1. Οκτώχρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής των μνημονίων και σχεδόν τρία χρόνια μετά την οριστική συνθηκολόγηση του καλοκαιριού του 2015 για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να αναμετριέται με τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών και τις βαθιές πληγές που έχουν αφήσει. Είναι σαφές ότι το τίμημα που πλήρωσαν οι υποτελείς τάξεις για παραμονή της χώρας μέσα στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πολύ μεγάλο: τεράστια απώλεια εισοδήματος, θέσεων εργασίας, δικαιωμάτων και προοπτικής για τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα παράλληλα με τη ριζική απώλεια κυριαρχίας και δημοκρατίας εξαιτίας της συνθήκης επιτροπείας. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου όχι μόνο τροποποίησαν ριζικά τον συσχετισμό δύναμης σε βάρος της εργασίας, αλλά και εμπεδώνουν ένα καθεστώς συσσώρευσης που στηρίζεται στην υπερεκμετάλλευση, την επισφάλεια και τη διάλυση συλλογικών προσδοκιών. Την ίδια ώρα, από τις αλλαγές στο ασφαλιστικό και το τεράστιο κύμα ιδιωτικοποιήσεων έως τους πλειστηριασμούς, παγιώνεται μια συνθήκη ριζικής επιδείνωσης της θέσης της εργασίας.
2. Η τυπική έξοδος από τα μνημόνια που προαναγγέλλεται σε διάφορους τόνους δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή τη συνθήκη, αλλά να την παγιώσει, τόσο γιατί έχουν αναληφθεί και θεσπιστεί όλες οι σχετικές δεσμεύσεις, όσο κι επειδή ο μηχανισμός της επιτροπείας από το ευρωσύστημα θα παραμείνει για πολλές δεκαετίες, όσες θα λειτουργεί και η διαδικασία της αποπληρωμής του ληστρικού χρέους.
3. Την ίδια ώρα, μέσα στην κοινωνία, μέσα στους εργαζομένους, τους ανέργους και τη νεολαία, συνολικά τις υποτελείς τάξεις, η οργή και η δυσαρέσκεια συνδυάζονται με την ανημπόρια, την αποδιάρθρωση προηγούμενων συλλογικών μορφών και την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική προοπτική. Αντιστάσεις και κινήματα ξεσπούν σε διάφορους χώρους, με πιο χαρακτηριστικό αυτό για τους πλειστηριασμούς, χωρίς όμως να συντονίζονται και να συνολικοποιούνται σε ένα συνολικό κίνημα ανατροπής. Ακόμη περισσότερο, η ιδιαίτερη συνθήκη αγωνιστικότητας, αντίστασης, αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης στη δυνατότητα ανατροπής που αναδύθηκε μετά το 2010 και σφυρηλατήθηκε στα μεγάλα κινήματα, τροφοδοτώντας μεγάλες ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό, κοντολογίς, αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «αντιμνημονιακό κίνημα», σήμερα,-μέσα σε ένα τοπίο κατακερματισμού, απουσίας κινημάτων και στροφής προς την ατομική επιβίωση, με τις λαϊκές τάξεις να ταλαντεύονται ανάμεσα στην απογοήτευση και τη λογική «το μη χείρον βέλτιστο» που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-, σαφώς απουσιάζει.
