Να σταματήσουμε να μετράμε χαμένες ευκαιρίες
Η πραγματοποίηση μιας μεγάλης πολιτικής διαδήλωσης, έστω και με αφορμή το 4ο Κοινωνικό Φόρουμ, με τόνο και συνθήματα που δήλωναν την αντίθεση στον πόλεμο και τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική διαχείριση, με τεράστια μαζικότητα, παρά την επιλογή του ΚΚΕ να απέχει, με δεκάδες χιλιάδες οργανωμένους και ανένταχτους αγωνιστές είτε της Αριστεράς είτε ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, αρκετοί από τους οποίους είχαν καιρό να συμμετέχουν σε μια πολιτική κινητοποίηση, είναι σίγουρα μια πολύ θετική και ελπιδοφόρα εξέλιξη. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από τον ίδιο το χώρο του Φόρουμ. Είναι γεγονός ότι έγινε προσπάθεια η όλη διοργάνωση να αξιοποιηθεί από το Συνασπισμό, για να νομιμοποιηθείεκ νέου σε μέρος της εκλογικής του βάσης, και από το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς, για να δικαιολογηθούν κεντροαριστερές μετατοπίσεις. Όμως, θα ήταν λάθος να πούμε ότι όλο αυτό το δυναμικό ανήκει στο ΣΥΝ ή στο ΣΥΡΙΖΑ. Μεγάλο μέρος από τους χιλιάδες αγωνιστές που συμμετείχαν σε αυτές τις διαδικασίες, παρ’ όλες τις υπαρκτές αντιφάσεις τους, μπορούν να στρατευθούν και σε ένα πολιτικό σχέδιο αυτοτελούς παρουσίας και δράσης μιας ριζοσπαστικής αριστεράς κοινωνικά αποτελεσματικής και πολιτικά αναγνωρίσιμης.
Ενώ η παρουσία χιλιάδων ανθρώπων αποτύπωνε μια ειλικρινή αγωνία χιλιάδων ανθρώπων για μια Αριστερά ικανή να αποτελέσει αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό, αποτυπώθηκε πλήρως η κρίση του Φόρουμ ως ενός πολιτικού σχεδίου για την αριστερά.Αυτό συμπυκνώθηκε στον τρόπο με τον οποίο το Φόρουμ δεν στάθηκε επί της ουσίας στους δύο κρίσιμους κόμβους που οριοθετούν σήμερα τη συζήτηση για την Αριστερά στην Ευρώπη: Τις επιλογές της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στη Γαλλία και το κίνημα στη Γαλλία. Η ανοιχτά δεξιά στροφή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και η στήριξη ενός εκλεκτού του κεφαλαίου όπως ο Πρόντι, αντικειμενικά γκρέμισε όσες αυταπάτες υπήρχαν για ένα αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο και για «παναριστερές συγκλίσεις» στις οποίες θα έπαιζε ρόλο η ριζοσπαστική αριστερά. Από την άλλη, το μεγαλειώδεςνεολαΐστικο και εργατικό κίνημα στη Γαλλία, αντικειμενικά οξύνει τις αντιφάσεις της «εικονικής» λογικής για την πολιτική παρέμβαση που χαρακτήριζε τα Φόρουμ και ανέδειξε τη δυνατότητα αντικαπιταλιστικών λογικών να χρωματίζουν κινήσεις μαζών, σε πείσμα των διάφορων αριστερών κυβερνητικών «ρεαλισμών». Αυτή η αντιφατικότητα και η αμηχανία αποτυπώθηκε τόσο στο γενικόλογο και αμήχανο χαρακτήρα των διακηρύξεων, στην απουσία κριτικής στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και στις κεντροαριστερές κυβερνητικές συμπράξεις, αλλά και στη δυστοκία για τον ορισμό του επόμενου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ. Γι’ αυτό και δεν έχει νόημα η αναπαραγωγή μιας φιλολογίας περί του Φόρουμ ως «κινήματος των κινήματος» και παραμένει περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρη η κριτική σε όσες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς επέλεξαν τη συμμετοχή στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ.
