(Μέρος 1ο: Σημειώσεις για το πολιτικό σκηνικό, τα αποτελέσματα των Βουλευτικών Εκλογών και την Αριστερά)

Το κείμενο αυτό αποτελεί το 1ο μέρος μιας συνολικής εκτίμησης.

Το 2ο μέρος αφορά συγκεκριμένα την κατάσταση στη ΡΑ και ακολουθεί

1.Η ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών από τη ΝΔ στις 16 Αυγούστου, σηματοδότησε μια βίαιη προσπάθεια αποστείρωσης του πολιτικού σκηνικού από την επενέργεια των κοινωνικών εκρήξεων που έλαβαν χώρα το προηγούμενο διάστημα. Η έντονη δυσαρέσκεια που καταγράφονταν από τη μεριά των λαϊκών στρωμάτων, έγινε προσπάθεια να διαχειριστεί από τη ΝΔ με μια φυγή προς τα εμπρός, διαμορφώνοντας τους καλύτερους δυνατούς όρουςώστε αυτή να μη δώσει αποτελέσματα στο πολιτικό σκηνικό. Η προσπάθεια να μη συζητηθούν οι επόμενες μεγάλες τομές που ετοιμάζει (όπως το ασφαλιστικό), ή να μην κριθούν τα προγράμματα γύρω από την εκπαίδευση είναι μια όψη αυτής της τακτικής. Δεύτερη όψη αποτελεί η προσπάθεια να ξανατάξει τα ήδη ταγμένα από το 2004 προβαίνοντας σε έναν εμφανή εμπαιγμό των πληττόμενων μαζών. Όλα τα παραπάνω ενισχύονταν και από τη θέση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν έδειχνε να αποτελεί πειστική πρόταση διακυβέρνησης, βυθισμένο μέσα σε μια προγραμματική και ιδεολογική σύγχυση, που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και στρατηγικής της ηγεσίας του, της πίεσης να ασκήσει αντιπολίτευση, αλλά της διατήρησης των εσωκομματικών ισορροπιών σε προγραμματικές θέσεις. Είναι όμως φανερό ότι και το ΠΑΣΟΚ επεδίωκε μια ρηχή πολιτική αντιπαράθεση ευελπιστώντας ότι η δυσαρέσκεια και μόνο θα το φέρει στην κυβέρνηση, επενδύοντας στο πολιτικό επιφαινόμενο και την προσπάθεια να πλήξει την εικόνα του Κ.Καραμανλή.

2.Όμως, οι πρόωρες εκλογές ως προσπάθεια αποστείρωσης του πολιτικού σκηνικού από τα λαϊκά συμφέροντα είχαν και ένα πιο στρατηγικό χνάρι: Την προσπάθεια να μην υπάρξει διεκδικητικότητα και ανάγκη πραγματικών παροχών και παραχωρήσεων ως προς τα λαϊκά στρώματα. Αυτή η τακτική όμως δεν έμεινε μόνο στο επίπεδο της αμυντικής τακτικής, αλλά έγινε προσπάθεια να εμπεδωθεί και ιδεολογικά. Δεν είναι τυχαίο ότι το σύνολο των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ που πρόσκεινται στο ΠΑΣΟΚ και το Γ.Παπανδρέου, παρουσίαζαν το ενδεχόμενο να υπάρξουν παροχές ως ένα λαϊκισμό, που θα έπληττε τη δημοσιονομική σταθερότητα, ως μια πολιτική που δεν ταιριάζει σε μια σοβαρή κυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτό μια από τις κυρίαρχες όψεις της αστικής στρατηγικής επιχειρήθηκε να γίνει θετικό πρόταγμα για τις λαϊκές μάζες και μόνιμο στοιχείο της πολιτικής (εκτός από οικονομικό στοιχείο), σα να λέμε να εμπεδωθεί μέσα στο κράτος, ως μη διαπραγματεύσιμη όψη της αστικής διαχείρισης. Με την έννοια αυτή, υπήρξε ασάφεια και στην κοινωνική συμμαχία που επιχειρούσε να συγκροτήσει από τη μεριά της η ΝΔ. Το 2004 η ΝΔ εγκαινίασε τη στρατηγική του ‘κοινωνικού κέντρου’ προσπαθώντας να αποτινάξει από πάνω της το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόσωπο που έδειξε κατά την περίοδο ΄90 - ΄93. Για τους σκοπούς αυτής της στρατηγικής, για να κερδίσει δηλαδή μια κοινωνική πλειοψηφία και κυρίως μεσαία στρώματα που συνήθως είναι καθοριστικά στη διαμόρφωση και διατήρηση κοινωνικών μπλοκ εξουσίας, υιοθέτησε εκτός των άλλων και ένα προφίλ ήπιας διακυβέρνησης, τουλάχιστον στον πολιτικό της λόγο. Οι κορώνες της περί κοινωνικού κέντρου αυτή τη φορά δε συνοδεύτηκαν ούτε καν στον πολιτικό λόγο από ένα ‘ήπιο’ προφίλ. Όλα αυτά βέβαια άλλαξαν μετά τις πυρκαγιές, αφού η πρωτοφανής τραγωδία ανάγκασε την κυβέρνηση να βγάζει κάθε απόγευμα το Ρουσόπουλο και να τάζει στους πληγέντες.

3.Συνοψίζοντας, η προσπάθεια αποστείρωσης του πολιτικού σκηνικού είχε δύο όψεις: Να μη συζητηθούν τα πραγματικά πολιτικά ζητήματα, αλλά και να αποφευχθεί το όποιο ενδεχόμενο άμεσης διαμεσολάβησης του πολιτικού σκηνικού από την έννοια του λαϊκού συμφέροντος, επιχειρώντας μάλιστα και την επένδυση ιδεολογικά σε αυτή τη στρατηγική, την τροποποίηση δηλαδή του κοινού νου. Όλα τα παραπάνω κατέτειναν στο ότι η ΝΔ επιχειρούσε με έναν πολιτικό υπολογισμό να διαχειριστεί την αδυναμία κυρίως του ΠΑΣΟΚ να έχει μια εναλλακτική πρόταση διαχείρισης, όχι όμως με τον ενεργητικό τρόπο που το έκανε το 2004, αλλά δια της εις άτοπον απαγωγής. Προσπάθησε δηλαδή να υφαρπάξει τη λαϊκή εντολή.

