. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει εγκαταλείψει τη λογική της «ήπιας προσαρμογής» και έχει επιλέξει την τακτική μιας ολομέτωπης επίθεσης στα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας:

  • Η αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων από την παρατεταμένη ακρίβεια και η εμμονή σε μια πολιτική χαμηλού εργατικού κόστους και μισθολογικής λιτότητας δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για τα λαϊκή νοικοκυριά.
  • Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με την ελαστική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την κατάργηση του 8ωρου και το νέο ωράριο των καταστημάτων επιδιώκουν να διαμορφώσουν μια νέα φιγούρα εργαζόμενου που θα εργάζεται όσο, όποτε και εάν το θέλει το αφεντικό.
  • Το νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων δεν οδηγεί μόνο στην προσφορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο εγγυημένων πεδίων κερδοφορίας και στηναύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών για τους ιδιώτες∙ ταυτόχρονα προσπαθεί να αναιρέσει τις κατακτήσεις των εργαζόμενων ως προς τη μόνιμη εργασία σε χώρους που αποτέλεσαν κομμάτι της ραχοκοκαλιάς του συνδικαλιστικού κινήματος.
  • Το άνοιγμα του ασφαλιστικού σημαίνει την επιλογή να αναιρεθούν οριστικά οι όποιοι μηχανισμοί κοινωνικής αναδιανομής και να ενταθεί συνολικά η εκμετάλλευση να δουλεύουμε πολύ περισσότερο, για να πάρουμε πολύ λιγότερα

Η πολιτική αυτή υλοποιεί και στον τόπο μας την επιθετική πολιτική της Ε.Ε. για βάθεμα των αναδιαρθρώσεων, για βάθεμα των εκμεταλλευτικών σχέσεων, για την συνολική συντριβή των δικαιωμάτων και των προσδοκιών των εργαζόμενων. Ταυτόχρονα, ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις της εργοδοσίας στον τόπο μας, που πιέζουν για όλο και πιο επιθετικές αναδιαρθρώσεις, και σηματοδοτεί μια απόπειρα αναβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού μέσα από το χαμηλό κόστος εργασίας, το σάρωμα των εργατικών δικαιωμάτων, την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων.

Είναι μια πολιτική που εάν ξεδιπλωθεί πλήρως θα έχει ως συνέπεια όχι μόνο την ένταση της εκμετάλλευσης και την οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση των εργαζομένων, αλλά και τη ριζική επιδείνωση της δυνατότητάς τους να διεκδικούν και να συγκροτούν μαζικές και αποτελεσματικές αντιστάσεις.

2. Απέναντι σε αυτή την πολιτική δεν έχουν υπάρξει μέχρι τώρα οι αντιδράσεις που αναλογούν, ούτε έχουν ξεσπάσει εκείνες οι αντιδράσεις και οι κινητοποιήσεις που θα την απειλούσαν, παρά την πραγματική αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας, συχνά και οργής.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα δύο βασικών παραγόντων. Από τη μια, οφείλεται στις πραγματικές ήττες που έχουν υποστεί οι δυνάμεις της εργασίας και το συνδικαλιστικό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια, την αυξανόμενη ανασφάλεια εξαιτίας της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, την επανάκαμψη του εργοδοτικού δεσποτισμού τις γενικότερες ιδεολογικές εξελίξεις που ενισχύουν τάσεις ηττοπάθειας, παραίτησης, εξατομίκευσης. Είναι αυτές οι εξελίξεις που έχουν οδηγήσει στη ριζική μείωση της συνδικαλιστικής συμμετοχής και κάλυψης και σε μια εικόνα «συνδικαλιστικής ερήμου», ειδικά σε μεγάλα κομμάτια του ιδιωτικού τομέα.

Από την άλλη, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η στάση του υποταγμένου συνδικαλισμού της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ (συχνά και με τη συνεπικουρία της Αυτόνομης Παρέμβασης) που όλα αυτά τα χρόνια συστηματικά απέφυγε την αντιπαράθεση με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, αποδέχτηκε τη λογική της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, συμπορεύτηκε ανοιχτά και ρητά με την ΟΝΕ και συνολικά τις πολιτικές της Ε.Ε., στήριξε το Ευρωσύνταγμα. επέλεξε πρακτικές συνδιαχείρισης ή ακόμη και ανοιχτής συναλλαγής με κράτος και εργοδοσία, διαμόρφωσε το αποκρουστικό πρότυπο του συνδικαλιστή-προσωπάρχη ή προϊσταμένου, στήριξε την πολιτική της λιτότητας μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις λιτότητας, προώθησε αντιδραστικές τομές (π.χ. ιδιωτικό Α.Ε.Ι. ΓΣΕΕ), ενίσχυσε την απομαζικοποίηση των σωματείων μέσα από μια γραφειοκρατική λειτουργία και πρακτική. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν οι ανοιχτά προδοτικές πρακτικές όπως η αποδοχή της κατάργησης της μονιμότητας στον ΟΤΕ.

