αριστερά του «άλλου δρόμου» σήμερα συνεπάγεται:
(α) Συστηματική προγραμματική επεξεργασία των στοιχείων του «άλλου δρόμου» σε όλα τα επίπεδα. Εξήγηση των βημάτων για την παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ με όρους «προγράμματος 100 ημερών». Ανάδειξη των επόμενων αναγκαίων βημάτων (εθνικοποιήσεις, αυτοδιαχείριση, δημοκρατικός σχεδιασμός, κοινωνικός έλεγχος). Συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς μπορούμε να έχουμε μορφές αυτοδιαχείρισης, συνεταιρισμών, μη εμπορευματικών δικτύων, με αφετηρία την εμπειρία των πρακτικών αλληλεγγύης. Επιμονή στην ανάδειξη ενός άλλου μη καπιταλιστικού τρόπου να λειτουργούν κρίσιμοι θεσμοί. Πειστικές απαντήσεις σε ζητήματα όπως τα καύσιμα, τα φάρμακα, η πληρωμή μισθών. Άνοιγμα αυτής της συζήτησης σε κάθε επίπεδο: στο επίπεδο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με αφετηρία το σημαντικό προχώρημα που έγινε έστω και προεκλογικά), στο επίπεδο της ΑΡΑΝ στο δρόμο για την επόμενη συνδιάσκεψη, ξεκινώντας από ειδικές συμβολές των πυρήνων της, μέσα στο κίνημα, μέσα στη συσπείρωση στων αντι-ΕΕ δυνάμεων, μέσα από ένα πλατύ άνοιγμα της συζήτησης με ομάδες δουλειάς, σε τοπικό, κλαδικό και κεντρικό επίπεδο, μέσα από συμμετοχή αγωνιστών, διανοουμένων, σχημάτων συλλογικοτήτων από ένα ευρύτερο δυνατό φάσμα.
(β) Πρωτοβουλίες συζήτησης, διαλόγου και συνάντησης με όλες τις δυνάμεις, τα ρεύματα και τους αγωνιστές που στρέφονται σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση, με έμφαση στον αντι-ευρώ και αντι-ΕΕ προσανατολισμό. Αυτό αφορά το ΜΑΑ, άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αγωνιστές από το ΚΚΕ αλλά και διάλογο με φωνές και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Κομβική σε αυτό το επίπεδο θα είναι η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ευρύτερης μετωπικής αντι-ΕΕ κίνησης με συμμετοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΜΑΑ, της ΚΟΑ, δυναμικού που διαφοροποιείται από το ΚΚΕ, κόσμου που αποχώρησε από το ΕΠΑΜ. Με απόφαση του Πανελλαδικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και με βάση τη σχετική πρόταση του ΜΑΑ να συγκροτηθεί από τώρα επιτροπή πρωτοβουλίας και να πάμε το φθινόπωρο σε ανοιχτές διαδικασίες και συζήτηση σε αυτή την κατεύθυνση. Απέναντι σε τυχόν ενστάσεις και καθυστερήσεις από άλλες τάσεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμείς πρέπει να είμαστε κάθετοι και να το ανοίξουμε με κάθε τρόπο και σε όλα τα επίπεδα, από την ΚΣΕ έως τις τοπικές και κλαδικές επιτροπές, διαμορφώνοντας μια ευρύτερη συμμαχία γύρω από την ανάγκη ανοίγματος, συσπείρωσης και όχι σεχταριστικής αναδίπλωσης. Η σαφής αριστερή στροφή του ΜΑΑ διευκολύνει αυτή την κατεύθυνση. Μια τέτοια ευρύτερη συσπείρωση θα επιτρέψει πολύ καλύτερη παρέμβαση μέσα στη συζήτηση της Αριστεράς, συσπείρωση του δυναμικού με ριζοσπαστικές αναφορές, διαμόρφωση χώρου που να λειτουργεί ως πραγματικό σημείο αναφοράς και για τον κόσμο μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ που ολοένα και περισσότερο θα ασφυκτιά μέσα στη δεξιά γραμμή που παίρνει.
