Δημοσιεύτηκαν στην Αυγήστις11/03/2007 οι 28 τροπολογίες που κατέθεσε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στο Νόμο-Πλαίσιο για τα ΑΕΙ που τελικά ψήφισε η κυβέρνηση. Οι θέσεις αυτές αποτελούν μια σχετική απομάκρυνση από το κεκτημένο του πανεπιστημιακού κινήματος στην αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική, κυρίως επειδή έχουν μια ορισμένη συμμετρία με κρίσιμες πλευρές της τρέχουσας αναδιάρθρωσης των ΑΕΙ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας των συντακτών των τροπολογιών να απαντήσουν σημείο προς σημείο σε κάθε βασική πλευρά του Νόμου-πλαισίου, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα μέρος της λογικής πίσω από αυτόν, κάτι που οδηγεί και σε μετατοπίσεις προς την πολιτική ουσία του νόμου. Πιο συγκεκριμένα:Καταρχάς, παρότι αντιστρατεύονται την αλλαγή του χαρακτήρα και τον περιορισμό της έκτασης του Ασύλου, οι τροπολογίες αποδέχονται την αντίληψη ότι σε έκτακτες περιπτώσεις το Πρυτανικό Συμβούλιο μπορεί να πάρει απόφαση άρσης του Ασύλου, αρκεί μετά να επικυρωθεί από τη Σύγκλητο, διαφορετικά παραιτούνται αυτοδικαίως οι πρυτανικές αρχές και επαναπροκηρύσσονται εκλογές. Είναι μια πρόταση που δεν εξασφαλίζει πλήρως την προστασία του Ασύλου, εφόσον παραδέχεται τη αρμοδιότητα του Πρυτανικού Συμβουλίου, το οποίο άλλωστε μπορεί μετά να εκβιάσει τη Σύγκλητο να νομιμοποιήσει αναδρομικά τις επιλογές του.Επιπλέον, οι τροπολογίες αποδέχονται πλήρως την ανάγκη των εσωτερικών κανονισμών και τη μεταφορά σε αυτούς μεγάλου μέρους των κανόνων για τη λειτουργία κάθε ΑΕΙ. Αυτό, όμως, παραβλέπει ότι έτσιοι εσωτερικοί κανονισμοί θα λειτουργήσουν ως μοχλοί έντασης του αυταρχισμού μέσα στα ΑΕΙ και επιδείνωσης των όρων δράσης του κινήματος. Τι σημαίνει π.χ.ότι οι εσωτερικοί κανονισμοί θα ορίζουν τον «πρόσφορο τρόπο προστασίας του Ιδρύματος και της περιουσίας τους»; Τι θα γίνει εάν ένα ΑΕΙ ερμηνεύσει αυτή τη δυνατότητα ως πράσινο φώς για τη συνεργασία με εταιρεία security; Όμως,οι τροπολογίες προβλέπουν και τη δυνατότητα θέσπισης ανώτατου ορίου σπουδών. Η αναφορά αυτή αποτελεί έμμεση παραδοχή της δυνατότητας διαγραφής φοιτητών και αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο συμπεριλαμβάνεται,όταν είναι καθολική η απόρριψη από το κίνημα αυτού του ωμού μέτρου πειθάρχησης των φοιτητών. Ποια σχέση μπορεί να έχει η Αριστερά με τις νεοσυντηρητικές κραυγές περί «αιωνίων φοιτητών»;Προβληματική είναι η ενσωμάτωση μέσα στις τροπολογίες του ΣΥΡΙΖΑ της λογικής του τετραετούς αναπτυξιακού προγραμματισμού, ο οποίος εδώ ορίζεται ως τετραετές αναπτυξιακό –ακαδημαϊκό πρόγραμμα.Παρότι οι τροπολογίες δεν περιλαμβάνουν την εκβιαστική αξιολόγηση της υλοποίησης του προγραμματισμού από το Υπουργείο, εντούτοις ενσωματώνουν τη λογική της χρηματοδότησης βάσει συγκεκριμένων στόχων σε αντιδιαστολή προς την απαίτηση για πάγια δημόσια χρηματοδότηση. Επιπλέον, οι τροπολογίες περιλαμβάνουν και την πρόταση να διαμορφωθούν επιτροπές στο πλαίσιο του ΕΣΥΠ (αλήθεια, από πότε έγινε αυτονόητη η αποδοχή του
