1. Η απόφασή μας να ξεκινήσουμε τη διαδικασία για τη συγκρότηση μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης ήταν το αποτέλεσμα τόσο μιας στρατηγικής επιλογής όσο και μιας εκτίμησης της συγκυρίας. Η στρατηγική επιλογή αφορούσε την τοποθέτηση που είχαμε για την ανάγκη ανασύνθεσης της κομμουνιστικής Αριστεράς, μέσα από τη διαμόρφωση μιας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης που να μπορεί να συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις και τις αναζητήσεις που μπορούσαν να οριστούν ως διεκδίκηση της επαναστατικής ανανέωσης της κομμουνιστικής αναφοράς. Η εκτίμηση της συγκυρίας αφορούσε την πραγματική ανάγκη για την υποστήριξη, πολιτικά, οργανωτικά και θεωρητικά, μια γραμμής που αποκτούσε ξεχωριστή επικαιρότητα μέσα στην ακολουθία της ελληνικής κρίσης και η οποία αναφερόταν στην κρίση του «ευρωπαϊκού δρόμου» ως «μεγάλης αφήγησης» της ελληνικής αστικής τάξης και στην κρίση της ίδιας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως διαδικασίας, στο φόντο μιας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης που μετασχηματιζόταν και σε κρίση μιας ορισμένης διαδικασίας καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Η συγκυρία αυτή, που στην Ελλάδα πήρε και τα χαρακτηριστικά μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης, με χαρακτηριστικά κρίσης ηγεμονίας, αναδείκνυε την επικαιρότητα ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Ενός μετώπου γύρω από τον κεντρικό στόχο της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, που να συνταιριάζει την κοινωνική γείωση, με το επεξεργασμένο μεταβατικό πρόγραμμα και την αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας γύρω από μια σύγχρονη κατεύθυνση δυαδικής εξουσίας που να συνδυάζει την διεκδίκηση ακόμη και της κυβερνητικής εξουσίας με την ανάπτυξη αυτόνομων μορφών οργάνωσης του λαού από τα κάτω. Η κατεύθυνση αυτή απαιτούσε για να μπορεί να υλοποιηθεί και για να μην πολωθεί σε δεξιές κατευθύνσεις – στοιχείο που ανέδειξε με τον πιο έντονο τρόπο η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ – ένα ισχυρό κομμουνιστικό ρεύμα ικανό μέσα στην αναγκαστική αντιφατικότητα ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου να δώσει τη μάχη για την ηγεμονία τηςεπαναστατικής γραμμής.
2. Σε αυτό το φόντο η κατεύθυνση για μια οργάνωση ορισμένη γύρω από την ανασύνθεση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς συμπεριλάμβανε όχι απλώς μια διαδικασία σύγκλισης οργανώσεων και αγωνιστών, αλλά και μια σειρά από κρίσιμες πολιτικές οριοθετήσεις
- Η αναφορά στην κεντρικότητα της αντίθεσης κεφάλαιο - εργασία, με την έννοια ότι η κεντρική σύγκρουση στην καρδιά της καπιταλιστικής παραγωγής διαπερνά το σύνολο των μορφών κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, ορίζοντας ταυτόχρονα το στοιχείο συνοχής του αλλά και τη δυνατότητα ρήξης και κοινωνικού μετασχηματισμού. Παράλληλα με την πεποίθηση ότι το σύνολο των αντιθέσεων που διαπερνούν τις σύγχρονες κοινωνίες, από τις αντιθέσεις μεταξύ ιμπεριαλισμού και λαών, τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των μικροαστικών στρωμάτων και μεταξύ αυτών και της εργατικής τάξης, τις εθνοτικές και θρησκευτικές αντιθέσεις, από τις συγκρούσεις με την πατριαρχία και την ετεροκανονιστικότητα μέχρι την σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, μπορούν να μετασχηματιστούν και να επιλυθούν μόνο στο φόντο της ανατροπής των καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών παραγωγής και αναπαραγωγής.
- Η κομμουνιστική προοπτική, δηλαδή την εκτίμηση ότι ο ορίζοντας των σημερινών αντιστάσεων των υποτελών τάξεων που υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι η απελευθέρωση από κάθε εκμετάλλευση και καταπίεση.
- Η εργατική αναφορά, δηλαδή η εκτίμηση ότι η σύγχρονη εργατική τάξη, σε όλη την πολυμορφία της, όπως και συνολικά οι δυνάμεις της εργασίας, δεδομένης της πόλωσης προς τα κάτω μεγάλου μέρους των νέων και παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, μπορούν να διαμορφώσουν όρους της δικής τους ηγεμονίας. Όχι απλώς για να αντισταθούν στις δυνάμεις του κεφαλαίου αλλά και να ηγηθούν μιας διαδικασίας μετασχηματισμού και χειραφέτησης με ορίζοντα τον κομμουνισμό.
- Η επαναστατική προοπτική, δηλαδή η επίγνωση ότι η διαδικασία ανατροπής και μετασχηματισμού των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων δεν μπορεί παρά να είναι μια διαδικασία σύγκρουσης με την πολιτική εξουσία του κεφαλαίου αλλά και εκτεταμένης προσπάθειας επαναστατικοποίησης όλων των κοινωνικών μορφών παραγωγής και αναπαραγωγής. Μίας επαναστατικοποίησης που υλοποιείται μέσα από μορφές μετασχηματισμού και κοινωνικού πειραματισμού που θα σφραγίσουν όλη την περίοδο του σοσιαλισμού και της μετάβασης σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Η επαναστατική προοπτική δεν αποτελεί, όμως, απλώς στοιχείο από το μέλλον, αλλά και νήμα που οφείλει να διαπερνά την καθημερινή παρέμβαση βάζοντας το στοιχείοτης ρήξης, τηςταξικής αυτονομίας και της απόπειρας οικοδόμησης διαφορετικών κοινωνικών μορφών από τώρα.
- Η αναγνώριση της σημασίας της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης, με την έννοια ότι η ταξική πάλη συμπυκνώνεται και στην τοποθέτηση για τη θέση μιας χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και το ζήτημα της παραμονής μέσα στο πλέγμα των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, που αποτελεί αναπόσπαστη πλευρά του μπλοκ εξουσίας ή, αντίθετα, της ρήξης, ως αναγκαίας συνθήκης για οποιαδήποτε διαφορετική πραγματικά φιλολαϊκή πορεία της χώρας. Μία τοποθέτηση που είναι σε τομή με όλα εκείνα τα ρεύματα εντός του εργατικού κινήματος που θεωρώντας «αντικειμενική» και μη αντιστρέψιμη τη διαδικασία της διεθνοποίησης ή «παγκοσμιοποίησης» τελικά άνοιγαν το δρόμο για την πλήρη κυριαρχία των πιο επιθετικών αστικών στρατηγικών. Σε αυτό το φόντο η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας δεν έχει καμιά σχέση με λογικές ταξικής συνεργασίας (τις οποίες άλλωστε πλήρωσε πολύ ακριβά το κομμουνιστικό κίνημα στον τόπο μας) αλλά με τη διεκδίκηση των δυνάμεων της εργασίας να πάρουν το τιμόνι μιας χώρας σε ρήξη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
-Ο προλεταριακός διεθνισμός, όχι με την έννοια των «στρατοπέδων» αλλά με την επίγνωση ότι στις σημερινές συνθήκες ο δρόμος της ρήξης με τον καπιταλισμό και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα απαιτήσει τη διεθνιστική αλληλεγγύη τόσο προς το εξωτερικό, δηλαδή την αναζήτηση συμμαχιών με άλλα αγωνιζόμενα κινήματα και λαούς αλλά και προς το εσωτερικό στην προσπάθεια ενότητας των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων με όρους που να υπερβαίνουν την τις διαφορετικές εθνικές καταγωγές, θρησκευτικές πεποιθήσεις κ.λπ.
- Η αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας, ως επίγνωση ότι οποιαδήποτε εφικτή επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί παρά να περνάει και από τη διεκδίκηση της εξουσίας από τις δυνάμεις της εργασίας ως μέσο για να οικοδομήσουν τη δική τους ηγεμονία. Που μπορεί να έχει διάφορες αφετηρίες ανάλογα με τις δυναμικές της πολιτικής κρίσης και τις ιστορικότητες κάθε κοινωνίας, στοιχείο που καθιστά κομβικό και το ερώτημα του μεταβατικού προγράμματος, δηλαδή της ιεράρχησης των στόχων που μπορούν να ορίσουν την αποφασιστική ρήξη σε κάθε ιστορική περίοδο, να κινητοποιήσουν τις μάζες, να εγκαινιάσουν ακολουθίες μετασχηματισμού.