(γ) Στην ίδια κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν και άλλες πρωτοβουλίες: η στήριξη όλων των προσπαθειών που γίνονται για την αναγέννηση της μαρξιστικής θεωρητικής συζήτησης και έρευνας (π.χ. Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών), αλλά και πρωτοβουλίες όπως η διοργάνωση εκδηλώσεων από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και σε συνεργασία με άλλα ρεύματα) για τα ζητήματα που αφορούν την Αριστερά, τη στρατηγική, την εξουσία.
(δ) Ανασυγκρότηση αλλά και τομές στην πολιτική λειτουργία, τη μαζική συγκρότηση και τη δημοκρατία στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εδώ είναι πολύ κομβικό να παρθεί στο πανελλαδικό συντονιστικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απόφαση για συνδιάσκεψη τον Οκτώβρη και δική μας προετοιμασία για να μπορέσουμε με κόμβο την συνδιάσκεψη να πετύχουμε κρίσιμα προχωρήματα στην άποψη και την πρακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για όσα περιγράφουμε ως αναγκαιότητες της περιόδου. Αυτό σημαίνει άνοιγμα από τώρα έντονης και συστηματικής πολεμικής απέναντι στη λογική της σεχταριστικής αναδίπλωσης, της εσωστρέφειας και του επαναστατικού βερμπαλισμού. Σύγκρουση με τον απλό αγωνιστικό κινηματισμό. Μάχη για το προχώρημα της θέσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το θέμα της εξουσίας και της κυβέρνησης. Απέναντι είτε στην εργαλειακή εκδοχή του αριστερού κυβερνητισμού που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ και την αναδίπλωση σε μια «εγκεφαλική» σύλληψη της επαναστατικής τομής, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να έχει τη θέση ότι σήμερα ο πολιτικός στόχος είναι αριστερή κυβέρνηση, με αριστερό και αντι-ΕΕ πρόγραμμα που να στηρίζεται στον αγωνιζόμενο λαό για την εκκίνηση διαδικασιών μετασχηματισμού. Σημαντικό και μετρήσιμο προχώρημα της κουβέντας για το πρόγραμμα και βάθεμα του ίδιου της του προγράμματος. Έμφαση στη δημοκρατική λειτουργία, στην ανασυγκρότηση και τη συγκρότηση των τοπικών και των κλαδικών επιτροπών, το άνοιγμα τους στον κόσμο και στην κοινωνία με πραγματική, σε όλα τα επίπεδα και χωρίς φόβο, συζήτηση, αλλά και με τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στο κίνημα όπου δραστηριοποιούνται. Εδώ οι δικιές μας οργανώσεις πόλεων οφείλουν να παίξουν επιτελικό ρόλο. Σπάσιμο όλων των πρακτικών που κάνουν τη συζήτηση συχνά τελετουργική και όχι ανούσια. Στόχος μας οφείλει να είναι μέσα από μια πραγματική διαδικασία συζήτησης να πάει μπροστά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να προχωρήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο προγραμματικής, στρατηγικής και οργανωτικής ενοποίησης, ώστε να εξακολουθεί να παίζει πραγματικό ρόλο μέσα στην Αριστερά και την κοινωνία. Σημαίνει όμως επίσης και ριζική αναβάθμιση της δημόσιας παρουσίας και παρέμβασης του ευρύτερου χώρου της αριστεράς της ρήξης με το ευρώ, του αγωνιστικού μετώπου, και της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής αναζήτησης: εφημερίδα και ιστοσελίδα του ευρύτερου χώρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή η πρόταση και η προσπάθεια θα πρέπει να είναι μια από τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβουμε μαζί με άλλους χώρους και αγωνιστές το επόμενο διάστημα
.