4. Το γεγονός ότι η πιο αποτελεσματική συνθήκη εμπέδωσης των μνημονιακών πολιτικών αλλά και η μεγαλύτερη αποδιάρθρωση συλλογικών πρακτικών συνδέθηκαν με μια κυβέρνηση τυπικά προερχόμενη από την Αριστερά, συμπυκνώνει όχι μόνο την πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη βαθιά πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική ανεπάρκεια όλων των τάσεων της αριστεράς. Η υποτίμηση της σημασίας ρήξης με το ευρώ και την Ε.Ε., η απουσία επεξεργασίας για την αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας, η κυριαρχία της εκλογικής αναμονής, οι κάθε λογής μικροπολιτικοί και κοντόθωροι σχεδιασμοί, η θεωρητική τεμπελιά και τα όρια στη στράτευση, σήμαιναν ότι χάθηκε μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία για να ανοίξει ένας δρόμος ανατροπής και κοινωνικού μετασχηματισμού. Και, ταυτόχρονα, σημαίνουν πως αν δεν υπάρξει αντίρροπη πορεία τότε είναι ακριβώς το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ που διευκολύνεται, το οποίο μεθοδικά προσπαθεί να επανανοηματοδοτήσει το δίπολο «αριστερά»-«δεξιά» στη χώρα μας, αποφορτίζοντάς το όσο γίνεται από οποιαδήποτε σχέση με τα ζητήματα των μνημονίων, της λιτότητας, της ρήξης με τους δανειστές και το ευρωσύστημα: «αριστερά» θα είναι πλέον μια σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση που καταργεί το «κοινωνικό κράτος» διατηρώντας μόνο ελάχιστες εγγυήσεις σε ακραίες μορφές φτώχειας για να μην υπάρχει εξαθλίωση και δίνει έμφαση σε κάποια τυπικά αστικά ατομικά δικαιώματα έναντι των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Και δεξιά θα είναι ένα μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και σκληρού νεοσυντηρητισμού με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Και φυσικά το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα, η επιτροπεία και η ανάγκη ρήξης με τις αστικές πολιτικές και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ολοκληρώσεις θα παραμένουν στο απυρόβλητο θεωρούμενα ως αναμφισβήτητα στοιχεία του αποδεκτού πλαισίου πολιτικής.
5. Κεντρικό καθήκον της αριστεράς, και πολύ περισσότερο όσων δυνάμεων αναφέρονται στην σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική, είναι η αλλαγή αυτής της κατάστασης πρώτα από όλα στην κοινωνία και το κίνημα και τελικά και στο ίδιο το σώμα της αριστεράς. Το σημερινό τοπίο της αριστεράς είναι απογοητευτικό και ριζικά αναντίστοιχο με τις προκλήσεις της εποχής. Το ΚΚΕ επιμένει απλώς στον δρόμο της δικής του καταγραφής, χωρίς αυτοκριτική για την απροθυμία του να συμβάλει σε ένα κίνημα ανατροπής την προηγούμενη περίοδο, διεκδικώντας απλώς να δρέψει εκλογικά τη δυσαρέσκεια, χωρίς προσπάθεια οβερμπαλιστικός αντικαπιταλισμός του να μετασχηματιστεί σε πολιτική προοπτική. Ο χώρος της Λαϊκής Ενότητας παρά ορισμένα προγραμματικά προχωρήματα και κάποιες σημαντικές, αν και καθυστερημένες και ακόμα ανολοκλήρωτες , οριοθετήσεις και μετατοπίσεις του, δεν κατάφερε να αποτελέσει τον καταλύτη και το σημείο αναφοράς για την ανασύνθεση μιας σύγχρονης ανατρεπτικής αριστεράς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά την ύπαρξη κάποιων -λίγων πλέον- ενωτικών φωνών στο εσωτερικό της, επιμένει όχι απλώς στην άρνηση της μετωπικής συζήτησης με σημαντικό μέρος της υπόλοιπης ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά επιδιώκει να θεωρητικοποιήσει τον σεχταρισμό, μεταφράζοντας τον σε ορισμένες στιγμές και σε ανάλογες χωριστικές πρακτικές και στο μαζικό κίνημα. Ρεύματα, δυνάμεις, «προσωπικότητες» που βγήκαν από το αντιμνημονιακό κίνημα μετατοπίστηκαν σε επικίνδυνες και ανταγωνιστικές προς την αριστερά θέσεις, σε ζητήματα όπως η μετανάστευση ή πιο πρόσφατα το «Μακεδονικό», υιοθετώντας τρόπους και πρακτικές που προέρχονται από την αστική πολιτική (συκοφαντίες, προνομιακές σχέσεις με επιχειρηματικά κέντρα, ακραίος ηγετισμός, κ.λπ.).
