1. Διεθνής συγκυρία

Για τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας

Ένα πρώτο στοιχείο της συγκυρίας στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Σημαντικό ρόλο έχει παίξει εδώ η κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που πυροδοτήθηκε από την κρίση στην αμερικανική αγορά των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου. Η εξέλιξη αυτή πατάει πάνω σε ένα συνεχιζόμενο πρόβλημα που είναι η υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας το τελευταίο διάστημα. Αυτή αναδεικνύει μια δομική αντίφαση του καπιταλισμού: η συνεχής προσπάθεια για προεπικύρωση ιδιωτικών εργασιών ως κοινωνικά αναγκαίων, που είναι ο πυρήνας του καπιταλιστικού πιστωτικού συστήματος, είναι ταυτόχρονα ο θρίαμβος του καπιταλισμού και η μεγάλη τραγωδία του. Παρότι δίνει τη δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής των όρων της συσσώρευσης, προεξοφλώντας μελλοντικές συναλλαγές και παραγωγικές δυνατότητες, εμπεριέχει την πιθανότητα της κερδοσκοπίας, της αγοραπωλησίας τίτλων χωρίς αντίκρισμα, της κατάρρευσης όχι ως “παρενέργεια” αλλά ως ενεργό ενδεχόμενο.

Υλικό υπόβαθρο αυτών των τάσεων είναι η διατήρηση παρά τις σημαντικές αναδιαρθρώσεις που έχουν συντελεστεί και την τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας υπάρχουν ενεργές τάσεις υπερσυσσώρευσης που μπορούν να έρθουν στο προσκήνιο όταν οξυνθούν κρίσιμες αντιφάσεις. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από την ύπαρξη όλων αυτών των κεφαλαίων που αντί να επενδυθούν στην «πραγματική» οικονομία διοχετεύονται προς τη χρηματοοικονομική σφαίρα, ελπίζοντας σε εύκολα και γρήγορα κέρδη. Δείχνει αυτό πόσο βαθιά ανορθολογικό είναι στον πυρήνα του το καπιταλιστικό σύστημα, σε πείσμα όσων λένε οι απολογητές της «αόρατης χείρας αγοράς».

Όσο για την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, ιδίως του πετρελαίου, αυτή προκύπτει ως ένας συνδυασμός δύο βασικών παραμέτρων. Από τη μια, έχουμε την αυξημένη ζήτηση για πετρέλαιο και πρώτες ύλες σε μεγάλους κοινωνικούς σχηματισμούς με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως είναι η Ινδία και η Κίνα. Από την άλλη, η ίδια η δομή των αγορών εμπορευμάτων (π.χ. η τρέχουσα δομή της αγοράς πετρελαίου με τα προθεσμιακά συμβόλαια και την κερδοσκοπία πάνω σε αυτά κ.λπ.) έχει αλλάξει και έχουν γίνει και πεδίο κερδοσκοπικών πρακτικών καθώς και επένδυσης μέρους των κεφαλαίων που διοχετεύονταν στη χρηματοοικονομική σφαίρα.

Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, η αύξηση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των βασικών τροφίμων, η χρησιμοποίηση τεράστιων ποσοτήτων αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή βιοκαυσίμων, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου σε βάρος των φτωχών χωρών έχουν οδηγήσει και σε μια μεγάλης κλίμακας παγκόσμια επισιτιστική κρίση που αποτυπώνει ανάγλυφα την πλανητική βαρβαρότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Η ένταση της πιστωτικής κρίσης, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και ανάδυση αντιφάσεων στο αναδιαρθρωτικό εγχείρημα –αλλά και ειδικές πλευρές της συγκυρίας όπως είναι το κόστος του πολέμου στο Ιράκ για τις ΗΠΑ– φέρνουν τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο της οικονομικής επιβράδυνσης ή και ύφεσης. Το εάν και κατά πόσο θα μετατραπεί και σε μια παγκόσμια και γενικευμένη ύφεση δεν είναι δεδομένο, στο βαθμό που στην παγκόσμια οικονομία εξακολουθούν να υπάρχουν πόλοι υψηλής ανάπτυξης, όπως είναι η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία κ.ά.

Και βέβαια σε ένα ταξικό σύστημα και η διαχείριση της χρηματιστικής ή πιστωτικής κρίσης είναι επίσης ένα ταξικό ζήτημα. Η οικονομική ύφεση που είναι προ των πυλών δεν συνεπάγεται μόνο την επιβράδυνση των οικονομικών δεικτών, αλλά και την οικονομική πειθάρχηση και τη μετακύλισης του κόστους στις πλάτες των εργαζομένων. Από τις κατασχέσεις σπιτιών μέχρι τη λιτότητα, αυτοί πληρώνουν το κόστος, την ίδια στιγμή που οι επιχειρήσεις προχωρούν σε έναν ακόμη κύκλο αναδιαρθρώσεων. Ακόμη και η αύξηση του πληθωρισμού έχει ενδιαφέρον ότι προκαλείται κυρίως από την προσπάθεια των επιχειρήσεων να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους; στις τιμές των προϊόντων που πουλάνε, γεγονός που στο έδαφος μισθολογικής λιτότητας και ελάχιστων αυξήσεων προς τους εργαζομένους ισοδυναμεί με ένα ακόμη βίαιο βήμα αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος της εργασίας.

Σε αυτό το φόντο εάν θα θέλαμε να δούμε την απάντηση που δίνουν τα αστικά κέντρα εξουσίας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αυτές τείνουν σε μια προσπάθεια ανάμεσα στο συνδυασμό της διαχείρισης της κρίσης και τη «φυγή προς τα εμπρός» ως προς το βάθεμα των αναδιαρθρώσεων. Γι’ αυτό και είναι λάθος να μιλάμε για «νεοκεϋνσιανή στροφή», ακριβώς γιατί απουσιάζει παντελώς μια λογική ενίσχυσης της ζήτησης από τη μεριά των εργαζομένων ή αναδιανεμητικών δαπανών ως «μοχλών ανάπτυξης». Ακόμη κι όταν εμφανίζονται μη μονεταριστικά δημοσιονομικά εργαλεία (π.χ. στην πολιτική χαμηλού επιτοκίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ή με τις ενέσεις ρευστότητας που έκανε), στην πραγματικότητα πυρήνας της κυρίαρχης πολιτικής παραμένει ένας σκληρός νεοφιλελευθερισμός που στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: α) μισθολογική λιτότητα, β) ελαστική εργασία, επισφάλεια (τουλάχιστον για ένα σημαντικό μέρος της αγοράς εργασίας), γ) Ιδιωτικοποιήσεις, άμεσες και έμμεσες, συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα κ.α.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την επιμονή της Ε.Ε. για μέτρα που θα συντείνουν στην ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, όπως φάνηκε και από την οδηγία για το 65ωρο με μονομερή απόφαση της επιχείρησης («opt-out» – δεν χρειάζεται ειδικά νομική ρύθμιση) και την αντιμετώπιση του χρόνου ετοιμότητας ως μη εργάσιμου χρόνου.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, θα ήταν λάθος να διεκδικήσει η Αριστερά έναν «πραγματικό» καπιταλισμό που παράγει υλικά αγαθά προς αντικατάσταση του “κακού” καπιταλισμού των χρηματοοικονομικών προϊόντων. Δεν είναι μόνο ότι ούτως ή άλλως το κίνητρο των καπιταλιστών είναι το κέρδος, κατά προτίμηση με τον πλέον άκοπο ή ανέξοδο τρόπο. Είναι, πάνω από όλα, ο τρόπος που ο καπιταλισμός της υλικής παραγωγής και ο καπιταλισμός της χρηματοοικονομικής σφαίρας αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της ίδιας διαδικασίας αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η Αριστερά οφείλει να αμφισβητήσει τον πυρήνα του κοινωνικού συστήματος που στηρίζεται στο κέρδος και την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας και όχι απλώς τις εκφάνσεις του. Και μόνο μία τέτοια κατεύθυνση μπορεί σήμερα να οδηγήσει στην ανάπτυξη κινημάτων και την προετοιμασία κοινωνικών εκρήξεων που θα μπορούσαν να επιβάλουν και αλλαγές πολιτικής και τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.

Σε αυτό το πλαίσιο έχουν ενδιαφέρον τα πολιτικά αποτελέσματα αυτών των αλλαγών. Είναι σαφές ότι σήμερα δεν υπάρχει η ευφορία που καλλιεργήθηκε κάποια χρόνια πριν για την αέναη νεοφιλελεύθερη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Αντίθετα, εντείνεται μια αίσθηση ανασφάλειας και επιδείνωσης του μέλλοντος. Αυτό το φόντο ενισχύει και τάσεις αναζήτησης εναλλακτικών πολιτικών λύσεων, αν και όχι απαραίτητα εναλλακτικών λύσεων, όπως φαίνεται και από τη δυναμική και τις αντιφάσεις της υποψηφιότητας Ομπάμα. Από την άλλη, ειδικά στην Ευρώπη, η όλη συγκυρία πρωτίστως πλήττει τη σοσιαλδημοκρατία που αδυνατώντας να οριοθετηθεί απέναντι στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη στρατηγική αδυνατεί και να αποτελέσει εναλλακτική λύση απέναντι στα κόμματα της κεντροδεξιάς, η οποία επανακάμπτει συνδυάζοντας την νεοφιλελεύθερη πολιτική, με το νεοσυντηρητισμό και την ενίσχυση φοβικών αντανακλαστικών. Δεν είναι τυχαία άλλωστε και η επιλογή σε αυτή τη συγκυρία για την προώθηση της αντιδραστικής ντιρεκτίβας για τη σύλληψη, κράτηση και απέλαση των μεταναστών που ενισχύει την τάση της «Ευρώπης-Φρούριο».

Για την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού και τις αντιστάσεις σε αυτήν

Σε ό,τι αφορά το σύγχρονο ιμπεριαλιστικό παρεμβατισμό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σχέδια για επίθεση στο Ιράν, όπως αυτά αποκαλύφθηκαν και ύστερα από την ανακοίνωση κοινής άσκησης, με συμμετοχή και ελληνικών δυνάμεων, για πιθανή επίθεση από το Ισραήλ στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Μια τέτοια κατεύθυνση, είναι συμβατή με μια συνολικότερη ιμπεριαλιστική στρατηγική «διαχείρισης της αποσταθεροποίησης» (την οποία ειδικά το Ισραήλ σπεύδει να ενισχύσει εφόσον έτσι μπορεί να νομιμοποιεί την πολιτική βίαιου απαρτχάιντ απέναντι στους Παλαιστινίους), χτυπήματος κάθε περιφερειακής δύναμης και ένοπλης επιβεβαίωσης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Έχει, όμως, και σημαντικούς κινδύνους, δεδομένης και της ισχύος του Ιράν, και τον κίνδυνο ευρύτερης αποσταθεροποίησης με απρόβλεπτες συνέπειες. Γι’ αυτό και αποκτά μια ειδική βαρύτητα και επικαιρότητα το ζήτημα του αντιπολεμικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.

