(Μέρος 2ο: Για την κατάσταση στη ΡΑ προεκλογικά, τις στρατηγικές που αναπτύσσονται, το μετεκλογικό τοπίο και τα ερωτήματα που ανοίγονται μπροστά μας)
«Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας»
Σοφή λαϊκή παροιμία
1.Είναι προφανές ότι μέσα σε ένα τόσο ευνοϊκό πεδίο, η Ριζοσπαστική αριστερά έχασε μεγάλη ευκαιρία, αλλά για να αποτιμήσουμε τους λόγους για τους οποίους αυτό συνέβη καθώς και να ψηλαφίσουμε τη νέα κατάσταση που προκύπτει πρέπει να δούμε τις εξελίξεις που διαμορφώθηκαν στη ΡΑ το τελευταίο διάστημα, αλλά και το τοπίο που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι παρά το γενικό συμπέρασμα πως η ΡΑ έχασε ευκαιρία, καταγράφει το μεγαλύτερο αθροιστικά αποτέλεσμα στην ιστορία της, γεγονός που αποτυπώνει ότι η ΡΑ είναι ένας ζωντανός χώρος, ο οποίος αναπαράγεται κοινωνικοπολιτικά στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους, τακτικές και ιδεολογικές απόψεις. Η σύνθεση όλου αυτού του υπαρκτού δυναμικού και η για πρώτη φορά με τέτοιους όρους ανάδειξή του σε πραγματική πολιτική δύναμη είναι που αποτελεί χαμένη ευκαιρία.
2.Βγαίνοντας από την 1η μας Συνδιάσκεψη διατυπώσαμε το σχέδιο ανασύνθεσης της ΡΑ και δημιουργίας σε πρώτη φάση μιας Δημοκρατικής Μετωπικής μορφής Ενότητας της ΡΑ, με συγκεκριμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά (να ψηφίζουν τάσεις – όχι μέλη κτλ) και έπειτα του αντικαπιταλιστικού – αντιιμπεριαλιστικού πόλου, πάντα με βασική την καταστατική μας αρχή και φυσιογνωμία ότι είμαστε μια ‘μεταβατική’ πολιτική συλλογικότητα. Στη Γ’ Συνδιάσκεψη ήρθαμε αντιμέτωποι με τη στασιμότητα που είχε παρατηρηθεί στο προχώρημα αυτής της στρατηγικής. Αυτή η στασιμότητα οφείλονταν και στο χώρο του ΝΑΡ, που βρισκόταν ενόψει Συνεδρίου και όπως ήταν λογικό έδωσε προτεραιότητα στην εσωτερική του συζήτηση (παγώνοντας τις διαδικασίες), οφειλόταν και στη δική μας ασάφεια, που δεν είχαμε περιγράψει επαρκώς ποιες συσσωρεύσεις ήταν οι αναγκαίες και με ποια ενδιάμεσα βήματα βλέπαμε αυτή τη διαδικασία (βασικά είχαμε περιγράψει μια στρατηγική στόχευση και μια πολιτική βούληση), κυρίως όμως οφείλονταν σε αντικειμενικά ζητήματα φυσιογνωμίας της ΡΑ και προβλήματα που προϋπήρχαν και φάνηκαν έντονα εκείνο το διάστημα. Η ενότητα της ΡΑ δεν είναι χωρίς περιεχόμενο, ούτε αποτελεί απλώς μια πολιτική πρωτοβουλία. Αποτελεί μια συνολική διαλεκτική διεργασία, ένα προτσές. Και δεν προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από δικαιολογίες, αλλά να ψηλαφίσουμε τα πραγματικά αίτια που δεν επέτρεψαν να προχωρήσει ο πόλος, πέρα από τακτικές επιλογές (αν έπρεπε να μετεξελιχτεί η Πρωτοβουλία σε Πόλο κτλ), που και πάλι δεν θα έλυναν τις πραγματικές αντιθέσεις. Και τα αίτια αυτά αφορούν στο γεγονός, ότι στις τοτινές συνθήκες, το προχώρημα ενός μετώπου – πόλου (που επιχειρήθηκε να γίνει) θα αναπαρήγαμε τα χαρακτηρίστηκα μιας ηγεμονίας που δεν απαντούσε στο ερώτημα ενός νέου, ζωντανού πολιτικά και κοινωνικά χώρου, αλλά μάταια αναπαρήγαγε μια λογική ου δεν θα ξέφευγε απ’ όσα μέτωπα είχαμε δει ως τότε (Μαχόμενη Αριστερά, ΜΕΡΑ κτλ).
3.Με την έννοια αυτή η ‘μεταβλητή γεωμετρία’ ήταν η προσπάθεια περάσματος σε μια νέα φάση του γενικού στόχου της ‘ανασύνθεσης’, μια ενδιάμεση φάση που θα αποτελούσε μια προσπάθεια διεξόδου από τη στασιμότητα και ανάληψης πρωτοβουλιών για τη ΡΑ που θα αποτύπωναν άλλη φυσιογνωμία, μια προσπάθεια ψηλάφησης δηλαδή ενός πραγματικού πολιτικού σχεδίου, μεσοπρόθεσμου, αλλά αναγκαστικού, για να φτάσουμε στην ανασύνθεση και την πολιτική ενότητα του χώρου. Θέλαμε να πραγματευτούμε το τι σήμαινε για εμάς αυτή η ‘ανασύνθεση’, αλλά και να διαμορφώσουμε δυνατότητες ανάπτυξης και μιας νέας φυσιογνωμίας για το χώρο που θα επιχειρούσε να απαντήσει (σε μερικό πάντα επίπεδο) στη μονοκόμματη φυσιογνωμία που είχαμε γνωρίσει για χώρο ως τότε. Με την έννοια αυτή, επιχειρήσαμε να (ξανά)εντάξουμε και άλλες δυνάμεις στις πρακτικές του χώρου, αλλά και να διατυπώσουμε στοιχεία προγράμματος και επιμέρους πρωτοβουλίες που να αποδεικνύουν ότι αντικειμενικά η κουβέντα του πόλου αφορά περισσότερες δυνάμεις, περισσότερες και άλλες φυσιογνωμίες, και κυρίως αποτελεί μια άλλη διαδικασία.
Μεταβλητή γεωμετρία αποτέλεσε η διαλεκτική ‘ενότητας-φυσιογνωμίας’ για το χώρο, δηλαδή μια προσπάθεια διαμόρφωσης όρων ενότητας υπό άλλη φυσιογνωμία και εξέτασης σε κάθε συγκυρία ποιο στοιχείο είναι αυτό που βαραίνει: Αν θέλαμε πάντα μόνο ενότητα, τότε απλά θα ήμασταν σε άλλη φυσιογνωμία (το παράδειγμα της περιόδου 1ης και 2ης Συνδιάσκεψης), αν θέλαμε μόνο φυσιογνωμία, τότε θα χάναμε το βασικό μας προσανατολισμό που είναι η ανασύνθεση αυτού του χώρου και η οποία περνάει (κατά τη γνώμη μας) από τη μέγιστη δυνατή ενότητα και χρησιμοποίηση των στοιχείων όλων των ρευμάτων, άρα δεν θα ήμασταν και η συλλογικότητα που θέλαμε. Και σε αυτά τα πλαίσια αναλάβαμε πρωτοβουλίες που μας όρισαν φυσιογνωμικά, όχι ως μια οπορτουνίστικη τάση που δε δίνει λογαριασμό σε κανένα, ούτε ως μια τάση που δεν έχει να προτείνει μια άλλη κατάσταση στη ΡΑ. Παραδείγματα μπορούμε να δούμε στις απεργίες της ΓΣΕΕ και την εξέλιξη αυτής της συζήτησης στο εσωτερικό μας, όπου μετά από αντιφάσεις (που συνήθως έγερναν προς την ενότητα) καταφέραμε να ενοποιήσουμε το χώρο σε μια πρακτική (Μουσείο και κοινή πορεία και προοπτικά κοινή συγκέντρωση) που συνέθετε τις υπαρκτές αντιθέσεις του μετασχηματίζοντάς τες, όχι αποκόπτοντάς τες (το παράδειγμα της ΑΡΑΣ στη ΔΕΘ την ίδια χρονιά, η οποία εξυπηρέτησε απλά την ‘ιδεολογία’ της περί κοινών πορειών, σα να μην υπήρχε χώρος και να υπήρχε μόνο ΑΡΑΣ).
4.Με την έννοια αυτή ξέραμε ότι δε θα μπορούσε πάντα να επιτευχτεί το βέλτιστο σημείο ισορροπίας και σε τέτοιες περιπτώσεις θα έπρεπε να σταθμίσουμε το τι θα πήγαινε μπροστά τη διαδικασία ανασύνθεσης και πολιτικής ενότητας (της δυνατότητας για τέτοια, που άλλωστε περνάει και μέσα από την αλλαγή φυσιογνωμίας του) του χώρου κάθε φορά. Η ρήξη ή η ενότητα. Είναι βέβαιο ότι η ρήξη είναι ένα χαμηλότερο επίπεδο σχέσεων, μια τακτική επιλογή η οποία μπορεί να δώσει αποτελέσματα μικρότερου βεληνεκούς, που όμως προοπτικά να βοηθήσουν (ανάλογα πάντα και την κρισιμότητα της διαφωνίας) και που κάποιες φορές μπορεί να είναι αναγκαία. Είναι άλλωστε προφανές ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν καθαρά ενδεχόμενα, αυτή δε διεξάγεται μέσα σε κενό, αλλά σε δοσμένες συνθήκες, σε υπαρκτές αντιθέσεις. Άρα διαπίστωση της ανάγκης να υπάρξουν κρίσιμες μετατροπές σε όψεις της φυσιογνωμίας της ΡΑ ώστε να είναι πιοκοντά το ενδεχόμενο της ενότητας και του πόλου δε θα μπορούσε να αναμετρηθεί με την αντίληψη του χώρου του ΝΑΡ για το πώς να είναι η ΡΑ ως τέτοιες, αλλά θα έπρεπε να σκιαγραφηθεί και τακτικά.
5.Με βάση τα παραπάνω θέλουμε να διαχωριστούμε από δύο λογικές που υποφώσκουν στην εσωτερική μας συζήτηση, και κυρίως αναδείχτηκαν προεκλογικά:
·Τη λογική του εκλογικισμού, δηλαδή τη λογική της αποθέωσης της φυσιογνωμίας ως του μέγιστου παράγοντα, που κατατείνει σε μια αναπαραγωγή της υποτιθέμενης αναγκαιότητας ‘προβολής του προγράμματος μας στο λαό’ ως κύριο στοιχείο της στρατηγικής μας, καθώς αυτή η λογική μας αποκόπτει από το χώρο και τις αντιφάσεις του, δεν επιδιώκει να τις μετασχηματίσει και καταλήγει στη μόνιμη διάρρηξη της διαλεκτικής ‘ενότητας-φυσιογνωμίας’, μη θεωρώντας τη μέγιστη συσπείρωση της ΡΑ και των κοινωνικών και πολιτικών της εκπροσωπήσεων ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να απευθυνθούμε στις μάζες αποτελεσματικότερα. Γίνεται τελικά μια από τα ίδια και φεύγει από τη λογική της ανασύνθεσης που προϋποθέτει πραγματικές αντιθέσεις και μετασχηματισμό τους και όχι ‘κόψιμο του κόμπου’ και φυγής προς τα εμπρός. Είναι μια αντίληψη που ταιριάζει ως τώρα στο ΝΑΡ ή το ΚΚΕ (μ-λ), που θεωρούν ότι η ΡΑ στις τωρινές της μορφές (κατακερματισμένη και ‘ιδεολογική’) μπορεί να απευθυνθεί στην κοινωνία και εκείνη να κρίνει το πρόγραμμά της ως τέτοιο. Αυτή η γραμμή δε μπορεί να αναπαράγει μια άλλη ΡΑ και είναι καταδικασμένη να την κρατήσει στο σημείο που βρίσκεται (σε κρίση δηλαδή), καθώς ακόμα και τη σωστή προκήρυξη να μοιράζουμε (πράγμα δύσκολο ούτως ή άλλως στο επίπεδο ανάπτυξης της γείωσης, της εμπειρίας και των πρακτικών μας) δε μπορεί να επηρεάσει ‘εξωτερικά’ την κοινωνία. Με αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι σωστό ως ερώτημα το ερώτημα της μαζικής, λαϊκής φυσιογνωμίας και λόγου, αλλά ότι δεν απαντηθεί ολοκληρωμένα στο τωρινό επίπεδο ανάπτυξης, όχι μόνο της Αριστερής Ανασύνθεσης, αλλά ούτε της ΡΑ. Οφείλει όμως να είναι στοιχείο αναζήτησης και πειραματισμού, διαρκές ερώτημα φυσιογνωμίας, όχι όμως να αποκόπτεται από την αναγκαιότητα διαμόρφωσης των μέγιστων δυνατών συσσωρεύσεων στη ΡΑ.
·Τη λογική του ‘ενότητα με κάθε κόστος’ καθώς είναι κοντόθωρη και ενσωματώνει ουσιαστικά (και πάλι όπως η προηγούμενη άποψη, με την οποία είναι σε ρήξη) την αντίληψη του ΝΑΡ για την ανασύνθεση, χωρίς να αμφισβητεί τελικά την ηγεμονία των πρακτικών αυτού του χώρου σε οποιοδήποτε εγχείρημα (ηγεμονία που όλοι θα πουν ότι μπορεί να οδηγήσει πρωτοβουλίες στο να αποτύχουν ή δε μπορεί να ανασυνθέσει το χώρο, αλλά τελικά αυτό δεν είναι πρόβλημα;). Αυτή η οπτική είναι μια οπτική που αποθεώνει το ‘ενότητα’, διαρρηγνύοντας και πάλι την ανάγκη της διαλεκτικής ‘ενότητας-φυσιογνωμίας’. Αντιλαμβάνεται τελικά την πολιτική ως ‘εκφορά του ορθού λόγου’, γεγονός που την κάνει να προσομοιάζει με την πρώτη άποψη, αν κανείς βάλει στη θέση του ‘λόγου’ τη λέξη ‘στρατηγική’ ή ‘σχέδιο’. Με τη ίδια λογική που ο λαός θα μας ακούσει αν πούμε τα σωστά στην πρώτη άποψη η ΡΑ θα αλλάξει αν εκπονήσουμε τη σωστή γενική στρατηγική. Τελικά όλα είναι θέμα βούλησης και συνεννόησης ή ‘ηθικής’, κυρίως όμως για όλα φταίμε εμείς, σα να κινούμαστε με όσους βαθμούς ελευθερίας θέλουμε και όχι εντός αντιθέσεων που χρειάζεται πράξη για να μετασχηματιστούν.
Και οι δύο λογικές αποτελούν (κατά τη γνώμη μας) χυδαίες απλουστεύσεις της γραμμής μας και δεν εξυπηρετούν καμιά πραγματική στρατηγική.
6.Με την έννοια αυτή είναι σαφές ότι η ανασύνθεση της ΡΑ παραμένει (κατά τη γνώμη μας πάντα) στρατηγική μας (όπως παρέμεινε και μετά τη Γ’ Συνδιάσκεψη), καθώς ο χώρος της ΡΑ παραμένει στρατηγικά αναγκαίος για την επαναστατική στρατηγική και προφανώς βασικό υλικό για αυτή τη διαδικασία είναι και ο χώρος του ΝΑΡ. Είναι όμως σαφές ότι κρίσιμες πλευρές της φυσιογνωμίας του πρέπει τακτικά να ηττηθούν και αυτό δεν αφορά το να υπερισχύσουμε εμείς, αλλά το να αναδειχτούν νέες συνθέσεις και πρακτικές για το χώρο της ΡΑ. Με την έννοια αυτή, η πολιτική μας κατεύθυνση περί μεταβλητής γεωμετρίας δε σημαίνει ότι προτείνουμε πλήρη και μόνιμη ρήξη με το ΝΑΡ. Προτείνει ακριβώς αυτό που λέει: Να παλέψουμε όψεις φυσιογνωμίας, απόψεις και πρακτικές στα σημεία που εκτιμούμε ότι είναι κρίσιμα διακυβεύματα για τη φυσιογνωμία του χώρου και την ανασύνθεσή του και αυτό περνά και μέσα από τη σύγκρουση με άλλες απόψεις. Άρα οφείλουμε (με βάση και όλα όσα αναφέραμε παραπάνω) να ξεφύγουμε από απλουστεύσεις ένθεν και ένθεν, που να χρεώνουν στρατηγική στροφή με την ευκαιρία κάποιας τακτικής διαφωνίας.