6. Σήμερα υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι τα όρια στις πολιτικές και οργανωτικές μορφές, τις ιδεολογικές επεξεργασίες και τις τακτικές επιλογές του ευρύτερου χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν αποτυπώνονται μόνο στην αδυναμία οικοδόμησης αντίπαλου δέους στον αναδυόμενο «μεταμνημονιακό δικομματισμό», αλλά και στην εμφάνιση τάσεων αποστράτευσης, αμφισβήτησης προηγούμενων τρόπων πολιτικής, και την έλλειψη εμπιστοσύνης σε γραμμές και πολιτικές στρατηγικές. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να παραβλέψουμε αυτά τα σημάδια. Πρόκειται για τάσεις που οφείλονται κυρίως στο ότι ηπρακτική της αριστερής πολιτικής ταλαντεύεται, αφενός, μεταξύ ενός «πολιτικισμού», που αντιλαμβάνεται την πολιτική σχεδόν μόνο ως «δημόσιο λόγο» ή «πρωτοβουλίες» σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο (ακόμα και ακτιβίστικες ή ακόμα χειρότερα τελικά εσωτερικής κατανάλωσης και απεύθυνσης) οι οποίες επιχειρούν να «εκπροσωπήσουν» ένα αποσυγκροτημένο σήμερα αντιμνημονιακό κοινωνικοπολιτικό μπλοκ. Και αυτή η εκδοχή αφορά λιγότερο ή περισσότερο όλες τις συγκροτημένες αριστερές δυνάμεις (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αφορά κι εμάς τους ίδιους που είμαστε μέρος του προβλήματος. Και, αφετέρου, ενός «κινηματισμού», μίας στροφής σχεδόν αποκλειστικά στο κοινωνικό επίπεδο που παρά τις όποιες ιδιαίτερες σημαντικές συνεισφορές σε μέτωπα και τις όποιες διακηρύξεις θα αδυνατεί να απαντήσει στο κρίσιμο καθήκον της ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης μίας σύγχρονης ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς. Και τα δύο όρια συμβάλλουν στην ένταση τάσεων αποστράτευσης λόγω της αδυναμίας τους να συμβάλλουν στην αναγκαία ανασύνθεση στο επίπεδο του κοινωνικού κινήματος και της αριστεράς. Οι συνέπειες μιας τέτοιας πρακτικής της πολιτικής στην αριστερά είναι εμφανείς σε όλα τα πεδία: στην αδύναμη προγραμματική και θεωρητική συζήτηση, στην αδυναμία συγκρότησης αποτελεσματικών κοινωνικών αντιστάσεων, στην ατολμία λήψης πολιτικών πρωτοβουλιών στον σωστό χρόνο, στον εγκλωβισμό σε «σκληρά»-γραφειοκρατικά μοντέλα οργάνωσης και λειτουργίας που αποξενώνουν νεότερες γενιές και απλό λαϊκό κόσμο. Ως εκ τούτου, απαιτούν αναμέτρηση με το πρόβλημα της αναζήτησης μίας άλλης, αποτελεσματικής, σύνδεσης του κοινωνικού και πολιτικού επιπέδου, δηλαδή της σχέσης κινήματος και αριστεράς. Ούτε εμείς είμαστε εκτός αυτού του προβλήματος, γι’ αυτό πιστεύουμε ότι το ζήτημα είναι να αναζητηθούν απαντήσεις από πολλούς και πολλές δυνάμεις, αγωνιστές και αγωνίστριες με ενωτικό και ανασυνθετικό τρόπο σε όλα τα πεδία (κίνημα, μέτωπο, κομμουνιστική προοπτική και οργάνωση).
