Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν από τις πιο συμπυκνωμένες πολιτικά της πρόσφατης ιστορίας. Γι’ αυτό και θα καθορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου. Η εναλλαγή ανάμεσα στην ταξική πόλωση και την αγωνιστική ανάταση του δημοψηφίσματος με την ταπεινωτική υποχώρηση και την συνθηκολόγηση του νέου μνημονίου αναδεικνύουν ακριβώς μια συγκυρία που φέρνει στο προσκήνιο ταυτόχρονα τεράστιες και πραγματικές δυναμικές αλλά και την τραγική έλλειψη εκείνης της πολιτικής ραχοκοκαλιάς που θα μπορεί να τις μετατρέψει σε διαδικασία ρήξης και μετασχηματισμού.
Είναι, ταυτόχρονα, μια περίοδος στην οποία όλες και όλοι κρίνονται ως προς το εάν ανταποκρίνονται στις ιστορικές ευθύνες τους: κόμματα, ρεύματα, μέτωπα, άνθρωποι. Για τη ριζοσπαστική Αριστερά στον τόπο μας είναι μια περίοδος στην οποία καλείται, και μάλιστα τώρα χωρίς πολυτέλειες αναμονής, να δείξει εάν είναι τμήμα του προβλήματος ή πρωτοπόρα δύναμη για τη έξοδο από το φαύλο κύκλο της κοινωνικής καταστροφής και της ταπεινωτικής επιτροπείας και το άνοιγμα μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού.
Καταρχάς δεν πρέπει κανείς να έχει αμφιβολίες για το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του νέου μνημονίου. Η ταπεινωτική συμφωνία της κυβέρνησης Τσίπρα με την ΕΕ, η ψήφιση των δύο πρώτων νομοσχεδίων με τα προαπαιτούμενα μέτρα και η προετοιμασία των μέτρων που θα περιλαμβάνει το νέο μνημόνιο συνιστά μια κρίσιμη και αποφασιστική καμπή, τη στροφή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στην πλήρη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων, καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, αυταρχικής θωράκισης. Δεν πρόκειται για οδυνηρό συμβιβασμό, ούτε για αναγκαστικό ελιγμό πριν την εφαρμογή περισσότερο φιλολαϊκών πολιτικών. Στην πραγματικότητα, για τα επόμενα 3 τουλάχιστον χρόνια το σύνολο της νομοθετικής παραγωγής και της θεσμικής ρύθμισης θα είναι αποτέλεσμα υπαγορεύσεων από τους δανειστές και θα κινείται σε μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική. Κανένα περιθώριο φιλολαϊκών παρεκκλίσεων δεν θα επιτρέπεται, καθώς τα μνημόνια δεν είναι ποτέ απλώς ένα σύνολο «μέτρων», είναι πάνω από όλα η πλήρης εκχώρηση της λαϊκής κυριαρχίας στο μηχανισμό επιτήρησης της Τρόικας. Οι διαρκείς αξιολογήσεις για την εκταμίευση της εκάστοτε δόσης θα αποτελούν και τα ορόσημα για τη συνεχή απαίτηση ακόμη πιο σκληρών μέτρων. Την ίδια ώρα οι επιπτώσεις των μέτρων θα είναι καταστροφικές καθώς θα οδηγήσουν σε παραπέρα απομείωση άμεση και έμμεση του λαϊκού εισοδήματος, σε εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, σε αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στο δημόσιο τομέα, στην εισαγωγή αντεργατικών και αντισυνδικαλιστικών νόμων και πρακτικών, σε απελευθέρωση των εξώσεων, σε αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα που θα ενισχύσουν τη θέση ξένων μονοπωλιακών ομίλων, αλλά και σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση και σε νέα εκτίναξη της ανεργίας. Με αυτό τον τρόπο θα έχει και η κυβέρνηση Τσίπρα το δικό της μερτικό στην κοινωνική καταστροφή και εξαθλίωση του τόπου. Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι και αυτό το Μνημόνιο δεν πρόκειται να «ολοκληρωθεί με επιτυχία», αντίθετα θα προσκρούσει σε νέα αδιέξοδα που θα απαιτήσουν επιπλέον μέτρα και επιπλέον δανεισμό πέραν του συμφωνηθέντος.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η συζήτηση για το νέο Μνημόνιο γίνεται στο φόντο μιας ακόμη πιο έντονης κρίσης της ευρωζώνης. Τόσο η ελληνική κρίση, όσο και η όξυνση της κρίσης χρέους στην Ιταλία, τα προβλήματα στην Ισπανία, η ανάγκη μέτρων λιτότητας στην Γαλλία, η ενίσχυση ευρωσκεπτικιστικών φωνών, όλα αυτά αποτυπώνουν ότι η οικονομική, θεσμική, και νομισματική αρχιτεκτονική του ευρώ απέχει πολύ από το να μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός απάντησης στην κρίση. Η διαρκής οικονομική στασιμότητα της ευρωζώνης με τις εναλλαγές ύφεσης και αναιμικής ανάπτυξης μαζί με τη διαρκή αύξηση του δημόσιου χρέους συμπυκνώνουν αυτή την κρίση. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις όχι μόνο στην Ελλάδα καταδεικνύουν πλήρως τον βαθιά αντιδημοκρατικό και αυταρχικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρότυπο της αναβαθμισμένης Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης (με τους «αυτόματους» μηχανισμούς παρέμβασης) στην πραγματικότητα σημαίνει τη διαρκή επιβολή μια συνθήκης διαρκούς οικονομικής επιτήρησης και μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας. Με αυτή την έννοια, δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι το σύνολο του νέου ελληνικού «προγράμματος» θα ολοκληρωθεί, ακριβώς γιατί μπορεί να έχουμε και μια νέα όξυνση συνολικά της κρίσης της ευρωζώνης.