(ε) Η πάλη για ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι για εμάς μάχη πραγματική. Μάχη ενάντια στις καθυστερήσεις, τα πισωγυρίσματα, τις συνεχείς ταλαντεύσεις τάσεων και αγωνιστών σε μια κλειστή, συντηρητική Αριστερά τύπου ΜΕΡΑ, που φοβάται την δυναμική και την «αναταραχή», που εκτιμά ότι συνολικά το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν κακό και δεν βλέπει την βαθύτερη κοινωνικοπολιτική διεργασία. Σύγκρουση με απόψεις που μπορούν να πάνε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολλά χρόνια πίσω, να την περιθωριοποιήσουν, να την κάνουν μια αριστερίστικη, φοβική, υστερική τάση που δεν θα έχει να συνεισφέρει στην δυνατότητα δημιουργίας αυτού του νέου ιστορικού μπλοκ. Γιατί ξέρουμε ότι χωρίς την επίμονη, έντονη, βαθιά και αποφασιστική παρέμβασή μας, τέτοιες φυσιογνωμίες θα βρουν χώρο ανάπτυξης, όπως ήδη έχουμε τα πρώτα δείγματα γραφής. Αλλά και γιατί αναγνωρίζουμε ότι το πολιτικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνιστά μια αναντικατάστατη παρακαταθήκη, οι αγωνιστές και αγωνίστριές της το υλικό μιας δυνάμει κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας αυτού του αγώνα, η επιμονή της στον επαναστατικό δρόμο μια κρίσιμη στρατηγική αφετηρία που δεν μπορούμε να απεμπολήσουμε, ενώ και τα δειλά βήματα ψηλάφησης του ζητήματος της εξουσίας και της αριστερής κυβέρνησης δείχνουν ότι ανοίγει η συζήτηση για την ανανέωση της επαναστατικής στρατηγικής σε ένα σχηματισμό του αναπτυγμένου καπιταλισμού όπως η Ελλάδα. Και πιστεύουμε ότι παρά της συντηρητικές αναδιπλώσεις άλλων τάσεων (όπως του ΝΑΡ) υπάρχειπλατύ ανένταχτο και οργανωμένο δυναμικό Αν κινηθούμε αποφασιστικά και συγκροτημένα και ανοίξουμε τη συζήτηση συντροφικά και με εμπιστοσύνη στο ευρύτερο δυναμικό που συσπειρώνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούμε να διαμορφώσουμε ηγεμονία μιας μάχιμης γραμμής μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να την κάνουμε κόμβο για την ανασύνθεση της Αριστεράς του «άλλου δρόμου».
(στ) Η πρόταση για ένα νέο κομμουνιστικό φορέα και μια νέα κομμουνιστική ηγεμονία μέσα στην ανασύνθεση της αριστεράς του «άλλου δρόμου» πρέπει να ξαναβγεί μπροστά με ακόμη πιο αποφασιστικό τρόπο. Όχι ως απλή πρόταση αθροίσματος δυνάμεων ή αλλαγής συσχετισμών μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά ως αναγκαία πάλη για τομές στην προγραμματική συγκρότηση, τη σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική, τη διαλεκτική τακτικής και στρατηγικής. Απαιτείται άμεσα να αναδιατυπώσουμε την πρόταση και να ανοίξουμε τη συζήτηση, με απεύθυνση τόσο προς τάσεις που έχουν δηλώσει τη διάθεσή τους να μπουν σε τέτοια συζήτηση (Παρέμβαση, Κομμ. Αν., ανένταχτοι αγωνιστές) αλλά και προς τάσεις που σήμερα ταλαντεύονται προς την αυτοαναφορική αναδίπλωση, όπως είναι το ΝΑΡ, αλλά και με προσπάθεια η όλη πρόταση και συζήτηση να επικοινωνήσει με ένα ευρύτερο δυναμικό σύγχρονης κομμουνιστικής αναζήτησης, προερχόμενο από το χώρο του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, της σύγχρονης μαρξιστικής διανόησης.
