Όταν αναφερόμαστε στη δημοσιονομική κρίση πρέπει να έχουμε σαφές ότι το θέμα δεν είναι στενά δημοσιονομικό. Καθαυτά τα οικονομικά μεγέθη δεν δικαιολογούν ούτε τον πανικό ούτε την περιλάλητη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας. Οι χώρες δεν ‘χρεωκοπούν’ σε αυτές τις κλίμακες. Ούτε το ευρώ και η αρχιτεκτονική του κινδυνεύει: ακριβώς επειδή υπάρχει κοινό νόμισμα δεν υπάρχει κίνδυνος άμεσης νομισματικής ανισορροπίας. Απλώς θα έλεγε κανείς η Ελλάδα συγκυριακά θα δανειζόταν παραπάνω και ίσως η αυξημένη ζήτηση να σήμαινε και λίγο υψηλότερα επιτόκια. Άλλωστε, το σύνολο της ευρωζώνης τρέχει εν μέσω ύφεσης αυξημένα ελλείμματα. Υπάρχουν χώρες επίσης με πολύ μεγάλα ελλείμματα ως ποσοστό: οι ΗΠΑ και η Βρετανία!
Προφανώς και υπάρχουν πλευρές κερδοσκοπικών πρακτικών στην όλη ιστορία με τις πιστοληπτικές υποβαθμίσεις. Οι – ιδιωτικοί – οίκοι που αναλαμβάνουν την εκτίμηση δεν είναι καθόλου ουδέτεροι ή ανιδιοτελείς. Η υποβάθμιση μιας χώρας σημαίνει απαίτηση υψηλότερου επιτοκίου, άρα δυνητικά μεγαλύτερα κέρδη για όποιον κάνει συναλλαγές σε αυτά τα ομόλογα. Όμως, μόνο αυτή η διάσταση δεν εντοπίζει το σύνολο του προβλήματος.
Νομίζουμε ότι για μια σειρά από λόγους η Ελλάδα αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζεται ως ο αδύναμος κρίκος ολόκληρης της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ και ευρύτερα της ‘φυγής προς τα εμπρός’ των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.
Ο πρώτος είναι ότι το έλλειμμα στην Ελλάδα είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς παραμέτρων που αφορούν τις ενδογενείς δυναμικές και αντιφάσεις. Στην Ελλάδα το έλλειμμα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας που ‘φυσιολογικά’ συνεπάγεται και μείωση κρατικών εσόδων (όταν υποχωρεί η οικονομική δραστηριότητα μειώνονται και τα έσοδα από τη φορολογία την ίδια στιγμή που οι κρατικές δαπάνες είναι ανελαστικές, άρα αυξάνονται τα ελλείμματα). Είναι ακόμη το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής επιλογής, ιδίως από τις κυβερνήσεις της ΝΔ (αλλά σε ένα βαθμό και προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ) να αξιοποιηθεί η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή ως μοχλός συμμαχίας και με αστικά και με παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα. Επιπλέον, το σύστημα των δημοσίων δαπανών είναι οργανωμένο με τέτοια μορφή, ώστε στο πλαίσιο είτε της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων μερίδων του κεφαλαίου είτε ακόμη και στο πλαίσιο γεωπολιτικών σχεδιασμών και υποχρεώσεων να υπάρχουν συνειδητές σπατάλες: αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις αμυντικές δαπάνες, τις φαρμακευτικές δαπάνες ή την υπερκοστολόγηση των μεγάλων έργων. Αυτό σημαίνει – γιανα το πούμε απλά – ότι η Ελλάδα φαντάζει ως μια οικονομία όπου η απλή προσπάθεια αύξησης των εσόδων ή περιστολής δαπανών προσκρούσει πάνω σε συμφέροντα που αγγίζουν τον ίδιο το συνασπισμό εξουσίας.
Ο δεύτερο λόγος είναι ότι στην Ελλάδα όλα δείχνουν ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια σχετική υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, ως αποτέλεσμα της ύφεσης, αλλά με σημάδια βαθιάς κρίσης ολόκληρου του αναπτυξιακού υποδείγματος που στηρίχτηκε στο συνδυασμό ανάμεσα στην σχετικά φτηνή εργασία, την αξιοποίηση της ακόμη πιο φτηνής μεταναστευτικής εργασίας και τις μεγάλες εισροές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν μπόρεσε να απαντήσει πάνω σε ποιους τομείς και ποιες κατευθύνσεις θα μπορούσε να έχει σταθερές και αναπαραγόμενες αναπτυξιακές δυναμικές. Η εξάρτηση κρίσιμων κλάδων όπως οι κατασκευές (ιδιωτικές), ο τουρισμός και ο εφοπλισμός από την οικονομική συγκυρία απλώς κάνει τα πράγματα χειρότερα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος η Ελλάδα να βρεθεί σε μια παρατεταμένη αρνητική αναπτυξιακή συνθήκη, με τον τρόπο που βρέθηκε παλαιότερα η Πορτογαλία ή βρίσκεται σήμερα η Ιρλανδία (το poster boy ή girl της ‘χρυσής περιόδου’ της ΟΝΕ…). Και βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση η εξάρτηση από την όποια αναπτυξιακή ώθηση θα έδιναν οι αναδιανεμητικές δαπάνες της ΕΕ παραμένει αναγκαστικά σημαντική, σε μια περίοδο όπου οι ηγεμονικοί σχηματισμοί της ΕΕ θα ήθελαν να δουν να μειώνεται η σχετική υποχρέωσή τους.
Όσο και εάν φανεί παράξενο ακόμη και αυτοί οι λόγοι από μόνοι τους δεν θα δικαιολογούσαν τόσο μεγάλη επικέντρωση στην Ελλάδα. Ποιος ο λόγος, π.χ. που η Ισπανία δεν είναι με τον ίδιο τρόπο στο στόχαστρο, παρότι και εκεί επίσης αυτό που καταγράφεται είναι η εξάντληση ενός ‘αναπτυξιακού προτύπου’; Νομίζουμε ότι η διαφορά έγκειται ακριβώς στην ιδιαιτερότητα του συσχετισμού δύναμης μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό δύναμης. Η Ελλάδα αποτέλεσε τη δυσάρεστη έκπληξη τα τελευταία χρόνια μέσα στην ΕΕ όχι μόνο γιατί παρήγαγε την πιο εντυπωσιακή και ταυτόχρονα επίφοβη και ‘μεταδοτική’ έκρηξη με το Δεκέμβρη, αλλά και γιατί είχε επανειλημμένα εργατικά και νεολαΐστικα κινήματα αλλά και γιατί έχει ή φαίνεται να έχει και το μικρότερο βαθμό εμπέδωσης πλευρών της αναδιάρθρωσης σε σχέση με το εργασιακό συμβόλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και με τις ξεφτιλισμένες αυξήσεις της ΓΣΕΕ και των περισσότερων ομοσπονδιών η Ελλάδα είχε σχετικά υψηλότερα ποσοστά αυξήσεων του κόστους εργασίας σε σχέση με άλλους Ευρωπαϊκούς σχηματισμούς. Αυτό παράγει ένα διπλό φόβο: Από τη μια παράγει ένα φόβο στην ίδια την ελληνική ολιγαρχία η οποία αισθάνεται ότι την ίδια στιγμή που οι συσσωρευμένες αντιφάσεις της (σε σχέση με τους κλάδους στους οποίους στηρίζεται, σε σχέση με τη δυνατότητά της να αυξήσει την παραγωγικότητα, σε σχέση με την εξάρτησή της από άμεσες ή έμμεσες μορφές επιδότησης) την κάνουν να βλέπει ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, να μην μπορεί να θεωρήσει δεδομένο ότι θα περάσει μονομιάς μια ριζική επιδείνωση του συμβολαίου εργασίας και μια ριζική μείωση του κόστους εργασίας (στον όποιο βαθμό, βέβαια, που αυτά θα έλυναν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας). Από την άλλη, γεννά το φόβο στις ευρωπαϊκές ολιγαρχίες και το πολιτικό τους προσωπικό ότι η Ελλάδα θα είναι η πρώτη που θα ‘σπάσει’ και δεν θα μπορέσει να μετακυλήσει το σύνολο του κόστους στις πλάτες των εργαζομένων, με τον κίνδυνο αυτό θα λειτουργήσει ως παράδειγμα και για τα λαϊκά κινήματα άλλων χωρών, ιδίως εάν αυτή η υπαναχώρηση γίνει υπό το βάρος κοινωνικών αγώνων. Αντίθετα, η τρομοκρατική επίκληση των ελλειμμάτων και της ανάγκης μέτρων φαντάζει ως προληπτική κίνηση απέναντι σε τέτοια ενδεχόμενα.Με αυτή την έννοια το ‘πρόβλημα Ελλάδα’ δεν είναι απλώς δημοσιονομικό, αλλά κοινωνικό και πολιτικό. Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι εάν κανείς διαβάσει το μπαράζ ανακοινώσεων, άρθρων, ‘αξιολογήσεων’ που γίνονται διεθνώς για την ελληνική οικονομία, αυτό που θα διαπιστώσει είναι ότι ο λόγος που αρθρώνεται δεν είναι «τεχνοκρατικός» αλλά πολιτικός: η Ελλάδα εγκαλείται γιατί δεν παίρνει μέτρα αρκούντως σκληρά, έτσι ώστε να τα αισθανθούν οι μισθωτοί στο πετσί τους.
Σε αυτό το φόντο πρέπει να δούμε και τις συγκεκριμένες αιχμές που περιλαμβάνει το «Πρόγραμμα Σταθερότητας» της κυβέρνησης. Καταρχάς καθαυτό αποτελεί πραγματική κήρυξη πολέμου στους εργαζομένους και τα δικαιώματά τους.
·Μέσα από την περικοπή επιδομάτων κατά 10% και το πάγωμα των «υψηλόμισθων» απολαβών οδηγούμαστε σε πραγματική σημαντική μείωση (συνολικά έως και 7%) των αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο, οι οποίο πληρώνουν ούτως ή άλλως και το προηγούμενο διετές πάγωμα. Η λιτότητα και η μείωση μισθών στο δημόσιο στέλνει μήνυμα και στο σύνολο της οικονομίας και θα οδηγήσει σε μεγάλη λιτότητα και στον ιδιωτικό τομέα, άρα συνολικά στην υποβάθμιση της θέσης των μισθωτών. Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο το πρόγραμμα σταθερότητας μιλάει για μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2011-13.
·Η περικοπή δαπανών δεν αφορά τόσο τον περιορισμό της «σπατάλης» αλλά και τον περιορισμό ζωτικών δαπανών και λειτουργιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόβλεψη για σημαντική μείωση των προσλήψεων εκπαιδευτικών που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αποδιάρθρωση της λειτουργίας των σχολείων.
·Η συστηματική προσπάθεια για περικοπή του συνολικού προσωπικού που απασχολείται στο δημόσιο θα οδηγήσει σε επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, σε υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και σε μεγάλη επέκταση των μορφών ιδιωτικοποίησης, ανάθεσης σε ιδιώτες, εργολάβους κ.λπ.
·Οι αλλαγές στη φορολογία οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών χωρίς ανάλογη αύξηση των συνολικών αποδοχών. Και όλα αυτά τη στιγμή που στην Ελλάδα ολοένα και περισσότερο μειώνεται η φορολογία των επιχειρήσεων (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ενώ το 2000 η φορολογία των νομικών προσώπων – των επιχειρήσεων – έφτανε το 48,19% της συνολικής φορολογίας εισοδήματος, σήμερα εκτιμάται στο 25% ενώ η φορολογία των φυσικών προσώπων από το 51,81% εκτιμάται ότι θα φτάσει το 74%), και τη στιγμή που διατηρείται μια πολύ σημαντική βαρύτητα των κοινωνικά άδικων έμμεσων φόρων σε σχέση με τους άμεσους.
Όμως, το ζήτημα δεν είναι μόνο αυτές καθαυτές οι άμεσες προβλέψεις του «Προγράμματος Σταθερότητας» αλλά και ο τρόπος που θα αξιοποιηθεί ως μοχλός για συνολικότερες αναδιαρθρώσεις σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό, άλλωστε, αναφέρεται και στο ίδιο το Πρόγραμμα που επικαλείται τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι λοιπόν πλάι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας έχουμε και μια παράλληλη ατζέντα τομών:
·Πρώτα από όλα έχουμε τις ανατροπές στο ασφαλιστικό, όπου ουσιαστικά ο Λοβέρδος έχει εισηγηθεί μια ριζική αναμόρφωση του ασφαλιστικού που περιλαμβάνει όχι μόνο ‘ποσοτικές’ παρεμβάσεις αλλά μια αλλαγή φιλοσοφίας σε αντιδραστική κατεύθυνση καθώς προτείνεται μετάβαση από το αναδιανεμητικό σύστημα και την αλληλεγγύη των γενεών σε ένα σύστημα με έντονο τον ανταποδοτικό και κεφαλαιοποιητικό χαρακτήρα. Προτείνουν έτσι σύστημα διακριτών ‘πυλώνων’ για την ασφάλιση, με το κράτος να εγγυάται μόνο την ενιαία βασική σύνταξη και από εκεί και πέρα θα υπάρχει ανταποδοτικό τμήμα με βάση τις συνολικές εισφορές, κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη και δυνατότητες επαγγελματικών συντάξεων. Με αυτό τον τρόπο καταργείται ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας, σπάει ο ενιαίος δημόσιος και κοινωνικός χαρακτήρας της ασφάλισης, εισάγεται η λογική της ανταποδοτικότητας και της κεφαλαιοποίησης, ενώ προοπτικά θα οδηγήσει και σε μειώσεις συντάξεων.
·Έπειτα προλειαίνεται το έδαφος για ανατροπές και στις εργασιακές σχέσεις. Η υπερπροβολή της αύξησης της ανεργίας και από τη μεριά της κυβέρνησης είναι χαρακτηριστικά. Ουσιαστικά η κυβέρνηση κραδαίνοντας το φόβητρο του 1.000.000 ανέργων θέλει να νομιμοποιήσει την ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων θεσμοθετώντας και τυποποιώντας όλο το φάσμα των μορφών της εργασιακής περιπλάνησης και παρουσιάζοντάς το ως απάντηση στην ανεργία.
·Στο χώρο της παιδείας μέσα από την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας και την εισαγωγή συστήματος κατάταξης επαγγελματικών δικαιωμάτων σε επίπεδα όχι μόνο νομιμοποιείται η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και βαθαίνει ακόμη περισσότερο η αποσύνδεση πτυχίων και εργασιακών δικαιωμάτων και η υποβάθμιση / ρευστοποίηση / εξατομίκευση των επαγγελματικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της περιβόητης ‘δια βίου μάθησης’.
·Στο πλαίσιο της νέας ‘αναπτυξιακής στρατηγικής’ οι ιδιωτικοποιήσεις και οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Επιπλέον, η λογική των ισολογισμών, της διαφάνειας, των προγραμματισμών στους δημόσιους οργανισμούς ανοίγει το δρόμο για τη ιδιωτικοοικονομική λειτουργία και την εισαγωγή μορφών ανταποδοτικότητας.
Από όλα αυτά φαίνεται ότι πίσω από την όλη ιδεολογική τρομοκρατία με τα ελλείμματα, την προσπάθεια δημιουργίας κλίματος ‘εθνικής συστράτευσης’, τη λογική ‘θυσίες για το καλό της οικονομίας’ στην πραγματικότητα κρύβεται μια ιδιαίτερα επιθετική ατζέντα ‘μεταρρυθμίσεων’ και αναδιαρθρώσεων που δεν αποσκοπούν τόσο στη αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων, όσο στη ριζική αναίρεση κατακτήσεων, στην επιβολή συνθήκης μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, στην τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος των εργαζομένων στο πλαίσιο μιας στρατηγικής προσπάθειας να ανακάμψει η κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου σε μια περίοδο όπου οι αντιφάσεις μιας προηγούμενης κίνησής του έχουν οξυνθεί ιδιαίτερα. Ανεξάρτητα από το εάν αυτές οι επιλογές αποτελούν ‘συνολική στρατηγική εξόδου’ το σίγουρο είναι ότι εάν εμπεδωθούν θα έχουν ενισχύσει σημαντικά τη θέση των δυνάμεων του κεφαλαίου. Άλλωστε, σε όλες τις παραλλαγές ‘στρατηγικών’ για τον ελληνικό καπιταλισμό που διατυπώνονται, η φτηνή και ελαστική εργασία, η αναίρεση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στην αναδιανομή και ο περιορισμός του εύρους των αυτονόητων ‘δημόσιων αγαθών’ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Η τακτική της κυβέρνησης δεν περιορίζεται μόνο στην εξαγγελία του Συμφώνου Σταθερότητας και τα μέτρα που σχετίζονται άμεσα με αυτό. Στόχος είναι σταδιακά και σε ένα βάθος χρόνου να περάσουν ένα σύνολο μεγάλων τομών προσπαθώντας να αποφύγουν συντονισμένες αντιδράσεις. Γι’ αυτό και χρειάζεται από τώρα να αποκαλυφθεί η συνολική ατζέντα της κυβέρνησης και το σύνολο των μέτρων που ετοιμάζει.
Εκτός από τις βασικές πλευρές που περιλαμβάνει το «Πρόγραμμα Σταθερότητας» και συνολικά η κυβερνητική ατζέντα έχει σημασία να δούμε και τους τρόπους με τους οποίους σήμερα μεθοδεύεται η κυρίαρχη πολιτική. Ιδιαίτερη σημασία έχει η προσπάθεια ιδεολογικής νομιμοποίησης. Η κυβέρνηση εδώ προσπαθεί να αξιοποιήσει την ανασφάλεια που υπάρχει από την οικονομική κρίση, την εκ των πραγμάτων αδυναμία της ΝΔ να αρθρώσει συνολικά διαφορετικό λόγο και την ασφυκτική υποστήριξη που έχει από τη μεριά των ΜΜΕ τουλάχιστον ως προς τον πυρήνα της λογικής ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμμορφωθούμε με τις επιταγές της Ε.Ε.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και ένα σχετικό μούδιασμα που συναντάμε στους μαζικούς χώρους, αλλά και τα σχετικά υψηλά ποσοστά αποδοχής σε δημοσκοπήσεις (με όλα τα προβλήματα αξιοπιστίας που έχουν…). Αυτό δεν σημαίνει ότι ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν αναγνωρίζουν τον επιθετικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα που έχουν τα προτεινόμενα μέτρα. Απλώς, δεν μπορούν να πειστούν ότι υπάρχει και εναλλακτική απάντηση ή δυνατότητα μια άλλης κατεύθυνσης, τουλάχιστον άμεσα. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί ότι όσο προχωράει το ξεδίπλωμα της κυρίαρχης πολιτικής και αποτυπώνονται στην πράξη οι συνέπειές της τόσο περισσότερο θα συσσωρεύονται και οι υλικοί όροι κοινωνικών εκρήξεων.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και χρειάζεται μια πολύ συστηματική και προσεκτική αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου, επικέντρωση με απτό τρόπο σε συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα έχουν οι κυβερνητικές επιλογές και αναζήτηση όρων αποτελεσματικής αγωνιστικής διεκδίκησης.
·Ως προς την αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου είναι σημαντικό να δούμε ότι ο σκληρός πυρήνας του κυβερνητικού λόγου είναι ότι όλα αυτά είναι αναγκαστικά εφόσον είμαστε μέσα στην ΟΝΕ και έχουμε το ευρώ και εάν δεν θέλουμε να ζήσουμε την εθνική καταστροφή που θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και την ΟΝΕ τότε θα πρέπει να αποδεχτούμε τις αναγκαίες θυσίες. Απέναντι σε αυτό δεν μπορεί να απαντήσει ούτε η ‘φαντασιωτική’ προβολή από το ΣΥΡΙΖΑ μιας ΟΝΕ και ενώ ευρώ που πλάι θα έχουν αναδιανομή και δικαιοσύνη, ούτε βέβαια και η γενικόλογη οραματική προβολή της εξόδου από την ΕΕ στο πλαίσιο της κοινωνικής ανατροπής. Θα πρέπει να δούμε πώς – με τρόπο πειστικό και αντιληπτό από ευρύτερες λαϊκές μάζες – θα μπορέσουμε να αμφισβητήσουμε τον πυρήνα της νομιμοποίησης και να τολμήσουμε να μιλήσουμε για έξοδο από την ΟΝΕ και το ευρώ ως αναγκαίες προϋποθέσεις για πραγματικά φιλολαϊκές πολιτικές.
·Ως προς την επικέντρωση σε συγκεκριμένες αιχμές χρειάζεται μια συστηματική προσπάθεια αποκάλυψης του τι σημαίνει τόσο το πρόγραμμα σταθερότητας όσο και η παράλληλη κυβερνητική ατζέντα. Αυτό σημαίνει εντοπισμό αιχμών που κάνουν σαφές τον επιθετικό χαρακτήρα του (π.χ. τις περικοπές προσωπικού στην εκπαίδευση) αλλά και αποκάλυψη του τι σημαίνουν οι προτάσεις (για παράδειγμα τη μείωση αλλά και διακύβευση των συντάξεων που συνεπάγεται το νέο σύστημα ασφάλισης το οποίο προτείνεται).
·Ως προς τη μάχιμη αγωνιστική κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να βγει στο προσκήνιο η αντίθεση ευρύτερων στρωμάτων στα νέα μέτρα και για να μπορέσουμε να περάσουμε από το μούδιασμα και τη γκρίνια στην αγωνιστική διεκδίκηση. Αυτό αφορά τόσο τις μεγάλες κινητοποιήσεις (π.χ. απεργία 10/02) όσο όμως και τον τρόπο που προσπαθούμε να κεντρικοποιήσουμε επιμέρους αγώνες και διεκδικήσεις ως ‘συμπύκνωση’ και ‘σύμβολο’ ευρύτερων τάσεων (π.χ. την κινητοποίηση για να μην κλείσει η Elite). Αντίστοιχα, θα πρέπει στο σύνολο των κοινωνικών μετώπων να προετοιμάσουμε το έδαφος για κινητοποιήσεις. Για παράδειγμα είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει τοποθέτηση και δράση από τη νεολαία για τις εξελίξεις με τα επαγγελματικά δικαιώματα, την κοινοτική οδηγία, την αναγνώριση των κολλεγίων.
Σε αυτή τη βάση είναι που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την απόφαση της ΓΣΕΕ να μην πάει σε αγωνιστική συμπόρευση με την ΑΔΕΔΥ στις 10/02 ως μια κίνηση συνειδητής διάσπασης και απεργοσπασίας που μειώνει την απήχηση των κινητοποιήσεων και διασπά τους εργαζομένους την ίδια στιγμή που η επίθεση της κυβέρνησης στρέφεται με ενιαίο τρόπο ενάντια στους εργαζομένους. Είναι μια κίνηση που στην πραγματικότητα συντονίζεται με τον κυβερνητικό σχεδιασμό για τη διάσπαση των εργαζομένων και τη ‘σαλαμοποίηση’ των αναδιαρθρώσεων.
Απέναντι σε αυτό το τοπίο η στάση της επίσημης Αριστεράς δεν αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της συγκυρίας.
Στην περίπτωση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα βρίσκεται στη λογική της αριστερής ‘προγραμματικής αντιπολίτευσης’ που οδηγεί στην αναζήτηση της μίας ή της άλλης θετικής πρότασης που δεν διατυπώνεται ως λαϊκό αίτημα αλλά ως πρόταση που θα μπορέσει να ‘σώσει’ την οικονομία, ιδίως από τη στιγμή που ο πυρήνας της ΟΝΕ και του Ευρώ εξακολουθεί να τίθεται στο απυρόβλητο του ‘αριστερού κεϋνσιανισμού’ που είναι σήμερα ο πυρήνας της τοποθέτησης ιδίως του ΣΥΝ. Αυτό εξηγεί και τις κεντρικοπολιτικές αλλά και τις συνδικαλιστικές ταλαντεύσεις. Η αναζήτηση που γίνεται από τμήματα του συνδικαλιστικού για αποδέσμευση από τη συμπόρευση με την ΠΑΣΚΕ θα μπορούσε να είναι θετική εξέλιξη, αρκεί να έχει βάθος, πολιτική ουσία και να μην είναι ευκαιριακή κίνηση αναδιαπραγμάτευσης συσχετισμών. Ταυτόχρονα, η τελευταία κρίση στις σχέσεις ΣΥΝ και ΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα των συσσωρευμένων αντιφάσεων, καθώς η σύμπραξη ‘Αριστερού Ρεύματος’ και Ανανεωτικής αντικειμενικά πίεζε τις ‘συνιστώσες’ του ΡΙΖΑ την ίδια στιγμή που η Ανανεωτική διεκδικούσε ολοένα και αυξημένο ρόλο (συνεργασία με ΠΑΣΟΚ, νομιμοποίηση καθεστωτικού παραληρήματος Λεωνίδα Κύρκου κ.λπ.). Ανεξάρτητα από την εξέλιξη που θα έχει αυτήη ένταση, το βασικό που αναδεικνύεται είναι ότι αυτή κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα της παρέκκλισης από τον ‘ιδεότυπο’ του ΣΥΡΙΖΑ ούτε αποτέλεσμα του ότι δεν ξεδιπλώθηκε πλήρως το ‘σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ’. Αντίθετα, επειδή ξεδιπλώθηκε δείχνει και όλη την αντιφατικότητα και τη δομική αδυναμία του να είναι ένα προωθητικό σχέδιο για τη ριζοσπαστική ανασύνθεση της αριστεράς.