4.Ίσως όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του πολιτικού σκηνικού πριν τις εκλογές δεν ήταν η κυβερνητική τακτική ή η τακτική του ΠΑΣΟΚ, αλλά το γεγονός ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια έδειχνε να παραμένει υψηλή και να καταγράφεται η ως ένα βαθμό απονομιμοποίηση του δικομματικού συστήματος ως πολιτικό πλέον δεδομένο. Το υπόστρωμα των τάσεων αυτών είναι η αδυναμία ο νεοφιλελευθερισμός να στρατεύσει θετικά στο σχέδιο του τις λαϊκές μάζες και είναι τάσεις που φαίνεται να υποφώσκουν μέσα στις αντιθέσεις της συγκυρίας των ανεπτυγμένων Ευρωπαϊκών σχηματισμών. Τα κινήματα του προηγούμενου διαστήματος στην Ελλάδα έσπασαν αυτή την υπόκωφη δυσαρέσκεια και διαμόρφωσαν τη δυνατότητα άμεσης (αν και διαμεσολαβημένης προφανώς) ενεργητικής έκφρασης αυτών των τάσεων. Οι πυρκαγιές λειτούργησαν ως καταλύτης για την εντονότερη εμφάνιση της (έντονα υπαρκτής από πριν όμως) τάσης αυτής στο πολιτικό σκηνικό. Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι διαμορφώθηκαν όψεις κρίσης για το δικομματικό σύστημα, γεγονός που φαίνονταν σε κάποιες (ακραίες ίσως) δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές, οι οποίες έδειχναν τα ποσοστά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να μην ξεπερνάνε το 65% (MBR για τον ΑΝΤ1) και τα στελέχη της εταιρίας να κάνουν ανοιχτά λόγο για κρίση του δικομματισμού! Όμως αυτές οι όψεις αποτυπώθηκαν και στο αποτέλεσμα των εκλογών με το δικομματισμό να χάνει 6.5%!

5.Οι έκφραση ‘όψεις κρίσης’ είναι προσεκτικά διαλεγμένη για να αποφύγουμε να πέσουμε σε έναν εμπειρισμό. Η ανοιχτή κρίση του δικομματικού συστήματος δε μπορεί να διαμορφωθεί κυρίως από τις ενδογενείς αντιφάσεις του, χρειάζεται άλλη κατάσταση για το λαϊκό κίνημα και μια κοινωνική συμμαχία με όψεις αντιηγεμονίας. Και πάλι δεν εννοούμε ότι απλώς χρειάζεται ‘αριστερά’. Αριστερά υπήρχε και τώρα, αυτό που δεν υπήρχε ήταν αντικαπιταλιστική κοινωνική συμμαχία, δηλαδή σύνδεση με τα λαϊκά στρώματα και διαμόρφωση όρων άλλης εξουσίας (λόγω της διεκδικητικότητας τους, των αγώνων τους, αλλά και της πολιτικής κατεύθυνσης αυτών), δεν υπήρχε δηλαδή επαναστατική στρατηγική, που να μπορεί όχι να θέσει το ζήτημα της επανάστασης με αυτή την ευκαιρία (άλλος εμπειρισμός αυτός: ότι δηλαδή επαναστατική στρατηγική είναι απλώς η διεξαγωγή της επανάστασης ή η εκφορά της), αλλά να χρησιμοποιήσει αυτές τις όψεις, να τις οξύνει και να φέρει σε ακόμα καλύτερη κατάσταση το εν δυνάμει ‘υποκείμενο’, να τροποποιήσει πραγματικά και τον πολιτικό ταξικό συσχετισμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι όψεις αυτές αναδεικνύουν υπαρκτές αντιφάσεις και ευκαιρίες για μια αριστερά να οξύνει και να φέρει τα πράγματα σε άλλη θέση, σε καμία όμως περίπτωση δε σηματοδοτούν αυτές οι τάσεις μια κατάρρευση ή μια αδυναμία διαχείρισης τους. Είναι λοιπόν δείκτες αλλά δεν αποτελούν την κρίση καθεαυτή. Διαχωριζόμαστε λοιπόν από όλες τις τροτσκιστικές προσεγγίσεις που προσβλέπουν σε αυτές τις αντιφάσεις την κατάρρευση του συστήματος (έστω του πολιτικού) και ουσιαστικά θεωρούν ότι αυτό που απομένει είναι μια αριστερά να σταθεί όρθια εκείνη τη στιγμή και με τις σωστές και ‘ολοκληρωμένες’ (στο χωνευτήρι του μυαλού) προγραμματικές της απόψεις (οι οποίες προφανώς δεν έχουν γίνει κτήμα των μαζών, καθώς δεν υπήρχε η αναγκαία σύνδεση με αυτές και εξαγωγή ή αγκάλιασμα των θέσεων από αυτές) να πάρει τη θέση που της αντιστοιχεί (που θεωρούμε δηλαδή εμείς ότι μας αντιστοιχεί άσχετα αν δε το πιστεύει κανείς γιατί δεν έχει παλέψει για αυτούς τους στόχους) στην καθοδήγηση των λαϊκών μαζών για την έξοδό από την κρίση… Προφανώς αναφερόμαστε κυρίως στην περίπτωση του ΕΕΚ, αλλά στοιχείο αυτής της αντίληψης υποφώσκει και σε άλλες απόψεις στο χώρο: Χρωματίζει όψεις της στρατηγικής του ΜΕΡΑ συνολικά (εξού και η τόσο έντονη εμμονή στη συνολική –έστω και με το τίμημα αυτή να είναι απλώς ιδεολογική-προγραμματική τοποθέτηση σε μια τέτοια συγκυρία), αλλά και τάσεις πιο έντονα παλαιοκομμουνιστικής φυσιογνωμίας όπως είναι η ΚΟΑ.

