1. To βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συγκυρίας είναι αφενός η προσπάθεια των αστικών επιτελείων να βαθύνουν και να επιταχύνουν τις αναδιαρθρώσεις και τις «μεταρρυθμίσεις» και αφετέρου η διαπίστωση στοιχείων μιας έντονης μεταστροφής στους όρους εκπροσώπησης σημαντικού μέρους των λαϊκών τάξεων στο έδαφος όξυνσης αντιφάσεων στους όρους άρθρωσης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.

2. Ως προς το προχώρημα των αναδιαρθρώσεων πρέπει να πούμε ότι παρότι σε μεγάλο βαθμό οι επιτυχίες του ελληνικού καπιταλισμού στηρίχθηκαν στην εισαγωγή οργανωτικών και τεχνολογικών καινοτομιών και στη συστηματική αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, για να συνεχιστούν υψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης χρειάζονται και νέες τομές, πόσο μάλλον που ο ελληνικός αστισμός είναι αντιμέτωπος με ένα όλο και πιο πιεστικό και ανταγωνιστικό τοπίο:

  • Χρειάζεται να υλοποιηθούν όλες οι πολιτικές κατευθύνσεις ενίσχυσης της κερδοφορίας και ανοίγματος νέων πεδίων υπεραξίωσης του κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί την πολύ μεγάλη σημασία που δίνεται στις ιδιωτικοποιήσεις και τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
  • Χρειάζεται να εμπεδωθεί μια συνθήκη υπερεκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας. Αυτή παίρνει, με τη σειρά της διάφορες μορφές: Παρατεταμένη μισθολογική λιτότητα. Καταφυγή στην υπερεργασία. Μισθολογική υποτίμηση της διανοητικής εργασίας. Αξιοποίηση της φτηνής μεταναστευτικής εργασίας. Είναι σαφές ότι ο ελληνικός καπιταλισμός σήμερα, ακόμη και όταν στηρίζει την ανάπτυξή του σε πραγματικές αναδιαρθρώσεις, δεν επιθυμεί να χάσει ούτε το συγκριτικό πλεονέκτημα του χαμηλού εργατικού κόστους, ειδικά μάλιστα όταν σταδιακά θα υπάρχει και ο ανταγωνισμός από το χαμηλό κόστος εργασίας στις νεοεισελθείσες χώρες της Ε.Ε., ούτε τη δυνατότητα που έχει να αποσπά και επιπλέον κέρδη επιβαρύνοντας είδη βασικής κατανάλωσης.

3. Οι κατευθύνσεις αυτές γίνονται όλο και πιο επιτακτικές σε ένα τοπίο όπου διαφαίνεται η προοπτική σημαντικής οικονομικής ύφεσης. Παρότι διαφωνούμε με τον παραδοσιακό οικονομισμό και καταστροφισμό που σπεύδει σε κάθε επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης να διαπιστώνει την επιβεβαίωση της αμετάκλητης τάσης του καπιταλισμού προς την κατάρρευση, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε την όξυνση των αντιφάσεων του κυρίαρχου καθεστώτος συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Περισσότερες από δυο δεκαετίες αναδιαρθρώσεων, απελευθέρωσης αγορών και ροών εμπορευμάτων και κεφαλαίων, νεοφιλελεύθερης διαχείρισης δεν έχουν αναιρέσει την πιθανότητα τάσεων υπερσυσσώρευσης και αυτές δείχνουν να ενεργοποιούνται τώρα. Η διόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, με τη διαμόρφωση ολοένα και πιο περίπλοκων και σύνθετων δανειακών προϊόντων και χρηματοοικονομικών τεχνικών μπορεί κατά περιπτώσεις να λειτουργεί ανασταλτικά προς την εκδήλωση τάσεων υπερσυσσώρευσης, κυρίως επειδή μπορεί να προεπικυρώνει μελλοντικές αξίες, εντούτοις όταν οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στις πραγματικές τάσεις συσσώρευσης και το τι έχει προεπικυρωθεί ενταθούν, μπορεί να πυροδοτήσει τάσεις υπερσυσσώρευσης. Επιπλέον, και η άνοδος της τιμής των πρώτων υλών και ιδίως του πετρελαίου μπορεί επίσης να επιτείνει αντιφάσεις στους όρους συσσώρευσης. Σε αυτό το τοπίο έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον το πώς ακόμη και οι μέχρι πρότινος εκφραστές της πιο άτεγκτης νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας σπεύδουν να ανακαλύψουν εκ νέου τη σημασία της κρατικής παρέμβασης, είτε με τις ενέσεις ρευστότητας της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, είτε με κινήσεις όπως η εθνικοποίηση της χρεοκοπημένης τράπεζας Northern Rock από τη Βρετανική Κυβέρνηση.

Μένει επίσης να δούμε επίσης ποια θα είναι η μεσοπρόθεσμη απάντηση σε αυτές τις τάσεις υπερσυσσώρευσης και στην χρηματοπιστωτική κρίση: Θα είναι μια ακόμη βίαιη μεταφορά του κόστους στις πλάτες των εργαζομένων και αξιοποίηση της ύφεσης ως μηχανισμού οικονομικής και κοινωνικής πειθάρχησης ή υπάρχει να υπάρξουν ακόμη και βήματα προς κατευθύνσεις νεοκεϋνσιανών πολιτικών «τόνωσης της ζήτησης»;

Σε κάθε περίπτωση η κατεύθυνση που θα πάρουν τα πράγματα δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις ‘ενδογενείς’ τάσεις του συστήματος, αλλά πρωτίστως και από την εξέλιξη της ταξικής πάλης, των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Και αυτό είναι ακριβώς και το πολιτικό συμπέρασμα που πρέπει να αντιτάξουμε σε όλες τις παραλλαγές του οικονομισμού: τα ενδεχόμενα της ταξικής πάλης είναι ανοιχτά, σήμερα μπορούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες να επιβάλουν τροποποιήσεις και αλλαγές στρατηγικής στις δυνάμεις του κεφαλαίου.

4. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού εντάσσεται, όπως έχουμε τονίσει και σε άλλες τοποθετήσεις μας, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας περικοπής κοινωνικών δαπανών,αύξησης του πραγματικού βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, αναίρεσης των πολιτικών (και των προσδοκιών…) κοινωνικής αναδιανομής καθώς και επιβολής μιας συνθήκης μεγαλύτερης ανασφάλειας για τους εργαζομένους. Έρχεται να συναντηθεί με άλλες αναδιαρθρώσεις που είναι σε εξέλιξη όπως είναι η επέκταση των ελαστικών και επισφαλών μορφών εργασίας, η συστηματική προσπάθεια αποσύνδεσης των τίτλων σπουδών από εργασιακά δικαιώματα (και προσδοκίες ανοδικής κινητικότητας), η ένταση του κρατικού αυταρχισμού, η αποδιάρθρωση μεγάλου μέρους της φτωχομεσαίας αγροτιάς μέσα από προγράμματα σταδιακής κατάργησης καλλιεργειών. Αντιστοιχεί σε μια παράλληλες κινήσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση να απαντηθούν οι μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις των τελευταίων ετών με μια ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση της κυρίαρχης πολιτικής, κάτι που συμπυκνώνεται – υλικά και συμβολικά – στην εσπευσμένη επικύρωση της νέας αντιδραστικής ευρωσυνθήκης.

Σε αυτό το φόντο η κυβέρνηση επιλέγει να προχωρήσει με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς στην προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, επιμένοντας στον πυρήνα της πολιτικής της. Με αυτό τον τρόπο εκτιμά ότι θα μπορέσει να δείξει στα κέντρα εξουσίας ότι μπορεί να «παράγει έργο» και να προχωρά σε αναδιαρθρώσεις. Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός της είναι ότι παρά τις πολύ μεγάλες αντιδράσεις που υπάρχουν, υπάρχει περίπτωση αλλεπάλληλες ήττες των λαϊκών τάξεων να εμπεδώσουν τη νέα συνθήκη υπερκμετάλλευσης και να παγιώσουν τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Εκτιμά επίσης ότι η κρίση του ΠΑΣΟΚ της επιτρέπει να μη διακυβεύεται η πολιτική της πρωτοκαθεδρία, να έχει συγκριτικά μικρότερες απώλειες, να παραμένει πρώτο κόμμα και γι’ αυτό επιμένει στο δρόμο της «φυγής προ τα εμπρός» προσπαθώντας με κάθε τρόπο να περάσει το μεγαλύτερο μέρος των «μεταρρυθμίσεων». Γι’ αυτό το λόγο και σήμερα η βασική της τακτική θα είναι να ανοίξει και άλλα μέτωπα, να επιμείνει στη φυγή προς τα εμπρός, κίνηση που μπορεί να ανακοπεί μόνο εάν υπάρξουν κοινωνικές συγκρούσεις τέτοιας κλίμακας και έντασης που θα την αναγκάσουν σε υποχώρηση.

5. Σε αυτό το φόντο είναι που αποτυπώνονται το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα έντονες τάσεις αποστοίχισης από τα κόμματα του δικομματισμού και τάσεις μετατόπισης προς τα κόμματα της Αριστεράς και ιδιαίτερα το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η σχετική κρίση εκπροσώπησης δείχνει αυτή τη στιγμή να πλήττει περισσότερο το ΠΑΣΟΚ, σε βαθμό που να υπονομεύεται σημαντικά η παραδοσιακά ηγεμονική θέση του μέσα στα λαϊκά στρώματα. Ανεξαρτήτως συγκυριακών εξάρσεων, όλες οι ενδείξεις είναι ότι θα έχουμε μια μεσοπρόθεσμη εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ, σε βάρος πρωτίστως του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως της Νέας Δημοκρατίας. Αντίθετα, δεν έχουμε ενδείξεις ότι σήμερα η ακροδεξιά έχει κάποια ιδιαίτερη ενίσχυση, αντίθετα δείχνει να παραμένει στάσιμη. Άρα, συνολικά, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα οι τάσεις αποστοίχισης από τα κόμματα εξουσίας έχουν αριστερόστροφο πρόσημο.

6. Κατά τη γνώμη μας αυτά τα σημάδια τροποποίησης των σχέσεων εκπροσώπησης και κρίσης του δικομματισμού δεν θα πρέπει να ιδωθούν μόνο ως συγκυριακές τάσεις αλλά και ως συμπύκνωση βαθύτερων αντιφάσεων στους όρους άρθρωσης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.

Η βασική αιτία βρίσκεται στον τρόπο που σήμερα η ηγεμονική αστική στρατηγική αποτελεί (αλλά και βιώνεται έτσι σε επίπεδο συλλογικών αναπαραστάσεων) μια συστηματική αναίρεση συλλογικών προσδοκιών και δυνατοτήτων εξόδου από μια συνθήκη υπερκμετάλλευσης για μεγάλο μέρος όχι μόνο των εργατικών μαζών, αλλά και των νέων μικροαστικών στρωμάτων. Η ένταση της εκμετάλλευσης που αποτυπώνεται και στη συνεχή μείωση του μεριδίου του μισθού στο συνολικό προϊόν, παρά την αύξηση της παραγωγικότητας, η καθήλωση μεγάλου μέρους των μισθωτών, ειδικά του ιδιωτικού τομέα σε πολύ χαμηλά μισθολογικά επίπεδα, η επιδείνωση της κατάστασης από τις μαζικές αυξήσεις σε καταναλωτικά είδη πρώτης ανάγκης, η διαπίστωση ότι ακόμη και τα αυξημένα τυπικά και μορφωτικά προσόντα δεν αναιρούν τη μισθολογική υποβάθμιση και την εργασιακή ανασφάλεια, η επέκταση στοιχείων επισφάλειας της εργασίας, η διατήρηση υψηλών ποσοστών ανεργίας των νέων και των γυναικών, οι συνέπειες από την αναγκαστική υπερχρέωση των νοικοκυριών, η ολοένα και μεγαλύτερη καταφυγή στην υπερεργασία, όλα αυτά σηματοδοτούν όχι απλώς συνθήκη υπερεκμετάλλευσης αλλά και ένα συλλογικό βίωμα κοινωνικής υποβάθμισης ενίοτε και απαξίωσης. Η κατάσταση αυτή προφανώς και δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο της κοινωνικής συγκυρίας εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που κάνει, όμως, τα πράγματα διαφορετικά είναι ότι από τη μεριά των αστικών επιτελείων απουσιάζει εκείνο το θετικό πολιτικό όραμα, εκείνη η προοπτική έστω και φαντασιακής διεξόδου που θα μπορούσε να αναπληρώσει την πραγματική υλική υποβάθμιση.