Είναι επίσης αποτέλεσμα και της αδυναμίας των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στους εργασιακούς χώρους να καταγράφονται ως ένας διακριτός, σταθερός, ενιαίος και αναγνωρίσιμος πολιτικοσυνδικαλιστικός χώρος που να μπορεί να προτείνει (παρά τις σημαντικές μάχες σε επιμέρους χώρους ένα σοβαρό τρόπο συνολικής διεξόδου από την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος.

3. Οι παρατάξεις της ρεφορμιστικής αριστεράς έχουν μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος. Στην μεν περίπτωση της Αυτόνομης Παρέμβασης αυτό είναι αποτέλεσμα των πολλαπλών και πολυεπίπεδων συνεργασιών με το ΠΑΣΟΚ, της απόστασης ανάμεσα στις γενικές διακηρύξεις και την πραγματική ιδιαίτερα δεξιά συχνά πρακτικών των συνδικαλιστών του, της έντονης υποστήριξης των πολιτικών της Ε.Ε.

Στην περίπτωση του ΠΑΜΕ το πρόβλημα έγκειται κυρίως στη συστηματική υποτίμηση κάθε δυνατότητας να υπάρξουν σήμερα νικηφόροι αγώνες, στην αντίληψη του συνδικαλιστικού κινήματος απλώς ως εν δυνάμει πολιτικού ακροατηρίου, στη σεχταριστική στάση απέναντι σε άλλα αγωνιστικά κομμάτια που συχνά οδηγεί στην ανοιχτή καταψήφιση ή ακόμη και υπονόμευση αγωνιστικών προτάσεων μέσα στα σωματεία, στη σύγχυση ανάμεσα σε κομματικό χώρο και μαζικό κίνημα. Ως αποτέλεσμα, οι γενικόλογες καταγγελίες δεν μετατρέπονται σε πραγματική αγωνιστική δράση και σε οικοδόμηση μαζικών κινημάτων. Την ίδια στιγμή το πρότυπο μετωπικής συσπείρωσης που διαμορφώνει το ΠΑΜΕ, μέσα στο οποίο μπορούν να συνυπάρχουν σωματεία, «επιτροπές αγώνα», κομματικές παρατάξεις και άτομα δεν αναλογεί σε μαζικό κίνημα, αλλά πολύ περισσότερο σε ένα μετωπικό κομματικό μόρφωμα, μια πλατιά κομματική καμπάνια και καταγραφή του ΚΚΕ στους χώρους των εργαζόμενων. Σε αυτό το πλαίσιο οι χωριστικές πρακτικές του ΚΚΕ, τόσο στο επίπεδο της άρνησης οποιασδήποτε συνεργασίας με άλλες αγωνιστικές δυνάμεις (οριακά είχαμε έως και παραδείγματα τραμπουκισμού όπως στους οικοδόμους), όσο και στο επίπεδο των κινητοποιήσεων και των διαδηλώσεων, αντικειμενικά δρουν διασπαστικά και υπονομευτικά ως προς τη δυνατότητα να βγουν στο προσκήνιο μαζικοί εργατικοί αγώνες που να αντιπαλεύουν και την κυβερνητική πολιτική και τη συναίνεση του υποταγμένου συνδικαλισμού.

4. Απέναντι σε αυτό το σκηνικό τα σχήματα και οι αγωνιστές που επιμένουν σε μια κατεύθυνση αντικαπιταλιστική και αντισυνδιαχειριστική βρίσκονται αντιμέτωποι με τη μεγάλη πρόκληση να αναδιατυπώσουν μια σύγχρονη εκδοχή αγωνιστικού ταξικού συνδικαλισμού. Η πρόκληση αυτή δεν αφορά μόνο την ανασυγκρότηση μορφών εργατικής διεκδίκησης και πάλης. Αφορά την ίδια τη δυνατότητα μιας σύγχρονης αριστεράς που κατά τη γνώμη μας μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από την κοινωνική αποτελεσματικότητά της, δηλαδή τη συμβολή της σε νικηφόρους αγώνες που θα κάνουν τις λαϊκές μάζες να αποκτούν ξανά εμπιστοσύνη στη συλλογική πάλη.