Σε αυτό το φόντο έχουν ιδιαίτερη σημασία όλες εκείνες οι περιοχές όπου αποτυπώνονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αμφισβητήσεις της κυρίαρχης ιμπεριαλιστικής στρατηγικής. Εξελίξεις όπως η νίκη των μαοϊκών στο Νεπάλ [ΚΚ Νεπάλ (Μαοικό)] και ο τρόπος που ηγούνται της δημοκρατικής επανάστασης η σημαντική ενίσχυση του αντάρτικου στην Ινδία, αλλά και η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση πλευρών της πολιτικής των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, αποτελούν αναμφίβολα θετικά και σημαντικά γεγονότα.

Για το όχι των λαών στην Ευρωσυνθήκη

Ένδειξη του τρέχοντος πλεονάσματος κυνισμού της Ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ είναι η ειλικρίνεια με την οποία αποκαλύπτονται σχεδιασμοί και μεθοδεύσεις. Όταν η πολυδιαφημισμένη διαδικασία κύρωσης του Ευρωσυντάγματος προσέκρουσε στα ηχηρά όχι των λαών στα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία, η απόφαση ήταν “ευρωσύνταγμα με κάθε τρόπο”. Το Ευρωσύνταγμα απλώς αναδιατυπώθηκε ως ένα δαιδαλώδες άθροισμα από τροποποιήσεις στις ήδη ισχύουσες ευρωπαϊκές συνθήκες και η μεθόδευση ήταν να γίνει παντού η κύρωση από τα Ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι δεν πρέπει να υπάρξουν δημοψηφίσματα γνώριζαν την πιθανότητα να υπάρξει μαζική απόρριψη οπουδήποτε ετίθετο στη λαϊκή ετυμηγορία. Αυτό εξηγεί και την πολιτική σημασία του όχι στην Ιρλανδία. Δεν είναι μόνο ότι τυπικά η διαδικασία είναι μετέωρη, καθώς η Ευρωσυνθήκη σε αντίθεση με το Ευρώ δεν είναι μια διαδικασία όπου μπορεί κάποιος να μη συμμετέχει, αφού αφορά την τροποποίηση όλων των θεμελιωδών συμφωνιών που ορίζουν την ίδια την υπόσταση της Ε.Ε. Πάνω από όλα αποδεικνύει ότι η Ευρωσυνθήκη είναι σε ρήξη με την πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης, ειδικά όταν πλειοψηφεί το “όχι” σε μια χώρα με μικρή παρουσία της Αριστεράς και παραδοσιακά “φιλοευρωπαϊκή” στάση.

Αναδεικνύεται ένα συνολικότερο και βαθύτερο έλλειμμα νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ο νεοφιλελευθερισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις, η υποχρεωτική ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, συναντιούνται με την υπονόμευση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας και την ένταση της καταστολής, διαμορφώνοντας ένα συνδυασμό ανασφάλειας και αίσθησης διαρκούς επιδείνωσης του μέλλοντος.

Σε αυτό το φόντο, η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται και λυδία λίθος για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Ότι βρέθηκαν τέσσερις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να αρνηθούν να καταψηφίσουν την Ευρωσυνθήκη ή ότι θέση του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι το «για μια άλλη Ευρωσυνθήκη» είναι ένδειξη του βαθιά ενδοσυστημικού χαρακτήρα που έχουν οι φιλοευρωπαϊκές τάσεις της Αριστεράς. Γιατί το πραγματικό πολιτικό όριο της ρητορείας περί της της “'άλλης Ευρώπης” είναι η ταύτιση με την υπαρκτή Ευρώπη, την Ευρώπη του Μάαστριχτ (την οποία ο ΣΥΝ έχει ψηφίσει) και της Ευρωσυνθήκης. Η «Ενωμένη Ευρώπη» δεν μπορεί να είναι ούτε δημοκρατική, ούτε κοινωνική, παρά μόνο στη φαντασία των στελεχών του ΣΥΝ.

Αλλά και συνολικά φάνηκε καθυστέρηση και έλλειμμα πολιτικών αντανακλαστικών της ελληνικής Αριστεράς. Ότι χρειάστηκε η πρωτοβουλία της ΕΝΑΝΤΙΑ για να διοργανωθεί η μόνη διαδήλωση πριν την κύρωση και ότι το ΚΚΕ προχώρησε σε διαδήλωση μετά την κύρωση, είναι ενδεικτικό της υποτίμησης ενός ζητήματος που μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη δυναμική.

2. Για την εσωτερική πολιτική συγκυρία

Στην Ελλάδα, άμεση έκφραση των συνολικότερων τάσεων στην καπιταλιστική συσσώρευση σε επίπεδο καθημερινότητας είναι και η έκρηξη ακρίβειας του τελευταίου διαστήματος. Δεν είναι το αποτέλεσμα μόνο των αυξήσεων στις τιμές των πρώτων υλών και ιδίως του πετρελαίου, αλλά και, ειδικά στην Ελλάδα, και μιας συνειδητής επιλογής αύξησης των κερδών, μέσω αύξησης τιμών, παράλληλα με την αναγωγή της μείωσης του κόστους εργασίας με κάθε τρόπο, στο πλαίσιο μιας συνολικότερης τάσης αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων.

Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης συμπληρώνει την εργασιακή ανασφάλεια, την ελαστικότητα, την αδυναμία εξόδου από μια συνθήκη απλής επιβίωσης. Ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει την ίδια την δυνατότητα νομιμοποίησης του. Η κοινωνική και εργασιακή υποβάθμιση δεν αφορά μόνο τα αμιγώς προλεταριακά στρώματα, αλλά και μεγάλο μέρος των στρωμάτων της διανοητικής εργασίας, αυτά ακριβώς τα στρώματα που σε μια προηγούμενη φάση αντιμετωπίστηκαν ως κατεξοχήν εν δυνάμει στηρίγματα του οράματος του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Η συνειδητοποίηση ότι το μόνο που πρόκειται να ακολουθήσει δύο δεκαετίες σχεδόν λιτότητας και εργασιακής υποβάθμισης είναι ακόμη μεγαλύτερη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας, υπερχρέωση και διαρκής ανασφάλειας για το μέλλον, υπονομεύει τις δυνατότητες απόσπασης συναίνεσης. Αποτελεί έτσι το υλικό υπόβαθρο όλων των διαφαινόμενων τάσεων έστω και μερικής απονομιμοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής και διάρρηξης των δεσμών εκπροσώπησης ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και την εκλογική τους βάση. Εξηγεί και τη σχετική κρίση του δικομματισμού και τις έστω και αντιφατικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά, αλλά και τη μαχητικότητα που μπορούν να παίρνουν οι εκφράσεις της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Δεν σημαίνει, όμως, και μια αυτόματη και ολόπλευρη κρίση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας ή ένα γενικευμένο κοινωνικό ριζοσπαστισμό. Μια μακρά περίοδος αναδιαρθρώσεων, υποχώρησης της Αριστεράς, προηγούμενων ηττών του εργατικού κινήματος έχουν αφήσει υλικά ίχνη κατακερματισμού, εξατομίκευσης, ηττοπάθειας. Η ανασφάλεια και ο επιβιωτισμός προσφέρουν εύφορο έδαφος και για φοβικά ή συντηρητικά αντανακλαστικά. Τα κέντρα εξουσίας προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν εναλλακτικές λύσεις.

Γι’ αυτό σήμερα χρειάζεται κάτι πολύ παραπάνω από μια αριστερή ή κινηματική αισθητική ή μια γενική προσπάθεια να “εκφραστεί” η διάθεση της κοινωνίας, ακριβώς γιατί αυτή μπορεί να είναι διακυβευόμενη. Χρειάζεται ο μετασχηματισμός του “κοινού νου”, το μπόλιασμα με στοιχεία μιας συνολικότερης αμφισβήτησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και με αιτήματα και διεκδικήσεις που αρθρώνουν τη γενική δυσαρέσκεια σε απαίτηση μεγάλων και σημαντικών τομών.

Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση προσπαθεί να επιταχύνει την εφαρμογή των τομών, στηριζόμενη κυρίως στην απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης από το ΠΑΣΟΚ. Θα προσπαθήσει να εφαρμόσει την αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση. Δοκιμάζει να εφαρμόσει στην πράξη το Νόμο – Πλαίσιο. Εξαγγέλλει πραγματικό συνταγματικό πραξικόπημα για τη νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ. Επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, ξεπουλώντας τον ΟΤΕ, παραχωρώντας τα λιμάνια και μεθοδεύοντας τη διάλυση / εκποίηση της Ολυμπιακής.

Είναι μια επιθετική στρατηγική, που προσπαθεί να απαντήσει στην αγωνιστική ανάταση του λαϊκού κινήματος όλο το προηγούμενο διάστημα, καθώς επιδιώκει να διαμορφώσει συνθήκες «ήττας», έχει, όμως, τον υπαρκτό κίνδυνο για τις κυρίαρχες δυνάμεις ο συνδυασμός ανάμεσα στην επιθετικότητα των τομών και την απονομιμοποίηση της κυρίαρχης πολιτικής να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο: σε κοινωνικές εκρήξεις και νέο μεγάλο κύκλο κινημάτων.

Ιδιαίτερη σημασία έχει μέσα στη συγκυρία η επιθετικότητα της κυβέρνησης απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. Προσπαθεί να αναιρέσει το βασικό στοιχείο που είχε η δυναμική του πανεκπαιδευτικού κινήματος, τη συνολική ρήξη και αμφισβήτηση του πυρήνα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να αντιστρέψει τις τάσεις ριζοσπαστικοποίησης που εμφανίστηκαν συνολικά στην κοινωνική κατηγορία της νεολαίας, ειδικά από τη στιγμή που αυτές λειτούργησαν και ως μοχλός συνολικότερων μετατοπίσεων προς τα Αριστερά και συμπύκνωσαν συνολικότερες τάσεις αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Έχουν άλλωστε επίγνωση ότι σήμερα αποτελεί ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό εργαστήρι και σε σχέση με την προώθηση των αναδιαρθρώσεων και σε σχέση με τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα. Μπορούμε, δηλαδή να πούμε ότι η κυβερνητική «φυγή προς τα εμπρός» ξεκινά από τον κόμβο εκείνο του λαϊκού κινήματος, που υπήρξε με τον πιο παραδειγματικό τρόπο νικηφόρος. Πόσο μάλλον που όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και ευρύτερα τα αστικά επιτελεία δείχνουν να πιστεύουν ότι σε μια προηγούμενη περίοδο τα κινήματα της νεολαίας συνέβαλαν και αυτά σε μια σχετική ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού και σε μια «υπέρμετρη» ενίσχυση της Αριστεράς. Αυτό ακριβώς αναδεικνύει και την ανάγκη να απαντηθεί αγωνιστικά η όλη κυβερνητική προσπάθεια.

Για το σκάνδαλο Siemens

Η διαπλοκή επιχειρήσεων και πολιτικής υπήρξε κοινό μυστικό όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, η αποκάλυψή τέτοιων σκανδάλων και η διαχείρισή τους αποτελεί ένα βασικό εργαλείο αναμόρφωσης πολιτικών συσχετισμών. Έτσι, όταν η ηγεσία της Siemens, μιας εταιρείας που στήθηκε πάνω στη διαπλοκή με μεγάλες κρατικές προμήθειες παγκοσμίως, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί τα στοιχεία που κράτησε για τις μίζες που είχε δώσει, ήταν σαφές ότι αργά ή γρήγορα οι ασκοί του Αιόλου θα άνοιγαν και στην Ελλάδα.