Για ένα μεγάλο διάστημα, σχηματικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, κυρίως από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ φάνηκε να αρθρώνεται ένα σχετικά συνεκτικό ηγεμονικό πρόταγμα που συμπεριελάμβανε τον εκσυγχρονισμό, την ΟΝΕ και την «πραγματική σύγκλιση», ως όραμα οικονομικής αναβάθμισης που δικαιολογεί «αναγκαίες θυσίες», και την Ολυμπιάδα ως συμβολική στιγμή οικονομικού δυναμισμού (το όραμα της «Ισχυρής Ελλάδας»). Το όραμα αυτό έφτασε στα όρια του μέσα από την επιδείνωση της θέσης των μισθωτών, τις επιθετικές απόπειρες αναδιαρθρώσεων (π.χ. Ασφαλιστικό), την αδυναμία να υλοποιήσει μια υπόσχεση «ευημερίας», τη τρομαχτική ένταση της λιτότητας που συνεπαγόταν η εισαγωγή του Ευρώ. Η ΝΔ από την άλλη ακολούθησε μια τροχιά μετατοπίσεων: Ξεκίνησε με την «ήπια προσαρμογή», σε μεγάλο βαθμό μια προσπάθεια να καρπωθεί πλευρές της κοινωνικής δυσαρέσκειας, για να μετατοπιστεί πολύ γρήγορα σε μια κατεύθυνση «μεταρρυθμίσεων» και επιθετικών τομών, καταλήγοντας σε μια ‘θατσερικού’ τύπου προσπάθεια να επενδύσει πολιτικά στις ίδιες τις τομές. Σε αυτό το φόντο ιδιότυπης στρατηγικής αμηχανίας σε επίπεδο συστήματος, σε συνδυασμό με την επιστροφή έντονων μορφών κοινωνικού διεκδικητισμού (ο ανοιχτός ακόμη αγωνιστικός κύκλος που άνοιξε το 2005), η ΝΔ κερδίζει τις εκλογές, περισσότερο γιατί ο αντίπαλός της έχει μεγαλύτερες αντιφάσεις από την ίδια, και επενδύει πολιτικά και πάλι στη λογική της «φυγής προς τα εμπρός» και των «μεταρρυθμίσεων», έστω και εάν αυτή η τακτική τελικά μπορεί να επιτείνει τα προβλήματα που γεννά η σχετική κρίση εκπροσώπησης που αποτυπώνεται στην εντεινόμενη κοινωνική διαμαρτυρία. Ο πολιτικός υπολογισμός της ΝΔ, όπως και των κέντρων εξουσίας που σπρώχνουν σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ότι η εμπέδωση των τομών, θα δημιουργήσει και ανατροπή των τάσεων αποστοίχισης, έστω και με τη μορφή της αποδιάρθρωσης των συλλογικών αναπαραστάσεων των λαϊκών τάξεων. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να συμβεί το ακριβώς αντίθετο: μέσα από την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων να ανασυνταχθούν δεσμοί συλλογικότητας και αλληλεγγύης.

7. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δώσουμε στις μετατοπίσεις που υπάρχουν ως προς την αντικειμενική θέση αλλά και τις σχέσεις εκπροσώπησης κρίσιμων κοινωνικών κατηγοριών. Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις μεταστροφές παίζουν και οι μετατοπίσεις σε ό,τι αφορά τους όρους αναγνώρισης των νέων μικροαστικών στρωμάτων. Ενώ σε προηγούμενες περιόδους έγινε προσπάθεια αυτά τα στρώματα να λειτουργούν ως κοινωνικό στήριγμα της κοινωνικής συμμαχίας του εκσυγχρονισμού, κυρίως μέσα από την αναπαραγωγή έστω και φαντασιακών προοπτικών ανοδικής κινητικότητας, σήμερα τα στρώματα αυτά σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουν συνθήκη πίεσης και υποβάθμισης και η πολιτική μετατόπισή τους επηρεάζει σημαντικά και το συνολικό κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο επικαθορισμός και των σχέσεων εκπροσώπησης και των όρων άρθρωσης της αστικής ηγεμονίας από τις εξελίξεις σε χώρους νεολαίας, αλλά και σε χώρους νέων εργαζομένων. Η συνεχής διάψευση κοινωνικών προσδοκιών, η αντίφαση ανάμεσα στα αυξημένα προσόντα και τις υποβαθμισμένες εργασιακές απολαβές (αυτό που ονομάστηκε η «γενιά των 700 ευρώ»), η αντικειμενική επίδραση από όλα τα κινήματα νεολαίας (τα μέλη της ηλικιακής κατηγορίας 18-34 έχουν άμεση εμπειρία τουλάχιστον μίας από τις μεγάλες εκρήξεις της νεολαίας από το 1990 και μετά), η αναζήτηση μορφών συλλογικότητας (έστω και μέσα από την αξιοποίηση του επικοινωνιακού δυναμικού των νέων τεχνολογιών), όλα αυτά επιτρέπουν και την εμφάνιση διεκδικητικών πρακτικών και την ενεργό συμμετοχή σε κινήματα και τη μεγαλύτερη έλξη μορφών πολιτικού ριζοσπαστισμού, την ίδια στιγμή που αποτελούν τις γενιές που – σε αντίθεση με τις προηγούμενες – δεν αισθάνονται την ήττα και την κατάρρευση των ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς ως άμεσο δικό τους βίωμα και ευθύνη.

14. Το στοιχείο, όμως, αυτό του κοινωνικού διεκδικητισμού θα πρέπει να το δούμε και στην πιο συνολική του διάσταση. Αποτυπώνεται στο δυναμισμό που έχουν την τελευταία διετία όλες οι μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, στη μαζικότητα που έχουν οι κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό, παρ’ όλα τα προβλήματα που γεννά η προδοτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, στην κλίμακα που παίρνουν άλλες μορφές διεκδίκησης – π.χ. κινητοποιήσεις για το περιβάλλον (Καβάλα κ.α.) –, στην ανάπτυξη αυθόρμητων αντανακλαστικών αλληλεγγύης.

9. Σε αυτό το φόντο η κινητοποίηση για το ασφαλιστικό έχει ιδιαίτερη σημασία ακριβώς γιατί δείχνει τη δυναμική που έχουν οι κινητοποιήσεις και το γεγονός ότι στο φόντο της αποδοκιμασίας της κυρίαρχης πολιτικής οι πολιτικές στρατηγικές «φυγής προς τα εμπρός» μπορούν να αποδειχτούν «αδύναμος κρίκος» της κυβερνητικής στρατηγικής. Ανεξαρτήτως της έκβασης της ίδιας της συνδικαλιστικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και το νομοσχέδιο, η ουσία είναι ότι για την κυβέρνηση η κλίμακα της αντιπαράθεσης και το μέγεθος της αντιπαράθεσης, με αποκορύφωμα τηντεράστια διαδήλωση στις 19/03 αποτέλεσε πολιτική ήττα της κυβέρνησης και πλήγμα στην πολιτική της. Εάν μάλιστα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είχε διαλέξει την ηττοπαθή τακτική η γενική απεργία να μπει στο τέλος της διαδικασίας ψήφισης και εάν είχαν υπάρξει και άλλες μεγάλες ομοσπονδίες που να είχαν μπει σε ρότα κινητοποιήσεων διαρκείας, είναι σαφές ότι τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμη πιο σημαντικά. Και πρέπει να πούμε ότι ούτε το ΠΑΜΕ δοκίμασε σε χώρους που ελέγχει να προχωρήσει σε πιο αποφασιστικές κινητοποιήσεις, ούτε η Αυτόνομη Παρέμβαση κράτησε διαφορετική στάση. Αντίθετα, ο χώρος των παρεμβάσεων είχε καθοριστική παρέμβαση στους κλάδους που μπήκαν σε κινητοποίηση (ΟΤΑ, Τράπεζες κ.α.) καθώς και πρωτοπόρο ρόλο σε όλες τις πρακτικές αλληλεγγύης (όπως ήταν η περιφρούρηση στην χωματερή). Γι’ αυτό και λέμε ότι σήμερα μια μάχιμη κατεύθυνση μετά και το τέλος αυτού του κύκλου κινητοποιήσεων δεν μπορεί να είναι απλώς μια καταγγελία του ρόλου της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αντίθετα, πρέπει να δοθεί ένας τόνος ότι η μάχη συνεχίζεται, ότι ο πόλεμος δεν τέλειωσε, ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα εάν ο υποταγμένος συνδικαλισμός είχε μια άλλη στάση και τακτική, ότι παρ’ όλα αυτά δεν ήταν ένας χαμένος αγώνας. Αντίθετα, όχι μόνο η μάχη του ασφαλιστικού έχει και επόμενες φάσεις αλλά και υπάρχουν και επόμενα ανοιχτά μέτωπα για το εργατικό κίνημα: Το ασφαλιστικό του δημοσίου. Η μάχη της ΕΓΣΕΕ και συνολικά των συλλογικών συμβάσεων. Η μάχη των ιδιωτικοποιήσεων στον ΟΤΕ και στην Ολυμπιακή. Αλλά και ευρύτερα υπάρχει η πρόκληση η δυναμική που καταγράφηκε στις μεγάλες απεργίες να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά στους χώρους δουλειάς και να οδηγήσει σε μια πραγματική αναγέννηση ταξικών συνδικαλιστικών πρακτικών και στην ανάπτυξη μαζικών συνδικαλιστικών πρακτικών, ειδικά σε χώρους όπου σήμερα δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση και κάλυψη.

Συνολικότερα, μέσα από και από τη δυναμική των κινητοποιήσεων, αλλά και τις αντιφάσεις σε αυτές και το άνισο ξεδίπλωμα των κινητοποιήσεων, αναδεικνύονται σημαντικές προκλήσεις: Με ποιο τρόπο σήμερα θα μπορέσει να αναδειχθεί ένα πρότυπο σύγχρονου ταξικού συνδικαλισμού που να μπορέσει να καλύψει τις μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων που σήμερα είναι πρακτικά εκτός συνδικαλιστικού κινήματος, τόσο στρώματα της διανοητικής εργασίας, όσο και πρώτιστα προλεταριακά στρώματα; Με ποιο τρόπο το συνδικάτο θα ξαναγίνει σήμερα βασικό πεδίο ξεδιπλώματος του ταξικού αγώνα; Πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε όρους υπέρβασης του κατακερματισμού που η ίδια η αστική κίνηση αναπαράγει; Η ανάδυση όρων ενότητας των δυνάμεων της εργασίας (ως εν δυνάμει συμμαχία ανάμεσα σε εργατικά στρώματα και στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης) μέσα από την επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου ανοίγει νέες δυνατότητες σε αυτή την κατεύθυνση. Το να είναι η επαναστατική αριστερά πρωτοπόρα σε αυτή την προσπάθεια ανασυγκρότησης θα της δώσει και άλλους όρους απεύθυνσης και εκπροσώπησης συνολικά των λαϊκών στρωμάτων.

10. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι είναι οι συνέπειες από την όξυνση των αντιφάσεων της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, στο έδαφος της επιδείνωσης της θέσης ευρύτερων τμημάτων και της εργατικής τάξης και των νέων μικροαστικών στρωμάτων, αλλά και υπό τον επικαθορισμό από την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, που οδηγούν στη μετατόπιση προς τα Αριστερά, τουλάχιστον σε επίπεδο εκλογικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, ο χώρος της ακροδεξιάς παραμένει στάσιμος, αδυνατώντας να ωφεληθεί από την αποδοκιμασία των κομμάτων του δικομματισμού.

11. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και τις αντικειμενικές αντιφάσεις αυτής της «στροφής προς τα Αριστερά». Παρότι καταγράφεται αγωνιστικότητα, διάθεση αντίδρασης, δυσαρέσκεια προς το επίσημο σκηνικό, αποτυπώνονται επίσης και συντηρητικά ή φοβικά αντανακλαστικά σε κρίσιμες πλευρές της κοινωνικής ζωής. Κομμάτια νεολαίας πολώνονται σε πιο ριζοσπαστικές μορφές πολιτικής πρακτικής, ωστόσο για μεγάλο μέρος των εργαζομένων τα ιδεολογικά αποτελέσματα της προηγούμενης ιστορικής κρίσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος παραμένουν ενεργά. Η αριστερή αντι-ηγεμονία, με την έννοια της παρέμβασης στους όρους αναπαραγωγής του «κοινού νου», του πυρήνα των συλλογικών αναγνωρίσεων και αναπαραστάσεων, παραμένει ζητούμενο και όχι δεδομένο.

12. Βασικός κερδισμένος αυτής της τάσης ενίσχυσης της Αριστεράς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η δυναμική του δείχνει ότι εκτός των άλλων τροποποείται και ο συσχετισμός ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ και ευρύτερα ο ιστορικά διαμορφωμένος συσχετισμός ανάμεσα στην «ανανεωτική» και την «ορθόδοξη» παραλλαγή του ελληνικού ρεφορμισμού. Σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ έχουν και οι αλλαγές στους όρους πολιτικής αναγνώρισης και εκπροσώπησης τωννέων μικροαστικών στρωμάτων στις οποίες αναφερθήκαμε και πιο πάνω. Ιδιαίτερη σημασία έχει η πολύ μεγάλη αύξηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σε κομμάτια νεολαίας και μένει να δούμε ένα αυτή η ενίσχυση θα σημαίνει και διεκδίκηση από το ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεμονίας στους χώρους αναπαραγωγής της σπουδάζουσας νεολαίας απέναντι στην ΚΝΕ και τα ΕΑΑΚ. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε αντικειμενικές τάσεις και τον τρόπο που ως πολιτικός σχηματισμός είναι τοποθετημένος σε καλή θέση και για την υποδοχή ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και για το άνοιγμα στη νεολαία. Στηρίζεται όμως και σε μια επικοινωνιακή καταιγίδα, που σε μεγάλο βαθμό αντανακλά και την προσπάθεια των κέντρων εξουσίας και των ιδεολογικών μηχανισμών αφενός να διαμορφώσουν εναλλακτικά σενάρια εξουσίας (άρα νέου τύπου εκδοχές κεντροαριστερής διακυβέρνησης) αφετέρου να πιέσουν και το χώρο του ΠΑΣΟΚ να ανασυγκροτηθεί υπό το βάρος της απειλής και να αποτελέσει ξανά εναλλακτική λύση. Αντανακλά ταυτόχρονα και μια συνολικότερη τάση αποστοίχισης από το δικομματισμό στο πλαίσιο και της ανάδειξης εντονότατων αντιφάσεων και ρηγμάτων στους όρους άρθρωσης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.

13. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ ταυτόχρονα αναδεικνύει όλο και περισσότερο τις αντιφάσεις και τα όρια της στρατηγικής του. Είναι σαφές ότι η στρατηγική του ΣΥΝ είναι σαφώς αυτή μιας αριστερόστροφης κινηματικής σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, είναι ένας αριστερός κυβερνητισμός. Είναι σαφές ότι δεν είναι στρατηγική «κεντροαριστερής κυβέρνησης» αλλά είναι στρατηγική διαχείρισης, στρατηγική ρεφορμιστική και στρατηγική που μπορεί να αποτελέσει βασιλική οδό και τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Απουσιάζει επίσης από το λόγο ακόμη και εκείνη η μηχανιστική διαλεκτική ανάμεσα στην κυβέρνηση της αριστεράς και το σοσιαλισμό που χαρακτήρισε ακόμη και τις χειρότερες εκδοχές του κομμουνιστικού ρεφορμισμού της δεκαετίας του 1970 και 1980 (π.χ. αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό). Αυτό που μένει είναι γενικολογίες περί της «νέας ατζέντας» και της «εναλλακτικής λύσης». Ακόμη περισσότερο είναι ένας λόγος που ταυτίζει τους αναγκαίους μέσα στην περίοδο αντινεοφιλελεύθερους στόχους που θέλουμε να επιβάλουμε στις αστικές κυβερνήσεις ως βελτίωση της θέσης των εργαζομένων με την πρόταση εξουσίας της Αριστεράς. Με μια έννοια αντίφαση σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι όσο περισσότερο ανοίγεται στην κοινωνία τόσο περισσότερο το βλέπει αυτό ως υποχρέωση για ένα λόγο πιο ‘ρεαλιστικό’ και περισσότερο ‘υπεύθυνο’ και αυτό που θεωρεί ότι είναι η τομή που φέρνει, ότι δηλαδή αναφέρεται στην αριστερά ως πρόταση εξουσίας, είναι ταυτόχρονα και ο αδύναμος κρίκος της στρατηγικής του. Αυτό αποτυπώνεται και στη στάση μέσα στα κινήματα, όπου η γενική επίκληση των «κινημάτων» δεν μεταφράζεται σε ανάλογη πραγματική στήριξή τους, ενώ σε ελάχιστους κλάδους πραγματικά παίρνει πρωτοβουλίες κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων με τους συνδικαλιστές της Αυτόνομης Παρέμβασης συχνά να συμπορεύονται με την ΠΑΣΚΕ. Η αντίληψη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα μια βαθιά κοινοβουλευτική αντίληψη διαχείρισης, που όχι μόνο δεν αρθρώνεται σε μια στρατηγική αμφισβήτησης του σκληρού πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, αλλά ούτε και διατυπώνει μια στρατηγική για το πώς σήμερα θα μπορέσουν οι αγώνες να κερδίζουν και να αλλάζουν πραγματικά τη ζωή όσων συμμετέχουν σε αυτούς. Αντίθετα, οι αγώνες αντιμετωπίζονται πολύ περισσότερο ως εφαλτήριο κοινοβουλευτικής ενίσχυσης και ως βολικό σκηνικό σε μια κλασικού τύπου κοινοβουλευτική ανάθεση.

14. Οι τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στο ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν προς το παρόν όχι μόνο να αποδέχονται το νέο πλαίσιο, αλλά ακόμη και να μετατρέπονται σε απολογητές της στρατηγικής της νέας ηγεσίας του. Προφανώς και ασκούν κριτική στον «κυβερνητισμό», αλλά ταυτόχρονα δεν αποτολμούν να αποκοπούν από ένα εγχείρημα με πραγματική δυναμική. Ταυτόχρονα, η ανάδειξη του Τσίπρα στην ηγεσία και η προσπάθεια και οργανωτικής αναβάθμισης του Συνασπισμού, μέσα από μια προσπάθεια μαζικής ένταξης μελών, αντικειμενικά πιέζει και τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μια που το ειδικό βάρος τους μειώνεται, έστω και σε πρώτη φάση τους δίνει τη δυνατότητα να ελπίζουν περισσότερο σε πιθανές εκλογές. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την ιδιαίτερη προσπάθεια που κάνουν σε σχέση με τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση γύρω από την ιδιότητα του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ. Προς το παρόν πάντως η ηγεσία του Συνασπισμού επενδύει στο ΣΥΡΙΖΑ και δείχνει να σέβεται και τις «ευαισθησίες» των συμμάχων, κάτι που φάνηκε και από τον όλο πολιτικό τόνο που δόθηκε στη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, τις ομόθυμες καταγγελίες της «κεντροαριστεράς», τις αναφορές στο «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία» κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση στο όλο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτυπώνεται το επόμενο διάστημα η αντιφατικότητα που προκύπτει ως αποτέλεσμα της ταλάντευσης από τη μια προς βαθιά ρεφορμιστικές θέσεις, το ενδεχόμενο της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, τη λογική των «υπεύθυνων» τοποθετήσεων και από την άλλη προς θέσεις και τοποθετήσεις που θα προσπαθούν να αντιστοιχούν προς τις δυναμικές που αναπτύσσονται στην κοινωνία.

15. Η κρίση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να συνεχίζεται και αυτό φάνηκε και στη μικρή συμμετοχή στις εκλογές για τους αντιπροσώπους του συνεδρίου. Προκύπτει πρωτίστως από την προφανή αδυναμία του να λειτουργήσει ως αντιπολιτευτικός πόλος και από την αποξένωση όλο και μεγαλύτερου τμήματος της εκλογικής του βάσης. Φάνηκε επίσης και από τη δυσκολία να μπορέσει το Συνέδριό του να λειτουργήσει ως πεδίο άρθρωσης μιας εναλλακτικής αντιπολιτευτικής στρατηγικής. Σε αυτό το επίπεδο η αναζήτηση του ενός ή του άλλου ‘επικοινωνιακού’ τεχνάσματος και το ξεδίπλωμα προσωπικών στρατηγικών επιβίωσης των στελεχών του απλώς επιτείνουν το πρόβλημα. Αντανακλά τη βαθύτερη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας σε όλη την Ευρώπη και τον τρόπο που αυτή σήμερα αποξενώνεται από μέρος της κοινωνικής βάσης καθώς προσυπογράφει πλήρως τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

16. Το ΚΚΕ βρίσκεται επίσης σε αμηχανία. Η απομονωτική τακτική του και ο βαθύτερος συντηρητισμός σήμερα το αποκόβει από μια δυνατότητα παρέμβασης σε ένα δυναμικό το οποίο αποστοιχίζεται από το ΠΑΣΟΚ και βλέπει το ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύεται από αυτό ακριβώς το δυναμικό, τάση που θα ενισχύεται όσο το ΚΚΕ επιμένει να μην μπορεί να πάρει θέση στο ερώτημα της ενωτικής δράσης. Σημειώτεον, ότι το ΚΚΕ βιώνει αυτές τις εξελίξεις ως μια ιστορική ανατροπή συσχετισμών δεκαετιών μέσα στην Αριστερά και αυτό μπορεί να εξηγήσει την οξύτητα της πολεμικής του. Και πρέπει να πούμε ότι σήμερα το ΚΚΕ διαψεύδεται και στην εκτίμησή του ότι οι αγώνες δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα και στον πολιτικό υπολογισμό ότι ο «συνεπής» λόγος του τον έκαναν το πιο βολικό κόμμα υποδοχής της δυσαρέσκειας ή της κρίσης του ΠΑΣΟΚ. Έχει ενδιαφέρον να δούμε αυτό τι αντίκτυπο θα έχει τόσο στην εσωτερική του συζήτηση όσο και στην τακτική του μέσα στο κίνημα, καθώς από ό,τι φαίνεται οι πρώτοι κραδασμοί υπάρχουν (παράδειγμα οι εξελίξεις στη σπουδάζουσα) αν και μέχρις στιγμής το κλίμα οργανωτικής σκλήρυνσης δεν επιτρέπει οι όποιες αντιρρήσεις να πάρουν χαρακτηριστικά συνολικής αμφισβήτησης της κυρίαρχης γραμμής, παρότι μέχρι στιγμής η βασική κατεύθυνση είναι η ακόμη μεγαλύτερη αναδίπλωση στη γραμμή της απομόνωσης, της άρνησης ενωτικών πρωτοβουλιών, της καταγγελίας όλων των υπολοίπων.

17. Ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς βρίσκεται επίσης σε αμηχανία που οδηγεί σε διαφόρων ειδών αμηχανίες και αναδιπλώσεις:

  • Η αίσθηση ότι ο «χώρος» δεν έχει προοπτική μεταφράζεται συχνά σε μια «αίγλη» ρητή ή άρρητη, της προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
  • Αντίστοιχα, η προσπάθεια πολιτικής οριοθέτησης απέναντι στην «παναριστερά» μεταφράζεται συχνά σε μια προσπάθεια μίμησης πρακτικών τύπου ΠΑΜΕ, ή σε μια διάχυτη τοποθέτηση ότι το ΠΑΜΕ δεν είναι μια ηττοπαθής και διασπαστική πολιτική επιλογή, αλλά μια ορθή κατεύθυνση που δεν έχει πάρει ακόμη τόσο αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά όσο θα έπρεπε.
  • Συχνά αποτυπώνονται πολλαπλές αναδιπλώσεις σε πρακτικές αυτοαναφορικές: Η λογική των ιστορικών ρευμάτων, η ασφάλεια της «μικρής κλίμακας», ο φετιχισμός με συμβολικές οριοθετήσεις και «διατυπώσεις» σε κείμενα, η διατκής αναζήτηση στρατηγικών διαφορών, πρώτιστα με τις άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι μερικά τέτοια παραδείγματα.
  • Οι δυσκολίες στην επεξεργασία γραμμής σε μεγάλα και ιστορικά σχήματα του χώρου των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων – κινήσεων, όπως είναι αυτά του χώρου της εκπαίδευσης, με την ταλάντευση ανάμεσα στον περιορισμό σε μια αγωνιστική εκδοχή του υπάρχοντος συνδικαλισμού και την απογείωση σε έναν αβάσιμο κινηματικό μαξιμαλισμό, αποτυπώνουν επίσης την αμηχανία και την αδυναμία επεξεργασίας πολιτικής κατεύθυνσης.
  • Η πίεση που ασκεί η ενδυνάμωση του ρεφορμισμού (ΚΚΕ και ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ) και η κατάκτηση από πλευράς του αναφορών και πρακτικών που όρισαν τη ριζοσπαστική αριστερά για δεκαετίες οδηγούν σε αναδιπλώσεις που καταλήγουν σε τελική ανάλυση να ενισχύσουν την ανάδυση μιας «δεξιάς» εκδοχής (ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) σε μια συγκυρία γεμάτη δυνατότητες για την ανάδυση μιας μαζικής αυτοτελούς ριζοσπαστικής αριστεράς.

18. Από την άλλη μεριά θετικό στοιχείο για την επαναστατική αριστερά ήταν η κοινή δράση στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις, μέσα από την έκδοση μετά από καιρό κοινών κειμένων των παρεμβάσεων και κυρίως μέσα από την παρουσία και την κινητοποίηση της Πρωτοβουλίας Σωματείων. Η Πρωτοβουλία Σωματείων έδειξε ότι μπορεί ο χώρος της επαναστατικής αριστεράς να έχει μέσα στο εργατικό κίνημα μια παρουσία που να είναι διακριτή ως προς την κινηματική μαχητικότητα και την ολόπλευρη αντιπαράθεση με τις αντεργατικές πολιτικές και ταυτόχρονα να είναι μαζική στην απεύθυνση, ενωτική ως προς τη συμμετοχή σε μαζικές κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια, ικανή να οικοδομεί συμμαχίες και με άλλες τάσεις. Και αναμφίβολα είναι πολιτική κατάκτηση ότι μέσα σε μεγάλες κινητοποιήσεις ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν ταλανίστηκε από προηγούμενες διχογνωμίες σε σχέση με χωροταξικά ζητήματα, αλλά μπόρεσε να έχει μια σχετικά συγκροτημένη παρουσία.

19. Μέσα σε όλο αυτό το πολιτικό τοπίο το ερώτημα που τίθεται είναι ποια μπορεί να είναι μια αποτελεσματική αριστερή στρατηγική. Είναι σαφές ότι δεν δίνει προοπτική στις υπαρκτές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που αναπτύσσονται απλώς το ενδεχόμενο η αριστερά να αποτελέσει συγκυριακή διέξοδο για το σύστημα και προσθήκη νομιμοποίησης σε νέες εκδοχές σοσιαλδημοκρατίας, και όλα αυτά σε ένα τοπίο όπου δεν θα ανακόπτονται οι ήττες για το λαϊκό κίνημα. Η μεγάλη πρόκληση είναι σήμερα διπλή:

·Από τη μια η σημερινή τάση διαμαρτυρίας, διεκδίκησης και αποστοίχισης από την κυρίαρχη πολιτική να μετατραπεί σε μόνιμη και σταθερή δυναμική ανατροπής του σημερινού καθεστώτος αναπαραγωγής των δυνάμεων της εργασίας, για να αντιστραφεί η πολλαπλή κοινωνική υποβάθμιση της εργαζόμενης πλειοψηφίας:

oγια το να σπάσει ο φαύλος κύκλος της υπερεκμετάλλευσης, της ανασφάλειας και της υπερεργασίας και να υποχρεωθούν οι αστικές δυνάμεις και σε πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων.

oγια να αντιστραφεί η τάση των ιδιωτικοποιήσεων,

oγια να ανατραπούν κρίσιμες αναδιαρθρώσεις στους χώρους της παιδείας και της υγείας

oγια να κατοχυρωθεί ο δημόσιος χαρακτήρας κρίσιμων πεδίων και μορφές κοινωνικού ελέγχου,

oγια να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος,

oγια να υπερασπιστούμε τους ελεύθερους χώρους και το περιβάλλον,

oΣυνολικά για να βρεθεί το λαϊκό κίνημα σε καλύτερη θέση οξύνοντας τις αντιφάσεις του συστήματος.

·Από την άλλη να μπορέσουν μέσα σε όλη αυτή τη συγκυρία όχι μόνο να διαμορφωθούν στοιχεία μιας αριστερής αντι-ηγεμονίας, που σημαίνει εκπροσώπηση από την Αριστερά στο όνομα του κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι απλώς της «οργής», αλλά και την δυνατότητα, έστω και προοπτικά, η Αριστερά να θέσει με πραγματικούς όρους το ερώτημα της εξουσίας, το ερώτημα της αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, το ερώτημα του σοσιαλισμού.

20. Με βάση το πώς απαντάμε σε αυτή την πρόκληση είναι που πρέπει να κρίνουμε και τις διαφορετικές παραλλαγές της Αριστεράς:

·Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για «εναλλακτική κυβερνητική λύση της Αριστεράς» σε κανένα βαθμό δεν μπορεί να αποτελέσει διέξοδο σε αυτές τις δυναμικές. Ο λόγος είναι ότι παραβλέπει και υποτιμά την ίδια την υλικότητα του κράτους και των στρατηγικών που υλοποιούνται εξής, που έχουν την ικανότητα να ηγεμονεύουν πάνω στους επίδοξους διαχειριστές τους. Το κράτος δεν είναι ουδέτερο εργαλείο αλλά συμπύκνωση της ταξικής κυριαρχίας των καπιταλιστών και ως εκ τούτου δεν μπορεί απλώς να το ‘χρησιμοποιήσει’ η Αριστερά. Γι’ αυτό και μια τέτοια πολιτική πρόταση ενέχει τον κίνδυνο να φαλκιδεύσει μια υπαρκτή κοινωνική και πολιτική δυναμική, αλλά και να οδηγήσει και σε λογικές μιας νέας «κεντροαριστεράς». Αυτή η τοποθέτηση παραβλέπει τον καθοριστικό ρόλο που πρέπει να έχουν μέσα στη συγκυρία οι μαζικοί αγώνες, τα ισχυρά κινήματα και η αναγκαία ανεξαρτησία της αριστεράς από το κράτος, αλλά και σιωπά απέναντι στο πραγματικό ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στην αριστερή κυβέρνηση και τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Επιπλέον, αποπτωχεύει ακόμη και το ίδιο το περιεχόμενο των άμεσων αντινεοφιλελεύθερων στόχων μέσα στη συγκυρία περιορίζοντάς τους μόνο στην υπεράσπιση του «δημόσιου» έναντι του «ιδιωτικού» και παραβλέποντας άλλες κρίσιμες πλευρές τέτοιων μεταρρυθμίσεων (αμφισβήτηση πλευρών της καπιταλιστικής λειτουργίας, κοινωνικός έλεγχος κ.λπ.)

·Η πρόταση του ΚΚΕ για «λαϊκή εξουσία και οικονομία» στην πραγματικότητα δεν απέχει και αυτή πολύ από μια πρόταση κυβερνητικής διαχείρισης, έστω και εάν είναι πολύ πιο σαφής ως προς ορισμένα πολιτικά αιτήματα. Αποπνέει τη αίσθηση ότι είναι μια πρόταση «κοινωνικής προκοπής» και όχι κοινωνικού μετασχηματισμού. Δεσμεύει επίσης ένα κοινωνικό δυναμικό σε μια κοινοβουλευτική λογική. Και βέβαια όλα αυτά γίνονται ακόμη χειρότερα, όταν αναλογιστούμε ότι για το ΚΚΕ η όλη πρόταση της «λαϊκής εξουσίας» γίνεται περισσότερο ως «υποθετικός λόγος του μη πραγματικού», δηλαδή ως μια πρόταση του «πώς θα ήταν τα πράγματα εάν…» και ενισχύει τη βασική κατεύθυνση του ΚΚΕ μέσα στην περίοδο που είναι η ηττοπαθής λογική της απλής συγκέντρωσης δυνάμεων.

21. Απέναντι και στις δύο αυτές προτάσεις είναι σαφές ότι παραμένει ενεργό το ερώτημα μιας άλλης στρατηγικής τοποθέτησης. Αυτό δεν μπορεί να οριστεί απλώς ως μια ιδεολογικού τύπου αναφορά στην «επανάσταση» και την «ανατροπής», αλλά πολύ περισσότερο ως η επανακατοχύρωση του επαναστατικού δρόμου, της αντικαπιταλιστικής προοπτικής ως της μόνης που μπορεί να εξασφαλίσει και τα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας. Αυτό σήμερα σημαίνει μια σειρά από βασικές πολιτικές και ιδεολογικές οριοθετήσεις:

·Σήμερα η αριστερά και με δεδομένη την ομογενοποίηση των κομμάτων εξουσίας και τη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί παρά να επανακατοχυρώνει την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία της απέναντι στο κράτος και όλες τις εκδοχές διαχείρισης, στο όνομα της αναγκαίας σύγκρουσης των λαϊκών συμφερόντων με την κυρίαρχη στρατηγική, όπως αυτή υλοποιείται και αποτυπώνεται και στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών.

·Σήμερα η αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι μια πρωτοπόρα δύναμη πολιτικής και κοινωνικής και αντιπολίτευσης, μια δύναμη επίμονης και καθημερινής μαχητικής σύγκρουσης με όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές, μια δύναμη οικοδόμησης μαζικών και νικηφόρων κινημάτων. Οι αναγκαίες μέσα στη συγκυρία μεταρρυθμίσεις και τομές προς όφελος των λαϊκών τάξεων δεν θα έρθουν επειδή η αριστερά θα αναλάβει την ευθύνη της διαχείρισης, αλλά επειδή θα διαμορφωθεί ένας ασφυκτικός κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός δύναμης που θα υποχρεώσει τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους πολιτικούς εκπροσώπους του να προχωρήσει σε αυτές τις μετατοπίσεις και θα αναδείξουν ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης. Ας μην ξεχνάμε ότι και η προηγούμενη φάση μεταρρυθμίσεων που βελτίωσαν τη θέση των λαϊκών τάξεων (σχηματικά και απλουστευτικά η ανάδυση του «κοινωνικού κράτους»), δεν ήταν αποτέλεσμα της διαχείρισης της εξουσίας από την Αριστερά, αλλά της ύπαρξης επαναστατικών κινημάτων, του φόβου των αστών μπροστά στο συνδυασμό της οικονομικής κρίσης και της ταξικής διεκδικητικότητας, της όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων

·Σήμερα η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι μια δύναμη αντικαπιταλιστική, μια δύναμη που δεν περιορίζει τον ορίζοντα της πολιτικής διεκδίκησης μέσα στα όρια του καπιταλισμού, που επεξεργάζεται πλευρές και στοιχεία ενός σχεδίου για τον κομμουνισμό, ενός πολιτικού σχεδίου για την όξυνση των ταξικών αγώνων, την κατάληψη της εξουσίας (προφανώς και με ιστορικά πρωτότυπους δρόμους) και την εκκίνηση μιας ιστορικής περιόδου αναμετρήσεων και μετασχηματισμών που θα αμφισβητήσουν τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Η ήττα των ιστορικών πειραμάτων μετάβασης δεν απέδειξε το ατελέσφορο χαρακτήρα των επαναστάσεων, αλλά τον ανοιχτό και αστάθμητο χαρακτήρα της ταξικής πάλης και των διακυβευμάτων της.

·Σήμερα η Αριστερά δεν μπορεί παρά να προσπαθεί να επεξεργάζεται συγκεκριμένα και απτά πολιτικά σχέδια και διεκδικητικά πλαίσια που να δίνουν πραγματική προοπτική στο ότι σήμερα οι λαϊκές τάξεις μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους με τους αγώνες, που να αναδεικνύουν ότι είναι εφικτό κρίσιμες πλευρές της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής να λειτουργήσουν με τρόπο μη καπιταλιστικό, που να δείχνουν ότι αριστερή στρατηγική δεν σημαίνει απλώς «περισσότερη ευημερία» αλλά ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός.

Από μια τέτοια τοποθέτηση προκύπτει ότι σήμερα αποκτά ιδιαίτερη σημασία η συγκρότηση εκείνου του πολιτικού χώρου της Αριστεράς που κατεξοχήν θα συγκρούεται με αυταπάτες διαχείρισης και θα επιμένει στην αντικαπιταλιστική προοπτική, η διαμόρφωση εκείνου του ρεύματος μέσα στην Αριστερά και μέσα στην κοινωνία που θα συμπυκνώνει και θα μετασχηματίζει σε μαζική γραμμή τις παραπάνω στρατηγικές οριοθέτησης, το ξεδίπλωμα εκείνων των πολιτικών και κινηματικών πρακτικών που θα αναδεικνύουν τη δυναμική μας τέτοιας πρότασης και θα τροποποιούν συσχετισμούς και μέσα στην Αριστερά και μέσα στηνκοινωνία.

22. Σε αυτό το φόντο το ερώτημα της ανεξαρτησίας και της αυτοτέλειας της επαναστατικής αριστεράς αποκτά ταυτόχρονα στρατηγικό βάθος και συγκυριακή επικαιρότητα. Το στρατηγικό βάθος αφορά ακριβώς την διακριτότητα που έχει ένα πολιτικό σχέδιο για την ανατροπή από όλες τις παραλλαγές ρεφορμισμού, ακόμη και αριστερόστροφου. Η συγκυριακή επικαιρότητα είναι ότι ακριβώς σήμερα που υπάρχουν έστω και αντιφατικά σημάδια μετατόπισης προς τα αριστερά, είναι που πρέπει αυτή η μετατόπιση να μπολιαστεί με στοιχεία μιας αντικαπιταλιστικής προοπτικής.

Υπάρχει βέβαια και η αντίρρηση ότι σήμερα στοιχεία μιας τέτοιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής μπορούν να βρουν ακροατήριο καλύτερα μέσα σε πλατύτερες ενότητες της Αριστεράς όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχουν και καταρχήν διαφοροποιήσεις από «κεντροαριστερές λογικές». Μόνο που μια τέτοια θέση αντικειμενικά θα εγκλωβίσει ένα δυναμικό στην ηγεμόνευση από τη λογική του αριστερού κυβερνητισμού. Αυτό με τη σειρά του θα σημαίνει ότι οι σημερινές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές δεν μπορέσουν να παγιωθούν και να βαθύνουν, πράγμα που θα προϋπέθετε το μπόλιασμα με στοιχεία αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, και τελικά θα κινδυνεύουν να ηττηθούν και να ενσωματωθούν. Ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσουν να υπάρξουν μετατοπίσεις και στον κύριο όγκο της Αριστεράς είναι να υπάρχει μια ισχυρή επαναστατική αριστερά, αυτοτελής στις πολιτικές μορφές, πλούσια στο στρατηγικό της περιεχόμενο, αποτελεσματική στην ικανότητά της να συγκροτεί σχέσεις εκπροσώπησης με πρωτοπόρα κομμάτια των λαϊκών τάξεων.

Εξυπακούεται ότι αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της επαναστατικής αριστεράς δεν σημαίνει σεχταρισμό. Ο σεχταρισμός μπορεί να οριστεί ακριβώς ως η μηχανιστική μεταφορά των αναγκαίων πολιτικών οριοθετήσεων και διαφοροποιήσεων μέσα στην Αριστερά σε ρήξεις μέσα στο ίδιο το κίνημα. Αντίθετα, η αναγκαία συγκρότηση ενός διαφορετικού πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι με συγκεκριμένες προτάσεις αγωνιστικής ταξικής ενότητας μέσα στα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα της περιόδου, πάλη για τη μέγιστη συσπείρωση και τη μέγιστη αποτελεσματικότητα στα κοινωνικά κινήματα.