5. Το πρώτο βήμα που απαιτείται είναι να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τον πανελλαδικό συντονισμό και τη δικτύωση των εργατικών σχημάτων. Το να πάρουν οι παρεμβάσεις – συσπειρώσεις – κινήσεις και τα εργατικά σχήματα τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου –μέσα στην πολυμορφία τους– ρεύματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει όλο αυτό το δυναμικό να παρέμβει συντονισμένα και σχεδιασμένα, να πάρει πρωτοβουλίες που να υπερβαίνουν τα όρια ενός χώρου, να συμβάλλει στην οικοδόμηση μαζικών αγώνων. Το βάθεμα της πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό τους, η διατύπωση πλάι στους άμεσους στόχους και βασικών στοιχείων ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης (που θα σηματοδοτεί και το συνολικό πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό τους πέραν της μαχητικής συνδικαλιστικής τάσης), η σταθεροποίηση τακτικών μαζικών πανελλαδικών συναντήσεων σε συνδυασμό με τις συχνές συσκέψεις και συναντήσεις σε επίπεδο πόλεων και τη κατοχύρωση έντυπων και ηλεκτρονικών μορφών πληροφόρησης και συζήτησης, όλα αυτά θα καταστήσουν τις παρεμβάσεις – συσπειρώσεις – κινήσεις και τα εργατικά σχήματα ένα διακριτό μαζικό αντικαπιταλιστικό – αντισυνδιαχειριστικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα, με υπαρκτή γείωση σε μεγάλους χώρους και αναγνωρίσιμο μέσα στους εργαζόμενους. Προϋπόθεση για αυτό είναι να στηριχθούν πραγματικά και ολόπλευρα τα εργατικά σχήματα και οι διαδικασίες τους από το σύνολο των ρευμάτων που διακηρυκτικά αναφέρονται σε αυτά, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, δεύτερες σκέψεις και παράλληλες παραταξιακές συγκροτήσεις που αντικειμενικά υπονομεύουν τη δυνατότητα των παρεμβάσεων να ξεδιπλώσουν τη δράση τους, χωρίς τον εγκλεισμό στην ιδιαιτερότητα του κάθε εργασιακού χώρου, αλλά και χωρίς την προνομιμοποίηση της κομματικής καταγραφής και συγκρότησης.

Αυτή η συγκρότηση των σχημάτων σήμερα προϋποθέτει και μια σειρά από παραδοχές. Πρώτον, σήμερα είναι πάρα πολύ σημαντικό το δίκτυο των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων να μπορέσει να διατηρήσει στο εσωτερικό του όλο το φάσμα των απόψεων και των πρακτικών που αναφέρονται στο ριζοσπαστικό ταξικό συνδικαλισμό. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν λάθος μια αντιμετώπιση των παρεμβάσεων υπό το πρίσμα μιας «μετωπικής» έκφρασης του πολιτικού χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, ή ως «παράταξης» ενός εν δυνάμει πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αντίθετα, αφορούν και πρέπει να αφορούν ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος αγωνιστών. Δεύτερον, ο δημοκρατικός χαρακτήρας του εγχειρήματος σημαίνει την παραδοχή της πολυφωνίας στο εσωτερικό τους και της ύπαρξης διαφορετικών προσεγγίσεων. Τρίτον, η διατήρηση της ενότητας του εγχειρήματος και η ικανότητά του να μπορεί να λειτουργεί ως ένα ενιαίο ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα σημαίνει ότι όλοι όσοι συμμετέχουν σε αυτό έχουν επίγνωση ότι ο όποιος υποκειμενισμός ή η όποια ιδιαίτερη άποψή τους δεν είναι δεδομένο ότι θα αποτελέσει κοινή συνισταμένη. Ενότητα σημαίνει κοινή δράση σε ό,τι όντως μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε και ο καθένας καλείται να σταθμίσει τι είναι πιο σημαντικό: η διατήρηση και το προχώρημα ενός εγχειρήματος που ως αντικειμενική δυναμική υπερβαίνει όσους συμμετέχουν στο εσωτερικό του, ή η ασφάλεια της «καθαρής» γραμμής (και της μικρής κλίμακας...).

6. Ειδικά σε σχέση με το προγραμματικό επίπεδο πρέπει να γίνουν σαφή τα εξής: Η ορθή διαπίστωση ότι σήμερα οι περισσότεροι αγώνες που ξεσπούν ή πρόκειται να ξεσπάσουν θα είναι κυρίως αμυντικοί και θα αφορούν την απόκρουση επιθέσεων απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, δεν μπορεί να μεταφράζεται σε μια θέση ότι το πολιτικό περιεχόμενο των εργατικών σχημάτων θα περιορίζεται μόνο σε αυτούς τους άμεσους στόχους.

Τόσο η συγκρότηση των ίδιων των παρεμβάσεων ως διακριτού ρεύματος, όσο και η προσπάθεια πολιτικής και ιδεολογικής προετοιμασίας των μεγάλων μαχών μέσα στο εργατικό κίνημα προϋποθέτουν και στοιχεία συνολικότερης αμφισβήτησης του σύγχρονου καπιταλισμού και αυτό μπορεί να αποτυπωθεί σε ένα πλέγμα στόχων, επιθετικών και μεσοπρόθεσμων που θα σηματοδοτούν μια αντικαπιταλιστική οπτική: Ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, η απαίτηση για ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, οι κρατικοποιήσεις, η ριζική αναδιανομή εισοδήματος, μπορούν να είναι τέτοιες πλευρές του πολιτικού λόγου των παρεμβάσεων σε μια διαλεκτική με τους άμεσους στόχους του κινήματος.