- Η εργατική δημοκρατία, δηλαδή η επιμονή ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός περνάει μέσα από ανώτερες μορφές απελευθέρωσης των πολιτικών πρακτικών της εργατικής τάξης και των υποτελών τάξεων. Η άσκηση της εργατικής και λαϊκής εξουσίας σημαίνει όρους ανώτερης δημοκρατίας ως έκφρασης της συλλογικής θέλησης για αλλαγή και μετασχηματισμό, με επίγνωση ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαδικασία χειραφέτησης που να μην στηρίζεται στη συλλογική απόφαση, τη συμμετοχή και την πρωτοβουλία των ίδιων των μαζών.
- Η στρατηγική για ένα νέο «ιστορικό μπλοκ» δηλαδή η προσπάθεια για τη συνάρθρωση ανάμεσα σε μια πλατιά συμμαχία των υποτελών τάξεων, υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, με ένα μεταβατικό πρόγραμμα που να ορίζει μια εναλλακτική αφήγηση για μια κοινωνία, σε συνδυασμό με μορφές οργάνωσης του αγωνιζόμενου λαού.
- Η ανάγκη πολιτικής οργάνωσης της εργατικής και λαϊκής πρωτοπορίας, δηλαδή η επίγνωση ότι η διαδικασία της αντίστασης, της πάλης και της χειραφέτησης είναι μια διαδικασία αναγκαστικά άνιση και με αυτή την έννοια όσο ισχύει ότι η «χειραφέτηση της τάξης είναι υπόθεση της ίδιας της τάξης» άλλο τόσο ισχύει ότι αυτό προϋποθέτει την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση της εργατικής πρωτοπορίας. Όχι με την έννοια της αποσπασμένης πρωτοπορίας αλλά μιας διαρκούς διαλεκτικής επιμονής στην ανάγκη όλο και μεγαλύτερο μέρος των μαζών να στρατεύεται στον αγώνα και την πάλη για τον κομμουνισμό.
4. Οι παραπάνω αδρές οριοθετήσεις αναγκαστικά σηματοδοτούν και μια αυτοκριτική τομή και αναμέτρηση με τα όρια και τις τραγικές αντιφάσεις του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος. Η αναγκαία υπεράσπιση των τεράστιων αγώνων που έδωσαν οι κομμουνίστριες και οι κομμουνιστές, για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων, τη δημοκρατία, ενάντια στον πόλεμο και το φασισμό για την εκκίνηση πειραμάτων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι με την προσπάθεια να δούμε γιατίτα πρώτα πειράματα ηττήθηκαν και γιατί όχι μόνο εξάντλησαν την επαναστατική δυναμική τους αλλά μετατράπηκαν σε βαθιά εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά καθεστώτα. Είναι αυτό το καθήκον που επιβάλλει την αναφορά και κριτική υπεράσπιση στη λενινιστική τομή, την αναμέτρηση με αυτό που ονομάστηκε «σταλινισμός» με όρους μιας ανάλυσης των ταξικών αγώνων που οδήγησαν στην παλινόρθωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και σε μια εκτεταμένη κρατική καταστολή ήδη από τη δεκαετία του 1930, τη μελέτη της Πολιτιστικής Επανάστασης ως μιας απόπειρας «επανάστασης μέσα στην επανάσταση» που δοκίμασε, έστω και ανολοκλήρωτα, να δει το ζήτημα της επαναστατικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων. Οι αδρές οριοθετήσεις αυτές (εργατική αναφορά, κομμουνιστική προοπτική, αντιιμπεριαλιστική ρήξη, επαναστατικός δρόμος, διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού μπλοκ, υπεράσπιση αλλά και αυτοκριτική αντιμετώπιση της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος) προφανώς και δεν συνιστούν απαντήσεις από μόνες τους. Όμως ορίζουν τις αφετηρίες για μια σύγχρονη επαναστατική και κομμουνιστική αναζήτηση.
5. Η κατεύθυνση αυτή πατούσε πάνω σε μια εκτίμηση της ιστορικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο σε όλες τις παραλλαγές του ρεβιζιονισμού όσο και σε σχέση με τις οργανώσεις και τα ρεύματα που είχαν μια επαναστατική αναφορά. Στην πραγματικότητα σε όλη την μακρά περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός των δυνάμεων που είχαν αναφορά στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος, οι αναδιπλώσεις είτε σε σεχταρισμούς και «ιστορικές αναφορές» είτε σε οπορτουνισμούς, αποτελούσαν ταυτόχρονα το σύμπτωμα της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και την τροχοπέδη για την ανασύνθεσή του.
6. Σημαντική παράμετρος ήταν επίσης ότι με άλλους όρους ετίθετο αυτό το ερώτημα πριν το ξέσπασμα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, οπότε και μπορούσε κανείς να αναφέρεται σε μια «μακρά διάρκεια» ανασύνθεσης εν μέσω μια συνθήκης σχετικής σταθεροποίησης της αστικής ηγεμονίας, αλλιώς μετά το ξέσπασμα της κρίσης και την εκρηκτική εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο στην περίοδο 2010-12 και φυσικά αλλιώς μετά την ήττα και την τρέχουσα συγκυρία στην οποία, παρά την ανοιχτή πολιτική κρίση, η ήττα του λαϊκού κινήματος αφήνει βαθιά τα χνάρια της, την ίδια ώρα που μέσα στο τοπίο της Αριστεράς εμφανίζονται ακόμη πιο έντονες τάσεις σεχταριστικής αναδίπλωσης.
7. Η δική μας κίνηση ως Αριστερή Ανασύνθεση ορίστηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέσα από ένα τρίπτυχο που περιλάμβανε την ανασύνθεση ενός ρεύματος κομμουνιστικής Αριστεράς, παράλληλα με την ανασύνθεση μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στην αυτοτέλειά της ως τρίτου πόλου μέσα στο τοπίο της Αριστεράς και με προσπάθεια να αντισταθούμε στις «σειρήνες» των αντινεοφιλελεύθερων συσπειρώσεων που άνοιξαν το δρόμο για το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ Ταυτόχρονα, όλα αυτά γειώνονταν σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης μαζικών αντιστάσεων στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές μέσα από την οικοδόμηση μαζικών αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων στη φοιτητική νεολαία, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την αυτοδιοίκηση. Κομμάτι αυτής της εκτίμησης ήταν μια αντίληψη της διαδικασίας ανασύνθεσης μιας Αριστεράς που ακόμη και στις επαναστατικές της εκδοχές ήταν σε βαθιά κρίση μέσα από μια διαλεκτική ανάμεσα στην πρακτική δράση και τη συσσώρευση κοινωνικών όρων με την παράλληλη θεωρητική εμβάθυνση και τη συσσώρευση ιδεολογικών όρων. Κομμάτι της ήταν και η αντίληψη του μεταβατικού χαρακτήρα των οργανώσεων και κατά συνέπεια η ανάγκη για διαρκείς ενωτικές διαδικασίες και υπερβάσεις, κάτι που δοκιμάσαμε να κάνουμε με την ίδια την διαμόρφωση της Αριστερής Ανασύνθεσης.
8. Αυτή η προσπάθεια συνδυάστηκε με τη συμβολή μας σε μεγάλα ενωτικά εγχειρήματα που διαμόρφωσαν έναν σχετικά διακριτό πόλο της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς: ενωτικά κεντρικά εγχειρήματα όπως η Πρωτοβουλία Αγώνα το 2003, συνέχιση της δουλειάς στα ΕΑΑΚ με αποκορύφωμα την ικανότητά τους να στηρίξουν και τροφοδοτήσουν ένα από τα μεγαλύτερα νεολαΐστικά κινήματα της νεώτερης ιστορίας το 2006-7, μαζικοποίηση και διεύρυνση των παρεμβάσεων - συσπειρώσεων - κινήσεων, οικοδόμηση «υποδειγμάτων» συνδικαλιστικής παρέμβασης και στον ιδιωτικό τομέα, και φυσικά την προσπάθεια, μέσα από όλες τις παλινωδίες και τις αρχικές οξύνσεις (που μας ανάγκασαν να πάρουμε την πρωτοβουλία για την ΕΝΑΝΤΙΑ) να υπάρξει επιτέλους ενωτικό εγχείρημα της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα από τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009, συγκρότηση στην οποία είχαμε αποφασιστική και καθοριστική συμβολή.
9. Ωστόσο με τον ερχομό της κρίσης και το άνοιγμα του μεγάλου κύκλου λαϊκών κινητοποιήσεων και μέσα στην εμφανή ανάδειξη της κεντρικότητας αιχμών όπως η έξοδος από το ευρώ, η ρήξη με την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους αλλά και μέσα στην αίσθηση ότι απέναντι στην διαφαινόμενη καταστροφή αποκτούσε επικαιρότητα ένα αίτημα παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, αρχίσαμε να εκτιμούμε ότι χρειάζεται να δούμε την πρωτοτυπία της συγκυρίας.