7.Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι η γραμμή της συλλογικότητας δεν έχει κενά ή ήταν μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την ανασύνθεση της ΡΑ. Κατά τη γνώμη μας η Α’ και Β’ Συνδιάσκεψη έθεσαν τη γενική στρατηγική για τη ΡΑ και η Γ’ έκανε βελτιώσεις και εισήγαγε κάποιες κυρίως πολιτικές αρχές με τις οποίες θα εξυπηρετούνταν στη συγκυρία η στρατηγική μας και η φυσιογνωμία ανασύνθεσης που θέλαμε να οικοδομήσουμε. Η μεταβλητή γεωμετρία ήταν μια τέτοια. Από την άλλη όμως μείναμε πίσω σε στοιχεία προγραμματικής συγκρότησης, που είναι αναγκαία για τροφοδοτήσουν όχι μόνο το διάλογο εντός της ΡΑ, αλλά και να υλοποιήσουν την άλλη φυσιογνωμία που ευαγγελιζόμαστε, έστω και αν ξέρουμε ότι ολοκληρωμένη προγραμματική πλατφόρμα δε μπορούμε να έχουμε στις τωρινές συνθήκες ανάπτυξης του κινήματος, αλλά και ότι οι πιο ενδιαφέρουσες επεξεργασίες θα προκύψουν από κοινού με άλλες συνιστώσες εντός ενός κοινού πολιτικού προβληματισμού και σε διαλεκτική με τις μάζες. Κυρίως όμως δεν είχαμε πέρα από τις πολιτικές αρχές για την ανασύνθεση της ΡΑ, μια ολοκληρωμένη στρατηγική, αλλά μια αλληλουχία από πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες βέβαια ήταν πολύ σημαντικές, αλλά δε συνθέτουν από μόνες τους μια στρατηγική, όσο και αν κινούνταν σε ενιαία κατεύθυνση και με ενιαία κριτήρια. Ίσως να μη μπορούσαμε να δούμε παραπέρα. Τώρα όμως πρέπει να αναμετρηθούμε με την εκπόνηση και προγραμματικών στοιχειών και αρχών και με την περιγραφή μιας ενιαίας στρατηγικής για τη ΡΑ ως σύνολο, αλλά και την ανασύνθεσή της και όχι μόνο με κόμβους ή επιμέρους στόχους. Τέλος, διατηρούμε ακόμα πολλές αντιφάσεις σε ότι αφορά τη δική μας συγκρότηση, σε τομείς ιδιαίτερα κρίσιμους για να υλοποιήσουμε ένα σχέδιο εντός ΡΑ, αλλά και να αποδείξουμε στην πράξη τη δυνατότητα μιας άλλης μαζικής πολιτικής ριζοσπαστικής γραμμής, όπως η συγκρότηση του Τομέα Εργαζομένων, αλλά και η διεύρυνση του Τομέα Νεολαίας.
8.Και σε αυτό το σημείο, επειδή είπαμε ότι η πολιτική δε γίνεται με καθαρά ενδεχόμενα και επειδή όντως ο χώρος του ΝΑΡ είναι ο βασικός μας συνομιλητής, θέλουμε να παραθέσουμε κάποιες εκτιμήσεις για τη στρατηγική του μετά το 2ο Συνέδριο, χωρίς αυτές να αποτελούν στοιχείο μιας ρητορικής του γιατί δεν θέλουμε να είμαστε με το ΝΑΡ, αλλά μιας πραγματικής εκτίμησης του πως μπορούμε να είμαστε με το ΝΑΡ: Είναι εμπειρικά παρατηρήσιμο ότι η ίσως η πιο βασική πολιτική δύναμη εντός της ΡΑ, το ΝΑΡ, μετά το 2ο Συνέδριό του έχει σκληρύνει τη στάση του απέναντι σε οποιαδήποτε κοινή, ενωτική πρωτοβουλία παίρνουμε. Άλλωστε, αν κανείς ανατρέξει στις θέσεις του 2ου Συνεδρίου, αλλά και στις αποφάσεις του θα παρατηρήσει ότι επί της ουσίας, μια τέτοια τακτική ήταν περίπου αποφασισμένη. Η κατάσταση αυτή κατά τη γνώμη μας, δεν είναι χωρίς αιτίες, ούτε αφορά έναν πολιτικό ‘κωλοπαιδισμό’ από τη μεριά των συντρόφων. Κατά τη γνώμη μας η στάση τους οφείλεται στην εκτίμηση ότι τα στοιχεία που συγκρότησαν το ΝΑΡ ως διακριτό ρεύμα, είναι ζωτικής σημασίας για την επαναστατική στρατηγική στην Ελλάδα. Οι αναλύσεις για τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού και πολιτικές οι αρχές και τακτικές γύρω από το νέο εργατικό κίνημα (και γενικά το νέο τύπου κινημάτων), τους στόχους που αναδεικνύουν ως μέτωπα πάλης και τη φυσιογνωμία παρέμβασής τους (αντίστροφη ιεράρχηση κτλ), που κατά τη γνώμη τους είναι αυτές που έδωσαν και τα κινήματα του ΄90, άρα αναπαρήγαγαν και το χώρο της ΡΑ, έδωσαν δηλαδή (κατά τη γνώμη τους πάντα) ζωή σε αυτό το χώρο, είναι στοιχεία απαραίτητα για την ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και αριστεράς. Και αυτά τα στοιχεία είναι που κατά τη γνώμη τους διακυβεύτηκαν το προηγούμενο διάστημα με την υποχώρηση του ΝΑΡ πριν το 2ο Συνέδριό του. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται και από την πίστη ότι ‘όλοι πάνε στο Συνασπισμό και εμείς κρατάμε Θερμοπύλες’ που μέσω διάφορων διαστρεβλωτικών μηχανισμών (οι οποίοι αναπαράγουν μια δική τους ‘ιδεολογία’ για τη γραμμή και τις πολιτικές πρακτικές μας, πχ το Πριν) έχει αποκτήσει η ηγεσία του ΝΑΡ. Παράλληλα, ο χώρος του ΝΑΡ, πιεζόμενος (όπως άλλωστε και όλος ο χώρος) από τη συγκυρία και την αριστερή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, αναζητά να προβάλει πιο έντονα τα στοιχεία αυτά που θεωρεί ότι σημασιοδοτούν μια άλλη αριστερά, την κάνουν αναγκαία, τη διακρίνουν από την υπόλοιπη αριστερά, που αποτελούν την ειδοποιό της διαφορά. Και αυτά είναι ο προγραμματικός μαξιμαλισμός και αριστερισμός, ο υστερικός κινηματισμός και η γενικόλογη σκληρή αντικαπιταλιστική ρητορεία. Αυτό εξηγεί ακόμα πιο γλαφυρά την εμμονή του σε μια τέτοια φυσιογνωμία όλο το προηγούμενο διάστημα. Και σπεύδουμε να πούμε ότι αυτό θα πρέπει και να αποτιμήσει ως στρατηγικά λάθος στη συγκυρία. Όχι γιατί το ερώτημα δεν είναι σωστό, αλλά γιατί οι συνθήκες που επιχειρεί να διαμορφώσει για να το απαντήσει είναι φτωχές και λανθασμένες. Άλλωστε, πραγματική απάντηση απέναντι στην πλαγιοκόπηση του χώρου από το ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ θα ήταν η ενωτική κάθοδος του δικού μας χώρου, η οποία αντικειμενικά θα έδινε πνοή και στο σχέδιο του πόλου (ότι και να αντιλαμβάνονταν το ΣΕΚ), και άρα στην αναζήτηση της άλλης, της πραγματικής αριστερής στρατηγικής, που θα αναδείκνυε δηλαδή και τα ειδοποιώς διαφορετικά στοιχεία της αριστεράς μας. Αντίθετα η εμμονή στην προβολή των ‘αναγκαίων’ αιτημάτων και στοιχείων κομματικά δεν του επέφερε ένα ποιοτικά διαφορετικό αποτέλεσμα, ή δεν ανέκοψε την πλαγιοκόπηση.
9.Με την έννοια αυτή είναι και που το ΝΑΡ επιλέγει πλέον σε κάθε πρωτοβουλία να θέτει με ιδιαίτερη ανελαστικότητα το σύνολο του πολιτικού του φορτίου ως προαπαιτούμενο (ακριβώς γιατί θεωρεί ότι αυτό που θεωρεί εκείνο επαναστατική αριστερά, είναι η επαναστατική αριστερά), αδυνατώντας να ασκήσει πρακτικές ηγεμονίας εντός του χώρου της ΡΑ, καθώς δεν επιχειρεί να διαμορφώσει συνθετικές τοποθετήσεις εντός των οποίων οι υπόλοιπες τάσεις (παρότι υπό ηγεμονία) να αναγνωρίζουν στοιχεία της άποψής τους, αναδεικνύοντας σε πραγματικό διακύβευμα της πολιτικής του την ανάδειξη των κυρίαρχων στοιχείων πολιτικής και φυσιογνωμίας του ΝΑΡ μέσα από κάθε πρωτοβουλία. Είναι μάλλον σαφές ότι αυτό οδηγεί το ΝΑΡ στο να μετατραπεί από την ηγεμονική τάση στο χώρο μας, της οποίας η επιρροή έδινε μια γενική φυσιογνωμία και διατηρούσε πολιτικούς δεσμούς με ένα ευρύ παραέξω δυναμικό, σε μια μεγάλη (οργανωτικά, όχι όμως και από άποψη πολιτικής επιρροής με τον τρόπο που ήταν στο παρελθόν) οργάνωση με περισσότερο κόσμο ενεργά στρατευμένο, λιγότερη όμως επιρροή σε ιστορικά τμήματα και ανθρώπους του χώρου, που θα μπορεί να έχει και να αναπαράγει μια πιο ξεκάθαρη δική του φυσιογνωμία, η οποία δεν θα επιχειρεί να συνέχει τη ΡΑ (δηλαδή δεν θα επιχειρεί να κάνει πολιτική στο εσωτερικό της), αλλά να κερδίζει για τον εαυτό της μεγαλύτερη άμεση επιρροή. Αν μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε κάπως για να γίνει κατανοητό τι εννοούμε, θα λέγαμε ότι επέλεξε να μεγιστοποιήσει τα αποτελέσματά του σε μικρότερο όμως επίπεδο (με την έννοια της βαθμίδας) απ’ ότι παλαιότερα.
10.Απ’ όλα τα παραπάνω είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα χυδαίο πολιτικό υπολογισμό, από τη μεριά των συντρόφων του ΝΑΡ, μέσω του οποίου προσπαθούν να κατισχύσουν πάνω σε όλους με την επιβολή (παρότι αναπαράγονται τέτοιες όψεις δεν είναι η αιτία της τακτικής τους, η τακτική τους δηλαδή δεν είναι ‘ψυχολογική’ αλλά πολιτική), δεν πρόκειται δηλαδή μια ‘μικροπολιτική’, αλλά μια πολιτική στρατηγική που είναι μεν κατά τη γνώμη μας λανθασμένη, αλλά παράγεται από αριστερές αφετηρίες και μια βαθιά πίστη ότι αυτό που κάνουν είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή της ΡΑ. Και αυτό εξηγεί γιατί περιχαρακώνονται τόσο πολύ, γιατί είναι τόσο ανελαστικοί και συντηρητικοί απέναντι σε κάθε άλλης φυσιογνωμίας πρωτοβουλία στη ΡΑ, αλλά και στα ερωτήματα που ανοίγονται από τη συγκυρία, προβάλλοντας μια δική τους μονοκόμματη φυσιογνωμία ως ολοκληρωμένη απάντηση απέναντι στις αντιφάσεις που διαπερνούν όλο το χώρο. Σε αυτά τα πλαίσια είναι φανερό ότι γνωρίζουν πως θα έχουν και απώλειες, καθώς αντιλαμβάνονται ότι η τακτική τους είναι πιο ‘σφικτή’ και δε μπορεί να εκπροσωπήσει το δυναμικό που εκπροσωπούσε παλαιότερα (εννοώντας και ένα δυναμικό που έφυγε το ΄89 από το ΚΚΕ), αλλά το δεδομένο αυτό δεν είναι (τουλάχιστον στη συγκυρία όπως φάνηκε) ικανό να τους ασκήσει πίεση να αλλάξουν τακτική, καθώς θεωρούν ότι αποτελεί αναγκαίο και αντικειμενικό κόστος. Από την άλλη η αυτοσυνείδησή τους ότι αυτή η κατεύθυνση έχει δώσει σημαντικά αποτελέσματα και έχει αποδείξει την ορθότητά της σε κοινωνικά κινήματα, χώρους και πολιτικές μάχες τους δίνει την αισιοδοξία ότι αυτή η συγκυριακή ‘διακοπή’ δεσμών με ένα κομμάτι της επιρροής τους, θα αντικατασταθεί από νέα τμήματα εργαζόμενων και νεολαίων που κερδίζουν στην επιρροή τους από τα μέτωπα και τις μάχες στο κοινωνικό ή γενικό πολιτικό πεδίο. Και από αυτή την άποψη θεωρούμε ότι επαληθεύεται η στροφή που υποστηρίξαμε ότι κάνει το ΝΑΡ στη συγκυρία, από το να είναι ένας πολιτικός χώρος που κυρίαρχο σημείο της στρατηγικής του είναι να διαμορφώνει μια ηγεμονική (που να συνέχει δηλαδή) γραμμή το χώρο, σε ‘μια ακόμα’ (μεγάλη βέβαια) οργάνωση του χώρου που κυρίως επιδιώκει να κερδίζει επιρροή και να αναπαράγεται πρωτογενώς από τους χώρους στους οποίους δραστηριοποιείται.
11.Και όταν λέμε ‘αυτοσυνείδηση’ εννοούμε ότι ο ίδιοι θεωρούν ότι ήταν αυτή η πολιτική τους γραμμή (με τα στοιχεία που βάζει το ΝΑΡ ως απαραίτητα) που έδωσε το κίνημα των δασκάλων, παρά το γεγονός ότι η ΔΟΕ ήταν η ραχοκοκαλιά του κινήματος, ότι η πρόταση των παρεμβάσεων έγινε στο Συνέδριο της ΔΟΕ και στηρίχτηκε από την ΠΑΣΚΕ, ενώ ο συνελεύσεις των συλλόγων δυστυχώς δεν αποτέλεσαν τον κανόνα. Θεωρούν επίσης ότι το φοιτητικό κίνημα του Μαρτίου – Απριλίου καθοδηγήθηκε πολιτικά από την αντίληψη του νέου φοιτητικού κινήματος, που έβαζε συνολικό πολιτικό πλαίσιο (παρόλο που δεν αναγνώριζαν ως πραγματικό πολιτικό στόχο το να σπάσει η συναίνεση και να φύγει το ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία). Ότι το αποτέλεσμα των σχημάτων γειτονιάς είναι ένα αποτέλεσμα που οφείλεται στη γραμμή του ΝΑΡ και στη φυσιογνωμία της συνολικής πολιτικής παρέμβασης που έδωσε στα σχήματα. Όμως ούτε αποτιμά το τι ακριβώς έλεγαν τα σχήματα (ακόμα και τα δικά του) που πήγαν καλά, δεν εξηγεί γιατί κάποια σχήματα είχαν κακό αποτέλεσμα (αν και όλα ήταν πάνω από ένα πλαφόν, λόγω και του πιο χαλαρού της ψήφου, αλλά και των κινημάτων και της συγκυρίας), αλλά και χρεώνει το σύνολο της πολιτικής αποτελεσματικότητας των σχημάτων σε εκείνο σαν να μην υπάρχουν άλλες πολιτικές δυνάμεις, που μάλιστα συνέδεσαν τη δράση τους με μερικά πολύ καλά αποτελέσματα (Χαλάνδρι, Ζωγράφου, Πάτρα, Νομαρχία Αχαΐας, Θεσσαλονίκη η ΚΟΕ και το μ-λ κτλ).
12.Συνεχίζοντας από το σημείο 9, θέλουμε να παραθέσουμε τις εμπειρικές διαπιστώσεις αυτής της κατάστασης, παρόλο που ίσως δεν είναι αναγκαίο και χωρίς να υποτιμάμε τα τακτικά ίσως λάθη που μπορεί να κάναμε κι εμείς. Είχαν όμως όλα ένα κοινό τόπο, καθώς όλες οι τελευταίες πρωτοβουλίες που πήραμε κόλλησαν σε παρόμοιας φυσιογνωμίας θέματα:
·Η ‘Αγωνιστική Πρωτοβουλία ενάντια στην αντιδραστική αναθεώρηση του Συντάγματος’ κόλλησε όταν το ΝΑΡ προσπάθησε να επιβάλει τη λογική της αντιπρότασης (και συγκεκριμένα της δικής του αντιπρότασης) φέρνοντας ένα κείμενο που επί της ουσίας πέταγε όλες τις άλλες τάσεις απ’ έξω, μην πηγαίνοντας πίσω από ιδιαίτερα προωθημένα αιτήματα, γεγονός που ήταν όχι μονό λάθος ως τακτική, αλλά και τα ίδια τα αιτήματα ήταν λανθασμένα (κατά τη γνώμη μας).
·Στην πρωτοβουλία για το κοινό κατέβασμα στην Υπερνομαρχία της Αθήνας, το τυπικό θέμα ήταν η ΚΟΕ (παρόλο που τότε και το ΣΕΚ ήταν μέσα στην κουβέντα και δεν είχε ειπωθεί η οποιαδήποτε ένσταση), που θα στήριζε Τσίπρα στο δήμο της Αθήνας, θεωρώντας ως απαραίτητο προαπαιτούμενο να αλλάξει η ΚΟΕ στάση στο Δήμο, λες και υπήρχε από τη μια κάποιο κατέβασμα εκεί το οποίο να μπορεί να της οξύνει αντιθέσεις ώστε να μην επιλέξει τη λύση Τσίπρα, ή σε κάθε περίπτωση θα άλλαζε γνώμη με τη συζήτηση ή θα δεχόταν τα προαπαιτούμενα που της τίθονταν.Αυτή η υπαρκτή αντιφατικότητα της ΡΑ δε μπορούσε και δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με εξοβελισμό των διαφορετικών αντιλήψεων, ούτε με τη λογική της πόρτας, αλλά με διαπλοκή με αυτές και διαμόρφωση πρωτοβουλιών που να αναδεικνύουν μια άλλη δυνατότητα για μαζική, ανεξάρτητη ριζοσπαστική αριστερά. Με την έννοια αυτή οι Νομαρχιακές ήταν μια ευκαιρία να βάλουμε πρόβλημα στην πορεία της ΚΟΕ προς το ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύοντας ακριβώς αυτή τη δυνατότητα. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε και δε νομίζουμε ότι μπορεί κανείς να επιχαίρει για την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα, αλλά μόνο να προβληματίζεται για το τι εμπόδια έβαλε σε αυτή την πορεία.