Αυτή η διαλεκτική ανάμεσα στους άμεσους και τους προγραμματικούς στόχους σημαίνει ότι όσο λάθος θα ήταν να πούμε ότι ο πολιτικός μας λόγος θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στα άμεσα αιτήματα και διεκδικήσεις (κάτι που σε τελική ανάλυση θα σήμαινε ότι απαρνούμαστε τη δυνατότητά μας να είμαστε ένα διακριτό αντικαπιταλιστικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα), άλλο τόσο λάθος θα ήταν να πιστέψουμε ότι η πιθανή απάντηση στα προβλήματα που συναντάμε στο να υπάρξουν έστω και αμυντικοί αγώνες είναι απλώς και μόνο να προβάλλουμε πιο «μαξιμαλιστικά» αιτήματα.

7. Το δεύτερο βήμα είναι να προβληθεί μια διαφορετική εικόνα και αντίληψη για τα σωματεία, ακριβώς γιατί πιστεύουμε ότι η μαζική συνδικαλιστική δράση, η συγκρότηση μαζικών μορφών συλλογικής εκπροσώπησης συμφερόντων, η ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων παραμένουν αναντικατάστατες πλευρές της ταξικής πάλης και προϋποθέσεις οποιασδήποτε ανασυγκρότησης μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούν να υποκατασταθούν από κανενός είδους άλλη πολιτική, μετωπική ή κομματική δραστηριοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ως εν δυνάμει αγωνιστικό ταξικό ρεύμα πρέπει να στρατευθούμε στο αγώνα:

  • Για σωματεία ταξικά που να αντιπαλεύουν το σύνολο των αντεργατικών μέτρων, να αρνούνται τις βασικές κατευθύνσεις των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της ΟΝΕ, να οριοθετούνται απέναντι στη λογική του κεφαλαίου και των εκφραστών του, να συγκρούονται με κυβέρνηση και εργοδότες.
  • Για σωματεία ενωτικά που να περιλαμβάνουν στο εσωτερικό τους όλους τους εργαζόμενους ενός κλάδου, είτε με μόνιμη είτε με ελαστική εργασιακή σχέση, χωρίς διαχωρισμούς και αποκλεισμούς. Για ισχυρές κλαδικές συγκροτήσεις παράλληλα με την προσπάθεια για συγκρότηση και στο επίπεδο της επιχείρησης.
  • Για σωματεία δημοκρατικά, που να στηρίζονται στην ενεργό συμμετοχή όλων των μελών, τις γενικές συνελεύσεις ως πραγματικό κέντρο της ζωής του σωματείου, τιςεκλεγμένες απεργιακές επιτροπές.
  • Για ομοσπονδίες μάχιμες που να επιτρέπουν τη μάχιμη εκπροσώπηση των αντίστοιχων κλάδων και να περιλαμβάνουν θεσμούς και μηχανισμούς πραγματικού ελέγχου τους από τη βάση των πρωτοβάθμιων σωματείων.

Αυτή η κατεύθυνση μπορεί και πρέπει να παλευτεί τόσο μέσα στα υπάρχοντα σωματεία και τις ομοσπονδίες, απαιτώντας αλλαγές και ριζικές τομές και ως προς τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας και ως προς την ικανότητά τους να εκπροσωπούν όλο το φάσμα των εργασιακών σχέσεων ανά κλάδο, όσο και μέσα από τη δημιουργία νέων συνδικάτων εκεί όπου δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις ή ακόμη και τη ρήξη με σωματεία που έχουν ανοιχτά αντιδραστική ή εργοδοτική κατεύθυνση ή δεν επιτρέπουν την ενωτική έκφραση των εργαζόμενων.

8. Το τρίτο βήμα είναι να προβάλουμε σήμερα μια κατεύθυνση για την ανάπτυξη μεγάλων μαχητικών αγώνων σε σύγκρουση με το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής και τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

  • Συνολική αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική αλλά και την ουσιαστική συναίνεση ΠΑΣΟΚ και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, πάλη για την ανατροπή του συνόλου των μέτρων που ψήφισε ή σχεδιάζει η κυβέρνηση.
  • Προβολή της ανάγκης για παρατεταμένους συντονισμένους αποφασιστικούς απεργιακούς αγώνες σε όλους τους κλάδους που σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρο της κυβερνητικής επίθεσης: Κλιμακούμενες απεργίες, απεργιακές φρουρές, προσπάθεια για αύξηση του αντίκτυπου που έχει κάθε απεργία
  • Έλεγχος του αγώνα από την ίδια τη βάση των σωματείων και των ομοσπονδιών, τόσο με την έννοια της ενεργού συμμετοχής και της συγκρότησης μαζικών απεργιακών επιτροπών, όσο και με αυτή της δημοκρατικής διαδικασίας (συνελεύσεις κ.λπ.) για τη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη συνέχιση του αγώνα.
  • Συντονισμός χώρων που βρίσκονται σε κινητοποιήσεις, προσπάθεια για να συμπίπτουν χρονικά (και ουσιαστικά ως προς τις διεκδικήσεις) οι αγώνες που ξεσπούν. Αλληλεγγύη και υποστήριξη των αγώνων που ξεσπούν, έτσι που να καταδεικνύεται ότι κρίσιμα μέτωπα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις ή η απελευθέρωση του ωραρίου είναι υπόθεση ολόκληρου του εργατικού κινήματος.