Σε αυτό το φόντο, μπορούμε να δούμε ότι το ζήτημα της εξόδου ή της αποπομπής μιας χώρας όπως η Ελλάδα από την ευρωζώνη επέστρεψε ως πραγματικό ενδεχόμενο. Για σημαντικό τμήμα των Γερμανικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αλλά και για άλλα κέντρα μέσα στην Ευρώπη, είναι σαφές ότι πλέον προκρίνεται μια λογική ΕΕ και ευρωζώνης «πολλών ταχυτήτων», στον πυρήνα της οποίας θα συμμετέχουν μόνο όσες χώρες έχουν τα πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά που δεν θα τη διακυβεύουν και που θα μπορούν να αποδεχτούν τον ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό συντονισμό (εξ ου και οι προτάσεις για πανίσχυρο «Υπουργό» οικονομικών της Ευρωζώνης και για μηχανισμούς αυτόματης διόρθωσης όταν δεν επιτυγχάνονται κρίσιμοι δείκτες). Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι παράλογο ότι ακούστηκαν προτάσεις για Grexit (σε συνδυασμό με επιτήρηση και λιτότητα) από τη μεριά της Γερμανίας. Σε πείσμα της δαιμονολογίας που υποστηρίζει ότι όποιος είναι με τη ρήξη είναι «οπαδός του σχεδίου Σόιμπλε» στην πραγματικότητα οι προτάσεις Σόιμπλε επιβεβαιώνουν ότι το θέμα της εξόδου από το ευρώ είναι στην ημερήσια διάταξη, εφόσον ακόμη και αστικές δυνάμεις το βλέπουν υπό τη δική τους οπτική και κατεύθυνση. Είναι, δηλαδή, η έξοδος από ευρώ ένα ενδεχόμενο εγγεγραμμένο στην πραγματική δυναμική της συγκυρίας. Αυτό σημαίνει ότι το διακύβευμα με έναν τρόπο είναι οι όροι με τους οποίους θα γίνει η έξοδος, δηλ. το ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα σφραγίσουν αυτή την κίνηση και σε ποια κατεύθυνση θα θέλουν να πάνε τα πράγματα.
Είναι γεγονός ότι σε σχέση με τη συμφωνία η τελευταία προσπάθεια της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, στο συγκεκριμένο συνεπικουρούμενη από την τάση των «53», είναι να διαμορφωθεί μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία η ψήφιση του μνημονίου απλώς κερδίζει χρόνο για να γίνει η προετοιμασία για την απεμπλοκή από αυτό σε δεύτερο χρόνο. Η λογική αυτή, που θυμίζει τον αλήστου μνήμης απεγκλωβισμό που είχε προτείνει ο Κουβέλης, λέει ότι υπογράφουμε τώρα τη συμφωνία, αρχίζουμε να εφαρμόζουμε τα μέτρα, αλλά ταυτόχρονα προετοιμαζόμαστε για την κατάργηση των μνημονίων ακόμη και για την έξοδο από το ευρώ. Είναι προφανές ότι ή λογική αυτή παραβλέπει όχι μόνο το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι δεν πρόκειται να δανείσουν, εάν πρόκειται να εφαρμοστεί το μνημόνιο αλλά και τον τρόπο που το μνημόνιο πάνω από όλα προσπαθεί να κάνει μη αντιστρέψιμες τις αναδιαρθρώσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις. Επομένως, σήμερα η απεμπλοκή είναι πολύ περισσότερο μια κυνική προσπάθεια χειρισμού του εσωκομματικού τοπίου στο ΣΥΡΙΖΑ και όχι μια πραγματική στρατηγική. Η πραγματική εναλλακτική λύση απέναντι στα μνημόνια δεν μπορεί παρά να είναι η άρνηση της συμφωνίας και η άμεση έξοδος από το ευρώ. Το άμεσο επίδικο της συγκυρίας είναι εάν θα ψηφιστεί ή όχι η συμφωνία. Η ψήφιση της συμφωνίας σημαίνει δέσμευση της κυβερνητικής πολιτικής σε βάθος χρόνου σε μνημονιακή κατεύθυνση.
Φάνηκε σε όλη τη διαπραγμάτευση ότι το απόλυτο όριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακριβώς ο καταναγκαστικός ευρωπαϊσμός του και η λογική ότι είναι αδιανόητη οποιαδήποτε ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Η απροθυμία ακόμη και συζήτησης άλλων ενδεχομένων, η πολυετής συκοφάντηση όσων μιλούσαν για την ανάγκη σύγκρουσης με τον Ευρωπαϊκό δρόμο, η παντελής απουσία σχεδιασμού για την έξοδο, παρότι φάνηκε ότι ήταν εφικτή με τεχνικούς όρους, η προσπάθεια με κάθε τρόπο προσεταιρισμού της προσκολλημένης στρατηγικά στο ευρώ ελληνικής αστικής τάξης, όλα αυτά οδήγησαν στην επιλογή της ταπεινωτικής ήττας τη στιγμή που η δυναμική του δημοψηφίσματος με τη σαφή διάθεση ρήξης που αποτύπωνε, προσέφερε την αναγκαία συνθήκη για να ξεκινήσει η διαδικασία της εξόδου από την ευρωζώνη με λαϊκή υποστήριξη και αποδοχή.
Στην πραγματικότητα εδώ και αρκετές δεκαετίες ο Ευρωπαϊσμός, αποτελεί ειδική συμπύκνωση της αστική ηγεμονίας στο εσωτερικό της Αριστεράς, που στη συγκυρία επιτείνεται από γεγονός ότι η ελληνική ολιγαρχία, για λόγους που έχουν να κάνουν με την κλαδική της διάρθρωση, με την αυξανόμενη βαρύτητα των χρηματοοικονομικών πρακτικών, με την προσπάθεια για συμμαχίες ως «πύλη εισόδου στην ευρωζώνη» (π.χ. Κινεζικές επενδύσεις), παραμένει στρατηγικά προσανατολισμένη στο ευρώ ακόμη και εάν αυτό συνεπάγεται απώλεια ανταγωνιστικότητας. Στην πραγματικότητα αυτό μας παραπέμπει σε ένα πιο μόνιμο γνώρισμα της εποχής του ιμπεριαλισμού, ότι δηλ. τα στρατηγικά ερωτήματα και οι διαχωριστικές γραμμές για έναν κοινωνικό σχηματισμό συμπυκνώνονται και σε ερωτήματα και διαχωριστικές γραμμές για τους όρους ένταξης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Και με αυτή την έννοια η κατεύθυνση ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, συμπυκνώνει μέσα στη συγκυρία και τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και την αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας και άρα ορίζει την αναγκαία διαχωριστική που χωρίζει το αστικό μπλοκ από το δυνάμει ιστορικό μπλοκ των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών σηματοδοτούν το τέλος του δρόμου για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μικρή σημασία έχει τι πιστεύουν για τον εαυτό τους τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα κόμματα και ιδίως τα κόμματα που διαχειρίζονται το κράτος και την κυβερνητική εξουσία στο τέλος καθορίζονται πολιτικά και στρατηγικά από αυτό που κάνουν όχι από αυτόπου πιστεύουνότι είναι. Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται κόμμα του κράτους, σε μια συγκυρία που αυτό σημαίνει τη διαχείριση και επιβολή σκληρών νεοφιλελεύθερων μέτρων. Πολύ σύντομα θα είναι, ακόμη και στο λόγο και την αυτοσυνείδηση, ένα νέο σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα, μια εκδοχή κεντροαριστεράς, ακολουθώντας τη διαδρομή με την οποία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εγκατέλειψαν την αναδιανομή και τις κρατικοποιήσεις προς όφελος του νεοφιλελευθερισμού και των αναδιαρθρώσεων. Άλλωστε, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη φροντίσει να κάνει ανοίγματα σε πολιτικό και διοικητικό προσωπικό προερχόμενο από τη διαπλοκή τους ντόπιους και υπερεθνικούς μηχανισμούς, το ΠΑΣΟΚ και συνολικά το συστημικό πολιτικό πρόσωπικό: Σαγιάς, Ταγματάρχης, Μάρδας, Ρουμπάτης και άλλοι το θυμίζουν διαρκώς.
Με αυτή την έννοια δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για μια διαδικασία «αυτοδιόρθωσης» ή «αυτομεταρρύθμισης» του ΣΥΡΙΖΑ. Η κρίση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει το τελικό αδιέξοδο μιας εκδοχής ευρωπαϊστικής ρεφορμιστικής Αριστεράς, που αποτελεί τη μετεξέλιξη του δεξιού ευρωκομμουνισμού, με τοντρόπο που μετά το 1989 και ειδικά στο φόντο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετατοπίστηκε ακόμη πιο δεξιά. Φάνηκε ακόμη ότι η λογική του πλατιού αντινεοφιλελεύθερου μετώπου, στο οποίο θα μπορούσαν να συνυπάρχουν ο μετακομμουνιστικός ρεφορμισμός και περισσότερο ριζοσπαστικά ρεύματα, είχε ως πραγματικό όριο το πρόγραμμα και κυρίως τη θέση απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Άλλωστε, τα πολιτικά διλήμματα ποτέ δεν έρχονται σε «καθαρή» ταξική μορφή αλλά πάντα σε επικαθορισμένη και στην ελληνική περίπτωση αυτό σήμαινε τη ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο.
Την ίδια στιγμή η στάση του ΚΚΕ στο δημοψήφισμα ολοκληρώνοντας τη στάση του σε όλη την μνημονιακή περίοδο, με τον τρόπο που ουσιαστικά στήριξε τις κυρίαρχες επιλογές, δείχνει ότι μια ολόκληρη στρατηγική που ορίζεται γύρω από έναν «φαντασιακό Οκτώβρη», δηλαδή τη σύλληψη της επαναστατικής πολιτικής ως απλής συσσσώρευσης δυνάμεων για την «τελική σύγκρουση» μπορεί να καταλήξει στο να είναι βαθιά συντηρητική, ανίκανη να συλλάβει τα διακυβεύματα της περιόδου και τελικά καταλήγει σε πρακτικές και επιλογές που αντικειμενικά στηρίζουντις συστημικές δυνάμεις και πολιτικές. Όμως, το σημαντικό δεν είναι απλώς η στάση του ΚΚΕ αλλά και ο τρόπος που φτιάχνει ένα πολιτικό «υπόδειγμα» όπου ο φραστικός αντικαπιταλισμός πάει χέρι-χέρι με την απροθυμία αναμέτρησης με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας και την βαθύτερη πεποίθηση ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ρήγματα μέσα στη συγκυρία. Και μερίδες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ακόμη και εάν επιλέγουν έναν πιο «κινηματικό» δρόμο, στην πραγματικότητα σε όλη την περίοδο που διανύουμε κινήθηκαν επιμένοντας σε μια κλασική «εξεγερσιακή» σύλληψη της επαναστατικής διαδικασίας και θεωρώντας ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε δυνατότητα πολιτικών ανατροπών.
Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι αυτή η εξέλιξη και ταχύτατη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχεί ακριβώς και στη διαδικασία πολιτικής αναδιάρθρωσης που έχουμε δει να συνοδεύει τις οικονομικές επεμβάσεις του ΔΝΤ και σε άλλεςχώρες. Εκεί τις οικονομικές επεμβάσεις ακολουθεί και μια ταχεία αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, που περιλαμβάνει απαραίτητα και την καταστροφή των υπαρχόντων σχηματισμών της Αριστεράς. Με έναν τρόπο, αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα στην ελληνική περίπτωση. Η ολοκλήρωση της νεοφιλελεύθερης - μνημονιακής μετάλλαξης και του πολιτικού σκηνικού απαιτεί και την πλήρη μεταστροφή και μετάλλαξη και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε την πραγματική πρόκληση σήμερα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια πραγματική αναντιστοιχία ανάμεσα στις πραγματικές δυναμικές μέσα στην κοινωνία και τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Το συγκλονιστικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε μόνο μια επίδειξη δύναμης και ταξικής αποφασιστικότητας των λαϊκών τάξεων σε μια μάχη βαθιά ταξικά πολωμένη. Αποτέλεσε, ταυτόχρονα, στιγμή πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας, έφερε στο προσκήνιο δυναμικές συλλογικής δράσης και αγωνιστικής λαϊκής ενότητας που θύμισαν τις Πλατείες και τις μεγάλες στιγμές του λαϊκού ξεσηκωμού, έδειξε ότι υπάρχει το εν δυνάμει ιστορικό μπλοκ, η συνάντηση ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας, τη νεολαία, τον κόσμο της υπαίθρου, τη διανόηση. Έγινε επίσης σαφές ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν έτοιμο να αποδεχτεί, παρά την τεράστια ιδεολογική τρομοκρατία, τους συμβολικούς εκβιασμούς των εκπροσώπων της ΕΕ και τους πραγματικούς εκβιασμούς των κλειστών τραπεζών και των εργοδοτών, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αυτή η κοινωνική δυναμική διαψεύστηκε με τον πιο σκληρό τρόπο από την ταπεινωτική συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα, ακόμη και εάν η τελευταία θα προσπαθήσει να εκβιάσει την εκλογική στήριξη προβάλλοντας τον μπαμπούλα της επιστροφής των μνημονιακών κομμάτων.
Η πρόκληση επομένως είναι να εκπροσωπηθεί ξανά πολιτικά και να γίνει δύναμη ρήξης και μετασχηματισμού η δυναμική του ΟΧΙ. Στην πραγματικότητα το ΟΧΙ υπενθύμισε με τον πιο εκρηκτικό τρόπο ότι το ρήγμα στις σχέσεις εκπροσώπησης παραμένει ανοιχτό, ότι υπάρχει ένα παράθυρο πραγματικής ιστορικής ευκαιρίας για μια άλλη πορεία του τόπου, ότι υπάρχουν όροι για την εκκίνηση μιας ιστορικά πρωτότυπης διαδικασίας συγκρούσεων, μετασχηματισμών και πειραματισμών με σοσιαλιστικό ορίζοντα. Όμως, αυτό απαιτεί και εκείνη την μετωπική πολιτική μορφή που θα προσπαθήσει να εκπροσωπήσει το ΟΧΙ μέχρι τέλους, το ΟΧΙ της ρήξης, το ΟΧΙ της εξόδου από την ευρωζώνη, το ΟΧΙ συνολικά στον «ευρωπαϊκό δρόμο».
Το πολιτικό μέτωπο του ΟΧΙ, το πολιτικό μέτωπο του άλλου δρόμου χωρίς χρέος και μνημόνια, έξω από ευρώ και ΕΕ, δεν πρέπει να το δούμε απλώς και μόνο με όρους μιας αριστερής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να το δούμε με όρους ιστορικών δυναμικών, ρηγμάτων και ευκαιριών. Ακόμη και εάν μέσα στη συγκυρία γίνεται σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει μια πολιτικά κυρίαρχη θέση, εξ ου και η πιθανότητα πρόωρων εκλογών μετά τη συμφωνία για να επικυρωθεί αυτή η κυρίαρχη θέση, είναι σαφές ότι μεσοπρόθεσμα οι πολιτικές του Τρίτου Μνημονίου θα σηματοδοτήσουν μια χωρίς προηγούμενο ρήξη του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική του βάση και έναν νέο γύρο αναδιατάξεων στο πολιτικό σκηνικό.
Η διαμόρφωση του Μετώπου του ΟΧΙ τώρα οφείλει να αναμετρηθεί με την πρόκληση να μπορεί σε εκείνη τη στιγμή αναδιάταξης των σχέσεων εκπροσώπησης να υπάρχει εκείνο το αριστερό μέτωπο που να μπορεί με όρους πλειοψηφικούς να εκπροσωπήσει τα λαϊκά συμφέροντα σε μια στρατηγική ρήξης. Αυτό θα γίνει ακόμη πιο επιτακτικό από τη στιγμή που στην πραγματικότητα και το μνημόνιο θα αποδειχτεί τελικά ανεφάρμοστο, απαιτώντας διαρκώς επιπλέον μέτρα, αλλά και θα δούμε νέα φάση συνολικής κρίσης της ευρωζώνης. Με αυτό τον ορίζοντα οφείλουμε να στοχαστούμε το πολιτικό μέτωπο του ΟΧΙ, με όρους διαμόρφωσης μιας σύγχρονης αντιηγεμονικής πρότασης, μιας εναλλακτικής αφήγησης για την ελληνική κοινωνία, σε μια διαδικασία που πρέπει να είναι ταυτόχρονα ανοιχτόκαρδη και ικανή να υποδεχτεί τις αγωνιστικές, δημοκρατικές, πατριωτικές αναζητήσεις και διεκδικήσεις ευρύτερων κοινωνικών κομματιών και ταυτόχρονα να είναι πολύ πιο σαφής στο προγραμματικό της περιεχόμενο, να ηγεμονεύουν εκεί κρίσιμες πλευρές μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.
Άλλωστε, μέσα από όλες τις εξελίξεις βγαίνουν κρίσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Φάνηκε η αναγκαιότητα μιας στρατηγικής ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ αλλά και με το μηχανισμό του χρέους, όπως η ανάγκη πολύ συγκεκριμένης και τεκμηριωμένης πρότασης, βήμα το βήμα, για το πώς είναι εφικτή η μετάβαση σε νέο εθνικό νόμισμα και γιατί αυτό θα δώσει άλλα περιθώρια άσκησης πολιτικής. Έγινε σαφές ότι όσο και εάν ένα ρωμαλέο και αυτόνομα οργανωμένο λαϊκό κίνημα είναι αναγκαία συνθήκη της ρήξης και του μετασχηματισμού, η κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας (και μάλιστα ως προσπάθεια πραγματικού ελέγχου του κρατικού μηχανισμού και σύγκρουσης με πλευρές του) είναι αναγκαία για να γίνουν βήματα ρήξης. Η λογική που λέει ότι το κίνημα απλώς απαιτεί απέναντι σε αστικές κυβερνήσεις που αναγκάζονται να υποχωρήσουν, παραβλέπει ότι τομές όπως η ρήξη με τον «ευρωπαϊκό δρόμο» δεν μπορούν να γίνουν με τέτοιους όρους. Έγινε παράλληλα σαφές ότι οι μορφές αυτόνομης οργάνωσης του λαού, οι δομές και πρακτικές αλληλεγγύης, οι μορφές αυτοοργάνωσης και συντονισμού είναι επίσης αναγκαίες και για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ρήξης αλλά και ως πεδία όπου θα αρχίσουν να ξεδιπλώνονται εναλλακτικά παραγωγικά μοντέλα. Άλλωστε, η ίδια η ρήξη δεν μπορεί να είναι απλώς η αλλαγή «μακροοικονομικής συνθήκης». Χρειάζεται και την εφαρμογή και δοκιμασία ενός άλλου παραγωγικού υποδείγματος που να αξιοποιεί τις συλλογικές παραγωγικές δυνατότητες σε τομή με τις λογικές της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους. Με αυτή την έννοια, όντως μπορούμε να βγάλουμε αναγκαία συμπεράσματα για το ποια μπορεί να είναι σήμερα μια επαναστατική στρατηγική.
Αυτή δεν μπορεί να είναι η απλή επίκληση της «επαναστατικής ανατροπής», αλλά η πραγματική πάλη για να ξεκινήσει μια ιστορικά πρωτότυπη επαναστατική ακολουθία, με πρώτο κρίσιμο κόμβο μια κυβέρνηση του μεταβατικού προγράμματος και της εξόδου από ευρώ και ΕΕ που να στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο και αυτόνομο εργατικό και λαϊκό κίνημα, σε μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας, που θα διεκδικήσει βαθιούς και ριζικούς μετασχηματισμούς και ταυτόχρονα θα είναι η μόνη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας απέναντι στις αναπόφευκτες και λυσσαλέες αντεπιθέσεις της αστικής τάξης και των στηριγμάτων της μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς.
Για να μπορέσει να μην μείνει πολιτικά ορφανό το ΟΧΙ της ρήξης αλλά και για να μην προσπαθήσουν να καλύψουν το κενό οι φασίστες, χρειάζεται τόλμη και αποφασιστικότητα από το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που σήμερα αναφέρονται στο ΟΧΙ και στη ρήξη με ευρωζώνη και ΕΕ. Μικρή σημασία και αποτελεσματικότητα θα έχει από ένα σημείο και μετά η επένδυση προσπάθειας και ελπίδας στην όποια προσπάθεια να αλλάξει πορεία ο ΣΥΡΙΖΑ «από τα μέσα». Η αλλαγή που φέρνει η ανοιχτή μνημονιακή στροφή είναι μη αντιστρέψιμη για ένα κόμμα που αποφάσισε να διαχειριστεί κυβερνητικά αυτή την πολιτική. Από ένα σημείο και μετά παραμονή μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ είναι και συνευθύνη στην αντιλαϊκή παρεκτροπή Επομένως, χρειάζεται νέο μέτωπο, το μέτωπο του ΟΧΙ μέχρι τέλος, του μέτωπο του μεταβατικού προγράμματος, το μέτωπο της ρήξης με χρέος, ευρώ και ΕΕ, το μέτωπο της ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, το μέτωπο της διεκδίκησης της κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας με όρους σύγκρουσης και μετασχηματισμού.
Σε αυτό το μέτωπο μπορούν και πρέπει να συναντηθούν συντροφικά και ανοιχτόκαρδα οι δυνάμεις που διαφοροποιούνται από τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, οι υπαρκτές και ελπιδοφόρες διαφοροποιήσεις από το χώρο του ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ και συνολικά δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και αντι-ΕΕ Αριστεράς, αγωνιστές από τα κινήματα και το πλατύ κίνημα του ΟΧΙ. Μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να συναντήσει ευρύτερη λαϊκή αποδοχή, να εκπροσωπήσει τη δυναμική του ΟΧΙ, να κρατήσει το ρήγμα ενεργό. Με αφετηρία την αναγκαία προσπάθεια να πυκνώσουν και να πολλαπλασιαστούν σε όλη την Ελλάδα οι επιτροπές και οι συνελεύσεις του ΟΧΙ μέχρι τέλους αλλά και να συντονιστούν και στο επίπεδο πανελλαδικής επιτροπής.Με έμφαση στην πλατιά συμμετοχή, στην αυτοοργάνωση, στη δημοκρατική συγκρότηση από τα κάτω, στο ανοιχτό κάλεσμα στον κόσμο του αγώνα να το πλαισιώσει, στην προσπάθεια να αποφευχθεί οι παθογένειες που σφράγισαν άλλα μέτωπα της Αριστεράς (ιδεοληψία, διαδικασίες που διώχνουν, παραγοντισμοί και μικροηγεμονισμοί), με βαθιά δημοκρατικό αλλά και μορφωτικό χαρακτήρα ώστε να συναντιούνται και να αλληλοτροφοδοτούνται οι πειραματισμοί και οι αναζητήσεις.
Ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΜΑΡΣ καλείται να αναλάβει την ιστορική του ευθύνη απέναντι στις νέες προκλήσεις. Δεν είναι καιροί ούτε για σεχταριστικούς αναχωρητισμούς, ούτε για εμμονές στη συσπείρωση μόνο των ιστορικών ρευμάτων της επαναστατικής Αριστεράς. Η εμπειρία της μάχης του ΟΧΙ και το κύρος που κατέκτησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ με την παρέμβασή της έδειξε ότι όταν επιλέγεται γραμμή μαζών και ενιαιομετωπική κατεύθυνση τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πολύ σημαντικά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ με το κεκτημένο που έχει από το μεταβατικό πρόγραμμα και τη σαφή τοποθέτηση για ρήξη με χρέος, ευρώ και ΕΕ, με την εμπειρία (και θετική και αρνητική) της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς τη συγκρότηση και λειτουργία δημοκρατικών μετωπικών μορφών, με την αταλάντευτη κινηματική στράτευση και συνέπεια των αγωνιστών, με την εκπροσώπηση που έχει σε κρίσιμες κοινωνικές και ηλικιακές κατηγορίες, μπορεί και πρέπει να χρωματίσει αποφασιστικά τη διαμόρφωση του αναγκαίου μετώπου του ΟΧΙ της ρήξης, την οικοδόμηση της Αριστεράς του άλλου δρόμου. Πρέπει να αφήσουμε στην άκρη αγκυλώσεις και φοβικά σύνδρομα και τολμηρά και αποφασιστικά να πάρουμε πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση ενός τέτοιου μετώπου. Σε τελική ανάλυση, η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου ορίζει την ανάγκη για μετωπική σύμπραξη, όχι με όρους γεωμετρίας αλλά πολιτικού περιεχομένου που ορίζεται γύρω από τις βασικές μέσα στη συγκυρία διαιρετικές γραμμές. Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αυτή η διαιρετική γραμμή είναι το ναι ή όχι στον ευρωπαϊκό δρόμο και όχι ο αφηρημένος «αντικαπιταλισμός». Γύρω από αυτή τη διαιρετική γραμμή όπως και γύρω από την υπεράσπιση της δυνατότητας του ίδιου του λαϊκού παράγοντα να είναι αυτός που καθορίζει τις εξελίξεις, υπάρχει πραγματική βάση για μετωπική πολιτική. Όλα αυτά ορίζουν μια ευθύνη την οποία δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποφύγουμε. Πληρώσαμε ακριβό κόστος για ταλαντεύσεις, σεχταρισμούς και αναχωρητισμούς και χάσαμε ιστορικές ευκαιρίες. Τώρα, όμως, έχουμε μια δυνατότητα ακόμη: η αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική Αριστερά μπορεί να είναι πρωτοπόρα στην υπόθεση της Αριστεράς του άλλου δρόμου και να δικαιώσει έτσι τις προσδοκίες των αγωνιστών που κοιτάζουν προς αυτήν όχι για να δουν συντηρητισμό και εύκολο βερμπαλισμό αλλά μια πραγματική δύναμη επαναστατικής ανανέωσης του τοπίου της Αριστεράς σε μια περίοδο που ένα ολόκληρο «υπόδειγμα» Αριστεράς καταρρέει τραγικά και νέες μετωπικές δυνατότητες ανοίγονται.
Να το πούμε διαφορετικά είναι μια περίοδος που πρέπει να στοχαστούμε το τοπίο της Αριστεράς με διαφορετικό τρόπο. Για πάρα πολλά χρόνια αντιμετωπίζαμε το τοπίο της Αριστεράς με όρους «γεωμετρίας». Υπήρχαν δύο πόλοι της ρεφορμιστικής Αριστεράς, ο Συνασπισμός και αργότερα ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, και έπρεπε να ενωθεί η αντικαπιταλιστική Αριστερά, η «αριστερά της αριστεράς», για να υπάρχει ένας αναγκαίος τρίτος πόλος της Αριστεράς που να υπερασπίζεται τον αντικαπιταλιστικό δρόμο, τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, την αντισυνδιαχειριστική και μαχητική κινηματική δράση, την επαναστατική προοπτική. Στη δεκαετία του 1990 και του 2000 αυτό ήταν αναγκαίο, καθώς ο ταξικός συσχετισμός ήταν σχετικά σταθεροποιημένος και αυτό που χρειαζόταν ήταν η κατοχύρωση ότι εξακολουθεί να υπάρχει επαναστατικό ρεύμα με κοινωνική και κινηματική γείωση και αναφορά. Όμως, σε συνθήκες ηγεμονικής κρίσης οι προτεραιότητες αλλάζουν. Αυτό που προέχει είναι η συγκρότηση του μετώπου που θα μπορεί πραγματικά να διεκδικήσει την εξουσία και την ηγεμονία στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος που συμπυκνώνει τη ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο και την ηγεμονική στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό και δεν αρκεί πλέον η λογική του μετώπου της ιστορικής επαναστατικής Αριστεράς, γιατί δεν αντιστοιχεί στις προκλήσεις της περιόδου. Χρειάζεται η επαναστατική Αριστερά να είναι πρωτοπόρα στην συγκρότηση του αναγκαίο ενιαίου μετώπου που να εκπροσωπεί το μεταβατικό πρόγραμμα και τον άλλο δρόμο. Προφανώς και αυτό το μέτωπο θα είναι αντιφατικό και στο εσωτερικό του θα γίνεται μάχη για την ηγεμονία αλλά αυτό είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει να συγκροτήσει όρους ενός νέου ιστορικού μπλοκ.
