Οι περίοδοι κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων λειτουργούν ως δοκιμασία και ως λυδία λίθος και για όσους αναφέρονται στην Αριστερά και την κοινωνική χειραφέτηση. Αναδεικνύουν δυναμικές αλλά και φέρνουν στο προσκήνιο κρισιακές τάσεις, συχνά και με τον πιο έντονο τρόπο. Μόνο μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ερμηνεύσει αυτά τα οποία συνέβησαν τις τελευταίες μέρες με την τραμπούκικη επίθεση της ΑΡΑΣ αλλά και την πλήρη αποκάλυψη μιας συγκεκριμένης πολιτικής φυσιογνωμίας με «ομάδες κρούσης», πρακτικές όξυνσης, προσπάθειες «υφαρπαγής» υπογραφών σχημάτων, και τελικά επιθέσεων ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές με τέτοια ένταση και μορφή που μέχρι τώρα είχαν δοκιμάσει μόνο τάσεις και ρεύματα ανοιχτά εχθρικά προς την Αριστερά και το μαζικό λαϊκό κίνημα. Γι’ αυτό και ορθά καταδικάστηκε τόσο από εμάς όσο και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες τάσεις ως πρακτική ανοιχτά εχθρική προς την αντικαπιταλιστική αριστερά και γι’ αυτό επίσης ορθά τονίστηκε ότι τέτοιες πρακτικές και οι φορείς τους δεν έχουν θέση μέσα στις γραμμές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Εάν θα θέλαμε να πάμε ένα βήμα πέρα από την απλή καταδίκη μιας τραμπούκικης επίθεσης που παρέπεμπε ευθέως σε λογική και πρακτική συμμορίας, θα πρέπει να δούμε σε αυτή την επίθεση δύο βασικές πλευρές. Από τη μια ένα σύμπτωμα κρίσης του κινήματος, εν μέσω ανόδου των κοινωνικών συγκρούσεων: την υποκατάσταση της μαζικής πολιτικής από μια συγκρότηση μιας συμμορίας, νεομιλιταριστικής σχεδόν συγκρότησης, που αναζητά διαρκώς αντιπάλους πάνω στους οποίους μπορεί να εκτονωθεί. Από την άλλη, τη συμπύκνωση όλων των προβλημάτων φυσιογνωμίας που μπορεί κανείς να συναντήσει μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά ως προς το σεκταρισμό, την αδυναμία συνύπαρξης, την υποτίμηση της αναγκαίας«διαλεκτικής της ηγεμονίας».

Ως προς το πρώτο στοιχείο εκτιμούμε ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στη συνολικότερη οικονομική και πολιτική κρίση, την άνοδο των κοινωνικών συγκρούσεων, τη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της νεολαίας, αλλά και την αντιφατική έκβαση των νεολαιίστικων και εργατικών αγώνων του τελευταίου διαστήματος, την πολιτική και κοινωνική απομόρφωση, την κρίση της αριστερής στρατηγικής, μπορεί να οδηγήσει σε μια στροφή προς μια λογική και πρακτική συμμορίας, η οποία αναλαμβάνει να δράση με όρους που καθιστούν το μέσο (την συγκρότηση με όρους «ομάδας κρούσης») σε αυτοσκοπό. Όταν δεν μπορείς να διαμορφώσεις ένα μαζικό κίνημα, με διάρκεια και αποτελέσματα, όταν αισθάνεσαι την αποτυχία σου στη μάχη της ηγεμονίας με πλειοψηφικούς όρους (ή την αρνείσαι εξαρχής), όταν αποφεύγεις να μπεις στη διαδικασία διόρθωσης και ανασύνθεσης που με πρωτότυπο τρόπο ανασημασιοδοτεί την έννοια της αντίστασης και του αγώνα σε κάθε συγκυρία, όταν δεν αντιπαλεύεις τις επιδράσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας (τον καριερισμό, το σεξισμό, τον ατομικισμό, την ιεραρχία), τότε είναι εύκολο να δεις τη «μαγκιά» και την βία ως υποκατάστατο της πολιτικής, διαλέγοντας μια αλυσίδα από «συγκρούσεις» που δεν έχουν σχέσημε το συσχετισμό δύναμης αλλά μα την αυτοσυγκρότηση και ανάπτυξη της ομάδας - συμμορίας.