9. Αυτό προϋποθέτει και τη διατύπωση ενός διεκδικητικού πλαισίου που να περιλαμβάνει τόσο τους άμεσους στόχους πάλης όσο και πιο συνολικές διεκδικήσεις που να συμπυκνώνουν όψεις μιας πιο συνολικής αμφισβήτησης του σύγχρονου καπιταλισμού.

  • Να ζούμε με αξιοπρέπεια κάνοντας μόνο μία δουλειά. Αγώνας για γενναίες αυξήσεις και για ανατροπή της σημερινής μισθολογικής πολιτικής.
  • Πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα όλων των κοινωφελών υπηρεσιών. Όχι στην κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ. Πάλη για λειτουργία τους σύμφωνα με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, μέσα από μορφές κοινωνικού και λαϊκού ελέγχου. Όχι στην ανταποδοτική λειτουργία τους με βάση το κέρδος. Αύξηση του μονίμου προσωπικού τους για να αυξηθεί το έργο που προσφέρουν. Προβολή της ανάγκης να επανακρατικοποιηθούν όσες επιχειρήσεις έχουν ήδη ιδιωτικοποιηθεί
  • Δημόσια και Δωρεάν παιδεία και περίθαλψη για όλους. Όχι στην αξιολόγηση-χειραγώγηση και όλες τις μορφές άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης.
  • Όχι στην κατάργηση του 8ώρου - να ανατραπεί ο νόμος για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας - να μην επεκταθεί το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων. Πάλη για την κατοχύρωση του 35ωρου-7ωρου παντού και συνολικά για τη μείωση του χρόνου εργασίας. Πάλη για την κατάργηση κάθε μορφής εργασίας που καταστρατηγεί το 8ωρο είτε προς τα κάτω(ελαστικές μορφές μερικής απασχόλησης), είτε προς τα πάνω (με την καθιέρωση των 10ωρων -6μερων -60ωρων). Όχι στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και την εισαγωγή των ατομικών συμβάσεων.
  • Όχι στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και τη μείωση των συντάξεων - να μην περάσουν τα κυβερνητικά σχέδια. Αγώνας για πλήρη δημόσια ασφαλιστική κάλυψη όλων των εργαζομένων και για κατάργηση όλων των αντισφαλιστικών νόμων και ρυθμίσεων.
  • Αγώνας για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους. Άρνηση όλων των μορφών ελαστικής απασχόλησης (μερική απασχόληση, υπενοικιάσεις, επάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου). Μονιμοποίηση τώρα όλων των συμβασιούχων του δημοσίου και των ΔΕΚΟ.
  • Πάλη ενάντια στις απολύσεις - αγώνας για να καταργηθεί το διευθυντικό δικαίωμα για αναιτιολόγητες απολύσεις. Όχι στα κλεισίματα και τις μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεις - να τις αναλαμβάνει το κράτος και να εφαρμόζονται μορφές εργατικού ελέγχου.
  • Όχι στην οδηγία Μπολκενστάιν
  • Να μπει φραγμός στις μαζικές εισαγωγές από χώρες που παραβιάζουν τα εργατικά δικαιώματα και χρησιμοποιούν παιδική εργασία.

10. Το τέταρτο βήμα είναι να προβληθεί σήμερα μια κατεύθυνση ταξικής αγωνιστικής ενότητας μέσα στους χώρους δουλειάς, που να μπορεί να συμπεριλάβει όλες εκείνες τις δυνάμεις και τους αγωνιστές που αναφέρονται στην ανάγκη μαζικών ταξικών αγώνων και αρνούνται τις λογικές και τις πρακτικές του υποταγμένου συνδικαλισμού.

Απέναντι στην ηττοπαθή σεχταριστική πρακτική του ΠΑΜΕ, απέναντι στα πολλαπλά γραμμάτια που συνδέουν την Αυτόνομη Παρέμβαση με τον υποταγμένο συνδικαλισμό, απέναντι στις ταλαντεύσεις και τις παλινωδίες όσων κομματιών της βάσης της ΠΑΣΚΕ αρνούνται την νεοφιλελεύθερη στροφή του ΠΑΣΟΚ, αναλογεί στο χώρο των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων να διατυπώσουν, να ζυμώσουν και να παλέψουν σε κάθε χώρο μια αντίληψη αγωνιστικής συνεννόησης και συντονισμού.

Μια τέτοια κατεύθυνση, που καμιά σχέση δεν έχει με πρακτικές λογικές «παναριστερής» πολιτικής συμπόρευσης, αφορά πρώτα και κύρια τη δυνατότητα να διαμορφωθούν όροι για μαζικούς εργατικούς αγώνες, αλλά και την ανάδειξη ενός πραγματικού αντίπαλου δέους, ενός αγωνιστικού σημείου αναφοράς απέναντι στον υποταγμένο συνδικαλισμό.

