Επιλέγοντας να αποπληρώσει στις 11 Μαΐου τη δόση προς το ΔΝΤ κάνοντας χρήση της οριακής λύσης των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (SDR), η κυβέρνηση στην πραγματικότητα επέλεξε να «κάψει τα καράβια της», δηλ. να μην έχει άλλη διέξοδο διαφυγής απέναντι στον εκβιασμό των δανειστών. Σε μια διαπραγμάτευση όπου η μία πλευρά προσερχόταν με επιχειρήματα και η άλλη με διαπραγματευτικά όπλα (πάνω από όλα με τον εκβιασμό των χρημάτων της δανειακής σύμβασης - 7,6 δισεκατομμύρια ευρώ - που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί), είναι προφανές ότι η αποπληρωμή της δόσης δεν ήταν «κέρδος χρόνου» αλλά απώλεια μίας ακόμη ευκαιρίας να υπάρξει εκείνη η πολιτική εμπλοκή που θα μπορούσε να αλλάξει το συσχετισμό στη διαπραγμάτευση.

Χωρίς την όποια διαπραγματευτική απειλή της έστω και προσωρινής αδυναμίας πληρωμής στο ΔΝΤ, με τονόποιο διεθνή κραδασμό αυτό θα προκαλούσε, η ελληνική κυβέρνηση σύρεται σε μια διαπραγμάτευση στην οποία δεν την απομένει άλλος δρόμος από τις συνεχείς υποχωρήσεις για να αποφευχθεί η εσωτερική στάση πληρωμών σε μισθούς και συντάξεις.

Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, ο πραγματικός κίνδυνος από την κυρίαρχη γραμμή στο ΣΥΡΙΖΑ, προεξαρχούσης της «γκρίζας εξοχότητας» του Γιάννη Δραγασάκη, για συμφωνία με κάθε κόστος, ώστε να αποφευχθεί η εσωτερική και εξωτερική στάση πληρωμών και να έρθει το ΕΣΠΑ για μια αναπτυξιακή δυναμική,δεν είναι οι «υποχωρήσεις» σε όλες τις κόκκινες γραμμές. Εκεί θα μπορούσε κανείς να πει ότι η κυβέρνηση μπορεί να επενδύσει πάνω στις μειωμένες προσδοκίες μιας κοινωνίας που λειτουργεί, καιρό τώρα, σε “safe mode”.

Το πρόβλημα είναι τα μέτρα αυτά, από την αύξηση της έμμεσης φορολογίας σε είδη πρώτης ανάγκες και τη μη αναίρεση άδικων φόρων, μέχρι τις ιδιωτικοποιήσεις, τις νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και την αποφυγή αναίρεσης των περιθωρίων εργοδοτικής ασυδοσίας που έφεραν τα μνημόνια, πολύ απλά ενέχουν τον κίνδυνο ενός νέου υφεσιακού κύκλου, θα επιταχύνουν την αναίρεση των όποιων «τεχνικών επιβίωσης» λειτουργούν και απειλούν να επιδεινώσουν τη θέση των λαϊκών στρωμάτων. Τότε και η σημερινή ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό θα υφίσταται συνεχή τρώση, καθώς θα κερδίζει χώρο η αίσθηση ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει».

Απέναντι σε αυτή την κατάστασητο ερώτημα δεν είναι πόσες φορές θα πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει δεξιά πολιτική. Όχι γιατί δεν εφαρμόζει μια δεξιά και δομικά αλυσιτελή πολιτική. Αλλά γιατί σήμερα η απλή καταγγελία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και να είναι το άλλοθι για το να μην κάνουμε, επί της ουσίας, τίποτα.

Μεγάλο μέρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς απλώς περιμένει πότε η κατάσταση θα της επιτρέψει να κραυγάσει «κάτω η εναλλακτική αστική λύση που εκπροσωπείται από το ΣΥΡΙΖΑ», όχι για να δοκιμάσει να προτείνει μια ριζική αλλαγή πορείας, αλλά απλώς για να πει, προς τα έξω αλλά - και κυρίως - προς τον εαυτό της: «ε, δεν μπορούσαν να γίνουν και πολλά, εφόσον λείπει ο επαναστατικός, φορέας, μέτωπο κ.λπ.». Με σκοπό, στη συνέχεια, να γυρίσει σε αυτά που ξέρει να κάνει και δεν τηνβγάζουν από το βόλεμα μερικών δεκαετιών: επικέντρωση σε ιδεολογικές εμμονές κομματική «οικοδόμηση», τεχνητές «εντάσεις» ώστε να γίνουν μερικές στρατολογήσεις παραπάνω, διαρκής ανταγωνισμός με τους εκάστοτε «δεξιούς» και όλα αυτά πάντα με τον απαραίτητο συνδυασμό αλαζονικής αυταρέσκειας και θεωρητικής οκνηρίας. Αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις εμμονές μας, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2009 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήρε 0,36% και ο ΣΥΡΙΖΑ 4,6%. Στις εκλογές του 2015, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε συνεργασία με τη ΜΑΡΣ πήρε 0,63% και ο ΣΥΡΙΖΑ 36,35%. ενδιαμέσως είχαμε 5 χρόνια, όπου είχαμε την πιο βαθιά οικονομική κρίση μετά τη δεκαετία του 1930, τη μεγαλύτερη επιδείνωση των υλικών όρων μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μεγαλύτερη ακολουθία κοινωνικών και πολιτικών κινητοποιήσεων μετά τον Εμφύλιο, και το κοντινότερο που έφτασε μια Δυτικοευρωπαϊκή χώρα μετά την «Κρίση των δικτατοριών» σε κρίση ηγεμονίας, και τη μεγαλύτερη απονομιμοποίηση του «ευρωπαϊκού δρόμου» μετά την μεταπολίτευση. Το να πούμε ότι το βασικό συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι δεν ήμασταν όσο «συνεπείς» έπρεπε, ή ότι κατά βάση φταίει ο λαός που παραμένει υπό την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας και προτιμησε τον «εύκολο δρόμο» που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ασυγχώρητη εθελοτυφλία.

Δεν είναι δυνατόν να έχει γίνει ό,τι έγινε, η αντικαπιταλιστική Αριστερά, παρ’ όλη την αναμφίβολη αγωνιστική της στράτευση, να έχει αντικειμενικά αποτύχει να χρωματίσει αυτή τη λαϊκή εξέγερση, να μην έχει μπορέσει να εκμεταλλευτεί τηνπιο ευνοϊκή γι’ αυτήν συγκυρία από τη Μεταπολίτευση και παρ’ όλα αυτά η λέξη «αυτοκριτική» να παραμένει άγνωστη λέξη στην πολιτική της συζήτηση. Ούτε βέβαια αποτελεί απάντηση το να πούμε στο λαό «να μην έχει αυταπάτες» για τον ΣΥΡΙΖΑ λες και έχουμε να κάνουμε με «πεπλανημένες ψυχές» και όχι με μια καθημαγμένη κοινωνία στην οποία κανείς δεν έχει προτείνει μια συγκεκριμένη «τεχνική της ρήξης», για να χρησιμοποιήσω μια εύστοχη έκφραση του Τάσου Βασιλειάδη.

Σημαίνει αυτό ότι η λύση είναι αυτό που προτείνουν οι διάφορες (και διαφορετικές ως προς τη συνέπεια λόγων και πράξεων) «αριστερές» μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή, το μίγμα διαμαρτυρίας για τη δεξιά στροφή αλλά και άρνησης «υπονόμευσης» της κυβέρνησης, που συνήθως απλώς καταλήγει στις «αγωνιστικές» κομματικές ανακοινώσεις που παίζονται στα διαλείμματα μιας διαπραγμάτευσης που ακολουθεί τη δική της κατηφορικά πορεία; Σίγουρα όχι!

Αυτό που χρειάζεται είναι, τώρα και πριν είναι πολύ αργά, η άρθρωση μιας πραγματική εναλλακτικής στρατηγικής που να μην οδηγεί στον επώδυνο «συμβιβασμό». Αυτό σημαίνει τη συλλογική επεξεργασία ενός εφικτού οδικού χάρτη για το πώς μπορεί να δρομολογηθεί η ρήξη τόσο στο ζήτημα του χρέους όσο και στο ζήτημα του ευρώ. Την προβολή και ζύμωσή του μέσα στον ίδιο το λαό με προσπάθεια να σπάσει το κλίμα των μειωμένων προσδοκιών. Την ενεργή πολιτική κινητοποίηση του λαού τόσο απέναντι στο διαρκές πραξικόπημα των δανειστών όσο και απέναντι στην προοπτική μιας νέας συμφωνίας.

