Οι βουλευτικές εκλογές της 16ης Σεπτέμβρη ανοίγουν πεδίο δόξης λαμπρό για την εκτίμηση της πολιτικής συγκυρίας τόσο της συνολικής, όσο και της συγκυρίας στην αριστερά και εντός αυτής στη ριζοσπαστική αριστερά. Ταυτόχρονα βέβαια και λόγω του εγγενούς υποκειμενισμού κάθε πολιτικού μορφώματος τα εξαγόμενα συμπεράσματα μπορούν εύκολα να καταλήξουν σε μια αυτοεπιβεβαίωση της οποιασδήποτε γραμμής. Για παράδειγμα, αν αναγνώσουμε τα βασικά ελλείμματα της παρέμβασης του ΕΝΑΝΤΙΑ, δεν είναι δύσκολο με ένα λογικό άλμα να βαφτίσουμε ένα από αυτά ως το βασικό αίτιο της αποτυχίας, όπως πχ την έλλειψη προγραμματικού λόγου. Ακόμα χειρότερα μπορούμε να παραγνωρίσουμε την εντυπωσιακή άνοδο της επίσημης αριστεράς, προβάλλοντας το δομικό (εδώ η αυθαιρεσία) έλλειμμα επαναστατικής στρατηγικής που τη χαρακτηρίζει, όντας ταυτόχρονα χαλαρότεροι απέναντι στη δική μας στρατηγική αμηχανία που προφανώς και κατ’ αξίωμα δεν είναι δομική αλλά προσωρινής διάρκειας 30 χρόνων. Η σειρά των παραδειγμάτων μπορεί να είναι εξαιρετικά μακροσκελής, ειδικά αν παραθέσει κανείς αποσπάσματα κειμένων από εποχές που η συλλογικότητα και οι προγονικές της είχαν άλλη στάση για τις εκλογές. Επειδή όμως σε ένα κείμενο δεν μπορεί να γίνει αυτό, επαφίεμεθα στη διάθεση των συντρόφων μικρής κομματικής ηλικίας να διαβάσουν παλαιότερα κείμενα ανάλογων περιόδων (’96, ’99, 2004) και των συντρόφων μεγάλης κομματικής ηλικίας να κάνουν μια αυτοκριτική των απόψεών τους και της γραμμής της ομάδας σε παλαιότερες περιόδους, γιατί δυστυχώς δε γίνεται να υποστηρίζει κανείς αντιθετικά πράγματα και να έχει σε όλες τις περιπτώσεις δίκιο. Έτσι θα αποφευχθεί το να γίνεται η λήψη αποφάσεων και η αποτίμησή τους με εργαλεία από το τελευταίο έτος ή το πολύ από την τελευταία τριετία (ενοποίηση ΑΡΑΝ-ΑΡΚΙΝ, οργανωτική ανάπτυξη, φοιτητικό κίνημα, στασιμότητα/πτώση ΝΑΡ κατά συνεπαγωγή ωρίμανση συνθηκών για κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες).

Προχωρώντας λοιπόν σε μια απόπειρα αποτίμησης των εκλογών θα ορίσουμε πρώτα τις στοιχειώδεις παραδοχές για τη γενική συγκυρία και τους στόχους που αυτή θέτει στην αριστερά, την επαναστατική αριστερά και τη συλλογικότητά μας ούτως ώστε όχι κατ’ ανάγκην να περιορίσουμε τον υποκειμενισμό της ανάλυσης αλλά να κάνουμε ορατές τις ρίζες του, αποφεύγοντας έννοιες που χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως κενά νοήματος σημαίνοντα. Έννοιες όπως η «αριστερόστροφη αλλά όχι αριστερή ψήφος», «το παραδειγματικό εκλογικό κατέβασμα» σε (ασαφή) αντιδιαστολή με το «πρότυπο κατέβασμα», η «προφανής ανάγκη να υπάρξει μια άλλη συλλογικότητα στη ριζοσπαστική αριστερά» (η οποία τίθεται πλάι στην ανάγκη να υπάρξει μια ενιαία συλλογικότητα στη ριζοσπαστική αριστερά αποκρύπτοντας τη μερική αν όχι ολική ανταγωνιστικότητα των δύο σχεδίων) και η πολυταλαιπωρημένη στη συλλογικότητά μας έννοια της «ηγεμονίας και της ηγεμονικότητας» συσκοτίζουν τις αναλύσεις μας, σε μια στιγμή μάλιστα που, όπως είναι σαφές, είναι πολύ κρίσιμη. Ας παραθέσουμε λοιπόν τις βασικές μας παραδοχές, ώστε και αν ακόμα δεν πλησιάσουμε την πραγματικότητα, να προσεγγίσουμε τουλάχιστον την ειλικρίνεια:

........

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Συντροφικά

Μ.Κ. Π.Ρ. Κ.Φ.