Προφανώς και η εξαγγελία μιας τέτοιας πρότασης δεν σημαίνει και την πραγματοποίησή της. Μπορεί, όμως, να ασκήσει πραγματική πίεση στις άλλες τάσεις της αριστεράς, μπορεί να συγκροτήσει «κρίσιμες μάζες» σε βασικούς κλάδους και ομοσπονδίες, μπορεί να ανοίξει ρήγματα σε κλαδικό επίπεδο για να βγει στο προσκήνιο η εργατική οργή και διαμαρτυρία.

Ταυτόχρονα, ακριβώς επειδή η λογική της αγωνιστικής συνεννόησης απαντά στην πραγματική αγωνία μεγάλων κομματιών εργαζομένων, ειδικά εκείνων που δεν ασφυκτιούν μέσα στην υπονόμευση της κοινής αγωνιστικής δράσης από παραταξιακές σκοπιμότητες και λογικές, μια τέτοια κατεύθυνση θα επέτρεπε την πραγματική διεύρυνση της επιρροής των παρεμβάσεων.

Και εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια κρίσιμη οριοθέτηση. Είναι σαφές ότι ο πολιτικός λόγος των παρεμβάσεων αναφέρεται σε μια σαφώς αντικαπιταλιστική - αντιιμπεριαλιστική και αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση και στρατηγικός μας στόχος παραμένει η διαμόρφωση ενός αντικαπιταλιστικού εργατικού κινήματος που να αμφισβητεί το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Θεωρούμε, όμως, ότι σήμερα δεν μπορούμε να λέμε ότι έχουμε στους χώρους δουλειάς ένα αντικαπιταλιστικό εργατικό κίνημα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με το να πούμε ότι σήμερα η εργατική βάση στο σύνολό της (ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό), στρατεύεται σε μια τέτοια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε πολιτικές και ιδεολογικές που απέχουμε πολύ από το να έχουν συμβεί. Αυτό για το οποίο σήμερα μπορούμε να αγωνιζόμαστε σήμερα πραγματικό είναι να υπάρξει ξανά ένα μαζικό αγωνιστικό εργατικό κίνημα σε κατεύθυνση αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη, αντιεργοδοτική, αντι-ΟΝΕ, εντός του οποίου οι παρεμβάσεις θα δρουν ως ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα, επιδιώκοντας μέσα από τη μαζική δράση και τους αγώνες να ανεβάζουν και την κλίμακα των αγώνων και το ριζοσπαστισμό των αιτημάτων.

11. Σε αυτή τη βάση είναι που πρέπει να δούμε και το θέμα του αγωνιστικού συντονισμού σωματείων και ομοσπονδιών. Εδώ θα πρέπει να αποφύγουμε δύο βασικά σφάλματα:

Το πρώτο είναι να κάνουμε μια σύγχυση ανάμεσα στο επίπεδο του μαζικού κινήματος και της πολιτικής πρωτοπορίας ή της πολιτική τάσης με το να προτείνουμε έναν συντονισμό όπου συμμετέχουν εξίσου σωματεία και σχήματα και που θα παρέπεμπε σε μια παραταξιακή κίνηση που δεν σέβεται την αυτονομία του μαζικού κινήματος.

Το δεύτερο είναι να πούμε ότι μια τέτοια λογική περιορίζεται μόνο στα σωματεία στα οποία ο χώρος των παρεμβάσεων ή η ριζοσπαστική αριστερά έχει την πλειοψηφία.

Το τρίτο είναι να θεωρήσουμε ότι αυτό που λείπει σήμερα από τη ριζοσπαστική αριστερά είναι το δικό της ΠΑΜΕ, δηλαδή η δικιά της συσπείρωση σωματείων μέσω της οποίας να καταγράφεται στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Σε τελική ανάλυση η πραγματική απήχηση και συσπείρωση αγωνιστών γύρω από τις απόψεις και τις πρακτικές του ρεύματος των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων είναι πολύ ευρύτερη από τα λίγα σωματεία στα οποία μπορεί να έχει την πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά επίπεδα:

Το ένα αφορά την καταγραφή του ρεύματος των παρεμβάσεων την πολιτική δράση του, την αυτοτελή παρουσία και την προσπάθεια να διευρύνει την επιρροή του. Αυτό μπορεί να γίνει ως τέτοιο με πάρα πολλούς τρόπους: με έντυπα, με αφίσες, με προκηρύξεις, με ιστοσελίδα, με πανό και μπλοκ σε μια κινητοποίηση κ.ο.κ. και πάνω από όλα μέσα από την ικανότητά του να είναι πρωτοπόρο σε μεγάλους αγώνες. Και προφανώς είναι πολύ προτιμότερο αυτό να γίνεται με τρόπο ρητό και όχι να προσπαθούμε να το παρουσιάσουμε ως «συντονισμό σωματείων» όταν πρόκειται κυρίως για την παρουσία των παρεμβάσεων.