Σε πρώτη φάση το πλήγμα αφορούσε δύο βασικά ρεύματα, που κατεξοχήν συνδέθηκαν με τις επιθετικές πολιτικές αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου: το μητσοτακικό μπλοκ της ΝΔ και την ομάδα γύρω από τον Κ. Σημίτη, τους θεματοφύλακες του εκσυγχρονισμού και της διαφάνειας. Σε δεύτερη φάση, και ανάλογα και με την έκταση που θα πάρουν οι αποκαλύψεις, φαίνεται ότι διαμορφώνεται μια ιδιότυπη συνθήκη ομηρίας συνολικότερα των κομμάτων εξουσίας, καθώς τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ φαίνεται ότι παραλάμβαναν τακτικά μεγάλα ποσά (πολιτική της Siemens ήταν «μίζες προς όλα τα κόμματα εξουσίας»). Το εάν και κατά πόσο αυτό σχετίζεται με διάφορα σχέδια αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού, δημιουργίας νέων κομμάτων, πίεσης προς τις ηγετικές ομάδες, είναι κάτι που μένει να το δούμε. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σαφές ότι μπορούμε να έχουμε και γρήγορες εξελίξεις, ιδίως εάν ανοίξει το θέμα της χρηματοδότησης και προς τη ΝΔ, αν και πρόσκαιρα τουλάχιστον ο δικαστικός μηχανισμός δείχνει να κινείται μάλλον «καθεστωτικά» προστατεύοντας την κυβέρνηση (πόσο μάλλον που η έκταση της διαπλοκής της Siemens και με τα δύο κόμματα εξουσίας είναι τέτοια, που κανένα από τα δύο δεν θα ήθελε να αποκαλυφθεί στο σύνολο).

Απέναντι σε όλα αυτά, η διεκδίκηση από την Αριστερά απλώς διαφάνειας, ακόμη και εάν συγκυριακά η ηθική απαξίωση του δικομματισμού σαφώς την ενισχύει, είναι από ανεπαρκής έως επικίνδυνη. Ανεπαρκής γιατί ακόμη και στις ΗΠΑ όπου και η πιο αυστηρή νομοθεσία για το πολιτικό χρήμα, υπάρχει και η πιο εμφανής εξάρτηση των πολιτικών από επιχειρήσεις. Επικίνδυνη, γιατί η διεκδίκηση «κάθαρσης» συνήθως οδηγεί σε αντιδραστικότερες αλλαγές το πολιτικό σκηνικό. Η Αριστερά δεν πρέπει να αυτοεγκλωβιστεί στο ρόλο του διεκδικητή ενός «καλύτερου» καπιταλισμού. Σε τελική ανάλυση, το μεγαλύτερο σκάνδαλο των τελευταίων δεκαετιών είναι η συστηματική αφαίμαξη των μισθωτών, το ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων, η αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, η παλινόρθωση του εργασιακού δεσποτισμού.

Ούτε βέβαια αρκεί μια τοποθέτηση της μορφής «καπιταλισμός είναι, σκάνδαλα θα γίνονται», στην οποία κατατείνει το ΚΚΕ, θέλοντας να οχυρωθεί απέναντι σε λάθη τύπου ’89, όταν στο όνομα της «κάθαρσης» συναίνεσε στην επιχείρηση εκκαθάρισης του πολιτικού σκηνικού από τις φορτίσεις της μεταπολίτευσης και στη νομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που χρειάζεται είναι το πέρασμα από την ηθική απαξίωση των εκφραστών της αστικής πολιτικής στην πολιτική και ιδεολογική απαξίωση του πυρήνα αυτής της πολιτικής, της πολιτικής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της όξυνσης της εκμετάλλευσης και τη μάχη για την ανατροπή του.

Για την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ

Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, η αποπομπή Σημίτη, αποτέλεσμα και της απονομιμοποίησης του «εκσυγχρονισμού» και προσπάθεια της τρέχουσας ηγεσίας να απεγκλωβιστεί από την πολιτική κληρονομιά που άφησε, δεν δείχνει να αναιρεί τη βαθιά κρίση του ΠΑΣΟΚ. Η εκκαθάριση των φορέων του «εκσυγχρονισμού» δεν αναιρεί ότι αυτός άφησε βαθιά ίχνη στη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ και αποτελεί τη βάση της πλήρους νεοφιλελεύθερης μετάλλαξής του. Μιας μετάλλαξης που ουδέποτε ήταν θέμα προσώπων, αλλά θέμα πολιτικών και ιδεολογικών μετατοπίσεων που από το όραμα της “αλλαγής” οδήγησαν στον ενστερνισμό των πιο επιθετικών καπιταλιστικών στρατηγικών. Η κρίση του ΠΑΣΟΚ δεν αφορά χειρισμούς ή εσωκομματικούς συσχετισμούς, αλλά την αποξένωσή από μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων που συνδέθηκαν μαζί του και τώρα αδυνατεί να τα πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση απέναντι στον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό.

Για την κατάσταση στην Αριστερά

Για να μπορέσει, όμως, τόσο το έλλειμμα νομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού, όσο και η κρίση ορισμένων εκ των εκφραστών του να μετασχηματίσει το πολιτικό τοπίο, χρειάζεται η παρέμβαση της Αριστεράς ως πραγματικού εναλλακτικού πόλου. Και εδώ ακριβώς είναι που αναδεικνύεται η ανεπάρκεια των πολιτικών προτάσεων του ρεφορμισμού.

Η ιδιαίτερη ενασχόληση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με τις δημοσκοπήσεις και τα αντανακλαστικά που αυτές προκαλούν στο εσωτερικό του Συνασπισμού είναι ενδεικτικά των ορίων του αριστερού ρεφορμισμού, ακόμη και στην πιο “κινηματική” εκδοχή του. Η σπουδή με την οποία έδωσαν δηλώσεις νομιμοφροσύνης ενάντια στο φοιτητικό κίνημα, η άρνηση να δώσουν τη μάχη της Ευρωσυνθήκης, πέραν τυπικών διακηρύξεων, η ανοχή απέναντι στην άρνηση τεσσάρων βουλευτών να καταψηφίσουν την Ευρωσυνθήκη αναδεικνύουν ότι η υποτιθέμενη αριστερή στροφή είναι αρκετά πιο αβαθής και η κοινωνική και πολιτική γείωση δεξιόστροφων αντιλήψεων περισσότερο βαθιά από ό,τι συνήθως ομολογείται. Γι’ αυτό και οι δεξιές τάσεις μέσα στο ΣΥΝ πιέζουν για επαναπροσδιορισμό τακτικής και επιτίθενται και σε κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς που είναι μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και η ενίσχυση της δημοτικότητας συνδυάζεται με την προσπάθεια να αποκτήσει όλο και περισσότερου «υπεύθυνες» θέσεις.

Άλλωστε, μέσα από την όλη παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από όταν φάνηκε ότι ενισχύεται στην απήχηση και κερδίζει από την κρίση του ΠΑΣΟΚ είναι σαφές ότι για την ηγετική ομάδα του ΣΥΝ ο στόχος είναι η διαμόρφωση μιας αριστερής εκδοχής σοσιαλδημοκρατίας, που να αποφεύγει την πλήρη ταύτιση με την αναδιάρθρωση της «κεντροαριστεράς» αλλά ταυτόχρονα να μην αρνείται την προοπτική και κυβερνητικής διαχείρισης. Ότι αυτό μπορεί σήμερα να έχει απήχηση και σε κομμάτια της κοινωνίας που αναζητούν μια εναλλακτική κυβερνητική λύση δεν αναιρεί ούτε το γεγονός ότι είναι ευάλωτο απέναντι σε άλλου τύπου πολιτικές πρωτοβουλίες (π.χ. μια πιθανή ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ), ούτε τον κίνδυνο να αποτελέσει βασιλική οδό της εμπλοκής της Αριστεράς σε εκδοχές κυβερνητικής διαχείρισης. Πόσο μάλλον που δεν υπάρχουν σήμερα ορατοί υλικοί όροι μιας εφικτής εναλλακτικής αριστερής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Κυβερνητική διαχείριση θα σημαίνει τελικά υποταγή στον «υπαρκτό καπιταλισμό», δηλαδή το νεοφιλελευθερισμό.

Και βέβαια αυτή η επιστροφή στις πραγματικές διαστάσεις της πολιτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι δεν ταιριάζει στη ριζοσπαστική αριστερά ούτε “θάμπωμα” ούτε αμηχανία, αλλά συνειδητοποίηση των πραγματικών πολιτικών ευκαιριών που έχει για να αποκτήσει κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς με κρίσιμα κομμάτια των λαϊκών μαζών. Μόνο που αυτό σημαίνει να ξεφύγει από μια πολιτική του “αντανακλαστικού” (είτε σεχταρισμού, είτε ακολουθητισμού) και να αναδείξει τον πλούτο και την εμβέλεια μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής τοποθέτησης. Δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που “υποκλέβει” αιτήματα και στόχους, είναι η αδυναμία της ριζοσπαστικής αριστεράς να κάνει πραγματικά πολιτική.

Την ίδια στιγμή στο χώρο του ΚΚΕ δείχνει να έχει ηγεμονεύσει πλήρως μια ιδιαίτερα κοντόθωρη λογική που το μόνο που βλέπει στην προοπτική ανάπτυξης νικηφόρων αγώνων είναι το ενδεχόμενο εκ νέου ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ! Τα όποια δειλά βήματα προς την κοινή δράση δοκιμάστηκαν στο πανεκπαιδευτικό κίνημα ερμηνεύονται τώρα ως στρατηγικά λάθη και εγκαταλείπονται. Αποτέλεσμα μια ανοιχτά προδοτική στάση μέσα στο φοιτητικό κίνημα, με ρητή συμπόρευση με τις πιο συντηρητικές δυνάμεις και με νεκρανάσταση του λεξιλογίου της προβοκατορολογίας είναι πολύ χαρακτηριστική. Η γραμμή της ανάγκης να ηττηθούν οι αγώνες έτσι ώστε να ηγεμονεύσει το ΚΚΕ ως αποκούμπι μέσα στη γενικευμένη συντριβή, τώρα περίπου αρθρώνεται ρητά. Όμως, φαίνεται ότι αυτό δεν είναι χωρίς εσωτερικούς κραδασμούς, αν κρίνουμε από τις διαγραφές και τις ανακατατάξεις στελεχών συμπεριλαμβανομένων και μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας. Και βέβαια ο βυζαντινισμός, η αναδίπλωση, η με κάθε τρόπο προβολή της λογικής “το μοναστήρι να' ναι καλά” αποτυπώνουν ακριβώς τη βαθύτερη στρατηγική αμηχανία του ΚΚΕ, το πραγματικό όριο της όποιας αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής ρητορείας του.

Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά μεγάλη σημασία η συστηματική ανάδειξη των ορίων και των αντιφάσεων της πολιτικής κατεύθυνσης των κομμάτων του ρεφορμισμού, η συστηματική πολιτική πολεμική σε θέσεις, πρακτικές και επιλογές που αναδεικνύουν το δεξιόστροφο πυρήνα της πολιτικής τους τοποθέτησης. Παράλληλα, μέσα στο μαζικό χώρο χρειάζεται μια συνεπής πολιτική αγωνιστικής ταξικής ενότητας και κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων, με παράλληλη όμως ανάδειξη όλων εκείνων των πλευρών της συνδικαλιστικής δράσης του ρεφορμισμού που είτε κατατείνουν στην πρόσδεση στον υποταγμένο συνδικαλισμό (ΣΥΡΙΖΑ) είτε αντικειμενικά υπονομεύουν τους αγώνες (ΚΚΕ). Η ύπαρξη και δράση μαζικών αυτοτελών σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς στους κοινωνικούς χώρους δίνει τη δυνατότητα και πρωτοπόρας δράσης στους αγώνες και απεύθυνσης σε ένα ευρύτερο αγωνιστικό δυναμικό που διαφορετικά θα προσδενόταν στις συνδικαλιστικές εκφράσεις του ρεφορμισμού.

Για την κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά

Μέσα σε όλο αυτό το τοπίο είναι σαφές ότι η ριζοσπαστική αριστερά έχει πολύ περισσότερες πολιτικές δυνατότητες από αυτές στις οποίες παραπέμπει η τρέχουσα κατάσταση πνευμάτων στις περισσότερες παραλλαγές της. Οι μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, η αποδέσμευση κοινωνικών κομματιών από την επιρροή του δικομματισμού, η επιστροφή στοιχείων διεκδικητισμού και ριζοσπαστισμού και σε κομμάτια νεολαίας και σε τμήματα των νέων εργαζομένων, η ανάδειξη και των ορίων της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά σημαίνουν ότι το στοίχημα μιας αυτοτελούς και αποτελεσματικής ριζοσπαστικής αριστεράς παραμένει ενεργό.

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια αναγκαία διευκρίνιση. Όταν υποστηρίζουμε ότι σήμερα αναδεικνύονται και οι αντιφάσεις των ρεφορμιστικών στρατηγικών, είτε του αριστερού κυβερνητισμού του ΣΥΡΙΖΑ, είτε του αναχωρητισμού και του συντηρητισμού του ΚΚΕ,αυτό σημαίνει και δυνατότητες παρέμβασης για τη ριζοσπαστική αριστερά, αυτό δεν σημαίνει κάποιο αφελές σχήμα όπου σύντομα εκείνα τα κομμάτια που στρέφονται προς τα κομμάτια του ρεφορμισμού θα συνειδητοποιήσουν τα όριά τους και θα στραφούν προς τη ριζοσπαστική αριστερά. Προφανώς και η στροφή κομματιών προς τα εκεί θα συνεχιστεί και ούτως ή άλλως η ριζοσπαστική αριστερά χρειάζεται μια άλλου τύπου κοινωνική και πολιτική γείωση για να μπορέσει να τα εκπροσωπήσει και δεν θα αρκεί απλώς η «σωστή» γραμμή. Όμως, η ανάδειξη πολιτικών αντιφάσεων, οι δεξιές μετατοπίσεις προς πιο «υπεύθυνες» θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι καταστροφικές επιπτώσεις της γραμμής του ΚΚΕ στο κίνημα, θα σημαίνουν ότι αντικαπιταλιστικές πολιτικές τοποθετήσεις θα μπορούν να αναδεικνύονται ως διακριτές και πειστικές πολιτικές θέσεις (και όχι ως «αριστεριστερίστικες μεγαλοστομίες) και σε αυτή τη βάση θα είναι πιο εύκολη η απεύθυνση σε ένα δυναμικό με αντικαπιταλιστικές αναφορές που σήμερα έλκεται από το ΣΥΡΙΖΑ.

Σε όλο αυτό το πλαίσιο ανοίγονται δρόμοι για την παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς

  • Και δρόμοι για την παρέμβαση στο μαζικό κίνημα, την οικοδόμηση αντιστάσεων, την όξυνση αντιφάσεων στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία.


  • Και δρόμοι για αναδειχτεί η ανεπάρκεια και η αντιφατικότητα των τοποθετήσεων του ρεφορμισμού και η αναγκαιότητα μιας ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η αναγκαιότητα μιας άλλης κατάστασης στη ριζοσπαστική αριστερά προκύπτει και από την κατάσταση που σήμερα αντιμετωπίζουμε σε αυτό το χώρο:

  • Από τη μια έχουμε θετικά βήματα τόσο σε σχέση με την κοινή δράση στο εργατικό (Πρωτοβουλία Σωματείων) και σε χώρους νεολαίας και στα τοπικά σχήματα (βήματα συντονισμού, πετυχημένο διήμερο τοπικών κινήσεων). Θετικό είναι και το γεγονός ότι ένα ευρύτερο δυναμικό απαιτεί να υπάρξουν βήματα ενότητας και ανασύνθεσης. Θετικό είναι και το γεγονός ότι και μέσα στο εσωτερικό ιδίως του ΝΑΡ ακούγονται φωνές που τοποθετούνται υπέρ ενωτικών δρόμων.


  • Από την άλλη, έχουμε όλο το φάσμα των ιδιότυπων σεχταριστικών αντανακλαστικών που αναπαράγονται, είτε σε σχήματα, είτε στο κεντρικό πολιτικό (τελευταίο παράδειγμα η απόφαση για χωριστή προσυγκέντρωση στη διαδήλωση για την Ευρωσυνθήκη).

Ειδικότερα για το χώρο του ΝΑΡ είναι σαφές ότι γίνονται από τη μεριά της ηγεσίας του χειρισμοί που στόχο έχουν και να οχυρώσουν το δυναμικό του (το δυναμικό που αναφέρεται στενά κομματικά στο ΝΑΡ και όχι τόσο κάποια ευρύτερη επιρροή) γύρω από μια αντίληψη ότι σήμερα οι χωριστικές πρακτικές είναι η μόνη απάντηση στην υποτιθέμενη προοπτική απορρόφησης όλων των άλλων (και ιδίως της ΕΝΑΝΤΙΑ) από το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό εξηγεί την απόφαση τελευταία στιγμή για χωριστή διαδήλωση για την Ευρωσυνθήκη, ακόμη και με τον κίνδυνο έλλειψης μαζικότητας, αυτό εξηγεί την ήδη από τώρα συναίνεση στην «συγκρότηση» κυρίως από το ΕΕΚ τοπικής κίνησης στην Αθήνα (Ανυπόταχτη Αθήνα) και μάλιστα περίπου εν κρυπτώ μόνο από τις δυνάμεις του ΜΕΡΑ, αυτό ερμηνεύει την αρθρογραφία στο ΠΡΙΝ, ή τη στάση τους σε μια σειρά από σχήματα εργαζομένων (π.χ. εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας).

Σήμερα, είναι σαφές ότι ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΝΑΡ είναι προσανατολισμένο όχι προς τη συγκρότηση μιας «πλατιάς» ριζοσπαστικής αριστεράς, όσο προς την εξασφάλιση όρων πολιτικής ηγεμονίας ακόμη και με κόστος ως προς τη μαζική απήχηση και πάνω από όλα πολιτικής συγκρότησης ενός δυναμικού γύρω από τη στρατηγική του ΝΑΡ, θεωρώντας ότι έτσι θα δώσουν και καλύτερα τη μάχη σε ενδεχόμενο χωριστού κατεβάσματος ΕΝΑΝΤΙΑ και ΜΕΡΑ. Σε αυτό το τοπίο είναι προφανές ότι μια σειρά από χειρισμοί δεν κοιτούν προς τα έξω, αλλά προς το εσωτερικό του χώρου. Για παράδειγμα ο κωμικοτραγικός χειρισμός της Ευρωσυνθήκης δείχνει ότι προτιμούν να θυσιάσουν κάθε έννοια κινητοποίησης εάν μπορούν μετά να κάνουν πολεμική ότι μόνο αυτοί είναι αντι-ΕΕ και όλοι οι άλλοι είναι «ουρά του ΣΥΡΙΖΑ». Η εσωτερική αντίφαση αυτής της τακτικής μέρους της ηγεσίας του ΝΑΡ (που φυσικά συναντιέται με τον πολιτικό υπολογισμό σεκτών τύπου ΕΕΚ) είναι ότι ενώ μπορεί να είναι αποτελεσματική στο εσωκομματικό επίπεδο, δεν μπορεί εύκολα να απαντήσει στην εξωτερική πίεση ενός ευρύτερου δυναμικού που πιέζει σε πιο ενωτικούς δρόμους. Από την άλλη, είναι σαφές ότι σήμερα ένα ευρύτερο δυναμικό και μέσα στο ΝΑΡ και στον ευρύτερο χώρο της αναφοράς του ΜΕΡΑ συνειδητοποιεί τα αδιέξοδα των χωριστικών πρακτικών και την ανάγκη μιας άλλης ενωτικής δυναμικής. [Αυτό αποτυπώθηκε και στην απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε – βλ. σχετικά τις εκτιμήσεις του γραφείου]

Σε δρόμους σεχταρισμού κινούνται και άλλοι πολιτικοί χώροι, όπως το ΚΚΕ (μ-λ). Μπορεί εδώ ο σεχταρισμός παρουσιάζεται ως «ενωτικές προτάσεις» και αποφυγή της απογείωσης, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: παραταξιακή συγκρότηση, υπονόμευση ενωτικών προτάσεων, εκβιαστική επιμονή σε θέσεις που ακυρώνουν τη μάχιμη αριστερή δράση: άρνηση του αιτήματος του δημοψηφίσματος, άρνηση ‘θετικών αιτημάτων’.

Την ίδια στιγμή ενισχύονται αντιφατικά αντανακλαστικά συνολικά μέσα στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Από τη μια, η έλξη μιας λογικής τύπου ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ισχυρή και για τάσεις και για ανένταχτους αγωνιστές. Από την άλλη, αναδύονται και αυθόρμητα αντανακλαστικά απογείωσης και ενός ιδιότυπου φραστικού αριστερισμού και κινηματισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οξύνονται αντιφάσεις και σε μεγάλα σχήματα κοινωνικών χώρων, όπως είναι οι δάσκαλοι.

Και εδώ πρέπει να πούμε ότι τα αντανακλαστικά που αναπτύσσονται ενέχουν πολιτικούς κινδύνους. Η λογική “λιγότεροι και καλύτεροι” απειλεί σήμερα να οδηγήσει έναν ολόκληρο χώρο στην πολιτική περιθωριοποίηση. Ούτε μπορεί να ορίζεται σήμερα ως βασικό φυσιογνωμικό όριο της ριζοσπαστικής αριστεράς η λογική “πάμε πάντα σε άλλη πλατεία από αυτή όπου βρίσκεται ο ρεφορμισμός”. Όπως ακριβώς η καραντίνα δεν είναι επαρκής απάντηση στις λοιμώδεις νόσους, έτσι και οι χωριστικές πρακτικές δεν πρόκειται να προστατεύσουν από τις πολιτικές και ιδεολογικές αποκλίσεις. Και σε τελική ανάλυση τίποτε δεν προσφέρει μεγαλύτερη υπηρεσία στο ρεφορμισμό από μια ριζοσπαστική αριστερά κατακερματισμένη, πολυδιασπασμένη, αδύναμη να διεκδικήσει τον πολιτικό χώρο που της αναλογεί.