23. Και είναι ακριβώς αυτή η ανάδειξη και στρατηγικά και συγκυριακά της ανάγκης για μια αυτοτελή και ανεξάρτητη επαναστατική αριστερά που επιβάλλει να πάμε κόντρα στο κλίμα αναδίπλωσης και αμηχανίας που σήμερα χαρακτηρίζει το χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Επιμένουμε ότι ο χώρος της επαναστατικής αριστεράς όχι μόνο παραμένει αναντικατάστατος αλλά και μπορεί να έχει πραγματική και μεγάλη δυναμική:

  • Η κρίση του δικομματισμού και η αποστοίχιση μεγάλων τμημάτων των λαϊκών τάξεων και της νεολαίας δημιουργεί πολιτικό ακροατήριο και πεδίο απεύθυνσης όχι μόνο για το ρεφορμισμό αλλά και για την επαναστατική αριστερά. Μέσα σε μια συγκυρία που κομμάτια εργαζομένων και νέων πηγαίνουν «προς τα αριστερά» μπορούμε να ανοιχτούμε ως ρεύμα, να ενισχυθούμε, να διευρύνουμε την επιρροή μας.

  • Οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες που είναι μπροστά μας με δεδομένη και την παρουσία ισχυρών σχημάτων της επαναστατικής αριστεράς σε χώρους νεολαίας, εργαζομένων και στο τοπικό επίπεδο, ανοίγουν περιθώριο σε σχήματα και αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε μεγάλους αγώνες.


  • Τα αντικειμενικά όρια και ο βαθιά ρεφορμιστικός προσανατολισμός των κομμάτων της Αριστεράς αντικειμενικά σημαίνουν ότι υπάρχει ένα κομμάτι του «λαού της αριστεράς» που θα ήθελε να ακούσει ένα λόγο πιο μαχητικό, αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό που να συναντιέται με την αγωνία του για μια αριστερά της ανατροπής και όχι της διαχείρισης.


  • Το στοίχημα της ενότητας της επαναστατικής αριστεράς δεν έχει παιχθεί τα τελευταία χρόνια (με τη σύντομη και εντός συγκεκριμένων ορίων εξαίρεση της Πρωτοβουλίας Αγώνα, που ήταν κινηματική και όχι πολιτική πρωτοβουλία) με μαζικούς όρους και μπορεί να έχει πραγματική δυναμική, εξακολουθεί να αφορά χιλιάδες αγωνιστές σε όλη την Ελλάδα. Επιπλέον ένα τέτοιο ενωτικό εγχείρημα αντικειμενικά θα ασκούσε πίεση και σε εκείνα τα κομμάτια αγωνιστών και εκείνες τις τάσεις που σήμερα ενσωματώνονται στο πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.


  • Το πολιτικό κλίμα και η αντικειμενική πίεση από τη δυναμική άλλων σχεδίων για την Αριστερά αντικειμενικά ανοίγει και τη συζήτηση για τη φυσιογνωμία της επαναστατικής αριστεράς και διαμορφώνει περιθώρια να δώσουμε πολύ πιο αποφασιστικά και από καλύτερους όρους τη μάχη για μια φυσιογνωμία ταυτόχρονα ριζοσπαστική και μαζική που να οριοθετεί και απέναντι στο ρεφορμισμό και απέναντι στο σεχταρισμό.

Με βάση τα παραπάνω η πολιτική μας κατεύθυνση δεν μπορεί αυτή την περίοδο να είναι ούτε μια κατεύθυνση εσωστρέφειας και απλής διαχείρισης, ούτε μια αμυντική τακτκή για να κερδίσουμε πολιτικό χρόνο θεωρώντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτή την περίοδο τομή μέσα στην επαναστατική αριστερά.

·Να πάμε κόντρα στην «αυθόρμητη τάση» του κατακερματισμού και της αμηχανίας.

·Να αρνηθούμε την «αυτονόητη» αλήθεια ότι δεν μπορεί να περπατήσει η υπόθεση του πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

·Να έχουμε την αυτοπεποίθηση –και να εμπνεύσουμε και ένα ευρύτερο δυναμικό με αυτή την αυτοπεποίθηση– ότι μπορεί να υπάρξει έστω και αντιφατικούς όρους πλατιά ενότητα της επαναστατικής αριστεράς, κοινό κατέβασμα και κοινή δράση μέσα στα κοινωνικά κινήματα.

24. Προφανώς και ξέρουμε τις δυσκολίες, τις αποκλίσεις, τους αριστερισμούς που σήμερα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Γιατί σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα του χώρου της επαναστατικής αριστεράς δείχνει περισσότερο να προσπαθεί αμυντικά να προσπαθεί να απαντήσει σε ένα τοπίο που αλλάζει, παρά με τολμηρές και αποφασιστικές πρωτοβουλίες να δοκιμάζει να επανακατοχυρώσει τη δυναμική που μπορεί να έχει ως ρεύμα:

·Ο μ-λ χώρος επιμένει στην αναδίπλωση γύρω από τον εαυτό του και στην οριοθέτηση απέναντι σε ενωτικές πρωτοβουλίες στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο.

·Ο χώρος του ΜΕΡΑ στην πρόσφατη πανελλαδική του συνέλευση έδειξε ατολμία να πάρει αποφασιστικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της ενωτικής δράσης με άλλες τάσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ενώ δείχνει να επικαθορίζεται και από το βόλεμα ορισμένων τάσεών του στην ευκολία και σιγουριά της μικρής κλίμακας. Παρά τις φωνές που ακούστηκαν για την ανάγκη να αντιστραφεί μια ατελέσφορη και αδιέξοδη πολιτική άρνησης της συνεργασίας ιδίως με την ΕΝΑΝΤΙΑ, στην τελική απόφαση αποτυπώνεται η απουσία αυτοκριτικής για την αρνητική στάση του καλοκαιριού και η αυτοαναφορική λογική ότι «αρκεί η καλύτερη συγκρότηση του ΜΕΡΑ». Επιπλέον, εξακολουθεί η προσπάθεια οριοθέτησης απέναντι στις δυναμικές άλλων προτάσεων στην αριστερά και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ να μη γίνεται στο έδαφος μαχητικών πρωτοβουλιών που να ανοίγονται προς την κοινωνία και να οξύνουν και τις αντιφάσεις του ρεφορμισμού, αλλά πρωτίστως μέσα από τη φοβική αντιμετώπιση άλλων τάσεων της Ρ.Α. και ιδίως όσων συμμετέχουν στην ΕΝΑΝΤΙΑ ως «υποψηφιων να πάνε στο ΣΥΡΙΖΑ».

·Η ΕΝΑΝΤΙΑ βρίσκεται επίσης – καιμε δική μας ευθύνη πρέπει αυτοκριτικά να υπογραμμίσουμε – σε μια σχετική στασιμότητα και δεν έχει γίνει το εργαλείο πολιτικών πρωτοβουλιών που θα θέλαμε. Η απουσία από τη δική μας πλευρά μιας σαφούς και συγκεκριμένης πρότασης για το τι πρέπει να κάνει η ΕΝΑΝΤΙΑ, οι ταλαντεύσεις ή οι διαφορετικές ιεραρχήσεις των υπόλοιπων τάσεων, οι διαφωνίες σε ερωτήματα όπως τα εθνικά, η αδυναμία άλλων τάσρων να ιεραρχήσουν τη σημασία της Ευρωσυνθήκης, καθώς και η αντιφατική στάση απέναντι στο εάν και κατά πόσο σήμερα η ΕΝΑΝΤΙΑ θα μιλήσει επιθετικά για την ανάγκη μιας ενωτικής δυναμικής συνολικά στο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όλα αυτά συντέλεσαν σε ένα σχετικό μπλοκάρισμα της ικανότητας της ΕΝΑΝΤΙΑ να ορίζει την ατζέντα μέσα στη αντικαπιταλιστική αριστερά.

·Δεν είναι τυχαίο επίσης στο ίδιο κλίμα της διαχείρισης της αμηχανίας μπορούν να ενταχθεί και προτάσεις όπως αυτή της ΑΡΑΣ για «σύγκλιση» μαζί μας που ορίζεται απλώς μια αυτοαναφορική σε τελική ανάλυση πρόταση να «γίνουμε περισσότεροι» όσοι μοιραζόμαστε τις ίδιες ιδεολογικές αφετηρίες και αδυνατεί να κατανοήσει ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι «αθροίσεις» αλλά τομές και προτάσεις ανασύνθεσης.

25. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα δεν μπορούμε να διαλέξουμε μόνο αμυντικές τακτικές ή απλώς να εντοπίζουμε τα υπαρκτά προβλήματα που σήμερα διαπερνούντο χώρο της επαναστατικής αριστεράς. Αντίθετα, σήμερα πρέπει αποφασιστικά να αναμετρηθούμε με τη μόνη πολιτική κατεύθυνση που μπορεί να δώσει απάντηση στην αμηχανία του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς και να δώσει προοπτική: τη διαμόρφωση ενός αναγνωρίσιμου πλατιού πολιτικού σημείου αναφοράς της ριζοσπαστικής αριστεράς, ξεκινώντας από την προσπάθεια για κοινή δράση και κοινό εκλογικό κατέβασμα του χώρου της ΕΝΑΝΤΙΑ και του χώρου του ΜΕΡΑ, παράλληλα με την προσπάθεια αυτή η σύγκλιση δυνάμεων και ρευμάτων να μπορεί να έχει και μια πρωτοπόρα μαζική δράση μέσα στα κινήματα.

Το να ανοίξει αυτή η συζήτηση σήμερα και να καταγραφεί πάνω από ένα χρόνο πριν από τις Ευρωεκλογές ότι η επαναστατική αριστερά είναι αποφασισμένη να κατέβει ενωτικά στις εκλογές και να λειτουργήσει όλη την επόμενη περίοδο με τρόπο συντονισμένο θα μπορέσει να δώσει πολιτικό σημείο αναφοράς σε ένα ευρύτερο δυναμικό και να σπάσει το κλίμα αμηχανίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα δοθεί και η μάχη για μια μάχιμη φυσιογνωμία. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει εάν αυτή η συζήτηση δεν είναι απλώς μια «συζήτηση επιτελείων» αλλά μια μαζική διαδικασία που να δίνει περιθώρια στράτευσης και συνδιαμόρφωσης σε ένα ευρύτερο δυναμικό.

Η εμπειρία των αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων του καλοκαιριού υποδεικνύει μια μεθοδολογία την οποία πρέπει και πάλι να δοκιμάσουμε και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Όχι βέβαια με την έννοια της διαμόρφωσης απλών πεδίων αδιέξοδης αντιπαράθεσης, αλλά πολύ περισσότερο με την επίγνωση ότι σήμερα οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης, συντονισμού, κοινής δράσης και κοινής εκλογικής καταγραφής δεν θα πρέπει να είναι απλώς μια «κίνηση κορυφής» και μια «συμφωνία επιτελείων», αλλά η διαμόρφωση ενός ενωτικού πεδίου όπου ένα ευρύτερο μαζικό δυναμικό θα μπορεί να παρεμβαίνει, να συνεισφέρει, να συνδιαμορφώνει κατευθύνσεις, ακριβώς δηλαδή η υλοποίηση μιας κατεύθυνσης δημοκρατικής μορφής μετωπικής ενότητας.

Μια τέτοια προοπτική, ειδικά εάν συνδυαζόταν με την ολόπλευρη στράτευση σε όλες τις μεγάλες κινητοποιήσεις που είναι σε εξέλιξη, θα ξαναέδινε ελπίδα, θα έδινε την αίσθηση ότι μπορούμε να αντισταθούμε στην πλαγιοκόπηση από τις δυνάμεις του ρεφορμισμού, θα επέτρεπε την με άλλους όρους εκπροσώπηση των αντικαπιταλιστικών πολιτικών και ιδεολογικών αναγνωρίσεων.

26. Αυτή η πρόταση δεν σημαίνει ότι δεν θα γίνονται μάχες ενάντια σε λανθασμένες απόψεις, ότι δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις ή ανοιχτά ερωτήματα στρατηγικής και τακτικής. Μόνο όμως μέσα από αναγκαστικά αντιφατικές διεργασίες θα μπορέσει να υπάρξει μια διαφορετική κατάσταση. Επιμένουμε στη διαλεκτική «ενότητα – φυσιογνωμία», δίνουμε καθημερινά τη μάχη για να ηγεμονεύουν πλευρές μιας μαζικής γραμμής, δεν κάνουμε υποχωρήσεις, ειδικά στο μαζικό χώρο σε κρίσιμες πλευρές της μαζικής γραμμής και δεν απεμπολούμε τη βασική κατεύθυνση της αγωνιστικής ταξικής ενότητας και της πλατιάς συσπείρωσης γύρω από σημαντικά επίδικα. Δεν απεμπολούμε τη γραμμή που κωδικοποιήθηκε ως «μεταβλητή γεωμετρία». Ταυτόχρονα, όμως, έμπρακτα προσπαθούμε και να συγκροτήσουμε ένα κεντρικό πολιτικό σημείο αναφοράς, ένα πολιτικό ορόσημο, μια μετωπική «ομπρέλα» που θα δίνει το στίγμα ότι όλη αυτή η διεργασία και η συζήτηση και στους κοινωνικούς χώρους και κεντρικά έχει άξονα και κεντρική πολιτική κατεύθυνση. Η αναμέτρηση με την αντιφατικότητα του χώρου της επαναστατικής αριστεράς θα πρέπει σήμερα να γίνει στο έδαφος μιας κεντρικής ενωτικής πολιτικής διαδικασίας, ακριβώς γιατί μέσα στη συγκυρία, τις ευκαιρίες και τις δυσκολίες που αναδεικνύονται, χρειάζεται να μπορεί αυτός ο χώρος να κατοχυρώσει και την αυτοτέλεια και τη δυναμική του.