7. Η διαπίστωση αυτών των δυναμικών και τάσεων δεν πρέπει να μας κάνει να υποτιμήσουμε και την άλλη πλευρά. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός εξακολουθεί να αναμετριέται με τις δυναμικές μιας βαθιάς δομικής κρίσης η έξοδος από την οποία, παρά την τυπική καταγραφή τάσεων «ανάπτυξης», πόρρω απέχει από το να έχει ολοκληρωθεί. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα διαπερνάται από έντονους ανταγωνισμούς, που εκφράζονται στις μεγάλες περιφερειακές συγκρούσεις φέρνοντας το ενδεχόμενο ευρύτερων αναφλέξεων και πολεμικών συγκρούσεων στο προσκήνιο. Στοιχεία μιας βαθύτερης κρίσης που διαπερνά τους όρους της αστικής ηγεμονίας αποτυπώνονται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, παρότι δυστυχώς είναι οι είναι οι διάφορες παραλλαγές της ακροδεξιάς που ως τώρα σπεύδουν να επωφεληθούν από αυτό το τοπίο. Πρόκειται για ένα τοπίο σύνθετο και αντιφατικό που κρύβει μεγάλους κινδύνους αλλά μπορεί να δημιουργήσει και ευκαιρίες ανατροπής. Η χώρα μας παραμένει στο επίκεντρο αυτών τωνδιεργασιών, όντας στο σημείο τομής της κρίσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της έντασης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στη γειτονιά μας και γι’ αυτό, παρά το βάθος της ήττας του 2015 που επενεργεί στο κοινωνικό κίνημα και την πολιτική αριστερά, εξακολουθεί υπάρχει αντικειμενικό έδαφος για μια πολιτική που ορίζοντα να έχει τη ρήξη και τη ανάδειξη των υποτελών τάξεων σε πρωταγωνιστή της ιστορικής διεργασίας.
8. Όμως και στο εσωτερικό κοινωνικό τοπίο, μπορεί να υπάρχει η αίσθηση ότι παγιώνονται οι μνημονιακές πολιτικές, ιδίως από τη στιγμή που το σύνολο του επίσημου πολιτικού προσωπικού ομονοεί γύρω από αυτές, αλλά η πραγματική κοινωνική συνθήκη είναι πολύ πιο συγκρουσιακή. Στο κίνημα κατά των πλειστηριασμών, στους αγώνες της νεολαίας ενάντια στα σχέδια Γαβρόγλου για πλήρη εμπέδωση των αναδιαρθρώσεων, στις κινητοποιήσεις των συνταξιούχων, στους αγώνες ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των ελεύθερων χώρων, στα πρώτα έστω δειλά βήματα νέων εργατικών αντιστάσεων ενάντια στην επισφάλεια και την υπερεκμετάλλευση, στις μεγάλες αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις, αποτυπώνεται μια «υπόγεια δυναμική» αντίστασης και διάθεσης σύγκρουσης. Άλλωστε, τα ρήγματα που άνοιξαν ή ανοίγουν οι μνημονιακές πολιτικές είναι μεγάλα και δεν μπορούν να κλείσουν ή να συγκαλυφθούν από την κυρίαρχη ρητορική ότι «τα χειρότερα πέρασαν».
9. Σε αυτό το δύσκολο και αντιφατικό τοπίο είναι προφανές ότι για όσες και όσους αναφέρονται στην αριστερά και τη δυνατότητα ενός κινήματος ρήξης και ανατροπής, αυτή η ώρα είναι μια ώρα ευθύνης. Χωρίς προοπτική οι αντιστάσεις και οι διαθέσεις σύγκρουσης θα μένουν μετέωρες, παραχωρώντας πεδίο είτε στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει τις λαϊκές τάξεις, είτε –ακόμη χειρότερα– στις διάφορες παλιές και νέες παραλλαγές της ακροδεξιάς. Αν συνεχιστεί η τωρινή κατάσταση απουσίας μετωπικών πρωτοβουλιών, έλλειψης διαλόγου, απροθυμίας οικοδόμησης κοινών πρακτικών,η απογοήτευση και η αποστράτευση θα μεγαλώσουν κι άλλο. Ούτε μπορεί η, περισσότερο παρά ποτέ, αναγκαία σήμερα αναμέτρηση με το ερώτημα ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος και μιας στρατηγικής που να ανοίγει πραγματικά επαναστατικούς δρόμους, να υπάρξει «εργαστηριακά» και αποκομμένα από μετωπικές διεργασίες, κοινές πρακτικές και συλλογικό πειραματισμό. Θα πρέπει να αναπνέει μέσα στη διαμόρφωση πετυχημένων μετωπικών πρωτοβουλιών.
10. Σήμερα, οι δυνάμεις, τα ρεύματα, οι συλλογικότητες, οι αγωνίστριες και αγωνιστές που αναφέρονται στη δυνατότητα της ρήξης με τα μνημόνια, τον νεοφιλελεύθερισμό, την ευρωζώνη και την Ε.Ε., από τη σκοπιά ενός προγράμματοςανατροπών και μετασχηματισμών σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, και που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βάζουν πλάτη στις υπαρκτές αντιστάσεις, στους πλειστηριασμούς, στην προσπάθεια για ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, στα κινήματα και τις πρωτοβουλίες γειτονιάς, στους αγώνες της νεολαίας, στην πάλη κατά του φασισμού, του ρατσισμού και του εθνικισμού, στα δίκτυα αλληλεγγύηςκαι στα κινήματα κατά του σεξισμού, πρέπει να βρεθούν σε κοινή κοίτη και κοινή πολιτική διαδικασία:
·Για να στηρίξουν την ανασυγκρότηση αντιστάσεων και κινημάτων και το σπάσιμο του κλίματος ηττοπάθειας και απογοήτευσης.
·Για τη συλλογική επεξεργασία ριζοσπαστικών εναλλακτικών και ενός μεταβατικού προγράμματος που να προκύπτει από την εμπειρία των ίδιων των αγωνιστών και αγωνιστριών και πολύ περισσότερο του απλού κόσμου ευρύτερα, και για αυτό ακριβώς να πείθει και να στρατεύει τις λαϊκές μάζες, δείχνοντας ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος δρόμος χωρίς μνημόνια και επιτροπεία, έξω από το ευρώ και την Ε.Ε., με τις δυνάμεις της εργασίας στα ηνία.
·Για τη διαμόρφωση του αναγκαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, του αναγκαίου σημείου συνάντησης ανάμεσα σε κινήματα, αναζητήσεις, επεξεργασίες, εμπειρίες που πρέπει να γίνει πολιτικό εργαστήρι για τον άλλο δρόμο και την ανασύνταξη ενός νικηφόρου κινήματος.
11. Η Λαϊκή Ενότητα, το πολιτικό μέτωπο στο οποίο συμμετέχουμε, πρέπει να συμμετέχει και ακόμα να πρωτοστατήσει σε αυτή την προσπάθεια στρατεύοντας σε αυτή την προσπάθειατην σκέψη και την πρακτική του. Είναι ανάγκη, με πνεύμα μαχητικό αλλά και αυτοκριτικό, η Λαϊκή Ενότητα να δείξει ότι είναι το ρεύμα της αριστεράς, που αρνείται τα αδιέξοδα του κατακερματισμού και των κάθε λογής αναδιπλώσεων. Η Λαϊκή Ενότητα πρέπει να απευθυνθεί με τρόπο ειλικρινή και συντροφικό στο σύνολο των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς με μια σαφή πολιτική πρόταση που να περιλαμβάνει:
·Το αναγκαίο πλαίσιο πολιτικής συμφωνίας που να επικεντρώνει στη ρήξη με το ευρώ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, στην αναγκαία σύγκρουση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, στην πάλη κατά του ρατσισμού και του εθνικισμού και στη δυνατότητα ενός μεταβατικού προγράμματος με σοσιαλιστικό ορίζοντα.
·Την κοινή δράση και τη διαμόρφωση κοινών αριστερών αγωνιστικών σχημάτων στο εργατικό κίνημα, τα τοπικά κινήματα και την αυτοδιοίκηση, το κίνημα νεολαίας, την αντιφασιστική και αντιρατσιστική δράση.