Αυτό είναι ένα φαινόμενο που το παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια σε διάφορες παραλλαγές, κύρια στο χώρο της αναρχίας και αναρχοαυτονομίας, συχνά με οριακές καταστάσεις (π.χ. «Ομάδα Μεσολογγίου»). Αυτό το φαινόμενο μπορεί επίσης να συνδυαστεί με κάθε είδους πρακτικές απόσπασης βραχυπρόθεσμων άμεσων ωφελημάτων για όσους συμμετέχουν μέσα από την ικανότητα εκβιασμού μηχανισμών που μπορούν να διαθέτουν (με κορυφαίο παράδειγμα την μετάπτωση κατά καιρούς αναρχικών ομάδων σε συμμορίες «προστασίας»). Π.χ. ισχυρές φοιτητικές ομάδες, με χαρακτηριστικά συμμορίτικης συγκρότησης, μπορούν να κατοχυρώνουν άμεσα ανταλλάγματα μέσα σε πανεπιστημιακούς μηχανισμούς, σε μια λογική που δεν έχει σχέση με το μαζικό κίνημα. Το παράδειγμα της ΠΑΣΠ- ΑΣΟΕΕ είναι ίσως η πιο μεγάλη τέτοια περίπτωση σε ελληνικό ΑΕΙ, αλλά αξίζει τον κόπο να σκεφτεί κανείς πόσο απέχει από αυτό ο τρόπος που παρεμβαίνει π.χ. ο ΑΧΜΕΤΤ εντός των μηχανισμών του ΕΜΠ. Στην περίπτωση της ΑΡΑΣ αυτό αναπαράγεται σε μια εκδοχή που μπορεί να συνδυάζει τη λογική της συμμορίας με την τυπικά εκφορά ενός αριστερού λόγου ή διακηρύξεων για την Αριστερά κ.λπ., χωρίς αυτό να αναιρεί την κρίσιμη ώρα είναι η συμμορία και η πλήρης αποενοχοποίηση ως την καταφυγή στην ακραία βία έναντι συναγωνιστών που θα κυριαρχήσουν και όχι η εγκεφαλική εκφορά ενός αριστερού λόγου.

Ως προς το δεύτερο στοιχείο, αυτό που βλέπουμε είναι μια σειρά από συμπτώματα ιδιαίτερα διαδεδομένα μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά: Τη λογική του μικρόκοσμου, την προνομιμοποίηση της πάλης για την οργανωτική κατίσχυση εντός της μικρής κλίμακας έναντι των αναγκών του μαζικού κινήματος, την αδυναμία συνύπαρξης με άλλες τάσεις, την αντιμετώπιση ως πιο σημαντικού εχθρού αυτού που είναι πολιτικά ο πιο κοντινός, το μικρομεγαλισμό, την υποτίμηση της στρατηγικής προς όφελος της τακτικής.

Ο συνδυασμός ανάμεσα στη λογική της συμμορίας και κατά συνέπεια την πλήρη εργαλειοποίηση της βίαςμε την αναπαραγωγή μιας στρεβλής, πολιτικά απομορφωμένης, στρατηγικά κενής και ιδεολογικά αβαθούς εκδοχής αριστερού σεχταρισμού, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί σε μια φυσιογνωμία και κατά συνέπεια πρακτική, που αποτελούν σαφώς ανταγωνιστική αντίθεση μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά, αποτελούν εκδοχή αντίθεσης «ανάμεσα στο λαό και τους εχθρούς του» και όχι «αντίθεση στο πλαίσιο του λαού».

Όλα αυτά, ανεξάρτητα από την εκφορά του οποιουδήποτε πολιτικού λόγου, δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν παρά ως εκ των πραγμάτων ακραία εκδοχή ηγεμόνευσης από την αστική ιδεολογία και πολιτική.

Τα στοιχεία αυτά επικαθορίζονται στην περίπτωση της ΑΡΑΣ από το γεγονός ότι ως συλλογικότητα δεν μπόρεσε ποτέ να επιλύσει μία κρίσιμη αντίφαση στο εσωτερικό της: την υποτίμηση εξαρχής της σημασίας που έχει η επιλογή μορφών κοινωνικής, επαγγελματικής και συνδικαλιστικής πρακτικής που είναι σύμφωνη με τις ανάγκες του κινήματος και την ηθική της Αριστεράς. Η λογική ότι μπορεί κάποιος να είναι π.χ. στέλεχος επιχειρήσεων, εκπληρώνοντας το σύνολο των πρακτικών και αναγνωρίσεων που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή, ή νομικός σύμβουλος που μεθοδεύει τις νέες μορφές επέκτασης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, αλλά στον ελεύθερο χρόνο να υποδύεται, με την λογική του role-game ή του extreme sport τον καθοδηγητή επαναστατικής οργάνωσης, είναι λογικό να κάνει τον πολιτικό λόγο ιδεοληψία και να οδηγεί στην αποσύνδεση της πρακτικής από τη στρατηγική, τις πραγματικές απαιτήσεις του κινήματος, την ηθική της Αριστεράς ως συμπύκνωση των αξιακών αναγνωρίσεων που προεξαγγέλλουν όντως μια άλλη κοινωνία.

Γνώμη μας είναι ότι αυτά που είδαμε δεν ήταν «παρέκκλιση» αλλά γεγονότα ευθέως εξαγόμενα από αυτή τη συμπύκνωση κρισιακών τάσεων. Στη σημερινή πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της ΑΡΑΣ αποτελούν την ηγεμονική τάση, διαπερνούν την πολιτικοϊδεολογική συγκρότηση, θα καθορίσουν και μελλοντικές πρακτικές. Αυτή η διαπίστωση επιτείνει την εκτίμησή μας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο της οργανωτικής ρήξης και της αποπομπής τους από μετωπικά σχήματα. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος τέτοια φαινόμενα να επαναληφθούν και μάλιστα σε πολύ χειρότερες και βίαιες μορφές. Άλλωστε, υπάρχει και το δεδομένο αντίστοιχων επιθέσεων από την ΑΡΑΣ και σε άλλες περιπτώσεις τα προηγούμενα χρόνια

Σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνολικά η αντικαπιταλιστική αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεγάλη πρόκληση. Να μπορέσει με πνεύμα κριτικό και αυτοκριτικό να αντιμετωπίσει την αναπαραγωγή στο εσωτερικό της τέτοιων ακραίων κρισιακών φαινομένων. Να δείξει ότι μπορεί να γυρνά την πλάτη σε όλα αυτά που σηματοδοτούν την αναπαραγωγή της αστικής πολιτικής μέσα στο εσωτερικό της: τη βία, τη λογική της οργανωτικής κατίσχυσης, την ιεραρχία, τις διακρίσεις, το σεξισμό, την υποτίμηση της δημοκρατίας του αγώνα. Να αποδείξει απέναντι στα μάτια των αγωνιστών που θέλουν πραγματικά μιαν άλλη αριστερά, ότι μπορεί να αλλάξει τον εαυτό της, να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή με εχθρικές πρακτικές, να προστατεύει την μάχιμη πολιτική φυσιογνωμία και τη βαθύτερη ηθικότητα της αριστερής πολιτικής, να προχωρά σε οργανωτική ρήξη με ανταγωνιστικές πρακτικές και τους φορείς.

Με αυτή την έννοια η μάχη που είναι μπροστά μας είναι όντως αυτή της συλλογικής αυτοκριτικής και διόρθωσης για το χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Είναι η μάχη να αναμετρηθούμε όλοι μας με το «κακό εαυτό μας», με όλες εκείνες τις αντιφάσεις και τα όριά μας, που και την απήχησή μας περιορίζουν και πλευρές της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής αναπαράγουν στο εσωτερικό μας. Δεν είναι ζήτημα ΑΡΑΣ, δεν είναι καν ζήτημα ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ΑΡΑΣ, είναι η πρόκληση του ποια ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέλουμε.

Όποιος επιμένει να μιλά για σύγκρουση ΑΡΑΝ – ΑΡΑΣ, για απλές αντιπαραθέσεις που ξέφυγαν από τα όρια, για ευθύνες που μπορούν να συμψηφιστούν κάνει δύο βασικά λάθη. Από τη μια, εθελοτυφλεί απέναντι σε μια κρίση που μας αφορά όλους, απέναντι σε φαινόμενα και λογικές που είναι εχθρικές απέναντι στην αντικαπιταλιστική αριστερά ως έχει. Από την άλλη, διαμορφώνει μια κουλτούρα στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου θα κυριαρχεί η «περιορισμένη ευθύνη», όπου όλοι θα περιορίζουν προκαταβολικά την κριτική τους, έτσι ώστε να αισθάνονται ότι μένουν και οι ίδιοι στο απυρόβλητο, και όπου η εσωτερική συζήτηση δεν θα αφορά τον πραγματικό αυτομετασχηματισμό και την υπέρβαση των σημερινών ορίων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αλλά μόνο τη διαπραγμάτευση του βαθμού ανοχής απέναντι στη μία ή την άλλη απόκλιση.

Είναι επίσης σαφές ότι τόσο το ξέσπασμα των κρισιακών φαινομένων όσο και η αντιφατικότητα στην αντίδραση απέναντι σε αυτά, που συμπυκνώθηκε σε αντανακλαστικά «ίσων αποστάσεων» και τάσεις «συμψηφισμού ευθυνών», αποτελούν και μορφή έκφραση της αντιφατικότητας που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει το χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπως έχουμε πει πολλές φορές η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι κληρονόμος αγωνιστικών επαναστατικών παραδόσεων και απότοκος μαχών ενάντια σε δεξιές αποκλίσεις, αλλά και μορφή εμφάνισης της υπαρκτής κρίσης, κοινωνικής, πολιτικής στρατηγικής, του κομμουνιστικού κινήματος. Το εάν και κατά πόσο υπερβαίνει αυτή την αντίφαση και γίνεται πραγματικά δύναμη ανανέωσης και ανασυνθεσης της κομμουνιστικής στρατηγικής, είναι διαρκές διακύβευμα που κρίνεται τόσο στην ικανότητά της να συγκροτεί νικηφόρα κινήματα και να δίνει νέες απαντήσεις στα ανοιχτά ερωτήματα της επαναστατικής στρατηγικής, αλλά και από την ικανότητά της να αναδιαμορφώνει την πολιτικής της φυσιογνωμία. Σε αυτό το πλαίσιο, η μάχη για μια άλλη φυσιογνωμία, η πάλη για πραγματική δημοκρατία, η προσπάθεια για μια Αριστερά που να μην αναπαράγει αστικές λογικές στην καθημερινότητά της, αποτελούνκρίσιμες στρατηγικές πολιτικές προκλήσεις για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αντικαπιταλιστική αριστερά. Με αυτό τον τρόπο πρέπει να δούμε τη μάχη για την απομόνωση, την περιθωριοποίηση, τον πολιτικό και οργανωτικό διαχωρισμό με εχθρικές πρακτικές και τους φορείς τους. Είναι μάχη για να κατοχυρωθεί μια μάχιμη, πραγματικά επαναστατική φυσιογνωμία μέσα στην Αριστερά. Είναι μια μάχη για να ξεπεράσουμε προβληματικές πλευρές και της δικής μας πολιτικοποίησης.

Και ξέρουμε καλά ότι σε αυτή την προσπάθεια θα πρέπει να ξεπεράσουμε και όλη την αντικειμενική δυσκολία που γεννά η άγνοια περιστατικών αλλά και η δική μας περιορισμένη όλα αυτά τα χρόνια ενημέρωση των άλλων τάσεων και αγωνιστών για γεγονότα και περιστατικά στο όνομα του να μη διαταραχθεί η ενότητα ή το «καλό κλίμα».

Κομβικό στοιχείο της όλης μας στάση είναι η εκτίμηση ότι ενώ για ένα διάστημα στο εσωτερικό της ΑΡΑΣ παίχτηκε όντως το στοίχημα της αναβάθμισης της πολιτικοποίησης και μιας περισσότερο ενεργητικής συμβολής στην υπόθεση της ανασύνθεσης, το στοίχημα αυτό ηττήθηκε, κάτι που αποκρυσταλλώθηκε στην οργανωτική αποχώρηση δεκάδων μελών της ΑΡΑΣ, με βασικό σημείο διαφωνίας την άρνηση αυτής της πολιτικής φυσιογνωμίας. Από εκεί και πέρα, ο παροξυσμός μιας αντίληψης ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον της ΑΡΑΣ, η συγκρότηση της «ομάδας περιφρούρησης» και φυσικά η επίθεση στις 14/09 συνιστούν πολιτικό σημείο χωρίς επιστροφή για το εάν έχει να προσφέρει ως συλλογικότητα οτιδήποτε στην υπόθεση της ανασύνθεσης μιας άλλης αριστεράς.

Σε αυτό το φόντο εμείς το λέμε καθαρά: Για το επόμενο διάστημα θα δώσουμε τη μάχη ώστε πρακτικές σαν κι αυτές που είδαμε στην Πάτρα και όσοι τις οργάνωσαν βρεθούν εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των μετωπικών σχημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Εκτιμούμε και είναι δημόσια τοποθέτησή μας ότι η ΑΡΑΣ, στη σημερινή μορφή, συγκρότηση και ηγετική διάρθρωσή της αναπαράγει στοιχεία φυσιογνωμικής μετάλλαξης χωρίς επιστροφή και η πολιτική και οργανωτική ρήξη είναι μονόδρομος για να μην ξαναδούμε τέτοια φαινόμενα. Αυτή τη μάχη πρέπει να τη δώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει να δείξει ότι μπορεί να κάνει και την πιο βαθιά αυτοκριτική αλλά και ότι είναι έτοιμη να προχωρήσει σε πραγματικές τομές με ό,τι υπονομεύει την παρέμβαση της. Η πολιτική ρήξη με την ΑΡΑΣ δεν θα είναι «διάσπαση», θα είναι υπέρβαση στοιχείων πρακτικής και φυσιογνωμίας που δεν επιτρέπουν στην αντικαπιταλιστική αριστερά να ξεδιπλώσει πλήρως τη δυναμική της. Αυτό για μας είναι μια πολιτική μάχη που θα συνεχίσουμε να τη δίνουμε μέσα στα σχήματα και τις πολιτικές μορφές συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θέλουμε να την κάνουμε υπόθεση των ίδιων των αγωνιστών, θέλουμε να αποτελέσει αντικείμενο της πραγματικής δημοκρατίας μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που δεν είναι αυτή του συντονιστικού, αλλά της βάσης, των συνελεύσεων.

Η μάχη για την απομόνωση εχθρικών πρακτικών είναι για εμάς κομμάτι μιας συνολικότερης πολιτικής μάχης και συλλογικής προσπάθειας που πρέπει να ξεδιπλωθεί μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να πάρει χαρακτηριστικά πραγματικά μάχιμα και κοινωνικά αναγκαία. Είναι η μάχη για την επεξεργασία μιας μάχιμης γραμμής μέσα στο κίνημα, για να είναι πρωτοπόρα η αντικαπιταλιστική αριστερά στη μάχη ενάντια στην τριπλή κατοχή ΕΕ – ΔΝΤ – ΕΚΤ και το Μνημόνιο, για να ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, για να άμεση κλιμάκωση των νεολαΐστικών αγώνων με καταλήψεις και διαδηλώσεις, για θεσμούς αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης και διαμόρφωση αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου. Είναι η μάχη για να μπορέσει η αντικαπιταλιστική αριστερά να αποτελέσει την απάντηση στην εκρηκτική κρίση της Αριστεράς, για να αρνηθούμε το βόλεμα στη λογική της «αριστερής αντιπολίτευσης» και την απομόνωση του «επαναστατικού πόλου», για να τολμήσουμε να επεξεργαστούμε μια κατεύθυνση αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση. Είναι η μάχη για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματικά δημοκρατική, χωρίς βέτο και εκβιαστικές ομοφωνίες, με όλη την εξουσία στη βάση, με πλήρη κατοχύρωση της δυνατότητας αποφάσεων με ψηφοφορίες σε όλα τα επίπεδα, με αιρετά και ανακλητά όργανα. Σε αυτές τις μάχες θέλουμε να στρατευτούμε όλες μας τις δυνάμεις το επόμενο διάστημα.

Θέλουμε να το πούμε κατηγορηματικά. Όντως η σημερινή εικόνα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με τον κατακερματισμό των οργανώσεων και την αναπαραγωγή αντικειμενικά κάθε είδους μικροηγεμονισμών, πρέπει να ξεπεραστεί και δεν αναλογεί στις προκλήσεις της περιόδου. Δύο είναι οι τρόποι για να ξεπεραστεί: τα αποφασιστικά βήματα για τη δημοκρατία των μελών μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η τολμηρή αναμέτρηση με την υπέρβαση του κατακερματισμού των δυνάμεων που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος, με αυτοδιάλυση των σημερινών οργανώσεων και διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος.

Λέμε κατηγορηματικά ότι τα όσα συμβαίνουν δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα τα όσα λέγονται για «βεντέτα» ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ. Εάν είχαμε τη λογική της βεντέτας ή της εμμονής ότι ο αντίπαλός μας ήταν η ΑΡΑΣ, τότε δεν θα είχαμε προχωρήσει σε όλες τις μορφές πολιτικής συνεργασίας με την ΑΡΑΣ μετά τη διάσπαση του 1997. Η συμμετοχή στην Πρωτοβουλία για την Κοινή Δράση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς το 2000, η επιλογή της συγκρότησης της ΕΝΑΝΤΙΑ, ο τρόπος συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και η στάση σε επιμέρους μέτωπα, όπως είναι η πετυχημένη πολιτική πρωτοβουλία μας για την ενωτική παρουσία στο ΤΕΕ, δείχνουν πόσο ανυπόστατη είναι η αναφορά σε βεντέτα. Αντίθετα, οι σεξιστικές επιθέσεις το 2000, οι τραμπουκισμοί μέσα στα ΕΑΑΚ το 2001-2002, οι επιθέσεις σε στελέχη άλλων ρευμάτων της Αριστεράς, η συστηματική σπίλωση αγωνιστών με αποκορύφωμα το αποτυχημένο βέτο για υποψηφιότητες στις βουλευτικές εκλογές του 2009, δείχνουν την κλιμάκωση των εχθρικών πρακτικών της ΑΡΑΣ ενάντια στο σύνολο της αντικαπιταλιστικής αριστερά.

Γι’ αυτό και το λέμε καθαρά. Σήμερα δεν έχουμε να κάνουμε με «αντίθεση» ΑΡΑΝ – ΑΡΑΣ αλλά με επίθεση της ΑΡΑΣ ενάντια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενάντια συνολικά την αντικαπιταλιστική αριστερά.

Σε σχέση τώρα με όσα αναφέρονται σχετικά με τις υποτιθέμενες δεξιές πρακτικές της ΑΡΑΝ σε σχήματα ή τοπικές ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέραν του να πούμε ότι τουλάχιστον αβάσιμο (και συντροφικά απαράδεκτο) να τίθεται η όποια πολιτική τοποθέτηση ως αιτιώδης παράγοντας που δικαιολογεί τραμπούκικες επιθέσεις, θέλουμε να πούμε τα ακόλουθα:

·Είναι δεξιά τοποθέτηση να βλέπεις τις ευκαιρίες που ανοίγονται για την αντικαπιταλιστική αριστερά να παρέμβει στη συνολική συζήτηση της Αριστεράς, να κερδίσει δυνάμεις και από το ρεφορμισμό και από τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, να αναδιατάξει συνολικά τους συσχετισμούς;

·Είναι δεξιά τοποθέτηση να πιστεύεις ότι μπορεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη βάση ενός αντικαπιταλιστικού πλαισίου, με αντι-ΕΕ, αντισυνδιαχειριστικό και αντι-Καλλικράτικό προσανατολισμό, μπορεί να δοκιμάσει ευρύτερες συνεργασίες με άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στις αυτοδιοικητικές εκλογές;

·Είναι δεξιά τοποθέτηση να στηρίζεις ένα μάχιμο σχήμα πόλης, με σαφώς αντικαπιταλιστικό πλαίσιο, με συνεπή παρουσία και το οποίο επίσημα ο ΣΥΝ δεν το στηρίζει;

·Είναι δεξιά τοποθέτηση να παλεύεις για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού και να υπερασπίζεσαι την οργανωμένη, πολιτικοποιημένη, συγκροτημένη πάλη του φοιτητικού κινήματος σε κάθε επίπεδο, από το ΔΣ της σχολής μέχρι την πρόκληση της ανασυγκρότησης μιας ΕΦΕΕ πραγματικά των φοιτητών και να αρνείσαι τη λογική του καπετανάτου, τον οργανωτικό αμορφισμό, την απουσία δομών λογοδοσίας;

·Είναι δεξιά τοποθέτηση να υποστηρίζεις ότι ένα σχήμα μπορεί να αποφασίζει δημοκρατικά, μπορεί να αυτοκαθορίζεται, μπορεί να χαράσσει γραμμή έξω και πέρα από κάθε λογική εκβιασμού;

·Είναι δεξιά τοποθέτηση να υποστηρίζεις ότι σήμερα δεν βοηθά την αντικαπιταλιστική αριστερά το φλερτάτισμα με τη νεοαυτονομία και η υποτίμηση της γραμμής μαζών;

Η Αριστερή Ανασύνθεση έχει καθαρές τοποθετήσεις και αυτό αποτυπώνει η ομόφωνη πολιτική απόφαση της συνδιάσκεψης:

·Στρατηγική επιλογή μας η ένταξη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δίνουμε τη μάχη για τη δημοκρατική συγκρότησή της, για να είναι πρωτοπόρα στο κίνημα, για να αλλάξει συσχετισμούς στην Αριστερά. Είμαστε το πολιτικό ρεύμα που κατεξοχήν υποστήριξε όλα τα προηγούμενα την ανάγκη να ξεδιπλωθεί μια ενωτική διεργασία σαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ένταξή μας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι επιλογή βαθιά, συνειδητή, στρατηγική. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι για εμάς «σημαία ευκαιρίας», ούτε πρόκειται να πάμε «γι’ άλλες πολιτείες».

·Τολμηρά προτείνουμε την υπέρβαση του σημερινού κατακερματισμού των δυνάμεων που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος και τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος.

·Ανοίγουμε την πολιτική και προγραμματική συζήτηση για να μπορέσει η αντικαπιταλιστική αριστερά να είναι η δύναμη εκείνη που θα κάνει ξανά την Αριστερά συνώνυμη με την αντίσταση, την αλληλεγγύη την ανατροπή.

Ως Αριστερή Ανασύνθεση δεν φοβόμαστε την αυτοκριτική. Ξέρουμε πολύ καλά τα λάθη που έχουμε κάνει, ούτε αρνούμαστε την συντροφική και καλόπιστη κριτική. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή και μάχη κοιτάμε κατάματα και τις δικές μας αντιφάσεις και αδυναμίες:

·Τον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο διεξάγεται μέρος της πολιτικής συζήτησης μέσα στο εσωτερικό μας, την αναπαραγωγή με τρόπο σχηματικό και όχι στρατηγικό τοποθετήσεων, την αδυναμία συχνά αποδοχής της ηγεμονίας της κεντρικής γραμμής της συλλογικότητας, ιδίως σε ό,τι αφορά την οριοθέτησή μας απέναντι σε άλλες σχέδια για την Αριστερά.

·Την αδυναμία επεξεργασίας μιας συνολικής πολιτικής τοποθέτησης για το νεολαΐστικο κίνημα σε όλες τις μορφές του, ικανής να αντιμετωπίσει την υπαρκτή κρίση στρατηγικής μέσα στην ΕΑΑΚ, σε μια περίοδο που η νεολαία είναι στο στόχαστρο και ετοιμάζονται πρωτοφανούς κοινωνικής βαρβαρότητας ανατροπές στα ΑΕΙ.

·Την αδυναμία μας να επιβάλουμε άλλους όρους συζήτησης στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ και να υπερβούμε μια ιδιότυπη τελετουργία επίδειξης δύναμης που δεν μπορεί να συμβάλει στον ουσιαστικό διάλογο.

·Την ελλιπή συζήτηση στο εσωτερικό μας για το Δεκέμβρη του 2008, τα αντανακλαστικά που άφησε, τις πρακτικές που αναπτύχθηκαν στην επαύριόν του.

·Την αδυναμία ανανέωσης του μαζικού στυλ δουλειάς μας και την ελλιπή επεξεργασία γραμμής για την παρέμβαση στο φοιτητικό κίνημα και ως αποτέλεσμα την υποχώρηση της πολιτικής αποτελεσματικότητας και της μαζικής απήχησης κρίσιμων σχημάτων, στην Πάτρα και αλλού, που άφησαν το περιθώριο να βρουν ακροατήριο απόψεις εχθρικές προς την αντικαπιταλιστική αριστερά.

·Την τάση να αντιμετωπίζουμε φυσιογνωμικά στοιχεία, σε σχήματα ιστορικά, όπως είναι αυτά της Πάτρας, όχι ως πολιτικά στοιχήματα που πρέπει να επιβεβαιώνονται, να ανασημασιοδοτούνται και να επανακατοχυρώνονται μέσα στη μαζική κινηματική δράση, αλλά ως παραδόσεις που πρέπει να τηρούνται και να αναπαράγονται.

·Την υποχώρηση της εσωτερικής πολιτικής συζήτησης, τα ελλείμματα πολιτικοποίησης σε αρκετούς πυρήνες, τον αντιδιαλεκτικό χαρακτήρα με τον οποίο διεξάγεται μέρος της εσωτερικής μας συζήτησης.

·Τα ελλείμματα στην αποκατάσταση μιας πλήρως δημοκρατικής και συντροφικής συζήτησης και το ξεδίπλωμα μιας αποτελεσματικής καθοδηγητικής λειτουργίας.

Το ξεπέρασμα αυτών των αδυναμιών αποτελεί βασική προτεραιότητα της παρέμβασής μας το επόμενο διάστημα.

Σε αυτό το πλαίσιο η κίνησή μας για το επόμενο διάστημα ορίζεται ως εξής

Σαφής και ξεκάθαρη πολιτική μας τοποθέτηση είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέσα από τις πολιτικές της διαδικασίες, πρέπει να προχωρήσει στην απομόνωση, περιθωριοποίησης και οργανωτική αποπομπή των εχθρικών πρακτικών και των φορέων τους. Χωρίς σαφή, ειλικρινή και έμπρακτη αυτοκριτική, χωρίς διάλυση της «ομάδας περιφρούρησης», χωρίς τομές στην ηγετική δομή της ΑΡΑΣ, σήμερα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την οργανωτική ρήξη, για όποιον δεν θέλει να ξαναζήσει τέτοια γεγονότα. Είναι θέμα που πρέπει να απασχολήσει τις δημοκρατικές διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλα τα επίπεδα. Αντίστοιχη είναι η τοποθέτησή μαςκαι για άλλα μετωπικά σχήματα. Για εμάς αυτή είναι μια πολιτική μάχη που πρέπει να τη δώσει η αντικαπιταλιστική αριστερά.

Κατανοούμε όλες τις επιφυλάξεις συντρόφων και συναγωνιστών, που είτε δεν μπορούν να πιστέψουν ότι τέτοιες πρακτικές και λογικές αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό, είτε δεν μπορούν να συνειδητοποίηση την κλίμακά τους, είτε ανησυχούν για το μέλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έχουμε κάθε υποχρέωση να ακούσουμε τον προβληματισμό τους, οφείλουμε να σεβαστούμε τις ανησυχίες τους, πρέπει να τους εκθέσουμε το πώς εμείς θέλουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Σήμερα, εκτιμούμε ότι η σαφής δημόσια πολιτική καταδίκη της ΑΡΑΣ από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί κρίσιμη τομή στη πολιτική συγκρότηση και τη δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αποτελεί πραγματικό πλήγμα ενάντια σε πρακτικές και λογικές εχθρικές προς την αντικαπιταλιστική αριστερά. Ανοίγει το δρόμο της πολιτικής απομόνωσης.

Με βάση αυτή την τοποθέτηση η Αριστερή Ανασύνθεση, στο βαθμό που επικυρωθεί η ανακοίνωση του συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν διακυβευτεί, θα συμμετέχει στις πολιτικές διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς να υποστείλει ούτε στιγμή την πολεμική της και τη συμβολή της στη μάχη για να κάνει τομές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ό,τι εμποδίζει να ξεδιπλώσει τη δυναμική της.

Θεωρούμε αυτονόητα επίσης τα ακόλουθα και τα θέτουμε στο συντονιστικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως αναγκαίους όρους για να ξεδιπλωθεί η εκλογική μάχη

·Την αποδοχή της δημόσια ανακοίνωσης ως απόφασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από οποιονδήποτε, τάση ή άτομο συμμετέχει στην εκλογική μάχη.

·Την διάλυση της «ομάδας περιφρούρησης» της ΑΡΑΣ

·Τη δέσμευση πως όσοι από την ΑΡΑΣ σχεδίασαν, καθοδήγησαν και εκτέλεσαν την επίθεση στην Πάτρα δεν έχουν θέση στα ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Σε όλα τα μετωπικά σχήματα κοινωνικών χώρων θέτουμε τώρα το θέμα της συνολικής πολιτικής καταδίκης των εχθρικών πρακτικών. Είναι κομμάτι της αναγκαίας επανίδρυσης των ΕΑΑΚ ως πρωτοπόρας δύναμη του νεολαιίστικου κινήματος η ριζική τομή με εχθρικές πρακτικές και τους φορείς τους. Σε όλους τους κοινωνικούς χώρους εξασφαλίζουμε ότι η οργανωτική κυριαρχία μέσα σε σχήματα των φορέων του τραμπουκισμού δεν αναιρεί τη δυνατότητα όσων αναφέρονται στη μάχιμη και μαζική αριστερά να μπορούν να παρέμβουν πολιτικά.

Αρνούμαστε τη λογική των «οργανωτικών απαντήσεων» αλλά και υπερασπιζόμαστε τη μαζική παρουσία και δράση σχημάτων με μεγάλη ιστορία μέσα στο μαζικό χώρο. Η δική μας δύναμη δεν είναι οι «ομάδες κρούσης» αλλά η απήχηση στο μαζικό χώρο και η πρωτοπόρα δράση μέσα στο μαζικό κίνημα.

Σε κάθε περίπτωση

·Είμαστε έτοιμοι να δώσουμε με όλες μας τις δυνάμεις τη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών, ενεργοποιώντας το σύνολο του δυναμικού μας.

·Προσανατολίζουμε το σύνολο των συντρόφων στις μεγάλες μάχες του κινήματος που είναι μπροστά μας.

·Στηρίζουμε τη δημοκρατία μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αμέσως μετά τις εκλογές προχωράμε αποφασιστικά στις τομές στη δημοκρατική λειτουργία.

·Ζυμώνουμε – προβάλλουμε ανοιχτά την πρόταση για το σύγχρονο κομμουνιστικό ρεύμα.

·Μαζικοποιούμε την Αριστερή Ανασύνθεση, αναβαθμίζουμε την προς τα έξω παρουσία της (ιστοσελίδα, περιοδικό, Λέσχη «Εκτός Γραμμής»), αναβαθμίζουμε την πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό μας, κάνουμε την αυτοκριτική βασική πλευρά της εσωτερικής ζωής, σφυρηλατούμε την ενότητα και τη συντροφικότητα στο εσωτερικό μας.