Τομέτωπο αυτό δεν πρέπει να το δούμε απλώς ως μια διαδικασία άθροισης διαφορετικών ρευμάτων ή συγκόλλησης, αλλά μετασχηματισμού. Ακόμη και εάν σε μια πρώτη φάση πρέπει να κυριαρχήσει η λογική της συνάντησης με μόνο όρο τη συμφωνία στο πρόγραμμα, στην πραγματικότητα δεν μπορεί το νέο μέτωπο να είναι η απλή προέκταση της φυσιογνωμίας και της πρακτικής των συστατικών του στοιχείων. Το ΟΧΙ δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από μια λογική «συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ», κατά αναλογία με τον τρόπο που η ΔΗΜΑΡ κάποτε διεκδίκησε τη δεξιά κληρονομιά του Συνασπισμού, δηλ. από μια αποχώρηση στελεχών που θα προσπαθήσουν να διεκδικήσουν την «συνεπή» έκφραση του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην προδοσία της ηγεσίας. Δεν μπορεί να είναι απλώς η Αριστερή Πλατφόρμα μετασχηματισμένη σε κόμμα. Δεν μπορεί να είναι το άθροισμα της Αριστερής Πλατφόρμας και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ. Δεν μπορεί να είναι απλώς το δυνάμει κόμμα της δραχμής. Πρέπει να είναι όλα αυτά και μαζί κάτι το ριζικά νέο, μια τομή σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό αφορά και τη φυσιογνωμία, και το λόγο και τη διαδικασία συγκρότησης.
Κομβικό σημείο εδώ είναι να μπορεί αυτό το μέτωπο να εκπροσωπεί κρίσιμες γενιές και κοινωνικές κατηγορίες. Να το πούμε πολύ απλά: δεν μπορεί να είναι ένα μέτωπο που θα έχει σαν ραχοκοκαλιά τις πολιτικές γενιές της μεταπολίτευσης και τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις των οργανωμένων τμημάτων του εργατικού κινήματος. Πρέπει να μπορεί να εκπροσωπήσει και τα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που στήριξαν αποφασιστικά το ΟΧΙ, που διαλέγουν δρόμους ρήξης και στην πραγματικότητα, ακόμη και εάν ψήφισαν αποφασιστικά ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά ακάλυπτα, δεν αναγνωρίζονται με τρόπο οργανικό στο ένα ή το άλλο πολιτικό σχέδιο. Αυτό περιλαμβάνει πρώτα από όλα τη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας που σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο, αντιμετωπίζεται σαν αναλώσιμο υλικό και αντιμετωπίζει ένα τοπίο ανεργίας, επισφάλειας και εργοδοτικής τρομοκρατίας για το οποίο λίγα πράγματα κάνει το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Ας αναλογιστούμε όλες και όλοι τι σημαίνει σήμερα να είναι κανείς νέα και νέος εργαζόμενος έως τα 35, ποια συνθήκη αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει, την ίδια στιγμή που είναι μια γενιά όχι μεγάλων δεξιοτήτων αλλά και σημαντικής παρακαταθήκης συλλογικών πρακτικών: από τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, στις μεγάλες μάχες του φοιτητικού κινήματος, στη συγκλονιστική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008, στο κίνημα των Πλατειών, στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Δεν μπορεί και δεν πρέπει αυτή η γενιά να αντιμετωπίζει συνθήκη πολιτικού αποκλεισμού ακόμη και στην ίδια τη ριζοσπαστική Αριστερά. Αφορά ακόμη τα λαϊκά τα προλεταριακά στρώματα, που έδωσαν ξεχωριστή μάχη για το ΟΧΙ και το σφράγισαν με το δική τους αποφασιστικότητα, και με τα οποία η Αριστερά, πέραν της σχέσης του ψηφοφόρου δεν έχει πραγματική πρόσβαση, ιδίως εάν αναλογιστούμε το συγκεκριμένο πρότυπο «πολιτικοποίησης» που κυριαρχεί, με έντονη τη βαρύτητα μιας φοιτητικής πολιτικοποίησης. Όμως, αυτή η πρόκληση αφορά και το ποιες συλλογικές πρακτικές συμπυκνώνει και εκπροσωπεί ένα τέτοιο μέτωπο, ποιες είναι οι πραγματικές πολιτικές και κοινωνικές γειώσεις. Αυτές δεν μπορούν να περιοριστούν απλώς στο δυναμικό που έχει εμπειρία από τη λειτουργία της Αριστεράς ως κομματικού μηχανισμού στη μία ή την άλλη παραλλαγή, ή στο δυναμικό που έρχεται από το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Πρέπει να αγκαλιάσει όλο το φάσμα των πειραματισμών με μορφές συλλογικής δράσης που ξεδιπλώθηκαν το προηγούμενο διάστημα: λαϊκές συνελεύσεις και επιτροπές, τοπικά σχήματα και κινήματα, εργατικές λέσχες, δομές αλληλεγγύης, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι και στέκια, εναλλακτικά δίκτυα ανταλλαγής, συνεταιριστικά εγχειρήματα, πολιτιστικές πρωτοβουλίες, ιστοσελίδες, πειράματα στο χώρο της παραγωγής θεωρίας. Οφείλει αυτό το μέτωπο να έχει εξαρχής εκείνα τα φυσιογνωμικά χνάρια και εκείνες τις μορφές συγκρότησης που να μπορούν να το κάνουν δυνητικά να εκπροσωπήσει το σύνολο όλων αυτών των γενεών, των κοινωνικών κατηγοριών και των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Οφείλει στο λόγο, στα μέσα επικοινωνίας, στις διαδικασίες, στη δημοκρατία του, να κάνει σαφές ότι απευθύνεται απλώς σε μπαρουτοκαπνισμένους βετεράνους των πολύωρων κομματικών διαδικασιών.
Γιατί είναι επίσης σαφές ότι εάν δεν γίνουν τώρα τα αναγκαία βήματα στην κατεύθυνση του μετώπου του ΟΧΙ, με τη φιλοδοξία αυτό να μπορέσει να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη στο λαϊκό κίνημα, τότε το κενό θα αναλάβουν να το καλύψουν άλλες δυνάμεις. Ήδη οι φασίστες της ΧΑ παρότι απόντες από τη μάχη πριν το δημοψήφισμα προσπαθούν να καλύψουν το κενό, να καπηλευτούν το ΟΧΙ και να αυτοπαρουσιαστούν ως η πιο συνεπής δύναμη του αντιμνημονιακού αγώνα απέναντι στην προδοσία της Αριστεράς,
Και εδώ πρέπει να πούμε ότι ως προς αυτή τη διαδικασία θα κριθούμε όλες και όλοι από το πόσο έγκαιρα θα μπορέσουν να γίνουν τα αναγκαία βήματα. Με αυτή την έννοια:
- από ένα σημείο και μετά οι όποιες τακτικές κινήσεις με το βλέμμα στραμμένο στα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν να χάσουν τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή το ορφανό ΟΧΙ και την ανάγκη να εκπροσωπηθεί
- στη διαδικασία αυτή και σε αυτή τη φάση δεν χωρούν άλλοι όροι από την αποδοχή του προγράμματος, η ευρύτητα του μετώπου δεν μπορεί και δεν πρέπει να διακυβευτεί στο όνομα μικροηγεμονισμών ή εμμονών.
- ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ καλείται να πάρει γρήγορα θέση, με δεδομένο ότι στον ορίζονται υπάρχουν και εκλογές. Εάν υπάρχει η δυνατότητα διαμόρφωσης μετώπου σε αντι-ΕΕ κατεύθυνση ο χώρος αυτός οφείλει να μπει συγκροτημένα, αποφεύγοντας να επαναλάβει λάθη προηγούμενων εποχών. Το να υπάρχει η δυνατότητα τέτοιου μετώπου με δυνάμεις που θα έχουν αποχωρήσει από το ΣΥΡΙΖΑ και παρ’ όλα αυτά να προτείνεται ως στρατηγική της περιόδου απλώς το βάθεμα της συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ θα καταδείκνυε συντηρητισμό και πολιτική μυωπία και προτίμηση της ασφάλειας του μικρόκοσμου. Εμείς με μια τέτοια λογική θα συγκρουστούμε και προφανώς δεν θα την ακολουθήσουμε.
Σε αυτό το πλαίσιο η κοινή ανακοίνωση των 4 οργανώσεων για την ανάγκη τώρα πολιτικού μετώπου του ΟΧΙ αποτυπώνει και συμπυκνώνει μια αναγκαία κατεύθυνση και αποτελεί και τη συλλογική δέσμευση για μια συντονισμένη πορεία σε μια κατεύθυνση συγκρότηση αυτού του μετώπου καλώντας ταυτόχρονα το σύνολο των ρευμάτων που το αφορά αυτή η διεργασία να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Όπως λέει και η κοινή ανακοίνωση: «Η συγκρότηση ενός τέτοιου πολιτικού μετώπου, από όλες αυτές τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, αποτελεί πόθο για τον κόσμο της Αριστεράς και διέξοδο για την εργαζόμενη κοινωνία. Η σοβαρότητα των στιγμών απαιτεί ειλικρίνεια, σεμνότητα και ανιδιοτελή προσφορά στην υπόθεση συγκρότησης του μετώπου του ΟΧΙ.»
Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις αποτυπώνουν και την ανάγκη για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό ρεύμα. Περισσότερο παρά ποτέ οι εξελίξεις δείχνουν πόσο αναγκαίες είναι μέσα στο σημερινό τοπίο της Αριστεράς οι βασικές αφετηρίες μιας κομμουνιστικής στρατηγικής: Εργατική αναφορά, γραμμή μαζών, αναζήτηση επαναστατικής στρατηγικής αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας και πάλη για την ηγεμονία και το ιστορικό μπλοκ, αντιιμπεριαλισμός και πάλη για την εθνική ανεξαρτησία ως ταξικό διακύβευμα, σύνδεση ανάμεσα σε τακτική και στρατηγική, σοσιαλιστικός ορίζοντας. Οι δυνάμεις και οι αγωνιστές που αναφέρονται σε αυτή την πρόκληση καλούνται να πάρουν την ευθύνη και να συσπειρώθούν, με τόλμη, αυτοκριτική και επίγνωση της μεταβατικότητάς τους, αλλά και διάθεση να διαμορφώσουν όχι απλώς οργανώσεις αλλά τα εργαστήρια μιας νέας πολιτικοποίησης. Ως ΑΡΑΝ την επιλογή μας την έχουμε πάρει. Τα δικά μας όρια τα έχουμε αντιληφθεί και θέλουμε να συναντηθούμε με άλλα ρεύματα και συλλογικότητες με τις οποίες μοιραζόμαστε την ίδια αγωνία για την επαναστατική ανανέωση της κομμουνιστικής προοπτικής. Και τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτουμε, πάνω στη φυσιογνωμία, την ανάγκη για μια οργάνωση πραγματικά δημοκρατική και συντροφική, που να μπορεί να αντιπαλεύει τις άτυπες ιεραρχίες, τον εσωτερικό καταμερισμό «διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας», το σεξισμό στο εσωτερικό της, που να είναι εργαστήρι πολιτικοποίησης, δεν τα βάζουμε ως όρους για να αποκλείσουμε τον οποιονδήποτε αλλά πρώτα και κύρια σαν δική μας αυτοκριτική, σαν δική μας ανάγκη για μια πραγματική «πολιτιστική επανάσταση» ως προς την πολιτική κουλτούρα, τη φυσιογνωμία, τη στράτευση. Γι’ αυτό και πρέπει τολμηρά να προχωρήσουμε τώρα. Μαζί με τη διαδικασία διαμόρφωσης του μετώπου, γιατί αυτή είναι και η καλύτερη συνθήκη για να προχωρήσουμε και στη συγκρότηση μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης.
Σε κάθε περίπτωση ένα νέο τοπίο ανοίγεται μπροστά μας, ένα τοπίο με μεγάλες δυσκολίες, με πραγματικές απογοητεύεις, αλλά και με εκρηκτικές αντιφάσεις και αναντιστοιχίες ανάμεσα στο πολιτικό σκηνικό και τις κοινωνικές δυναμικές. Με τόλμηκαι τόλμη και τόλμη να δείξουμε ότι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία των στιγμών και ότι γι’ αυτό κάνουμε τώρα τα κρίσιμα και τα αποφασιστικά βήματα.