Και γι’ αυτό το λόγο το άνοιγμα της προγραμματικής συζήτησης είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίο. Όχι μόνο αμυντικά – για να απαντήσουμε στην υποκατάσταση του αριστερού προγράμματος από τον απλό μαξιμαλισμό – αλλά και γιατί σήμερα σε αυτό το πεδίο είναι που μπορούν να υπάρξουν και βαθύτερες διαχωριστικές γραμμές με όλες τις παραλλαγές του ρεφορμισμού.

Ταυτόχρονα, το άνοιγμα και αυτής της προγραμματικής και φυσιογνωμικής συζήτησης είναι και αυτό που θα επιτρέψει και να ιεραρχήσουμε και τις αντιθέσεις εντός της επαναστατικής αριστεράς. Γιατί ακριβώς επειδή σήμερα επιμένουμε σε μια διαλεκτική τοποθέτηση (και για την ενότητα αλλά και για τη φυσιογνωμία της επαναστατικής αριστεράς) χρειάζεται να έχουμε ένα πολύ σαφές περίγραμμα για τους προγραμματικούς άξονες που σήμερα προκρίνουμε ως βάση για την ενότητα της επαναστατικής αριστεράς. Ενότητα μέσα από την διαπάλη και διαπάλη με κατεύθυνση την ενότητα, αυτή τη διαλεκτική σύλληψη πρέπει να έχουμε.

27. Συνολικά, μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί:

·Να επιχειρήσει να εκπροσωπήσει πραγματικά συμφέροντα μαζών.

·Να μας δώσει κατεύθυνση και βηματισμό.

·Να κάνει την ΕΝΑΝΤΙΑ αυτό που πραγματικά πρέπει να είναι: πολιτικό εργαλείο για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς με ορίζοντα την αυτοαναίρεσή της.

·Να περπατήσει πάνω στο πρότυπο των αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων δοκιμάζοντας και πάλι το δρόμο της ανοιχτής και δημόσιας συζήτησης.

·Να ξανακερδίσει ένα ανένταχτο δυναμικό που βλέπει το χώρο με δυσπιστία εξαιτίας της αποτυχίας να υπάρξει συνεννόηση μπροστά στις εκλογές.

·Ναμπορέσει να αποτελέσει παρέμβαση στη συζήτηση που διεξάγεται στο χώρο του ΜΕΡΑ και να ξεπεράσει την αμηχανία του. Μπορεί να ασκήσει συντροφική ενωτική πίεση και προς το χώρο του ΚΚΕ (μ-λ).

·Να διαμορφώσει εξαρχής και σε θετική κατεύθυνση το ίδιο το πεδίο της συζήτησης

Χρειάζεται να υπάρξει δημόσια τοποθέτηση της Αριστερής Ανασύνθεσης σε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις και την ανάγκη τολμηρών βημάτων για την ανάδειξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε διακριτό πόλο. Πρέπει να σπάσουμε το κλίμα αμηχανίας που επεκτείνεται ύστερα από την εκλογή Τσίπρα σε διάφορα κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και να μπορέσουμε να δώσουμε προοπτική σε ένα ευρύτερο δυναμικό. Την ίδια κατεύθυνση να προσπαθήσουμε να κάνουμε και κεντρική κατεύθυνση του ΕΝΑΝΤΙΑ το επόμενο διάστημα.

28. Σε αυτό το φόντο ιδιαίτερη σημασία έχει και η πρότασή μας για Πρωτοβουλία για την Ευρωσυνθήκη. Η τοποθέτησή μας για πλατιά πρωτοβουλία γύρω από το τρίπτυχο «Όχι στην ΕΕ – Όχι στην Ευρωσυνθήκη – Δημοψήφισμα τώρα» μαζί με θέση κοινής δράσης με όσους είναι αντίθετη, επιτρέπει μια πλατιά πρωτοβουλία της ριζοσπαστικής αριστεράς, ικανή να πιέσει και άλλους χώρους, και η οποία ταυτόχρονα θα μπορέσει να αποτελέσει και πεδίο δοκιμασίας μιας πολιτικής συνεργασίας ενόψει και Ευρωεκλογών. Σε αυτή τη μάχη θα μετρήσουν ιδιαίτερα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά του ενωτικού καλέσματος και η αντι-ΕΕ θέση θα πρέπει να είναι γειωμένη στην αντίθεση στις πολιτικές της Ε.Ε. και να επικεντρώνει στην αποκάλυψη της προβληματικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει τη μετεξέλιξη της Ε.Ε. σε «Ευρώπη των Λαών».

29. Ειδικά για το ΕΝΑΝΤΙΑ ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσει να ηγεμονεύσει μια τέτοια κατεύθυνση και να δεσμευτούν όλες οι τάσεις και οι συνιστώσες στην προοπτική ενωτικών πολιτικών πρωτοβουλιών είναι ακριβώς να ξαναζωντανέψει η πολιτική συζήτηση στο ΕΝΑΝΤΙΑ. Η υπέρβαση της ΕΝΑΝΤΙΑ δεν θα γίνει με το να διολισθήσουμε στην αποδιάρθρωση, αλλά μέσα από βήματα που θα τη συγκροτούν ως φορέα πολιτικών πρωτοβουλιών. Αυτό δεν σημαίνει μόνο μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στο επίπεδο του συντονιστικού, αλλά και άνοιγμα δημόσιας πολιτικής συζήτησης σε αυτή την κατεύθυνση, ξεκινώντας από την πραγματοποίηση παναθηναϊκής συνέλευσης. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει και να ξεμπλοκάρει και η λειτουργία της ΕΝΑΝΤΙΑ και να υπάρξει συμβολή της σε κρίσιμες πολιτικές πρωτοβουλίες όπως είναι αυτή της Ευρωσυνθήκης.

30. Τα βασικά σημεία μιας τέτοιας πολιτικής τοποθέτησης και αντίστοιχα μιας πρότασης προς τις δυνάμεις και τους αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς θα πρέπει να είναι:

Να πούμε όχι στον αριστερό κυβερνητισμό του ΣΥΡΙΖΑ επιμένοντας στη θέση ότι η Αριστερά οφείλει να είναι σήμερα δύναμη κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης για να μπορέσει να βάλει το θέμα αύριο όχι της «εναλλακτικής λύσης» αλλά της αντικαπιταλιστικής προοπτικής.

Να πούμε όχι στον απομονωτισμό, τον οικονομισμό και τη λογική ήττας του ΚΚΕ.

Να επιμείνουμε ότι μόνο μια επαναστατική αριστερά μπορεί σήμερα να δώσει προοπτική και στην έννοια της αριστεράς και διέξοδο στις αγωνίες εκείνων των κομματιών που σήμερα γυρίζουν την πλάτη στο επίσημο πολιτικό σκηνικό.

Να επιμείνουμε ότι η αριστερά δεν είναι «εικόνα» ούτε «lifestyle» αλλά πραγματική κοινωνική δυναμική μέσα σε νικηφόρους αγώνες και πραγματική αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας.

Να προβάλλουμε την ανάγκη να ανοίξει τώρα ανοιχτά και δημόσια η συζήτηση για την κεντρική πολιτική ενότητα και την κοινή εκλογική καταγραφή της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς και την ανάγκη συσπείρωσης, κοινής δράσης και παρέμβασης και ανάδειξης της διακριτότητας και της αναγκαιότητας αυτού του ρεύματος

Σήμερα οφείλουμε με τη μεγαλύτερη τόλμη να αναδείξουμε ξανά την επαναστατική αριστερά σε ένα διακριτό πολιτικό πόλο, πρωτοπόρο όχι μόνο στους νικηφόρους κοινωνικούς αγώνες αλλά και στην αναζήτηση της αντικαπιταλιστικής προοπτικής. Και αυτό σημαίνει συγκεκριμένα βήματα.

·Κοινή δράση στα μεγάλα μέτωπα ξεκινώντας από τη μεγάλη μάχη του ασφαλιστικού – Κοινή άρθρωση μιας πρότασης αγωνιστικής ταξικής ενότητας για τη νίκη των αγώνων και την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων – Στήριξη της Πρωτοβουλίας Σωματείων – Στήριξη των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων – κινήσεων – Πρωτοπόρος ρόλος στην αλληλεγγύη στους αγώνες και στην ανάπτυξη μαζικών κινηματικών πρακτικών σε όλα τα μέτωπα της περιόδου.

·Κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες ξεκινώντας από την ανάγκη για μια πλατιά πολιτική πρωτοβουλία που να πει «όχι στην ΕΕ – όχι στην Ευρωσυνθήκη – Δημοψήφισμα τώρα».

·Συστηματική προσπάθεια για την επεξεργασία στοιχείων μαζικής και νικηφόρας γραμμής σε όλα τα κινήματα, σε ρήξη και με την ενσωμάτωση και με το σεχταρισμό.

·Άνοιγμα του δημόσιου διαλόγου για τα μεγάλα στρατηγικά, προγραμματικά και θεωρητικά ζητήματα μιας σύγχρονης αριστεράς

·Άνοιγμα τώρα, με τρόπο δημόσιο και ανοιχτό, τόσο κεντρικά όσο και τοπικά, της συζήτησης για την κεντρική πολιτική παρουσία για κοινό εκλογικό κατέβασμα στις Ευρωεκλογές, του χώρου του ΜΕΡΑ, του χώρου της ΕΝΑΝΤΙΑ αλλά και ενός ευρύτερου δυναμικού συλλογικοτήτων και αγωνιστών που αναφέρονται στην αντικαπιταλιστική αριστερά.

31. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να στρατευτούμε ως συλλογικότητα και το σύνολο της πολιτικής μας παρέμβασης να εξυπηρετεί αυτή την κατεύθυνση:

·Το περιοδικό με μάχιμο τρόπο θα πρέπει να επανασταθεροποιήσει την κυκλοφορία του και να αποτελέσει βασικό όχημα για το ζύμωμα της πολιτικής μας κατεύθυνσης.

·Ο τομέας εργαζομένων θα πρέπει να συνεχίσει τα βήματα συγκρότησής του και να έχει πρωτοπόρο ρόλο στις ενωτικές παρεμβάσεις στους εργατικούς αγώνες.

·Ο τομέας συνοικιών θα πρέπει να συνεχίσει την κρίσιμη συμβολή του στην άρθρωση μιας αριστερής κατεύθυνσης πάνω στα ζητήματα του χώρου και στο μάχιμο συντονισμό των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

·Ο Τομέας νεολαίας να επεξεργαστεί στοιχεία πολιτικής κατεύθυνσης όχι μόνο για το νέο γύρο κινηματικής αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, αλλά και για το πώς θα επανακατοχυρωθούν τα σχήματα της ΕΑΑΚ ως το βασικό πεδίο στράτευσης της ριζοσπαστικής σπουδάζουσας νεολαίας.

·Οι εκδηλώσεις και τα σεμινάρια για το Μάη του 68 να αποτελέσουν εφαλτήριο για την προβολή όχι μόνο της ιστορικότητας αλλά και της επικαιρότητας μιας σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς.

·Η Συνδιάσκεψή μας θα πρέπει να μας οπλίσει με εκείνα τα στοιχεία προγραμματικού λόγου και φυσιογνωμίας που θα επιτρέψουν να παρέμβουμε μάχιμα σε όλες αυτές τις διεργασίες.

·Η συλλογικότητα θα πρέπει να επιμείνει στο δρόμο της οργανωτικής της ενίσχυσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κατοχύρωση της πανελλαδικότητας, την προσπάθεια ανοίγματος σε στρώματα εργαζομένων, την πραγματική λαϊκότητα στην απεύθυνση και τη λειτουργία.