Σε αυτό το φόντο, η ριζοσπαστική αριστερά έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να έχει μια διακριτή πολιτικά ενωτική και μαζική πολιτική παρουσία τόσο στο χώρο του Φόρουμ, όσο και στη μεγάλη διαδήλωση. Υπήρχαν αντικειμενικές δυνατότητες για μια παρέμβαση που θα μπορούσε να οξύνει αντιφάσεις που ήταν εμφανώς ανοιχτές, να συναντηθεί με ένα ευρύτερο δυναμικό, να κάνει αισθητή την διακριτή πολιτική δυναμική μιας αντικαπιταλιστικής λογικής. Αυτό φάνηκε και από τη μεγάλη επιτυχία και μαζικότητα που είχαν οι δύο εκδηλώσεις που συνδιοργανώθηκαν στις 05/05 από οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς (για το κίνημα της νεολαίας και για τις προοπτικές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς). Παρ’ όλη την προσπάθεια των διοργανωτών να μην κεντρικοποιούνται ερωτήματα, επομένως και αντιθέσεις, μέσα στο Φόρουμ, μια ενωτική παρουσία όλου του δυναμικού ενός εν δυνάμει πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς, με πολλά τραπεζάκια, μαζική παρουσία, διοργάνωση πολλών συζητήσεων, θα κατοχύρωνε μια ισχυρή παρουσία ενός διακριτού ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού χώρου, θα αναδείκνυε την αντίθεση στο Φόρουμ ως πολιτική στρατηγική, θα χρωμάτιζε την όλη συζήτηση τις δύο πρώτες μέρες και θα τροποποιούσεσημαντικά το πολιτικό κλίμα, θα πρόβαλε την αντίθεση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και θα καταδείκνυε τα αδιέξοδα των αντινεοφιλελεύθερων μετώπων και των «παναριστερών» συνεργασιών. Επιπλέον, θα συγκροτούσε ένα πολύ μεγάλο μπλοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς στη διαδήλωση του Σαββάτου, που θα συγκέντρωνε όλους εκείνους τους αγωνιστές των σχημάτων και των πρωτοβουλιών που πορεύτηκαν με τη μεγάλη διαδήλωση. Και ακριβώς επειδή δεν είχε ιδιαίτερο νόημα να εμπλακεί κανείς με τις κυρίως προκαθορισμένες «διαδικασίες απόφασης», η Κυριακή μπορούσε να αξιοποιηθεί για μια διακριτή μεγάλη εκδήλωση - συνέλευση για να συζητηθούν τα επόμενα βήματα για την κοινή δράση της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Δυστυχώς, η άστοχη επιλογή της διοργάνωσης ενός αντι-φόρουμ στο Πάντειο, που δεν μπόρεσε να συσπειρώσει ένα ευρύτερο δυναμικό, και η επιλογή να πραγματοποιηθεί και χωριστή πορεία, σε αντίθετη διαδρομή, με μικρή μαζικότητα, ειδικά εάν τη συγκρίνουμε με τις δυνατότητες που θα είχε μια ενωτική παρουσία στη διαδήλωση, ακύρωσαν αυτές τις δυνατότητες. Η αναγκαία καταγραφή της διαφορετικότητας και της ανεξαρτησίας της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί να μεταφράζεται ούτε σε μια λογική αποκομμένου μικρόκοσμου, ούτε στην απομόνωση από εκείνο το κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που θα μπορούσε να δώσει ώθηση και κοινωνική γείωση στην υπόθεση του αντικαπιταλιστικού πόλου.
Στη ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει να σταματήσουμε να μετρούμε χαμένες ευκαιρίες. Υπάρχει και ένας διαφορετικός δρόμος, που να προσπαθεί ταυτόχρονα να αναδείξει την πολιτική και ιδεολογική ανεξαρτησία της ριζοσπαστικής αριστεράς και την ικανότητά της να έχει οργανικούς δεσμούς με τις λαϊκές μάζες: Αφενός, να κάνουμε τα σχήματα και τις πρωτοβουλίες της ριζοσπαστικής αριστεράς πραγματικά πρωτοπόρα σε μεγάλα ενωτικά πλειοψηφικά κινήματα ενάντια στη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσιες, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, την αξιολόγηση και το νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ. Αφετέρου, να εκμεταλλευτούμε κάθε δυνατότητα ενωτικής πολιτικής παρουσίας και καταγραφής της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οι νομαρχιακές εκλογές, και ειδικά η συγκρότηση ενός ενωτικού ψηφοδελτίου της ριζοσπαστικής αριστεράς στην υπερνομαρχία της Αθήνας, είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη.