1. Παγκόσμια Καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης και αντιφάσεις των αστικών στρατηγικών

1.1 Η έξοδος από την κρίση αργεί...

Στο επίπεδο της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας είναι σαφές πώς οι ηγεμονικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωποι με μια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης. Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες για σημάδια ανάκαμψης, αυτά είτε δεν έρχονται, είτε δεν έχουν την δυναμική που αρχικά αναφέρθηκε ότι θα είχαν. Στις ΗΠΑ διαρκώς επανέρχεται ο φόβος για διπλή ύφεση (double dip recession), ενώ στην Ευρωζώνη οι περισσότεροι σχηματισμοί δεν έχουν δυναμική ανάπτυξης. Ακόμη και η Γερμανική ανάπτυξη μοιάζει να έχει περισσότερο σχέση με την ώθηση που της δίνει η θέση της μέσα στην αρχιτεκτονική της ΕΕ, η μεγάλη συμπίεση των μισθών το προηγούμενο διάστημα και η κλαδική κατανομή των εξαγωγών της, παρά με μια συνολική στρατηγική εξόδου από την κρίση. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στη συγκυρία ακόμη και στην Κίνα εμφανίζονται τάσεις μικρής επιβράδυνσης (την ίδια περίοδο βέβαια που ως προς το ΑΕΠ κατέχει πλέον τη δεύτερη θέση).

1.2 Η Ευρωπαϊκή ‘φυγή προς τα εμπρός’

Στην Ευρώπη είναι προφανές ότι η κυρίαρχη πολιτική επιλογή δεν είναι αυτή της αντιμετώπισης των υφεσιακών τάσεων, αλλά της με κάθε τρόπο επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων και της τροποποίησης του συσχετισμού δύναμης, ακόμη και με το κόστος παράτασης της ύφεσης. Αυτό συμπυκνώνεται και στο αίτημα για δημοσιονομική λιτότητα, περικοπές και έκτακτα μέτρα που ολοένα και περισσότερο γίνεται ο κανόνας σε όλη την Ευρώπη (βλ. τις πολύ μεγάλες περικοπές της νέας Βρετανικής κυβέρνησης, τα μέτρα που διαρκώς εξαγγέλλει η κυβέρνηση Σαρκοζύ, τα μέτρα στην Ιταλία κ.α.).

Αντιμέτωπες με στοιχεία κλιμακούμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, διαπιστώνοντας ότι οι φιλόδοξοι στόχοι της στρατηγικής της Λισαβόνας για τομές στην παραγωγικότητα που θα οδηγούσαν σε σημαντική αναβάθμιση της ΕΕ μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν εκπληρώθηκαν, με αρκετές πλευρές του «κοινωνικού κράτους» να μην έχουν αναιρεθεί και κατακτήσεις των εργαζομένων να επιβιώνουν, οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις επιδιώκουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις «πειθαρχικές» πλευρές της κρίσης. Προτιμούν, οριακά, να υπάρξει ακόμη και παράταση της ύφεσης, εάν αυτό πρόκειται να περάσει μέτρα που να τροποποιούν ριζικά το συσχετισμό δύναμης. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τις αποκλίσεις που αποτυπώθηκαν ακόμη και στην πρόσφατη σύνοδο των G20, καθώς στις ΗΠΑ, όπου η ήττα της εργατικής τάξης ένα προηγούμενο διάστημα ήταν πολύ μεγαλύτερη (γι’ αυτό και ουδέποτε διαμορφώθηκε «κοινωνικό κράτος»), αισθάνονται ότι έχουν το περιθώριο να μιλούν για αυξημένη κρατική παρέμβαση και για ήπια αναδιανομή. Γι’ αυτό και υπάρχει όλη η συζήτηση σε επίπεδο σχεδιαστών οικονομικής πολιτικής ανάμεσα σε ‘νεοκεϋνσιανούς’ οπαδούς της επιμονής σε πακέτα «τόνωσης» και τους οπαδούς της λιτότητας και των περικοπών.

1.3 Οι αντιφάσεις των αστικών στρατηγικών

Αυτές οι ανοιχτές αντιφάσεις της αστικής στρατηγικής – εν μέσω της κρίσης και της αντικειμενικής κατάρρευσης προηγούμενων βεβαιοτήτων για τον εγγενή ορθολογισμό των αγορών – αποτυπώνονται στις ταλαντεύσεις στο επίπεδο των στρατηγικών τοποθετήσεων που αρθρώνονται σήμερα μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

·Σε όλους τους σχηματισμούς η χρηματοπιστωτική κρίση περιορίζει την διεύρυνση της πίστης (τόσο της ιδιωτικής όσο και του δημόσιου χρέους) ως υποκατάστατου της «αναδιανομής» και ανοίγει τον κίνδυνο της παρατεταμένης ύφεσης.

·Στις ΗΠΑ η τεράστια αύξηση της κρατικής οικονομικής παρέμβασης – εγγύησης του τραπεζικού συστήματος δεν έχει κατορθώσει να οδηγήσει σε ανάκαμψη, χωρίς όμως ο υστερικός αντικρατισμός της Αμερικανικής Δεξιάς να φαντάζει ως πειστική διέξοδος.

·Στην Ευρώπη η Γερμανία προσπαθεί να διατηρήσει το εξαγωγικό πλεονέκτημα που της δίνει η αυξημένη ιστορικά παραγωγικότητα και η επιδείνωση της θέσης των μισθωτών από τις μεταρρυθμίσεις Hartz, την ίδια ώρα που η στάση της μέσα στην ΕΕ και το θέμα των ελλειμμάτων απειλεί να υπονομεύσει την ίδια την διαθέσιμη ζήτηση και άρα την όποια ανάκαμψη.

·Οι αναδυόμενες οικονομίες και η Κίνα αποφεύγουν το κίνδυνο ύφεσης, δοκιμάζουν να εξομαλύνουν οξυμμένες αντιθέσεις αλλά απειλούνται από την όποια υποχώρηση της παγκόσμιας ζήτησης. Οι αυξήσεις μισθών στην Κίνα χαιρετίζονται ως τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη δοκιμάζονται επάλληλες περιοριστικές πολιτικές.

·Σε όλο τον κόσμο η λογική της απελευθέρωση των αγορών και της άρσης προστατευτικών μηχανισμών, με αποκορύφωμα τη μερική εκχώρηση εθνικής νομισματικής κυριαρχίας μέσα στο σύστημα του ευρώ, διαμορφώνει μια συνθήκη διαρκούς πίεσης προς τα κάτω σε ό,τι αφορά μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές.

Οι ταλαντεύσεις αυτές και οι εσωτερικές αντιφάσεις των όποιων πολιτικών επιλογών προτείνονται σήμερα αποτυπώνουν ακριβώς ότι αυτό που ξεδιπλώνεται μπροστά μας δεν είναι απλώς μια χρηματοπιστωτική κρίση, δεν είναι μια ύφεση, δεν είναι καν μια επιδείνωση της κερδοφορίας εξαιτίας μισθολογικών, χρηματοπιστωτικών ή δημοσιονομικών παραμέτρων. Είναι ένδειξη ότι έχουμε την πλήρη εκδήλωση μιας καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης. Όσες αλλαγές και εάν γίνουν στο επίπεδο είτε της κυκλοφορίας και του τραπεζικού συστήματος, είτε στο επίπεδο του κόστους εργασίας, αυτές δεν αποτελούν έξοδο από την κρίση, αλλά στην καλύτερη περίπτωση διαμόρφωση όρων για την έξοδο. Αυτή θα απαιτούσε την εμπέδωση ενός νέου κοινωνικού και τεχνολογικού υποδείγματος που να εξασφαλίζουν μακροχρόνιες αυξήσεις και της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας. Ανεξάρτητα από το θεωρητικό ερώτημα για το εάν η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση προκλήθηκε από κατά βάση τάσεις υπερσυσσώρευσης στην παραγωγή που για ένα διάστημα ‘συγκαλύπτονταν’ από την υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, ή πυροδοτήθηκε στο επίπεδο της κυκλοφορίας από τον εγγενή ανορθολογισμό της χρηματοπιστωτικής σφαίρας το σίγουρο είναι ένα: από τη στιγμή που παίρνει χαρακτηριστικά υπερσυσσώρευσης έξοδος απαιτεί τομές και αναδιαρθρώσεις στο χώρο της παραγωγής, τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε εργατική τάξη και κεφάλαιο και εξασφάλιση τομών στην παραγωγικότητα που να εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμη ανοδική τάση της κερδοφορίας.

Ωστόσο μέσα στη συγκυρία οι αστικές τάξεις στην Ευρώπη αναδιπλώνονται στον «εύκολο δρόμο» της μείωσης των μισθών, της παράτασης του χρόνου εργασίας, της ακόμη μεγαλύτερης επιδείνωσης του συμβολαίου εργασίας, της επέκτασης της εμπορευματοποίησης κρίσιμων πλευρών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Εκτιμώντας ότι δεν θα συναντήσουν εκείνη την κλίμακα αντιστάσεων και «αντισυστημικής» αριστερής πολιτικής δράσης που θα τους υποχρέωνε στην επεξεργασία μιας συνολικότερης στρατηγικής εξόδου από την κρίση, αναδιπλώνονται στον σκληρό πυρήνα του αστικού «ταξικού ενστίκτου». Αντιστοιχεί αυτό και στην απουσία ‘θετικού’ ηγεμονικού προτάγματος και συνολικότερα τα ανοιχτά ρήγματα στην νεοφιλελεύθερη ηγεμονία.

Η έκβαση αυτών των διεργασιών συνολικά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν είναι δεδομένη. Είναι λανθασμένη μια τελεολογική αντίληψη της κρίσης, σύμφωνα με την οποία αυτές οι επιλογές που παίρνουν οι αστικές τάξεις είναι αποτέλεσμα των «νομοτελειών» του καπιταλισμού και επομένως δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Αντίθετα, οι αστοί παίρνουν αυτές τις επιλογές επειδή δεν συναντούν εκείνες τις αντιστάσεις που θα τους υποχρέωναν σε αλλαγή πολιτικής. Ποια θα είναι τελικά η μορφή που θα πάρει η έξοδος από την τρέχουσα κρίση δεν είναι δεδομένο. Θα εξαρτηθεί από το συνολικό συσχετισμό δύναμης. Εάν η προηγούμενη διαδικασία εξόδου από την κρίση που ξεκίνησε το 1973-74 στηρίχτηκε τελικά σε ένα συσχετισμό ολόπλευρης ήττας και του κινήματος και της Αριστεράς, σήμερα η συνθήκη δεν είναι ίδια. Η ήττα της Αριστεράς παραμένει ενεργή, όμως, ενισχύονται στοιχεία διεκδικητισμού και ριζοσπαστισμού. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι κλιμακούμενοι και οξυνόμενοι κοινωνικοί αγώνες που να συνδυάζονται με την αμφισβήτηση του πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής, με μια επιστροφή της Αριστεράς ως πραγματικά αντισυστημικής δύναμης, μπορούν να αφήσουν το ίχνος τους στις εξελίξεις και τους όρους εξόδου από την κρίση και να επιβάλουν αναγκαστικούς συμβιβασμούς στις αστικές τάξεις.

Αντίστοιχα, όμως, μια νέα αλυσίδα ηττών των κινημάτων και η υποχώρηση της Αριστεράς θα σημαίνει ότι η όποια διαδικασία εξόδου από την κρίση θα έχει όλα τα σημάδια της αναδίπλωσης στον πυρήνα της αστικής πολιτικής, θα συνεπάγεται συνθήκη κοινωνικού εκβαρβαρισμού για τους εργαζομένους, θα επεκταθεί σε μια συνολικότερη αυταρχικοποίηση του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και σωστά έχουν συγκριθεί οι μάχες που δίνονται αυτή την περίοδο με το «Στάλινγκραντ». Είναι μάχες στις οποίες η ήττα θα οδηγήσει σε συνολικότερη υποχώρηση ή ακόμη και συντριβή του λαϊκού κινήματος, ενώ αντίστοιχα τυχόν νίκη μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία συνολικότερων ανατροπών και μιας πιο μόνιμης επιστροφής του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.


2. Εσωτερική πολιτική συγκυρία

2.1 Το επικαιροποιημένο Μνημόνιο και ο νέος γύρος της επίθεσης

Η εξέλιξη της εφαρμογής του Μνημονίου αποδεικνύει ότι βασικός γνώμονας για τα μέτρα που προτείνει δεν ήταν τόσο η βελτίωση των δημοσιοοικονομικών μεγεθών αλλά το σάρωμα τωνκοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων.

Το Μνημόνιο και η εφαρμογή του δείχνουν σε τι μπορεί να οδηγήσειμια ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη που αντιμετωπίζει τις κοινωνίες με το πρίσμα μιας υποτιθέμενης ‘δημιουργικής καταστροφής’. Αυτό εξηγεί και γιατί προκρίνονται μέτρα που στην πραγματικότητα επιδεινώνουν τα προβλήματα και οξύνουν τις αντιφάσεις της ελληνικής οικονομίας.

Αυτά αποτυπώνονται και στην όξυνση όλων των βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας: Ύφεση της οικονομίας και οικονομική συρρίκνωση (πάνω από -4% στο τέλος της χρονιάς), υποχώρηση της βιομηχανικής δραστηριότητας (-4,5% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο), αύξηση της ανεργίας (11,7% τον Ιούνιο με συνεχή αύξηση και ορατό το ενδεχόμενο να πάει στο 20%), αύξηση του δημόσιου χρέους, υποχώρηση ανταγωνιστικότητας (η ελληνική οικονομία εν μέσω ευρώ είναι σαν να αντιμετωπίζει διαρκή συνθήκη ανατίμησης, συνθήκη που επιδεινώθηκε ιδιαίτερα το 2010).

Η διαπίστωση της κρίσης δεν αναιρεί το γεγονός ή το ‘κεκτημένο΄ της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Δείχνει, όμως, ότι και τα βήματα αναδιάρθρωσης που έγιναν, οι τομές στην παραγωγικότητα και στο ποσοστό εκμετάλλευσης, η εισαγωγή νέων οργανωτικών και τεχνολογικών μορφών, η αλλαγή της γεωμετρίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η σχετική τροποποίηση καταναλωτικών πρακτικών, η αυξημένη έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό δεν αναίρεσαν την πιθανότητα εκδήλωσης κρισιακών τάσεων, ιδίως εάν αναλογιστούμε τις ιδιαίτερες αντιφάσεις του ελληνικού ‘αναπτυξιακού υποδείγματος’ (εξάρτηση από κλάδους με μεγάλη ευαισθησία στη συνολική οικονομική συγκυρία – τουρισμός, εφοπλισμός –, βαρύτητα των εισροών από την ΕΕ, απώλεια ανταγωνιστικότητα εξαιτίας του ευρώ, συνειδητή ανοχή της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής). Όσο λάθος είναι να ακολουθήσουμε μια γραμμή ‘εξαρτημένης Ελλάδας’ και κρίσης που ποτέ δεν ξεπεράστηκε, άλλο τόσο λάθος είναι να προσπαθούμε να παρουσιάσουμε μια εικόνα ενός ελληνικού καπιταλισμού που σήμερα έχει δημοσιονομική κρίση εξαιτίας της υπερβολικής ισχύος του και του πόσο κερδοφόρος και παραγωγικός είναι.

Την ίδια στιγμή τα ίδια τα μέτρα οξύνουν αντί να επιλύουν τα προβλήματα τα οποία καλούνται να επιλύσουν.

·Η μείωση των μισθών, σε συνδυασμό με την τρομαχτική εκτίναξη των τιμών οδηγούν και σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομία αλλά και σε μείωση των φορολογικών εσόδων, άρα και των δημοσιονομικών προβλημάτων, παρά την αύξηση της φορολογίας. Ακόμη και αυξήσεις φόρων σε φαινομενικά ανελαστικές δαπάνες (ποτά, τσιγάρα, καύσιμα) τελικά οδήγησαν σε μειώσεις της κατανάλωσης. Την ίδια στιγμή δημιουργεί συνθήκες αυτοτροφοδοτούμενης ύφεσης.

·Η τρομαχτική εκτίναξη της ανεργίας διαμορφώνει συνθήκη κοινωνικής καταστροφής καθώς αρχίζει να ξεπερνά τα όρια που θα μπορούσαν να τα απορροφούν οι παραδοσιακοί μηχανισμοί αλληλεγγύης όπως η οικογένεια και διαμορφώνει συνθήκη πραγματικά χαμένης γενιάς για τους νέους εργαζομένους και ιδίως τις νέες εργαζόμενες.

·Η βαθιά ταξική δομή των εμπορικών κυκλωμάτων στην Ελλάδα και της τιμολογιακής πολιτικής των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση της έμμεσης φορολογίας οδηγεί σε συνεχείς αυξήσεις τιμών και σε εκτίναξη της ύφεσης, διαμορφώνοντας συνθήκη στασιμοπληθωρισμού σε συνδυασμό με ύφεση και αυξημένη ανεργία.

·Η περικοπή των δημόσιων δαπανών απειλεί να επιτείνει ακόμη περισσότερο τη συνθήκη της ύφεσης, αναιρώντας μία βασική πλευρά του ‘αναπτυξιακού’ προτύπου των τελευταίων δεκαετιών, που ήταν η αξιοποίηση των δημόσιων δαπανών και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.

·Η σημαντική κρίση του τουρισμού, ιδίως ως προς τα έσοδα, απειλεί επίσης να επιτείνει συνθήκη ύφεσης και να έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις και ένταση της ύφεσης.

·Κινήσεις όπως η λεγόμενη ‘απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων’ απειλούν με διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών του συνασπισμού εξουσίας.

·Η υποτιθέμενη βελτίωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού συνοδεύεται, από μια τεράστια αύξηση του δημοσίου χρέους, δημιουργώντας συνθήκη φαύλου κύκλους χρέους – δανεισμού – διαρκούς πίεσης για νέα μέτρα.

Συνολικότερα, η δημοσιονομική διαχείριση ολοένα και περισσότερο θα κινείται στην κατεύθυνση μιας μόνιμα περιοριστικής λογικής. Η λογική των απόλυτων ορίων στην κρατική χρηματοδότηση Υπουργείων και Οργανισμών, οι κλειστοί προϋπολογισμοί, η απαγόρευση κάθε υπέρβασης δαπανών ανοίγουν το δρόμο όχι μόνο των γενικευμένων περικοπών παροχών και προσωπικού αλλά και της αναγκαστικής ιδιωτικοποίησης και της μετάβασης σε ανταποδοτικές παροχές. Αυτό θα αποτυπωθεί και στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς. Μεθοδεύεται νομοθετικό πραξικόπημα σύμφωνα με το οποίο ο προϋπολογισμός δεν θα μπορεί να τροποποιηθεί ως προς το μέγεθός του στη διαδικασία της ψήφισής του στη Βουλή.

Το ότι τα μέτρα και οι περικοπές που αποφασίστηκαν δεν θα περιοριστούν σε όσα έχουν ήδη ληφθεί αποτυπώνονται και στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Αυγούστου. Εκεί φαίνεται ότι θα συνεχιστούν οι περικοπές και η επίθεση στο λαϊκό εισόδημα:

·Ετοιμάζονται νέες περικοπές στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, και μέσα από το νέο μισθολόγιο που ετοιμάζεται, αλλά και μέσα από νέες περικοπές επιδομάτων με πρόσχημα και τα αποτελέσματα της ‘απογραφής’. Ειδικά το νέο μισθολόγιο θα οδηγήσει σε σημαντική εξίσωση προς τα κάτω αποδοχών σε διάφορους κλάδους και Υπουργεία.

·Με πρόσχημα τη ζημιογόνα λειτουργία σε πολλές ΔΕΚΟ, ξεκινώντας από τον ΟΣΕ, θα μεθοδευτεί πολύ μεγάλη μείωση αποδοχών μέσα από το ριζικό περιορισμό των επιδομάτων (το πρότυπο είναι βασικό μισθός + επιδόματα μέχρι 10%), σε μια ρύθμιση που θα αποτελέσει τον πιλότο για όλες τις ΔΕΚΟ.

·Οι συντάξεις θα παραμείνουν παγωμένες, όπως και οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα, κάτι που σημαίνει μεγάλη πραγματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, δεδομένης και της εκτίναξης του πληθωρισμού.

·Το επίδομα ανεργίας θα καταργηθεί για πολύ μεγάλο μέρος των μέχρι τώρα δικαιούχων, σε μια περίοδο εκτίναξης της ανεργίας, ενώ το ίδιο θα γίνει και με τα οικογενειακά επιδόματα του ΟΑΕΔ.

Τεράστια κοινωνική επίπτωση θα έχει η σχεδιαζόμενη αύξηση του ΦΠΑ. Ειδικότερα, το Μνημόνιο περιλαμβάνει τη δέσμευση για την μεταφορά στον ανώτερο συντελεστή (23%) όλων των ειδών που σήμερα βρίσκονται σε κατώτερους συντελεστές. Αυτό θα σημάνει μια τρομαχτική αύξηση του κόστους ζωής, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι στην Ελλάδα τα βασικά καταναλωτικά είδη αφορούν μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού.[1] Σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, την υπερχρέωση των νοικοκυριών και τη μείωση των μισθών μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες πραγματικής ασφυξίας τα νοικοκυριά και σε πραγματική αδυναμία ανταπόκρισης σε στοιχειώδεις απαιτήσεις, διαμορφώνοντας συνθήκες οικονομικής δυσπραξίας που έχουν να εμφανιστούν πολλές δεκαετίες.

Κομβική πλευρά και η προσπάθεια πλήρους ανατροπής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Με τις ρυθμίσεις Λοβέρδου για την απαγόρευση αυξήσεων (και την αναδρομική κατάργηση συμβάσεων) που υπερβαίνουν τα όρια του μνημονίου και με τις νέες ρυθμίσεις που ετοιμάζονται, που θα αλλάζουν τους όρους πρόσβασης στη διαιτησία και θα καταργούν ουσιαστικά τη δυνατότητα κήρυξης μιας σύμβασης ως υποχρεωτικής και την επέκτασή της στους εργοδότες ενός κλάδου ολοκληρώνεται το ξεθεμελίωμα του θεσμικού πλαισίου που επέτρεπε μέχρι τώρα κατακτήσεις και στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συμβάσεις. Στο ίδιο πλαίσιο και η προσπάθεια να υπάρχουν επιχειρησιακές συμβάσεις που να είναι κάτω από τις αντίστοιχες κλαδικές. Ο κανόνας θα είναι πλέον οι ατομικές συμβάσεις εξευτελισμού, μέσα και σε ένα περιβάλλον αυξημένης ανεργίας. Στην ίδια κατεύθυνση και όλες οι ρυθμίσεις που έχουν ήδη ψηφιστεί για την μείωση του κόστους των απολύσεων και για την ακόμη μεγαλύτερη επέκταση των ελαστικών συμβάσεων εργασίας και για τη γενίκευση της μερικής απασχόλησης. Μεγάλη τομή και η μεθόδευση ώστε η περίοδος που κάποιος είναι δόκιμος και άρα μπορεί να απολυθεί χωρίς αποζημίωση, δεν προστατεύεται κ.λπ. να πάει από τους 2 μήνες στους 12.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε μια σειρά από αναδιαρθρώσεις που αλλάζουν άρδην το τι οριζόταν μέχρι τώρα ως κοινωνικό αγαθό και δημόσια υπηρεσία. Προφανώς και οι ιδιωτικοποιήσεις, άμεσες και έμμεσες, και η λογική της ανταποδοτικότητας και της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη εδώ και δύο δεκαετίες. Σήμερα, όμως, με τον πιο ρητό τρόπο δηλώνεται ότι για τα επόμενα χρόνια για την πλειοψηφία των πολιτών οι παρεχόμενες υπηρεσίες θα είναι και λιγότερες και χειρότερες και ακριβότερες.

·Οι περικοπές διορισμών στα σχολεία, σε συνδυασμό με το κύμα συνταξιοδοτήσεων σημαίνουν ότι θα επικρατήσουν διαλυτικές καταστάσεις και μεγάλη μείωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.

·Η προσπάθεια συγκράτησης της νοσοκομειακής δαπάνης συνδυάζεται με πρακτικές είτε αποτροπής της χρήσης υπηρεσιών υγείας είτε με μετακύληση του κόστους στις πλάτες των εργαζομένων.

·Η λεγόμενη αναδιάρθρωση των δημόσιων συγκοινωνιών σημαίνει τεράστια μείωση του παρεχόμενου συγκοινωνιακού έργου και αύξηση του κόστους μετακίνησης.

·Οι σιδηροδρομικές μεταφορές, με την εξαίρεση ελάχιστων διαδρομών ‘φιλέτων’ διαλύονται. Ό,τι μείνει θα είναι ακόμη πιο ακριβό.

Σε αυτό το φόντο και το νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων που θα έχει και ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ

·Με βάση και το επικαιροποιημένο μνημόνιο η ΔΕΗ υποχρεώνεται να πουλήσει μέρος των μονάδων παραγωγής, πράγμα που σημαίνει και αντίστοιχη επιδείνωση της θέσης όσων εργάζονται εκεί, την ίδια στιγμή που οι ιδιώτες ‘επενδυτές’ θα αποκτήσουν σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή μεγάλες μονάδες, οι οποίες θα παράγουν με εγγυημένες τιμές.

·Με αφορμή και το stress-test των τραπεζών και τους χειρισμούς που οδήγησαν στην υποτιθέμενη κακή απόδοση της Αγροτικής είναι προφανές ότι μεθοδεύεται η πώληση της Αγροτικής όπως και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.

·Η εκποίηση δημόσιας περιουσίας και η ιδιωτικοποίηση τομέων όπως τα Λιμάνια και τα Αεροδρόμια θα επιταχυνθούν.

·Το Ελληνικό από Μητροπολιτικό Πάρκο ετοιμάζεται να γίνει η μεγαλύτερη real estate επένδυση στην Αττική.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις δεσμεύσεις που περιλαμβάνει το επικαιροποιημένο Μνημόνιο για την απελευθέρωση διαφόρων υπηρεσιών, όπως είναι η εκπαίδευση. Αυτό θα σημαίνει την πολύ μεγαλύτερη ευκολία ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτικών μονάδων από εταιρείες του εξωτερικού, θα γενικεύσει πρακτικές όπως το franchise και συνδυασμό με την πλήρη νομιμοποίηση των ΄κολεγίων’ θα ενισχύσει την βιομηχανία της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Στο πλαίσιο της λογικής των διαρθρωτικών αλλαγών περιλαμβάνεται και ένα ευρύ φάσμα διευκόλυνσης των ‘επενδύσεων’ και της δράσης των επιχειρήσεων. Ετοιμάζονται νομοθετικές ρυθμίσεις που θα περιορίζουν ριζικά τη δυνατότητα να ακυρώνεται ή να καθυστερεί μια επένδυση για περιβαλλοντικούς ή αρχαιολογικούς λόγους.

Συνολικότερα, οι διαρθρωτικές αλλαγές που μεθοδεύονται και οι ‘μεταρρυθμίσεις’ συνιστούν αναδιαρθρωτικές τομές, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με τα άμεσα δημοσιονομικά αποτελέσματα, έστω και εάν προβάλλονται στο όλο κλίμα των ρυθμίσεων του ‘Μνημονίου’.

·Ο «Καλλικράτης», όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, αποτελεί μια τεράστια τομή καθώς όχι μόνο θα επιτείνει φαινόμενα μαρασμού της υπαίθρου και έντασης των περιφερειακών ανισοτήτων αλλά και θα αλλάξει κρίσιμες πλευρές της κρατικής λειτουργίας. Η λογική των περιφερειών με ισχυρές αρμοδιότητες, μεγάλο περιθώριο αποφάσεων και δυνατότητα απευθείας συναλλαγής με τους μηχανισμούς της ΕΕ θα οδηγήσει σε μεγάλες ανατροπές και στις εργασιακές σχέσεις και στη λογική της ανταποδοτικότητας και ιδιωτικοποίησης δημόσιων υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά ανοίγει το δρόμο για μαζικές απολύσεις εργαζομένων του δημοσίου, μέσα από την κατάργηση φορέων και υπηρεσιών.

·Οι αλλαγές στην Ανώτατη Εκπαίδευση τις οποίες μεθοδεύει η Υπουργός Παιδείας που συνιστούν, εάν περάσουν, την πιο μεγάλη θεσμική ανατροπή στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ των τελευταίων δεκαετιών, εφόσον θα οδηγήσουν στην κατάργηση της αυτοδιοίκησης και της φοιτητικής συμμετοχής, στην και τυπική παρουσία εκπροσώπων του κεφαλαίου και των ΄τοπικών κοινωνιών΄ στη διοίκηση των ΑΕΙ, στην πλήρη επέκταση της λογικής της αξιολόγησης, στη γενίκευση πρακτικών ανταποδοτικότητας, διδάκτρων, κυνηγιού χορηγιών και επιχειρηματικών χρηματοδοτήσεων και στο κλείσιμο / συγχώνευση Τμημάτων, προγραμμάτων, ακόμη και ΑΕΙ στο όνομα της μειωμένης βιωσιμότητάς τους. Παράλληλα, θα σημαίνει ακόμη περισσότερο τεχνοκρατική και αγοραία κατεύθυνση ως προς το περιεχόμενο της έρευνας και των προγραμμάτων σπουδών, αυταρχισμό και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων.

Η όλη συγκυρία της επίθεσης του Μνημονίου έχει συνδυαστεί με έναν παροξυσμό αυταρχισμού. Η ίδια η ψήφιση τόσο εκτεταμένων τομών με συνοπτικές διαδικασίες συνιστούσε κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, όπως και η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στους μηχανισμούς της «Τρόικας». Αποτυπώθηκε στην αστυνομική βία ενάντια στους διαδηλωτές και στις επιστρατεύσεις απεργών. Εξειδικεύτηκε στην πρωτοφανή ενέργεια για την ακύρωση συλλογικών συμβάσεων. Επεκτείνεται στο όλο πλέγμα των ρυθμίσεων που περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ‘επέμβασης’ κάθε φορά που υπάρχει υπέρβαση ‘στόχων’ του Μνημονίου.

Είναι προφανές ότι και το επικαιροποιημένο Μνημόνιο επιβεβαιώνει τη βασική εκτίμηση που έχουμε κάνει ότι αυτό που είναι σε εξέλιξη είναι ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα για την εφαρμογή μιας ‘θεραπείας σοκ΄ που αποσκοπεί στην ριζική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης και την εμπέδωση όλων των αναδιαρθρώσεων που επεδίωξαν οι δυνάμεις του κεφαλαίου εδώ και δεκαετίες.

Αυτό εξηγεί και τη συσπείρωση των δυνάμεων του κεφαλαίου, των ιδεολογικών μηχανισμών και του πολιτικού συστήματος γύρω από το Μνημόνιο. Αντιμέτωποι με μια κρίση του μέχρι τώρα αναπτυξιακού υποδείγματος και την κρίση στρατηγικής της αστικής τάξης συσπειρώνονται γύρω από αυτό που μοιάζει να είναι η μόνη διέξοδος, δηλαδή την προσπάθεια για συντριπτική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας που θα επιτρέψει προοπτικά μεγάλα άλματα και στην κερδοφορία. Δείχνουν, σε αυτή τη φάση διατεθειμένοι να δεχτούν και τη βαθιά ύφεση, ακόμη και το κόστος του να κλείσουν αρκετές μικρές και μεσαίες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Βέβαια καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι η στρατηγική ακόμη πιο φτηνή εργασία, πλήρης ευελιξία και απορρύθμιση, αξιοποίηση της τεράστιας ανεργίας ως μηχανισμού φτηνέματος της εργασίας και κοινωνικής πειθάρχησης, θα μπορέσει να οδηγήσει όντως, με όρους ‘δημιουργικής καταστροφής’, σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μπορεί να οδηγήσει επίσης σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και κοινωνικής καταστροφής.

Σε ό,τι αφορά το κομμάτι του χρέους είναι σαφές ότι η όλη εκτίναξη του χρέους και μέσω των μέτρων του Μνημονίου δείχνει ότι μπροστά μας το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους είναι πραγματικό, και μπορεί να γίνει και πρωτοβουλία των δανειστών, οι οποίοι θα προτείνουν αναδιάρθρωση του χρέους απαιτώντας, όμως, αντίστοιχα και ακόμη μεγαλύτερες αντιδραστικές αντιλαϊκές τομές. Εξ ου και όλες οι φωνές για ‘ελεγχόμενη χρεοκοπία’ και για ‘αναδιάρθρωση χρέους’ που ακούγονται από διάφορες πλευρές. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι επιτακτικό σήμερα να παλευτεί συστηματικά και να προβληθεί το αίτημα για παύση – πληρωμών και διαγραφή χρέους ακριβώς επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούν οι εργαζόμενοι από τις συνέπειες του φαύλου κύκλου της υπερχρέωσης.

2.2. Το ενδεχόμενο κοινωνικών εκρήξεων.

Και βέβαια σε όλο αυτό το τοπίο υπάρχει το πραγματικό ερώτημα των κοινωνικών εκρήξεων. Εδώ πρέπει να πούμε ότι όντως συσσωρεύονται εκρηκτικά υλικά. Οι μισθολογικές περικοπές, η υπερχρέωση και οι αυξήσεις στη φορολογία και το κόστος ζωής διαμορφώνουν ασφυκτική συνθήκη όχι μόνο για αμιγώς προλεταριακά στρώματα αλλά και για μεγάλο μέρος των στρωμάτων της νέας μικροαστικής τάξης. Μεγάλο μέρος των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων αντιμετωπίζει επίσης ασφυκτική συνθήκη. Η αύξηση της ανεργίας αρχίζει και ξεπερνά τα όρια εκείνα που μπορούσαν να τα απορροφούν παραδοσιακοί μηχανισμοί κοινωνικής αλληλεγγύης (οικογένεια κ.λπ.). Ο νέος γύρος επίθεσης στη νεολαία, με συμβολική συμπύκνωση την πρόβλεψη ότι οι νέοι εργαζόμενοι θα αμείβονται για την ίδια εργασία με μειωμένη αμοιβή, με την τρομαχτική αύξηση της ανεργίας που διαμορφώνει συνθήκη χαμένης γενιάς, με την πιθανότητα αποδιάρθρωσης των σχολείων εξαιτίας περικοπών με τις τεράστιες ανατροπές στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμπεριέχει επίσης την πιθανότητα εκρήξεων. Συνολικά, άλλωστε όλο το προηγούμενο διάστημα έχουν ενταθεί τάσεις αποξένωσης ευρύτερων κομματιών από το πολιτικό σύστημα και γενικευμένης δυσαρέσκειας ή απονομιμοποίησης.

Αυτό εξηγεί και την κρισιμότητα της κατάστασης. Μετά από αυτές τις μάχες είναι σαφές ότι τα πράγματα δεν θα είναι ίδια. Τυχόν συντριβή του λαϊκού κινήματος θα σημαίνει επιδείνωση του συσχετισμού σε βάθος χρόνου. Τυχόν ανατροπή της επίθεσης ή έστω αναδίπλωση μερική της κυβέρνησης θα ανοίξει το δρόμο για συνολικότερες αλλαγές. Αυτή είναι και η πρόκληση για το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά.

2.3. Η ιδεολογική επίθεση και η ανάγκη απάντησης.

Ιδεολογικά έχει ιδιαίτερη σημασία ότι τα μέτρα δεν νομιμοποιούνται τόσο ως επώδυνες θυσίες προσωρινές για ένα καλύτερο αύριο, αλλά ως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν αποφασιστεί πολύ καιρό πριν. Αυτό επενδύεται ιδεολογικά με ένα κλίμα συλλογικής ενοχής για τις υποτιθέμενες ακραίες παροχές μιας προηγούμενης περιόδου. Κομβικό σημείο της μαύρης προπαγάνδας η επίθεση στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ως την αιτία του προβλήματος και η προσπάθεια καλλιέργειας κλίματος ‘εμφυλίου πολέμου’ ανάμεσα στους εργαζομένους. Από κοντά και η σταδιακή επένδυση στο ρατσισμό, έστω και εάν σε αυτή τη φάση αυτό δεν είναι τόσο εύκολο καθώς οι μετανάστες είναι τα πρώτα θύματα της αυξημένης ανεργίας.

Απέναντι σε αυτή την ιδεολογική επίθεση του συστήματος, εμείς θα πρέπει συστηματικά να προσπαθήσουμε όχι μόνο να απονομιμοποιήσουμε την κυρίαρχη λογική, αλλά μέσα στη συγκυρία να μετατοπίσουμε τον «κοινό νου» προς μια μάχιμη κατεύθυνση. Κομβικές πλευρές αυτής της πάλης πρέπει να είναι:

·Η συστηματική προσπάθεια για απονομιμοποίηση της πρόσδεσης στην ΕΕ. Η διαμόρφωση ενός κλίματος μαχητικού, λαϊκού, αριστερού αντιευρωπαϊσμού είναι κομβική πρόκληση για την περίοδο.

·Η αποδόμηση του νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού και η υπεράσπιση του περισσότερου κράτους και του δημόσιου τομέα απέναντι στον ανορθολογισμό των αγορών.

·Η προβολή ενός αιτήματος ανεξαρτησίας, με όρους ταξικούς, ως ρήξη με τη συστημική βία που συνεπάγεται η ένταξη στο πλέγμα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού.

·Η αναδιατύπωση του δημοκρατικού αιτήματος στον πυρήνα του, ως η δυνατότητα των λαϊκών μαζών να επιβάλλουν με τη δράση τους τις πολιτικές που επιθυμούν, απέναντι στην κυρίαρχη αντίληψη ότι δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα εναλλακτικής πολιτικής.

·Το σπάσιμο της μοιρολατρίας και του κλίματος που καλλιεργείται ότι αυτές οι πολιτικές είναι αναπόδραστες και αναπόφευκτες.

·Η υπεράσπιση της δυνατότητας μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.

Στο ερώτημα που τίθεται από πολλές πλευρές σχετικά με το εάν και κατά πόσο αυτά τα μέτρα θα πετύχουν τους στόχους που έχουν θέσει και το εάν θα αποφευχθεί η χρεοκοπία η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε αυτή τη στιγμή μπορεί να κινηθεί στις ακόλουθες κατευθύνσεις:

·Τα μέτρα έχουν ήδη προκαλέσει πραγματική εσωτερική κοινωνική χρεοκοπία.

·Από την τυπική άποψη του περιορισμού του χρέους, τα μέτρα στο τέλος της εφαρμογής του μνημονίου θα έχουν εκτινάξει στα ύψη το χρέος και με αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, ή πιο κομψά ‘αναδιάρθρωσης του χρέους’ δεν είναι καθόλου απίθανό. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του θα σημάνει και την εκκίνηση νέου κύκλου μέτρων και αναδιαρθρώσεων.

·Σε κάθε περίπτωση, η όλη συγκυρία έχει δείξει ότι το ζήτημα του χρέους και το εάν και σε ποιο βαθμό οι «αγορές» θα αντιδράσουν δεν είναι τεχνικό αλλά πολιτικό και σχετίζεται με την εκτίμησή τους για το εάν και κατά πόσο τροποποιήθηκε ο ταξικός συσχετισμός στην Ελλάδα σε βάρος της εργασίας.

2.4. Ποιος πρέπει να είναι ο κεντρικός πολιτικός στόχος.

Απέναντι σε όλα αυτά ο κεντρικός πολιτικός τόνος μέσα στην περίοδο πρέπει να είναι:

Από την μια η επιμονή στο τετράπτυχο αιτημάτων που ορίζει για εμάς τη δυνατότητα ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική:

-Παύση πληρωμώνστο χρέος – Διαγραφή του χρέους.

-Έξοδος από την ευρωζώνη και το ευρώ, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ.

-Εθνικοποίηση Τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων.

-Αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων.

Από την άλλη η προβολή ενός κεντρικού στίγματος που να συμπυκνώνει πολιτικά την κατεύθυνση της ρήξης.

Πανεργατικός – Παλλαϊκός ξεσηκωμόςγια την ανατροπή του Μνημονίου – Ανυπακοή σε ΕΕ – ΔΝΤ – ΕΚΤ – Να φύγει η κυβέρνηση του Μνημονίου και της Τρόικα

[Διευκρίνιση: Παραδοσιακά ως ρεύμα είχαμε μια δυσπιστία απέναντι σε αιτήματα της μορφής ‘να πέσει η κυβέρνηση των…’. Ωστόσο σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικές. Όχι μόνο εξαιτίας του μεγέθους της επίθεσης και των τομών που μεθοδεύονται αλλά και γιατί όντως οποιοδήποτε ενδεχόμενο ριζικών αλλαγών πολιτικής θα προϋποθέσει όχι απλώς αγώνες αλλά εκείνη την κλιμάκωση του κοινωνικού ανταγωνισμού που θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για το πολιτικό σύστημα, θα οδηγούσε σε πτώση κυβέρνηση κ.λπ.]

2.5 Η επίσκεψη Νετατανιάχου και η μετάλλαξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Η πρόσφατη αναθέρμανση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων και η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ιδιότυπου άξονα συνεργασίας με το Ισραήλ στο όνομα της υποτιθέμενης απομόνωσης της Τουρκίας αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική και επικίνδυνη εξέλιξη. Η κυβέρνηση του Μνημονίου αποφάσισε να αναβαθμίσει τη σχέση της με τους σφαγείς των Παλαιστινίων σε μια συγκυρία που οι Ισραηλινοί πιέζονται πολιτικά και διπλωματικά (αρνητική εικόνα από την επίθεση στα πλοία του «Στόλου της Ελευθερίας», προσπάθεια των ΗΠΑ για πιο ευέλικτη πολιτική στο Μεσανατολικό, εξελίξεις στο Λίβανο), ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με τις πιο επιθετικές ιμπεριαλιστικές τακτικές στην ευρύτερη περιοχή και προσπαθώντας να οικοδομήσει συμμαχία με το μόνο πραγματικό κράτος – προβοκάτορα στην περιοχή. Ότι αυτή η πολιτική οικοδομήθηκε συστηματικά σε επίπεδο προπαγάνδας όλο το προηγούμενο διάστημα και ότι συμπίπτουν σε αυτή την κατεύθυνση διάφορες πλευρές του πολιτικού, στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου (‘κοσμοπολίτες’ και ΄τουρκοφάγοι΄’) απλώς δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια συνολικότερη μετατόπιση. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει ως θέμα να αναδειχτεί, να τονιστούν οι πραγματικοί κίνδυνοι που αυτό εμπεριέχει και να προβληθεί η θέση ότι η υπεράσπιση της ειρήνης και της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να γίνει μέσα από κυνικούς υπολογισμούς του τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι και φίλος μου κ.λπ.». Για τους λαούς της περιοχής και τα κινήματα η απαίτηση για πλήρη απομόνωση του σιωνιστικού κράτους και η αμέριστη συμπαράσταση στον αγωνιζόμενο Παλαιστινιακό λαό παραμένουν ο βασικός δρόμος για να έρθει πραγματικά η ειρήνη.


3. Για την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων και ένα πραγματικά νικηφόρο αγωνιστικό μέτωπο ενάντια στις πολιτικές του Μνημονίου

3.1 Αποτιμώντας τις κινητοποιήσεις μέχρι τώρα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προηγούμενο διάστημα ζήσαμε μερικές από τις μεγαλύτερες κοινωνικές και συνδικαλιστικές συγκρούσεις της περιόδου. Με συμβολική συμπύκνωση την απεργία στις 5 Μάη και τον τρόπο που οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον της Βουλής ως χώρου όπου διεξαγόταν πραγματικό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, βγήκε στο προσκήνιο η οργή και η αγανάκτηση των εργαζομένων σε μεγάλα απεργιακά γεγονότα.

Ωστόσο δεν υπήρξε εκείνη η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων ιδίως σε κλαδικό επίπεδο που θα παρέπεμπε σε μια γενικευμένη και παρατεταμένη εργατική εξέγερση που θα δημιουργούσε ασφυκτικό κλίμα για την κυβέρνηση. Ήταν η ανισότητα στην ανάπτυξη του κινήματος που έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ψηφίσει τα νομοσχέδια και να μην καταρρεύσει.

Το γιατί το κίνημα δεν μπόρεσε να πάρει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα επέτρεπαν να είναι από την πρώτη φάση των κινητοποιήσεων νικηφόρο και ανατρεπτικό, το γιατί δεν είχαμε το πέρασμα στην αναγκαία κλαδική κλιμάκωση μετά τις 5 Μάη, το γιατί δεν μπόρεσαν κρίσιμοι κλάδοι να πάνε σε λογική αγώνα διαρκείας, απεργιακού μπλακ άουτ και ‘κατεβάσματος διακοπτών’, το γιατί η νεολαία δεν μπήκε το ίδιο αποφασιστικά σε αυτή την κινητοποίηση, το γιατί δεν μπόρεσε να βγει στο προσκήνιο μια δυναμική με εκείνη του Δεκέμβρη και να συναντηθεί με τους εργατικούς αγώνες, συνολικά το γιατί η ‘πανεργατική – παλλαϊκή εξέγερση’ παρέμεινε αίτημα και όχι πραγματικότητα είναι πραγματικά και κρίσιμα ερωτήματα, από την απάντηση των οποίων καθορίζονται και διαφορετικές επιλογές.

Εκτιμούμε ότι δεν επαρκεί να απαντήσουμε ότι για όλα έφταιγε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Προφανώς και η γραμμή αναμονής, η απροθυμία κλιμάκωσης σε κρίσιμους κλάδους, η συνειδητή καλλιέργεια αυταπατών, ιδίως από τη μεριά της ΓΣΕΕ, ότι τα μέτρα δεν αφορούν τον ιδιωτικό τομέα, η συμβιβαστική λογική και στο τέλος η προδοτική υπογραφή της συμφωνίας με το ΣΕΒ συνετέλεσαν στην αναποτελεσματικότητα των κινητοποιήσεων. Αλλά είναι λάθος να πούμε ότι είναι η μόνη ή η βασική αιτία. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ανεξαρτήτως αυτών είχαμε τις περισσότερες πανεργατικές – πανυπαλληλικές απεργίες μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Πιο κρίσιμο είναι να σκεφτούμε γιατί ακόμη και σε όσους κλάδους δοκιμάστηκαν κινητοποιήσεις διαρκείας αυτές δεν προχώρησαν. Ήταν μόνο το μπλοκάρισμα από τη γραφειοκρατία; Γι’ αυτό το λόγο και θα ήταν ανεπαρκές να αποδώσουμε όλη την ευθύνη στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Εκτός των άλλων οδηγεί και στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι σήμερα αρκεί ο διαχωρισμός οργανωτικά από τη γραφειοκρατία για να ξεπεραστούν τα προβλήματα.

Νομίζουμε ότι το βασικό είναι να δούμε:

Πρώτον, τη συνολική πραγματική ανισότητα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

·Το σημερινό υπαρκτό εργατικό κίνημα αφήνει τεράστιο τμήμα των εργαζομένων ακάλυπτο, αποτέλεσμα και υποχωρήσεων και ανεπαρκειών, πράγμα που σημαίνει περιορισμένη δυνατότητα κινητοποίησής τους και άρα απεργιών με ευρύτερο αντίκτυπο.

·Σε μεγάλο μέρος των σωματείων του ιδιωτικού τομέα η συνθήκη μέσα στους χώρους δουλειάς οδηγεί τα σωματεία να αναγκάζονται να περιορίζονται απλώς στη διαμεσολάβηση και εκπτροσώπηση όσων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας και του κοινωνικού κράτους υπάρχουν, και όχι βέβαια στην προετοιμασία για παρατεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις.

·Την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια του συνδικαλιστικού κινήματος, αποτέλεσμα και της στάσης της γραφειοκρατίας και των ανεπαρκειών της Αριστεράς που οδηγούν σε ένα συνδικαλιστικό κίνημα συχνά προσανατολισμένο στη συναλλαγή με τη Διοίκηση και την εργοδοσία και στην απλή καταγραφή πολιτικών συσχετισμών.

·Την αδυναμία ουσιαστικής συνάντησης ανάμεσα στο νεολαΐστικο και το εργατικό κίνημα.

Δεύτερον, τη βαρύτητα των συσσωρευμένων ηττών της εργατικής τάξης και τη διαβρωτική επίδραση που έχει η ανεργία και η εκτίναξη της ανασφάλειας που έρχεται να συναντηθεί με τον υπαρκτό εργοδοτικό δεσποτισμό μέσα στους χώρους δουλειάς, λειτουργώντας ως παράγοντας ανασταλτικός για τις κινητοποιήσεις. Αυτό οδηγεί σε μια ιδιότυπη ηττοπάθεια σε ευρύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων που μπορεί να εξοργίζονται με τις επιδείνωση της θέσης τους αλλά δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει ανατροπή αυτής της πολιτικής.

Τρίτον, τη στρατηγική, πολιτική, και προγραμματική ανεπάρκεια της Αριστεράς.

·Την αδυναμία της να εμπνεύσει σε ευρύτερες μάζες την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα ανατροπής αυτής της πολιτικής. Η υπαρκτή αριστερά στην καλύτερη των περιπτώσεων προσπάθησε απλώς να κάνει πιο εύγλωττη και έναρθρη τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών, αλλά αυτό δεν αρκεί για να πάμε σε μια πραγματική λαϊκή εξέγερση

·Οι στρατηγικές ανεπάρκειες της Αριστεράς, που αποτυπώνονται για την περίπτωση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στον πυρήνα του αριστερού ευρωπαϊσμού και κυβερνητισμού, στην περίπτωση του ΚΚΕ στην ηττοπάθεια και την αποφυγή της ευθύνης να μιλήσει για το που πρέπει να πάνε τα πράγματα, και στην περίπτωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην υποκατάσταση της πολιτικής από τον αντικαπιταλιστικό βερμπαλισμό, όλα αυτά σήμαιναν ότι ουσιαστικά μεγάλα κοινωνικά στρώματα έμεναν χωρίς εκείνη την πολιτική κατεύθυνση που θα τα έκανε να συγκρουστούν με την κυρίαρχη πολιτική και να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους.

·Η αδυναμία να προβληθεί, με τρόπο μαζικό και συστηματικό, πλην των φιλότιμων προσπαθειών κομματιών της ριζοσπαστικής αριστεράς, η δυνατότητα εναλλακτικής πολιτικής λύσης απέναντι στο Μνημόνιο μέσα από το τετράπτυχο Παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους / ρήξη με ΟΝΕ και ευρώ / εθνικοποίηση τραπεζών / αναδιανομή εισοδήματος. Αυτό άφηνε τον ‘κοινό νου’ ιδιαίτερα ευάλωτο απέναντι στη μαύρη προπαγάνδα υπέρ του Μνημονίου ως μονόδρομου.

Όλα αυτά αντανακλούν τόσο τις ανεπάρκειες και τις καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αλλά και την αδυναμία της αριστεράς να προτείνει ηγεμονικά μια εναλλακτική στρατηγική απάντησης. Σε αυτό στηρίζονται, προσπαθώντας ταυτόχρονα να το παγιώσουν, κινήσεις που πάνε να περάσουν ένα κλίμα «αδύνατον να ανατραπούν τα μέτρα, ας σώσουμε ό,τι μπορούμε», με κορυφαία στιγμή την επιλογή της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ να υπογράψει ΕΓΣΕΕ εργασιακής ειρήνης και εφαρμογής των κατευθύνσεων του «Μνημονίου». Αυτός φαίνεται και πολιτικός υπολογισμός του ΠΑΣΟΚ: ότι θα περάσει ένα κλίμα συντριβής, ότι οι εργαζόμενοι θα αποθαρρυνθούν από το να συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις ότι η Αριστερά δεν θαμπορέσει να παρεμβεί καταλυτικά στις εξελίξεις, ότι ευρύτερα ηττημένα λαϊκά στρώματα δεν έχουν να πάνε κάπου αλλού πολιτικά.

Η παραδοχή της ανισότητας στο ξεδίπλωμα του κινήματος δεν υποτιμά ότι το κίνημα αυτό είχε αποτελέσματα ακόμη και στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής. Τα ρήγματα στις σχέσεις εκπροσώπησης και η διαφαινόμενη όξυνση των κοινωνικών εντάσεων αντανακλώνται και σε πολιτικές ανακατατάξεις. Τα πρώτα ρήγματα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ ή η απροθυμία ακόμη και της ΝΔ να στηρίξει και με τυπική ψήφο τα μέτρα του «Μνημονίου» εκφράζουν τα πολιτικά αποτελέσματα της κοινωνικής αναταραχής.

(Τα σημεία αυτά απολογισμού είναι ενδεικτικά. Εκτίμηση του ΚΣΟ είναι ότι πρέπει να τομεακά συντονιστικά να επεξεργαστούν συνολικότερους και αναλυτικότερους απολογισμούς της μέχρι τώρα πορείας των κινητοποιήσεων ενάντια στο Μνημόνιο).

3.2. Να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις που είναι μπροστά μας

Η παραδοχή των αντιφάσεων και των ανισοτήτων στο ξεδίπλωμα του κινήματος δεν αναιρεί ότι είμαστε σε μια σύγκρουση που κάθε άλλο παρά έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Αντίθετα, καθώς τα μέτρα θα κάνουν σαφή την επίπτωσή τους, καθώς η ελληνική κοινωνία να αναμετριέται με καταστάσεις συλλογικής απαξίωσης και υποβάθμισης πρωτόγνωρες, καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανοίξει μέτωπα με κοινωνικές κατηγορίες απρόβλεπτες ως προς την συμπεριφορά τους, όπως είναι η νεολαία, μπορούμε να πούμε ότι είναι θα δούμε σημαντικές και κλιμακούμενες κοινωνικές κινητοποιήσεις και το επόμενο διάστημα. Όσο θα περνάει ο καιρός και τα κοινωνικά και τα πολιτικά διακυβεύματα θα είναι ολοένα και μεγαλύτερα. Και αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα επόμενα χρόνια και η Αριστερά στον τόπο μας θα δοκιμαστεί πραγματικά και θα κριθεί ως προς το κατά πόσο μπορεί πραγματικά να είναι η ηγέτιδα δύναμη στο «έθνος των εργαζομένων».

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και ο χειρότερος οδηγός για την περίοδο θα ήταν μια λογική ότι τα πράγματα είναι λίγο-πολύ business as usual, μια λογική ότι αυτό που βιώνουμε είναι μια συγκυριακή επιδείνωση όπου απλώς χρειάζεται οι δυνάμεις της Αριστεράς να κατοχυρώσουν λίγο καλύτερα και μαζικότερα την όποια πολιτική φυσιογνωμία ούτως ή άλλως έχουν κατοχυρώσει. Αντίθετα, πρέπει να συνειδητοποιήσουν τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες αλλά και τις ευθύνες που γεννά η συγκυρία.

Σε αυτό το πλαίσιο εμείς λέμε ότι θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που κρίνεται (και ταυτόχρονα απαιτείται…) το επόμενο διάστημα δεν είναι απλώς η τακτική αποτελεσματικότητα μέσα στο κίνημα ή η διεύρυνση της πολιτικής επιρροής κάθε ρεύματος. Αυτό που απαιτείται (και ταυτόχρονα αυτό που θα κρίνει την έκβαση της μάχης) είναι η ανασύνθεση ταυτόχρονα και του κοινωνικού υποκειμένου και του πολιτικού υποκειμένου. Απαιτείται ταυτόχρονα εκείνη η μορφή πλατιού και νικηφόρου αγωνιστικού μετώπου που θα ενισχύσει τη διαμόρφωση μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας αλλά και η ανασύνθεση μιας αυθεντικά ριζοσπαστικής αριστεράς πρωτοπόρας στην αντίσταση ικανής να ψηλαφίσει το ερώτημα της ανατροπής. Ο τρόπος που το ΠΑΣΟΚ σήμερα, που εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες διατηρεί ένα κυρίαρχο ρόλο στην εκπροσώπηση του μεγαλύτερου μέρους των λαϊκών στρωμάτων, ουσιαστικά διαρρηγνύει ευρύτερους δεσμούς και σχέσεις εκπροσώπησης, ανοίγει νέες δυνατότητες αντικειμενικά για το ζήτημα της ανασύνθεσης μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας και την μόνιμη και πάγια αποστοίχηση ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων από την αστική επιρροή. Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Αριστερά κατά τη γνώμη μας.

Η πρώτη και κύρια επομένως πρόκλησηείναι η πάλη για να διαμορφωθεί εκείνο το αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο που θα μπορέσει να δώσει νικηφόρα απάντηση στην επίθεση, για την ανατροπή του «Μνημονίου» και να μην εφαρμοστούν τα μέτρα που αυτό περιλαμβάνει. Αυτό δεν σημαίνει απλώς αγώνες, ούτε αφορά μόνο την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, απαιτεί ταυτόχρονα την ανασύνθεση των συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων που θα μπορέσουν να αντιπαρατεθούν με την επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου. Αφορά την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, τη διαμόρφωση ενός μαχόμενου νεολαΐστικού (και όχι μόνο φοιτητικού – σπουδαστικού) κινήματος, την ανάπτυξη τοπικών κινημάτων. Απαιτεί τον πειραματισμό με νέες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης μέσα στη γειτονιά, που και να ανοίγουν παγκοινωνικά την υπόθεση της μάχης και να οικοδομούν έμπρακτες μορφές αλληλεγγύης, συλλογικής ανυπακοής, υπονόμευσης της εφαρμογής των μέτρων. Είναι αυτό που έχουμε περιγράψει ως τη συνολική διεργασία διαμόρφωσης ενός νικηφόρου αγωνιστικού μετώπου και που πρέπει να στηρίζεται στους δικούς του θεσμούς, στο επίπεδο των επιμέρους χώρων και κλάδων (σωματεία, ομοσπονδίες, σύλλογοι, πρωτοβουλίες συντονισμού σωματείων, πρωτοβουλίες συντονισμού διαφορετικών κλάδων), στο επίπεδο του κινηματικού συντονισμού σε πόλεις και γειτονιές (τοπικές λαϊκές συνελεύσεις, πρωτοβουλίες κατοίκων, επιτροπές αγώνα) και πανεθνικά (πανελλαδικός συντονισμός των διαφορετικών κινημάτων και πρωτοβουλιών). Είναι αυτό για εμάς η εξειδίκευση στο σήμερα της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου, με προσπάθεια όμως να έχει πραγματική κοινωνική γείωση και δημοκρατική συγκρότηση μέσα από τους ίδιους τους θεσμούς της «δημοκρατίας του κινήματος».

Και πρέπει να πούμε ότι αυτό σήμερα σημαίνει πραγματικά να σκεφτούμε με όρους και κλίμακες πέρα από αυτούς που έχουμε συνηθίσει. Για παράδειγμα: εάν μιλάμε για το συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων, δεν μπορούμε να τον σκεφτόμαστε απλώς ως τη συνάντηση μερικών σωματείων και την προμετωπίδα μιας σύμπραξης Παρεμβάσεων και Αυτόνομης Παρέμβασης, αλλά ως τη δυνατότητα να υπάρχει ένα εναλλακτικό αγωνιστικό σημείο αναφοράς που να συσπειρώνει σωματεία, ομοσπονδίες ακόμη και εργατικά κέντρα και να διεκδικήσει να είναι αυτό ο εκπρόσωπος των μαχόμενων εργαζομένων στη μάχη ενάντια στο «Μνημόνιο», εάν θεωρούμε ότι σήμερα αυτό δεν μπορεί να το κάνει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που ηγεμονεύει στις συνομοσπονδίες. Χωρίς μια τέτοια συνολικά αλλαγή συσχετισμών και προσανατολισμού μέσα στο εργατικό κίνημα δύσκολα μπορεί να διεξαχθεί με νικηφόρο τρόπο η μάχη. Εάν μιλάμε για παρουσία της νεολαίας στο κίνημα δεν μπορεί αυτό να είναι κάποια μαζικά μπλοκ φοιτητών στις εργατικές διαδηλώσεις που να συσπειρώνουν, αλλά να συμβάλουμε, με αφορμή τόσο το πακέτο διάλυσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου που προωθεί η Διαμαντοπούλου όσο και τους μειωμένους μισθούς για τους νέους εργαζομένους, σε μια πραγματική νεολαΐστικη εξέγερση που θα μπορούσε να αλλάξει συνολικά το συσχετισμό δύναμης. Εάν μιλάμε για παρέμβαση στις γειτονιές αυτό δεν μπορεί να είναι απλώς κάποιες επιτροπές αγώνα που να συσπειρώνουν το δυναμικό κάποιων οργανώσεων, αλλά για πραγματικές λαϊκές συνελεύσεις που να λειτουργούν ως «δίκτυ κοινωνικής προστασίας» από τα κάτω, να οικοδομούν την αλληλεγγύη, να διαχέουν τηνκινητοποίηση.

Κομμάτι αναπόσπαστο της προσπάθειας για ένα αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο είναι και η προσπάθεια να αποδεσμευτούν αγωνιστές από τη βάση του ΠΑΣΟΚ και να κινηθούν σε αντικυβερνητική κατεύθυνση. Αυτό μπορεί να περάσει μέσα από διάφορες διεργασίες: Προσπάθεια για αγωνιστικές αποφάσεις σε ομοσπονδίες και για δέσμευσή τους σε κατεύθυνση κινητοποιήσεων. Αλληλεγγύη και στήριξη σε όσους κινητοποιηθούν. Αξιοποίηση κινήσεων όπως η μαζική συλλογή υπογραφών στο κείμενο καταγγελίας της άθλιας ‘Συλλογικής Σύμβασης’ της ΓΣΕΕ.

Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα, σε σχέση και με τη συζήτηση που διεξάγεται μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση της πλειοψηφίας ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ είναι μια στάση προδοτικά αποτέλεσμα οριακής πολιτικής και ιδεολογικής μετάλλαξης και μακρόχρονης συμπόρευσης με την πολιτική εξουσία και συνδιαλλαγής με το κεφάλαιο. Σήμερα όντως απαιτείται ρήξη με αυτή την πολιτική σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η ρήξη μπορεί να χρειαστεί να πάρει και οργανωτικές μορφές. Το ερώτημα, όμως, είναι από ποια σκοπιά θέλουμε να εκφραστεί αυτή η ρήξη. Από τη σκοπιά που ‘αρκείται’ σε έναν ‘ανεξάρτητο συντονισμό’ μιας μειοψηφίας σωματείων με όρους ιδεολογικής καθαρότητας ή από τη σκοπιά που λέει ότι προς το συμφέρον των εργαζομένων και της Αριστερά θα ήταν θα υπάρχει μια άλλη κατάσταση και να έχεις και τις συνομοσπονδίες και τις μεγάλες ομοσπονδίες σε αγωνιστική κατεύθυνση (και την αντίστοιχη έμπρακτη κατοχύρωση ‘δημοκρατίας του αγώνα’); Επιπλέον, πρέπει να πάρουμε και μια θέση πάνω σε ένα πραγματικό ερώτημα εκτιμούμε ότι με δεδομένη τη συγκυρία, την κλίμακα της επίθεσης, την πλήρη ρήξη ακόμη και τη γραφειοκρατία υπάρχουν δυνατότητες για αλλαγή πορείας σε μεγάλους συνδικαλιστικούς χώρους ή θα μείνουμε μόνο σε όσους χώρους έχουμε προνομιακή αναφορά. Και βέβαια πρέπει να πάρουμε θέση και στο ερώτημα εάν εκτιμούμε ότι σήμερα θα υπάρξουν ρήγματα και στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας που θα σημάνουν και απελευθέρωση δυνάμεων. Είναι σαφές ότι αυτό που χρειάζεται η ριζοσπαστική αριστερά σήμερα είναι πάνω από όλα καθαρές τοποθετήσεις πάνω σε αυτά τα ερωτήματα γιατί αυτά χρωματίζουν και τι επιλογές κάνεις και τον τρόπο που κάνεις τις όποιες επιλογές.

Η προσπάθεια για να διαμορφωθεί ένα τέτοιο αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο και η πάλη για να είναι νικηφόρα η έκβαση της μεγάλης μάχης θα σφραγίσουν και τις εξελίξεις στην Αριστερά. Να το πούμε πολύ απλά: εάν ηττηθεί το λαϊκό κίνημα σε αυτή τη μάχη, το πεδίο για την Αριστερά θα είναι πολύ πιο δύσβατο, πολύ πιο αρνητικό και η Αριστερά θα χάσει κρίσιμες κοινωνικές γειώσεις, θα αποξενωθεί από κρίσιμα κοινωνικά κομμάτια στα οποία αναφέρεται, θα διαχειρίζεται ουσιαστικά την ήττα. Σήμερα η αποφυγή της ριζικής επιδείνωσης του συσχετισμού δύναμης που συνεπάγεται το πακέτο μέτρων της κυβέρνησης είναι η βασική προϋπόθεση για να υπάρχει θετικό έδαφος για τα όποια σχέδια για την Αριστερά. Ακόμη και ο τρόπος που θα βιώσουν οι εργατικές και λαϊκές μάζες την όποια έκβαση φάσεων του αγώνα αποτελεί πολιτικό διακύβευμα. Έχει σημασία εάν τυχόν υποχωρήσεις ή συγκυριακές ήττες θα βιωθούν ως συντριβές ή εάν θα τα λαϊκά στρωμάτων θα διατηρήσουν την εμπιστοσύνη στη δύναμη του συλλογικού αγώνα σε επόμενη φάση να ανατρέψουν πολιτικές.

3.3 Για την κλιμάκωση των αγώνων

Αυτό για εμάς σήμερα βάζει συγκεκριμένες προτεραιότητες:

·Πρώτα από όλα πρέπει να σπάσουμε το κλίμα αναστολής των κινητοποιήσεων μέχρι τις Αυτοδιοικητικές εκλογές που θα δοκιμάσει να περάσει η κυβέρνηση, πιθανώς και αναβάλλοντας για μικρό διάστημα το πέρασμα ορισμένων επιπλέον μέτρων. Πρέπει σε όλους τους χώρους δουλειάς να βάλουμε το στόχο για να γίνουν τώρα κινητοποιήσεις.

·Έχουν τεράστια σημασία οι κλαδικοί αγώνες και θα έχουν όλο το επόμενο διάστημα. Χωρίς και παρατεταμένους αγώνες ανά κλάδους δεν μπορούν να υπάρξουν ανατροπές πλευρών της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτό προϋποθέτει και σχεδιασμό των αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς και των σχημάτων σε κάθε κλάδο για το πώς μπορεί να υπάρξει κλιμάκωση των κινητοποιήσεων σε κάθε κλάδο. Μόνο μια τέτοια διαδικασία κλαδικής κλιμάκωσης μπορεί να οδηγήσει σε κινητοποιήσεις με πραγματικό κόστος, ιδίως εάν υπάρχει σχεδιασμός για συντονισμό των διαφορετικών κλάδων. Και πάνω σε αυτή τη βάση είναι που αποκτούν νόημα και τα πανεργατικά ορόσημα.

·Να είναι μεγάλη και μαζική η κινητοποίηση των σωματείων στην Θεσσαλονίκη. Κινητοποίηση που αποκτά ξεχωριστή σημασία και πρέπει να πάρει τα χαρακτηριστικά μεγάλης αντικυβερνητικής διαδήλωσης. Σημαντικό είναι να έχει μαζικά ενωτικά χαρακτηριστικά και όχι μειοψηφικά κι αριστερίστικα. Εμείς θεωρούμε ότι αυτό μπορεί να εξυπηρετηθεί με μια κατεύθυνση των Πρωτοβάθμιων Σωματείων ανάλογη με αυτή που εφαρμόζουμε στις απεργιακές συγκεντρώσεις στο Μουσείο. Αυτό σημαίνει στη Θεσσαλονίκη συγκέντρωση των σωματείων και των φοιτητικών συλλόγων σε χώρο διακριτό προς τη συγκέντρωση του ΕΚΘ αλλά κοντινό και κοινή πορεία. Αυτό δεν εξυπηρετείται από τη συγκέντρωση στην Καμάρα και τη λογική της ανεξάρτητης πορείας..

·Να επιμείνουμε σε όλους τους χώρους και σε όλες τις ομοσπονδίες να μπουν κινητοποιήσεις ήδη από το Σεπτέμβρη. Η κατεύθυνση που δίνουν προτάσεις όπως αυτή των παρεμβάσεων στην ΑΔΕΔΥ είναι σωστή και δίνει μια κατεύθυνση. Να αξιοποιήσουμε το ορόσημο της κινητοποίησης στις 29 Σεπτέμβρη (πανευρωπαϊκή απεργία) και να δώσουμε τη μάχη ώστε να γίνει εκεί απεργία.

·Να αρχίσουμε να δουλεύουμε τώρα πρακτικές κινημάτων ανυπακοής σε αυξημένα τιμολόγια. Το παράδειγμα των κινητοποιήσεων για τα διόδια είναι σημαντικό και πρέπει να το στηρίξουμε. Το ζήτημα π.χ. της αποτροπής του να κόβεται το ρεύμα σε νοικοκυριά που έχουν δυσκολίες επίσης μπορεί να οδηγήσει σε ένα κύκλο κινητοποιήσεων. Είναι πολύ σημαντικό επίσης να πιέσουμε τα σωματεία των συγκοινωνιών να αντισταθούν έμπρακτα στην αύξηση των εισιτηρίων (π.χ. με το να αρνούνται να κάνουν ελέγχους ή να ανέχονται τις καμπάνιας άρνησης πληρωμής ακριβών εισιτηρίων).

·Στο ίδιο πλαίσιο του ‘ανορθόδοξου’ πολέμου είναι σημαντικό να συνεχιστούν και οι μαζικές αποδοκιμασίες όπου εμφανίζεται εκπρόσωπος της κυβέρνησης.

·Να δώσουμε από τώρα την κατεύθυνση για κινητοποιήσεις διαρκείας στους κλάδους που θα βρεθούν άμεσα στο στόχαστρο, όπως είναι η ΔΕΚΟ και ταυτόχρονα να οικοδομήσουμε ένα πλατύ μέτωπο αλληλεγγύης γύρω από αυτές τις κινητοποιήσεις. Να δείξουμε ότι οι αγώνες αυτοί δεν είναι απομονωμένοι. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ μπορεί να είναι η αφορμή για κινητοποιήσεις και μεγάλες και με επιπτώσεις και αυτό να λειτουργήσει ως ορόσημο για ευρύτερες αγωνιστικές κινητοποιήσεις.

·Το ζήτημα των σχολείων και των κενών πρέπει να το ανοίξουμε και μέσα στα σχολεία και σε επίπεδο γονέων, γειτονιάς. Λόγω της ευαισθησίας που υπάρχει για ζητήματα παιδείας μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα κινητοποιήσεων.

·Το θέμα του νέου Νόμου για τα ΑΕΙ σε συνδυασμό με την αδειοδότηση των κολεγίων και το ΠΔ που τους αποδίδει επαγγελματικά δικαιώματα, είναι μια μεγάλη μάχη και πρέπει να πάμε την ανοίξουμε από την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς με κατεύθυνση κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων. Πρέπει να ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις για να πάμε με το άνοιγμα της ακαδημαϊκής χρονιάς σε μαζικές και κλιμακούμενες κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου, σε συνελεύσεις και καταλήψεις. Πρέπει να κάνουμε προσπάθεια ώστε να περάσει κλίμα αναταραχής και στα σχολεία με αφορμή τις ελλείψεις προσωπικού αλλά και ρυθμίσεις όπως οι μειωμένοι μισθοί για τους νέους. Πρέπει να προβάλλουμε ως κεντρικό ζήτημα την εκτίναξη της ανεργίας των νέων και την εργασιακή επισφάλεια, γιατί είναι στοιχεία που ενοποιούν σήμερα όλες τις κατηγορίες της νεολαίας. Είναι επιτακτικό να υπάρξει τώρα σχεδιασμός για κλιμάκωση των κινητοποιήσεων των φοιτητών ήδη από το φθινόπωρο, άνοιγμα του θέματος του νόμου, συγκεκριμένη προπαγάνδα, διαμόρφωση ενός ισχυρού αγωνιστικού ρεύματος μέσα στους χώρους νεολαίας. Χρειάζεται ακόμη προσπάθεια ώστε η αναταραχή να μην περιοριστεί στους χώρους της τριτοβάθμιας και να περάσει και στα σχολεία.

Στο επίπεδο των μορφών οργάνωσης πρέπει

·Να δώσουμε τη μάχη τη διεύρυνσης του Συντονισμού Σωματείων και της επιμονής στη λογική ότι δεν θέλουμε να είναι συντονισμός μόνο σωματείων της ριζοσπαστικής αριστεράς.

·Να δοκιμάσουμε την πανελλαδική δικτύωση του συντονισμού, ξεκινώντας από τη συνάντηση της Θεσσαλονίκης

·Να δούμε ξανά το θέμα των τοπικών επιτροπών αγώνα και των λαϊκών συνελεύσεων. Βήμα-βήμα και ξεκινώντας από συγκεκριμένες περιοχές θα πρέπει να στήσουμε τέτοιες μορφές, που ακριβώς επειδή συνδυάζουν την κινητοποίηση με την αλληλεγγύη θα αποκτήσουν κεντρικότητα, ιδίως όταν αρχίσουν να γίνονται ακόμη πιο αισθητές οι επιπτώσεις των μέτρων.

Τόσο ο τομέας εργαζομένων όσο και ο τομέας νεολαίας πρέπει να προετοιμάσουν συγκεκριμένους σχεδιασμούς για κάθε τομέα για τα βήματα του κινηματικού σχεδιασμού.


4. Για μια αριστερά αντάξια των προκλήσεων της περιόδου

4.1 Η Αριστερά δεν πρέπει να μείνει ίδια μετά από αυτή τη μεγάλη μάχη

Μετά από τη μεγάλη μάχη που έχουμε να δώσουμε μπροστά μας, η Αριστερά δεν θα είναι όμοια. Οι μεγάλες κοινωνικές δυναμικές που θα απελευθερωθούν, οι μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, οι αναμετρήσεις με διακυβεύματα πιο μεγάλα από όσο έχουμε συνηθίσει θα λειτουργήσουν ως λυδία λίθος για την Αριστερά. Η «αισθητική» αντιμετώπιση της πολιτικής από την ηγετική ομάδα του Συνασπισμού και μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, η αντιμετώπιση των κινημάτων ως ενός πολύμορφου και πολύχρωμου σκηνικού για μια κατοχύρωση μέσα στο επίσημο πολιτικό σκηνικό και ο γενικόλογος αντικαπιταλισμός που λειτουργεί ως βολικό συμπλήρωμα ενός αριστερού ευρωπαϊσμού και κυβερνητισμού αντικειμενικά θα κλονιστούν από την ανάγκη να δοθούν πολιτικές απαντήσεις σε μια μάχη όπου η πρόσδεση στην ΕΕ π.χ. είναι ο βασικός κόμβος του εκβιασμού από τη μεριά του καθεστώτος. Η ηττοπάθεια του ΚΚΕ και η αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων ως απλώς κομματικών παρεμβάσεων για την πολιτικοποίηση των μαζών, που όμως, επί της ουσίας δεν μπορούν να κερδίσουν τίποτα, εν τη απουσία επαναστατικού κέντρου, θα συγκρουστεί με την απαίτηση των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων που αναφέρονται στο ΚΚΕ για άμεση επίλυση επειγόντων προβλημάτων επιβίωσης. Η ριζοσπαστική αριστερά θα ταρακουνηθεί από την αυτάρκεια ενός ρόλου αριστερής αντιπολίτευσης όταν κριθεί σε αρκετούς κοινωνικούς χώρους να ηγηθεί και να διαχειριστεί κινητοποιήσεων μεγαλύτερων από αυτές που έχει μέχρι τώρα αντιμετωπίσει. Ο κόσμος που θα αποδεσμευτεί το ΠΑΣΟΚ θα απαιτήσει πολύ περισσότερα από απλά συνθήματα, γενικόλογες καταγγελίες και κινηματική μαχητικότητα.

4.2 Για μια αριστερά πραγματικά ριζοσπαστική

Αυτό σημαίνει ότι μέσα από αυτή τη μάχη θα κερδίσει εκείνη η Αριστερά που θα μπορέσει πραγματικά να έχει εκείνη τη φυσιογνωμία που να αντιστοιχεί στις προκλήσεις της περιόδου. Μια Αριστερά που να πάει πέρα από την απλή αγωνιστική μαχητικότητα και την ιδεολογική υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως ιδανικού. Χρειαζόμαστε μια Αριστερά πραγματικά ρεαλιστική δηλαδή μια Αριστερά που να μπορεί να ηγηθεί της νικηφόρας αντίστασης αλλά και να ψηλαφίσει το θέμα της εξουσίας. Και αυτό έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις με τις οποίες καλούμαστε να αναμετρηθούμε.

Εμείς λέμε ότι αυτήη Αριστερά θα πρέπει να είναι όντως μια αριστερά επαναστατική. Όχι με την έννοια της ιστορικότητας του ρεύματος της επαναστατικής αριστεράς ούτε με το βερμπαλισμό της διαρκούς επίκλησης του επαναστατικού δρόμου, αλλά με την επικέντρωση σε εκείνους τους κρίσιμους πολιτικούς στόχους – κόμβους που σήμερα ορίζουν την ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική, σηματοδοτούν πραγματική βελτίωση της θέσης των λαϊκών μαζών, ανοίγουν δρόμους για συνολικότερη τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης και διευκολύνουν τη συγκρότηση μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας. Και αυτή είναι η αξία που έχει σήμερα το τετράπτυχο που προβάλλουμε ως τους κρίσιμους άξονες μιας τέτοιας προσπάθειας:

-Παύση πληρωμώνστο χρέος – Διαγραφή του χρέους.

-Έξοδος από την ευρωζώνη και το ευρώ, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ.

-Εθνικοποίηση Τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων.

-Αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων.

Σήμερα, άλλωστε, ο βασικός κόμβος στην ταλάντευση ευρύτερων τμημάτων των λαϊκών μαζών ανάμεσα στην ενεργό στράτευση στον αγώνα και την αναδίπλωση σε έναν εξατομικευμένο και ανασφαλή επιβιωτισμό είναι όχι βέβαια το εάν αντιλαμβάνονται τη συστημική βία των μέτρων αλλά ο βαθμός εμπιστοσύνης τους στη δυνατότητα άμεσης εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου με την έννοια ριζοσπαστικών αλλά και ιστορικά εφικτών ανατροπών πολιτικής. Για να δώσουμε ένα ιστορικό παράδειγμα: στη μεταπολίτευση ευρύτερα στρώματα εργαζομένων, υπό τηνεπιρροή της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ, όντως πίστευαν ότι π.χ. μπορούσε να λειτουργήσει η οικονομία με εκτεταμένες κρατικοποιήσεις μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Έτσι πρέπει και σήμερα να πιστέψουν π.χ. ότι διαγραφή του χρέους είναι αναγκαία και θετική εξέλιξη ή ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα δεν θα είναι εθνική καταστροφή.

Σημαίνει αυτό ότι εγκαταλείπουμε ή υποβαθμίζουμε το σύνολο των ερωτημάτων και των αναζητήσεων που άπτονται μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής; Προφανώς και όχι. Αντίθετα, σήμερα μια τέτοια τοποθέτηση θα πρέπει να συνδυάζεται και με την προσπάθεια πραγματικής μετατόπισης ιδεολογικής, με μαζικούς όρους, υπέρ της δυνατότητας μια μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας και με την αξιακή σύγκρουση με κόμβους όπως ο καταναλωτικούς ηδονισμός που χαρακτηρίζει την τρέχουσα εκδοχή καπιταλισμούς αλλά και την ανάδειξη εκείνων των «χναριών κομμουνισμού» που αναδεικνύονται στις σύγχρονες μορφές δικτύωσης, αλληλεγγύης, στην προσπάθεια να αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές έξω από τον καταναγκασμό της μορφής-εμπόρευμα, στο ριζικό εξισωτισμό της δημοκρατίας του αγώνα. Αυτή η αναζήτηση μπορεί πραγματικά να δώσει μια και επιτακτική επικαιρότητα στην «κομμουνιστική υπόθεση». Και προφανώς μόνο μια αριστερά που έχει στο νου της την προοπτική του κομμουνισμού μπορεί να ιεραρχήσει σωστά και τους άμεσους στόχους προτάσσοντας εκείνους που όντως σηματοδοτούν τη ρήξη με την αστική πολιτική. Όμως, θα ήταν ηττοπαθές να λέγαμε σήμερα σε ευρύτερες μάζες ότι η μόνη λύση είναι η επανάσταση, ότι τα μέτρα δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο εάν ανατραπεί ο καπιταλισμός.

Όμως, μόνο το στοιχείο το προγραμματικό δεν επαρκεί εάν θέλουμε να μιλήσουμε για τη φυσιογνωμία μιας πραγματικά χρήσιμης για το κίνημα Αριστεράς. Χρειάζονται και άλλα στοιχεία που να αφορούν την άμεση παρέμβασή της στην καθημερινότητα των λαϊκών μαζών. Η υπενθύμιση ότι το ΕΑΜ μεγαλούργησε γιατί κατάφερε να επιλύσει το άμεσο ζήτημα της επιβίωσης των λαϊκών μαζών, είναι κάτι το οποίο πρέπει να μην το ξεχνάμε και να αποτελεί οδηγό για τη δράση και σήμερα. Σήμερα χρειαζόμαστε εκείνη την Αριστερά που θα μπορεί να οικοδομεί όντως σωματεία και να τα κάνει να έχουν νίκες (και όχι παραταξιακές προεκτάσεις), που θα μπορεί να οικοδομήσει στις γειτονιές μορφές αλληλοϋποστήριξης σε περίπτωση ανάγκης, που θα μπορεί να υποστηρίξει ένα κίνημα «αυτομείωσης τιμών», που θα μπορεί να οργανώσει έναν αυτοδιαχειριζόμενο πολιτιστικό πολυχώρο ή ένα ελεύθερο πάρκο.

Χρειαζόμαστε επίσης μια Αριστερά που να μπορεί να οικοδομεί όντως τις μορφές του κινήματος. Σήμερα τόσο η απλή υπεράσπιση της ανάγκης απλής αλλαγής εκλογικών συσχετισμών μέσα στο εργατικό κίνημα όσο και η απλή επιλογή της εξόδου από την οργανωμένη συνδικαλιστική πάλη αδυνατούν να ακούσουν την ίδια την εμπειρία των αγώνων και την αγωνία των αγωνιστών για μια ριζική τομή μέσα στο εργατικό κίνημα, για ένα πραγματικά νέο ενωτικό ταξικό εργατικό κίνημα που να επανιδρύσει τα σωματεία ως βασικά κύτταρα της εργατικής πολιτικής, θα δώσει τη δυνατότητα κλιμάκωσης και αντοχής των κινητοποιήσεων, θα απαντήσει στην πρόκληση της μειωμένης συμμετοχής και της αποξένωσης από συνδικάτα, θα μπορέσει να ενσωματώσει όλες εκείνες τις εργασιακές σχέσεις που είναι ακάλυπτες από το επίσημο εργατικό κίνημα, θα απαντήσει στην τεράστια πρόκληση ενός πραγματικού κινήματος ανέργων. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε μεγάλος κύκλος στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος αλλά και των αγώνων της ελληνικής εργατικής τάξης συνοδευόταν και από κρίσιμες τομές και προχωρήματα στην τρόπο οργάνωσης και συγκρότησης του ταξικού κινήματος που να διευρύνουν και να κάνουν πιο αποτελεσματική τη συγκρότηση των συνδικάτων. Από την έκρηξη του βιομηχανικού συνδικαλισμού στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930 και τη συγκρότηση της CIO μέχρι το Μάη του 1968, το Ιταλικό «Θερμό Φθινόπωρο» και συνολικά τη ριζοσπαστικοποίηση των συνδικάτων, μέχρι την ελληνική συνδικαλιστική άνοιξη της μεταπολίτευσης, μπορεί κανείς να δει και την άνοδο του κινήματος και το άνοιγμα του ταξικού κινήματος με πρωτότυπες μορφές.

4.3 Οι μεγάλες δυνατότητες και ευθύνες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

Απέναντι σε όλες αυτές τις προκλήσεις η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει μεγάλες δυνατότητες αλλά και μεγάλες ευθύνες. Σήμερα πρέπει να επιμείνουμε ότι τόσο η δυνατότητα το κίνημα να είναι νικηφόρο όσο και η Αριστερά να είναι ηγέτιδα δύναμη του «έθνους των εργαζομένων» περνά μέσα από εκείνες τις πολιτικές τομές στη φυσιογνωμία που σήμερα μόνο ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς τις προσεγγίζει. Στοιχεία όπως η κινηματική μαχητικότητα, η ανεξαρτησία από το επίσημο πολιτικό σκηνικό, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, η αντίθεση στην ΕΕ, συνιστούν όρους εκ των ων ουκ άνευ για την ανασύνθεση της Αριστεράς ως δύναμης ρήξης και ανατροπής, για να μπορέσει η Αριστερά μέσα σε δύσκολες συνθήκες και να γίνει ξανά δύναμη της εργατικής αντι-ηγεμονίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το πολιτικό σχέδιο της αντικαπιταλιστικής αριστερά σήμερα δεν αφορά απλώς και μόνο στενά το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή όποιων τάσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν έχουν ακόμη πάρει την απόφαση να μπουν στο ενωτικό εγχείρημα. Ούτε μπορεί να είναι απλώς η μαζικοποίηση του εγχειρήματος ή το κάλεσμα σε ένα δυναμικό να μπει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η μαζικοποίηση και δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να είναι ουσιαστικά μία από τις προϋποθέσεις για να ξεδιπλωθεί το σχέδιο και όχι η πλήρης εκπλήρωσή του. Αυτό περνάει μέσα από την προσπάθεια να ηγεμονεύσουν αυτά τα στοιχεία σε ευρύτερες ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά.

Και αυτό σημαίνει να κοιτάμε πέρα από τον εαυτό μας. Την επόμενη περίοδο θα υπάρξουν ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά. Το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ανοιχτή κρίση. Η έξοδος της ανανεωτικής πτέρυγας επέτεινε και δεν έλυσε προβλήματα, εάν κρίνουμε από τη λογική «τι θα κάνουμε χωρίς τους βαρβάρους;» που επικράτησε μετά. Η όποια αριστερή ή ριζοσπαστική αναζήτηση δύσκολα μπορεί να συνυπάρξει με τον αριστερό κυβερνητισμό των «θετικών προτάσεων». Η αδυναμία επεξεργασίας μιας γραμμής μετώπου σε αριστερή κατεύθυνση αποτυπώνεται στις παλινωδίες για το ποιος θα ηγηθεί των αυτοδιοικητικών ψηφοδελτίων. Η ανάγκη καθαρών απαντήσεων στα ζητήματα του χρέους και της σχέσης με την ΟΝΕ έρχεται σε οξεία σύγκρουση με τον αριστερό ευρωπαϊσμό με… ορίζοντα τον κομμουνισμό.

Και πρέπει να πούμε ότι από ό,τι φαίνεται και από την αρθρογραφία στην Αυγή η ηγετική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα σήμερα ιδεολογικά προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιμείνει στη λογική του ευρωπαϊσμού, συνδυάζοντάς τον με άφθονο αντικαπιταλισμό, και να συκοφαντήσει όλα τα συγκεκριμένα αιτήματα ρήξης με την ΕΕ.

Αλλά και το σχέδιο του ΚΚΕ, μείγμα ενός εγκεφαλικού σχεδιασμού για την ανασύσταση «επαναστατικού κέντρου» χωρίς νικηφόρο κίνημα και οικοδόμησης ενός εκλογικού μηχανισμού «κόμματος διαμαρτυρίας» επίσης βιώνει την όξυνση των αντιφάσεών του. Οι διαγραφές, οι αποστασιοποιήσεις, οι ανοιχτές συζητήσεις αποτυπώνουν ακριβώς πλευρές μιας κρίσης που κάποια στιγμή θα έρθει στην επιφάνεια. Αλλά και πέραν των οργανωμένων πολιτικών σχεδίων ας μην ξεχνάμε και κοινωνικές δυναμικές που ήρθαν στο προσκήνιο και δεν καλύπτονται από τα υπάρχοντα σχέδια. Ένα σύνολο πολιτικών αναγνωρίσεων και πρακτικών που αναδείχτηκε π.χ. το Δεκέμβρη του 2008, παρ’ όλες τις αντιφάσεις του, και το οποίο ο αντιεξουσιαστικός χώρος ακόμη και στις πιο «πολιτικές» εκδοχές του δεν μπορεί να το πολιτικοποιήσει και να το μετασχηματίσει σε πολιτική δυναμική, επίσης αποτελεί πρόκληση για οποιοδήποτε σχέδιο για την Αριστερά. Όλες αυτές οι αντιφάσεις διαμορφώνουν ένα τοπίο πλούσιο και πρωτότυπο, σημαίνουν ότι θα απελευθερωθούν δυνάμεις, επιτρέπουν ευρύτερες ανακατατάξεις δυνάμεων. Πόσο μάλλον ότανβλέπουμε και αναζητήσεις πολιτικές σίγουρα ενδιαφέρουσες. Η για πρώτη φορά αμφισβήτηση του αριστερού ευρωπαϊσμού στο εσωτερικού του Συνασπισμού, η δημόσια διαφοροποίηση στελεχών του ΚΚΕ ή της επιρροής του υπέρ της κοινής δράσης, η κοινή συμπόρευση π.χ. στα σωματεία με ένα δυναμικό αντιεξουσιαστικής προέλευσης δείχνει ακριβώς αυτές τις δυναμικές. Αυτά πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη η όποια τοποθέτηση και στρατηγική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα ένα πολιτικό σχέδιο για μια αριστερά πραγματικά ριζοσπαστική μπορεί να συναντηθεί και με ένα ευρύτερο δυναμικό με προέλευση από τους σχηματισμούς της ρεφορμιστικής αριστεράς και με ένα ριζοσπαστικοποιημένο κοινωνικό δυναμικό που βγαίνει στο προσκήνιο μέσα από τους αγώνες.

4.4. Δυνάμωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – τολμηρή συμβολή στο διάλογο και την κοινή δράση – ενίσχυση του κομμουνιστικού ρεύματος

Σε αυτό το πλαίσιο τρεις είναι οι κρίσιμοι στόχοι που εξειδικεύουν τη συνολικότερη κατεύθυνση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Πρώτον, η αυτοτελής πολιτική συγκρότηση και πολιτικοποίηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως διακριτού πολιτικού ρεύματος. Αυτό σημαίνει το πλήρες ξεδίπλωμα της δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έτσι ώστε να ξεπεράσει τη μορφή του «μετώπου οργανώσεων» και να γίνει χώρος πολιτικής συνθέσεων και ξεδιπλώματος μιας «διαλεκτικής της ηγεμονίας», το βάθεμα της πολιτικής συγκρότησης και το άνοιγμα της προγραμματικής συζήτησης και της θεωρητικής αναζήτησης, τόσο για τις εξελίξεις στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό όσο και για τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, η διεκδίκηση αναβαθμισμένου ρόλου στην εκπροσώπηση τμημάτων της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, η συμβολή στην ανάπτυξη διακριτών ριζοσπαστικών πολιτκοσυνδικαλιστικών ρευμάτων και σχημάτων σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, η επιθετική παρέμβαση στη συνολικότερη συζήτηση και στις αντιθέσεις συνολικά της Αριστεράς. Η αναβάθμιση της κεντρικής παρουσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η προσπάθεια για πιο μαζικό, στοχευμένο και εύληπτο υλικό, η προσπάθεια να γίνουν οι τοπικές συνελεύσεις και επιτροπές πόλος έλξης για ένα ευρύτερο δυναμικό, τολμηρές πρωτοβουλίες για δημόσιο πολιτικοθεωρητικό διάλογο, η προετοιμασία πανελλαδικού σώματος αντιπροσώπων για επεξεργασία πολιτικών θέσεων και κατευθύνσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η προσπάθεια για μαζικό έντυπο του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.

Δεύτερον, η τολμηρή αναμέτρηση με το ερώτημα της κοινής δράσης με την υπόλοιπη Αριστερά και της παρέμβασης σε διαδικασίες διαλόγου. Εκτιμούμε ως σημαντική και αναγκαία την πρωτοβουλία που οδήγησε στο «Αριστερό Βήμα για το διάλογο και την κοινή δράση» και γι’ αυτό τη στηρίζουμε ακριβώς γιατί συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Η συζήτηση γύρω από το Αριστερό Βήμα έβγαλε στο προσκήνιο ένα ευρύτερο φάσμα από αντιφάσεις και φοβικά αντανακλαστικά μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, ανέδειξε όμως και μια πραγματική διάθεση για υπέρβαση των σημερινών αδιεξόδων προς τα αριστερά.

Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα, σε σχέση και με την επιλογή μας να στηρίξουμε το ‘Αριστερό Βήμα Διαλόγου’. Η τοποθέτησή μας αυτή δεν έχει σχέση με την παραδοσιακή και γενικόλογη επίκληση της «ενότητας της Αριστεράς» που κατά καιρούς έρχεται στο προσκήνιο, έστω και εάν σεβόμαστε την αγωνία και την ευαισθησία του κόσμου της Αριστεράς που εκφράζει αυτή η επίκληση. Απλώς, έχουμε επίγνωση ότι ιστορικά η «ενότητα της Αριστεράς» όποτε μεταφράστηκε σε πολιτικό σχέδιο και κατεύθυνση σήμαινε δεξιές μετατοπίσεις και αυταπάτες. Αυτό για το οποίο μιλάμε αφορά δύο κρίσιμες αναγκαιότητες της περιόδου:

·Από τη μια την ανάγκη για την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων, κοινωνικών και πολιτικών, στο πλαίσιο του αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου που απαιτείται για την ανατροπή των μέτρων του «Μνημονίου».

·Από την ανάγκη να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας, κοινής δράσης και πολιτικοθεωρητικού διαλόγου με ένα ευρύτερο αριστερό δυναμικό που μπορεί να παραμένει και εντός των ρεφορμιστικών πολιτικών σχεδίων.

Γνώμη μας είναι ότι είναι βαθιά λανθασμένη η αντίληψη ότι οποιαδήποτε συμμετοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ή αγωνιστών της μέσα σε διεργασίες κοινής δράσης και διαλόγου με άλλες ρεύματα της αριστεράς σημαίνει αυτόματη ηγεμόνευση από τα πολιτικά σχέδια του ρεφορμισμού. Μια τέτοια εκτίμηση είναι ηττοπαθής, παραβλέπει την υπαρκτή κρίση των ρεφορμιστικών προτάσεων υποτιμά την εμβέλεια της απήχησης που μπορεί να έχει μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Εάν μια πολιτική γραμμή πατάει στην πραγματικότητα και δίνει διέξοδο, τότε δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την συνύπαρξη και την αντιπαράθεση με άλλες απόψεις. Αντίθετα, έχουμε τη γνώμη ότι σήμερα μια μάχιμη αντικαπιταλιστική κατεύθυνση μπορεί να έχει ευρύτερη απήχηση, να κερδίσει ανθρώπους, να τροφοδοτήσει και πολιτικοποιήσει ευρύτερες ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά.

Και εδώ βέβαια χρειάζεται κανείς να απαντήσει και ένα κρίσιμο ερώτημα: Εκτιμούμε ότι σήμερα οι αγωνιστές που αναζητούν μια αντικαπιταλιστική, μια επαναστατική στρατηγική, που αναφέρονται στον κομμουνισμό περιορίζονται σε όσους βρίσκονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε όσες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς δεν συμμετέχουν σε αυτή ή μήπως υπάρχουν και στο εσωτερικό των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς; Εάν απαντήσουμε ότι ισχύει το δεύτερο ενδεχόμενο τότε πρέπει να αναζητήσουμε και τους τρόπους επικοινωνίας και επαφής με αυτούς. Γι’ αυτό προβληματικό στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς η αναγκαία οριοθέτηση απέναντι στη λογική της «Παναριστεράς» να μετασχηματίζεται σε αντανακλαστικό απέναντι στην κοινή δράση.

Τρίτος κρίσιμος κόμβος παραμένει για εμάς το ερώτημα της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος, της «κομμουνιστικής συνιστώσας» εκείνης που θα αποτελέσει το πολιτικό νεύρο μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, κάτι που για εμάς περνάει και μέσα από την υπέρβαση του σημερινού κατακερματισμού των δυνάμεων που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση της κομμουνιστικής στρατηγικής. Θα είναι ακριβώς αυτή η διαμόρφωση ενός ευρύτερου κομμουνιστικού ρεύματος που θα δώσει τη δυνατότητα να δοθεί με καλύτερους όρους η μάχη για την ηγεμονία μέσα στις ευρύτερες διεργασίες ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Ακριβώς γιατί σήμερα η υπόθεση της αριστεράς δεν μπορεί να περιορίζεται στην απλή κινηματική μαχητικότητα ή ένα γενικόλογο αντικαπιταλισμό, αλλά απαιτεί τροφοδοσία με προγραμματικές οριοθετήσεις και αναμέτρηση με το ερώτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού και της επαναστατικής στρατηγικής. Και θα είναι ακριβώς ένα τέτοιο βάθεμα της προγραμματικής συγκρότησης που θα επιτρέπει και την αποτελεσματικότερη και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση παρέμβαση και στη συνολικότερη συζήτηση μέσα στην αριστερά. Άλλωστε, σήμερα μέσα στην όλη διεργασία επανεμφάνισης στοιχείων ιδεολογικού ριζοσπαστισμού είναι κομβική πρόκληση η εκ νέου ηγεμονία μιας κομμουνιστικής αναφοράς.