Σε αυτό το τοπίο η ίδια η έννοια της ριζοσπαστικής αριστεράς ως διακριτού τρίτου ρεύματος μέσα στην Αριστερά, ως αυτοτελούς συγκροτημένου πολιτικού χώρου σε όλα τα επίπεδα είναι σε διακύβευση. Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν αντικαπιταλιστικά σχήματα κοινωνικών χώρων, αντικαπιταλιστικές πολιτικές και ιδεολογικές αναγνωρίσεις, άνθρωποι, συλλογικότητες έντυπες που θα αυτοπροσδιορίζονται σε τομή με το ρεφορμισμό και με αναφορά στον επαναστατικό δρόμο. Η πρόκληση είναι εάν όλα αυτά θα μπορούν να συνέχονται ως λίγο πολύ κοινός πολιτικός χώρος και μάλιστα και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Υπήρξαν και υπάρχουν ρεύματα μέσα στη ριζοσπαστική / επαναστατική αριστερά που δεν θα μπορούσε κανείς να τα εντάξει και σε μια λογική «πολιτικού χώρου» της ριζοσπαστικής αριστεράς. Στη δεκαετία του 1980 το ΚΚΕ (μ-λ) ή άλλες συλλογικότητες (ΕΚΚΕ – ΜΛ ΚΚΕ αρχικά, Κομμουνιστική Αναγέννηση, Κίνηση για την ανασυγκρότηση του μ-λ κινήματος) σίγουρα ήταν συλλογικότητες της επαναστατικής αριστεράς. Σε μικρό βαθμό, όμως, αποτελούσαν κομμάτι του «χώρου» της επαναστατικής αριστεράς. Το ίδιο ισχύει για το ΣΕΚ στη δεκαετία του 1990. Αντίστοιχα, σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί την επαναστατικότητα π.χ. του ΜΛ-ΚΚΕ σήμερα, αλλά και κανείς δεν το υπολογίζει σε σχέδια ανασυγκρότησης του πολιτικού χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αντίστοιχα, κανείς δεν αμφισβητεί τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό όσων τάσεων έχουν πάει στο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δύσκολα θα αναφερθούν στην πολιτική ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Για ένα προηγούμενο διάστημα (περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990) η έννοια του πολιτικού χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αποκρυσταλλωνόταν σε ένα πεδίο που το όριζαν από τη μια οι πρωτοβουλίες του ΝΑΡ από την άλλη η στάση όσων άλλων συλλογικοτήτων αναφέρονταν στη αυτοτέλεια της ριζοσπαστικής αριστεράς (συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας ρεύματος). Τελευταία εκδοχή αυτού του αντιφατικού πεδίου ήταν ο διάλογος για τις εκλογές πέρσι, που αποτύπωσε την έξοδο τάσεων (όσων πήγαν οριστικά στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΚΚΕ (μ-λ)) και την είσοδο άλλων (όπως του ΣΕΚ).

Σήμερα, το όριο ορισμένων επιλογών τμήματος του ΝΑΡ, ο τρόπος που ορίζει την «οχύρωση» της επαναστατικής αριστεράς ως συνδυασμό ανάμεσα στην αιτηματολογική απογείωση και την σεχταριστική κινηματική πρακτική όπως και η ιεροεξεταστική αντιμετώπιση όλων των άλλων τάσεων, ο τρόπος που αυτό κατεβαίνει και μέσα σε σχήματα, είναι η έξοδός του από την όποια διεργασία αυτοτελούς πολιτικής ανασύνθεσης του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Απέναντι σε αυτό το ζήτημα που τίθεται, η πολιτική πρόκληση που προκύπτει είναι με ποιους πολιτικούς, ιδεολογικούς και κινηματικούς όρους θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί η δυνατότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς να υπάρχει ως διακριτός πολιτικός πόλος. Και αυτό σημαίνει να υπάρχει εκείνο το ρεύμα, εκείνες οι πολιτικές προτάσεις, εκείνες οι πρωτοβουλίες που θα εκπροσωπούν πολιτικά το σύνολο των μαχών, των αγωνιστών, των πολιτικών και ιδεολογικών αναγνωρίσεων που περιλαμβάνει η ίδια η έννοια της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτό είναι κάτι που υπερβαίνει την απλή τροποποίηση ή βελτίωση των συσχετισμών εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς και δίνει ένα στρατηγικό βάθος στο πώς πρέπει να προσεγγίσουμε τις τακτικές επιλογές μας μέσα στην περίοδο. Είναι επίσης κάτι που εξηγεί την ανάγκη να βαθύνει η πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση και η ικανότητα σχεδιασμού, ανάληψης και διαχείρισης πολιτικών πρωτοβουλιών από τη δική μας συλλογικότητα. Αυτό είναι άλλωστε και το πεδίο όπου το εγχείρημά μας θα κριθεί: από το εάν και κατά πόσο θα μπορέσει να συμβάλει στην ανασύνθεση μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς.

Και αυτό σήμερα μεταφράζεται σε τρεις βασικές απαιτήσεις της παρέμβασής μας:

  • Ολόπλευρη στράτευση στην υπόθεση της οικοδόμησης μαζικών νικηφόρων κινημάτων και την επεξεργασία μιας γραμμής αγωνιστικής ταξικής ενότητας. Η ήττα της προσπάθειας «φυγής προς τα εμπρός» της κυβερνητικής πολιτικής και του βαθέματος των αναδιαρθρώσεων αναγκαίος όρος για να βαθύνει η αποδέσμευση των λαϊκών μαζών από το δικομματισμό και η «αριστερή στροφή».
  • Πολιτικές πρωτοβουλίες για την ενωτική κεντρική πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς, με στόχο ακριβώς την εκπροσώπηση και κατοχύρωση της δυναμικής που μπορεί να έχει ως πολιτικός χώρος.
  • Βάθεμα του πολιτικού λόγου, επεξεργασία στοιχείων αντικαπιταλιστικού προγράμματος, διαμόρφωση όρων ενός σύγχρονου αντιιμπεριαλισμού, συνολικά επεξεργασία και ανάδειξη του πλούτου που μπορεί να έχει μια σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά απέναντι στην ανεπάρκεια του αντινεοφιλελεύθερου αριστερού κυβερνητισμού.
  • Τομέας στη μαζικότητα, την κοινωνική σύνθεση, την πολιτική εμβέλεια, την προγραμματική συγκρότηση της Αριστερής Ανασύνθεσης για να γίνει πρωτοπόρα συλλογικότητα στην υπόθεση μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, να γίνει το ρεύμα εκείνο που να προσπαθήσει να εκφράσει την πραγματικότητα αλλά και τη δυνατότητα ευρύτερων αντικαπιταλιστικών αναζητήσεων.

Αποτιμώντας το εγχείρημα της ΕΝΑΝΤΙΑ

Είναι γεγονός ότι η κατάσταση στην ΕΝΑΝΤΙΑ ήταν σε όλη τη φετινή χρονιά αντιφατική. Αυτό ήταν αποτέλεσμα:

  • Του τρόπου που δομικά η ΕΝΑΝΤΙΑ δεν ήταν εξαρχής η μετωπική ενότητα του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς που επιδιώκαμε. Έχει καλή πολιτική φυσιογνωμία αλλά μικρότερο εύρος δυνάμεων από αυτό που θα αναλογούσε σε ένα αποφασιστικό βήμα προς τον πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Εξαρχής η συγκρότησή της θέτει το αίτημα της υπέρβασής της.
  • Το εκλογικό της αποτέλεσμα δεν ήταν το επιδιωκόμενο, όπως και συνολικά της ριζοσπαστικής αριστεράς.
  • Η μετακίνηση του ΣΕΚ προς τη ριζοσπαστική αριστερά δε σήμαινε και αναίρεση αντιφατικών στοιχείων της πολιτικής φυσιογνωμίας, πρακτικής, αντίληψης των συμμαχιών του.
  • Η απήχηση της ΕΝΑΝΤΙΑ σε ένα ανένταχτο δυναμικό ήταν εξαρχής περιορισμένη.
  • Εμείς είχαμε ταλαντεύσεις στην παρουσία μας μέσα στις διαδικασίες της ΕΝΑΝΤΙΑ, ασυνέχειες στην έμφαση που δίναμε στην ΕΝΑΝΤΙΑ, αδυναμία να την αξιοποιούμε ως εργαλείο για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Χρειάζεται να κάνουμε εν μέρει και την αυτοκριτική μας, γιατί αρκετές φορές ενώ είχαμε τη γραμμή μας για την ανάγκη η ΕΝΑΝΤΙΑ να παραμείνει ένα εργαλείο για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς, πράγμα που στην πράξη σήμαινε ότι θα έπρεπε να επιμείνει σε προτάσεις ενωτικής δράσης και με άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, αυτή την ορθή γραμμή τη μετασχηματίσαμε και σε μια λογική ότι το μόνο που χρειάζεται σήμερα είναι τέτοιου είδους προτάσεις.

Υποτιμήσαμε την ανάγκη η ΕΝΑΝΤΙΑ να είναι και ένα εργαλείο πολιτικής παρέμβασης και δράσης. Οι συσχετισμοί στη ριζοσπαστική αριστερά δεν διαμορφώνονται μόνο στο επίπεδο της συζήτησης προτάσεων αλλά και των συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών που αναπτύσσονται. Μαζικές παρεμβάσεις σε κρίσιμα επίδικα, αναδεικνύουν στοιχεία πολιτικής φυσιογνωμίας και αποτελούν κομμάτι της συνολικής διαδικασίας ανασύνθεσης. Μια συστηματική καμπάνια για την Ευρωσυνθήκη, μια καλή λαϊκή προκήρυξη για την ακρίβεια ή μια αφίσα του τύπου “κάτω τα χέρια από τους φοιτητές” μπροστά στην τρέχουσα συκοφάντηση του Φ.Κ. για να δώσουμε μερικά παραδείγματα, θα διευκόλυναν παρεμβάσεις, θα βοηθούσαν την οικοδόμηση πολιτικών δεσμών, θα συνέβαλαν στην όλη αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική και θα έδειχναν ποια μπορεί να είναι μαζική φυσιογνωμία. Σε τελική ανάλυση, μια από τις θετικές «παρενέργειες» του να έχουμε ένα κεντρικό μετωπικό σχήμα είναι και ότι μπορούμε πιο εύκολα και νομιμοποιημένα να έχουμε τέτοιου τύπου κεντρικές παρεμβάσεις.

Στο λογικό προβληματισμό ότι η ΕΝΑΝΤΙΑ με τη δεδομένη γεωμετρία της έχει και προβλήματα φυσιογνωμίας, θα πρέπει να απαντήσουμε ότι η φυσιογνωμία της ΕΝΑΝΤΙΑ είναι κάτι που κρίνεται και από τη δική μας παρέμβαση και παρουσία σε αυτήν. Μαζική και αποφασιστική παρουσία και ανάληψη της ευθύνης της παρουσίας της ΕΝΑΝΤΙΑ από τη δική μας μεριά σημαίνει και καλύτερη φυσιογνωμία. Όποτε είχαμε αυτή την αποφασιστικότητα, τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα θετικά. Άλλωστε, ο γενικός απολογισμός είναι θετικός ως προς τη φυσιογνωμία του λόγου και των παρεμβάσεων: ας κοιτάξει κανείς το προεκλογικό υλικό, τα κείμενα για το ασφαλιστικό, την κεντρική πολιτική πρόταση για τις Ευρωεκλογές, τη δουλειά για την Ευρωσυνθήκη.