·Στις Παρεμβάσεις – Συσπειρώσεις, είναι επίσης που βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την αδιαλλαξία του ΝΑΡ να πάει πίσω από τη γραμμή του νέου εργατικού κινήματος. Αυτό σήμαινε ότι και στο περιεχόμενο και τους στόχους πάλης των Παρεμβάσεων και στην πολιτική τακτική για το εργατικό κίνημα υπήρχε ανελαστικότητα από τη μεριά τους, με αποτέλεσμα οι κόντρες αυτές να εκφραστούν στις χωριστές συγκεντρώσεις, τα ‘καπέλα’ στις εργατικές πορείες, την αδυναμία σε ολόκληρη την απεργία των δασκάλων να βγει μια ανακοίνωση στήριξης. Από τη μεριά μας προσπαθήσαμε να βρούμε συνθετικές απαντήσεις, όπως στις απεργίες ’προσυγκέντρωση και κοινή πορεία’, δώσαμε πολλά στοιχεία αισθητικής και πολιτικής γραμμής στα κείμενα και πάλι όμως αυτό δεν είναι από μόνο του ικανό για την ενότητα. Τέλος, επιχειρήσαμε να κάνουμε ‘στροφή προς τις μάζες’ και να εκτεθούν όλες οι γραμμές ως ενεργές αντιθέσεις στη ΡΑ, δηλαδή τη λογική ‘πολλές παρεμβάσεις’, χωρίς όμως να βρούμε ανταπόκριση και να αποφευχθεί το βάλτωμα των παρεμβάσεων.
·Αντίστοιχα στα ΕΑΑΚ, επέλεξε τη μέχρι τέλους πολιτική αντιπαράθεση για την τακτική του κινήματος μετά το Πάσχα, με αποτέλεσμα ούτε το διήμερο να μπορεί να καταλήξει σε ένα βηματισμό, ούτε και τα επιμέρους σχήματα και ενωτικές πρωτοβουλίες. Όμως αν αυτό αποτελεί όψη μιας τακτικής που ίσως να μην είναι εύκολο να συντεθεί και να δικαιολογεί κόντρα μέχρι τέλους από τη μεριά του (παρόλο που από τη μεριά μας δεν ακολουθήσαμε αυτή την τακτική – τα περισσότερα σχήματα κατέληξαν συνθετικά), η λογική του κειμένου – καπέλου, που τα ΕΑΑΚ έρχονται να συζητήσουν πάνω σε κείμενο εσωτερικής εισήγησης της νΚΑ με την υπογραφή ‘Καράβι’, δείχνει πιο γλαφυρά την αντίληψή του για τη (μη) σύνθεση, σε ένα μόρφωμα που έχει κατακτήσει (ειδικά μετά τα πρόσφατα κινήματα) πολύ μεγαλύτερο βάθος στη συζήτησή του, αλλά και έχουν καταγραφεί όψεις μιας βαθύτερης σύνθεσης.
·Σε ότι αφορά το ζήτημα των εκλογών αυτά τα δεδομένα ίσως φάνηκαν με τον πιο σαφή τρόπο. Από τη μια μεριά το ΝΑΡ έβαλε σχεδόν ως προαπαιτούμενα στοιχεία του πολιτικού του πλαισίου που δε θα μπορούσε παρά να παραμείνουν (κατά τη δική μας αντίληψη) ενεργές αντιθέσεις στα πλαίσια της ανασύνθεσης της ΡΑ. Η λογική για το νέο εργατικό κίνημα δεν αποτέλεσε (όπως ίσως πιστεύουμε κυρίαρχα) μια δικαιολογία για να μην κατεβούμε μαζί, αλλά μια κατά τη γνώμη τους αναγκαία συνθήκη για ένα κατέβασμα της ΡΑ, ώστε να μπορέσει να αποκρούσει την επίθεση από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, να διαχωριστεί από αυτές, αλλά και ούτως ή άλλως στα πλαίσια όσων ειπώθηκαν παραπάνω αποτελεί πλέον βασικό και μάλλον απαραίτητο στοιχείο της πολιτικής συμμαχιών του. Κάτι τέτοιο άλλωστε φαίνεται και από τη φυσιογνωμία που πήρε το ΜΕΡΑ πάνω στο ζήτημα και ενώ στο εσωτερικό του όλες οι τάσεις είναι με την παρούσα οργάνωση του εργατικού κινήματος! (Υγ: εκεί βέβαια υπεισέρχονται και άλλοι εξίσου όμως σημαντικοί παράγοντες για τη φυσιογνωμία της ΡΑ: Η λογική χτισίματος ενός μετώπου πάνω σε ανελαστικές φράσεις κλισέ, αλλά και ταυτόχρονα το να προτιμούν τάσεις όπως το ΕΕΚ ή το ΕΚΚΕ να εκχωρούν μια συγκεκριμένη άποψη στο ΝΑΡ προκειμένου να διατηρήσουν την ενότητα ενός μετώπου στο οποίο απλώς και μόνο μπορούν να παίζουν ένα πολιτικό ρόλο). Με τον ίδιο τρόπο θεωρούν ότι κανείς πρέπει να έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του στο χώρο (παραγνωρίζοντας ότι ένα μεγάλο κομμάτι οργανώσεων του χώρου δεν αναπαράγονται με τον ίδιο τρόπο ή δε συμφωνούν με όσα πρεσβεύει το ΝΑΡ για αυτόν) ώστε να μπορεί να γίνει μια κοινή συμμαχία. Και αν προσπεράσουμε το γεγονός ότι τακτικά το ΣΕΚ τα είχε δώσει τα διαπιστευτήριά του (μαζί στο φκ, είχε στηρίξει πολλά τοπικά σχήματα, είχε στηρίξει το κοινό ψηφοδέλτιο στο ΕΚΑ κτλ κτλ) το βασικό συμπέρασμα είναι ότι για το ΝΑΡ οι εκλογές δεν είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να παρθούν πρωτοβουλίες πρωτότυπες, οι οποίες να διαμορφώσουν και καλύτερους όρους για την υλοποίηση μιας στρατηγικής, αλλά πεδίο προβολής μιας γενικής στρατηγικής και προγράμματος ακόμα και στις τωρινές συνθήκες. Και με αυτό εννοούμε ότι κανείς δεν θα πρέπει να έχει ορκιστεί στον ‘πόλο’ ή να αντιλαμβάνεται ότι εντάσσεται πρακτικά σε μια τέτοια στρατηγική, για να γίνεται κάτι τέτοιο στην πράξη. Αντίθετα, μέσω μιας πρωτοβουλίας που θα ενίσχυε τακτικά τη ΡΑ, θα διαμόρφωνε δυναμική για την πολιτική της ανεξαρτησία και θα ανέκοπτε αυτή (και όχι το ‘πρόγραμμά μας’) τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και στο χώρο μας, αλλά και στα στρώματα που εκπροσωπούμε κοινωνικά, κάτι τέτοιο θα συνέβαινε αντικειμενικά.
13.Είναι φανερό ότι η διαφορά μας με το ΝΑΡ δεν είναι το ΣΕΚ ή όχι (όποιος αντιλαμβάνεται αυτό ως πραγματικό δίπολο έχει φτάσει να ηγεμονεύεται τόσο από την προπαγάνδα του ΝΑΡ, όσο δεν ηγεμονεύονται τα ίδια του τα μέλη), αλλά η αντίληψη για το ποια ΡΑ θέλουμε (τι να λέει) και πως αυτή θα ανασυντεθεί, δηλαδή πριν απ’ όλα η διαφορά μας είναι στην αναγνώριση της κατάστασης του χώρου και στο χειρισμό των αντιφάσεών του. Και αυτή την αντίληψη και φυσιογνωμία όχι μόνο για το χώρο, αλλά και για τη δυνατότητα ανασύνθεσής του, υπερασπιστήκαμε.
14.Με την έννοια αυτή είναι που ξανατίθενται όσα πραγματευτήκαμε παραπάνω στα σημεία που αναλύουμε τη δική μας στρατηγική για τη ΡΑ: Είναι φανερό ότι μέσα στο χώρο διαμορφώνονται αντιθέσεις φυσιογνωμίας. Και αυτό όχι μόνο γιατί όπως είχαμε διαγνώσει στην 3η Συνδιάσκεψη για να προχωρήσει η ανασύνθεση χρειάζονται βήματα στη φυσιογνωμία και την κοινωνική αποτελεσματικότητα της ΡΑ, αλλά γιατί και άλλες τάσεις έχουν με τη στάση τους αναδείξει αυτά τα ζητήματα ως κρίσιμα. Άλλωστε η ενότητα πάντα υπάρχει υπό κάποια φυσιογνωμία, άρα και ηγεμονία (και δεν εννοούμε ηγεμονία πολιτικών τάσεων απαραίτητα, αλλά ηγεμονία πρακτικών και φυσιογνωμίας). Αν λοιπόν η μόνη μας στρατηγική ήταν η ενότητα θα μπορούσαμε να την έχουμε εκπληρώσει, αλλά αυτό θα είχε συμβεί μόνο με το τίμημα της ένταξής μας σε ένα άλλο πολιτικό σχέδιο και μια άλλη φυσιογνωμία για τη ΡΑ. Και αυτό από μόνο του δεν είναι κακό, θεωρούμε όμως ότι εντός αυτής της ηγεμονίας η ΡΑ θα είχε δώσει τα αποτελέσματα που έδωσε το προηγούμενο διάστημα, ή πολύ περισσότερο έχει δυνατότητες να φτάσει προς τον ‘πόλο’, αν αυτός δε θέλουμε να είναι ένα μέτωπο όπως το ΜΕΡΑ ή δε θέλουμε να λέει αυτά που λέει το ΜΕΡΑ; Θα είχαμε κάνει φοιτητικό κίνημα με τη γραμμή ‘καμιά συμμαχία’, ‘προγραμματικός λόγος και ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση’ ως προαπαιτούμενο, ‘καταλήψεις παντού και πάντα’, ‘όχι αιχμές και ιεράρχηση’; Θα είχαμε να μιλάμε για το αποτέλεσμα των δημοτικών αν δεν είχαμε τη λογική της ενότητας όλου του χώρου (και της ΚΟΕ),όπως έγινε στου Ζωγράφου και την Πάτρα, ή της εκμετάλλευσης αντιθέσεων εντός του ΣΥΝ που διώχνουν κόσμο από την επιρροή του (όπως στο Χαλάνδρι), λογικές με τις οποίες το ΝΑΡ πήρε απόσταση; Θα είχαμε καταφέρει να μαζέψουμε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό όλη τη ΡΑ στο ίδιο αμφιθέατρο να συζητάει για κοινή πρωτοβουλία για το Σύνταγμα, ή θα είχαμε δημιουργήσει όλη αυτή την κίνηση με τις συνελεύσεις και τη συζήτηση γύρω από την ενωτική κάθοδο της ΡΑ στις εκλογές; Θα είχαμε φέρει καμιά νέα δύναμη στο χώρο, όπως έστω (το έστω πάει για να μην προκαλέσουμε τους συντρόφους που θεωρούν ότι αυτό δεν είναι τίποτα σπουδαίο) το ΣΕΚ; Μάλλον όχι.
15.Και (συνεχίζοντας ουσιαστικά από τα σημεία 8 και 9) δεν υπονοούμε ότι είμαστε μια νέα ηγεμονία στο χώρο, ούτε ότι ότι κάνουμε είναι σωστό και αλάνθαστο και ότι όλα είναι ένα μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου (όπως εξηγήσαμε και παραπάνω), αλλά τουλάχιστον επιδιώκουμε να βάλουμε στη συζήτηση της ΡΑ κάποια νέα ερωτήματα και πολιτικές αρχές, μια άλλη μεθοδολογία και για το τι είναι και για το πώς ανασυνθέτουμε τη ΡΑ. Ούτε βέβαια εννοούμε ότι το ΝΑΡ είναι ένα ‘βαρίδι’ στην κίνησή μας και ότι δε θέλουμε συμμαχία με το ΝΑΡ. Για να το ξεκαθαρίσουμε: Το ΝΑΡ είναι στρατηγικός μας σύμμαχος. Ούτε πρόκειται να σπάσουμε σχήματα ή να διακυβεύσουμε τα ΕΑΑΚ, σχήματα πόλης ή εργατικά σχήματα. Όμως δε μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε σημαντικά προβλήματα που έχει η γραμμή των συντρόφων σε ότι αφορά τη ΡΑ και τα μέτωπα και να μη συγκρουστούμε, ίσως και σε κάποιες περιπτώσεις να ‘σπάσουμε’ (όπως τώρα), επιχειρώντας να ξαναενωθούμε προς το καλύτερο. Ούτε μπορούμε να ωραιοποιούμε καταστάσεις για να αποφύγουμε να πάρουμε αποφάσεις που είναι έξω από την ‘ψυχολογία’ μας, γιατί έτσι δεν προσφέρουμε τις καλύτερες υπηρεσίες στη ΡΑ και στην (μεγάλο άλμα) επαναστατική στρατηγική στη χώρα μας.
Και σε αυτό προκαταβολικά λέμε ότι δε βοηθάει όποιος σπεύδει να βγάλει συμπεράσματα, να απλουστεύσει, να εκχυδαΐσει τη γραμμή της συλλογικότητας και να δαιμονοποιήσει πρακτικές, ερωτήματα, απόψεις. Όλα είναι πραγματικά ερωτήματα (παράγονται δηλαδή από την πραγματικότητα της κατάστασής μας, της ΡΑ και της συγκυρίας και δεν είναι τυχαίο ότι διαπερνούν και άλλους πολιτικούς χώρους) και δεν κρινόμαστε από το αν περιχαρακωθούμε από αυτά, αλλά από το αν έχουμε πραγματικές απαντήσεις, αν έχουμε κάτι να πούμε. Και πιστεύουμε ότι στα σωστά ερωτήματα που ανοίγονται από όλες τις πλευρές έχουμε απαντήσεις και δε χρειάζεται να γίνουμε μια ιδεολογική γκρούπα για να ‘σώσουμε’ τον κόσμο μας: Στο ερώτημα του ‘αν έχει ζωτικό χώρο η ΡΑ, αν χρειάζεται τελικά να υπάρχει ή αλλιώς τι είναι η ΡΑ’, που το ΝΑΡ απαντάει στρεβλά και δικοί μας σύντροφοι σπεύδουν αν απαντήσουν είτε στην ίδια κατεύθυνση, είτε να απαντήσουν ότι ίσως δεν υπάρχει δυνατότητα ή ανάγκη ύπαρξης της ΡΑ στη συγκυρία. Στο ερώτημα αν ‘είμαστε αντιΝΑΡ και αυτή η τακτική καθορίζει τη στρατηγική μας’, στο ερώτημα του μαζικού πολιτικού λόγου, του πως γειώνουμε και εκλαϊκεύουμε τη γραμμή μας, που επί της ουσίας σημαίνει ‘πως απευθυνόμαστε και σε ένα ακροατήριο εκτός ΡΑ’, σε όλα αυτά κρίνεται η ανάγκη ύπαρξης, διακριτής ύπαρξης (στη συγκυρία) της Αριστερής Ανασύνθεσης και η μη ενσωμάτωσή της είτε στο ΜΕΡΑ είτε (πολύ περισσότερο) στο ΣΥΡΙΖΑ, είτε η μετατροπή της σε μια ακόμα γκρούπα χωρίς ουσιαστικό πολιτικό λόγο ύπαρξης, αλλά ύπαρξής της κυρίως ως ιδεολογική διαφωνία εντός ενός χώρου που κυρίως δίνουν μάχη άλλοι για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή του. Σε αυτά τα ερωτήματα (και κυρίως στο πρώτο, γιατί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα άλλα δυο τα έχουμε πραγματευτεί μέσα στο κείμενο) θα επιχειρήσουμε κάποιες πρώτες απαντήσεις παρακάτω.
16.Από τη μεριά μας πρέπει να υπερασπιστούμε, τόσο τη λογική ότι ο χώρος μπορεί να κερδίζει δυνάμεις στην προοπτική της ανασύνθεσής του, ότι δεν είναι ένα κλειστό κλαμπ όσων ορκίζονται στην επανάσταση, αλλά ένα εν δυνάμει πολιτικό σχέδιο που μπορεί να μετασχηματίσει δυνάμεις εντός των ορίων του, να μάθει από όλα τα ερωτήματα που αναδεικνύουν οι επιμέρους δυνάμεις, αναγνωρίζοντας την καταστατική μας αρχή ότι είμαστε μεταβατική συλλογικότητα. Με την έννοια αυτή αναγνωρίζουμε ουσιαστικά ότι η επαναστατική στρατηγική απουσιάζει και ότι όλοι οι χώροι της ΡΑ είναι υλικά (που ενσωματώνουν υλικές αντιφάσεις) σε αυτή τη διαδικασία, άρα ως εκ τούτου οφείλουμε να εμπλουτίσουμε το ‘μείγμα’ όχι μόνο για ποσοτικούς, αλλά κυρίως για ποιοτικούς λόγους. Και αυτή είναι μια λογική για την ανασύνθεση που δε τη φέρει κανένας άλλος πολιτικός φορέας εντός ΡΑ και είναι μια πραγματική όψη του τι εννοούμε εμείς ανασύνθεση της ΡΑ. Από την άλλη είναι σαφές ότι και το περιεχόμενο των παρεμβάσεων μας έχει σημασία, και άρα πρέπει να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας πρόταση και να ανοίξουμε τη συζήτηση στο χώρο και από αυτή την πλευρά. Άλλωστε έτσι υλοποιείται μια διαφορετική φυσιογνωμία που θέλουμε να επικαλούμαστε και όχι με την αισθητική.