Γ. Για την ανασύνθεση της Αριστερής Ανασύνθεσης, τη αναβάθμιση της στράτευσης, τη νέα συντροφικότητα
46. Μέσα σε όλα αυτά απαιτείται και αναβάθμιση της συγκρότησης παρέμβασης και συντροφικότητας της ΑΡΑΝ. Να το πούμε πολύ απλά: με την εμφανή αμηχανία του ΝΑΡ, σε επίπεδο στρατηγικής, παρ’ όλη τη ρητορεία περί έμφασης στο επαναστατικό πρόγραμμα, με τα εμφανή όρια του ΣΕΚ, με την κρίση της ΑΡΑΣ, με την δεξιά στροφή των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, σημαίνει ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια οργάνωση του σύγχρονου επαναστατικού δρόμου, της προγραμματικής εμβάθυνσης, της γραμμής μαζών, της ενωτικής δράσης. Οι πρωτοβουλίες για την Αριστερά αλλά και η ανοιχτή πρόκληση του σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα σήμερα απαιτούν την ισχυροποίηση της ΑΡΑΝ, τη μαζικοποίηση, το βάθεμα του προγραμματικού λόγου, τη συμβολή της σε ένα μάχιμο σύγχρονο μαρξιστικό ρεύμα αναπόσπαστο τμήμα ενός σύγχρονου εργατικού διαφωτισμού, το πλήρες ξεδίπλωμα όλων των πρακτικών της (περιοδικό, Λέσχη, ιστοσελίδες), τη συγκρότηση αποτελεσματικότερου μηχανισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο χρειάζεται ως οργάνωση και ως ρεύμα να βαθύνουμε την προσπάθειά μας να έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με άλλα κομμάτια που έχουν ανάλογους προβληματισμούς στην προσπάθεια να διαμορφώσουμε όρους ενός ευρύτερου ρεύματος γύρω από απόψεις σαν τις δικές μας. Δίνουμε τη μάχη για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά ταυτόχρονα μπορούμε και πρέπει να παίρνουμε και αυτοτελείς πολιτικές πρωτοβουλίες.
Και να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτό κατά την γνώμη μας αναδεικνύει και τα ως τώρα όρια των δικών μας πρακτικών, της δικής μας πολιτικοποίησης και των δικών μας θεσμών. Απαιτείται ειλικρινής απολογισμός και γενναία αυτοκριτική από όλους μας. Είναι αναγκαίο να εμπλακούν πολλοί περισσότεροι σύντροφοι στην πολιτική δουλειά, πολλές απόψεις, τάσεις, ρεύματα και χρωματισμοί, ηλικίες και ευαισθησίες, να εκμεταλλευτούμε όλο μας το δυναμικό, αλλά και να ξαναλειτουργήσει η βάση, τα κύτταρα παραγωγής πολιτικής γραμμής της οργάνωσης, οι πυρήνες της. Όλα αυτά σημαίνουν και την αναγέννηση της πολιτικής λειτουργίας του ΚΣΟ, όσο και την δημιουργία ομάδων και επιτροπών, την αποκεντρωμένη και βαθιά δουλειά σε τομείς. Σημαίνει όμως και τομές στον οργανωτικό μας ιστό που θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις νέες ανάγκες που προκύπτουν, τα νέα διακυβεύματα. Όλα αυτά σημαίνουν, ότι η καθοδηγητική λειτουργία της Αριστερής Ανασύνθεσης, έχει αγγίξει το όριό της και η συνέχιση αυτού του μοντέλου πολιτικής καθοδήγησης, όπου το Γραφείο αποτελεί επί της ουσίας το αποκλειστικό καθοδηγητικό όργανο δεν μας πηγαίνει μπροστά
Αυτό απαιτεί μια νέα ποιότητα δημοκρατίας μέσα στην Αριστερή Ανασύνθεση, με έμφαση στην συλλογική απόφαση και υλοποίηση, στην διαρκή κριτική και αυτοκριτική όλων και πρωτίστως των καθοδηγητικών οργάνων και στελεχών, με ελευθερία αντιπαράθεσης των γραμμών, με δυνατότητα οι διαφωνίες να δημοσιοποιούνται ακόμη και να δοκιμάζονται μέσα στον λαό, όταν δεν συνιστούν ανταγωνιστικές πολιτικές πρακτικές που ακυρώνουν τις δημοκρατικές συλλογικές αποφάσεις. Και αυτό με την σειρά του, απαιτεί έναν καθορισμό των όρων ενότητας και αντιπαράθεσης, των ορίων των πολιτικών πρακτικών που δεν ακυρώνουν την συλλογική θέληση.