10. Ήδη από το 2010 και την Δ’ Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΝ, λίγο μετά τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις της 5ης Μάη 2010, εκτιμήσαμε ότι το ζήτημα του μετώπου έμπαινε με διαφορετικούς όρους όπως και το ζήτημα της κομμουνιστικής ανασύνθεσης. Ειδικότερα, εκτιμήσαμε ότι η συγκυρία δημιουργούσε νέες διαχωριστικές γραμμές μέσα στην Αριστερά που δεν είχαν σχέση τόσο με τις ιστορικές αναφορές ή τις διαδρομές (τον τριπλό διαχωρισμό ανάμεσα στον κομμουνιστικό ρεφορμισμό –και σεχταρισμό– του ΚΚΕ, το αριστερό ευρωπαϊσμο –και αντινεοφιλελευθερισμό– του ΣΥΡΙΖΑ και την επαναστατική - αντικαπιταλιστική Αριστερά), αλλά με τις διχοτομικές γραμμές που αναδεικνύονταν μέσα στη συγκυρία και κύρια το ναι ή όχι σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα γύρω από τη ρήξη με ευρώ και ΕΕ και τη διαγραφή του χρέους. Εκτιμούσαμε ότι σε μια τέτοια κατεύθυνση, που φυσικά απαιτούσε θάρρος και τόλμη από ένα ολόκληρο φάσμα τάσεων (από τάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις αντιευρώ φωνές μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις κριτικές φωνές στα όρια του ΚΚΕ) το θέμα που έμπαινε δεν ήταν τόσο η ενότητα και ανασύνθεση του ιστορικού χώρου της επαναστατικής Αριστεράς, χωρίς να υποτιμάμε τη σημασία του, αλλά η διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος, με αφετηρία την ενότητα και ανασύνθεση των δυνάμεων με αναφορά στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος.
11. Γνώμη μας ήταν ότι μέσα σε ένα αναγκαστικά –και θεμιτά– περισσότερο αντιφατικό μέτωπο χρειαζόταν, για να δοθεί η μάχη της αριστερής κατεύθυνσης και ηγεμονίας, ένα ισχυρό κομμουνιστικό ρεύμα, που να μην ορίζεται με όρους γεωμετρίας («πιο αριστερά από...») αλλά με όρους περιεχομένου και στρατηγικού βάθους, συμπεριλαμβανομένης της αναμέτρησης με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε ότι το ζήτημα της ρήξης με τη μνημονιακή καταστροφή δεν μπορούσε να γίνει απλώς με όρους διεκδίκησης και αντίστασης αλλά απαιτούσε μια βαθιά πολιτική ανατροπή. Σε εκείνη τη φάση εκτιμούσαμε ότι σε αυτή την προοπτική μπορούσε να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση με κομμουνιστικά ρεύματα εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως, φάνηκε ότι γενικά δεν υπήρχε ούτε η τόλμη ούτε η ωριμότητα, με πρώτο χαρακτηριστικό βήμα τη μετατόπιση του ΝΑΡ, ήδη από τα πρώτα βήματα του εσωτερικού του διαλόγου στην έναρξη της πορείας προς το 3ο Συνέδριο προς μια κατεύθυνση ανασύνθεσης με κέντρο το ίδιο το ΝΑΡ και όχι μέσα από διαδικασίες σύγκλισης.
12. Την ίδια στιγμή και εμείς, επιμείναμε με τις προσπάθειες που κάναμε σε επίπεδο εκδηλώσεων, αρθρογραφίας, προσκλήσεων σε συζήτηση, να διατηρήσουμε ανοιχτή την κουβέντα για το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο. Δεν μπορέσαμε, όμως, να αποτρέψουμε το να χάνονται κρίσιμες ευκαιρίες σε σημαντικές στιγμές, όπως ήταν την επαύριον των «Πλατειών», στιγμή που διαφορετικές επιλογές θα μπορούσαν να είχαν ορίσει μια διαφορετική ιστορική ακολουθία. Μετά τις εκλογές του 2012 και την έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ, όλη μας η προσπάθεια ήταν στην κατεύθυνση των ενωτικών βημάτων στην αντιΕΕ Αριστερά, μια προσπάθεια με μεγάλο κόπο που ταυτόχρονα ανέδειξε και όλη την ανεπάρκεια και ενίοτε την πολιτική μικρόνοια του ευρύτερου χώρου της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με αποκορύφωμα την τραγική αποτυχία σύγκλισης στις Ευρωεκλογές του 2014. Σε αυτό το φόντο εκτιμήσαμε ότι ο στόχος της ανασύνθεσης της κομμουνιστικής Αριστεράς μπορούσε να αποκτήσει ξεχωριστή επικαιρότητα μέσα από μια καταρχήν συσπείρωση των δυνάμεων και των οργανώσεων που είχαν ταυτόχρονα κομμουνιστική αναφορά και συνεπή στάση ως προς το θέμα του αναγκαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Σε αυτό το φόντο ήταν που στην περίοδο 2014-15 επαναφέραμε την ανοιχτή πρόταση για την διαμόρφωση μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης, που αποτυπώθηκε και στο προγραμματικό μας ντοκουμέντο το Δεκέμβρη του 2014, ενώ στο Πανελλαδικό Σώμα της ΑΡΑΝ το Μάρτιο του 2015 αναλυτικά αναμετρηθήκαμε με το ερώτημα του περιεχομένου και της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για τη διαμόρφωση μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης. Εκεί ήταν που κωδικοποιήσαμε με τον ακόλουθο τρόπο και τα αφετηριακά σημεία
[...] Οι αφετηρίες που για εμάς πρέπει να έχει μια τέτοια οργάνωση κομμουνιστικής αναφοράς είναι οι ακόλουθες:
- θεωρητική αναφορά στο μαχόμενο μαρξισμό, στη κριτική οικειοποίηση και προχώρημα της λενινιστικής τομής, στην αναμέτρηση με τα ερωτήματα της ηγεμονίας, του ιστορικού μπλοκ, της πολιτιστικής επανάστασης, στην επιμονή στη διαρκή επαναστατική ανανέωση
- επιμονή στον επαναστατικό δρόμο, την ανάγκη μιας σοσιαλιστικής επαναστατικής διαδικασίας, τηνκομμουνιστική προοπτική και ταυτόχρονα αναμέτρηση με τα ερωτήματα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για την εξουσία και την προλεταριακή ηγεμονία όπως και το αναγκαίο προγραμματικό βάθεμα.
- Υπεράσπιση της ιστορίας των αγώνων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, αναμέτρηση με τους λόγους της ήττας, αυταρχικής και εκμεταλλευτικής μετάλλαξης και τελικά κατάρρευσης των πρώτων «αλμάτων στον ουρανό»
- σύγχρονος αντιιμπεριαλισμός με έμφαση στην άνιση ανάπτυξη των αντιθέσεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στη διαμόρφωση «αδύναμων κρίκων», στη σημασία των στόχων εθνικής ανεξαρτησίας ως πλευρά ενός ταξικού σχεδίου των δυνάμεων της εργασίας.
- γραμμή μαζών και πλειοψηφική απεύθυνση, με εργατικό και λαϊκό προσανατολισμό, συστηματική δουλειά στο μαζικό κίνημα και την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού, κοινωνική γείωση και εκπροσώπηση, συνδυασμό της κεντρικότητας της εργατικής δουλειάς, με τη δουλειά στη νεολαία, τη γειτονιά και τα οικολογικά κινήματα, την αντιφασιστική πάλη, την πάλη ενάντια στο σεξισμό και την πατριαρχία.
- δημοκρατική λειτουργία και νέα συντροφικότητα, με πλέριο ξεδίπλωμα της συζήτησης και της συντροφικής αντιπαράθεσης, με έμφαση στο σπάσιμο ιεραρχιών, το αντιπάλεμα των διαχωρισμών, των ιεραρχικών καταμερισμών, της αναπαραγωγής του σεξισμού, με ζωντανή μορφωτική λειτουργία και διαρκή πειραματισμό.
13. Ταυτόχρονα, σε εκείνη τη συζήτηση θέσαμε και ορισμένους όρους ως προς τη φυσιογνωμία και τη συντροφικότητα, όχι για να αποκλείσουμε την ΑΡΑΣ αλλά, αντίθετα, για να εξασφαλίσουμε τη συμπόρευση μαζί της, κάτι που άλλωστε το δείξαμε το καλοκαίρι του 2015 όταν ανοιχτά και δημόσια τους είπαμε ότι δεν μπαίνουν υποσημειώσεις για τη συμπόρευση μαζί τους.
14. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο και παρά το εσωτερικό κόστος που είχε για εμάς επιλέξαμε να πάμε τολμηρά με το εγχείρημα της Λαϊκής Ενότητας και δώσαμε τη μάχη των εκλογών. Μετά την εκλογική αποτυχία, που κατά τη γνώμη μας ανέδειξε τα πραγματικά πολιτικά και στρατηγικά όρια και ελλείμματα ενός δυναμικού προερχόμενου από τις διαδρομές της ρεφορμιστικής Αριστεράς, έμπαιναν σε όλους μας πολλαπλά καθήκοντα. Αφενός, ήταν σαφές ότι χρειαζόταν μια προσπάθεια αναμέτρησης αυτοκριτικά αλλά και με χαρακτήρα τομής με τα ελλείμματα και τις ανεπάρκειες της ΛΑΕ, χωρίς αυτό να παίρνει μια διαλυτική κατεύθυνση ή να οδηγεί σε αποστράτευση, αλλά ταυτόχρονα να ορίζει μια αριστερή στροφή και μια απαλλαγή από κάθε λογής γραφειοκρατικές και καθεστωτικές σκουριές, σε μια προσπάθεια συντονισμού και δυνάμει συνεννόησης και με άλλες τάσεις και ρεύματα μέσα στη ΛΑΕ. Ταυτόχρονα, όμως, εκτιμούσαμε και αυτό φάνηκε και στις αποφάσεις της Ε’ Συνδιάσκεψης της ΑΡΑΝ ότι έπρεπε να πάμε αποφασιστικά και στη διαδικασία συγκρότησης της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης, εξ ου και πήραμε επ’ αυτού καθαρή απόφαση ότι μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία.
15. Ορίσαμε ταυτόχρονα, στην πολιτική απόφαση της συνδιάσκεψης, μια σαφή διαδικασία για το διάλογο για τη συγκρότηση, δίνοντας έμφαση σε μια μεθοδική και συστηματική αναμέτρηση με τα ζητήματα του προγράμματος, της στρατηγικής αλλά και του κινήματος, μέσα από ανοιχτά ορόσημα διαλόγου, αλλά και κοινές πρακτικές και διαρκή όσμωση και προφανώς και κοινή μάχη ενόψει της συνδιάσκεψης της ΛΑΕ, μέσα από τη διαμόρφωση ουσιαστικά βημάτων προς ένα κοινό καθοδηγητικό κέντρο.Είχαμε δε την εκτίμηση ότι χρειαζόταν η μέγιστη όσμωση και μέσα από τους κοινούς πυρήνες και μέσα από την διαμόρφωση κοινών πεδίων παρέμβασης αλλά και επικοινωνίας, όπως ήταν για παράδειγμα η πλατιά αρχική κοινή λίστα που είχαμε διαμορφώσει πριν περάσουμε στην περισσότερο «στενή» λίστα του κοινού συντονιστικού όπως το έχουμε τώρα. Γνώμη μας ήταν επίσης –και παραμένει– ότι η πορεία προς την κοινή οργάνωση περνάει μέσα από κοινές πρακτικές που να οικοδομούν συντροφικότητα και όσμωση. Σε αυτό το πνεύμα επιμέναμε για το κοινό κάμπινγκ της νεολαίας, μια που θεωρούσαμε ότι αυτό θα οικοδομούσε δεσμούς συντροφικότητας, θα προσέλκυε ένα ευρύτερο δυναμικό και θα προχωρούσε και την αλληλοκατανόηση σε στρατηγικό επίπεδο.
16. Αντίστοιχα, θεωρούσαμε και θεωρούμε σημαντικό κάθε μία από τις δύο οργανώσεις να αφουγκράζεται αυτά που λέει η άλλη, αλλά και να σκύβει πάνω σε αυτά που κάνει και να μαθαίνει από αυτά. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: όταν συζητούσαμε για τη διαμόρφωση μιας πολιτικοκοινωνικής πρωτοβουλίας για το χώρο της νεολαίας και δη το χώρο της επισφάλειας, εμείς είχαμε μια αντίληψη ότι χρειάζεται να πάμε μέσα από «μετωπικούς» όρους για να διατηρήσουμε συνεργασία με άλλες δυνάμεις, ενώ οι σ. της Παρέμβασης επέμειναν να την ξεκινήσουμε πιο αποφασιστικά και στη διαδρομή θα έρθουν και αυτοί που είναι να έρθουν. Ακούσαμε αυτό που είπαν οι σ. της Παρέμβασης και αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση της πρωτοβουλίας generation 400. Όμως, θα θέλαμε οι σ. της Παρέμβασης να είχαν ακούσει και τις δικές μας προτροπές π.χ. για τα ζητήματα αλληλεγγύης ή για το φοιτητικό. Όπως θα θέλαμε και να είχαν αγκαλιάσει περισσότερο τη σημαντική πολιτική και θεωρητική δουλειά που κάνουμε στις Λέσχες Εκτός Γραμμής και τις Εκδόσεις Εκτός Γραμμής όπου προσπαθούμε να συμβάλουμε αποφασιστικά στην ανάδειξη του σύγχρονου μαχόμενου μαρξισμού ως αναγκαίου συστατικού μιας διαδικασίας κομμουνιστικής ανασύνθεσης.
17. Όλα αυτά δεν τα λέμε για να υποτιμήσουμε τα πραγματικά βήματα που έχουν γίνει και το γεγονός ότι έχουμε κατακτήσει όρους περισσότερο συντροφικής και συντονισμένης δράσης όπως έχει ήδη φανεί σε διάφορα μέτωπα εντός και εκτός ΛΑΕ. Ούτε παραβλέπουμε ότι το δυναμικό και των δύο οργανώσεων αναμετριέται με μια συνθήκη ήττας στην οποία οξύνονται αντιφάσεις και υπάρχει ένα πλήθος από ανοιχτά ερωτήματα. Άλλωστε, σε όλες τις κοινές δημόσιες εμφανίσεις μας έχουμε δείξει ότι κατακτούμε στοιχεία κοινής στρατηγικής τοποθέτησης στα βασικά σημεία και επίδικα της περιόδου. Όμως, εκτιμούμε ότι πρέπει να πάμε ακόμη πιο αποφασιστικά και πιο ενωτικά.
Σε αυτό το φόντο είναι που θέλουμε να αποσαφηνίσουμε ορισμένα στρατηγικά και θεωρητικά ερωτήματα που αναδεικνύονται στη μεταξύ μας συζήτηση πολλές φορές.
18. Ένα πρώτο σημείο αφορά την ίδια την ανάλυση που κάνουμε του σύγχρονου καπιταλισμού. Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007-8 εμφανίστηκε μια τάση σε ένα δυναμικό της Αριστεράς να παρουσιάζεται αυτή η κρίση ως απόδειξη ότι ποτέ ο καπιταλισμός δεν ξεπέρασε την δομική του κρίση και άρα είναι σε διαρκή κρισιακή συνθήκη. Αυτό το θεωρούμε ανιστόρητο. Η καπιταλιστική κρίση του 2007-8 ήταν όντως δομική αφού με αιτιώδη αφετηρία την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους επεκτάθηκε σε όλες τις πλευρές της παραγωγής –κρίση ενός κοινωνικού και τεχνολογικού υποδείγματος–, την κυκλοφορία –κρίση της χρηματοπιστωτικής επέκτασης–, τη διεθνοποίηση –κρίση της «παγκοσμιοποίησης»– και της αστικής ηγεμονίας –κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Όμως, δεν ήταν η απλή συνέχεια της κρίσης του 1973-4, αφού είχαν προηγηθεί πολύ βαθιές και εκτεταμένες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που είχαν διαμορφώσει ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης διαφορετικό από αυτό που θα ορίζαμε ως φορντικό - τεηλορικό. Η παρατήρηση αυτή δεν προέρχεται από κάποιο θεωρητικό σχολαστικισμό αλλά από την επίγνωση ότι το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πάντα να παρακολουθεί τις αλλαγές του καπιταλισμού, τους τρόπους που αυτές αλλάζουν τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, των νέων πεδίων αντιθέσεων και συγκρούσεων που μπορεί να αναδεικνύονται αλλά και των πραγματικών ηττών της εργατικής τάξης που εκπροσωπούν πολλές φορές οι αναδιαρθρώσεις.
19. Ένα επόμενο σημείο αφορά το πώς βλέπουμε και προσεγγίζουμε την ίδια την έννοια του ιμπεριαλισμού, τόσο σε αναλυτικό όσο και σε στρατηγικό επίπεδο. Η δική μας οπτική όντως ξεκινάει από τον Λένιν και του τρόπου που όρισε ότι αυτό που ορίζει τη διεθνή στάση των κρατών είναι ακριβώς ο εσωτερικός ταξικός συσχετισμός και η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Με μια τέτοια οπτική ο ιμπεριαλισμός δεν περιορίζεται στην απλή «κατακτητικότητα» ούτε σχετίζεται απλώς με την αναζήτηση «πρώτων υλών» ή «αγορών» αλλά πρωτίστως αντανακλά τη δυναμική της διεθνοποίησης του κεφαλαίου (που δεν είναι πρωτίστως «εμπορική» αλλά αφορά πρώτα και κύρια την ίδια τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας) και την επέκταση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων όπως και μορφών. Εδώ είναι που για εμάς αποκτά ιδιαίτερη σημασία η έννοια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που ακριβώς αποφεύγει το λάθος να παρουσιάσει ένα ενοποιημένο «παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα» την ίδια ώρα που επιτρέπει να δούμε τις ιεραρχίες, τις σχέσεις ηγεμονίας, αλλά και τη διαμόρφωση μπλοκ εντός της. Μια τέτοια οπτική αναδεικνύει τον τρόπο που ο συσχετισμός στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα επικαθορίζει τον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό και εσωτερικεύεται σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, καταδεικνύει τη σημασία που έχει η διαδικασία ρήξης με τις ιμπεριαλιστικές οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις, αλλά και εξηγεί γιατί η αντιμπεριαλιστική ρήξη πρωτίστως αφορά την εργατική τάξη και τις κοινωνικές συμμαχίες της, καθώς ορίζει μια σύγκρουση τόσο με τον ιμπεριαλισμό όσο και με την εγχώριο αστικό μπλοκ εξουσίας – που δεν περιλαμβάνει μόνο το «εγχώριο» κεφάλαιο αλλά και το επενδυμένο στη χώρα ξένο κεφάλαιο.