Το ΚΚΕ είναι αυτό που δοκιμάζει σήμερα περισσότερο να υψώσει τον τόνο της αντιπαράθεσης, όμως με μια πολιτική γραμμή που δεν δίνει προοπτική και αντίθετα έχει τον κίνδυνο τελικά να ενισχύσει την ηττοπάθεια. Μπορεί να κάνει κινήσεις αγωνιστικού «τσαμπουκά» που να αναλογούν και στα αντανακλαστικά κομματιών εργαζομένων, ιδίως του ιδιωτικού τομέα, όπως ήταν η παρέμβαση για το «διάλογο» ή η επιλογή για την απεργία στις 17/12, αλλά την ίδια στιγμή στο επίπεδο των στόχων και της κλιμάκωσης η τοποθέτηση είναι απλώς να πούμε τα αιτήματα αλλά στην πραγματικότητα πέραν της καταγγελίας τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Πλάι σε αυτό είναι σαφές ότι δοκιμάζει να κατοχυρώσει και μια μορφή συνδικαλιστικής διάσπασης με την έννοια να μπορούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ να μπορούν να προκηρύσσουν απεργία ακόμη και σε χώρους που δεν έχουν την πλειοψηφία (κατά το πρότυπο της Δυτ. Ευρώπης όπου υπάρχουν διαφορετικές συνομοσπονδίες), κίνηση που δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη αγωνιστικών κατευθύνσεων, ιδίως εάν αναλογιστούμε τι σημαίνει να απεργούν λίγες εκατοντάδες εργαζόμενοι σε κλάδους δεκάδων χιλιάδων συνδικαλισμένων εργαζομένων όπως είναι οι Τράπεζες. Ωστόσο έχει σημασία ότι και το ΚΚΕ δείχνει εν μέρει να πιέζεται από πλευρές της πραγματικότητας. Οι προβληματισμοί για το εκλογικό αποτέλεσμα στην τελευταία απόφαση της Κ.Ε. το δείχνουν, όπως και η αναφορά και σε σωματεία εκτός ΠΑΜΕ που απέργησαν στις 17/12 αλλά και η απόφαση να πάει την απεργία του στις 10/12. Απέναντι στο ΠΑΜΕ δεν έχει νόημα ούτε μια τακτική ρητού ή άρρητου ακολουθητισμού, αντανακλαστικό που υπάρχει σε τμήματα της Ριζ. Αριστεράς ως αποτέλεσμα της αντικαπιταλιστικής ρητορικής και του διαχωρισμού του από γραφειοκρατία, ούτε όμως και ένα αντανακλαστικό αντι-ΠΑΜΕ. Αυτό που χρειάζεται είναι η συστηματική προβολή μιας λογικής και πρακτικής αγωνιστικής ενότητας των ίδιων των εργαζομένων.
Με βάση τα παραπάνω ειδικά για το ζήτημα της πάλης για το σ:
·Είναι σημαντικό να δουλευτεί καλά η καμπάνια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενάντια στο πρόγραμμα σταθερότητας. Και η αφίσα και η προκήρυξη πρέπει να διαδοθούν πλατιά και σε όλες τις τοπικές να γίνουν μεθοδικές και σχεδιασμένες παρεμβάσεις. Δεν πρέπει να μείνουμε μόνο στο επίπεδο του μοιράσματος υλικού αλλά και να δούμε και πιο συγκεκριμένες τοπικές παρεμβάσεις: χαρτογράφηση εργασιακών χώρων, αλληλεγγύη σε εργαζομένους που κινητοποιούνται, τοπικά κείμενα πιο συγκεκριμένα και εξειδικευμένα, τοπικές εκδηλώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
·Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει με τρόπο συστηματικό και επίμονο πέραν του γενικού της λόγου να βάλει το ζήτημα της απεύθυνσης προς όλη την Αριστερά για την κοινή δράση πάνω σε ένα βασικό πλαίσιο στόχων ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής.