6.Βασικό συμπέρασμα από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών είναι ότι η προσπάθεια ‘φυγής προς τα εμπρός’, αποστείρωσης του πολιτικού σκηνικού από την επενέργεια των λαϊκών συμφερόντων και της δυναμικής που αναπτύχθηκε το προηγούμενο διάστημα, δεν επιτεύχθηκε. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράστηκε σχετικά άμεσα και στα μέγιστα δυνατά πλαίσια με βάση το κενό πραγματικής αριστερής στρατηγικής (βλέπε παρακάτω). Η πτώση του δικομματισμού συνολικά, η οριακή αυτοδυναμία της ΝΔ, η εκλογική καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η αδυναμία να μπουν στη Βουλή υπουργοί που είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των κοινωνικών συγκρούσεων (όπως η Γιαννάκου), είναι σημεία αυτής της κατάστασης. Από τα παραπάνω μπορεί εύκολα να επανεπιβεβαιωθεί η άποψη μας ότι τα κοινωνικά κινήματα μπορούν να δίνουν πολιτικά αποτελέσματα και να επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις, ακόμα και όταν δεν υπάρχει γραμμική αντιστοιχία με τα πολιτικά υποκείμενα σε κεντρικό εκλογικό επίπεδο και κυρίως ακόμα και όταν επιχειρείται μια φυγή προς τα εμπρός (που πολλές φορές μοιάζει δεξιά στροφή) από τις αστικές δυνάμεις, που επιλέγει να αγνοήσει τον κοινωνικό συσχετισμό στο έδαφος της απουσίας μιας αντίπαλης πολιτικής στρατηγικής.

7.Το δεύτερο και βασικό συμπέρασμα των εκλογών είναι ότι παρόλες τις αντιφάσεις της κυβέρνησης και τη δυσαρέσκεια προς την πολιτική της, η νεοφιλελεύθερη στρατηγική που επιλέγει η ΝΔ παραμένει όχι απλά κυρίαρχη, αλλά ίσως και η μόνη πολιτική στρατηγική στο πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα το 2007. Φαίνεται πλέον καθαρά ότι η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, η σύγχρονη κληρονομιά της ‘σοσιαλδημοκρατίας’ βρίσκεται σε κρίση, ενώ και η αριστερά (παρόλη την άνοδό της) δεν έχει πρόταση εξουσίας (για τις επιμέρους στρατηγικές θα αναλυθεί παρακάτω, εδώ παρατίθεται μόνο το γενικό συμπέρασμα). Αυτό το σημείο εξηγεί γιατί παρόλο που από το αποτέλεσμα είναι σαφές ότι η κυβέρνηση εισέπραξε έντονη δυσαρέσκεια (έπεσε 3,5% και είχε οριακή αυτοδυναμία), επανεξελέγη και είναι πάλι κυβέρνηση.

8.Η κυβέρνηση εισέπραξε έντονη αποδοκιμασία για την πολιτική της και δεν απολαμβάνει πλέον την περίοδο χάριτος του 2004, αλλά και κυρίως δεν κατέχει την ενισχυμένη θέση που είχε τότε έναντι των πληττόμενων στρωμάτων και των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων. Παρόλα αυτά, από τις πρώτες κιόλας δηλώσεις της ΝΔ ως νέας κυβέρνησης είναι σαφές ότι θα επιχειρήσει μια εκ νέου φυγή προς τα εμπρός, αφού παρουσίασε την εκλογή της ως ουσιαστική συναίνεση στη στρατηγική της, επιχειρώντας να νομιμοποιήσει ιδεολογικά την προσπάθεια για άμεση προώθηση των αναδιαρθρώσεων. Αυτή η κατεύθυνση δεν αλλάζει το πολιτικό δεδομένο της αποδοκιμασίας της πολιτικής της και της (υπό κανονικές συνθήκες) αδυναμίας της να προχωρήσει στην υλοποίηση των μεγάλων αναδιαρθρώσεων (που άλλωστε φαίνεται και από την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 152 βουλευτών), αλλά κυρίως προκύπτει ως δυνατότητα από δύο στοιχεία της συγκυρίας: Αφενός την κρίση που έχει ξεσπάσει στο ΠΑΣΟΚ, η οποία συγκυριακά αφήνει τη ΝΔ χωρίς αντίπαλο, καθώς από και την παρουσία του ΛΑΟΣ, το οποίο εν γένει συναινεί στις κυρίαρχες όψεις της αναδιαρθρωτικής στρατηγικής (χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι θα υπάρξει μια μόνιμη συμμαχία, που άλλωστε θα υπονόμευε την αυτοτελή ύπαρξη του ΛΑΟΣ στο πολιτικό σκηνικό). Άρα, καταλήγοντας σε ότι αφορά το ερώτημα της αδυναμίας ή όχι της κυβέρνησης μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι σχετικά πολιτικά απονομιμοποιημένη (από την κοινωνία) και κοινοβουλευτικά αδύναμη. Επειδή όμως η πολιτική γίνεται εντός δοσμένου συσχετισμού όχι μόνο απέναντι στην κοινωνία, αλλά και στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις (όλα αυτά τα δεδομένα συνθέτουν την εκτίμηση της συγκυρίας και όχι μόνο το ένα ή το άλλο, άρα δεν πρέπει μόνο να απομονώνουμε τα επιμέρους στοιχεία, αλλά να τα συνθέτουμε κιόλας) η σχετική απονομιμοποίηση και αδυναμία της κυβέρνησης δε σημαίνει γραμμικά το σταμάτημα της επίθεσης. Άλλωστε αν κάποιος επιλέγει να θεωρήσει γραμμικά ότι η κυβέρνηση είναι αδύναμη και δε δει όλα τα στοιχεία, πρέπει να συνάγει ότιθα μείνει πολιτικά παράλυτη για μια τετραετία, εκτίμηση που δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται (βλέπε παραπάνω), παρά το γεγονός ότι θα επιχειρήσει πιο χαμηλούς τόνους σε σχέση με την πρώτη τετραετία.