Το δεύτερο επίπεδο αφορά, στην πραγματικότητα, την ανάγκη για εκείνη την αγωνιστική συνεννόηση που θα ενισχύσει τη δυνατότητα να ξεσπάσουν νικηφόροι αγώνες, τις αναγκαίες οριοθετήσεις και σε επίπεδο μορφής και σε επίπεδο πολιτικού περιεχόμενου, για να υπάρξουν εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που θα ενισχύσουν την αγωνιστική στροφή του κινήματος.

Επομένως μια πρόταση για τον αγωνιστικό συντονισμό:

  • Μπορεί να διατυπωθεί πρώτα σε σωματεία στα οποία η ριζοσπαστική αριστερά έχει την ηγεμονία, αλλά δεν θα πρέπει να περιοριστεί σε αυτά.
  • Θα πρέπει να έχει τη μορφή πολύ περισσότερο της διατύπωσης θέσεων αρχής για μια αγωνιστική στροφή του εργατικού κινήματος και να μην εξαγγέλλει «μικροσυντονισμούς» χωρίς πραγματικό αντίκρυσμα.
  • Ένα τέτοιο πλαίσιο θα πρέπει να παλευτεί σε επίπεδο σωματείων επίμονα και συστηματικά επιδιώκοντας να διευρύνεται ο αριθμός των σωματείων που αποδέχονται μια τέτοια κατεύθυνση (ή έστω των ισχυρών μειοψηφιών μέσα σε σωματεία) και να ανοίγει μια συζήτηση μέσα στα σωματεία σε κάθε επίπεδο για το ποια θα μπορούσε να είναι μια κατεύθυνση αγωνιστικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος.
  • Δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως όχημα για έναν οργανωτικό διαχωρισμό από το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα.
  • Αντίθετα, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια πολιτική πρόταση με βάθος χρόνου που απευθύνεται σε ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος δυνάμεων και ουσιαστικά θέλει να πιέσει το σύνολο της συνδικαλιστικής αριστεράς να πάρει θέση απέναντι στο υπαρκτό ερώτημα μιας νέας αγωνιστικής στροφής του εργατικού κινήματος.

12. Μια τέτοια κατεύθυνση απαντά επί της ουσίας και στο τι σημαίνει σήμερα πραγματική προσπάθεια ώστε να μην ηγεμονεύει η λογική και η πρακτική του υποταγμένου συνδικαλισμού Απαιτείται έτσι μια διαφορετική κατεύθυνση που να συνδυάζει τη γραμμή μαζών και την αναμέτρηση με τις πραγματικές αντιφάσεις των ίδιων των εργαζόμενων με την προσπάθεια όξυνσης των αντιθέσεων εντός του συνδικαλιστικού κινήματος. Μια ευρύτερη σύμπραξη δυνάμεων και σε επίπεδο τάσεων και συνδικαλιστικών ρευμάτων και σε επίπεδο σωματείων και ομοσπονδιών, που θα αποτυπωνόταν όχι τόσο σε διακηρύξεις όσο στην πραγματική προσπάθεια οικοδόμησης αντιστάσεων και νικηφόρων αγώνων, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίπαλο δέος στον υποταγμένο συνδικαλισμό, να αναδεικνύει έναν αντίπαλο αγωνιστικό πόλο, να διαμορφώνει συνθήκες «ενεργού αντίφασης» και «δυαδικής εξουσίας» μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, να διεκδικεί την ανατροπή των σημερινών συσχετισμών.

Η προβολή από το χώρο των παρεμβάσεων μιας τέτοιας λογικής σηματοδοτεί ακριβώς τη δυνατότητά τους να παίρνουν πολιτικές πρωτοβουλίες και να διατυπώνουν πολιτικές προτάσεις που να μην αφορούν μόνο το στενό περίγυρό τους αλλά συνολικά το συνδικαλιστικό κίνημα και την αριστερά του.

13. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που θα πρέπει να δούμε και το ζήτημα του πολιτικού διαχωρισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Είναι σαφές ότι σήμερα απαιτούνται πραγματικές ρήξεις με τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του υποταγμένου συνδικαλισμού. Σε αυτό απαντά τόσο η επίμονη προβολή του αυτοτελούς πολιτικού λόγου και περιεχομένου των παρεμβάσεων ως διακριτού αντικαπιταλιστικού ρεύματος, όσο και οι προτάσεις αγωνιστικού συντονισμού και κλιμάκωσης των αγώνων. Σε αυτό θα βοηθήσει η επίμονη προβολή, αποκάλυψη, καταδίκη του βαθμού μετάλλαξης του υποταγμένου συνδικαλισμού και της πραγματικής πολιτικής συναλλαγής του με πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα.