32. Η βασική κατεύθυνση που αποτυπώνεται μέσα στην εισήγηση του γραφείου εξειδικεύεται ως εξής:

Ως προς το πώς τοποθετούμαστε μέσα στη συνολική συζήτηση της Αριστεράς:

  • Σήμερα οι βασικοί σχηματισμοί της Αριστεράς δεν προσφέρουν πραγματική διέξοδο στις αναζητήσεις και τις αγωνίες του κόσμου που στρέφεται προς τα Αριστερά. Μόνο μια μάχιμη και μαζική αντικαπιταλιστική λογική μπορεί να δώσει διέξοδο.
  • Αυτό προϋποθέτει ότι μια μαζική αντικαπιταλιστική οπτική μπορεί να διαμορφώσει όρους μιας νέας ηγεμονίας μέσα στην αριστερά.
  • Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη λογική της κεντρικής πολιτικής συνεργασίας όλης της Αριστεράς, γιατί εκεί εξακολουθεί να ηγεμονεύει ο βαθιά ρεφορμιστικός πυρήνας των κομμάτων της επίσημης αριστεράς, είτε ως υποτίμηση της δυνατότητας των αγώνων να νικούν (ΚΚΕ), είτε ως «αριστερός κυβερνητισμός». Μπορεί, όμως, να προωθηθεί μέσα από το συνδυασμό ανάμεσα στην πολιτική αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς παράλληλα με την ενωτική μαζική δράση και παρέμβαση στα κοινωνικά κινήματα και την προσπάθεια οικοδόμησης μαζικών νικηφόρων αγώνων.
  • Το βασικό περιεχόμενο αυτής της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε πολιτικούς στόχους αλλά προϋποθέτει και την προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που πραγματικά να αμφισβητεί το σύνολο των όρων που αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.
  • Αυτή η αλλαγή συσχετισμών στην Αριστερά περνά σήμερα μέσα από την αυτοτελή συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως διακριτού πόλου, την παρέμβαση σε νικηφόρους αγώνες και κεντρικές πρωτοβουλίες, την ανάδειξη μιας φυσιογνωμίας ριζοσπαστικής και μαζικής, την απόκτηση σχέσεων εκπροσώπησης με κομμάτια της εργατικής τάξης και άλλων τμημάτων της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας.
  • Ισχυρή αντικαπιταλιστική αριστερά, ικανή να έχει κεντρική πολιτική καταγραφή σημαίνει ότι τη μάχη για να αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Αριστερά και την κοινωνία θα τη δώσουμε από πολύ καλύτερους όρους.
  • Οποιαδήποτε προσπάθεια παρέμβασης συνολικά στην Αριστερά, οποιαδήποτε προσπάθεια ανασημασιοδότησης της έννοιας της Αριστεράς,δεν μπορεί να παρακάμπτει το ζήτημα των όρων της αριστερής αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας. Αυτό απαιτεί την ισχυρή αυτοτελή συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για να μπορεί να σημαίνει τη διαμόρφωση μιας άλλης κατάστασης στην Αριστερά. Σήμερα η λογική της με κάθε τρόπο προχώρησης σε κεντρικά πολιτικά ενωτικά εγχειρήματα με το ρεφορμισμό σημαίνει την ακύρωση της δυνατότητας να ασκηθεί μια άλλη επιρροή, σημαίνει την αναίρεση εν τέλει και του στρατηγικού πλούτου της επαναστατικής αριστεράς.

Ως προς το βηματισμό και την τακτική:

  • Η δημόσια τοποθέτηση της ΕΝΑΝΤΙΑ υπέρ της ανάγκης να υπάρξει ενωτικό εκλογικό κατέβασμα στις ευρωεκλογές να δημοσιοποιηθεί με τον πιο πλατύ τρόπο και να συζητηθεί με το μέγιστο αριθμό αγωνιστών και συλλογικοτήτων.


  • Να υπάρξει συστηματικός κύκλοςεπαφών και συναντήσεων ανάμεσα στην ΕΝΑΝΤΙΑ και τις άλλες τάσεις και συλλογικότητες της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς μέσα στο Μάιο.


  • Η συνέλευση της ΕΝΑΝΤΙΑ στις αρχές Ιούνη να αποτελέσει μια πρώτη μεγάλη δημόσια συζήτηση πάνω σε αυτή την πρόταση. Να καλέσουμε και εκεί τις άλλες τάσεις να πάρουν θέση.


  • Αμέσως μετά παίρνουμε την πρωτοβουλία για έναν κύκλο δημόσιων αποκεντρωμένων πολιτικών συζητήσεων, κατά χώρους και κατά κλάδους, στο πρότυπο των αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων με αντικείμενο την προοπτική να διαμορφωθεί ένα ενωτικό ψηφοδέλτιο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις Ευρωεκλογές. Σε αυτό το πλαίσιο θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε σε πρωτοβουλίες για να ανοίξει η συζήτηση για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς.


  • Παράλληλα, ξεδιπλώνεται η καμπάνια για την Ευρωσυνθήκη, ως πρωτοβουλία της ριζοσπαστικής αριστεράς γύρω από το βασικό στίγμα «Όχι στην Ε.Ε. – Όχι στην Ευρωσυνθήκη – Δημοψήφισμα τώρα!» με μαζικό στίγμα και προσπάθεια και για κοινή δράση με όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς που παίρνουν θέση ενάντια στην Ευρωσυνθήκη και υπέρ του δημοψηφίσματος. Με αυτό τρόπο προτείνουμε μια δράση ενάντια στην Ευρωσυνθήκη σε δύο επίπεδα: Από τη μια στο επίπεδο της ριζοσπαστικής αριστεράς με μια πρωτοβουλία που να έχει και το στίγμα της αντίθεσης στην Ε.Ε. Από την άλλη, επιδιώκουμε τη διαμόρφωση ενός πλατιού κινήματος ενάντια στην Ευρωσυνθήκη και για να γίνει δημοψήφισμα με τη συμμετοχή όλων όσοι παίρνουν τέτοια θέση.


  • Ο στόχος θα ήταν όσο το δυνατόν πιο νωρίς να μπορεί να εξαγγελθεί η συγκρότηση πρωτοβουλίας για το ψηφοδέλτιο με συμμετοχή της ΕΝΑΝΤΙΑ, του ΜΕΡΑ, της ΟΚΔΕ – Εργατική Πάλη, της «Ανασύνταξης», της Κομμουνιστικής Ανανέωσης και αγωνιστών από χώρους. Η συγκρότηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, που είναι σημαντικό να υπάρξει μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου, θα μπορούσε να δώσει για πρώτη φορά το στίγμα ότι έγκαιρα υπάρχει πολιτικό σημείο αναφοράς του χώρου.


  • Αυτή η συγκρότηση θα πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα: Αφενός κεντρικά να λειτουργήσει και ως ένα πεδίο πολιτικού συντονισμού και κοινής δράσης σε όλα τα μέτωπα της περιόδου: Εργατικά – νεολαΐστικά – Ευρωσυνθήκη – τοπικά. Αφετέρου να υποστηριχθεί από ένα πλατύ δίκτυο τοπικών επιτροπών που να λειτουργούν και ως πεδίο συνάντησης αγωνιστών με διαφορετική προέλευση και ως βάση μιας δημοκρατικής λειτουργίας.


  • Συνολικά, ο δημοκρατικός χαρακτήρας, η ανοιχτή λειτουργία, η δυνατότητα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης οφείλουν να ορίζονται εξαρχής ως βασικές πλευρές μιας τέτοιας μετωπικής συμπόρευσης.


  • Η ενίσχυση κοινών σχημάτων και στους κοινωνικούς χώρους πρέπει να είναι πλευρά αυτής της διαδικασίας (χωρίς, όμως, να τίθεται ως αναγκαίος όρος).


  • Η ενωτική συμπόρευση στο κεντρικό πολιτικό δεν αναιρεί την ανάγκη, με βάση και την εμπειρία των αγώνων και των πολιτικών εξελίξεων να ξεδιπλωθεί συντροφικά η αναγκαία κριτική σε εσφαλμένες τοποθετήσεις: το σεχταρισμό στο εργατικό κίνημα, την υποκατάσταση του αριστερού προγράμματος από τον αιτηματολογικό μαξιμαλισμό, τις κάθε είδους εμμονές (π.χ. γραμμικοί αντιεθνικισμοί).


  • Στο βαθμό που συγκροτούνται όντως ψηφοδέλτια με στίγμα αντι-ΕΕ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούμε να δούμε θετικά το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί και στίγμα κοινού πανευρωπαϊκού αντικαπιταλιστικού κατεβάσματος.

Ως προς το περιεχόμενο που πρέπει να προταχθεί

Το γενικό στίγμα θα πρέπει να είναι το ακόλουθο, όπως αποτυπώνεται και στην πολιτική τοποθέτηση της ΕΝΑΝΤΙΑ μπροστά στις επερχόμενες Ευρωεκλογές.

«Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, έχουμε ανάγκη από μια άλλη αριστερά, ενωτική και αντικαπιταλιστική. Χρειαζόμαστε μια Αριστερά

  • Που να είναι μάχιμη δύναμη κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, που να λέει όχι σε κάθε εκδοχή κυβερνητικής διαχείρισης, «κεντροαριστερών σεναρίων», «κυβερνήσεων της Αριστεράς».
  • Που να είναι πρωτοπόρα στους αγώνες, που να συμβάλλει στη νίκη των αγώνων και την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής, που να στηρίζεται στη δύναμη της απεργίας και της κατάληψης και όχι στην προοπτική της κάλπης.
  • Που να συγκρούεται σε όλη τη γραμμή με το νεοφιλελευθερισμό, τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και το ΝΑΤΟ.
  • Που να επιμένει ότι η Αριστερά δεν είναι «lifestyle» και «αισθητική» αλλά πάνω από όλα συλλογική προσπάθεια για την επαναστατική ανατροπή, την αντικαπιταλιστική προοπτική, την κοινωνική χειραφέτηση.»

Η φυσιογνωμία του πώς εμείς βλέπουμε αυτό το εκλογικό κατέβασμα παραμένει αυτή που είχαμε διατυπώσει και στην περσινή μας πολιτική πρόταση για τις εκλογές:

«Σε αυτό το πλαίσιο και έχοντας μπροστά μας τη μάχη των εκλογών πιστεύουμε ότι χρειάζεται η συγκρότηση ενός πλατιού ενωτικού αριστερού ψηφοδελτίου ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, στην ΕΕ και τις απαιτήσεις της και την αντιλαϊκήκυβερνητική πολιτική.

Ένα τέτοιο εγχείρημα πιστεύουμε ότι θα μπορέσει να συσπειρώσει όλους εκείνους τους αγωνιστές που είχαν πρωτοπόρο ρόλο σε σχήματα, πρωτοβουλίες και κινήματα το τελευταίο διάστημα και αισθάνονται ότι δεν τους χωράνε τα σημερινά σχήματα της αριστεράς, το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ. Μπορεί ταυτόχρονα και πρέπει να χωρέσει το σύνολο των τάσεων και των συλλογικοτήτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όλες εκείνες τις δυνάμεις που με συνέπεια επιμένουν να αναζητούν μια αριστερά της ρήξης και όχι της συνδιαχείρισης. Με αυτό τον τρόπο θα είναι ένα αποφασιστικό βήμα για την κοινή δράση και την ενότητα αυτού του χώρου, που έχει γράψει τη δική του ιστορία σε όλες τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις των τελευταίων ετών.

Θέλουμε μια ενωτική πρωτοβουλία παρέμβασης στις εκλογές που να συστρατεύσει στη διάθεση για προσφορά, να ενώσει και όχι να χωρίσει, να ενιαιοποιήσει σε στόχους, να αξιοποιήσει τις εμπειρίες των αγωνιστών, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την συνεχή και συνεπή καθημερινή αγωνιστική παρουσία, υπηρετώντας τις λαϊκές ανάγκες και προσδοκίες.

Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να είναι ένα εγχείρημα:

Ενωτικό που να μπορεί να χωρέσει το ευρύτερο δυνατό φάσμα αγωνιστών και πολιτικών τάσεων χωρίς αποκλεισμούς και αγκυλώσεις.

Λαϊκό που να προσπαθήσει να απευθυνθεί και να οικοδομήσει δεσμούς με ευρύτερα τμήματα των λαϊκών μαζών, όλους εκείνους που πλήττονται από τις αντιλαϊκές πολιτικές

Δημοκρατικό με επιτροπές πρωτοβουλίας κατά τόπους και κοινωνικούς χώρους και δημοκρατικές ολομελειακές διαδικασίες, με έμφαση στην πρωτοβουλία των ίδιων των αγωνιστών κατά χώρους

Κινηματικό που όχι μόνο θα εμπνέεται από τους αγώνες της περιόδους, αλλά και να προβάλει την ανάγκη για κλιμάκωση των αγώνων και των κινητοποιήσεων.

Με διάρκεια, που θα είναι εδώ και την επομένη των εκλογών για να συνεχίσει να δίνει μάχες στα κινήματα, αλλά και να συμβάλει στο προχώρημα του διαλόγου και της ενότητας.»

Ως προς την εξειδίκευση αυτών των πολιτικών οριοθετήσεων θα μπορούσαμε να βαδίσουμε πάνω στους ακόλουθους άξονες, πατώντας και πάνω στις συνθέσεις που βγήκαν από τις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις και το ιδρυτικό κείμενο της ΕΝΑΝΤΙΑ προβάλλοντας το κεντρικό αίτημα της ανάγκης για μια άλλη αριστερά:

Μια αριστερά αντικυβερνητική.