9.Δεν πρόκειται λοιπόν για μια δεξιά στροφή, καθώς το μήνυμα των εκλογών είναι αριστερόστροφο (η δυσαρέσκεια εκφράστηκε κυρίως προς τα αριστερά), αλλά για έναν πολιτικό υπολογισμό, έναν βολονταρισμό της κυβέρνησης, που ενισχύεται όχι μόνο από το έλλειμμα του ΠΑΣΟΚ, αλλά μακροπρόθεσμα από το έλλειμμα αριστερής στρατηγικής. Ούτε από την άλλη πρόκειται για μια αριστερή στροφή, καθώς και αυτή η αντίληψη είναι γραμμική και στατική και δεν αντιλαμβάνεται τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού στη συγκυρία. Η κατάσταση αυτή παράγεται από ένα βασικό σημείο της περιόδου: Την απόσταση ανάμεσα στον κοινωνικό συσχετισμό και τον πολιτικό συσχετισμό. Η κατάσταση που επικρατεί στις λαϊκές μάζες είναι κατάσταση δυσαρέσκειας, από την άλλη όμως δεν υπάρχει στο πολιτικό επίπεδο μια στρατηγική που αυτή τη δυσαρέσκεια, όχι απλά την εγκολπωθεί, αλλά να την κάνει πολιτική δύναμη, να εκπροσωπήσει τα πραγματικά συμφέροντα όσων την φέρουν. Άρα αυτή η αντιφατικότητα μεταξύ του κοινωνικού συσχετισμού και του πολιτικού συσχετισμού μπορεί να είναι στοιχείο όλης της περιόδου (που υφίσταται απουσία πραγματικής αριστερής στρατηγικής) και με την έννοια αυτή, η κατάσταση δε μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως δεξιά, ούτε ως αριστερή στροφή, αλλά ως διαμόρφωση ενός πιο αντιφατικού και αριστερόστροφου τοπίου, μέσα σε ανεπάρκειες πιο στρατηγικές (για το λαϊκό κίνημα και την αριστερά) που αντικειμενικά φέρνουν τις λαϊκές δυνάμεις σε υποτελή θέση.

10.Το ΠΑΣΟΚ είναι ο πραγματικός, ο μεγαλύτερος χαμένος αυτών των εκλογών. Το γεγονός ότι συγκέντρωσε το χαμηλότερό του ποσοστό από το 1977, αποδεικνύει την αδυναμία του να πείσει το ίδιο το πολικό και κοινωνικό του μπλοκ για τη δυνατότητά του να είναι πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Και αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό αν αναλογιστεί κανείς το κοινωνικό βάθος του ΠΑΣΟΚ και το γεγονός ότι σε αντίθεση με τη διαμόρφωση του πολιτικού μπλοκ της δεξιάς (από την ΕΡΕ ως τη ΝΔ) η οποία χτίστηκε ως κόμμα – ελίτ, κυρίως δηλαδή ως ηγετική ομάδα, το ΠΑΣΟΚ οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό στα πρότυπα των κομμάτων νέου τύπου, με εσωτερική γραφειοκρατία, δομές, πολιτική λειτουργία και ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων να εκφράζονται πολιτικά στο εσωτερικό του, από τα οποία αναδεικνύονταν και μεγάλο μέρος των στελεχών του. Αυτό που αποτυπώθηκε στο εκλογικό του αποτέλεσμα είναι η κρίση στρατηγικής της σύγχρονης ‘σοσιαλδημοκρατίας’ και στην ελληνική περίπτωση. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ δε βρίσκεται εντός της στρατηγικής της αναδιάρθρωσης, ούτε διαμορφώνει προϋποθέσεις αντιστροφής της επιθετικής αστικής μετάλλαξής του, αλλά ότι αναδεικνύεται έντονα πλέον το ερώτημα μιας άλλης διαχείρισης, με πιο κοινωνικό πρόσωπο ίσως, απέναντι στην παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Και αυτή η ανάγκη προκύπτει από τη διαφαινόμενη διάρρηξη δεσμών του με παραδοσιακά κομμάτια που το στήριζαν και τα οποία μετακινούνται προς τα αριστερά κυρίως.

Άλλωστε την τελευταία τριετία το ΠΑΣΟΚ, δεν ξεκαθάρισε το σύνολο του πολιτικού του προφίλ και αυτό γιατί η αντιδραστική προσπάθεια να εμπεδωθεί με όρους τηλεδημοκρατίας και επιβολής της πολιτικής του ενός προσώπου, η μετάλλαξή του σε ακραιφνές σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα στα πρότυπα των Εργατικών της Αγγλίας, προσέκρουσε σε δύο στοιχεία: Στη λαϊκή του βάση, τμήματα της οποία περιθωριοποιούσε αυτή η πολιτική, αλλά και στην ήδη υπαρκτή τέτοια πολιτική στρατηγική στο πολιτικό σκηνικό, μέσω της ΝΔ. Αν σε αυτά προσθέσουμε και το πολύ έντονο φαινόμενο της ανάγκης διατήρησης των εσωκομματικών ισορροπιών προκύπτει, ότι ο Γιωργάκης διατήρησε μεν τον καθοριστικό ρόλο στην εκφορά της πολιτικής του κόμματος, αλλά αναγκάστηκε να ‘στρογγυλέψει’ κάποιες απόψεις του ή και να αναλάβει αντιπολιτεύτηκες δράσεις με τις οποίες διαφωνούσε (πχ άρθρο 16).