Εκτός, όμως, από αυτούς τους κόμβους υπάρχει και το ερώτημα των πολιτικών μορφών και πρωτοβουλιών για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Εδώ θέλουμε να πούμε ότι σήμερα διαφωνούμε με μια στρατηγική που θα υποστήριζε ότι σήμερα η συζήτηση για το πολιτικό υποκείμενο περιορίζεται μόνο στο δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των υπόλοιπων οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς και από εκεί πέρα απλώς μένει να συναντηθούμε μόνο με τις δυνητικά εξεγερμένες επαναστατημένες μάζες. Αυτή η στρατηγική, του περιορισμού απλώς σε έναν «επαναστατικό πόλο», θα παράβλεπε ότι ένα μέρος του δυναμικού του «κόμματος σε διάχυτη μορφή» βρίσκεται σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Επομένως, η διαδικασία της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς στην πλήρη της μορφή θα προϋποθέτει και συνολικότερες ανακατατάξεις, ρήξεις και αποδεσμεύσεις δυναμικού μέσα στην Αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλει να είναι το κέντρο μιας διεργασίας ευρύτερης. Προφανώς και άμεσο καθήκον παραμένει η συγκρότηση και κατοχύρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως διακριτού πολιτικού σημείου αναφοράς. Όμως, είναι ανάγκη, χωρίς βιασύνη, να δοκιμάσουμε να ανασημασιοδοτήσουμε την έννοια του «αριστερού μετώπου». Όχι από την σκοπιά της παραδοσιακής αντίληψης της «ενότητας της Αριστεράς», που ιστορικά οδήγησε σε δεξιές μετατοπίσεις, αλλά στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Και αυτό σημαίνει για εμάς την πολιτική κατεύθυνση για ένα Αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική, αντι-ΕΕ, αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση με ισχυρή κομμουνιστική συνιστώσα και εν δυνάμει κομμουνιστική ηγεμονία. Πιστεύουμε δε ότι όσες δυνάμεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ μοιράζονται αυτές τις ανησυχίες πρέπει να αποφύγουν τις καθυστερήσεις και τις φοβικές αντιδράσεις και τολμηρά να προχωρήσουν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει το βασικό πεδίο για μάχιμες πρωτοβουλίες και η αυτοτέλειά της δεν διακυβεύεται. Πρέπει, όμως, και τολμηρά να αναλάβει την ευθύνη του της αναλογεί.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό το επόμενο διάστημα

·Η συμβολή στην υπόθεση του αγωνιστικού μετώπου, καθώς οι όροι με τους οποίους θα δοθεί η μάχη ενάντια στο Μνημόνιο, θα καθορίσουν και τις εξελίξεις στην Αριστερά.

·Η προσπάθεια κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές όπως είναι ο αριστερός αντιευρωπαϊσμός, η αντισυνδιαχειριστική λογική, η κινηματική μαχητικότητα να γίνουν ηγεμονικές μέσα στην Αριστερά.

·Η προσπάθεια για κατεβάσματα στις Αυτοδιοικητικές εκλογές (βλ. και παρακάτω) που να αποτυπώνουν ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά ψηλαφεί το τι σημαίνει σήμερα πραγματικά κοινωνικά αναγκαία Αριστερά.

·Η προσπάθεια για μαζικοποίηση και δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συνεχιστεί. Πρέπει σχετικά γρήγορα να ολοκληρωθεί η προσπάθεια για τη μαζική εγγραφή μελών και να μπει προγραμματισμός για την πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αντιπροσώπους.

·Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να βγει τολμηρά και αποφασιστικά με δημόσια ανοιχτή πρόταση κοινή δράσης μέσα στο κίνημα, με βάση το τετράπτυχο, τη λογική του αγωνιστικού συντονισμού και την κατεύθυνση του πανεργατικού εργατικού ξεσηκωμού

·Η τολμηρή στήριξη του πολιτικοθεωρητικού διαλόγου μέσα στην Αριστερά μέσα και από το Αριστερό Βήμα. Η προσπάθεια να γίνει το μεγάλο συνέδριο για το χρέος τον Οκτώβρη, που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για ευρύτερες δυνάμεις και να πάει μπροστά η συζήτηση. Είναι κομβικό για τη δική μας οπτική το ‘Αριστερό Βήμα’ να μπορέσει να λειτουργήσει ως αυτό που θέλουμε να είναι: Βήμα διαλόγου, δίκτυο επικοινωνίας και πολιτικοϊδεολογικής αντιπαράθεσης, πεδίο συνάντησης αγωνιστών με αναφορά σε μια κομμουνιστική κατεύθυνση από ένα ευρύ φάσμα προέλευσης, μοχλός για να πάει πιο αριστερά η συνολικότερη συζήτηση μέσα στην Αριστερά.

·Η πρόταση για το κομμουνιστικό ρεύμα και την υπέρβαση του σημερινού κατακερματισμού των δυνάμεων που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος πρέπει να δουλευτεί και να ζυμωθεί. Πάνω σε αυτό χρειαζόμαστε δικό μας σχετικό δημόσιο κάλεσμα.


5. Για τις αυτοδιοικητικές εκλογές

5.1 Η πολιτική σημασία των εκλογών

Οι εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση φέτος έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αποτελούν την πρώτη μεγάλη κεντρική πολιτική αναμέτρηση μετά την ψήφιση του Μνημονίου. Σε αυτές θα αποτυπωθούν συνολικότερες πολιτικές τάσεις και συσχετισμοί. Μπορούν να αποτελέσουν το πεδίο όπου θα αποτυπωθεί η δυσαρέσκεια και η οργή απέναντι στην κυβέρνηση και τα μέτρα. Στο χέρι μιας μάχιμης αριστερής παρέμβασης είναι αυτό να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά, να αποτυπωθεί στην ενίσχυση αριστερών ψηφοδελτίων και να μην περιοριστεί απλώς στην αύξηση της αποχής ή μιας γενικά αντιπολιτευτικής ψήφου.

Η έμφαση στον κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα των εκλογών δεν μειώνει τη σημασία που έχουν και οι αυτοδιοικητικές διαστάσεις των εκλογών, τόσο με την έννοια της πάλης ενάντια στην αντιδραστική αναδιάρθρωση του ‘Καλλικράτη’ όσο και με αυτή της ανάδειξης σημαντικών τοπικών αντιστάσεων και δράσεων για το περιβάλλον και τους ελεύθερους χώρους.

Οι Αυτοδιοικητικές εκλογές θα είναι και ένα πεδίο όπου θα διατυπωθούν και οι διαφορετικές προτάσεις και τοποθετήσεις για το κίνημα και την Αριστερά. Αυτό σημαίνει ότι για την αντικαπιταλιστική αριστερά η παρέμβαση στις εκλογές οφείλει να είναι κομμάτι της συνολικής της δράσης για την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής και των πολιτικών του Μνημονίου και για την ανασύνθεση μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτό σημαίνει μια παρουσία πιο συνολική, πέρα από την απλή καταγραφή, όπως επίσης το ότι όντως δεν μπαίνουμε σε λογική αναστολής των κινητοποιήσεων και συνολικά των κινηματικών δράσεων μέχρι τις εκλογές.

5.2 Η στάση των πολιτικών δυνάμεων

Δείκτης των αντιφάσεων της περιόδου και των αντιθέσεων που διαπερνούν το πολιτικό σύστημα η δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα επίσημα κόμματα στην κατάρτιση των συνδυασμών, η απροθυμία στελεχών π.χ. του ΠΑΣΟΚ να εκτεθούν, οι κάθε είδους αντιθέσεις.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επενδύει πολιτικά στη δυνατότητα με βάση την διαρκούσα κρίση της ΝΔ, τη διαμάχη με τους Μητσοτσακικούς και τακτικές συμμαχίες με διάφορους ‘προθύμους’ συμμάχους όπως η Δημοκρατική Αριστερά, να μπορέσει να έχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα κερδίζοντας μια σειρά από Δήμους και Περιφέρειες και παράλληλα υποβαθμίζοντας την πολιτική βαρύτητα των εκλογών κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά έντονη η ανασφάλεια για το τι θα συμβεί εάν υπάρξει πολύ μεγάλη αποχή ή ψήφος αποδοκιμασίας.

Από την άλλη, η ΝΔ δοκιμάζεται από κρισιακές τάσεις και τις πιέσεις που δέχεται ώστε η άρνηση ψήφισης του Μνημονίου να μη σημαίνει και σύγκρουση με τις πολιτικές που αυτό προβλέπει. Ουσιαστικά η ΝΔ έχει δύο ειδών αντιθέσεις που τη διαπερνούν. Ιδεολογικά και στρατηγικά ταλαντεύεται ανάμεσα στη διεκδίκηση ενός περισσότερο ‘κοινωνικού προφίλ’ και την επιμονή στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Τακτικά έχει να αντιμετωπίσει τόσο το πρόβλημα Μπακογιάννη και τη σχέση με τους Μητσοτακικούς αλλά και την απαξίωση της ομάδας Καραμανλή. Οι τακτικισμοί που κάνει η ηγετική ομάδα, προσπαθώντας να κατευνάσει τυχόν αντιθέσεις δεν είναι βέβαιο ότι ενισχύουν τη θέση της. Επενδύει στο να κερδίσει μέρος της δυσαρέσκειας αλλά και υπονομεύεται από το ενδεχόμενο διασπαστικών κινήσεων όπως αυτές τις Μπακογιάννη στη Κρήτη αλλά και το ενδεχόμενο προβλημάτων σε περιοχές προνομιακές όπως η Πελοπόννησος (υποψηφιότητα Τατούλη).

Το ΚΚΕ δοκιμάζει σε αυτές τις εκλογές να κάνει τη μέγιστη δυνατή καταγραφή με όρους αμιγώς κομματικούς και αυτό εξηγεί γιατί έχει επιλέξει αποκλειστικά κομματικά κατεβάσματα αλλά και γιατί ανακοίνωσε τόσο νωρίς τα ψηφοδέλτια δίνοντάς του και ενιαίο τίτλο σε όλες τις περιφέρειες και στους Δήμους και προκρίνοντας κομματικά στελέχη πρώτης γραμμής. Ελπίζει ότι η ‘συνεπής’ τοποθέτηση θα το κάνει να κάνει μια μεγάλη καταγραφή που θα το κατοχυρώσει μέσα στο χώρο της Αριστεράς. Προσπαθεί με τον τρόπο που το χειρίζεται να προλάβει και τυχόν αντιθέσεις και ερωτήματα στο εσωτερικό του. Αυτό δεν αναιρεί τον κατά βάση αδιέξοδο χαρακτήρα μιας πολιτικής γραμμής που αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε λογική αγωνιστική ταξικής συνεργασίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα μέχρι τώρα στην πορεία για τις Αυτοδιοικητικές εκλογές. Αυτό είναι αποτέλεσμα και των εσωτερικών αντιθέσεων του ΣΥΝ και των στρατηγικών ορίων του αριστερού ευρωπαϊσμού και του αριστερού κυβερνητισμού και των εσωτερικών αντιθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Το σήριαλ με τις υποψηφιότητες για την περιφέρεια της Αττικής είναι πολύ χαρακτηριστικό αλλά όχι το μόνο. Η αδυναμία να οριστεί με σαφήνεια ένα συνεκτικό πολιτικό στίγμα, πέρα από τη γενική αντίθεση στο Μνημόνιο, οδηγεί ουσιαστικά σε μια υποκατάσταση της πολιτικής από την αισθητική. Αυτό αποτυπώθηκε στη λογική ας βρεθεί προσωπικότητα από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και ας λέει ό,τι θέλει (με αποκορύφωμα την υποψηφιότητα του στελέχους του ΠΑΣΟΚ Μητρόπουλου, μεγαλοδικηγόρου διαπλεκόμενου με εργοδότες και την πολιτική εξουσία). Αυτό οδήγησε στη βιασύνη να ανακοινώνονται πρόσωπα και φυσικά να ‘καίγονται’ υποψηφιότητες. Αυτό εξηγεί την αναπαραγωγή της λογικής ότι εάν πρόκειται να βρούμε υποψήφιο ‘δεξιότερο’ πρέπει να πάμε και το πλαίσιο προς τα δεξιά. Όλη αυτά συνολικά συμβάλουν στην συνολικότερη αναξιοπιστία του όλου εγχειρήματος, στην απογοήτευση ενός ευρύτερου δυναμικού που αναφερόταν προς τα εκεί και συμβάλουν στην εικόνα κρίσης του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό επιτείνεται και από την εμφανή προσπάθεια της ηγετικής ομάδας του ΣΥΝ να προσανατολιστεί σε ορισμένες περιπτώσεις σε μια λογική άξονα συνεργασιών με Οικολόγους – Πράσινους, διαφωνούντες ΠΑΣΟΚ και ίσως ΔΗ.ΑΡ., ακόμη και εάν αυτό σημαίνει προοπτικά και ρήξης με τμήματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που ανήκουν στο ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό εξηγεί και τις αντιθέσεις που έχουν καταγραφεί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ: Στην περιφέρεια Πελοποννήσου όπου οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούν στην κεντρική υποψηφιότητα του Συνασπισμού εξαιτίας της διαπλοκής του υποψηφίου περιφερειάρχη με τις επενδύσεις του Ομίλου Κωνσταντακόπουλου στην Πύλο, στο Δήμο Θεσσαλονίκης όπου ο ΣΥΝ συζητούσε τη λογική της κοινής αντι-ΝΔ υποψηφιότητας σε ρήξη με τον υπόλοιπο ΣΥΡΙΖΑ, στα Χανιά όπου ανακοινώθηκε υποψήφιος παρά την αντίθεση του τοπικού ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό πλαίσιο που προτείνεται.

Η Δημοκρατική Αριστερά θα προσπαθήσει σε αυτές τις εκλογές να κατοχυρώσει το ρόλο της ως μια συμπληρωματική δύναμη μέσα στο πολιτικό σύστημα, κύρια μέσα από μια προσπάθεια συνεργασιών με τους Οικολόγους αλλά και το ΠΑΣΟΚ (βλ. π.χ. πώς διαχειρίζεται την υποψηφιότητα Καμίνη για το Δήμο της Αθήνας). Ταυτόχρονα, πρέπει να τονίσουμε ότι σε διάφορες περιοχές θα στηρίξει δημάρχους από κοινού με το ΣΥΝ. Βασικό αποτέλεσμα της παρέμβασης ή της συμμετοχής της Δημοκρατικής Αριστεράς όπου αυτή συμμετέχει σε εκλογικά κατεβάσματα είναι να συμβάλει στην πολιτική και ιδεολογική αποφόρτιση των εκλογών, εφόσον το βασικό της στίγμα είναι ότι δεν πρέπει να είναι εκλογές με επίδικο το Μνημόνιο.

Συνολικά σήμερα η προβολή του ‘αυτοδιοικητικού χαρακτήρα’ των εκλογών και η προσπάθεια να αποσυνδεθούν από την αντιπαράθεση για το μνημόνιο και την κυβερνητική πολιτική είναι βασική πλευρά της όλης προσπάθειας αποπολιτικοποίησης των εκλογών και σχετικής αποστείρωσης της πολιτικής σκηνής από τις κοινωνικές αντιθέσεις.

Οι Οικολόγοι – Πράσινοι δείχνουν και σε αυτές τις εκλογές πόσο δεξιόστροφη δύναμη είναι. Η ευκολία με την οποία συμμετέχουν σε ψηφοδέλτια τα οποία είναι απολίτικα, χωρίς αναφορές και αιχμές για την περίοδο και με μια έντονα οικο-τεχνοκρατική αντίληψη δείχνει το πολιτικό στίγμα του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

5.3 Για την παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς

Σε αυτό το τοπίο είναι σαφές ότι υπάρχουν δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική αριστερά. Με άλλες προτάσεις για την Αριστερά να διαπερνιούνται από αντιφάσεις, με όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, με ευρύτερη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική έχει μια δυνατότητα να δείξει δυναμική αλλά και να πάρει πρωτοβουλίες που να παραπέμπουν σε ευρύτερες μετατοπίσεις.

Πρέπει να έχουμε σαφές ότι σήμερα ισχυρή καταγραφή του ρεύματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις περιφέρειες θα είναι και μια αποφασιστική συμβολή στην υπόθεση της συνολικότερης ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Έχει σημασία να καταγραφεί ότι υπάρχει ένα διακριτό, μαζικό και με απήχηση ρεύμα, αυτό μπορεί να συμβάλει και σε ευρύτερες ανακατατάξεις και αλλαγές συσχετισμών μέσα στην Αριστερά.

Γι’ αυτό και το ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάμε με μια μηχανιστική λογική που λέει ότι απλώς χρειάζεται να μαζέψουμε ονόματα και να εξαγγείλουμε ψηφοδέλτια. Χρειάζεται να επιμείνουμε σε μια ορισμένη μεθοδολογία, ιδίως για τις περιφέρειες:

·Σε κάθε περιφέρεια που έχουμε τη δυνατότητα να κατέβουμε πρέπει να γίνει ανοιχτή πρόταση κάλεσμα για τη συγκρότηση ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με το πλαίσιο που έχει κεντρικά βγάλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να γίνουν εκδηλώσεις στις πρωτεύουσες των Νομών σε αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη και εάν δεν υπάρξουν μετατοπίσεις πολιτικών τάσεων, μας δίνει τη δυνατότητα να παρέμβουμε στη συζήτηση και να κερδίσουμε κόσμο. Αυτό θα πρέπει να γίνει στις αρχές Σεπτέμβρη.