Πλήρες άνοιγμα της συζήτησης χωρίς προκαταλήψεις, κανένας φόβος για τη «δημοσιότητα» της συζήτησης και της διαφωνίας, αλλά και δυνατότητα των οργάνων της ΑΡΑΝ να κάνουν κριτική σε απόψεις που δημοσιοποιούνται και να αποσαφηνίζουν και υπερασπίζονται τη συλλογικά αποφασισμένη γραμμή. Από την άλλη, όμως, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι υπήρξαν πρακτικές μέσα στην προεκλογική περίοδο που τραυμάτισαν πλευρές της ενότητας της οργάνωσης και υπονόμευσαν τη συντροφικότητα: η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ, η άμεση ή έμμεση προπαγάνδισή της, οι συστηματικές δημόσιες τοποθετήσεις που δεν εντάσσονται στην θεμιτή δημοσιοποίηση απόψεων και διαφωνιών, αλλά πρόβαλαν ένα διαφορετικό σχέδιο, που δεν παραπέμπει στο πλαίσιο των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων που έχουν συλλογικά χαράξει, και έτυχαν ανοιχτής εκμετάλλευση από πολιτικά κέντρα του ρεφορμισμού. Αυτές οι πρακτικές δεν μπορούν να συνεχιστούν. Δεν μπορούμε να έχουμε μέσα στην ΑΡΑΝ πρακτικές που εκ των πραγμάτων κινούνται ανταγωνιστικά προς τον πυρήνα της τοποθέτησής της και στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν την αλλαγή συσχετισμών στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή την ΑΡΑΝ αλλά στην απλή επίκληση της προέλευσης από αυτό το χώρο για την εξυπηρέτηση άλλων σχεδίων. Η ΑΡΑΝ δεν είναι «σημαία ευκαιρίας» αλλά δέσμευση και στράτευση. Χρειάζεται ένας άλλος βαθμός ενότητας, συντροφικότητας αλλά και παραδοχής ότι η άποψη που βγαίνει μέσα από τη δημοκρατική και συντροφική συζήτηση πρέπει να είναι και αυτή που θα σφραγίσει την προς τα έξω παρουσία. Μακριά από εμάς η λογική των οργανωτικών λύσεων, αλλά δεν μπορούμε και να καταλήξουμε σε μια εκδοχή αμορφισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο ξεκινά η πορεία προς την Ε’ Συνδιάσκεψη της Αριστερής Ανασύνθεσης. Με έμφαση στην προγραμματική επεξεργασία ξεκινώντας από τώρα τη συγκρότηση επιτροπής θέσεων και άνοιγμα της συζήτησης. Στόχος το βάθεμα της προγραμματικής συζήτησης, η επεξεργασία του περιεχομένου του άλλου δρόμου, της διαλεκτικής ανάμεσα σε κυβερνητική εξουσία και επαναστατική στρατηγική, της σύγχρονης αντίληψης του μετώπου και του πολιτικού φορέα, των δικών μας πολιτικών συμμαχιών και συνεργασιών. Με συγκροτημένο απολογισμό και ειλικρινή αυτοκριτική. Με επανεξέταση εκ βάθρων του οργανωτικού πλαισίου. Με πυξίδα την αντίληψη του κόμματος όχι ως μηχανισμού και εργαλείου αλλά εργαστηριού στρατηγικών, επεξεργασιών, πολιτικοποίησης, έμπρακτη αντανάκλαση στην εσωτερική ζωή της στράτευσης, της ηθικής και της συντροφικότητας που θέλουμε να κυριαρχούν και στην άλλη κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταλάβουμε ότι στη συγκυρία που ζούμε, που είναι στον πυρήνα της πλούσια σε ενδεχόμενα και θεμελιωδώς συναρπαστική, η δική μας απόπειρα να προσεγγίσουμε μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, όχι με όρους εγκεφαλικούς αλλά με βάση τις ίδιες τις δυναμικές που ξεδιπλώνονται σήμερα, διατηρεί πλήρως την επικαιρότητα και τη σημασία της. Τώρα αρχίζουν οι μεγάλες μάχες που έχουμε να δώσουμε!