11.Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι αν υπερισχύσει στην εσωκομματική αντιπαράθεση με τον Ε.Βενιζέλο, θα αποτελεί πλέον και πολιτικά κυρίαρχος του παιχνιδιού (και όχι μόνο οργανωτικά) και άρα πιθανότατα (παρά τις πιέσεις της βάσης για πιο αριστερή στρατηγική) θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πολύ πιο δεξιό και συμπαγές ΠΑΣΟΚ ως προς την πολιτική του. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ΝΔ θα βρει κρίσιμες πολιτικές αλλά και κοινοβουλευτικές συναινέσεις, αλλά επίσης μπορεί να σημαίνει και δυνατότητες παγίωσης της μεταφοράς των τμημάτων που κινήθηκαν προς την αριστερά, δηλαδή μείωση της λαϊκής του βάσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο πολιτικός λόγος του ΣΥΝ και του Αλαβάνου, ο οποίος κάνει χυδαίο άνοιγμα προς αυτό το χώρο, καλώντας συνεχώς και κομμάτια σοσιαλιστικής προέλευσης. Αν από τη άλλη υπερισχύσει ο Βενιζέλος, είναι προφανές ότι δεν θα έχουμε ένα ‘αριστερό’ ή έστω ‘αριστερόστροφο’ ΠΑΣΟΚ, αφού οι πολιτικές του πεποιθήσεις είναι τελείως εντός της αναδιαρθρωτικής στρατηγικής και με επιθετικό πρόσωπο, αλλά πιθανώς θα έχουμε προσπάθεια πολιτικής αντιπολίτευσης στη ΝΔ, που πιθανώς για λόγους και πολιτικής αισθητικής (του σοβαρού, καλού στο λόγο και πιο καθαρού στο αντιδεξιό ιδεολογικό προφίλ αρχηγού) να σταματήσει τις εκροές προς τα δεξιά (αφού για αυτές κυρίως ρόλο παίζει το προφίλ του αρχηγού) και ίσως και προς τα αριστερά. Ακόμα όμως και με το Βενιζέλο, το ερώτημα της διαμόρφωσης μιας νέας στρατηγικής για το ΠΑΣΟΚ παραμένει, καθώς ο εκσυγχρονισμός ως ιδεολογικό πρόταγμα και πολιτικό σχέδιο έχει καταναλώσει τα καύσιμά του. Με την έννοια αυτή η εκπόνηση μιας νέας στρατηγικής από το ΠΑΣΟΚ θα καθορίσει εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό και την αριστερά, καθώς μπορεί να διαμορφώσει νέα κοινωνικά μπλοκ ή να οδηγήσει στην περαιτέρω αποδιάρθρωση παραδοσιακών κοινωνικών μπλοκ.

12.Η παραδοσιακή αριστερά βγαίνει ενισχυμένη από την εκλογική μάχη, αφού κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά της σε μεγάλο βαθμό, καθώς και την κοινοβουλευτική της δύναμη. Η μεταφορά ψηφοφόρων από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και κυρίως λαϊκά κομμάτια, αλλά και το γεγονός ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα, στα οποία εξελίχθηκαν μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις το προηγούμενο διάστημα τα ποσοστά της είναι πολύ μεγαλύτερα από το μέσο όρο δείχνει τη σημαντική αύξηση της απήχησης της προς τα πληττόμενα στρώματα, μέρος των οποίων για πρώτη φορά αποδεσμεύεται από το δικομματισμό. Ιδιαίτερα δε σε ότι αφορά τη νεολαία, είναι χαρακτηριστικό ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο. Παραμένει βέβαια ερώτημα το αν αυτή η μετακίνηση ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ κυρίως προς τα αριστερά θα έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, γεγονός που θα καταδεικνύει μια μονιμότερη υφέρπουσα κρίση του δικομματικού συστήματος και θα δημιουργεί ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικοπολιτικού μπλοκ αποδιαρθρώνοντας σε ένα βαθμό αυτό του ΠΑΣΟΚ. Σε κάθε περίπτωση η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων να ψηφίσουν πιο μαζικά το μήνυμα των αγώνων είναι θετικό. Πραγματικό ερώτημα για τη συνέχεια παραμένει αν αυτή η εκλογική επιτυχία της καθεστωτικής αριστεράςθα σημάνει και την εντονότερη στροφή της σε κινηματικές πρακτικές. Είναι άλλωστε προφανές ότι σε ένα βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα νομιμοποιεί τους αγώνες που έγιναν το προηγούμενο διάστημα. Από τα παραπάνω είναι πιθανό το επόμενο διάστημα ξανανοίξει και το ζήτημα της ενότητας της αριστεράς, με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι λοιπόν προφανές ότι οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ θα έχουν επίδραση και στα σχέδια για την αριστερά, αφού ήδη οι κυρίαρχες στρατηγικές αυτής προσβλέπουν στο πως θα αποσπάσουν στρώματα από αυτό (αναλυτικά παρακάτω).

13.Σε ότι αφορά πιο συγκεκριμένα το ΚΚΕ, ενισχύθηκε κυρίως σε λαϊκές και εργατικές γειτονιές καθώς και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που υπογραμμίζει ειδικά για την περίπτωση του ΚΚΕ την εκλογική μετακίνηση χαμηλότερων στρωμάτων που γενικά υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ είχε έντονο προφίλ εξωσυστημικού και ‘τίμιου’ κόμματος, γεγονός που σε αυτή τη συγκυρία, όπου υπήρχε έντονη αποστροφή προς το επίσημο πολιτικό σκηνικό, το έκανε να μοιάζει την πιο συνεπή επιλογή διαμαρτυρίας. Είναι άλλωστε σαφές ότι το ΚΚΕ είχε ένα λόγο πιο συντηρητικό (αν και σαφώς πιο αριστερό από άλλοτε) και δεν επιχείρησε να εκπροσωπήσει τα κινήματα γραμμικά του προηγούμενου διαστήματος. Αυτό σημαίνει ότι συγκέντρωσε και ένα δυναμικό με πιο συντηρητικά αντανακλαστικά. Από την άλλη είναι χαρακτηριστικό ότι και το ίδιο αντιλαμβάνεται πως αναπτύσσονται ριζοσπαστικά ρεύματα στη νεολαία (τα οποία έχουν παράξει τα κινήματα) καθώς και έντονη δυσαρέσκεια στο λαό. Σε κάθε περίπτωση το ΚΚΕ όλο το διάστημα της διακυβέρνησης της ΝΔ επέλεξε να μην κάνει πολιτική, να μη θέτει δηλαδή στόχους για το λαϊκό κίνημα, αλλά να προβάλει μια γενική φαινομενική στρατηγική και ένα γενικό προγραμματικό λόγο επιδιώκοντας το χτίσιμο ενός πολιτικού χώρου, ενός πολιτικού μπλοκ. Με την έννοια αυτή και παράλληλα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω ήταν ίσως και ο καλύτερος υποδοχέας δυσαρέσκειας. Με βάση τα παραπάνω παραμένει ερώτημα ο τρόπος με τον οποίο το ΚΚΕ θα συμπεριφερθεί την επόμενη μέρα απέναντι στις ενδεχόμενες κινηματικές εξάρσεις και πολύ περισσότερο αν θα επιλέξει να τις πυροδοτήσει.Τολμώντας μια πρόβλεψη θα λέγαμε ότι μάλλον θα ακολουθήσει την τακτική του προηγούμενου διαστήματος, δηλαδή να προσπαθεί να χρωματίζει κομματικά τις όποιες κινητοποιήσεις, χωρίς να ρισκάρει να παίρνει την πολιτική ευθύνη να τις ξεκινήσει (δε μιλάμε προφανώς για απλές πορείες διαμαρτυρίας κτλ), αφού άλλωστε στη συλλογική του συνείδηση αυτή η τακτική ήταν και επιτυχημένη.