17.Η συγκυρία πριν τις πρόσφατες εκλογές ήταν (όπως αναλύσαμε και στο πρώτο μέρος) μια συγκυρία με αρκετές ευκαιρίες και αρκετούς κινδύνους. Ευκαιρίες γιατί οι κοινωνικές εκρήξεις του προηγούμενου διαστήματος, τις οποίες σε σημαντικό βαθμό καθοδήγησαν οι δυνάμεις της ΡΑ, αλλά και οι πολιτικές μάχες, όπως αυτή των Δημοτικών Εκλογών, είχαν δώσει σημαντικά αποτελέσματα για τη ΡΑ, αναδεικνύοντας για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, όχι μόνο την ανάγκη, αλλά και τη δυνατότητα να καταγραφεί στο κεντρικό πολιτικό πεδίο ως πολιτική δύναμη και να φέρει κάποιες μειοψηφικές, αλλά υπαρκτές εκπροσωπήσεις. Και αυτή η δυνατότητα δε βασίζονταν στη μια ή την άλλη επιμέρους γραμμή, αλλά σε αυτό που μακροσκοπικά η κοινωνία αντιλαμβανόταν ως άλλη αριστερά και που στη συγκυρία θεωρούσε ότι είναι αυτοί που έκαναν το κίνημα των φοιτητών, διατηρούν την ανεξαρτησία τους από το κράτος και την επίσημη πολιτική, έχουν αυξήσει την επιρροή τους σε αρκετούς εργασιακούς χώρους, αλλά και εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τόσο μαζικά σε γειτονιές. Και αυτή η προοπτική θα έδινε αρκετά καύσιμα για την καλύτερη προώθηση της πολιτικής ενότητας του χώρου. Από την άλλη η συγκυρία είχε κινδύνους γιατί αν δεν κάναμε αλλιώς θα δεχόμασταν σφοδρή πλαγιοκόπηση από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, οι οποίοι όχι μόνο θα εκπροσωπούσαν κοινωνικές μερίδες που φέραμε εμείς στο προσκήνιο το προηγούμενο διάστημα, αλλά κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ θα ενέτεινε την επιρροή του μέσα στο χώρο μας απομειώνοντάς τον περαιτέρω από αγωνιστές, αλλά και κάνοντας το ‘σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ’ να φαντάζει ακόμα πιο ρεαλιστική και θελκτική διέξοδος, δηλαδή να κερδίζει εκ νέου έδαφος μέσα στη ΡΑ.
18.Με την έννοια αυτή η ΡΑ δεν θα ήταν απλά καλό να καταφέρουμε μέσω των εκλογών να πετύχουμε προχωρήματα στην ενότητα του χώρου, δηλαδή οι εκλογές να αποτελέσουν επίδικο στη συζήτησή μας μόνο ως πρωτοβουλία για τη ΡΑ (που προηγείται στη σημασία του στρατηγικά), αλλά σε αυτή τη συγκυρία έπρεπε να αποτελέσουν και μια μάχη την οποία η ΡΑ θα έπρεπε να προσπαθήσει να δώσει, γιατί για πρώτη φορά δημιουργούνταν δυνατότητες εκπροσώπησης ενός υπαρκτού δυναμικού. Και εδώ να εξηγήσουμε κάτι. Η κλασική αντίθεση ‘κοινωνικοί χώροι ή κεντρικό πολιτικό’ δεν είναι ανιστορική. Δεν υπάρχει μια ‘αλήθεια’ που επιλέγει ή το ένα ή το άλλο. Γενικά χρειάζονται και τα δύο. Δεν συνάγεται ότι χρειαζόμαστε μόνο κεντρική πολιτική παρουσία σα να μπορούσε να λύσει όλα τα πραγματικά προβλήματα αλλαγής συσχετισμών στο κοινωνικό πεδίο (βασική προϋπόθεση μιας αριστερής παρέμβασης), ούτε ότι χρειαζόμαστε μόνο κοινωνικές παρεμβάσεις σα να μην υπάρχει ανάγκη συνολικοποίησης των επιμέρους κοινωνικών αντιστάσεων και άρθρωσης μιας εναλλακτικής – ανταγωνιστικής πολιτικής στρατηγικής. Η λογική των σχημάτων και της σχετικά αποκλειστικής στροφής στους κοινωνικούς χώρους επιλέχθηκε εντός μιας δοσμένης συγκυρίας για την αριστερά, όπου η σχέση των αριστερών κομμάτων με τις μάζες είχε αποστεωθεί, αλλά και αριστερή πολιτική σήμαινε εν πολλοίς μια γενικόλογη γραμμή που αναπαραγόταν σε κάθε χώρο, αλλά και μιας δοσμένης συγκυρίας υποχώρησης του ταξικού συσχετισμού σε παγκοσμίως.Δεν ήταν μια επιλογή που έκλεινε ως μη ζητούμενο το θέμα της παρουσίας της άλλης αριστεράς στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, αλλά που θεωρούσε ότι οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές και κυρίως ώριμες και επέλεγε να ρίξει τις λιγοστές της δυνάμεις στο σε τελική ανάλυση καθοριστικό από τα δύο, που ήταν η δημιουργία κοινωνικών αντιστάσεων και η παραγωγή πρωτογενώς ενός άλλου αριστερού πολιτικού δυναμικού, υλικά πάνω στα οποία στηρίζεται η όποια προσπάθεια ή δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, αν αυτή δε θέλει να είναι απλώς πολιτική στο επιφαινόμενο.Μια αριστερά ριζοσπαστική στις επαρκείς της μορφές θα παρέμβαινε και στο εκλογικό πεδίο γενικά συστηματικά (προφανώς πάντα θα εκτιμούσε τη συγκυρία). Το ερώτημα είναι αν θεωρούμε ότι βρισκόμαστε ακόμα εντός αυτής της ιστορικής περιόδου, όπου το κεντρικό πολιτικό ερώτημα είναι πολύ χαμηλά στην ιεράρχηση. Θεωρούμε πως όχι, καθώς η ΡΑ και κοινωνικές συσσωρεύσεις έχει και πολιτικές συσσωρεύσεις, αλλά και η ίδια η συγκυρία είναι πιο πλούσια σε αντιθέσεις (βλέπε Μέρος 1ο). Με αυτό δεν εννοούμε ότι πρέπει να προκρίνουμε μια στρατηγική πάση θυσία παρέμβασης στο εκλογικό πεδίο ακόμα και αν δεν πληρούνται όροι ενότητας της ΡΑ (πρακτικά να υιοθετήσουμε την πρακτική του να κατεβαίνουμε κάθε φορά και συνήθως κομματικά), αλλά ότι η ΡΑ, έστω και σε αυτό το επίπεδο ανάπτυξής της αν μπορούσε να συσπειρωθεί θα έπρεπε να παρεμβαίνει ως τέτοια στο εκλογικό πεδίο.
19.Παρόλα αυτά, οι αντιθέσεις εντός του χώρου της ΡΑ δεν κατέστη δυνατό να επιλυθούν προς μια κατεύθυνση που να μπορεί να συνέχει το χώρο και να δώσει σημαντικά στρατηγικά αποτελέσματα γι’ αυτόν. Και αυτό γιατί παρά την πολιτική πίεση που δέχτηκε ο χώρος του ΝΑΡ (αλλά και το μ-λ, θεωρούμε ότι πιθανότατα αν έμπαινε το ΝΑΡ θα έμπαινε και αυτό) επέμεινε στη γραμμή της αυτοτελούς έκφρασης αυτού που ο χώρος αυτός θεωρεί ότι είναι η βέλτιστη φυσιογνωμία για τη ΡΑ και απάντηση στην πλαγιοκόπησή της από τα διάφορα σχέδια της αριστεράς. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, όπου ο πραγματικός, στρατηγικός στόχος που είχαμε θέσει και εξυπηρετούσε συνολικά την ανασύνθεση της ΡΑ δε μπορούσε να υλοποιηθεί, έπρεπε να αποφασίσουμε πιο θα ήταν το καλύτερο ενδεχόμενο τακτικά. Και μετά από μια τόσο μεγάλη προσπάθεια και συζήτηση στο εσωτερικό του χώρου μας, που κάθε επιχείρημα περί μη δυνατότητας κοινής καθόδου καταρρίφθηκε, όπου δηλαδή η πολιτική έδωσε όλα τα αποτελέσματα που μπορούσε να δώσει, τακτικά καλύτερη κίνηση δεν ήταν (κατά τη γνώμη μας) να υποκύψουμε σε έναν ετσιθελικό τρόπο απόφασης στη ΡΑ, όπου επιβάλει καταστάσεις. Να υποκύψουμε δηλαδή σε μια δηλαδή πραγματικά καταστροφική πολιτική στρατηγική για τη ΡΑ στη συγκυρία. Η επιλογή μας να κατεβούμε ως ΕΝΑΝΤΙΑ, δεν ήταν μια στρατηγική επιλογή, αλλά μια αμυντική επιλογή, μια τακτική επιλογή, άρα δε σηματοδοτεί και μια ριζική αλλαγή φυσιογνωμίας μας. Ήταν μια επιλογή που πάρθηκε αφού εξαντλήθηκε κάθε δυνατότητα διατήρησης της διαλεκτικής ‘ενότητας-φυσιογνωμίας’ (με πολλές εκπτώσεις στα θέματα φυσιογνωμίας) και επιχειρήθηκε να παρέμβουμε σε ένα χαμηλότερο επίπεδο σχέσεων και προσδοκιών, χωρίς να περιμένουμε ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τις δομικές ανεπάρκειες της ΡΑ, που μόνο η συσπείρωση όλων των δυνάμεών της θα μπορούσε να ξεπεράσει (δηλαδή να φτάσουμε σε άλλα ποσοτικά και ποιοτικά μεγέθη), αλλά επιχειρώντας να υλοποιήσουμε τους εξής πιο τακτικούς στόχους που ευελπιστούσαμε να φέρουν σε καλύτερη κατάσταση τη συζήτηση στη ΡΑ:
·Να εκφράσουμε όλο το δυναμικό που αναζητούσε μια άλλη φυσιογνωμία ΡΑ, αλλά και το αίτημα της ενότητας ως στοιχείο φυσιογνωμίας για τις στρατηγικές εντός ΡΑ, δηλαδή να δοκιμάσουμε την αποδοχή της εκφοράς του πολιτικού μας σχεδίου, αφού η υλοποίησή του δεν επιτεύχθηκε. Παράλληλα να μη χαρίσουμε όλη αυτή τη δυναμική που αναπτύχθηκε χάρις τη δική μας κυρίως πολιτική γραμμή στο ΣΕΚ
·Να εκφράσουμε μια φυσιογνωμία πιο μαζική και λαϊκή που θα αποδείκνυε ότι έχει μεγαλύτερη απήχηση από μια απογειωμένη υπερεπαναστατική γενικολογία.
·Να διατηρήσουμε το ΕΝΑΝΤΙΑ σαν όχημα για την ανάληψη ενωτικών πρωτοβουλιών και μετά τις εκλογές, πράγμα που αν δεν επιλέγαμε την κάθοδο θα διακυβευόταν καθώς θα διακυβευόταν η πολιτική ενότητα του ΕΝΑΝΤΙΑ, ή θα τροποποιούνταν τελείως οι πολιτικές σχέσεις και ο συσχετισμοί στο εσωτερικό του, με το ΣΕΚ να έχει καρπωθεί τη δυναμική και να έχει καθορίσει την εκλογική του φυσιογνωμία του ΕΝΑΝΤΙΑ και άρα εμείς θα βρισκόμασταν σε εντελώς υποτελή θέση μέσα στο ΕΝΑΝΤΙΑ ακόμα και αν αυτό συνέχιζε.
·Να διατηρήσουμε το ΣΕΚ στο χώρο και να επιχειρήσουμε τον σε βάθος χρόνο μετασχηματισμό στοιχείων της φυσιογνωμίας και των πολιτικών του χαρακτηριστικών που θεωρούμε ότι πρέπει να αλλάξουν για να μονιμοποιηθεί η σχέση του με το χώρο.
·Να μην υποκύψουμε σε μια λογική εκβιασμών στο χώρο, όπου το ΝΑΡ θα παίρνει πρωτοβουλίες και θα μας φέρνει προ τετελεσμένου και εμείς θα κάνουμε απλώς εκκλήσεις ενότητας.
·Να σταματήσουμε, στο μέτρο που μας αναλογούσε την αιμορραγία προς το ΣΥΡΙΖΑ, την οποία η φυσιογνωμία του ΜΕΡΑ εξορισμού δε μπορούσε να σταματήσει
·Να αποτυπωθεί τελικά άλλο πεδίο μετεκλογικά για τη ΡΑ, όπου θα μπορούσαμε να μιλάμε από καλύτερη θέση, έχοντας δώσει τη μάχη και πάει καλά σε ένα πεδίο αντιθέσεων που οι άλλες δυνάμεις αναγνωρίζουν ως βασικό, αντίληψη που δεν αλλάζει απλώς με την απουσία μας από αυτό, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία, όπου οι απόψεις είχαν εκτεθεί τόσο πολύ και είχε καταγραφεί πραγματική δυνατότητα συμφωνίας. Να υπάρξουν δηλαδή καλύτεροι πολιτικοί συσχετισμοί για την προώθηση της πολιτικής μας κίνησης, να ηττηθούν μεσοπρόθεσμα λάθος απόψεις, μήπως και ταρακουνηθούν.
20.Με βάση τα παραπάνω η αποτίμησή μας οφείλει να γίνει στο σύνολο της πολιτικής μας τακτικής και όχι μόνο στο θέμα των εκλογών. Αυτό που πρέπει να αποτιμηθεί κυρίως σε ότι αφορά τις εκλογές είναι το αν το αποτέλεσμα μας βοηθά να εκπληρώσουμε τη συνολικότερη τακτική μας. Το εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν ένας καταλύτης για να εξελιχθούν γρηγορότερα και ευκολότερα τάσεις ενότητας που θα θέλαμε μέσα στο χώρο, όχι αυτοσκοπός. Με την έννοια αυτή το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν καλό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν εκτός υπολογισμών ή καταστροφικό: Βασικό σημείο της αποτίμησης του εκλογικού αποτελέσματος είναι ότι δεν καταφέραμε να αποδείξουμε (χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, το ανάποδο πιστεύουμε) ότι όσα πρεσβεύουμε εκπροσωπούν ένα πλειοψηφικό κομμάτι της ΡΑ, δεν καταφέραμε δηλαδή μια εκλογική αλλαγή συσχετισμών, που πάντως δεν θα μας έφερναν σε άλλης ποιότητας ή κλίμακας αποτέλεσμα, αλλά θα διαμόρφωναν μια νέα κατάσταση στο χώρο, τουλάχιστον στο πως βλέπουν οι άλλες τάσεις τα πράγματα και όχι επειδή θα γενικεύαμε αυτή την πρακτική και θα νιώθαμε έτοιμοι και πλήρεις ώστε να αποκοπούμε από τη ΡΑ και να κάνουμε στροφή στις μάζες. Από εκεί και πέρα, είναι σημαντικό ότι καταφέραμε να θέσουμε το δίλλημα ΡΑ ή ΣΥΡΙΖΑ σε αρκετό κόσμο. Είναι σαφές ότι χάσαμε τη μάχη αυτή, καθώς είναι παραπάνω από προφανές ότι δεν ανακόψαμε αυτή την τάση (δεν ήταν άλλωστε στους στόχους μας να πετύχουμε σε μεγάλη κλίμακα κάτι τέτοιο), αλλά η φυσιογνωμία που δώσαμε (με όλα τα προβλήματα) έπαιξε το στοίχημα αυτό, ή καλύτερα φιλοδόξησε να το παίξει πολύ περισσότερο από άλλες τάσεις και έφερε περισσότερα αποτελέσματα σε αυτό το πεδίο απ’ ότι άλλες τάσεις: Δεν είναι μόνο ότι ήμασταν για πολύ κόσμο η δεύτερη επιλογή, αλλά και το ότι ότι πήραμε ήταν σχεδόν κόψιμο από το ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση και σε ότι αφορά το χώρο, μπορεί να μην αποτελούμε πρώτη εκλογικά δύναμη, αλλά συζητάμε πλέον με σχετικά ισότιμους όρους με τις άλλες τάσεις. Και αν αυτό δε μας λέει τίποτα, ας σκεφτούμε αντιθετοαντίστροφα: Αν δεν κατεβαίναμε και (ειδικά) το ΜΕΡΑ (με το οποίο βλέπουμε και τη μεγαλύτερη προοπτική) έπαιρνε 15.000 ή 17.000 ψήφους, παρόλο που αυτό δε σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο για την κοινωνία ή για τη δική μας αντίληψη, θα ήταν ευκολότερη η όποια διαδικασία ενότητας μετά ή δυσκολότερη; Δεν θα απαντήσουμε καθώς το ερώτημα είναι ρητορικό (ένεκα της αυτοσυνειδήσεως που λέγαμε και πριν), απλά θα θυμίσουμε την αντίδρασή τους μετά τις τελευταίες ευρωεκλογές και το πώς αντιλαμβάνονται εκείνοι το αποτέλεσμα τέτοιων κατεβασμάτων, ως αποδεικτικά της ορθότητας της γραμμής τους. Τέλος, το γιατί δεν επιδοκιμαστήκαμε έχει και αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες, όπως αυτές που περιγράφονται στην εισήγηση του ΚΣΟ και θεωρούμε ότι εξηγείται, αλλά σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα ως τέτοιο δεν εκτιμούμε ότι θα μπορούσε να είναι άλλης κλίμακας.
21.Για τους λόγους που αφορούσαν μια συνολική τακτική είχαμε υποστηρίξει την κάθοδο και όχι κυρίως για έχουμε το πιο καλό εκλογικά αποτέλεσμα στη ΡΑ, κάτι ευκταίο άλλα όχι καθοριστικό για το αν έπρεπε να κατέβουμε ή όχι. Σε αυτό το ερώτημα υπεισέρχονταν μια σειρά από παράμετροι που αναλύθηκαν στο σημείο 19, την υλοποίηση των οποίων βέβαια η μεγαλύτερη εκλογική μας επιτυχία θα επιτάχυνε. Μάλιστα και τότε είχαμε εκφράσει αμφιβολία για το αν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα από άλλες τάσεις και για το αν αυτό θα ήταν το σε τελική ανάλυση καθοριστικό. Ούτε λέει πολλά το ‘όριο των 12000’ που κωδικοποιήθηκε ως όριο επιτυχίας, καθώς πιάσαμε την τάξη μεγέθους και τα συμπεράσματα δεν θα άλλαζαν ιδιαίτερα ούτε μεταξύ των κατεβασμάτων του χώρου, αν είχαμε περάσει τις 12000.
Με την έννοια αυτή και ξεφεύγοντας από τη στενή αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, θεωρούμε ότι η τακτική που επιλέχθηκε για τους λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω και με βάση τα όρια που μπορούσε να έχει το εκλογικό μας αποτέλεσμα, ήταν θετική, παρόλο που το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν ιδιαίτερα καλό. Είναι όμως σαφές ότι το σύνολο των αποτελεσμάτων της τακτικής μας θα κριθούν πιο ολοκληρωμένα το επόμενο διάστημα, από το αν το ΕΝΑΝΤΙΑ θα πάρει όντως τέτοιες ενωτικές πρωτοβουλίες, από το αν το ΣΕΚ θα παραμείνει στο χώρο μπαίνοντας στα σχήματα και αλλάζοντας προοπτικά όψεις της φυσιογνωμίας του, από το αν το ΝΑΡ θα αποτιμήσει τους εκλογικούς συσχετισμούς που προκύπτουν ως μη επαρκείς και θα επιλέξει να μπει σε διαδικασία συζήτησης.
22.Στη συζήτησή μας αναδείχτηκε πολλές φορές το ερώτημα της εσωτερικής δημοκρατίας, το αν οι αποφάσεις μας πάρθηκαν με τρόπο δημοκρατικό ή αν επιβλήθηκαν από ένα κλειστό ‘απαράτ’, όπως είναι πχ το Γραφείο. Κατά τη γνώμη μας αυτή η ανάλυση είναι φτωχή. Η απόφαση της Ολομέλειας του Μάρτη έθετε γενικούς στόχους και σηματοδοτούσε από τη δική μας μεριά την ανάληψη της πρωτοβουλίας. Δεν ήταν μια απόφαση που θα μπορούσε να προαπεικονίσει όλα τα ενδεχόμενα και να επιλέξει σε ‘καθαρές’ συνθήκες τα ενδεχόμενα της τακτικής μας. Όταν αυτά αποσαφηνίστηκαν, η διαδικασία συζήτησης που ακολουθήθηκε ήταν πλέρια δημοκρατική. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πριν τη συνεδρίαση του ΚΣΟ τον Ιούλη βρέθηκαν ταυτόχρονα να συνεδριάζουν γύρω στα 120 άτομα την ίδια μέρα στα γραφεία της Αθήνας. Και σε εκείνο το ΚΣΟ είναι που πάρθηκε απόφαση για τα ενδεχόμενα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόφαση ήταν συντριπτική υπέρ του ενδεχομένου να κατεβούμε (αφού προφανώς εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες) και χωρίς το χώρο του ΜΕΡΑ, αναγνωρίζοντας ότι οι ευθύνες δεν θα βάραιναν εμάς, καθώς είχαμε κάνει ότι περνούσε από το χέρι μας. Και αυτή ήταν μια απόφαση που στήριξαν ακόμη και σύντροφοι που ήταν διστακτικοί απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο μέχρι πρότινος. Από την άλλη, το τι συνέβαινε και το τι αποφασίζαμε σε εκείνη τη διαδικασία το κατάλαβαν και όσοι διαφωνούσαν, καθώς κατατέθηκε πρόταση να φύγουν όλα τα επίμαχα σημεία από την απόφαση, η οποία μειοψήφησε. Η απόφαση του γραφείου τον Αύγουστο δεν ήρθε εν κενώ να ‘βιάσει’ την εσωτερική μας δημοκρατία, αλλά να συνεχίσει την απόφαση του Ιούλη, η οποία είχε παρθεί με μεγάλη πλειοψηφία.
23.Με αυτό δεν εννοούμε ότι η εσωτερική μας δημοκρατία είναι στην καλύτερή της φάση, αλλά ότι είναι κοντόθωρο να χρεώνουμε ως βασική αντιδημοκρατική συμπεριφορά την υποτιθέμενη αλλαγή της απόφασης του Μάρτη ή το ότι δεν ακούσαμε τη μειοψηφία τον Αύγουστο. Και αυτό γιατί αν μείνουμε εκεί, δηλαδή στην επίφαση της δημοκρατίας, τα ζητήματα έχουν ήδη απαντηθεί και δεν υφίσταται (κατά τη γνώμη μας) παρατυπία. Με την έννοια αυτή, αν μείνουμε εκεί θα χάσουμε την ουσία, που είναι ότι όντως έχει αλλάξει ο τρόπος που λειτουργούμε και αποφασίζουμε την πολιτική μας γραμμή και αυτή η λειτουργία εντάσσεται σε ένα λιγότερο δημοκρατικό πλαίσιο, όπου το ΚΣΟ δε συνεδριάζει τακτικά ώστε να είναι εκείνο που χαράζει γραμμή, άρα εμπλέκει και το σύνολο των πυρήνων και τομέων, αλλά το ρόλο αυτό αναλαμβάνει το γραφείο. Πάνω απ’ όλα όμως πρέπει να δούμε το υπόβαθρο κάθε ζητήματος δημοκρατίας, που είναι η εσωτερική συζήτηση στην οργάνωση και οι διαφορές που δημιουργούνται στην πολιτικοποίηση και τη φυσιογνωμία, ανάλογα τη λειτουργία ή το μαράζωμα των διαδικασιών των πυρήνων και την εμπλοκή ή όχι του συνόλου του δυναμικού μας στην κίνηση της οργάνωσης. Οι διαφορές μας δεν είναι κυρίως διαφορές δημοκρατίας, αλλά έλλειμμα στον τρόπο λειτουργίας των πρωτογενών οργάνων της συλλογικότητας (κυρίως των πυρήνων και του Τομέα Εργαζομένων) που αφήνουν εκτός ουσιαστικής συζήτησης ένα μεγάλο δυναμικό, διαμορφώνοντας άλλες ταχύτητες συζήτησης και συμπερασμάτων και αφήνοντας εμπειρίες και χρωματισμούς εκτός κουβέντας. Κάτι τέτοιο είναι προφανές ότι βαραίνει όλους και κυρίως το ΚΣΟ και το Γραφείο και αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα.
24.Παραπάνω επιχειρήσαμε να αναλύσουμε γιατί οι κυρίαρχες στρατηγικές της αριστεράς δεν είναι ‘αριστερές’ στρατηγικές: Από τη μια το ΚΚΕ, ενώ έχει συσσωρεύσεις και υπαρκτή και μάλιστα σημαντική γείωση σε εργατικά και λαϊκά στρώματα έχει επιλέξει να υιοθετήσει το προφίλ ενός εξωσυστημικού κόμματος, ουσιαστικά ενός κόμματος που καταλαμβάνει έναν ιδεολογικό χώρο στην ταξική πάλη χωρίς να κάνει επί της ουσίας πολιτική, χωρίς δηλαδή να επιχειρεί την τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού, είτε του οικονομικού, είτε του πολιτικού. Αντιλαμβάνεται την επένδυση στα κινήματα ως ρίσκο, που κατ’ αρχήν δε μπορεί να ελέγξει τα αποτελέσματά του, αλλά και κυρίως ως ρίσκο το οποίο θα ηττηθεί και θα επάγει ακόμα μεγαλύτερο πισωγύρισμα. Με την έννοια αυτή δεν αντιλαμβάνεται την έννοια της νίκης ενός κινήματος, τις επιμέρους τροποποιήσεις του συσχετισμού και ως εκ τούτου απλώς προβάλει το σύνολο του γενικού προγράμματός του. Από την άλλη ο ΣΥΝ επιλέγει μια πολιτική κυρίως εντός της αριστεράς, μια πολιτική που κυρίως αφορά τους αριστερούς και το εσωτερικό αυτού του πολιτικού χώρου. Ακόμη και η αισθητική του Αλαβάνου στόχευε κυρίως στο νεολαιίστικο δυναμικό που έλαβε μέρος στα κινήματα και του οποίου η πολιτικοποίηση είναι πολύ πιο ‘ιδεολογική’. Ταυτόχρονα, όμως ο ‘κοινωνικός’ Συνασπισμός, τα στελέχη του στο εργατικό κίνημα, αποτελούν ένα τεράστιο αγκάθι σε αυτή την προσπάθεια για αριστερή – ριζοσπαστική αισθητική. Η στροφή του ΣΥΝ προς τα κινήματα ως γενικό πολιτικό τόνο δε σημαίνει όμως ότι μπορεί να τα παράξει, καθώς δεν έχει αυτή την πολιτική ανεξαρτησία από την κυρίαρχη πολιτική, ούτε τις πρακτικές, ενώ πολύ περισσότερο τα στελέχη του στο εργατικό κίνημα είναι συνήθως σε πλήρη συνδιαλλαγή με την ΠΑΣΚΕ και την εργοδοσία γεγονός που δε μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα από την κινηματική φρασεολογία, αλλά και να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν οι εργαζόμενοι αυτά τα στελέχη.
25.Όλα αυτά εν μέρει εξηγούν γιατί η επαναστατική αριστερά παραμένει και αναπαράγεται: Γιατί παραμένει εκκρεμές το αίτημα μιας πραγματικής αριστερής στρατηγικής, ενώ παράλληλα καλύπτει μια βασική πτυχή που οφείλει να έχει μια τέτοια στρατηγική και η οποία είναι η με κάθε τρόπο τροφοδότηση νικηφόρων κινημάτων που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού, επίσης απαραίτητου στοιχείου για οποιαδήποτε στρατηγικότερη αναζήτηση. Σε αυτά τα κινήματα η επαναστατική αριστερά ψηλαφεί και όψεις ανεξαρτησίας από το κράτος, όψεις αντιηγεμονίας στις πολιτικές της πρακτικές και ανάδειξης ενός ριζοσπαστικού περιεχομένου που αμφισβητεί τους μονοδρόμους της κυρίαρχης πολιτικής, έστω και αν αυτό είναι συνήθως αντιαναδιαρθρωτικό. Στα πλαίσια αυτά είναι που η καθίσταται αναγκαίο στοιχείο στρατηγικής για τη ΡΑ, η συζήτηση γύρω από το ‘πρόγραμμα’ και η προσπάθεια να βρεθεί η διαλεκτική μεταξύ των στρατηγικότερων επιδιώξεών μας και της σημερινής κατάστασης, δηλαδή η ανάγκη και να αποκρουστεί η επίθεση και να διαμορφωθεί μέσα από κάθε αγώνα (καθεαυτό αλλά και από τα αιτήματά του) ένα αντικαπιταλιστικό (στην προοπτική του) κοινωνικοπολιτικό μπλοκ. Άλλωστε στοιχεία μιας αριστερής στρατηγικής δεν είναι μόνο ο αγώνες, αλλά και το περιεχόμενό τους. Με την έννοια αυτή, παρόλο που ο ΣΥΝ (ίσως εν μέρει και το ΚΚΕ) φαίνεται να επιχειρεί να καλύψει ένα χώρο, μια όψη πολιτικής πρακτικής που μέχρι πρότινος διαχώριζε και ρητά τη ΡΑ από την υπόλοιπη αριστερά, την κινηματική αντιπολίτευση, δε μπορεί ουσιωδώς να την υποκαταστήσει και με την έννοια αυτή εκτιμούμε ότι και σε αυτό το επίπεδο η ΡΑ θα συνεχίσει να είναι αναγκαία, παρόλο που δεν είναι αυτό το μόνο στοιχείο που τη συγκροτεί ως διαφορετική αριστερά.
26.Η Ριζοσπαστική Αριστερά ως χώρος δε βρίσκεται έξω από τις αντιφάσεις και το έλλειμμα στρατηγικής και είναι προφανές ότι παρά το γεγονός πως (κατά τη γνώμη μας) φαίνεται καθαρά το έλλειμμα αριστερής στρατηγικήςαπό την επίσημη αριστερά, παραμένει πως βραχυπρόθεσμα (αλλά και όσο διαρκούν αυτές οι τάσεις της συγκυρίας) ο χώρος μας πιέζεται ιδιαίτερα από το ρεφορμισμό, γεγονός που (παρά τα στρατηγικά ελλείμματα του τελευταίου) θέτουν σε κίνδυνο αν όχι την ύπαρξή του χώρου μας, τους όρους αναπαραγωγής του. Άλλωστε, σε αυτές τις συνθήκες, που η ύπαρξή της ΡΑ φαινομενικά διακυβεύεται από την αριστερή στροφή της επίσημης αριστεράς, είναι που γίνεται επιτακτική η αναζήτηση διεξόδου στην υφέρπουσα κρίση της, η οποία δεν έχει να κάνει κυρίως με τα κοινωνικά της αποτελέσματα (καθώς αυτά είναι ικανοποιητικά), αλλά με τους όρους ενότητάς και ανασύνθεσής της. Και σε αυτή τη διαδικασία αλλά και συγκυρία είναι που αποκτά μεγάλη σημασία η ψηλάφηση των στοιχείων που συνθέτουν τη ΡΑ ως διακριτή αριστερή πολιτική δύναμη. Αυτά δε μπορεί παρά να είναι:
·Κάποιες πολιτικές αρχές για τη στρατηγική: κομμουνιστική αναφορά, αντικαπιταλιστική προοπτική, επιμονή στον επαναστατικό δρόμο και τη λειτουργία της κοινωνίας σε άλλες βάσεις και με άλλες προτεραιότητες, αριστερή κριτική στα σοβιετικά καθεστώτα, ανάγκη ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και κόμματος, κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, ανάγκη συντριβής του αστικού κράτους – δικτατορία του προλεταριάτου ως μεταβατική περίοδος όξυνσης ταξικών αντιθέσεων, ανάγκη επαναστατικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης και των μηχανισμών αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας και ηγεμονίας, συγκρότηση θεσμών εργατικής αντιηγεμονίας και εξουσίας
·Ανεξαρτησία από το κράτος, τους μηχανισμούς του και την κυρίαρχη ιδεολογία, με την έννοια της επιμονής στην ανάδειξη και αποκάλυψη κρίσιμων πλευρών (πχ ‘ανάπτυξη’) της αστικής στρατηγικής ως μη ουδέτερων και την ανάδειξή τους σε στόχους πάλης, αλλά και την αντίληψη του κρατικού μηχανισμού ως ταξικού μηχανισμού και όχι ως ενός ουδέτερου εργαλείου, άρα και η απόρριψη λογικών κυβερνητισμού και διαχείρισής ή εξωραϊσμού του. Η τελευταία άλλωστε είναι μια διαχωριστική γραμμή που αναπαράγεται και στη συγκυρία στο επίπεδο πχ της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με την έννοια αυτή, στρατηγικά ο διαχωρισμός μεταξύ ‘επανάστασης ή μεταρρύθμισης’ παραμένει επίκαιρός και βασική πτυχή της ανάδειξης της ΡΑ σε αυτόνομη πολιτική δύναμη είναι η προσπάθεια αποφυγής της ενσωμάτωσης της λαϊκής δυναμικής σε σοσιαλδημοκρατικά σενάρια, αλλά η ανάδειξή της σε στοιχείο διαμόρφωσης μιας σύγχρονης επαναστατικής (δηλαδή ανεξάρτητης πολιτικά και ιδεολογικά από την αστική) στρατηγικής και του σύγχρονου επαναστατικού κοινωνικού (αντικαπιταλιστική συμμαχία κοινωνικών τάξεων) και πολιτικού υποκειμένου (επαναστατικό κόμμα)
·Τροφοδότηση ανυπότακτων και νικηφόρων κινημάτων, ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε άλλη κατάσταση, αλλαγή δηλαδή της θέσης των λαϊκών μαζών ως αναγκαία συνθήκη για την επαναστατική στρατηγική
·Διατύπωση στοιχείων αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης σε αυτή τη συγκυρία, μέσα από το συνδυασμό των αμυντικών αιτημάτων και των τακτικών αλλαγών στο συσχετισμό, με τη διατύπωση μεσομακροπρόθεσμων στόχων που θα δίνουν προοπτική στην πάλη του λαού, χωρίς να είναι εύκολα ενσωματώσιμα, διατηρώντας έτσι την πολιτική τους ανεξαρτησία.