20. Προφανώς και στην ελληνική περίπτωση η ρήξη με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» στην ειδική μορφή της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποκτά κεντρική σημασία και αποτελεί το στόχο στον οποίο συμπυκνώνεται σήμερα οποιαδήποτε απόπειρα πραγματικής τροποποίησης του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ των εργατικών και λαϊκών μαζών. Μόνο που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η εκχώρηση σημαντικού μέρους κυριαρχίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η συνθήκη επιτροπείας που ενυπάρχει εξαρχής στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, από το Μάαστριχτ και μετά, δεν ήταν μια «εξωτερική» επιβολή αλλά αποτελούσε και ταξική στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου και δη των πιο επιθετικών μερίδων του. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα η ρήξη με το ευρωσύστημα δεν είναι μια ουδέτερη ταξικά κίνηση αλλά αποτελεί μια στιγμή όξυνσης της ταξικής πάλης, στην οποία οι εργατικές και λαϊκές τάξειςθα αντιμετωπίσουν όχι μόνο την αντίδραση και την «εκδικητικότητα» των ευρωπαϊκών οργανισμών, αλλά και την λυσσαλέα αντίσταση της αστικής τάξης και του πολιτικού και ιδεολογικού προσωπικού της.
21. Αυτό με τη σειρά του δίνει μια νέα διάσταση στην αναγκαία διαλεκτική συνάρθρωση ανάμεσα σε αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς στόχους. Ούτως ή άλλως, η εμπειρία και των αντιαποικιακών κινημάτων όπως και των διαφόρων παραλλαγών προοδευτικών ή ρεφορμιστικών πολιτικών έδειξαν ότι ένα σχήμα «θεωρίας σταδίων», το οποίο αποτύπωνε τον οικονομισμό του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, τον κρατισμό και τον παραγωγισμό, σύμφωνα με το οποίο η αντιιμπεριαλιστική ρήξη ανοίγει πρώτα ένα δρόμο «ενάρετης» καπιταλιστικής ανάπτυξης (απαλλαγμένης από τους περιοριστικούς όρους της ιμπεριαλιστικής καθυπόταξης) και μετά έρχεται η ώρα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αποδείχτηκε αλυσιτελές, άνοιξε το δρόμο για την αναπαραγωγή αστικών λογικών και στρωμάτων (κρατικών και ιδιωτικών), τα φαινόμενα διαφθοράς και τελικά την εκ νέου απόπειρα ένταξης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
22. Αυτό, προφανώς, δεν σημαίνει μια «υπερεπαναστική» τοποθέτηση που θα οδηγούσε στην υποτίμηση της αναγκαίας διαλεκτικής ανάμεσα στη ρήξη και την επιβίωση, την ανασυγκρότηση και το μετασχηματισμό. Ωστόσο, βάζει το θέμα του σοσιαλιστικού ορίζοντα εξαρχής σε μια τέτοια διαδικασία. Ειδικά για την ελληνική περίπτωση, με δεδομένη όχι μόνο την ολοκληρωτική συστράτευση της αστικής τάξης και μεγάλου μέρους της κρατικής γραφειοκρατίας στην «ευρωπαϊκή ιδέα» αλλά και το βαθμό αποδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης από την μακρόχρονη πρόσδεση στη διαδικασία της ολοκλήρωσης θα χρειαστούν εξαρχής όχι μόνο «αναπτυξιακές» παρεμβάσεις αλλά τομές με όρους ανάκτησης δημόσιας ιδιοκτησίας, εργατικού ελέγχου και δημοκρατικού σχεδιασμού, κοινώς στοιχεία με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό και αφετηρία, παράλληλα με το πλήρες ξεδίπλωμα μορφών αυτόνομης οργάνωσης και διεκδίκησης του λαϊκού παράγοντα. Με αυτή την έννοια επιμένουμε ότι σήμερα η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας οφείλει να αντιμετωπιστεί πρώτα και κύρια ως μια ταξικά φορτισμένη στρατηγική επιλογή της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών τάξεων υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης.
23. Σε αυτό το φόντο είναι που επιμείναμε σε όλη την προηγούμενη περίοδο και επιμένουμε ακόμη περισσότερο σήμερα, μετά μάλιστα και την τραγική εμπειρία με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ότι η ορθή επίγνωση ότι χωρίς πολιτική ανατροπή δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την κρίση, δεν σημαίνει απλή αναπαραγωγή σχημάτων για μια αριστερή ή αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση που απλώς θα έχει και το εθνικό νόμισμα στο πρόγραμμά της. Το ερώτημα της εξουσίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλή κυβερνητική εναλλαγή, ιδίως από τη στιγμή που το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του αποτελούν υλική συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου και της ηγεμονίας του και άρα θα λειτουργήσουν ανασταλτικά προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή το να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα απλώς με μια φαντασιωτική επίκληση μιας κλασικής εξεγερσιακής ακολουθίας, που είναι πολύ δύσκολη μέσα σε συνθήκες αναπτυγμένων κοινοβουλευτικών μορφών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, θα ήταν στην πραγματικότητα μια υπεκφυγή. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που προσπαθήσαμε να δούμε το ερώτημα μιας σύγχρονης εκδοχής δυαδικής εξουσίας που να συνδυάζει τη διεκδίκηση της κυβέρνησης με την πλήρη ανάπτυξη μορφών λαϊκής εξουσίας από τα κάτω, παράλληλα με μια «Συντακτική Διαδικασία» που θα δοκιμάζει να κατοχυρώνει εκτεταμένες μορφές δημοκρατικής συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα, εργατικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης. Προφανώς, αυτές είναι αδρές γραμμές αλλά εκτιμούμε ότι σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να πάει η σκέψη και η επεξεργασία μας, ενώ ταυτόχρονα αυτό δίνει και μια περισσότερο στρατηγική διάσταση στη σημασία των μορφών οργάνωσης των αγώνων και σήμερα, των μορφών δημοκρατίας του αγώνα, των μορφών επανοικειοποίησης είτε του δημόσιου χώρου, είτε δημόσιων αγαθών, είτε παραγωγικών μονάδων. Γι’ αυτό και όντως θεωρούμε σημαντικό πλάι στο συνολικό χώνεμα της εμπειρίας του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος να σταθούμε και σε πιο πρόσφατα πειράματα όπως είναι αυτά της Λατινικής Αμερικής.
24. Σε όλο αυτό το φόντο, το μεταβατικό πρόγραμμα αποκτά μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Δεν είναι απλώς ένα σύνολο από αιτήματα αλλά η δυνατότητα να υπάρξει μια εναλλακτική αφήγηση. Είναι στην πραγματικότητα το υλικό αποτύπωμα μιας δυνάμει εργατικής ηγεμονίας, με την έννοια του βαθμού στον οποίο αποτυπώνει την πραγματική δυνατότητα των δυνάμεων της εργασίας να γίνουν πραγματικά οι ηγετικές δυνάμεις της κοινωνίας και να την οδηγήσουν σε μια κατεύθυνση χειραφέτησης και μετασχηματισμού. Προφανώς και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλό αιτηματολόγιο ούτε ως απλός αντικαπιταλιστικός βερμπαλισμός. Όμως, έχει μεγάλη σημασία ο βαθμός στον οποίο περιλαμβάνει τις τομές εκείνες που τροποποιούν το συσχετισμό δύναμης, αποτυπώνουν το νήμα της σοσιαλιστικής προοπτικής, απελευθερώνουν την εργατική και λαϊκή πρωτοβουλία και τον αναγκαίο κοινωνικό πειραματισμό. Και αυτό προφανώς δεν μπορεί να γίνει με όρους του κλασικού οικονομισμού και παραγωγισμού της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αλλά με όρους μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής που να συνδυάζει την ρεαλιστική αντιμετώπιση των οξυμένων προβλημάτων με μετασχηματισμούς που να αφορούν και τις παραγωγικές σχέσεις και τις κοινωνικές μορφές (αυτοδιαχείριση, εργατικός έλεγχος, δημόσια ιδιοκτησία, εναλλακτικά δίκτυα διανομής έξω από αγοραίους περιορισμούς). Και βέβαια σε μια τέτοια οπτική η οικολογική διάσταση αποκτά εξαρχής κεντρική σημασία, ακριβώς επειδή ούτως ή άλλως, μια διαδικασία ρήξης περνάει και μέσα από τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης, το σεβασμό στους φυσικούς πόρους, την επιλογή ηπιότερων και δικαιότερων αναπτυξιακών προτύπων.