·Υπάρχουν περιοχές όπου και στις περιφέρειες και στους δήμους μπορούμε να έχουμε και ευρύτερες συνεργασίες, σε ρήξη με το ΣΥΝ και τη λογική της παναριστεράς αλλά σε κατεύθυνση ανοίγματος π.χ. Περιφέρεια Πελοποννήσου.

·Παράλληλα, πρέπει να γίνουν όλες οι αναγκαίες απευθύνσεις για τη στελέχωση των ψηφοδελτίων, οι κουβέντες με ανένταχτους αγωνιστές, η προσπάθεια να έχουμε εικόνα για τις ανάγκες που έχουμε για μεταδημοτεύσεις.

·Ήδη από το αρχικό κάλεσμα πρέπει πλάι στο γενικό πολιτικό τόνο να υπάρχουν συγκεκριμένες τοπικές αναφορές, εξειδικεύσεις και αναφορές σε τοπικούς αγώνες και κινήματα κάθε περιφέρειας.

·Ο πολιτικός τόνος πρέπει να είναι μάχιμος, να αποφεύγει τη γενικολογία και να μπορεί να βγάζει αιχμές. Κομβικό στοιχείο είναι εδώ η προβολή του προγράμματος άμεσων στόχων που έχουμε κωδικοποιήσει όχι ως αντικαπιταλιστική εμμονή, αλλά ως πραγματικούς στόχους σωτηρίας των λαϊκών συμφερόντων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η οριοθέτηση απέναντι στη λογική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που θα σήμερα στην καλύτερη των περιπτώσεων προκρίνει τη λογική της ‘Αντι-μνημονιακής’ ενότητας. Εμείς πρέπει να αντιπροτάξουμε ότι σήμερα η τοποθέτηση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την αντίθεση στο Μνημόνιο, το αίτημα διαγραφής του χρέους, τη θέση για ρήξη με την ΟΝΕ, την πλήρη αντίθεση στον Καλλικράτη.

·Η λογική ψηφοδελτίων ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακόμη και στο συμβολισμό του ονόματος πρέπει να αποφευχθεί.

·Πρέπει να δοθεί η μάχη για να βρεθούν προσωπικότητες με κύρος, γείωση και αναγνωρισιμότητα σε κάθε περιοχή και να αποφευχθεί μια λογική ‘μοιράσματος’ των θέσεων περιφερειαρχών με απλό κριτήριο την ισορροπία των τάσεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

·Με βάση το στοιχείο του κόστους και της πραγματική γείωσης είναι πιθανό να κρίνουμε ότι σε ορισμένες περιφέρειες να μην μπορεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κατέβει.

Το πρώτο παράδειγμα παρέμβασης σε περιφέρεια, αυτό της Ηπείρου έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πρέπει να αποτελέσει οδηγό: Πλαίσιο με τοπική γείωση, προσπάθεια για πολιτική διεύρυνση, πιθανότητα για ακόμη μεγαλύτερη πολιτική στήριξη.

Ο στόχος πρέπει να είναι η δυνατότητα να κατέβουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιφέρειες με στόχο να έχουμε τη μέγιστη δυνατή καταγραφή. Χρειάζεται έγκαιρα να ξέρουμε το σύνολο των οργανωτικών και οικονομικών απαιτήσεων που αυτό συνεπάγεται.

Χρειάζεται επίσης να δούμε σε ποιες περιοχές αναπτύσσονται δυναμικές και συζητήσεις με τις οποίες θα μπορούσε ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συναντηθεί. Για παράδειγμα πρέπει να δούμε αυτά που γίνονται στην Πελοπόννησο όπου ο κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ, καλούν για κίνηση, σε ρήξη με την επίσημη και ήδη ανακοινωμένη υποψηφιότητα του Συνασπισμού. Πρέπει να παρακολουθήσουμε διεργασίες όπως αυτή στη Στερεά Ελλάδα, ιδίως εάν διαπιστώσουμε ότι δεν είναι εφικτό να κατέβει ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Από εκεί και πέρα χρειάζεται να δοθεί μεγάλο βάρος και στα δημοτικά κατεβάσματα.

·Πρέπει να στηριχτούν και να έχουν την καλύτερη δυνατή καταγραφή όλα τα κατεβάσματα σε δήμους που αποτελούν συνέχεια προηγούμενων κατεβασμάτων.

·Χρειάζεται να δοθεί η μάχη για το Δήμο της Αθήνας, όπου υπάρχουν ξεχωριστές δυνατότητες με βάση και την τοπική γείωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε τοπικά διαμερίσματα αλλά και τις αντιφάσεις των άλλων κατεβασμάτων της Αριστεράς («Ανοιχτή Πόλη» όπου ένα τμήμα έχει πάει με τη Δημοκρατική Αριστερά και υπάρχουν και διαφωνίες προς τα Αριστερά και ΚΚΕ με επικεφαλής το Σοφιανό και όχι μια φιγούρα μεγαλύτερου κύρους). Να επιμείνουμε στη μεθοδολογία που είχαμε πει εξ αρχής: κείμενο υπογραφών αγωνιστών που να καλεί στη συγκρότηση μαχόμενου δημοτικού σχήματος, ανοιχτή σύσκεψη, προσπάθεια για πολιτική διεύρυνση και στη συνέχεια εξαγγελία του κατεβάσματος.

·Χρειάζεται να δούμε τη μάχη της Θεσσαλονίκης με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

·Είναι πολύ κομβικό ότι είναι πιθανό σε τρεις μεγάλες επαρχιακές πόλεις (Πάτρα, Γιάννινα, Χανιά) να πάμε μάχιμα κατεβάσματα ευρύτερης γεωμετρίας από μόνο την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

·Είναι σημαντικό να πάνε καλά όλα τα πετυχημένα σχήματα στην Αττική.

·Χρειάζεται να δούμε σε ποιες επαρχιακές πόλεις μπορεί να υπάρξει κατέβασμα, είτε είχαν γίνει στο παρελθόν κατεβάσματα είτε όχι. Είναι κομβικό να εξασφαλίσουμε ότι τυχόν δημοτικά κατεβάσματα σε επαρχιακές πόλεις δεν θα διακυβεύσουν, ως προς την άποψη του δυναμικού, τη δυνατότητα κατεβάσματος στην περιφέρεια.

Στο όλο σχεδιασμό για τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ανάγκη να έχουμε και ένα σχεδιασμό για την ενισχυμένη παρουσία της συλλογικότητας στα ψηφοδέλτια και στην όλη δημόσια παρουσία αυτών των ψηφοδελτίων. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει και η παρουσία συντρόφων μας με ιστορία παρουσίας και δράσης στα τοπικά κινήματα και στις αντίστοιχες δημοτικές κινήσεις, όσο όμως, ιδίως και για τις περιφέρειες και συντρόφων με συνδικαλιστική παρουσία, δράση και αναγνωρισιμότητα (ιδίως σε μια περίοδο που θέλουμε να δώσουμε μάχιμο και κινηματικό τόνο σε σχέση με την μάχη ενάντιας στο Μνημόνιο).

5.4 Για την παρέμβαση στο Δήμο Πάτρας

Σε σχέση με τις εκλογές στο δήμο της Πάτρας. Εκτιμούμε ότι μέχρι τώρα το δημοτικό σχήμα λειτούργησε με τρόπο αντιφατικό. Έκανε παρεμβάσεις θετικές σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα μέτωπα που άνοιξε, όμως, δεν μπόρεσε να αποκτήσει τη φυσιογνωμία ριζοσπαστικού αυτοδιοικητικού σχήματος που θα θέλαμε. Ευθύνη γι’ αυτό φέρουν και οι σ. της ΚΟΕ με τον τρόπο που χειρίστηκαν τόσο την κεντρική εκπροσώπηση και παρουσία της ΑσΑ (άρνηση εναλλαγής, σχέση με ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργία κυρίως της γραμματείας) όσο, όμως, και οι σ. του ΝΑΡ που με την αποχώρησή τους δεν βοήθησαν στις μάχες που δίνονταν. Ρόλο έπαιξε και η δική μας άνιση παρουσία και παρέμβαση μέσα στο σχήμα. Εκτιμούμε, όμως, ότι σε αυτή τη συγκυρία δεν μπορούμε με ευκολία να πούμε ότι εγκαταλείπουμε το σχήμα. Αντίθετα πρέπει να δώσουμε τη μάχη για τη φυσιογνωμία του. Λέγοντας το αυτό δεν παραβλέπουμε το ενδεχόμενο στην Πάτρα, με βάση και τη στάση του ΝΑΡ, να κατέβουμε με ένα δημοτικό σχήμα που ουσιαστικά θα στηρίζεται από το ΣΥΡΙΖΑ (στο σύνολό του), το ΕΑΜ και την Αριστερή Ανασύνθεση. Ξέρουμε ότι γύρω από αυτό θα υπάρξουν και κριτικές και συζητήσεις. Όμως, θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε ένα μάχιμο σχήμα που έχει δώσει μάχες.

Ακριβώς, όμως, επειδή έχουμε επίγνωση των αντιφάσεων του σχήματος, πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι η συμμετοχή μας δεν είναι αδιαπραγμάτευτη, αλλά εξαρτάται από συγκεκριμένους πολιτικούς όρους, για τους οποίους πρέπει να παλέψουμε:

·Είναι ανάγκη να αναβαθμιστεί το πολιτικό πλαίσιο της δημοτικής κίνησης. Δεν μας αρκεί η λογική του «αντιμνημονιακού» μετώπου, θέλουμε εκείνο το πλαίσιο στόχων που έχουμε ορίσει ως ελάχιστο αναγκαίο μέσα στην περίοδο (παύση πληρωμών, ρήξη με ΟΝΕ, εθνικοποιήσεις, αναδιανομή εισοδήματος). Δεν μας καλύπτουν οι γενικές ή λογοτεχνικές εκκλήσεις, θέλουμε συγκεκριμένες αιχμές.

·Είναι ανάγκη να έχουμε πλήρη και σαφή τοποθέτηση ενάντια στον «Καλλικράτη», από τη σκοπιά της πλήρους απόρριψής του και όχι μιας λογικής «πραγματική αυτοδιοίκηση».

·Είναι ανάγκη να αποσαφηνιστεί ότι μιλάμε για παρέμβαση με όρους κινήματος, με όρους μαχητικής κοινωνικής αντιπολίτευσης και όχι από τη σκοπιά της δυνατότητας μιας «καλής» ή «αριστερής» αυτοδιοίκησης, Πρέπει να αναβαθμίσουμε τον αντισυνδιαχειριστικό προσανατολισμό του σχήματος, να είναι σαφές ότι λειτουργούμε ως εκπρόσωποι των κινημάτων και όχι ως υποψήφιοι «καλοί δήμαρχοι».

·Έχει σημασία να κατοχυρωθεί η λειτουργία σχήματος και όχι δημοτικής κίνησης ή παράταξης. Άρα απαιτείται έμφαση στην ολομελειακή λειτουργία, στη συλλογική απόφαση, στη δέσμευση στις αποφάσεις, στην εναλλαγή προσώπων. Ειδικά ως προς αυτό χρειάζεται από τώρα πολεμική στην απαράδεκτη τακτική της ΚΟΕ να κινείται μέσω «προσωπικών» κειμένων και ανακοινώσεων Χατζηλάμπρου και Πατούχα, που κατά τη γνώμη μας παραπέμπει σε προκαταβολική απαξίωση του υπάρχοντος σχήματος στο όνομα νέων «συνθέσεων». Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να απευθύνουμε και σε όσους αποχώρησαν από το σχήμα κάλεσμα να επιστρέψουν στη διαδικασία του σχήματος.

·Είναι σημαντικό να υπάρξει διαχωρισμός ανάμεσα σε περιφέρεια και δήμο, εφόσον αναγκαστικά πάμε με διαφορετική «πολιτική γεωμετρία» και στην περιφέρεια θα κινηθούμε με πολιτική γεωμετρία ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ανένταχτου.

·Είναι κομβικό να επιμείνουμε προς τις άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι πρέπει επιθετικά να μπουν στο δημοτικό σχήμα και να επηρεάσουν έτσι το συσχετισμό του.

·Για το θέμα των προσώπων είναι ανάγκη να κάνουμε ξεκάθαρο ότι είμαστε αντίθετοι σε κάθε προσωποκεντρική λειτουργία και σε αυτό το πλαίσιο προτείνουμε αυτή τη φορά να αναζητηθούν νέα πρόσωπα για επικεφαλής της δημοτικής κίνησης. Δεν υπάρχει κάτι π.χ. το απαγορευτικό στο να είναι σ. της Αριστερής Ανασύνθεσης αυτός που θα είχε τη θέση του/της υποψηφίου δημάρχου Πάτρας.

Τους όρους αυτούς θα πρέπει να πάμε να τους παλέψουμε. Ιεραρχούμε τους πολιτικούς όρους ως περισσότερο «αδιαπραγμάτευτους» από το θέμα των προσώπων, αλλά και γι’ αυτό θα δώσουμε μάχη. Θα πρέπει επίσης στο όνομα αυτών των όρων να πάμεΣε κάθε περίπτωση είναι μια μάχη που πρέπει να πάμε να τη δώσουμε όλη η οργάνωση μαζί ενωμένη, με αποφασιστικότητα, κάνοντας σαφές ότι η συμμετοχή μας δεν είναι δεδομένη ούτε αυτονόητη, αλλά εξαρτάται από το πολιτικό περιεχόμενο, την κατεύθυνση και φυσιογνωμία του εγχειρήματος.


6. Για την οργάνωση, την παρέμβασή μας και τον καλύτερο συντονισμό μας

Για να μπορέσει να προχωρήσει αυτός ο σχεδιασμός είναι ανάγκη να υπάρξουν συγκεκριμένες βήματα και στην οργανωτική μας συγκρότηση

·Το Σάββατο 2 Οκτώβρη θα πραγματοποιηθεί ολομέλεια της οργάνωσης Αθήνας όπου και θα γίνει και η συγκρότηση του γραφείου Αθήνας για να μπορέσουμε να έχουμε καλύτερο συντονισμό μπροστά στις μάχες που έρχονται.

·Χρειάζεται το ΣΤΣ να αναβαθμιστεί και να λειτουργήσει ως το κέντρο συντονισμού της παρέμβασής μας στις Αυτοδιοικητικές.

·Ο Τομέας Νεολαίας πρέπει να ολοκληρώσει τη μετάβαση στο νέο μοντέλο λειτουργίας, με την υπέρβαση της προηγούμενης λογικής του ‘φοιτητικού συντονιστικού’, την αναμέτρηση με το ερώτημα των νέων ελαστικά εργαζομένων, το άνοιγμα στους μαθητές, την έμφαση στην πανελλαδικότητα. Ταυτόχρονα, είναι επιτακτικό να υπάρξει συγκεκριμένη επεξεργασία για τη γραμμή για τις νεολαΐστικες κινητοποιήσεις φέτος. Προτείνεται να πραγματοποιηθεί Πανελλαδική Ολομέλεια του Τομέα Νεολαίας την Κυριακή 3 Οκτώβρη.

·Ο Τομέας Εργαζομένων πρέπει να συνεχίσει τη δουλειά συντονισμού και χάραξης γραμμής που ξεκίνησε και να αναβαθμίσει τη σχεδιασμένη παρέμβαση σε όλους τους χώρους και πανελλαδικά.

·Προχωράμε στην αναβάθμιση της ηλεκτρονικής μας παρουσίας και να υπάρξει αναβάθμιση της ιστοσελίδας και συνεχής τροφοδοσία της,

·Πρέπει να ανασυγκροτηθεί η συντακτική ομάδα και να γίνει τακτική η έκδοση του Εκτός Γραμμής. Σε πρώτη φάση προγραμματίζουμε τεύχος για τις αρχές Οκτώβρη.

·Η Λέσχη ‘Εκτός Γραμμής’ πρέπει να κάνει έγκαιρο προγραμματισμό για τη φετινή χρονιά. Παραμένει σημαντικό στοιχείο και πολιτικοποίησης της οργάνωσης και διεύρυνσης της απεύθυνσής της.

Η μεγάλη μάχη των εκλογών σημαίνει και πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος. Μέσα στις επόμενες μέρες θα ανακοινωθεί τι σημαίνει αυτό ως προς την έκτακτη εισφορ

[1] Το μέσο νοικοκυριό καταναλώνει το 17,1% για τρόφιμα, 3,99% για τσιγάρα και ποτά, 10,69% για κόστος κατοικίας και 12,5% για μεταφορές.