Δεν νομίζουμε, όμως, ότι σε αυτό τον αναγκαίο πολιτικό διαχωρισμό συμβάλλουν πρακτικές οργανωτικού διαχωρισμού, ειδικά όταν αυτές αφορούν την απομόνωση του χώρου των παρεμβάσεων από ευρύτερες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις. Πόσο μάλλον που και οι χωριστικές πρακτικές του ΠΑΜΕ έχει αποδειχτεί ότι αντικειμενικά δεν έχουν πάει προς τα εμπρός την αποτελεσματικότητα του κινήματος και των αγώνων. Σήμερα ο χωροταξικός διαχωρισμός σε επίπεδο απεργιακών συγκεντρώσεων και κινητοποιήσεων προεξοφλεί την αδυναμία των παρεμβάσεων να επηρεάσουν ή να χρωματίσουν μια μεγάλη εργατική κινητοποίηση, υποτιμά την πραγματική τους δυναμική, απεμπολεί πραγματικές δυνατότητες έμπρακτης καταδίκης και αποδοκιμασίας του υποταγμένου συνδικαλισμού.Όση αφέλεια μπορεί να κρύβει η αντίληψη του ακολουθητισμού που πιστεύει ότι η παρουσία σε μια συγκέντρωση της ΓΣΕΕ θα την πιέσει να αναλάβει την ιστορική της ευθύνη, άλλη τόση κρύβει ο φόβος ότι η παρουσία σε μια συγκέντρωση μπορεί να σημαίνει νομιμοποίηση της ΓΣΕΕ και του υποταγμένου συνδικαλισμού.

·Η παρουσία σε μια συγκέντρωση της ΓΣΕΕ (ή της ΑΔΕΔΥ) δεν αντιστοιχεί σε κάποια υπεριστορική και υπερσυγκυριακή ανάγκη. Σηματοδοτεί, όταν μιλάμε για απεργιακή συγκέντρωση ή μαζική κινητοποίηση, την πολιτική εμμονή σε μια γραμμή αγωνιστικής ενότητας της ίδιας της τάξης. Αντίστοιχα, πάλι στο πλαίσιο του ίδιου συμβολισμού, η διακριτή και αυτόνομη πορεία, όταν μιλάμε για παρελάσεις κυρίως ενός πολιτικού δυναμικού (όπως συμβαίνει εσχάτως στον εορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς), αντιστοιχεί στην πολιτική αυτοτέλεια του ρεύματος των παρεμβάσεων και της ριζοσπαστικής αριστεράς και τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους πολιτικούς χώρους.

·Η παρουσία σε μια συγκέντρωση της ΓΣΕΕ δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την απλή συμπόρευση. Εξίσου μπορεί να περιλαμβάνει τη μαζική ζύμωση και προβολή μιας διαφορετικής κατεύθυνσης, καθώς και την ενεργητική αποδοκιμασία και απονομιμοποίηση του υποταγμένου συνδικαλισμού.

·Αυτό δεν αναιρεί τη δυνατότητα ανάληψης κατά περιπτώσεις και αυτόνομων πρωτοβουλιών και αυτοτελών μαζικών παρεμβάσεων από τη μεριά του χώρου των παρεμβάσεων, εάν και στο βαθμό που εκτιμούμε ότι αυτό εξυπηρετεί την προσπάθεια για ένα μάχιμο εργατικό κίνημα και στο βαθμό που εξασφαλίζονται στοιχειώσεις όροι μαζικότητας.

14. Με το φετινό διήμερα ουσιαστικά κλείνει ένας πρώτος κύκλος στην υπόθεση της πανελλαδικής συγκρότησης των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων και των εργατικών σχημάτων. Ο απολογισμός αυτού του κύκλου δεν μπορεί παρά να είναι θετικός, μια που κατοχυρώθηκε η δυνατότητα ενιαίας παρουσίας και παρέμβασης αυτού του ρεύματος, άνοιξαν συζητήσεις, δοκιμάστηκαν κοινές πρωτοβουλίες, παρ’ όλες τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις. Μόνο που η συνέχεια και το δυνάμωμα αυτού του εγχειρήματος θα κριθεί πλέον πολύ περισσότερο από το βαθμό στον οποίο θα περάσουμε από την τυπική στήριξη στην ενεργό συμμετοχή και κυρίως δέσμευση όλων απέναντι στην πανελλαδική συγκρότηση των σχημάτων, από τις πραγματικές πολιτικές απαντήσεις που θα δώσει στις προκλήσεις για το εργατικό κίνημα, από τις επιλογές που θα πάρει και στο περιεχόμενο και στην τακτική, σε τελική ανάλυση από το βαθμό στον οποίον πραγματικά θα συμβάλει στην κινηματική ανάταση των δυνάμεων της εργασίας. Αυτή είναι η πρόκληση και εκεί θα κριθούμε όλοι.

Θόδωρος Αλεξίου

Σάκης Κήρυνας

Γιώργος Λιάγκος

Γιώργος Νικολαΐδης

Γιώργος Παυλόπουλος

Γιάννης Ρήγος

Παναγιώτης Σωτήρης