14.Σε ότι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ η ενίσχυσή του αφορά σε μεγάλο βαθμό τη νεολαία και πιθανώς ένα μεγάλο κομμάτι νέων εργαζομένων κυρίως ελαστικά απασχολούμενων, αφού και ο πολιτικός του λόγος προεκλογικά, η έντονη εκπροσώπηση των κινημάτων, η μαχητική κοινοβουλευτική του αντιπολίτευση (σε αντίθεση με το ΚΚΕ) αλλά και η κεντρική του προπαγάνδα κυρίως στόχευε σε τέτοιες κατηγορίες. Αυτό το δεδομένο πιθανώς να είναι στρατηγικότερο για την πολιτική του ΣΥΝ από εδώ και πέρα, καθώς φαίνεται να επιδιώκει την επένδυση σε αυτή τη νέα δεξαμενή ψηφοφόρων που προέρχονται από τη νεολαία, εκτιμώντας ότι από εκεί μπορεί να διαμορφώσει προοπτικά και νέους εκλογικούς συσχετισμούς στην αριστερά. Είναι σαφές ότι η πολιτική του αισθητική και οι στοχεύσεις του είναι τέτοιες που πιέζουν έντονα το δυναμικό των κοινωνικών κινημάτων και κυρίως της νεολαίας στην οποία εμείς ως τώρα αναφερόμαστε προνομιακά.

Είναι επίσης σαφές ότι ο ΣΥΝ επενδύει πάρα πολλά στην κρίση του ΠΑΣΟΚ, κάνοντας άνοιγμα σε δυνάμεις που εκτιμά ότι μπορεί να αποσχιστούν προοπτικά από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε όλους τους ‘αριστερούς’ του ψηφοφόρους. Δεν είναι άλλωστε χωρίς σημασία η συνεργασία με το ΔΗΚΚΙ, αλλά και η συνεχής αναφορά του Αλαβάνου σε δυνάμεις σοσιαλιστικής προέλευσης, που επιχειρεί να παρουσιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια συγγενή ιδεολογικά και πολιτικά λύση για αυτούς τους ψηφοφόρους. Παρόλα αυτά παραμένει ερώτημα το ποια στρατηγική επιδιώκει να διαμορφώσει ο ΣΥΝ, με πιθανότερο σενάριο να καταλήξει στο ενδεχόμενο να επιχειρήσει να εκπροσωπήσει τη νέα σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή ένα νέο Κεϋνσιανισμό. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και τη διαμόρφωση μιας νέας πρότασης εξουσίας από το ΣΥΝ στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης με ανθρώπινο πρόσωπο. Σε αυτά τα πλαίσια είναι που πιθανότατα ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξανανοίξει το ερώτημα της ενότητας με το ΚΚΕ και στα κοινωνικά κινήματα (για την ανάγκη ισχυρής κοινωνικής αντιπολίτευσης), αλλά και πολιτικά, ώστε η αριστερά να μπορεί να παίξει έναν αναβαθμισμένο ρόλο και ίσως να μπορέσει αυτοτελώς να διατυπώσει ένα πρόγραμμα εξουσίας. Είναι βέβαια ιδιαιτέρως αμφίβολο ότι το ΚΚΕ θα μπει σε ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά σε ότι αφορά το ΣΥΝ, με έναν τέτοιο τρόπο θα επιχειρήσει να ψηλαφίσει το θέμα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, ενός αριστερού κυβερνητισμού. Αυτό διαμορφώνει τους όρους ώστε ο ΣΥΝ να παίξει ηγεμονικά ως προς το ΚΚΕ εντός της αριστεράς, αλλά και αναδεικνύει την ανάγκη, κάνοντας αυτή την εκτίμηση να διαμορφώσουμε τους όρους απόκρουσης ενός σχεδίου που θα επιχειρήσει για μια ακόμα φορά να ενσωματώσει και να εκτονώσει στα πλαίσια του ρεφορμιστικού ‘ρεαλισμού’ την κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται και στη δημιουργία της οποίας ο ΣΥΝ δεν είχε ιδιαίτερη συμβολή. Εκτίμησή μας είναι ότι ο ΣΥΝ επιχειρεί να διαμορφώσει μια ήπια αστική ‘έξοδο από την κρίση’, μια πολιτική του αριστερού επιφαινομένου που δείχνει να θέλγει κομμάτια και της εξωκοινοβουλευτικής αριστερά, η οποία όμως δε μπορεί νααποτελεί διέξοδο για την αριστερά, ούτε και τα πληττόμενα στρώματα.

Όλα αυτά προφανώς στο ενδεχόμενο το ΠΑΣΟΚ να παραμείνει σε μια ιδιαίτερα επιθετική εκδοχή διαχείρισης που θα αποκλείει (και για λόγους εκλογικής επιβίωσης) το ΣΥΝ από το να συνάψει μια κεντροαριστερή συμμαχία και εξουσία. Πιθανή εκλογή του Βενιζέλου (ή τέλος πάντων επικράτηση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ μιας πιο αντιπολιτευτικής και με αριστερόστροφη ρητορεία τακτικής) να βάλει προβλήματα και στην τακτική του ΣΥΝ περί απόρριψης του κεντροαριστερού κυβερνητισμού (εννοώντας τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ), τακτική η οποία τώρα απέναντι στο Γιωργάκη εξηγείται εύκολα και στην κοινωνική του βάση και στα δεξιά του στελέχη. Σε αυτή την περίπτωση η τωρινή στρατηγική που φαίνεται να διαμορφώνει ο ΣΥΝ μπορεί να είναι ευάλωτη, καθώς μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που στήριξαν ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και να ξαναφέρει πιο έντονα στο προσκήνιο το σενάριο της κεντροαριστερής συνεργασίας στο όνομα της απόκρουσης της δεξιάς. Κάτι τέτοιο προφανώς θα επηρέαζε και την τακτική του ΣΥΝ γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ, οξύνοντας σε μεγάλο βαθμό αντιφάσεις που ήδη υπάρχουν (πως μπορούν να συνεννοηθούν ο Κοροβέσης με τον Παπαγιαννάκη στην κοινοβουλευτική ομάδα;) και που διαμορφώνουν μια ευαίσθητη ισορροπία. Σε πρώτη φάση πάντως είτε ως πραγματική στρατηγική είτε ως εκφορά απέναντι στον κόσμο της αριστεράς, δηλαδή ως στρατηγική στα πλαίσια της αριστεράς, το πρώτο σενάριο σε κάθε περίπτωση (ακόμα και αν ισχύσουν όσο αναφέρονται τελευταία περί της πιθανότητας να εκλεγεί ο Βενιζέλος) θα προηγηθεί, ποντάροντας στην πιθανότητα να βαθύνει το ρήγμα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί και να μπορέσει ο ΣΥΝ να παίξει έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στο πολιτικό σκηνικό.