·Η γραμμή της αγωνιστικής ταξικής ενότητας πρέπει να αρχίσει να παίρνει και υλικές μορφές. Κομβική είναι εδώ η προσπάθεια για να φτιαχτεί ένας πλατύς συντονισμός σωματείων, δυνητικά και ομοσπονδιών, με περιεχόμενο αντικυβερνητικό, σαφή διαχωρισμό πολιτικό από την απεργοσπασία της ΠΑΣΚΕ, ενωτική διάθεση προς το ΠΑΜΕ. Εάν σε αυτό μπορέσουν να συμβάλουν και δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό σίγουρα θα ήταν θετική εξέλιξη, αρκεί να εξασφαλιστεί η μάχιμη, αγωνιστική, ‘σωματειακή – κινηματική’ αντικυβερνητική κατεύθυνση. Στόχος πρέπει να είναι μια ευρύτερη συσπείρωση που να παλέψει για πραγματική αλλαγή συσχετισμών μέσα στο εργατικό κίνημα και να λειτουργήσει ως εναλλακτικός πόλος απέναντι στην ανοιχτή απεργοσπασία της ΓΣΕΕ. Προϋπόθεση για αυτό είναι η συντονισμένη παρουσία και δράση του ρεύματος των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων εργαζομένων.
·Η απεργία στις 10 Φλεβάρη είναι μια μεγάλη μάχη που πρέπει να δώσουμε. Αυτό σημαίνει να παλέψουμε για την επιτυχία στο δημόσιο, να δούμε ποιο χώροι του ιδιωτικού τομέα μπορούν να έχουν παρουσία (ως έμπρακτη αποδοκιμασία της διασπαστικής τακτικής της ΓΣΕΕ), να δούμε άλλα κομμάτια που μπορούν να συμβάλουν (νεολαία κ.λπ.). Έχει σημασία να έχει επιτυχία έστω και ως απάντηση ενός περισσότερο πρωτοπόρου πολιτικού και συνδικαλιστικού δυναμικού. Προφανώς και μεγάλοι χώροι του ιδιωτικού τομέα θα συνταχθούν με την απεργία της ΓΣΕΕ. Εδώ δεν έχει νόημα μια τακτική τύπου ΠΑΜΕ, δηλαδή εξατομικευμένες συμμετοχές στην απεργία στις 10 Φλεβάρη. Εάν ο κλάδος μας αποφασίσει να πάει με τη ΓΣΕΕ θα δώσουμε τη μάχη για να είναι κλασικά πετυχημένη, τονίζοντας ταυτόχρονα πόσο αρνητική ήταν η άρνηση του συντονισμού. Δεν μπορούμε να αφήσουμε ή να υποτιμήσουμε την κινητοποίηση στις 10/02 γιατί τότε η κινητοποίηση της ΓΣΕΕ θα είναι ακόμη χειρότερη. Εάν η κινητοποίηση στις 10/02 έχει επιτυχία, μαζικότητα και αποφασιστικότητα, αυτό και μήνυμα θα είναι προς την κυβέρνηση, τους εργοδότες και το μπλοκ ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ αλλά και θα βοηθήσει όσους κλάδους απεργήσουν με τη ΓΣΕΕ να έχουν καλύτερη συμμετοχή.
·Πάντως επειδή δεν έχει κλείσει τυπικά η ημερομηνία της ΓΣΕΕ έχει σημασία στο Γενικό Συμβούλιο που θα συγκληθεί για την επικύρωση της εισήγησης ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ να υπάρξει παρέμβαση και πίεση από σωματεία και συνδικαλιστές να αναθεωρήσουν την απαράδεκτη διασπαστική απόφαση.
Για την καλύτερη προετοιμασία του δυναμικού της συλλογικότητας είναι ανάγκη:
·Να υπάρξει μαζική συμμετοχή στην εκδήλωση στη Λέσχη Εκτός Γραμμής την Παρασκευή με θέμα «η οικονομική κρίση και η τρομοκρατία των ελλειμμάτων» και ομιλητές τους Ευκλείδη Τσακαλώτο, Λεωνίδα Βατικιώτη και Κώστα Μελά.
·Σε όλους τους πυρήνες με να γίνει συζήτηση πάνω στο πρόγραμμα σταθερότητας και την κατεύθυνσή μας με βάση τα κείμενα του γραφείου, το υλικό που έχει σταλεί αλλά και το άρθρο του σ. Κ.Π. στο τελευταίο Εκτός Γραμμής.
Τα τομεακά συντονιστικά να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στην εξειδίκευση των γενικών κατευθύνσεων και στην ανάδειξη αιχμών και μετώπων για όλη την επόμενη περίοδο.