25. Όλα αυτά απαιτούν και το αναγκαίο συλλογικό υποκείμενο. Γνώμη μας είναι ότι όλα αυτά απαιτούν τη διαμόρφωση μιας ευρείας συμμαχίας της εργατικής τάξης και συνολικά των δυνάμεων της εργασίας με μικροαστικά στρώματα, παραδοσιακά και νέα, αυτό που εμείς σε προηγούμενες επεξεργασίες μας ονομάσαμε «αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία». Δεν εκτιμούμε ότι στην εποχή μας υπάρχουν (όπως δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα ούτε όταν πρωτοδιατυπώθηκαν τέτοιες απόψεις) ούτε μερίδες της «εθνικής αστικής τάξης» ούτε μερίδες του «μη μονοπωλιακού κεφαλαίου» που θα ήταν σύμμαχες σε μια τέτοια κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα – όπως φάνηκε και τα προηγούμενα χρόνια – τέτοιες μερίδες στρατεύονται στο αστικό μπλοκ και συχνά είναι και ιδιαίτερα επιθετικές απέναντι στην εργατική τάξη. Προφανώς και η κοινωνική συμμαχία που περιγράφουμε είναι ιδιαίτερα αντιφατική και στο εσωτερικό της θα διεξάγεται μάχη για την ηγεμονία της εργατικής και αντικαπιταλιστικής οπτικής. Γι’ αυτό και προσπαθώντας να περιγράψουμε αυτή τη διεργασία δανειζόμαστε μια έννοια του Γκράμσι, αυτή του «ιστορικού μπλοκ» για να περιγράψουμε όχι απλώς μια κοινωνική συμμαχία αλλά τη συνάρθρωση ανάμεσα σε μια κοινωνική συμμαχία, ένα πρόγραμμα μετασχηματισμού και χειραφέτησης και πολιτικές και οργανωτικές μορφές μιας σύγχρονης εργατικής και λαϊκής δημοκρατίας, κοντολογίς μια συνθήκη εργατικής ηγεμονίας.
26. Ακριβώς, επίσης, γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε ότι η συγκρότηση μιας τέτοιας κοινωνικής συμμαχίας δεν μπορεί να είναι υπόθεση απλώς εκπροσώπησης αλλά ενεργής και πρακτικής συμμετοχής. Όμως, αυτό απαιτεί μια πρακτική της πολιτικής που να είναι σε τομή με την αστική και κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής. Αυτή την αναγκαιότητα προσπαθούμε να περιγράψουμε με την έμφαση που δίνουμε σε μια νέα πρακτική της πολιτικής, συμμετοχική, «πειραματική», δημοκρατική, που να σπάει στεγανά ανάμεσα σε οικονομία και πολιτική, να δίνει το λόγο και την πρωτοβουλία στους «από κάτω». Αυτό είναι αναγκαίο εάν θέλουμε να «ξαναφτιάξουμε το λαό ως συλλογικό υποκείμενο και διαδικασία της χειραφέτησής του».
27. Τονίζουμε τον πρωτοβουλιακό και πειραματικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει μια νέα πρακτικής της πολιτικής ακριβώς γιατί χρειάζεται να δούμε την πολιτική και ως μια διαδικασία πειραματισμού και μάθησης. Γνώμη μας είναι ότι μέσα από το ξεδίπλωμα των κινημάτων, τις πρακτικές τους, τον τρόπο με τον οποίο επιλύουν προβλήματα και αντιμετωπίζουν καταστάσεις, τις συζητήσεις που ανοίγουν, τη συλλογική επινοητικότητα που επάγουν βγαίνουν στοιχεία που είναι αναγκαία και για το πρόγραμμα και την πολιτική παρέμβαση. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: το μεγάλο δίκτυο κοινωνικών ιατρείων που ξεδιπλώθηκε κάποια στιγμή δεν ήταν απλώς μια απάντηση σε επείγουσες ανάγκες, ήταν και ένα πεδίο πολύ χρήσιμων συμπερασμάτων και γνώσης για το πώς μπορείς να ανασυγκροτήσεις ένα δίκτυο πρωτοβάθμιας υγείας ακόμη και χωρίς πόρους. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για τα πειράματα αυτοδιαχείρισης από τη ΒΙΟΜΕ έως τους αυτόνομους χώρους στέγασης προσφύγων. Ότι σε μικρό βαθμό δείχνει η ελληνική Αριστερά να μαθαίνει από την εμπειρία των πρακτικών των κινημάτων είναι στην πραγματικότητα και ένα από τα βασικά της ελλείμματα.
28. Όμως, μια τέτοια κατεύθυνση απαιτεί να δούμε και το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις αντιφάσεις εκείνες που μπορεί να υπονομεύσουν την ενότητα των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Εδώ είναι που για εμάς αποκτά μια σημασία η πάλη ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία ακριβώς επειδή σήμερα τέτοιες ιδεολογικές πρακτικές αλλά και οι θεσμικές μορφές του κρατικού ρατσισμού που τις στηρίζουν απειλούν να διαιρέσουν την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Με αυτή την έννοια η πάλη για την ανάδειξη μιας έννοιας του λαού ως συμμαχίας των υποτελών τάξεων έξω και πέρα από κοινή καταγωγή αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα στις μέρες μας, όπως επίσης και η στράτευση σε όλες τις διεκδικήσεις που την υποστηρίζουν (όπως είναι τα πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα σε μετανάστες και πρόσφυγες) αλλά και στις κινηματικές μορφές που τα αναδεικνύουν, από τις μεγάλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις έως τις καταλήψεις στέγης για στέγαση και την παρέμβαση σε κέντρα κράτησης και hot spots, αλλά και τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις μεταναστών εργατών και την προσπάθεια ένταξής τους στο πλαίσιο των αγώνων και της λειτουργίας των υπαρκτών συνδικαλιστικών μορφών. Αυτό δεν έχει σχέση με έναν αφηρημένο «δικαιωματισμό» αλλά με μια ταξική και εργατική αντίληψη της αλληλεγγύης και της ενότητας των καταπιεσμένων μέσα στους ταξικούς αγώνες. Στο ίδιο πλαίσιο είναι κρίσιμη μάχη η πάλη ενάντια στους φασίστες ακριβώς επειδή κατεξοχήν διεκδικούν να αποκτήσουν –και δυστυχώς έχουν ήδη αποκτήσει– πρόσβαση κατεξοχήν σε εργατικά και λαϊκά στρώματα με ιδιαίτερη έμφαση και σε συγκεκριμένα κομμάτια νεολαίας. Η προσπάθεια άσκησης μιας άλλης ιδεολογικής επιρροής σε αυτά τα στρώματα, η προβολή της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης σε τομή με κάθε σωβινισμό και πατριδοκαπηλία, η πάλη ενάντια στο ρατσισμό αλλά και η προσπάθεια να μην αποκτούν γείωση και παρουσία οι φασίστες σε γειτονιές, σχολεία και σωματεία, αποκτά ξεχωριστή προτεραιότητα. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα εμείς πήγαμε και εμπλακήκαμε εξαρχής στο εγχείρημα του City Plaza γνωρίζοντας τα προβλήματα της γραμμής του Δικτύου ή άλλων τάσεων (δικαιωματισμός, γραμμικός αντιεθνικισμός κ.λπ.). Ωστόσο, πήγαμε γιατί ταυτόχρονα βλέπαμε και βλέπουμε ένα πείραμα στην αλληλεγγύη αλλά και τον έμπρακτο διεθνισμό που μπορεί να αφήσει χνάρια, να συμβάλει σε ενωτικές διαδικασίες (όπως φάνηκε με την διαδήλωση στις 18 Μάρτη), να μας βοηθήσει μάθουμε περισσότερα για αυτό το κρίσιμο μέτωπο. Και πήγαμε εκεί με τις δικές μας φορτίσεις ιδεολογικά και δίνοντας και μάχη απέναντι σε άλλες απόψεις. Πολιτικά θεωρούμε ότι κερδίσαμε από αυτή τη διαδικασία.
29. Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα της πάλης ενάντια στο σεξισμό και την πατριαρχία. Σήμερα η αναπαραγωγή σεξιστικών πρακτικών, πατριαρχικών λογικών και ετεροκανονιστικών αποκλεισμών δημιουργεί διαιρέσεις και στο εσωτερικό των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων, ενώ συνδέεται και με την προβολή νεοσυντηρητικών προτύπων που είναι πλευρά και της «πειθαρχικής» πλευράς της καπιταλιστικής εξουσίας. Το εργατικό κίνημα που υπήρξε πρωτοπόρο στον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση μπορεί και πρέπει με ανάλογο τρόπο να θέσει τα ζητήματα της χειραφέτησης ως προς την κοινωνική αναπαραγωγή ως αναπόσπαστο τμήμα της πάλης για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, της πάλης για την χειραφέτηση από κάθε εκμετάλλευση και καταπίεση. Αντίθετα, όταν οι οργανώσεις της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος υποτιμούν τέτοια ζητήματα ή, ακόμη χειρότερα, κάνουν τα στραβά μάτια απέναντι την αναπαραγωγή σεξιστικών ή ομοφοβικών πρακτικών, δίνουν το δικαίωμα σε αστικές και ρεφορμιστικές λογικές να εμφανίζονται ως «υπέρμαχοι των δικαιωμάτων» και να σπέρνουν ιδεολογική σύγχυση.
30. Η κεντρικότητα της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία όπως και η επιμονή στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική ως το πεδίο όπου πραγματικά μπορούν να επιλυθούν τέτοιες αντιθέσεις δεν αναιρεί την υλικότητα και τη σημασία τους. Ότι μπορεί να είναι «δευτερεύουσες» ως προς την κύρια αντίθεση δεν μειώνει τον επικαθοριστικό ρόλο που μπορούν να έχουν, όπως και την ανάγκη συστηματικής παρέμβασης σε αυτές από μια σκοπιά εργατική, λαϊκή και κομμουνιστική.
31. Όμως πέρα από αυτά τα στρατηγικά ερωτήματα έχουν ανακύψει και διάφορα άλλα ζητήματα που αφορούν τον τρόπο που βλέπουμε την ίδια τη διαδικασία της στράτευσης. Προφανώς και είμαστε οι τελευταίοι που θα αρνηθούμε σε ό,τι μας αφορά τα προβλήματα που έχουμε ως προς τη στράτευσή των συντρόφων μας, τα υπαρκτά φαινόμενα αποστράτευσης ή και παραίτησης, το συνδυασμό συγκεντρωτισμού και αμορφισμού, την αδυναμία ενεργοποίησης. Έχοντας δει αρκετά δικά μας «κομματικά» κείμενα (π.χ. τον απολογισμό που κάναμε στην τελευταία μας συνδιάσκεψη) γνωρίζετε καλά ότι όλα αυτά μας απασχολούν. Ταυτόχρονα, όμως, είμαστε και μια οργάνωση με αρκετά δημοκρατική λειτουργία, συντροφικούς τόνους στην εσωτερική συζήτηση, αποφυγή των «οργανωτικών» μέτρων. Ότι η τελευταία ρήξη στο εσωτερικό μας, το φθινόπωρο του 2015 δεν συνοδεύτηκε από τις «παραδοσιακές» κραυγές και αντιπαραθέσεις της Αριστεράς, είναι ενδεικτικό.
32. Εξαρχής είπαμε ότι στη νέα οργάνωση ερχόμαστε με ειλικρινή διάθεση αναβαθμισμένης στράτευσης και δέσμευσης. Προφανώς και αυτό δεν είναι υπόθεση απλώς οργανωτικών μέτρων αλλά πάνω από όλα συλλογικής συνδιαμόρφωσης μιας γραμμής που να εμπνέει και γι’ αυτό να δεσμεύει. Η εμπειρία όλων μας δείχνει ότι η απλή επίκληση της «πειθαρχίας» δεν αποδίδει ενώ συχνά πρακτικές «μονολιθικής» συγκρότησης συχνά γέννησαν, ακόμη και ως αντίδραση, τις χειρότερες εκδοχές φιλελευθερισμού. Με αυτή την έννοια, εκτιμούμε ότι δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε με δίπολα που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να αποδειχτούν παραπλανητικά. Έτσι για εμάς
- Πλατιά και ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση και ενεργή συνειδητή πειθαρχία στην συλλογικά αποφασισμένη γραμμή είναι πλευρές της ίδιας διαλεκτικής. Χωρίς την ανοιχτή συζήτηση και διαρκή αυτοκριτική επανεκτίμηση της γραμμής με βάση την εμπειρία των ίδιων των αγωνιστών, η πειθαρχία γίνεται απλώς καταναγκασμός.
- Καθοδηγητική σχέση και πρωτοβουλία της βάσης δεν αποτελούν ανταγωνιστική σχέση. Αντίθετα, προϋπόθεση μιας αποτελεσματικής καθοδηγητικής σχέσης είναι η διαρκής ανατροφοδότηση από τα ερωτήματα, τους πειραματισμούς και τις πρωτοβουλίες της βάσης, είτε σε επίπεδο οργάνωσης είτε σε επίπεδο κινήματος. Για να μπορεί να εμπλουτίζεται και να βελτιώνεται διαρκώς από την ίδια την πράξη μας το συλλογικά αποφασισμένο σχέδιο.Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι αναγκαστικές ιεραρχίες και οι καταμερισμοί πρέπει να είναι εκεί για να αμφισβητούνται διαρκώς, να υπάρχει προτεραιότητα στο διαρκές ανέβασμα της πολιτικοποίησης και της συμμετοχής των ίδιων των μελών.
- Πολιτική παρέμβαση και συνδικαλιστική - κινηματική δράση, πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται. Ούτως ή άλλως οργάνωση κομμουνιστικής αναφοράς και κεντρικοπολιτικού ορίζοντα θέλουμε να οικοδομήσουμε και αγωνιστές με συνολική στράτευση. Όμως, σήμερα χρειαζόμαστε και κοινωνικές συσσωρεύσεις, χρειαζόμαστε και αντιστάσεις, χρειαζόμαστε και ικανότητες εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων. Δεν μπορούμε να έχουμε μια εξωτερική σχέση με κρίσιμους κοινωνικούς χώρους ούτε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική ως μια απλή κεντρικοπολιτική καμπάνια. Η γενική γραμμή και το κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που θέλουμε να οικοδομήσουμε δεν μπορεί παρά να έχει «υλικά» πόδια και επί μέρους συσσωρεύσεις στα ιδιαίτερα κοινωνικά πεδία παρέμβασης και τα αντίστοιχα κινήματα. Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μας να αναφέρουμε και κάτι από τη διαδρομή μας. Εμείς επενδύσαμε πολλά χρόνια τώρα σε μια δουλειά στο φοιτητικό χώρο. Η δουλειά αυτή δεν έγινε απλώς για λόγους αναπαραγωγής. Εκτιμήσαμε ότι σε ένα χώρο που παράγει μεγάλα κινήματα μαζών που επηρεάζουν το συνολικό συσχετισμό αλλά και διαμορφώνουν υποδείγματα αγωνιστικότητας για ολόκληρη την κοινωνία έχει νόημα να διεκδικείς αναβαθμισμένο ρόλο, όπως και έχει νόημα να συμμετέχεις σε ένα μετωπικό σχήμα, τα ΕΑΑΚ, που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτά τα κινήματα, που παραμένει ένα από τα πιο μαζικά ενωτικά εγχειρήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς παρά τα υπαρκτά στοιχεία της σημερινής κρίσης του Πανεπιστημίου και της συνδικαλιστικής φοιτητικής παρέμβασης. Από το 1990-1 έως το 2011, περνώντας από μεγάλες στιγμές όπως το 1995, το 1997-8, το 2001, το 2006-7, το 2008 οι αγώνες της νεολαίας ήταν κρίσιμοι και η παρουσία σε ένα τέτοιο μόρφωμα έδωσε άλλες δυνατότητες παρέμβασης, βοήθησε στο να ριζοσπαστικοποιηθεί ένα ευρύτερο δυναμικό και να ενισχυθούν οργανώσεις αλλά και να επεκταθούν κινηματικές πρακτικές και σε άλλους χώρους. Είναι άλλο πράγμα ο φοιτητοκεντρισμός (από τον οποίο έχουμε κάνει – ελλιπή σίγουρα αλλά υπαρκτά – βήματα απομάκρυνσης στην πορεία των χρόνων με εμπλοκή και φοιτητικού δυναμικού μας και σε άλλα μέτωπα) και άλλο πράγμα να εγκαταλείπεις κρίσιμα πεδία. Πόσο μάλλον που σε ό,τι μας αφορά είδαμε σε όλα αυτά τα χρόνια αρκετό κόσμο που βγαίνει από τέτοια κινήματα με αναπτυγμένες κοινωνικοπολιτικές δεξιότητες μετά να στήνει δουλειές και σε χώρους εργαζομένων και σε γειτονιές και σε τοπικά σχήματα, αλλά και με αυτούς τους όρους να βάζει πλάτη και στη συγκρότηση κρίσιμων πολιτικών μετώπων. Γιατί είναι προφανές ότι μια οργάνωση εργατικής και λαϊκής αναφοράς χρειάζεται να αποτελείται όχι μόνο από συγκροτημένα πολιτικά στελέχη αλλά και ανθρώπους που να μπορούν να ηγηθούν κινημάτων και μεγάλων μαχών.