15.Σε κάθε περίπτωση, η αποδοκιμασία του δικομματισμού και του ΠΑΣΟΚ και η επιμονή του τελευταίου (σε κάθε εκδοχή αρχηγού) σε μια εκσυγχρονιστική (στη μια περίπτωση) ή νεοφιλελεύθερη (στην άλλη), όχι αριστερότερη πάντως στρατηγική (παρά ίσως μόνο αισθητική), διαμορφώνει όρους παγίωσης της μετακίνησης στρωμάτων που αναφερόντουσαν στο ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, άρα και αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, της στρατηγικής της αριστεράς και διαμόρφωσης νέων κοινωνικών συμμαχιών που θα προσπαθήσει να εκφράσει πολιτικά η αριστερά. Σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο δεν αποτελεί βεβαιότητα, αλλά πιθανότητα (ενδεχόμενο ίσως και μειοψηφικό) που καταγράφεται όμως για πρώτη φορά και άρα διαμορφώνει όρους κάποιας ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό. Με την έννοια αυτή το επόμενο διάστημα οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και την τακτική της αριστεράς κυρίως σε ότι αφορά το με ποιον τρόπο θα προσπαθήσει να παγιώσει τις σχέσεις της με τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που σε αυτές τις εκλογές ξέφυγαν από την επιρροή του, το αν θα μπορέσει να τους συγκρατήσει ή θα ξανασυσπειρωθούν γύρω από μια νέα στρατηγική του ΠΑΣΟΚ. Όψεις απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα είναι όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω

16.Όμως οι φετινές εκλογές αναδεικνύουν το πραγματικό έλλειμμα αριστερής στρατηγικής. Όσο και να πιέζουν εμάς οι διάφορες εκδοχές της καθεστωτικής αριστεράς και η τακτική τους, το παραπάνω συμπέρασμα είναι σαφές και αναδεικνύει την ανάγκη για την αναζήτηση μιας άλλης αριστεράς που θα αναζητήσει την επαναστατική στρατηγική (ή έστω και όψεις αυτής) ως καθημερινή πολιτική τακτική και όχι απλώς ως μια αριστερίστικη και υστερική καθημερινή έκκληση για επανάσταση, παρόλο που είναι σαφές ότι αυτές οι όψεις απαντάνε, λανθασμένα βέβαια, σε σωστό όμως ερώτημα. Με την έννοια αυτή ακόμα και αν η στρατηγική του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ βάζουν σε εμάς προσχώματα στην ανάπτυξη μιας άλλης αριστεράς, ακόμα και αν υποθέταμε ότι εμείς δεν υπήρχαμε ή μπαίναμε στο ρεφορμισμό, το πραγματικό ερώτημα θα παρέμενε. Εκκρεμεί δηλαδή και πλέον φαίνεται καθαρά στη συγκυρία που ο ρεφορμισμός ενισχύεται, η διαμόρφωση ενός χώρου που να επιδιώξει να θέσει τα ερωτήματα της πραγματικής επαναστατικής στρατηγικής, της πραγματικής αριστεράς ως πολιτικής δύναμης που να τη χαράσσει σε διαλεκτική με τις μάζες (βλέπε και σημείο 5). Και αν αυτό που υποστηρίζουμε μπορεί να ξενίζει μετά από ένα εκλογικό αποτέλεσμα που είναι πολύ καλό για την καθεστωτική αριστερά και με έναν τρόπο και για την κοινωνία, όχι όμως και για την επαναστατική αριστερά, ας φέρουμε στο μυαλό την εικόνα των προεκλογικών παραθύρων στα οποία οι δημοσιογράφοι ρώταγαν το Συνασπισμό και το ΚΚΕ αν θα συγκυβερνήσουν και εισέπρατταν (και σωστά) ένα μεγαλοπρεπές ‘αποκλείεται’. Το επόμενο όμως ερώτημα ήταν αν τελικά προτείνουν ακυβερνησία και σε αυτό δε μπορούσαν να αντιτάξουν τίποτα (ίσως πέρα από τους αγώνες και αυτό στην πιο αριστερή εκδοχή απάντησης, κάτι που βέβαια και πάλι δεν απαντάει). Ο σωστός διαχωρισμός από τον κυβερνητισμό σημαίνει διαχωρισμό από την άσκηση της αστικής εξουσίας, σε ότι αφορά όμως την πολιτική εξουσία εν γένει δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί. Και αυτό γιατί αυτά τα δύο κόμματα δεν έχουν φέρει το λαϊκό κίνημα σε αυτή τη θέση ώστε διαμορφώνονται όροι διατύπωσης στοιχείων μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης εξουσίας. Με αυτό δεν εννοούμε ότι η Αλέκα έπρεπε να βγει στα κανάλια και να απαντήσει ότι εμείς θέλουμε επανάσταση και εξουσία του λαού (που θα μπορούσε αλλά και πάλι δε θα έλεγε κάτι γιατί οι μάζες δε θα μπορούσαν να δουν αυτό το ενδεχόμενο ως εξαγόμενο από την καθημερινή τους πράξη), αλλά να είναι υπάρχει έστω και ως στοιχείο της πολιτικής στρατηγικής της αριστεράς και να μπολιάζει με αυτό την καθημερινότητα των μαζών και των αγώνων τους. Η αισθητική και πολιτική γραμμή των στελεχών του ΣΥΝ στο εργατικό κίνημα, ουσιαστική συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ και η συνδιαλλαγή για θώκους εξουσίας σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει περιθώριο για μια αριστερή πολιτική που να διαμορφώνει όρους βελτίωσης της ζωής των εργατικών μαζών και μπολιάσματός τους με στοιχεία αυτενέργειας, πολιτικής συνείδησης και στρατηγικής. Ούτε από την άλλη η γενική καταγγελία του ΚΚΕ που δεν επιδιώκει να πυροδοτήσει κινήματα, παρά μόνο διαμαρτυρίες με κομματικό πολιτικό περιεχόμενο ώστε να αυξάνει μια επιρροή, καλύπτει αυτό το κενό, αφού είναι κενή όμως από κάθε δυνατότητά της να αποτελέσει πραγματική πολιτική δυναμική, ανεξάρτητη από το κράτος και τις κυρίαρχες στρατηγικές.