Άλλωστε και σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής γραμμής η συνολική παρουσία του ΕΝΑΝΤΙΑ φέτος είναι θετική, ως αποτέλεσμα και της δικής μας παρουσίας εκεί:

  • Είσοδος των δυνάμεων του ΣΕΚ σε ενωτικά εγχειρήματα σε επίπεδο σχημάτων (συμμετοχή στις παρεμβάσεις εργαζομένων
  • Εμμονή διακηρυκτικά στο στόχο της ενότητας και κοινής δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς
  • Κάλεσμα για συγκρότηση κοινού ψηφοδελτίου για τις ευρωεκλογές.
  • Συγκρότηση με ΣΥΡΙΖΑ και μαζικούς φορείς πρωτοβουλίας για κινητοποίηση ενάντια σε ευρωσυνθήκη.

Τα παραπάνω δεν μειώνουν τα προβλήματα που υπάρχουν και στο εσωτερικό της ΕΝΑΝΤΙΑ.

  • Την αντίληψη του ΣΕΚ που βλέπει πρωτίστως την ΕΝΑΝΤΙΑ ως όχημα για αλλεπάλληλες καμπάνιες.
  • Τους διάφορους τακτικισμούς ιδίως από τη μεριά της ΑΡΑΣ.
  • Την σαφώς προβληματική «κατά πλειοψηφία» απόφαση να εμφανιστεί η ΕΝΑΝΤΙΑ την Πρωτομαγιά παρά τη δική μας διαφωνία.
  • Την αδυναμία συνεννόησης σε επιμέρους ζητήματα.
  • Τη δική μας ασυνεχή παρουσία και στήριξη.

Αυτή τη στιγμή δύο είναι τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μέσα στην ΕΝΑΝΤΙΑ είναι δύο:

  • Η σχετική βιασύνη και από τη μεριά του ΣΕΚ και από τη μεριά τμήματος, όχι όλων, των ανένταχτων, να προεξοφληθεί ότι δεν πρόκειται ευοδωθεί η διαδικασία συγκρότησης ευρύτερης ενότητας στις Ευρωεκλογές.
  • Η σχετική υποτίμηση της πολιτικής απεύθυνσης και παρέμβασης προς όφελος μιας αποπτωχευμένης λογικής γενικόλογης πολιτικής καμπάνιας, μιας διαρκούς «προεκλογικής εκστρατείας», που υποτιμά την ανάγκη συγκροτημένη πολιτική παρουσία με δουλειά στους κοινωνικούς χώρους και τα κινήματα, με ιδεολογική απεύθυνση πέραν του ορίου «πολιτικός λόγος τύπου ΣΥΡΙΖΑ + αντικαπιταλιστική μεγαλογοστομία + επίκληση ακτιβισμού».

Αυτές οι εκτιμήσεις υποτιμούν τη δυνατότητα που έχει η ΕΝΑΝΤΙΑ, με τη συγκρότηση, την παρέμβαση και τις πρωτοβουλίες της να διαμορφώσει μια δυναμική ενότητας και κοινής δράσης και να μπορέσει να εκπροσωπήσει τον πραγματικό πλούτο των πολιτικών δυνατοτήτων μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Επίσης τέτοιες εκτιμήσεις αντικειμενικά υπονομεύουν τη δυνατότητα της ΕΝΑΝΤΙΑ με αποφασιστικό τρόπο να διεκδικήσει την ηγεμονία μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, όχι με την έννοια της οργανωτικής ισχύος, αλλά με την έννοια του να κερδίσει την πολιτική εμπιστοσύνη ενός ευρύτερου πολιτικού δυναμικού αγωνιστών.

Τα προβλήματα αυτά αναδεικνύουν και την ευθύνη μας αλλά και δείχνουν ότι ο βαθμός της δικής μας εμπλοκής με την ΕΝΑΝΤΙΑ είναι και βασική παράμετρος της φυσιογνωμίας της. Σήμερα μια κατεύθυνση ανασυγκρότησης της λειτουργίας και παρουσίας της ΕΝΑΝΤΙΑ δεν είναι αντιθετική με τη συνολικότερη προσπάθεια για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αντίθετα, δίνει πολιτική βάση και αφετηρία σε μια κατεύθυνση ανασύνθεσης. Άλλωστε, η συνέλευση της ΕΝΑΝΤΙΑ στις 28/06 δείχνει ότι ότανη δική μας παρέμβαση είναι συγκροτημένη και αποφασιστική μπορούμε να επηρεάζουμε τη γενική κατεύθυνση και να επιβάλουμε όρους μέσα στην ΕΝΑΝΤΙΑ και ως προς το σχεδιασμό και ως προς τον πολιτικό λόγο.

3. Για τον κεντρικό πολιτικό σχεδιασμό

Για τα κοινωνικά μέτωπα της περιόδου

Η πρώτη κρίσιμη πλευρά του πολιτικού μας σχεδιασμού το επόμενο διάστημα θα πρέπει να ξεκινάει από τα κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα της περιόδου.

Πρέπει να δοθεί η μάχη για την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής σε κρίσιμα μέτωπα της περιόδου:

  • Μάχη ενάντια στη λιτότητα και την ακρίβεια – Αγώνες μαζικοί για ριζικές αυξήσεις – απαίτηση για παρεμβάσεις που να εξασφαλίζουν χαμηλές τιμές σε βασικά προϊόντα – καμπάνιες ανυπακοής στις αυξήσεις σε κοινωνικά αγαθά. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει εδώ η προσπάθεια για συντονισμένους αγώνες σε κρίσιμους εργασιακούς κλάδους που θα δοκιμάσουν να σπάσουν την εισοδηματική πολιτική.


  • Ιδιωτικά ΑΕΙ (συνταγματικό πραξικόπημα για παράκαμψη του άρθρου 16 του Συντάγματος) – μεγάλη μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και την εφαρμογή των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων – προσπάθεια να πάρει χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτά της μάχης του 16 – πανεκπαιδευτικός, παγκοινωνικός χαρακτήρας – συντονισμένη παρουσία μέσα στα ενωτικά σχήματα (ΕΑΑΚ και Παρεμβάσεις) – προσπάθεια και πάλι για τοπικές επιτροπές αγώνα – Διαμόρφωση πιθανώς με πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών και των φοιτητικών συλλόγωνκεντρικής «επιτροπής αγώνα για την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου» με την πλατιά δυνατή απεύθυνση – άμεσα πάλη ενάντια στην επίθεση στο ΦΚ και τη φοιτητική Αριστερά.


  • Επόμενη μάχη για ασφαλιστικό – να δοθεί το στίγμα ότι θα χρειαστούν και νέοι αγώνες ενάντια στη φάση της εφαρμογής – προετοιμασία για το νέο γύρο τομών (δημόσιο).


  • Συντονισμένη παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς σε όλα τα μέτωπα που αφορούν τη διαχείριση του χώρου και το περιβάλλον – πάλη για την υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων και ενάντια στα σχέδια «ανάπτυξης» – αγώνας ενάντια στο νέο χωροταξικό σχέδιο. στον Καποδίστρια ΙΙ, στο Νέο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων.


  • Πάλη ενάντια στο ρατσισμό με αιχμή την απόσυρση της βάρβαρης οδηγίας της Ε.Ε. για τις απελάσεις.


  • Αναβάθμιση της αντιπολεμικής πάλης, ενόψει και πιθανών νέων επιθετικών ενεργειών τωνιμπεριαλιστών (Ισραήλ κ.λπ.)


  • Αυτοτελές στοιχείο παρέμβασης της περιόδου θα πρέπει να είναι και το θέμα της ακόμη πιο αντιδραστικής μετάλλαξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση και την κύρωση της Ευρωσυνθήκης. Αυτό, ενόψει και των Ευρωεκλογών, θα πρέπει να αναδειχτεί ιδιαίτερα, με σχετικό υλικό, τοποθέτηση, εκδηλώσεις. Σημειώνουμε εδώ την ανάγκη να υπάρξει σαφής κατάδειξη των ορίων μιας τοποθέτησης τύπου ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά εάν ο κεντρικός τόνος είναι αυτός του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς που έχει θέση για «άλλη συνθήκη».

Σε όλα αυτά τα μέτωπα επιδιώκουμε τη μέγιστη δυνατή αγωνιστική ενότητα στη δράση, χωρίς αποκλεισμούς και χωριστικές πρακτικές, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναδεικνύεται η πολιτική αυτοτέλεια και ο διακριτός πολιτικός τόνος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Σε όλα αυτά πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η ΕΝΑΝΤΙΑ θα πρωτοστατεί στην προσπάθεια συνεννόησης, συντονισμού και κοινής δράσης του μεγαλύτερου δυναμικού της ριζοσπαστικής αριστεράς τόσο σε επίπεδο σχημάτων όσο και σε επίπεδο πολιτικών συλλογικοτήτων. Αυτό μεταφράζεται σε:

  • Κατοχύρωση στην πράξη της εισόδου της Πρωτοβουλίας Γένοβα στα ΕΑΑΚ σε κάθε επίπεδο της λειτουργίας τους, από το σχήμα στη σχολή μέχρι τα κεντρικά. Συντονισμένη παρουσία των τάσεων της ΕΝΑΝΤΙΑ στην προετοιμασία της μάχης του φθινοπώρου ενάντια στα ιδιωτικά ΑΕΙ και την εφαρμογή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.


  • Ολόπλευρη στήριξη από τις δυνάμεις και τους αγωνιστές της ΕΝΑΝΤΙΑ των παρεμβάσεων εργαζομένων, τόσο σε επίπεδο εργασιακών χώρων, όσο και στο επίπεδο πρωτοβουλιών συντονισμού. Πρωτοβουλία από τους αγωνιστές της ΕΝΑΝΤΙΑ για σύσκεψη σχημάτων, παρεμβάσεων και αγωνιστών στις αρχές του φθινοπώρου για πρωτοβουλίες για μαχητική εργατική απάντηση στην ακρίβεια, τη λιτότητα και την ελαστική εργασία.


  • Στήριξη των πρωτοβουλιών συντονισμού των αντικαπιταλιστικών τοπικών σχημάτων. Στήριξη από όλες τις τάσεις της ΕΝΑΝΤΙΑ των σχημάτων όπου αυτά υπάρχουν και είσοδος στα υπαρκτά σχήματα όσων τάσεων δεν έχουν μέχρι τώρα μπει, ξεκινώντας από την Αριστερά στην Αυτοδιοίκηση (Αχαΐα). Πρωτοβουλίες από τους αγωνιστές της ΕΝΑΝΤΙΑ για διαμόρφωση νέων αντικαπιταλιστικών τοπικών σχημάτων όπου αυτά δεν υπάρχουν. Διαμόρφωση όρων από τώρα ώστε να υπάρξει η πιο μαζική παρουσία μάχιμων αριστερών ψηφοδελτίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές.