οργάνου αυτού;) ανά ομάδα Σχολών που να προτείνουν τον αριθμό των εισακτέων ανά τμήμα, ενώ το Υπουργείο δεν θα μπορεί να αποκλίνει πέραν του 10% από τις προτάσεις αυτές. Με άλλα λόγια,η αντιδραστική και συντηρητική λογική αρκετών σχολών για μείωση των εισακτέων και ένταση της απόρριψης των μαθητών γίνεται τμήμα της πρότασης ενός αριστερού κόμματος. Δεν πρέπει, άλλωστε, να παραβλέψουμε ότι η αιτιολόγηση της τροπολογίας που εισηγείται «εθνικό διάλογο» μέσω του ΕΣΥΠ για το σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, συνοδεύεται από αιτιολόγηση που αντιστοιχεί στην πρόταση του Συνασπισμού για ελεύθερη πρόσβαση, αλλά με προπαρασκευαστικό έτος, όπου θα γίνεται η επιλογή τμήματος, μια πρόταση που δεν είναι βέβαιο ότι αναιρεί την ταξικότητα του σημερινού συστήματος πρόσβασης.Στο ίδιο φόντο εντάσσεται και η τροπολογία για το γραμματέα των ΑΕΙ, που αποδέχεται ουσιαστικά την ανάγκη να υπάρξει ένα είδος manager ή γενικού διευθυντή στα ΑΕΙ, με αρμοδιότητες που μπορούν να διευρύνονται με βάση τον εσωτερικό κανονισμό κάθε ΑΕΙ, παρότι αυτό έχει καταγγελθεί από πολλές πλευρές ότι θα εισάγει μια λογική «ιδιωτικοοικονομικής» αποτελεσματικότητας στα ΑΕΙ.Αντίστοιχα, οι τροπολογίες αυτές χαιρετίζουν ουσιαστικά την λογική της «καθολικής» ψηφοφορίας για τα ΑΕΙ. Εδώ μπορεί κανείς να κατανοήσει την πρόθεση απαλλαγής των ΑΕΙ από το βάρος των κομματικών συναλλαγών σε σχέση με τις πρυτανικές αρχές, μόνο που η συγκεκριμένη πρόταση παραβλέπει δύο βασικές παραμέτρους: Πρώτον, ότι με αυτή την επιλογή (όπως και με τη σχετική πρόβλεψη του Νόμου-Πλαισίου) αφαιρείται μια κρίσιμη αρμοδιότητα από τους φοιτητικούς συλλόγους, αναιρείται η βασική αρχή ότι ο φοιτητικός σύλλογος είναι ο μόνος εκπρόσωπος των φοιτητών. Δεύτερον, ότι η καθολική ψηφοφορία δεν θα αναιρέσει τη συναλλαγή υποψηφίων Πρυτάνεων και κομματικών παρατάξεων, καθώς μόνο οι κομματικές παρατάξεις θα είναι αυτές που θα κάνουν προεκλογική εκστρατεία υπέρ των εκλεκτών τους Πρυτάνεων. Ακόμη και εκεί όπου φαίνεται ότι οι τροπολογίες συντείνουν σε πάγιες θέσεις του πανεπιστημιακού κινήματος, όπως είναι η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση,και πάλι ενσωματώνουν μέρος της κυρίαρχης λογικής. Και αυτό γιατί πλάι στην πλήρη και αποκλειστική απασχόληση υπάρχει και η δυνατότητα συμμετοχής σε ερευνητικά προγράμματα και μελέτες με