·Προβολή κρίσιμων αιτημάτων που στη συγκυρία αποτελούν τον πυρήνα της αστικής στρατηγικής και αποσιωπούνται (πχ όχι στο ευρώ, αντιΕΕ στίγμα), αιτήματα δηλαδή που όντως διακρίνουν και στη συγκυρία το χώρο μας από την υπόλοιπη αριστερά που δεν τα αναδεικνύει σε στόχους πάλης
·Οι διαφορετικές συνδικαλιστικές και πολιτικές πρακτικές με τις οποίες μπολιάζουμε τις μάχες στα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα και τα κινήματα, ο ταξικός, ανυπότακτος συνδικαλισμός και η προσπάθεια ανασυγκρότησης των συνδικαλιστικών πρακτικών και απόκρουσηςτων ιδεολογημάτων, αλλά και των πρακτικών του υποταγμένου συνδικαλισμού
27.Κάνοντας μια παρένθεση, ειδικά σε ότι αφορά τη συζήτηση για το ‘πρόγραμμα’, οφείλουμε κυρίως να ψηλαφίσουμε προγραμματικές αρχές και ένα αριστερό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης. Με αυτό εννοούμε ότι πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο μπορούμε να συνδυάσουμε τα αμυντικά αιτήματα, που είναι αντινεοφιλελεύθερα και αντιαναδιαρθρωτικά, με μεσομακροπρόθεσμους στόχους πάλης και ανάδειξη κρίσιμων αιτημάτων τα οποία μπορούν να παράξουν σημαντικές αντιφάσεις στην κυρίαρχη στρατηγική και να διαμορφώσουν όρους ανεξαρτησίας των μαζών από αυτή. Είναι σαφές ότι όταν λέμε ‘πρόγραμμα’ δε μπορούμε να υπονοούμε τη φαντασίωση της πλήρους προγραμματικής πρότασης για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, καθώς κάτι τέτοιο, στις σημερινές συνθήκες, θα ήταν απλώς μια εγκεφαλική σύλληψη. Είναι όμως επίσης σαφές ότι στις πολιτικές αρχές ενός τέτοιου προγράμματος οφείλουν να υπάρχουν γενικοί προσδιορισμοί για το πώς μπορούν να λειτουργούν με άλλες προτεραιότητες μια σειρά από μηχανισμοί μέσα στην κοινωνία.
Ούτε από την άλλη μπορούμε να αναζητούμε ως πρόγραμμα τη διατύπωση στις τωρινές συνθήκες μια πλήρους ‘αριστερής λύσης’ στα κοινωνικά προβλήματα, που να μπορεί να αποτελεί στις τωρινές (πάλι) συνθήκες πραγματική λύση για αυτά. Άρα δε μπορούμε να θεωρούμε αναγκαία τη διατύπωση ‘πλήρους λύσης’ σε κάθε κλάδο έτσι ώστε να μπορεί να αυτός να κάνει νικηφόρες κινητοποιήσεις. Και με αυτό δεν εννοούμε ότι δεν πρέπει να διατυπώσουμε στρατηγική προγραμματική απάντηση (με δεδομένα όσα είπαμε παραπάνω για το ότι επί της ουσίας θα πρόκειται για αρχές): Αυτή όμως δε μπορεί να ενσωματώνει τις προτεραιότητες της λειτουργίας της κοινωνίας σήμερα και άρα πάει μαζί με μια άλλη στρατηγική, άρα δεν επαρκεί μια ‘λαϊκή’ πρόταση εξουσίας που δεν αντικρούει τις κρίσιμες πλευρές πάνω στις οποίες αρθρώνει την ηγεμονία του σήμερα μέσα στην παραγωγή ο καπιταλιστικό τρόπος παραγωγής, αλλά απλά αναπαράγει μια λύση στα πλαίσια αυτής λειτουργίας με πιο λαϊκό πρόσωπο και δικαιότερη κατανομή. Κάτι τέτοιο είναι αναπαραγωγή μιας σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης για το αριστερό πρόγραμμα, που μπορεί μεν να βελτιώσει τη ζωή των μαζών για λίγο (αν μπορέσει να αγκαλιαστεί από αυτές), αλλά μοιραία θα τις ενσωματώσει εντός ενός συστήματος που στρατηγικά τις εκμεταλλεύεται και στην επόμενη στροφή αυτό θα ξαναγίνει φανερό. Πολλώ δε μάλλον που μια τέτοια στρατηγική στο πολιτικό σκηνικό σήμερα επιχειρείται να εκπροσωπηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, άρα δεν υπάρχει πολιτικά και κάποιος χώρος γι’ αυτήν.
Άλλωστε, στα μεγέθη που βρισκόμαστε και με την απουσία ενός πολιτικού φορέα που να μπορεί να αποτυπώνει εντός μιας άλλης στρατηγικής, ανταγωνιστικής και ανεξάρτητης προς τις αστικές στρατηγικές, τις όποιες ‘προτάσεις’ του, αυτές μπορούν να είναι (σε τελική ανάλυση) ενσωματώσιμες.Παρόλα αυτά, οι στρατηγικές απαντήσεις (εννοούμε εκτός από τις ‘αρχές’) οφείλουν είναι σημεία αναζήτησης και όψεις των προγραμματικών μας τοποθετήσεων, αλλά πάντα με την αίρεση ότι σε τελική ανάλυση αυτές θα είναι πρωτότυπες, θα παράγονται σε διαλεκτική με τις μάζες και την ανάταση της αγωνιστικότητάς τους και θα αποτυπώνονται εντός μιας ανταγωνιστικής, προς την αστική, στρατηγικής για την υλοποίηση της οποίας είναι απαραίτητη (στις τωρινές συνθήκες) η ύπαρξη ενός πολιτικού φορέα της ΡΑ.
28.Συνεχίζοντας από το σημείο 26, με βάση όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούμε ότι η ΡΑ είναι μια ελλιπής, αντιφατική και ασύμμετρη σύνδεση όλων αυτών των στοιχείων. Και αυτά είναι που ορίζουν την αναγκαιότητα ύπαρξής της διακριτά στη συγκυρία, αλλά ορίζουν και την αναγκαιότητα σύνθεσής τους ώστε να προκύψει μια φυσιογνωμία που να συνέχει αυτά τα στοιχεία, να τα αναπαράγει διευρυμένα, αλλά και να διαμορφώνει όρους να ξεφύγουμε από την απλή διατύπωση ‘ιδεολογικών’ τοποθετήσεων. Με αυτά δεν εννοούμε ότι έχουμε τη λύση στο έλλειμμα επαναστατικής στρατηγικής, αλλά κυρίως ότι έχουμε υλικά που δεν πρέπει να απολέσουμε. Δεν αποτελεί δηλαδή η ‘ενότητα’ της ΡΑ ικανή συνθήκη για τη διατύπωση επαναστατικής στρατηγικής, αλλά αναγκαία συνθήκη. Άλλωστε το ερώτημα της επανάστασης στους ανεπτυγμένους σχηματισμούς δεν έχει απαντηθεί ούτε σε άλλες πιο ευνοϊκές εποχές. Είναι απαραίτητες όμως κάποιες πολιτικές αρχές και πρακτικές, που άλλοι αριστεροί σχηματισμοί δεν τις διατηρούν και άρα στρατηγικά δεν έχουν αυτή την οπτική, καθώς και η βεβαιότητα ότι αυτή η στρατηγική θα είναι ιστορικά πρωτότυπη. Αυτά είναι όμως και τα στοιχεία που πρέπει εμείς να ψηλαφίσουμε για να σημασιοδοτήσουμε την έννοια της ΡΑ, καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση θα κάνουμε κι εμείς πολιτική στο επιφαινόμενο: Θα πιεζόμαστε (και πιθανά θα θελγόμαστε κυρίως) από το ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και απ’ το ΚΚΕ), ουσιαστικά δηλαδή θα πέσουμε σε μια λογική η οποία αντιλαμβάνεται την πολιτική αποκλειστικά ως τακτική και αισθητική. Μια λογική που θέλγεται από ένα μικροαστικό λαϊκισμό και αντιλαμβάνεται σε τελική ανάλυση ως καθοριστική την πολιτική εντός αριστεράς και όχι την απάντηση στα πραγματικά ερωτήματα της στρατηγικής, τα οποία παραμένουν αναπάντητα, ακόμα και μετά την αριστερή στροφή της επίσημης αριστεράς. Άλλωστε η ΚΟΕ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
29.Σε αυτά τα πλαίσια η πολιτική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της ΡΑ στη συγκυρία παραμένει απαραίτητη. Και για το λόγο αυτό σήμερα δεν έχει νόημα το να ξεφύγουμε σε μια ‘μικρομέγαλη’ αντίληψη της πολιτικής προτείνοντας ‘πολιτικό μέτωπο όλης της αριστεράς’, ακριβώς γιατί έτσι διακυβεύεται η πολιτική ανεξαρτησία της ΡΑ (καθώς αυτή δεν είναι συγκροτημένη πολιτικά ως αυτοτελής χώρος) και μοιραία ένα τέτοιο μέτωπο (που πρακτικά σημαίνει πολιτικό μέτωπο με το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ΚΚΕ δύσκολα θα μπει) θα ηγεμονευτεί από το σχέδιο, τη φυσιογνωμία και τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή δε θα πετύχει τα αποτελέσματα που θα επιδίωκαν όσοι το επαγγέλλονται, αλλά κυρίως θα σηματοδοτήσει μια στροφή φυσιογνωμίας για εμάς, με το ξέκομμα μας από τη ΡΑ και την ενσωμάτωση μας σε ένα άλλο πολιτικό σχέδιο, από το οποίο δεν θα κερδίσουμε εμείς, αλλά άλλοι. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να έχουμε πλατιά ενιαιομετωπική λογική στα κοινωνικά μέτωπα, δηλαδή εμμονή στην οικοδόμηση πλατιών αντιαναδιαρθρωτικών πολιτικοκοινωνικών μπλοκ εκεί, όπως άλλωστε κάναμε και ως τώρα. Αλλά ένα πολιτικό μέτωπο της αριστεράς έχει νόημα μόνο στο βαθμό που εκεί μπορεί να ηγεμονεύσουν στοιχεία που θα αλλάξουν την κατάσταση στο πολιτικό πεδίο για τις λαϊκές μάζες. Και αυτό, στη συγκυρία που διανύουμε, ούτε η στρατηγική της καθεστωτικής αριστεράς το επιτρέπει ή το αναδεικνύει ως ενδεχόμενο, ούτε το επίπεδο συγκρότησης του δικού μας χώρου.
30.Και εδώ είναι που θεωρούμε ότι πρέπει και στην εσωτερική μας συζήτηση να ξεφύγουμε από μια απλούστευση: Το γεγονός ότι η συγκυρία στο κοινωνικό πεδίο, αλλά και γενικά παράγει δυνατότητες, δε σημαίνει ότι αυτές μετασχηματίζονται γραμμικά και με μια βολονταρίστικη δική μας στροφή στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, σε πολιτικές δυναμικές. Αυτό μπορεί να θέσει βάσεις μόνο στο βαθμό που υπάρχει μέγιστη συσπείρωση των δυνάμεων του χώρου μας, κυρίως με την έννοια των πολιτικών, ιδεολογικών και συνδικαλιστικών συσσωρεύσεων που αυτός έχει, όψεις των οποίων κάθε ρεύμα αναπαράγει. Η συζήτηση για το ‘ρήγμα’ άλλωστε είναι μια συζήτηση που πολλές φορές γίνεται αποκτώντας ‘ιδεολογικά’ χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως ξεφεύγει από την εκτίμησή της ως όψη της συγκυρίας και ταυτίζεται υπογείως με μια πολιτική τακτική. Η έννοια του ρήγματος είναι σχετικά μόνιμη και παραπέμπει στην ιδέα ενός μόνιμου κενού χώρου στην πολιτική, τον οποίο (προτρέχουμε) καλείται κάποιος με γρήγορες κινήσεις να καταλάβει. Είναι σωστό να θεωρούμε ότι υπάρχουν αντιφάσεις στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική ηγεμονία, αντιφάσεις που προκύπτουν από τα κατ’ αρχήν αποτελέσματα του ‘υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού’που περιθωριοποιεί μεγάλα κομμάτια, αλλά και από την αδυναμία του να στοιχίσει πλέον ιδεολογικά τις μάζες πίσω από ένα θετικό (ηγεμονικό) πρόταγμα, πίσω από μια κατεύθυνση για το που να πάει η κοινωνία, μέσα στην οποία οι υποτελείς τάξεις να βλέπουν τον εαυτό τους σε καλύτερη θέση. Είναι λάθος όμως να θεωρούμε ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να είναι μόνιμη ή να συνεχίσει να υπάρχει από μόνη της χωρίς μια πολιτική στρατηγική που να μπορεί να την οξύνει και να την εκπροσωπήσει αποσπώντας την από την επιρροή άλλων πολιτικών σεναρίων. Το ερώτημα είναι ποιος και πως μπορεί να την εκπροσωπήσει και κυρίως τι πρέπει να κάνει ώστε να το πετύχει. Η ΡΑ πρέπει να είναι αυτός που θα επιχειρήσει να την εκπροσωπήσει, ώστε να μην επιτρέψει αυτή η αντιφατικότητα να ενσωματωθεί είτε σε αστικά είτε σε ρεφορμιστικά σχέδια. Για να το κάνει αυτό δεν αρκεί κάποια τάση της να τα λέει καλά στο κεντρικό πολιτικό (γιατί αυτή δεν ακούγεται), αλλά όλη μαζί η ΡΑ να τα πει καλά (ή τέλος πάντως σχεδόν καλά), αλλά επίσης να συνεχίσει να δημιουργεί προϋποθέσεις όξυνσης αυτού του κοινωνικού υποβάθρου στα κοινωνικά πεδία, δηλαδή να συνεχίσει τη σύναψη σχέσεων εμπιστοσύνης με τα λαϊκά στρώματα στα κοινωνικά κινήματα και χώρους. Και σε ότι αφορά το τι πρέπει να κάνει, οφείλει να ανασυγκροτήσει πολιτικά το χώρο της ΡΑ, στοιχείο απαραίτητο για να μπορεί να έχει μια ενιαία, φερέγγυα απεύθυνση στις ως τώρα κοινωνικές συσσωρεύσεις και όχι απλώς να ξεφύγει στη φαντασίωση της ‘κομματικής’ εκπροσώπησης του ‘ρήγματος’ ή τη γενική ενδυνάμωση των αριστερών κοινωνικών αντανακλαστικών και μόνο.
31.Το ‘ρήγμα’ στην πολιτική συγκυρία, αλλά και στη συγκυρία της συζήτησής μας εσωτερικά μεταφράζεται στο πως θα καταφέρουν να εκπροσωπηθούν τα μετακινούμενα προς τα αριστερά στρώματα ή (με άλλη διατύπωση) πως μπορούμε να αποσπάσουμε αυτά από την επιρροή του ρεφορμισμού. Εδώ, επειδή ουσιαστικά έχουμε απαντήσει στο προηγούμενο σημείο, θέλουμε να διαχωριστούμε από δύο λανθασμένες (κατά τη γνώμη μας) απαντήσεις: Η μια απάντηση είναι ουσιαστικά η στροφή στο επιφαινόμενο, δηλαδή το με κάθε τρόπο άλμα στο κεντρικό πολιτικό, έστω και με το τίμημα της μόνιμης διάρρηξης δεσμών με τη ΡΑ, καθώς οι ανάγκες και δυνατότητες της περιόδου είναι πολύ μεγάλες ‘για να περιμένουμε όσους δεν καταλαβαίνουν την ανάγκη ενότητας’. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι κατά τη γνώμη μας η λογική για πολιτικό μέτωπο της αριστεράς. Η δεύτερη απάντηση που δίνεται είναι η στροφή στους κοινωνικούς χώρους και η υποτίμηση της συγκρότησης της ΡΑ ή της ψηλάφησης κεντρικών πολιτικών ερωτημάτων γι’ αυτήν. Αυτή η απάντηση δεν εκφέρεται ως τέτοια πάντα, αλλά συνήθως προβάλει την ανάγκη ενότητας του χώρου σε κάθε βήμα (κοινώς τη μη δυνατότητα διαμόρφωσης νέων συνθέσεων και τραβήγματος άλλων δυνάμεων προς το χώρο), ως προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε κίνηση, χωρίς να παράγει μια τακτική για επιτευχθεί αυτό (που αποτελεί άλλωστε και στρατηγική μας στόχευση και προσπάθεια). Γνώμη μας είναι ότι και τα δύο είναι αναγκαία στη συγκυρία. Οι μεγάλες απαιτήσεις, αλλά και δυνατότητες της περιόδου δίνουν το πεδίο για να γίνουν βήματα στην κατεύθυνση της ανασύνθεσης (έστω και κάτι τέτοιο δε θα μπορέσει να υλοποιηθεί μονομιάς), αλλά αυτή είναι και αναγκαίο βήμα για να εκπροσωπήσουμε αυτές τις δυνατότητες. Παρόλα αυτά είναι απαραίτητη η διεύρυνση και των κοινωνικοπολιτικών συσσωρεύσεων της ΡΑ, η ανάπτυξή της σε χώρους, η τριβή και εκπροσώπηση νέων κατηγοριών εργαζομένων. Κάτι τέτοιο οφείλει να γίνει πρωτογενώς και όχι ‘εξωτερικά’, αλλά η ενότητα της ΡΑ και η κεντρική της έκφραση θα είχαν πολλά να προσφέρουν σε αυτή την υπόθεση.