- Συγκέντρωση δυνάμεων και διατήρηση ενός φάσματος κινηματικών πρακτικών δεν είναι ανταγωνιστικές λογικές. Προφανώς και χρειάζεται ιεράρχηση στόχων και μετώπων και επίσης προφανώς δεν μπορεί μια οργάνωση με τα μεγέθη που συζητάμε να κάνει τα πάντα. Όμως αυτό δεν μπορεί να μεταφράζεται στη «βίαιη» εγκατάλειψη πεδίων παρέμβασης ούτε σε μια μονοθεματικότητα. Χρειάζεται ιεραρχημένη προσέγγιση που να ορίζει τα κύρια αλλά και τα δευτερεύοντα πεδία, να βλέπει ποια μπορούν να είναι μεσοπρόθεσμα σημαντικά, να κάνει σε αυτή τη βάση κατανομή πάντα φυσικά με μια δημοκρατική διαδικασία που να λαμβάνει υπόψη την πρωτοβουλία και την εκτίμηση της ίδιας της βάσης.
- Και προφανώς επίσης δεν τίθεται ένα θέμα να διαλέξουμε ανάμεσα σε οργάνωση θεωρίας και οργάνωση πράξης. Θέλουμε μια οργάνωση με την πιο ενεργή και καθημερινή στράτευση και πράξη αλλά και για αυτό το λόγο θέλουμε μια οργάνωση με την πιο πλατιά και ενεργή μορφωτική λειτουργία, μια οργάνωση συλλογικής θεωρητικής επεξεργασίας και αναζήτησης, που να μπορεί να δοκιμάζει τις θεωρητικές αναφορές στην πράξη αλλά και να τροποποιεί τη θεωρία στη βάση των συμπερασμάτων από την πολιτική και κινηματική δράση.
Να το πούμε διαφορετικά, εκτιμούμε ότι μαθαίνοντας από τα λάθη μας και χωρίς να βολευόμαστε με ευκολίες μπορούμε να διαμορφώσουμε μια οργάνωση δημοκρατική και ανοιχτόκαρδη και ταυτόχρονα με εκείνη την πειθαρχία που γεννά η στράτευση σε μια συλλογικότητα που έστω και στοιχειακά είναι στο εσωτερικό της ένα προαποτύπωμα της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε.
33. Ξέρουμε ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγουμε αυτή τη συζήτηση δεν είναι οι καλύτερες. Το τοπίο ήττας του λαϊκού κινήματος μέσα στο οποίο κινούμαστε δυσκολεύει τα πράγματα ενώ γεννά πλήθος αρνητικά αντανακλαστικά μέσα στο τοπίο της Αριστεράς (σεχταριστικές και «ταυτοτικές» αναδιπλώσεις, παράλληλους μονολόγους, αποστράτευση, εκτονώσεις μέσω «κανιβαλικών» πολεμικών στα κοινωνικά δίκτυα, ανάδυση μορφών αρχηγοκεντρικού παραγοντισμού). Η αναδίπλωση του κύριου όγκου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο συνδυασμός εγκεφαλικού αντικαπιταλισμού και σεχταρισμού του ΚΚΕ, τα υπαρκτά προβλήματα της ΛΑΕ δεν επιτρέπουν να ξεκινήσουν άμεσα ελπιδοφόρες διαδικασίες στο θέμα του μετώπου. Η ίδια η ΛΑΕ, παρά τη βελτίωση της γενικής γραμμής και με τον πολιτικά έντιμο και συνεπή τρόπο με τον οποίο θέτει το θέμα της συμπόρευσης, αδυνατεί να αναδειχτεί σε καταλύτη μέσα στην Αριστερά. Είναι γεγονός ότι σε αυτό το τοπίο αναγκαστικά θα πρέπει να επικεντρώσουμε όχι σε πρωτοβουλίες μεγάλης πνοής αλλά στην ανάδειξη στοιχείων που να συντηρούν την κεντρικότητα και επικαιρότητα των στόχων του μετώπου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συσσωρεύουμε όρους για έναν καλύτερο συσχετισμό σε μια επόμενη φάση, γύρω από την κεντρικότητα της ρήξης με το ευρωσύστημα και την ανάγκη ανασυγκρότησης / ανασύνθεσης των αντιστάσεων μέσα στην κοινωνία. Εκτιμούμε, όμως, ταυτόχρονα ότι όσο περισσότερο συγκροτημένα πηγαίνουμε είτε στη ΛΑΕ και τις πρακτικές της που θέλουμε να στηρίξουμε είτε στο κίνημα, τόσο περισσότερο θα διαμορφώνουμε και καλύτερους όρους για τα επόμενα βήματα. Το παράδειγμα των όρων με τους οποίους πήγαμε στη συγκρότηση του g400 και του τμήματος νεολαίας της ΛΑΕ είναι ενδεικτικό από αυτή την άποψη.
34. Σε αυτό το φόντο πιστεύουμε ότι χρειάζεται να πάμε με ένα πιο αποφασιστικό βηματισμό στην ενωτική διαδικασία, ταυτόχρονα με την προσπάθεια να ανοίγει σε όλα τα επίπεδα η συζήτηση και η αλληλοκατανόηση, όπως και η οικοδόμηση νέας και ανώτερης συντροφικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο σκεφτόμαστε τα ακόλουθα για το παρακάτω
- Να κατοχυρώσουμε μια εσωτερική «δημόσια σφαίρα διαλόγου» στο δυναμικό που αναφέρεται στην πρωτοβουλία, μέσα από την πλατιά διακίνηση κειμένων, επεξεργασιών και συμβολών, όπως και ενημερώσεων από τις δράσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε.
- Να κάνουμε βήματα στην διαμόρφωση στοιχείων ενός κοινού καθοδηγητικού βηματισμού όχι μόνο κεντρικά αλλά και στα επί μέρους μέτωπα (νεολαία, εργαζόμενοι, αυτοδιοίκηση κ.λπ.) με στόχο τις κοινές παρεμβάσεις και τη διαρκή αποτίμησή τους. Να ξαναπιάσουμε το νήμα προηγούμενων πρωτοβουλιών όπως η κοινή σύσκεψη εργαζομένων.
- Να επιμείνουμε σε μία πιο συστηματική και κυρίως αποτελεσματική λειτουργία στις κοινές διαδικασίες πυρήνων και οργάνων με προσπάθεια να ξεφεύγουν από τη γενικολογία, να χαράζουν και να αποφασίζουν γενική γραμμή και ειδική γραμμή για το χώρο ευθύνης τους, να υλοποιούν συγκεκριμένο σχέδιο, να παίρνουν ανάλογες πρωτοβουλίες για αυτό και να αποτιμούν τη δράση τους.
- Να διευρύνουμε, να πανελλαδικοποιήσουμε και να συστηματοποιήσουμε την παρέμβαση του G400 ως μιας πρωτοβουλίας που μπορεί να συσπειρώσει, να στρατεύσει, να συσσωρεύσει αλλά και να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης νεολαϊστικης εργατικής γραμμής και παρέμβασης.
- Να κάνουμε ένα άνοιγμα σε κομμάτια νεολαίας αλλά και ταυτόχρονα να οικοδομήσουμε και δεσμούς συντροφικότητας μέσα από ένα κοινό κάμπινγκ νεολαίας που θα μπορέσει να συμβάλει στη δική μας ενότητα αλλά και την οργανωτική ανάπτυξη του ρεύματος γύρω από την ΠκΑ
- Να στηρίξουμε αποφασιστικά την ιδέα του αντιΕΕ φεστιβάλ της ΛΑΕ ως μια πρωτοβουλία που μπορούμε να την πάρουμε επάνω μας, να είναι παρέμβαση στη συνολική συζήτηση της Αριστεράς, να δείξει ότι μπορούμε να οργανώνουμε σημαντικά «γεγονότα».
- Να βάλουμε μπροστά μια διαδικασία θεματικών ορόσημων για τη δική μας συζήτηση με συγκεκριμένη θεματική κάθε φορά (εμείς σκεφτόμασταν τρεις κύκλους α) εκτίμηση της συγκυρίας και της περιόδου, γενική στρατηγική, πρόγραμμα β) κίνημα και μορφές οργάνωσης του λαού, γ) φυσιογνωμία μιας σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης που να συνδυάζονται με πλατύ διάλογο, διακίνηση κειμένων και συμβολών και προσπάθεια να διαμορφώνεται ένα «κοινό κεκτημένο» θέσεων.
- Να βάλουμε μπροστά μια κοινή ιστοσελίδα που να τροφοδοτείται και από τα κείμενα του κοινού διαλόγου αλλά και συμβολές και κοινές επεξεργασίες και να προσελκύει και συμβολές άλλων ρευμάτων (ξεκινώντας από τις συλλογικότητες με τις οποίες συνδιοργανώσαμε την τελευταία εκδήλωση), ώστε να μπορούμε να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση προς τα έξω.