Και σπεύδουμε να προβούμε σε ένα συμπέρασμα που καθεαυτό θα αναλυθεί στο δεύτερο μέρος του κειμένου: ότι αυτή ακριβώς η στρατηγική ανεπάρκεια επαναστατικής στρατηγικής (με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει σήμερα και γενικά: τροφοδότηση νικηφόρων κινημάτων, επιμονή στην άλλη κοινωνία, πολιτικές και στρατηγικές αρχές, ενδιάμεσοι - μεσομακροπρόθεσμοι στόχοι, δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών και στοιχείων αντιηγεμονίας σε κοινωνικά μπλοκ) είναι που συνεχίζει να παράγει την επαναστατική και ριζοσπαστική αριστερά. Η επαναστατική αριστερά δεν είναι ιδεοληψία κάποιων ρομαντικών, ούτε γενική κλίση προς την πολιτική ανεξαρτησία από την επίσημη αριστερά, αλλά προκύπτει ως αναγκαιότητα από τις ίδιες τις αντιθέσεις της σύγχρονης κοινωνίας και του ελλείμματος επαναστατικής στρατηγικής. Η επίσημη αριστερά σε όλες της τις εκδοχές δε μπορεί να απαντήσει (με την κατεύθυνση που ακολουθεί ή αυτήν που θέλει να ακολουθήσει από εδώ και πέρα)στις αιτίες που γεννάνε τη ΡΑ και άρα αποδεικνύουν την κρισιμότητα της τελευταίας για την εκπόνηση μιας πραγματικής αριστερής στρατηγικής.

Σε κάθε περίπτωση (επιστρέφοντας στην ανεπάρκεια της επίσημης αριστεράς), η πιθανή επιδίωξη του Αλαβάνου να διαμορφώσει την νέα σοσιαλδημοκρατία, έναν αριστερό (έστω και όχι κεντροαριστερό σε πρώτη φάση) κυβερνητισμό δεν αναιρεί αυτό το έλλειμμα αριστερής – επαναστατικής στρατηγικής. Παραμένει μια ‘αριστερή‘ αστική στρατηγική. Με την έννοια αυτή και το θέμα της εξουσίας, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι ποτέ δε μπορεί ή δεν θα πρέπει ποτέ να υπάρξει κυβέρνηση από την αριστερά, αλλά αυτό θα κριθεί από το αν είναι στοιχείο μιας άλλης στρατηγικής και δεν εξαντλείται εκεί, από το αν γίνεται δηλαδή για εξυπηρετήσει μια επαναστατική στρατηγική, να την προωθήσει και να οξύνει αντιφάσεις της αστικής στρατηγικής ή έχει όριό της ακριβώς την άσκηση της αστικής εξουσίας, τη διαχείρισή της με πιο ανθρώπινο πρόσωπο και άρα μπορεί να εκτονώσει μια επαναστατική δυναμική. Και πάλι όμως προϋποτίθεται ότι αυτή η δυναμική υπάρχει, καθώς και η στρατηγική.

17.Όλα τα παραπάνω επικαιροποιούν τον όρο ‘καθεστωτική’ αριστερά, καθώς η ένταξή της (ηθελημένα ή όχι) με όρους στρατηγικής (ή καλύτερα με την απουσία ανταγωνιστικής στρατηγικής) εντός του αστικού πολιτικού συστήματος διαμορφώνει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως μοχλός εκτόνωσης για τις αντιστάσεις και τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών. Αυτό δε σημαίνει ότι ήταν κακό που ενισχύθηκε η αριστερά στις εκλογές, αντιθέτως ήταν πολύ καλό ακριβώς γιατί αναδεικνύει αυτές τις δυνατότητες, αποτελεί μια πραγματική απόδειξη ότι οι αγώνες των μαζών μπορούν να έχουν και πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα, αλλά διαμορφώνει όρους ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό. Απλώς σε τέτοιες στιγμές της λαϊκής δυναμικής είναι που φαίνονται καλύτερα και οι στρατηγικές της αριστεράς και μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Και είναι τώρα που φαίνεται εντονότερα ότι οι μάζες που αποστοιχήθηκαν από την επιρροή του ΠΑΣΟΚ δεν θα είναι εύκολο να παραμείνουν στην επιρροή μιας αριστερής στρατηγικής (καθώς μια πραγματική τέτοια δεν υπάρχει) με έντονο το ενδεχόμενο σε περίπτωση ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ, η επιρροή σε αυτόν τον κόσμο να ξανακερδηθεί, ακριβώς γιατί η επιρροή της αριστεράς σε αυτούς δεν ήταν ένταξή τους σε μια ανταγωνιστική πολιτική στρατηγική, αλλά κυρίως μια ενσωμάτωση της δυσαρέσκειάς τους. Συνεπώς το αίτημα της διαμόρφωσης αυτής τη ανταγωνιστικής στρατηγικής παραμένει και εκεί είναι που η αυτοτέλεια της ΡΑ έχει να προσφέρει πολλά.

(Δείτε το 2ο μέρος του κειμένου εδώ)

Συντροφικά

Χρίστος Τουλιάτος

Γιώργος Καλαμπόκας