32.Με βάση τα παραπάνω, το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να χρωματίσει την εσωτερική μας συζήτηση είναι το πως μπορούμε στις τωρινές συνθήκες εντός της ΡΑ και στις δοσμένες αντιφάσεις της, να αναπτύξουμε ένα πολιτικό σχέδιο ανασύνθεσής της, πολιτικής συγκρότησης και ανεξαρτησίας της στο πολιτικό σκηνικό, κατοχύρωσής της ως πολιτικής δύναμης. Και εκεί μια γενική προβολή της ανάγκης ενότητας που υποτιμά την υπαρκτή αντιφατικότητα και την ανάγκη και για ρήξεις εντός της ΡΑ, αλλά και μια προβολή της φυσιογνωμίας ως του μόνου προαπαιτούμενου, δεν έχουν να προσφέρουν πολλά από μόνα τους, αλλά μόνο στη διαλεκτική ενότητά τους. Πρέπει να επιχειρήσουμε να μονιμοποιήσουμε την παρουσία του ΣΕΚ ως πολιτικής δύναμης εντός του χώρου της ΡΑ και να πάρουμε πρωτοβουλίες ώστε το ΕΝΑΝΤΙΑ αποκτήσει δύο βασικές οπτικές: Πρώτον, να γίνει ξανά όχημα για την ενότητα του χώρου μας, άρα να πάρει και πρωτοβουλίες διαλόγου: Τέτοιες μπορεί να είναι μια κοινή εκδήλωση αποτίμησης των εκλογών, οι συνέχιση των αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων, είτε για κεντρικά είτε για επιμέρους θέματα, η ένταξη του ΣΕΚ στα συσπειρωσιακά σχήματα (προφανώς όχι βίαια και με μικροϋπολογισμούς, αλλά παράλληλα με την προσπάθεια τα σχήματα να ξαναγίνουν ‘συσπειρωσιακά’ και το ΣΕΚ να προχωρήσει το κεκτημένο τους). Δεύτερον, να προχωρήσει η πολιτική του φυσιογνωμία και να αποτελεί ένα παράδειγμα κεντρικής πολιτικής φυσιογνωμίας και για τη λειτουργία της ΡΑ και για το τι αυτή λέει. Με την έννοια αυτή έχει σημασία η ανάπτυξη των τοπικών δικτύων της ΕΝΑΝΤΙΑ, κυρίως όπου δεν υπάρχουν σχήματα και η δημοκρατική του λειτουργία, αλλά και η εκπόνηση απόψεων που να αποδεικνύουν ότι η ΡΑ έχει δυνατότητες για άλλο, μαζικό, αλλά και ανεξάρτητο αριστερό αντικαπιταλιστικό προφίλ.
33.Γνώμη μας είναι ότι πρέπει να επεξεργαστούμε το με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να ξανανοίξουμε τη συζήτηση για το μέτωπο της ΡΑ, για ένα πλατύ χώρο συζήτησης και δράσης της ΡΑ που θα χωράει όλες τις τάσεις (ή όσες θέλουν) και τους αγωνιστές και άρα δεν θα ξεκινήσει με ένα σύνολο προαπαιτουμένων, αλλά κυρίως με οριοθετήσεις. Εντός αυτής της αντιφατικής ενότητας θα πρέπει να ανοίξει και η κουβέντα για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης. Ο πόλος αφορά ένα ανώτερο επίπεδο ενότητας και δε μπορεί να επιτευχθεί στις παρούσες συνθήκες παρά μόνο με το τίμημα να αναπαραχθεί μια δεδομένη φυσιογνωμία και στο περιεχόμενό του και στα στοιχεία ανασύνθεσής της ΡΑ που θα ορίζει. Με την έννοια αυτή ανασύνθεση δε σημαίνει γραμμικά πόλος, αλλά μια ολόκληρη διεργασία για το πώς θα φτάσουμε εκεί. Με την έννοια αυτή και η όποια πρόταση του ΝΑΡ πρέπει να απαντηθεί από εμάς όχι με ένα θυμικό ‘yes, I do’, αλλά με ένα βηματισμό για το πώς θα κατοχυρωθούν στοιχεία ενότητας της ΡΑ, παράλληλα με στοιχεία ανασύνθεσης που εμείς θέλουμε (φυσιογνωμία, νέες δυνάμεις, τι πρόγραμμα κτλ), δηλαδή να σημασιοδοτήσουμε εμείς το τι σημαίνει κεντρική πολιτική ενότητα της ΡΑ σε αυτή τη φάση. Αυτή είναι μια μάχη που θα πρέπει να δώσουμε αν δε θέλουμε να αναπαράγουμε τα αδιέξοδα του παρελθόντος.
34.Σε κάθε περίπτωση οι επεξεργασίες μας για την ενότητα της ΡΑ πρέπει να γίνουν στο έδαφος της ανάπτυξης στοιχείων στρατηγικής και από εμάς και όχι μόνο να απωθούμε αυτό το ερώτημα για απάντηση από το κόμμα της ΡΑ όποτε φτιαχτεί. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουμε εγκεφαλική συνολική στρατηγική, καθώς αυτή όντως θα φτιαχτεί εντός μιας άλλης διαλεκτικής της ΡΑ (μεταξύ της, αλλά και κυρίως) με τις μάζες. Η στρατηγική τελικά θα παραμείνει ζητούμενο που θα διαμορφωθεί πρωτότυπα και προϋπόθεση για αυτή είναι η ενότητα της ΡΑ. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η στρατηγική μας αυτή τη στιγμή φτάνει ως το ερώτημα της ενότητας της ΡΑ και δε μπορεί να προαπεικονίσει πως θέλει αυτή η ενότητα να κάνει πολιτική, πώς να είναι και τι να λέει. Άρα θεωρούμε ζητούμενό μας το να διαμορφώσουμε τις πολιτικές αρχές και τα στοιχεία που κομίζουμε εμείς σε αυτή την αναζήτηση και το μπόλιασμα αυτής τη διεργασίας με περιεχόμενο και φυσιογνωμία, για το που να πάει, τι να λέει και πώς να κάνει πολιτική η ‘ανασυντεθειμένη’ ΡΑ, στα πλαίσια μιας πιο μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Αυτό όμως πάντα με γνώση της μερικότητάς μας και της περιορισμένης γνώσης και εμπειρίας μας, που άρα θα μας οδηγήσει στο να κάνουμε και λάθη. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να αναμετρηθούμε με το τι αποτελεί επαναστατική στρατηγική, δηλαδή και με το πολιτικό περιεχόμενο, τη φυσιογνωμία και τους στόχους των παρεμβάσεων της ΡΑ ώστε αυτοί να εξυπηρετούν μια άλλη στρατηγική. Η ανάπτυξη στοιχείων προγράμματος από εμάς, αλλά και η διαμόρφωση επεξεργασιών για τις μάχες που έρχονται και την απάντηση που θα πρέπει να δώσει η ΡΑ, είναι δύο σημεία κομβικά σε αυτή τη διαδικασία. Στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι η πραγμάτευση των ερωτημάτων που αφορούν την ανάταση του εργατικού κινήματος σήμερα, την έξοδό του από την κρίση και το άνοιγμα της ΡΑ σε νέα στρώματα, τη δημιουργία νέων παρεμβάσεων σε χώρους εργαζομένων.
35.Το δεύτερο βασικό ερώτημα που καλούμαστε να πραγματευτούμε είναι το ερώτημα της φυσιογνωμίας μας, σε ότι αφορά και την οικοδόμηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής συλλογικότητας, τη λειτουργία της, τα πεδία και τους τρόπους παρέμβασής της σε αυτά, τη φυσιογνωμία και πολιτικοποίηση των μελών, το με ποιον τρόπο μπορεί να ψηλαφίσει κανείς σήμερα στοιχεία απάντησης στην καπιταλιστική καθημερινότητα από αριστερή ριζοσπαστική σκοπιά, ως κοινωνική και πολιτική πρακτική. Σε αυτά τα πλαίσια, εκτός των άλλων, έχει πολλά να προσφέρει η εκ νέου αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα, για το τι μπορεί να σημαίνει στις σύγχρονες συνθήκες το να είναι κανείς στρατευμένος εργαζόμενος στη ΡΑ: Σημαίνει ότι είμαστε λαμόγια στη δουλειά και απλώς κάνουμε κεντρική πολιτική για την οργάνωση μας; Σημαίνει ότι κάνουμε μόνο συνδικαλισμό και δεν ασχολούμαστε με τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα της ΡΑ και της οργάνωσης; Σημαίνει ότι ασχολούμαστε μόνο με το σχήμα μας και ότι είναι δευτερεύον να υπάρξει ένα ενιαίο σχέδιο τη ΡΑ στο εργατικό κίνημα, άρα κατά συνέπεια και ένας ενιαίος σχεδιασμός για τον τομέα εργαζομένων μας; Με την έννοια αυτή, σήμερα απαιτείται η συγκρότησης μιας πιο ολοκληρωμένης δικής μας οπτικής για το εργατικό κίνημα, που δεν θα επιτελέσει μια αλάνθαστη προβολή ενός ιδεολογικού σχεδίου, αλλά μπόλιασμα των πρακτικών της ΡΑ με στοιχεία φυσιογνωμίας που εκτιμούμε ότι είναι απαραίτητα για το εργατικό κίνημα και άρα θα μπορέσουν να την κάνουν μια δύναμη εξόδου του εργατικού κινήματος από την κρίση. Με την έννοια αυτή, η συζήτηση για το περιεχόμενο των παρεμβάσεων μας (πχ για το ασφαλιστικό), για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, είναι μια συζήτηση που αφορά και εμάς ως συλλογικότητα, όχι γιατί μπορούμε να το παράξουμε μόνοι μας, αλλά για να δώσουμε μια οπτική στη συλλογική συζήτηση της ΡΑ και περιεχόμενο στην άλλη φυσιογνωμία που θέλουμε γι’ αυτήν. Παράλληλα, εκκρεμούν και ερωτήματα σχετικά με το πώς πραγματικά σήμερα μπορεί η ΡΑ να ανοιχτεί και να εκπροσωπήσει και άλλα στρώματα νεολαίας, πέρα από τα φοιτητικά, στρώματα που πλήττονται κατά κανόνα πιο έντονα και καλούνται να δουλέψουν σε ακόμα χειρότερες συνθήκες, όπως είναι οι σπουδαστές των ΤΕΙ και των ΙΕΚ, οι μαθητές συνολικά, αλλά και οι μαθητές των ΤΕΕ ειδικότερα
36.Με βάση και τα παραπάνω, η ανασυγκρότηση του Τομέα Εργαζομένων μας, αλλά και η ανάλυση των αιτίων της υποχώρησης του ως τέτοιου (όχι των κοινωνικών μας παρεμβάσεων, αλλά της παρέμβασής μας με ενιαίο τρόπο και όχι μόνο μέσα από τα επιμέρους σχήματα), είναι πολύ σημαντικό βήμα. Και αυτό γιατί η οικοδόμηση παρεμβάσεων στους εργαζόμενους και η απάντηση στην αστική επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, εντός της κρίσης του εργατικού κινήματος, είναι ερώτημα που δεν απαντιέται με ρετσέτες ή με την ελαφρότητα ότι απλά χρειάζεται δουλειά και ότι η γραμμή είναι έτοιμη. Πολύ περισσότερο που η δημιουργία πετυχημένων παρεμβάσεων σε χώρους εργασίας απαιτεί πραγματικές και προσωπικές θυσίες, γεγονός που φαίνεται από την αδυναμία πολλών μελών οργανώσεων του χώρου μας να δημιουργήσουν συνδικαλιστικές παρεμβάσεις (ειδικά στον Ιδιωτικό τομέα) αν δεν υπάρχειέτοιμη κάποια δομή σωματείου, σχήματος κτλ. Η αλλαγή των συσχετισμών εντός των χώρων δουλειάς και η απάντηση στην αστικής επίθεση και επιμέρους και συνολικά είναι ερώτημα που αφορά τον πυρήνα της επαναστατικής στρατηγικής και αποτελεί το δυσκολότερο πεδίο δοκιμής για τη ΡΑ, αλλά και τη δική μας συλλογικότητα. Με την έννοια αυτή τα όσα παραθέτουμε παρακάτω δεν αποτελούν ‘κριτική’ με την έννοια της νουθεσίας ή της καθοδήγησης, άλλα μια εξωτερική ματιά για τις παραλείψεις μας. Θεωρούμε ότι οφείλουμε να ψηλαφίσουμε μια πιο ενιαία γραμμή για το εργατικό κίνημα και όχι να αναπαράγουμε το ελάχιστο δυνατό της φυσιογνωμίας μας (καθόλου εύκολο βέβαια στις συνθήκες που ζούμε), που σημαίνει κάθε σύντροφος να παρεμβαίνει στο σχήμα του, στη χειρότερη λέγοντας κάποια πράγματα δικής μας αισθητικής και στην καλύτερη βάζοντας πολιτική γραμμή και σχέδιο και συγκροτώντας παρέμβαση που φέρνει αποτελέσματα. Η κίνησή μας πρέπει να είναι πολύεπίπεδη και διαλεκτική:
- Όπου δεν έχουμε επιτυχημένες παρεμβάσεις, να τις ιεραρχήσουμε, να δουλέψουμε σε βάθος χρόνου ώστε να βελτιωθούν. Η δημιουργία πυρήνων σε αρκετούς χώρους εργαζομένων και όχι η διατήρηση πυρήνων που περιέχουν χώρους με διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι μια οπτική που οφείλουμε να έχουμε μακροπρόθεσμα. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να είναι άμεση στόχευση (βλέπε παρακάτω), αλλά πρέπει να αποτελεί στρατηγικότερο κριτήριο.
- Να δημιουργήσουμε νέες παρεμβάσεις, διοχετεύοντας κατά το δυνατό όλο το δυναμικό μας σε αυτή την προσπάθεια, αφού πρώτα το εξοπλίσουμε με στοιχεία απάντησης στο παραπάνω ερώτημα (σημείο 35). Αυτό αφορά κυρίως ένα ερώτημα που ταλανίζει όλες τις οργανώσεις του χώρου μας που θέλουν να απαντήσουν διαλεκτικά το ερώτημα του σημείου 35 και όχι αναπαράγοντας απλά μια κατάσταση υποταγής στην κρίση και δημιουργίας μιας εικονικής πραγματικότητας αριστεράς, η οποία έχει παραιτηθεί από αυτά τα ερωτήματα και είτε λέει για την επανάσταση, είτε γενικώς για την πολιτική, είτε γενικώς για το εργατικό κίνημα και περιορίζεται στην εξωτερική παρέμβαση σε αυτό: το πώς μπορούμε μετά το πανεπιστήμιο να κρατήσουμε το δυναμικό μας και να το διοχετεύσουμε σε χώρους δουλειάς, να δημιουργήσει παρεμβάσεις, να τροποποιήσει συσχετισμούς. Και εκεί απαιτείται κατ’ αρχάς μια άλλη φυσιογνωμία στράτευσης της νεολαίας, μη υπερφίαλη και αποκομμένη από το συσχετισμό (χαρακτηριστικά που έχουμε σε ένα βαθμό), αλλά και μια μέριμνα και στήριξη από την πλευρά της οργάνωσης, με επεξεργασίες, κατευθύνσεις, υπομονή, αλλά και γενικό σχέδιο εντός του οποίου να εντάσσονται τα μέλη μας στο εργατικό.
- Με την έννοια αυτή, είναι σημαντικό να λειτουργήσει ο τομέας εργαζομένων και ως σύνολο, όχι μόνο μέσα από τους πυρήνες του: Είναι προφανές ότι οι πυρήνες εργαζομένων δε μπορούν να αναπαράγουν τη φυσιογνωμία και τη λειτουργία ενός νεολαιίστικου πυρήνα, δηλαδή να μπορούν να συζητάνε για το σύνολο των ζητημάτων και αρκετά τακτικά, καθώς λόγω χρόνου και υποχρεώσεων κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Παράλληλα και λόγω του πολυκατακερματισμού των εργασιακών χώρων και των κατηγοριών, πολλοί σύντροφοι μπορεί να μην εντάσσονται σε κάποιο πυρήνα ή να μην έχουν έτοιμο κάποιο σωματείο ή σχήμα να ενταχθούν. Με την έννοια αυτή, ο Τομέας Εργαζομένων ως τέτοιος πρέπει να φροντίζει διεξάγει διαδικασίες ανάλυσης, αλλά και εκπόνησης σχεδίου κεντρικά για το εργατικό κίνημα, εντός του οποίου κάθε μέλος μας θα έχει ένα σημείο αναφοράς και στο πως αναλύουμε την κατάσταση, αλλά και στο τι κάνουμε. Παράλληλα, μέσω τέτοιων διαδικασιών οφείλουν να συζητούνται και κεντρικά πολιτικά ζητήματα, ανάλυση της συγκυρίας, αλλά και η κατάσταση στη ΡΑ και το γενικό πολιτικό σχέδιο της συλλογικότητας. Όλα τα παραπάνω αφορούν ίσως την αναγνώριση της τωρινής μας κατάστασης και του ελλείμματος (σε πολλές περιπτώσεις) στήριξης των μελών μας και ένταξής τους εντός ενός ενιαίου σχεδίου, κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα και να χάνονται πολλές φορές επαφές, αλλά και η οργάνωση να μην παίζει με τους όρους που της αντιστοιχούν μια γραμμή στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος και των Παρεμβάσεων. Δεν αποτελούν βέβαια την πρότασή μας για την προοπτική, καθώς αυτή τέθηκε στο πρώτο σημείο και αφορά τη στόχευση να μπορέσουν κάποια στιγμή οι πυρήνες να λειτουργήσουν ολοκληρωμένα και το ΣΤΕ ως συντονιστικό και καθοδηγητικό όργανο, αλλά αποτελούν μια πρόταση απάντησης στην τωρινή κατάσταση, συγκράτησης των επαφών μας, μπολιάσματός τους με αναλύσεις και δημιουργίας των όρων ώστε να μεταβούμε σε μια νέα, καλύτερη κατάσταση.