·Την αναγκαία πολιτική συμπόρευση με στόχο τη διαμόρφωση ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, με κόμβο αλλά όχι αυτοσκοπό τις εκλογές, στη βάση αρχών και πρακτικών ισοτιμίας, συντροφικότητας και συλλογικότητας στην παρουσία και την εκπροσώπηση.
12. Μια τέτοια πολιτική πρόταση απαιτεί και από την ίδια τη Λαϊκή Ενότητα, μέσα από τη συλλογική της διαδικασία, να ξεκαθαρίσει, πρώτα και κύρια απευθυνόμενη προς τον κόσμο που τη θεωρεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, ότι:
·Όσο σημαντική και εάν η κατοχύρωση της παρουσίας αριστερών φωνών στο κοινοβούλιο κάτι τέτοιο δεν είναι αυτοσκοπός ούτε δικαιολογεί εκπτώσεις αρχών στο όνομά της. Η διαδικασία ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί να ιδωθεί κυρίως ως εκλογική μάχη, αλλά πρώτα και κύρια ως διαδικασία ανασυγκρότησης του κινήματος και προγραμματικής επεξεργασίας της εναλλακτικής. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι υπάρχει εκεί έξω ένας κόσμος που απλώς περιμένει «να μας ακούσει» και να μας ακολουθήσει πολιτικά.
·Ο κόσμος που απευθυνόμαστε είναι ο κόσμος του αγώνα, των κινημάτων και οι δυνάμεις, συλλογικότητες και αγωνίστριες/ές της ριζοσπαστικής αριστεράς. Δυνάμεις, ρεύματα, «προσωπικότητες» που έχουν υιοθετήσει επικίνδυνες ρατσιστικές απόψεις, έχουν επενδύσει στην εθνικιστική ρητορική, ή έχουν υιοθετήσει πρακτικές αστικού παραγοντισμού δεν έχουν θέση στη μετωπική διεργασία. Πήραν άλλες επιλογές που τους οδηγούν σε άλλες ατραπούς.
·Η αυτοκριτική για τις ανεπάρκειες της αριστεράς που μας έφεραν στη σημερινή κρίση, αλλά και για λάθη και αυταπάτες του παρελθόντος, η σεμνότητα και η πραγματική διάθεση τομής με τις λογικές και τις νοοτροπίες της αριστεράς της ήττας, δεν είναι περιττή πολυτέλεια αλλά το κρίσιμα βήμα για να κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη του κόσμου που αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να μας θεωρεί περισσότερο κομμάτι του προβλήματος παρά της λύσης.
·Η ισοτιμία, η κατοχύρωση της συλλογικής εκπροσώπησης, το να έρθουν στο προσκήνιο νέες γενιές αγωνιστριών και αγωνιστών, να δοκιμαστούν τρόποι απεύθυνσης που να μην αποπνέουν παραδοσιακή κοινοβουλευτική και εκλογική αντίληψη της πολιτικής, δεν είναι μόνο αναγκαίες συνθήκες για το μέτωπο, αλλά και έμπρακτη δέσμευση από τώρα.
·Η συμβολή στην οικοδόμηση ενωτικών αντιστάσεων και κινημάτων, η πραγματική δέσμευση σε ενωτικές πρωτοβουλίες στα κοινωνικά μέτωπα, σε ρήξη με τη διάχυτη παραταξιοποίηση, είναι στην πραγματικότητα συμβολή στην υπόθεση του μετώπου πιο σημαντική από τις απλές διακηρύξεις.
Μια τέτοια κατεύθυνση, μια τέτοια πρακτική, μια τέτοια στράτευση μπορεί να συμβάλει πραγματικά στην υπόθεση του να υπάρξει ξανά αριστερά στον τόπο μας αντάξια των αγώνων και των εμπειριών του κινήματος και ικανή όχι απλώς να αντέξει τα «δύσκολα που είναι μπροστά» αλλά και να δώσει ξανά σχήμα στην ελπίδα και δρόμο στην ανατροπή. Είναι μια ευθύνη που δεν έχουμε το δικαίωμα να αποφύγουμε.