  • Προσπάθεια για πολιτική συνεννόηση και κοινό βηματισμό στα μέτωπα όλων των τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Σε ό,τι αφορά τα μαζικά σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς ιδιαίτερη σημασία έχει να μπορούν να παραμένουν πλατιά σχήματα, ανοιχτά στο σύνολο των διαφορετικών ρευμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το να υπάρχουν ισχυρά μαζικά αριστερό σχήματα σε κοινωνικούς χώρους, με σαφή αντικαπιταλιστικό – αντισυνδιαχειριστικό προσανατολισμό, οριοθέτηση από τις παρατάξεις του ρεφορμισμού, στα οποία συμμετέχουν και τάσεις ή αγωνιστές που αναφέρονται και στο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί στοιχείο πολιτικής δυναμικής του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς και ισχυρό σημείο απέναντι στο ρεφορμισμό. Με αυτή την έννοια θα ήταν λάθος μια λογική εξώθησης τέτοιων τάσεων και αγωνιστών, στο όνομα μιας στρεβλής λογικής «καθαρότητας», που το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να ενισχύσει την προσπάθεια για «παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ». Αντίστοιχα, όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε, στο όνομα μιας μηχανιστικής ανάγνωσης της «ενιαιομετωπικής» λογικής, ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι πλατιές ενότητες με ασαφή όρια τύπου «Παναττικό Δίκτυο». Αποτελεσματική γραμμή αγωνιστική ενότητας προϋποθέτει ισχυρά και αυτοτελή σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς στους κοινωνικούς χώρους.

Για την κεντρική πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς

Είναι σαφές ότι απέναντι σε αυτό το τοπίο θα πρέπει να υπάρχει πολιτική προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα. Τόσο αυτό του να ευοδωθεί μια κατεύθυνση ενωτικής παρουσίας όσο και το αντίθετο. Σε αυτή τη βάση η κατεύθυνση ανασυγκρότηση της ΕΝΑΝΤΙΑ – προβολή μιας ενωτικής κατεύθυνσης αποτελεί πολιτική τοποθέτηση που διαμορφώνει όρους για κάθε ενδεχόμενο.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να μπορέσουμε η ΕΝΑΝΤΙΑ να έχει εκείνη την πολιτική φυσιογνωμία που να αντιστοιχεί στην προσπάθεια εκπροσώπησης του συνόλου των πολιτικών πρακτικών και αναγνωρίσεων που αναλογούν σε μια σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά και να μπορέσουμε να διευρύνουμε την πραγματική θετική εμβέλεια και αποδοχή της από ένα ευρύτερο δυναμικό. Και αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει και προσπάθεια δική μας για να κερδίσουμε και το παιχνίδι της ηγεμονίας μέσα στην ΕΝΑΝΤΙΑ, με την έννοια κρίσιμες πλευρές της πολιτικής φυσιογνωμίας που σήμερα προκρίνουμε να αποτελέσουν και πλευρές της φυσιογνωμίας της ΕΝΑΝΤΙΑ.

Αναγκαία διευκρίνιση: είναι σαφές ότι όταν μιλάμε για μια διαδικασία ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν εννοούμε μια διαδικασία που πρωτίστως αφορά τις εκλογές. Αντίθετα, μιλάμε για μια συνολική διαδικασία ανασύνθεσης πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών όρων, που συμπεριλαμβάνει την παρέμβαση για την τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης, την απόκτηση σχέσεων εκπροσώπησης με τις λαϊκές τάξεις, την επεξεργασία του αριστερού προγράμματος που αναλογεί στη συγκυρία, την παρέμβαση στα κεντρικά πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα. Οι εκλογές είναι σημαντικό –αν και δύσβατο– πεδίο, αλλά όχι το μόνο.

Η βασική κατεύθυνση της ΕΝΑΝΤΙΑ θα πρέπει να είναι:

  • Επιμονή από την ΕΝΑΝΤΙΑ σε ενωτικές προτάσεις σε κάθε επίπεδο, πάντα υπό την προϋπόθεση στοιχείων μάχιμης φυσιογνωμίας και πολιτικής αποτελεσματικότητας, με βάση τις απαιτήσεις της συγκυρίας. Ιδιαίτερη προβολή και ζύμωση του στόχου του ενωτικού αντικαπιταλιστικού ψηφοδελτίου.


  • Ενεργό και σαφή στήριξη από την ΕΝΑΝΤΙΑ όλων των πρωτοβουλιών συσπείρωσης και δικτύωσης αντικαπιταλιστικών σχημάτων κοινωνικής δράσης. Η ΕΝΑΝΤΙΑ θα πρέπει να αναδειχτεί σε βασικό στήριγμα τέτοιων πρωτοβουλιών και να μην επιτρέψει στο χώρο του ΜΕΡΑ να παρουσιάζεται ως το μετωπικό σχήμα που αναφέρεται στηναυτοτέλεια των αντικαπιταλιστικών σχημάτων σε κοινωνικούς χώρους.


  • Προσπάθεια για ανάπτυξη δεσμών από τη μεριά της ΕΝΑΝΤΙΑ με όλο εκείνο το δυναμικό των αγωνιστών που αναφέρονται στη ριζοσπαστική αριστερά και την αυτοτέλειά τους και είναι ενεργοί σε νεολαΐστικα, εργατικά και τοπικά σχήματα και σήμερα μας αντιμετωπίζουν ακόμη με επιφύλαξη. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να πειστεί αυτό το δυναμικό όχι απλώς για την ειλικρίνεια των προθέσεων, αλλά και για τον πλούτο των πολιτικών προτάσεών που έχουμε. Και αυτό είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί και ως προς τη φυσιογνωμία της ΕΝΑΝΤΙΑ που πρέπει να αποπνέει στοιχεία μιας αντικαπιταλιστικής στόχευσης και προγραμματικής αναζήτησης που να συναντιέται με τις αγωνίες αυτού του δυναμικού.


  • Σαφή κατάδειξη ότι η ΕΝΑΝΤΙΑ όχι απλώς υπάρχει, αλλά και εξακολουθεί να αποτελεί ένα μαζικό συγκροτημένο πολιτικό σύνολο, ικανό να αναμετρηθεί με όποια πολιτική μάχη προκύψει.


  • Αναβάθμιση του πολιτικού λόγου και του προγραμματικού πλαισίου της ΕΝΑΝΤΙΑ: Αποσαφήνιση του αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού. Ενίσχυση του αντι-ΕΕ τόνου με σαφή θέση για την αποδέσμευση. Αναβάθμιση του αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού.

Αυτό σημαίνει ότι ο στόχος που έχουμε βάλει ως συλλογικότητα για μια άλλη ηγεμονία στη ριζοσπαστική αριστερά, που να συνδυάζει τη σαφή οριοθέτηση από το ρεφορμισμό, τη γραμμή μαζών και το ξεδίπλωμα του προγραμματικού πλούτου μιας σύγχρονης κομμουνιστικής φυσιογνωμίας πρέπει να περάσει και μέσα από την ΕΝΑΝΤΙΑ, ο λόγος, η στάση και τακτική της ΕΝΑΝΤΙΑ πρέπει να αποπνέουν στοιχεία αυτής της φυσιογνωμίας, μαζί με την απαραίτητη δέσμευση σε μια στρατηγική ανασύνθεσης.

Αυτό προφανώς και περνάει και μέσα από την προσπάθεια για τομές και υπερβάσεις και ως προς τη φυσιογνωμία της ΕΝΑΝΤΙΑ. Αυτό σημαίνει να υπερβούμε:

  • τα όρια ενός οικονομίστικου ακτιβισμού, χωρίς μεγάλο βάθος, στον οποίο κατατείνει κάποιες φορές το ΣΕΚ
  • την υποτίμηση του προγραμματικού στοιχείου και τη φετιχοποίηση συγκεκριμένων πρακτικών που σφραγίζουν την ΑΡΑΣ
  • την τάση των ανένταχτων να λειτουργούν με πολιτικά αντανακλαστικά
  • τις μηχανιστικές αναγνώσεις της ενιαιομετωπικής τακτικής που την κάνουν ακολουθητισμό στο ρεφορμισμό και τη γραφειοκρατία
  • την υποτίμηση κρίσιμων πολιτικών μετώπων όπως είναι η αντιιμπεριαλιστική πάλη

Αυτό περνάει και από μια άλλη δική μας τακτική παρουσία μέσα στην ΕΝΑΝΤΙΑ που να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, συστηματικότητα και προπάντων τη διατύπωση προτάσεων που να έχουν στοιχεία ολοκληρωμένου σχεδιασμού.

Σε αυτό το πλαίσιο ο γενικός μας σχεδιασμός για την ΕΝΑΝΤΙΑ έχει ως εξής:

Η γενική παρέμβαση της ΕΝΑΝΤΙΑ θα πρέπει να αρθρωθεί γύρω από δύο βασικές κατευθύνσεις

  • Από τη μια, τον πρωτοπόρο ρόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς στην ανάπτυξη μαζικών αντιστάσεων και κινημάτων.


  • Από την άλλη, τη συμβολή της στο να υπάρξει ενωτική κεντρική πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς, ακριβώς για να μπορέσει να κατοχυρωθεί ως πολιτικός χώρος και να μην αφήσει τις δυνάμεις του ρεφορμισμού να εγκλωβίσουν σήμερα αριστερές ριζοσπαστικές αναζητήσεις και αναγνωρίσεις. Σε αυτό κομβική είναι η προσπάθεια για ενωτικό ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές.

Όλα αυτά σημαίνουν για την ΕΝΑΝΤΙΑ στις ακόλουθες γενικές κατευθύνσεις:

  • Να επιμείνουμε στη βασική κατεύθυνση: Συγκρότηση της ΕΝΑΝΤΙΑ – Πολιτική παρέμβαση – Πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς
  • Να αναβαθμίσουμε την πολιτική παρέμβαση της ΕΝΑΝΤΙΑ στα μέτωπα της περιόδου, έτσι ώστε να ανακτήσει δεσμούς με το δυναμικό που τη στήριξε.
  • Να εξετάσουμε συστηματικά και μέσα από επαφές την κατάσταση στη Ριζοσπαστικής Αριστεράς και παράλληλα να δουλέψουμε στην κατεύθυνση να διαμορφώσουμε θετικούς συσχετισμούς για το κατέβασμα στις Ευρωεκλογές.

Σε αυτό το πλαίσιο ο πολιτικός βηματισμός μας πρέπει να είναι ο ακόλουθος:

  • Προχωράμε το επόμενο διάστημα σε τοπικές συνελεύσεις και τοπικές επιτροπές της ΕΝΑΝΤΙΑ, όχι με πνεύμα «διεκπεραιωτικό» ούτε για να συζητήσουμε τις αφισοκολλήσεις, αλλά ως διαδικασίες ανασυγκρότησης της ΕΝΑΝΤΙΑ και των πολιτικών δεσμών της με ένα κρίσιμο δυναμικό και χάραξης πολιτικής παρέμβασης.
  • Αξιοποιούμε τη ΔΕΘ ως πεδίο πολιτικής παρέμβασης και παρουσίας της ΕΝΑΝΤΙΑ, παράλληλα με την προσπάθεια να είναι μια πρώτη μεγάλη αντικυβερνητική διαδήλωση.
  • Διοργανώνουμε τις εκδηλώσεις της ΕΝΑΝΤΙΑ σε όλη την Ελλάδα το φθινόπωρο προβάλλοντας την πρόταση για τις Ευρωεκλογές και πιέζοντας και άλλους να πάρουν θέση. Χρειάζεται να υπάρξει ειδικός σχεδιασμός και κεντρικά και ανά πόλη για το πώς θα οργανωθούν αυτές οι εκδηλώσεις, ποιοι θα προσκληθούν να πάρουν θέση, για την ειδική απεύθυνση σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγωνιστών, για την όξυνση αντιθέσεων σε άλλες τάσεις.
  • Συνολικά, χρειάζεται χαρτογράφηση και κεντρικά και τοπικά όλου του δυναμικού που το αφορά η υπόθεση της ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και συστηματική ζύμωση μαζί της πρότασης της ΕΝΑΝΤΙΑ για να υπάρξει επιτέλους το ενωτικό ψηφοδέλτιο στις Ευρωεκλογές.
  • Μετά την ολοκλήρωση του κύκλου τοπικών εκδηλώσεων και επαφών με τις υπόλοιπες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να υπάρξει πρωτοβουλία για τη διοργάνωση ανοιχτών αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων με στόχο το κατέβασμα ενός ενωτικού αντικαπιταλιστικού ψηφοδελτίου στις επόμενες ευρωεκλογές. Η ΕΝΑΝΤΙΑ πρέπει να επιδιώξει να συνδιοργανωθούν οι συνελεύσεις αυτές από κοινού με τις υπόλοιπες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Είναι προφανές επίσης ότι θα πρέπει το φθινόπωρο η συλλογικότητα να πάρει έγκαιρα απόφαση για το τι θα κάνει στις ευρωεκλογές σε κάθε ενδεχόμενο.