- Να επιχειρήσουμε το άνοιγμά μας σε νέα στρώματα εργαζομένων, πιο εργατικά. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνειείτε με ιεράρχηση από εμάς αυτής της αναγκαιότητας και προσπάθεια σύναψης σχέσεων εμπιστοσύνης με ένα τέτοιο δυναμικό, είτε με το άνοιγμα μας σε χώρους νεολαίας εκτός πανεπιστημίου που θα πολωθούν σε τέτοιες θέσεις. Και τα δύο είναι σημαντικά, αλλά έχουν προϋπόθεση την πιο απλή γλώσσα, την επίμονη παρουσία κοντά τους και την εμπιστοσύνη, άρα είναι μακροπρόθεσμοί στόχοι. Σε κάθε περίπτωση τέτοιο άνοιγμα θα μπορεί να κάνει με πολύ καλύτερους όρους η ΡΑ ως σύνολο και ουσιαστικά η δική μας παρέμβαση δε θα μπορέσει να υποκαταστήσει αυτή την ανάγκη. Είναι όμως σημαντική προτεραιότητα ώστε να γειωθούμε σε πιο λαϊκά στρώματα και άρα να έρθουμε αντιμέτωποι και με προβλήματα, αλλά και αντιφάσεις που μπορεί να μη γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, άρα να βελτιώσουμε τη φυσιογνωμία, την εμπειρία και τα ερωτήματα που κομίζουμε στη ΡΑ.
- Να φτιάξουμε ένα ενιαίο σχέδιο που θα συγκροτεί ένα πολιτικοσυνδικαλιστικό μπλοκ σχημάτων και αγωνιστών που να μπορέσουν να πάνε μπροστά τις Παρεμβάσεις. Αυτό το μπλοκ δεν πρέπει να αποτελείται μόνο από εμάς, αλλά και από άλλες τάσεις και ανεξάρτητους αγωνιστές που βλέπουν με ίδιες ανησυχίες τα ερωτήματα που έχουμε να απαντήσουμε για τη φυσιογνωμία της παρέμβασης, τις δομές και το πώς κάνουμε πολιτική στο συνδικαλιστικό κίνημα. Με τον τρόπο αυτό θα εγγυηθούμε το προχώρημα των Παρεμβάσεων, αλλά και την πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό τους με όρους σχημάτων και όχι ως στείρα αντιπαράθεση ημών με το ΝΑΡ, άρα θα εγγυηθούμε και όρους ενότητας για το εγχείρημα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να βάλουμε αυτή την οπτική στην πολιτική μας κατεύθυνση, γιατί αλλιώς ακόμα και τα πετυχημένα παραδείγματα συνδικαλιστικής δράσης που έχουμε δε μπορούν να αποτελέσουν εμπειρία και στοιχείο εξόδου από την κρίση για το εργατικό κίνημα και έτσι η κουβέντα θα παραμείνει σε επίπεδο ιδεολογίας.
- Από την άλλη, η συγκρότηση του Τομέα Εργαζομένων οφείλει να αφορά και την ανασυγκρότηση της συζήτησης για την κατεύθυνση της συλλογικότητας, αλλά και τη ΡΑ, ώστε να εμπλουτίζει την εσωτερική μας συζήτηση με άλλες εμπειρίες και οπτικές, να την κάνει πιο πραγματική και άρα πιο αποτελεσματική.
37.Παράλληλα πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο μπορούμε να συνέχουμε το σύνολο του δυναμικού μας, αλλά των συντρόφων που έχουν σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης με εμάς. Για άλλες δυνάμεις (όπως τα μ-λ ή το ΝΑΡ) αυτό το ερώτημα είναι σχετικά λυμένο, καθώς αυτή η λειτουργία επιτελείται πρωτίστως μέσω των κομματικών εφημερίδων, αλλά και δευτερευόντως μέσω της συχνής παρουσίας σε εκλογικές αναμετρήσεις, που μπορεί για την κοινωνία να μην έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, του βοηθούν όμως να απευθύνονται στο δυναμικό της επιρροής τους και να το συνέχουν σε κάποια πολιτική πρακτική. Για εμάς μόνο ή κυρίως τα παραπάνω δε μπορούν να είναι απάντηση: Θεωρούμε ότι τέτοιο ρόλο πρέπει να παίξει κυρίως η ζωντανή πολιτική λειτουργία της συλλογικότητας ως τέτοιας αλλά και των επιμέρους τομέων. Είναι όμως φανερό ότι ακόμα και αν όλα όσα παρουσιάσαμε στο προηγούμενο σημείο είχαν αποτελέσματα, ένα μέρος του δυναμικού μας ή των επιρροών μας και πάλι θα εκκρεμούσε στο να ενταχθεί σε συνδικαλιστικές πρακτικές, λόγω και υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων και με αυτή την έννοια πάλι θα εκκρεμούσε το ποια πολιτική λειτουργία θα μπορούσε να έχει εντός των πλαισίων της κίνησης της συλλογικότητας. Και εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στράτευση στην αριστερά δεν είναι μόνο μια συνδικαλιστική πρακτική (παρόλο που από τα παραπάνω φαίνεται ότι είναι η πιο απαιτητική αλλά και η πιο βασική ανάγκη και κατεύθυνση), αλλά καιάλλες πολιτικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές λειτουργίες καθώς και μέτωπα πέρα από την εργασία, που αφορούν το χώρο, την πόλη, τα δικαιώματα, τις διακρίσεις. Αυτά άλλωστε τα στοιχεία είναι απαραίτητα για να εμπλουτίσουν την πολιτικοποίηση, να βελτιώσουν τη φυσιογνωμία και να ψηλαφίσουν όψεις αριστερής αντιηγεμονίαςστις σύγχρονες συνθήκες και με αυτή την έννοια δεν αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία ανάπτυξης δραστηριότητας για εμάς, αλλά αναγκαία πεδία αναζήτησης για μια σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά που θέλει να απαντάει στις ευρύτερες ανησυχίεςτων μαζών. Με την έννοια, σε ότι αφορά το πως μπορούμε να συνέχουμε, να αυξάνουμε και να πολιτικοποιούμε το σύνολο του δυναμικού μας και των ανένταχτων συντρόφων που αναφέρονται στην κίνησή μας, συνοψίζοντας (με βάση και το προηγούμενο σημείο),θα πρέπει να έχουμε την κατεύθυνση:
- Ένταξης αυτού του κόσμου σε εργατικά σχήματα και σχήματα γειτονιάς και κατεύθυνση να έχουν ζωντανή πολιτική δράση
- Ανάπτυξη και βελτίωση της συζήτησης του Τομέα Εργαζομένων όχι μόνο με την έννοια της αναζωογόνησης των πυρήνων και της δράσης στους επιμέρους χώρους, αλλά και με κεντρικές πολιτικές και συνδικαλιστικές (θεματικές) του συζητήσεις και αναλύσεις (πχ Ασφαλιστικό) και κατευθύνσεις σε ολομελειακό ίσως επίπεδο, καθώς οι πυρήνες μπορεί να μη μπορούν να ανταποκριθούν στο σύνολο αυτών των λειτουργιών στο τωρινό επίπεδο ανάτπυξής μας. Διεύρυνση του Τομέα Συνοικιών και σταθεροποίηση της παρουσίας μας σε σχήματα
- Περαιτέρω αξιοποίηση της Λέσχης και ανάπτυξης της εσωτερικής μας ζωής, δίνοντας βήμα και δυνατότητα πρωτοβουλίας σε κόσμο και εκτός οργάνωσης που μπορεί να έχει ιδεολογικές, καλλιτεχνικές ή άλλες ανησυχίες και αναζητεί μια αριστερή απάντηση. Παράλληλα χρήση της ώστε να αποτελεί πεδίο δοκιμής μιας αντιηγεμονικής τοποθέτησης για όλα αυτά τα πεδία και από τη δική μας μεριά.
- Συχνότερες κεντρικές εκδηλώσεις, τόσο αμιγώς πολιτικές, όσο και αποτιμητικές ιστορικών εγχειρημάτων κτλ
- Ανάπτυξη και διεύρυνση της έντυπης παρουσίας μας, όχι μόνο μέσω του Εκτός Γραμμής και του ΕκΝέου, αλλά και μέσω της συγκρότηση μηχανισμού εκδόσεων, αλλά και μέσω μιας άλλης (ενωτικής) εφημερίδας στη ΡΑ
- Ανάπτυξη της ιδεολογικής συζήτησης στο εσωτερικό μας, αλλά και δημιουργίας ομάδας που θα ασχολείται με τη μελέτη της διεθνούς κατάστασης
- Αναβάθμισης του site και χρήσης του ως κόμβου για την ενημέρωση της ΡΑ και για το τι λέμε και τι κάνουμε, αλλά για άλλα πράγματα και αναλύσεις (διεθνή, ιστορία, συνδικαλισμός κτλ). Να το κάνουμε κάτι σαν ηλεκτρονικό Εκτός Γραμμής
38.Με βάση όλα τα παραπάνω χρειάζεται να δούμε και το ερώτημα της ανάπτυξης μας. Και αυτό όχι από μια σκοπιά ‘αυτόκεντρης ανάπτυξης’, που ουσιαστικά στρατεύει κόσμο σε ένα πλήρες και αλάνθαστο πολιτικό σχέδιο και ιδεολογία, αλλά ως μια προσπάθεια και να διευρυνθεί η φυσιογνωμία και οι αντιθέσεις μας, να ενταχθούν και άλλες πολιτικοποιήσεις που θα μας απομακρύνουν από τη στενή μας ταύτιση με ένα απλώς ιδεολογικό ρεύμα. Άλλωστε, παρόλο που στο εσωτερικό μας ηγεμονεύουν στοιχεία ιδεολογικής τοποθέτησης, είναι σαφές ότι δεν είναι μόνο ή κυρίως αυτό που μας συνέχει πλέον, αλλά όλα αυτά δοκιμάζονται κυρίως ως πολιτικές προτάσεις και παραμένουν ενεργές αντιφάσεις στο εσωτερικό μας. Παράλληλα, είναι σαφές ότι υπάρχει αναγκαιότητα μιας άλλης πολιτικής συλλογικότητας, μαζικής και με άλλη φυσιογνωμία, που να μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες (όπως αυτές που περιγράφηκαν παραπάνω) και να τις στηρίζει πολιτικά και οργανωτικά, ώστε να αναπτύσσει τη φυσιογνωμία του χώρου και να του κομίζει νέα ερωτήματα και στοιχεία απαντήσεων. Η οργανωτική ανάπτυξη κυρίως αφορά την πολιτική μας δυνατότητα να στηρίζουμε με άλλο τρόπο τις πρωτοβουλίες μας, την ανάπτυξη των αντιφάσεών μας και άρα της χρησιμότητας μας στο χώρο μας και όχι μια λανθασμένη ταύτιση της ηγεμονίας με την οργανωτική κατίσχυση. Να κάνουμε την αριστερή ανασύνθεση εκείνο το εργαστήρι παραγωγής πολιτικής γραμμής, σχεδίου και στρατηγικής που θα θέλαμε να είναι και ο χώρος. Να αποδείξουμε δηλαδή ότι μια τέτοια ‘μεταβατική’ οπτική και μια φυσιογνωμία διαλεκτικής αυτοαναίρεσης μας σε κάθε στιγμή, κερδίζει έδαφος, ότι εμπνέει αγωνιστές, ότι είναι στοιχείο διεξόδου. Με την έννοια αυτή η οργανωτική μας ανάπτυξη μπορεί να σημαίνει πολιτική μας ανάπτυξη και άρα να πιέσει και στο χώρο μας, και όχι με τη στενή αναπαραγωγή κλειστών προτύπων και στεγανών. Θέλουμε αγωνιστές που να βρίσκονται μέσα στις αντιφάσεις, να έχουν διαλεκτική φυσιογνωμία και να μην είναι ‘στρατός’. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη μιας τέτοιας πολιτικής φυσιογνωμίας, που συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία αυτά και να αντιλαμβάνεται κάθε μέλος ότι πριμοδοτεί μια τέτοια πολιτική συλλογικότητα για να πάει κάπου το χώρο και την αριστερά και όχι τον εαυτό της. Βασικό σημείο σε αυτή την κατεύθυνση, ώστε όντως η οργανωτική μας ανάπτυξη να έχει ποιοτικά και όχι μόνο ποσοτικά στοιχεία είναι η ένταξη και εργαζόμενων – ανεξάρτητων συντρόφων. Άλλωστε αυτό αποτελεί και crash test για το αν έχουμε τα στοιχεία για να αποτελέσουμε μια άλλη πολιτική συλλογικότητα, δημοκρατική που να αξίζει κανείς να βάλει πλάτη για να υλοποιηθούν όσα πρεσβεύει στο χώρο, ακριβώς επειδή έτσι μπορεί αυτός να οδηγηθεί κάπου. Μόνο έτσι κάποιος σύντροφος που είναι ανεξάρτητος και δεν είναι φοιτητής μπορεί να θεωρήσει ότι προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στη ΡΑ από αυτή τη θέση, παρά από τη θέση του ανεξάρτητου. Αν δεν έχουμε αυτά τα στοιχεία που να μπορούν να ενσωματώνουν και άλλες πολιτικοποιήσεις και ερωτήματα και να αποδεικνύουν ότι αυτά μπορεί να συντεθούν με ένα μάχιμο τρόπο, τότε όντως προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες από τη θέση του ανεξάρτητου.
39.Κλείνοντας, θέλουμε να καταθέσουμε μερικές προτάσεις προς αποφυγή στον εσωτερικό μας διάλογο, μια λογική που προσπαθήσαμε να κρατήσουμε στην ανάλυσή μας ώστε να μην αδικήσουμε τις απόψεις που προσπαθήσαμε να κριτικάρουμε, ακριβώς γιατί έτσι δεν θα επιτελούσαμε κανένα καλό σκοπό στη φυσιογνωμία που θέλουμε να οικοδομήσουμε: Είναι καλό, να μη γενικεύει κανείς με περισσή ευκολία τη μερική του εμπειρία, η οποία μπορεί να έχει άλλες προσλαμβάνουσες και άλλα ερωτήματα, αλλά να αφαιρούμε και να παράγουμε μια γενική κατεύθυνση η οποία μπορεί να αποτελεί και τομή για τον καθένα. Στα πλαίσια αυτά, οι απλουστεύσεις της κατεύθυνσής μας ή οι δαιμονοποιήσεις ερωτημάτων που προκύπτουν από τη συγκυρία και διαπερνούν όλους τους πολιτικούς χώρους που θέλουν να σκέφτονται με όρους πολιτικής και όχι μόνο ‘ηθικής’ και αυταπάρνησης, δε βοηθάνε ώστε αυτές οι αντιφάσεις να απαντηθούν, αλλά υποβαθμίζουν την εσωτερική μας συζήτηση και οδηγούν σε απογοητεύσεις. Δε μπορούμε να ‘ερμηνεύουμε’ απόψεις ή να ανάγουμε διαφωνίες ή αποχρώσεις σε άλλες λογικές, ώστε να μπορέσουμε να τις απαντήσουμε. Σε καθένα πρέπει να μπορούμε να απαντάμε σε αυτό που λέει καιόχι σε αυτό που θεωρούμε ότι λέει, ερμηνεύοντας, ίσως και ελαφρά τη καρδία πολλές φορές τις απόψεις του. Δεν θα πρέπει να οχυρωνόμαστε πίσω από ερωτήματα. Οφείλουμε να σεβόμαστε τις άλλες απόψεις και να μην τις υποτιμάμε, ακριβώς δεχόμενοι ότι αναπαράγουν μια όψη της πραγματικότητας και έχουν μια ειλικρινή αγωνία για το πώς τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Η οικοδόμηση της ΡΑ χρειάζεται πολλές τομές και δε μπορεί να την αντιμετωπίζουμε απλά σα μια μαζικοποίηση των πεπατημένων δρόμων. Ακριβώς επειδή θα προκύψει από πρωτότυπες διαδικασίες και συνθέσεις και δε μπορεί να αντιμετωπίζουμε τις διαδικασίες ανασύνθεσης με συντηρητισμό. Είναι σαφές ότι ‘μονάχα η πραγματικότητα θα μας δείξει πως την πραγματικότητα να αλλάξουμε’ και με την έννοια αυτή οφείλουμε να είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα ερωτήματα και να επιχειρούμε να δίνουμε απαντήσεις σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Και τα ερωτήματα που συζητάμε τώρα είναι πραγματικά και ίσως είμαστε από τις λίγες συλλογικότητες που τα συζητάνε χωρίς να οχυρώνονται ή να ‘προστατεύουν’ τα μέλη τους, δημιουργώντας μια πλασματική πολιτικοποίηση. Με την έννοια αυτή πιστεύουμε ότι η εσωτερική συζήτηση που διεξάγουμε μπορεί να μας δώσει πολύτιμη εμπειρία και εργαλεία για να ‘αλλάξουμε την πραγματικότητα’, αλλά και να βελτιώσουν τα κεκτημένα και την πολιτικοποίησή μας, να αποδείξουν ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει απαντήσεις και δεν αποτελεί μια ρομαντική ιδεοληψία κάποιων περίεργων τύπων. Και είναι πάντα χρήσιμο να θυμόμαστε: Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, ή αλλιώς: αν συνεχίσουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα με τα ίδια μάτια, θα είναι ίδια η πραγματικότητα που θα βλέπουμε.
Συντροφικά
Χρίστος Τουλιάτος
Γιώργος Καλαμπόκας