Και εδώ ας είμαστε σαφείς: προφανώς και μέσα στη σημερινή συγκυρία μικρή απήχηση θα είχε μια κινητοποίηση «ενάντια στην κυβέρνηση της ψεύτικής ελπίδας» όπως έγραψε με δικαιολογημένη νεανική αμετροέπεια ένα φοιτητικό σχήμα, στηριγμένη στη γραμμή «λαέ μην έχεις αυταπάτες» που εκτός των άλλων προτείνει και το ιερατείο του Περισσού.

Όμως, μια κινητοποίηση που θα ξεκινούσε από τη δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση για την ταπεινωτική και αντιδημοκρατική αποικιοκρατική στάση των δανειστών και θα επιμένει ότι απέναντι στον ταπεινωτικός συμβιβασμό η ρήξη είναι η μόνη έντιμη λύση, μπορεί να έχει απήχηση, μπορεί να διαμορφώσει ένα επιπλέον «αδιέξοδο»και «βραχυκύκλωμα» στην κυβέρνηση, μπορεί, σε τελική ανάλυση, να φέρει και τη ρήξη πιο κοντά έστω και ως αναπόφευκτο «ατύχημα».

Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν αυτό που κυριαρχεί είναι μια αντίληψη της επαναστατικής πολιτικής που πρακτικά λέει ότι οι επαναστάτες δεν μπορούν να έχουν συγκεκριμένες προτάσεις, επικαθορισμένες από τη συγκυρία, ούτε να προτείνουν τι θα μπορούσε να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση υπό την πίεση του λαϊκού παράγοντα, το μόνο που πρέπει να λένε είναι ‘εργατική εξουσία’ και ‘αντικαπιταλιστική ανατροπή’ εν είδει μαγικού ξορκιού δια πάσαν νόσον.

Γιατί το να μιλάς για «εργατική εξουσία» και να κατηγορείς τους πάντες για «κεϋνσιανισμό», όταν το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμά» σου πολλά πράγματα πέραν της αναδιανομής και της δημόσια δαπάνης δεν έχει, ή να κοιτάζεις αφ’ υψηλού τα πειράματα αυτοδιαχείρισης ή αλληλεγγύης και να μην έχεις ασχοληθεί καθόλου με το τι σημαίνει σήμερα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν σε κάνει, με κανέναν τρόπο, πιο αριστερό. Μέρος του προβλήματος σε κάνει.

Ούτε, όμως, μπορεί να βοηθήσει η λογική της απλής εργατικότητας στο κυβερνητικό έργο, εν μέσω μιας κεντρικής πολιτικής διαπραγμάτευσης που απειλεί να αναιρέσει ακόμη και τις όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες παίρνονται. Ο λαός, σε αυτή τη φάση, δεν θα κρίνει με βάση το «έργο», αλλά με βάση το εάν την κρίσιμη στιγμή θα υπάρξει πολιτική αποφασιστικότητα για να μπει φραγμός στην ταπείνωση. Στις μεγάλες αποφάσεις αιτιολόγηση ψήφου δεν υπάρχει.

Η ουσία είναι αλλού: Ναι, παραμένουμε μέσα σε ένα παράθυρο ιστορικής ευκαιρίας που δεν κλείνει τόσο εύκολα, ακόμη και εάν γίνουν στο βραχύ χρόνο μεγάλες υποχωρήσεις. Όμως, για να μην χαθεί συνολικά η ευκαιρία χρειάζεται αλλαγή παραδείγματος μέσα στην Αριστερά. Η ένοχα συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στον δεξιόστροφο κυβερνητισμό και τον αριστερίστικο αναχωρητισμό, απλώς δείχνει ότι παραμένουμε ακόμη στα απόνερα της «Αριστεράς της ήττας».

Η Αριστερά της ανατροπής δεν μπορεί παρά να είναι η Αριστερά που θα δείξει ότι μπορεί να μαθαίνει και να αλλάζει τον εαυτό της πρώτα και κύρια. Με εμπιστοσύνη στο λαό και επιμονή στη στρατηγική της ρήξης. Με τόλμη και ασέβεια απέναντι σε συνήθειες, πρακτικές, κουλτούρες που μας εγκλωβίζουν. Με νέες σκέψεις, νέες πρακτικές, νέα σχήματα, νέα μέτωπα. Η επαναστατική πολιτική είναι πάντα πορεία σε αχαρτογράφητες θάλασσες και όχι σε πατημένα μονοπάτια...