Για την αναβάθμιση της πολιτικής λειτουργίας και συγκρότησης της Αριστερής Ανασύνθεσης.

(α) Για την τομεακή λειτουργία μας

Το τελευταίο διάστημα έχουν υπάρξει σημαντικά βήματα προόδου στην λειτουργία μας στους διάφορους τομείς και στην παρέμβασή μας σε κρίσιμα μέτωπα. Αυτό δεν αναιρεί, όμως, και προβλήματα στην όλη μας παρουσία.

Τομέας Νεολαίας

Ο Τομέας νεολαίας κατάφερε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει, όπως ήταν η συνέχιση της μάχης ενάντια στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, οι φοιτητικές εκλογές και η ενότητα ΕΑΑΚ – Γένοβα, η προσπάθεια για κινητοποιήσεις, αλλά και η προσπάθεια για ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού και η οργανωτική ανάπτυξη. Σημαντικό γεγονός και το ξεκίνημα μιας συγκροτημένης παρέμβασης στο στρατό. Σημαντική η σταθεροποίηση της έκδοσης του Εκ νέου.

Από την άλλη μεριά είναι ανάγκη να αναβαθμιστεί η παρέμβασή μας στη νεολαίας σε κρίσιμες πλευρές της:

  • Εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε παρέμβαση στο σύνολο της νεολαίας και όχι μόνο στη φοιτητική. Αυτό είναι πλευρά που πρέπει να αναβαθμιστεί.
  • Υπάρχει υστέρηση επεξεργασιών σε σχέση πιο στρατηγικές πλευρές της παρέμβασής μας στη νεολαία.
  • Υπήρξε σχετική υποτίμηση του ανοίγματος κρίσιμων μετώπων (ιδιωτικά ΑΕΙ)
  • Χρειάζεται περισσότερο συστηματική παραγωγή πολιτικού λόγου από τα καθοδηγητικά όργανα της νεολαίας.

Βασική πρόκληση για τον Τομέα Νεολαίας είναι και να επεξεργαστεί τη γραμμή για την αγωνιστική απάντηση στην τεράστια πρόκληση που θα είναι η νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ.

Ταυτόχρονα εξακολουθεί να είναι βασική προτεραιότητά μας η προσπάθεια να ανοιχτούμε στο μαθητικό χώρο καθώς και σε άλλες κατηγορίες νέων (ΙΕΚ κ.λπ.).

Τομέας Εργαζομένων

Στον τομέα εργαζομένων το τελευταίο διάστημα υπήρξε αναβάθμιση της παρέμβασης σε κρίσιμα μέτωπα:

  • Συμμετοχή στις απεργιακές κινητοποιήσεις


  • Στήριξη της Πρωτοβουλίας Σωματείων


  • Στήριξη των εργατικών σχημάτων


  • Καλύτερες πολιτικές σχέσεις με άλλες τάσεις και αγωνιστές

Υπήρξαν επίσης σημαντικές παρεμβάσεις κατά χώρους:

  • Συνέδριο ΑΔΕΔΥ: παρουσία, εκλογή (του χρόνου) σε Γενικό Συμβούλιο)
  • Υπουργείο Πολιτισμού / Δημόσιο: Εκλογικές επιτυχίες, απεργίες με σπάσιμο απαγόρευσης δικαστικής στην πράξη, ισχυρή παρουσία σε συνέδριο ΠΟΣΥΠΠΟ, δημιουργία σχήματος στην περιφέρεια Αττικής.
  • Τράπεζες: εκλογικές επιτυχίες, απεργίες για ασφαλιστικό, μάχη για συλλογική σύμβαση
  • Μηχανικοί: μάχη για συλλογική σύμβαση.
  • Αδιόριστοι εκπαιδευτικοί: ανασυγκρότηση ΠΕΑΕ, συνεχής ανάδειξη ζητημάτων, κινητοποίηση σε ΥΠΕΠΘ.
  • Δημόσια Εκπαίδευση: αναβάθμιση παρουσία, εκλογή σ. σε προεδρεία συλλόγων, συμμετοχή σε παρεμβάσεις α΄βάθμιας, παρουσία στα συνέδρια
  • Φροντιστήρια – ΟΙΕΛΕ: μαζική παρουσία, εκλογές, δικαίωση σε δικαστήριο
  • Φροντιστήρια Θεσσ/νίκης: εκλογές, ενεργοποίηση σ.
  • Δημοσιογράφους: συνέδριο ΠΟΕΣΥ, ενεργό συμμετοχή σε σχήματα.
  • Δικηγόροι: εκλογές συλλόγου νέων και ασκούμενων δικηγόρων.
  • Γιατροί: εκλογές Ιατρικού Συλλόγου με καλή παρουσία σ., Σημαντική αγωνιστική απόφαση στο συνέδριο της ΟΕΝΓΕ -νοσοκομειακοί γιατροί- όπου και δικοί μας σύνεδροι, απόφαση ανατροπής ξεπουλήματος.

Ωστόσο αποτελεί σοβαρό πρόβλημα η ασυνεχής λειτουργία του συντονιστικού του τομέα εργαζομενων καθώς και η σχετική χαλαρότητα στη σχέση των σ. του τομέα με τις κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες και πρακτικές της συλλογικότητας.

Το επόμενο διάστημα ο Τομέας Εργαζομένων θα πρέπει να αναβαθμίσει τη λειτουργία του ως προς τα ακόλουθα ζητήματα:

  • Ενίσχυση της λειτουργίας των πυρήνων
  • Ενίσχυση αναβάθμιση της λειτουργίας του συντονιστικού
  • Επεξεργασία σχεδιασμού παρέμβασης με ιεράρχηση στα βασικά μέτωπα της περιόδου.
  • Ειδική επεξεργασία και παρέμβαση για τρία κρίσιμα ζητήματα:
  • Λιτότητα - ακρίβεια και προετοιμασία κινητοποιήσεων.
  • Συντονισμένη παρέμβαση σε όλο το δημόσιο τομέα
  • Ανάπτυξη συνδικαλιστικών πρακτικών στον ιδιωτικό τομέα.
  • Άνοιγμα και σε άλλες εργασιακές κατηγορίες. Αυτό, άλλωστε, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό για την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης της οργάνωση και την προσπάθεια να αποκτήσει τόσο στην απεύθυνση όσο και στην σύνθεση περισσότερο λαϊκό χαρακτήρα.

Τομέας Συνοικιών

Εδώ έχουν υπάρξει σημαντικά βήματα προόδου, που έχουν αποτυπωθεί στη συγκροτημένη λειτουργία, στην επεξεργασία θέσεων σε κρίσιμα μέτωπα, στο κέρδισμα αγωνιστών, στην αναβάθμιση της παρουσίας μας σε κρίσιμα μέτωπα (Νότια, Ζωγράφου κ.ά)

Σημαντική επιτυχία υπήρξε και η συμβολή μας στην πρωτοβουλία για το συντονισμό των τοπικών κινήσεων και το πετυχημένο διήμερο που διοργάνωσε.

Οι προκλήσεις για τον τομέα συνοικιών βρίσκονται στην ενίσχυση αναβάθμισης της παρουσίας μας σε όσα σχήματα παρεμβαίνουμε, η πρωτοβουλία και για νέα όπου αυτό είναι εφικτό, η προσπάθεια να απαντηθούν αγωνιστικά οι νέες τομές που ετοιμάζονται (όπως το νέο χωροταξικό ή οι νέοι αυτοκινητόδρομοι). Καθώς και η έγκαιρη προετοιμασία της μάχης των επόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών.

Έντυπο:

Η διαρκής αναβάθμιση της ποιότητα του εντύπου δεν μπορεί να αναιρέσει το πρόβλημα που αντικειμενικά δημιουργεί η ασυνεχής σχετικά έκδοσή του. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να ανανεωθεί και να ενισχυθεί η συντακτική ομάδα.

Εσωτερική ζωή

Η αναβάθμιση της λειτουργίας της Λέσχης και οι πετυχημένοι κύκλοι εκδηλώσεων αποτελούν σαφή ένδειξη της δυναμικής που έχει αυτή η πλευρά της εσωτερικής μας ζωής, που συμβάλει σημαντικά και στη συγκρότησή μας και στην αύξηση της εμβέλειάς μας. Γι’ αυτό και χρειάζεται να δούμε τέτοιες πρακτικές και σε άλλες πόλεις.

Αυτή η αναβάθμιση της παρέμβασής μας αποτυπώθηκε και στον πετυχημένο κύκλο εκδηλώσεων για το Μάη του 68.

Θα πρέπει να ενισχυθεί, ανασυγκροτηθεί η ομάδα της Λέσχης και να γίνει έγκαιρα ο σχεδιασμός της θεματολογίας της επόμενης χρονιάς.

(β) Για τη λειτουργία των οργάνων

Το τελευταίο διάστημα έχουν παρουσιαστεί προβλήματα στη στελέχωση του γραφείου, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα να παίζει πλήρως το συντονιστικό του ρόλο και γι’ αυτό και πρέπει το ΚΣΟ εξέλεξε τους (...) στις κενές θέσεις του πανελλαδικού γραφείου για να μπορεί να λειτουργεί σε πλήρη σύνθεση.

(γ) Για τη συνδιάσκεψη

Η υπερφόρτωση της συλλογικότητας με πολιτικές δραστηριότητες σήμαινε ότι πήγε πίσω και η υπόθεση της συνδιάσκεψης. Οφείλουμε όμως να πάρουμε σαφή απόφαση για τον προγραμματισμό της συνδιάσκεψης, με βάση και τη φυσιογνωμία που έχουμε ήδη συζητήσει, ακριβώς γιατί θα μπορέσει να αποτελέσει και διαδικασία που θα εξοπλίσει τη συλλογικότητα για τις μάχες που έρχονται. Σε αυτό το πλαίσιο προτείνεται το ακόλουθο ενδεικτικό χρονικό πλαίσιο για να αποφασίσει το ΚΣΟ

  • Ολοκλήρωση συγγραφής προσχεδίων μέχρι αρχές Σεπτέμβρη


  • Έγκριση από ΚΣΟ μέχρι μέσα Οκτώβρη


  • Πραγματοποίηση συνδιάσκεψης 20-21 Δεκέμβρη