επιπλέον αμοιβή, αρκεί το σύνολο των αποδοχών να μην ξεπερνά το διπλάσιο των αποδοχών τους και να υπάρχει έγκριση της συμμετοχής από το Τμήμα καθώς και αμοιβή μέσω των Ειδικών Λογαριασμών. Προφανώς και ο περιορισμός αντιμετωπίζει κάπως το πρόβλημα των καθηγητών που πρωτίστως ασχολούνται με την αναζήτηση προγραμμάτων, εντούτοις η σχετική πρόβλεψη δεν δίνει μια συνολική απάντηση στο πραγματικό πρόβλημα που αποτελεί σήμερα η καταφυγή στα προγράμματα είτε ως υποκατάσταση της πάγιας δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας, είτε ως συμπλήρωμα των όχι ιδιαίτερα υψηλών αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να πούμε ότι μέσα στις τροπολογίες υπάρχουν και θέσεις που αναλογούν όντως σε αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος (π.χ. η τροπολογία για τη διάρκεια των εξαμήνων, όπου ρητά ορίζεται ότι δεν μπορούν να μπαίνουν ασφυκτικά πλαίσια 13 εβδομάδων, αλλά υπάρχει δυνατότητα αναπλήρωσης, παράτασης και γενικά επίλυσης προβλημάτων από κινητοποιήσεις). Μόνο που αυτό δεν αναιρεί ότι αυτές οι προτάσεις συντονίζονται με σημαντικές όψεις της κυρίαρχης πολιτικής για τα ΑΕΙ: την ανάγκη «προγραμματισμού» και χρηματοδότησης βάσει στόχων, την εισαγωγή θεσμών όπως οι manager, την ανάγκη
εσωτερικών κανονισμών και πειθάρχησης, την ανάγκη να απαντηθεί το –ανύπαρκτο–πρόβλημα των «αιωνίων φοιτητών». Επιπλέον, οι θέσεις αυτές έρχονται σε σύγκρουση, και στο επίπεδο της τακτικής και στο επίπεδο της «πολιτικής αισθητικής» με τη βασική θέση του εκπαιδευτικού κινήματος για απόσυρση του νόμου. Άλλωστε, είναι πιο πίσω και από τις θέσεις της ΠΟΣΔΕΠ, όπως αυτές προτάθηκαν από τη «Συσπείρωση Πανεπιστημιακών», ενωτικό σχήμα όπου συμμετέχουν και αρκετοί πανεπιστημιακοί του Συνασπισμού. Αντίθετα, ενσωματώνει εν μέρει και θέσεις που έχει εκφράσει το μπλοκ των εκσυγχρονιστών αλλά και ορισμένων «αριστερών» πανεπιστημιακών (π.χ. του ομίλου «Αριστερά Σήμερα» ή της παράταξης «Αριστερή Μεταρρύθμιση») που στο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ πήρε σαφώς απεργοσπαστική θέση. Με αυτή την έννοια δεν αποτελούν συμβολή στη συζήτηση για μια αριστερή τοποθέτηση απέναντι στην «μεταρρύθμιση», αλλά αντίθετατείνουν προς μια διαχειριστική λογικήκαιτην αναζήτηση αναδιαρθρώσεων «με ανθρώπινο πρόσωπο». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πολιτικά κόμματα έχουν το δικαίωμα να κάνουν ό,τι προτάσεις κρίνουν σκόπιμες και αυτό το δικαίωμα έχει και ο ΣΥΡΙΖΑ.Μόνο που ίδιον της Αριστεράς, τουλάχιστον όταν δεν ήθελε να είναι δύναμη διαχείρισης, ήταν να προσπαθεί να συντονίζεται ή ακόμη και να είναι πιο μπροστά από το επίπεδο των αιτημάτων του κινήματος και όχι να βρίσκεται πίσω από αυτά.