Που να βάζει τώρα το στόχο της κλιμάκωσης των αγώνων, της αποτροπής των «μεταρρυθμίσεων», της ανατροπής της σημερινής συνθήκης υπερεκμετάλλευσης, καταπίεσης και απαξίωσης των εργαζομένων και της νεολαίας

Που να παλεύει για να καταδικαστεί και πολιτικά η ακραία αντιλαϊκή κυβέρνηση της ΝΔ του κεφαλαίου και της ΕΕ. Για να υπάρξει αποτελεσματική αντίσταση, για να ηττηθεί και ανατραπεί η διαρκής αντεργατική και αντιλαϊκή εκστρατεία του κεφαλαίου, της ΕΕ και των κυβερνήσεων που την προωθούν.

Που να διεκδικεί κατακτήσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, μέσα από τους μαζικούς ανυποχώρητους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας και την πολιτική παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Που βγάζει στο προσκήνιο τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, της ανασφάλειας, της ιδιωτικοποίησης, του αυταρχισμού και απαιτεί

·Κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων – Μείωση των ορίων ηλικίας – Αυξήσεις στις συντάξεις – Δημόσια και Δωρεάν περίθαλψη για όλους – Όχι στην εισαγωγή των αποθεματικών ταμείων στο χρηματιστήριο – Επιστροφή στα ταμείο όλων των κλεμμένων από κράτος και εργοδότες – Κάλυψη από τους εργοδότες και το κράτος των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος.

·Πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς για να ζούμε όλοι και όλες με αξιοπρέπεια από ένα μισθό – Κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων – Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους - Μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων – 7ωρο - 5μερο - 35ωρο για όλους τους εργαζόμενους – Αύξηση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις – Κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών, των επιδοτήσεων και των ενισχύσεων για τις επιχειρήσεις – Μείωση της φορολογίας για τους εργαζομένους

·Όχι στο ξεπούλημα της Ολυμπιακής την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και της ΔΕΗ – Όχι στις συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα και τις συμβάσεις παραχώρησης στους ιδιώτες – Επανακρατικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν ή μετοχοποιήθηκαν, με εργατικό έλεγχο ενάντια στο διευθυντικό δικαίωμα – Κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων – Μείωση των τιμολογίων των ΔΕΚΟ – Απαλλαγή των ανέργων από την πληρωμή των τιμολογίων ΔΕΚΟ.

·Δημόσια δωρεάν εκπαίδευση για όλους – Κατάργηση της βάσης του 10 – Ενιαίο 12χρονο σχολείο – Δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή – Μείωση των μαθητών ανά τάξη – Μαζικοί διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών – Όχι στην αξιολόγηση – χειραγώγηση.

·Όχι στα ιδιωτικά ΑΕΙ – Όχι στην αναθεώρηση του άρθρου 16– Όχι στους ταξικούς φραγμούς – Όχι στην απαξίωση των εργασιακών - επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων – Όχι στην πειθάρχηση της νεολαίας – Όχι στη λειτουργία των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια – Να καταργηθεί ο αντιδραστικός Νόμος-Πλαίσιο για τα ΑΕΙ – Όχι στο νόμο για την έρευνα και τα μεταπτυχιακά – Όχι στην υπαγωγή της έρευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου -Κατοχύρωση των εργασιακών - επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων – Ένα ενιαίο πτυχίο ανά γνωστικό αντικείμενο – Κάτω τα χέρια από το άσυλο – Κατάργησητων αντιεκπαιδευτικών νόμων – Καμιά συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Μπολόνια – Ανθρώπινοι ρυθμοί σπουδών.

·Όχι στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και του πολιτισμού – όχι στον πρωταθλητισμό και το ντόπινγκ.

·Κατοχύρωση – εγγύηση του εισοδήματος των φτωχών και μεσαίων αγροτών – Όχι στους περιορισμούς και τις υποχρεωτικές καταστροφές καλλιεργειών που επιβάλλει η Ε.Ε. – Σπάσιμο των κυκλωμάτων των εμπόρων και των μεσαζόντων – Ενίσχυση των βιολογικών προϊόντων – Όχι στα μεταλλαγμένα.

·Όχι στους τρομονόμους και τις διακρατικές «αντιτρομοκρατικές» συμφωνίες - Έξω η αστυνομία από τις διαδηλώσεις – Όχι στην αναβάθμιση των μεθόδων και του εξοπλισμού καταστολής – Όχι στις κάμερες, το ηλεκτρονικό φακέλωμα και την γενικευμένη επιτήρηση – Όχι στην «τρομοϋστερία», την μεταναστοφοβία, την ισλαμοφοβία – Αντίσταση στην αυταρχικοποίηση του δικαστικού μηχανισμού – Κατάργηση όλων των μορφών απαγόρευσης στην απεργία και του θεσμού της πολιτικής επιστράτευσης – Διασφάλιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των κρατουμένων – Λιγότερη φυλακή σήμερα για μια κοινωνία χωρίς φυλακή αύριο.

·Πλήρης κατοχύρωση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε όλους τους μετανάστες που ζουν στη χώρα μας– Να σταματήσει η ομηρία των μεταναστών – Όχι στην κατάργηση και τον περιορισμό του πολιτικού ασύλου – Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών- Αναγνώριση κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων – Όχι στο σεξισμό και σε όλες τις διακρίσεις με βάση το φύλο – Κατοχύρωση πραγματικής ισότητας των φύλων – Καμιά διάκριση με βάση τον ερωτικό προσανατολισμό.

·Προστασία του περιβάλλοντος και ποιότητα ζωής για όλους – Υπεράσπιση - διεύρυνση των ελεύθερων χώρων, του πρασίνου και των δασικών εκτάσεων – Όχι στις αλλαγές χρήσης γης προς όφελος των επιχειρηματικών σχεδιασμών – Όχι στην αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος.

Μια αριστερά που να αγωνίζεται ενάντια στην Ε.Ε.

Που να αγωνίζεται ενάντια στη νέα Ευρωσυνθήκη και κάθε μορφή θεσμικής ενίσχυσης των αντιλαϊκών πολιτικών και απαιτεί να γίνει τώρα δημοψήφισμα.

Που να απειθαρχεί στις κατευθύνσεις και τις επιλογές της Ε.Ε.

Που να επιμένει στο δρόμο της αντικαπιταλιστικής ρήξης – αποδέσμευσης από την Ε.Ε. που είναι σήμερα στην πρωτοπορία μιας σειράς αντιδραστικών θεσμικών μεταλλαγών και χρησιμοποιείται ως μοχλός για την αναίρεση των λαϊκών κατακτήσεων σε κάθε κράτος- μέλος.

Μια αριστερά αντιιμπεριαλιστική

Που αντιπαρατίθεται ενεργά στα σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στους πολέμους που προωθούν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ., που αγωνίζεται ενάντιας στον πόλεμο στο Ιράκ, που είναι αντίθετη σε κάθε συμμετοχή της χώρας μας στις εκστρατείες του ιμπεριαλισμού, που παλεύει για την επιστροφή όλων των Ελλήνων φαντάρων από το εξωτερικό, κατάργηση των δυσβάσταχτων εξοπλιστικών προγραμμάτωντο κλείσιμο όλων των βάσεων, την άμεση έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Που αγωνίζεται ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια και τη δημιουργία κρατών προτεκτοράτων όπως στο Κόσσοβο και απαιτεί να μην υπάρξει καμιά αλλαγή συνόρων.

Που είναι ενάντια στον εθνικισμό και προωθεί το διεθνισμό. Που είναι ενάντια στον ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας για την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ηγεμονία στην περιοχή.

Που προωθεί την διεθνιστική αλληλεγγύη και κοινή αντιϊμπεριαλιστική πάλη των λαών, την κοινή δράση με κάθε πραγματική αντιπολεμική φωνή, που αγωνίζεται για τη νίκη της παλαιστιανιακής Ιντιφάντα

Που είναι αντίθετη στις κάθε είδους ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις οι οποίες συγκροτούν την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Μια αριστερά που να οριοθετείται συνολικά απέναντι στο δικομματισμό, τη συνδιαχείριση, την κεντροαριστερά, κάθε εκδοχή κυβερνητισμού

Που αναδεικνύει τη στρατηγική σύγκλιση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Που καταδικάζει και νααποκαλύπτει τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ, το οποίο συναινεί ουσιαστικά με τη ΝΔ, επιδιώκοντας τη συνέχιση και κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής είτε μόνο του, είτε μέσα από την ανασυγκρότηση ενός νέου κεντροαριστερού μπλοκ. Που δεν τρέφει καμιά αυταπάτη για το ΠΑΣΟΚ και δεν ξεχνά ότι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο σήμερα προσπαθεί να καρπωθεί εκλογικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ήταν πρωτοπόρο στις αντιλαϊκές πολιτικές, έχει για πρόγραμμά του το νεοφιλελευθερισμό, συναινεί στις βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και της Ε.Ε. και εάν ξαναγίνει κυβέρνηση θα εφαρμόσει τις ίδιες αντιλαϊκές πολιτικές. Που θέλει να συμβάλει στην αποδέσμευση των λαϊκών στρωμάτων από την επιρροή του δικομματισμού αλλά σε μια κατεύθυνση αντικαπιταλιστική.

Που δεσμεύεται ότι δεν νομιμοποιεί με κανέναν τρόπο τις επιλογές του δικομματισμού, καθώς και οποιεσδήποτε κινήσεις ενίσχυσης του,όπως π.χ. του ΠΑΣΟΚεναλλακτικά προς τη ΝΔ,σε κεντρικό πολιτικό – εκλογικό επίπεδο (όπως π.χ. κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση).

Που να μην ξεχνά ούτε στιγμή ότι Αριστερά δεν σημαίνει συνδιαχείριση του συστήματος, αλλά μαχητική κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση. Που με σαφήνεια διαχωρίζεται από κάθε είδους κυβερνητισμό, «αντιδεξιά» και «κεντροαριστερά» σενάρια, από αντιλήψεις και πρακτικές που, ακυρώνοντας την ανεξαρτησία του αντικαπιταλιστικού δυναμικού, το μετατρέπουν στην πράξη σε ομάδα πίεσης και «δορυφόρο» είτε στη ρεφορμιστική Αριστερά είτε στο ΠΑΣΟΚ.

Που διαχωρίζεται από λογικές συγκρότησης αντινεοφιλελεύθερων - αντιμονοπωλιακών μετώπων διαχείρισης και «εναλλακτικής αριστερής κυβέρνησης», που δεν πιστεύει ότι υπάρχουν περιθώρια εναλλακτικής διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος σε συνεργασία με αστικές μερίδες προς όφελος των λαϊκών μαζών, που επιμένει ότι τυχόν συμμετοχή της Αριστεράς στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας θα καταλήξει τελικά στη συνδιαχείριση των αντιλαϊκών πολιτικών.

Μια αριστερά των αγώνων

Που επιμένει ότι η ελπίδα βρίσκεται στους μαζικούς, μαχητικούς, ανυποχώρητους αγώνες του λαού. Που επιμένει στην κατεύθυνση της αγωνιστικής ενότητας και της κοινής πάλης του λαού για τα κοινά προβλήματα

Που προωθεί την ταξική, ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, την ανάπτυξη μαχητικών ανυποχώρητων εργατικών αγώνων, την προβολή των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων και της νεολαίας. Που θέλει να ξανακάνει τα συνδικάτα όπλα του ταξικού αγώνα, με δημοκρατία, μαζική συμμετοχή, μαχητική διεκδίκηση. Που διεκδικεί τα συνδικάτα και οι ομοσπονδίες να καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους και όλες τις νέες μορφές μισθωτής εργασίας, χωρίς περιορισμούς και αποκλεισμούς. Που αντιπαλεύει την πρακτική και λογική του γραφειοκρατικού και υποταγμένου συνδικαλισμού, η οποία σήμερα κυριαρχεί στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ με ευθύνη τόσο της κυβερνητικής ΔΑΚΕ όσο και της ΠΑΣΚΕ. Είναι μια πρακτική και λογική που δεν διαφοροποιείται από τη κυρίαρχη αστική πολιτική και αντιμετωπίζει τα συνδικάτα ως μηχανισμούς αναπαραγωγήςτης κυρίαρχης πολιτικής και υπονόμευσης της δυνατότητας αποτελεσματικών κινητοποιήσεων.

Που λέει όχι στο σεχταρισμό, τον απομονωτισμό και την ηττοπάθεια του ΠΑΜΕ.

Που επιδιώκει στη σημερινή συγκυρία -που κράτος και κεφάλαιο στοχεύουν στην περαιτέρω διάλυση του εργατικού κινήματος- στη διεκδίκηση από τις αντικαπιταλιστικές κοινωνικές δυνάμεις του πρωτοπόρου ρόλου μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, στα συνδικάτα, στις γενικές συνελεύσεις, για να ηγεμονεύουν αγωνιστικές ταξικές διαθέσεις και να δοκιμάζονται αμεσοδημοκρατικές μορφές οργάνωσης και εκπροσώπησης.

Που θα έχει γραμμή μαζών και πλειοψηφική απεύθυνση, λόγο απλό και κατανοητό, που δεν θα απευθύνεται μόνο σε ένα κοινό «μυημένων», αλλά θα προσπαθεί να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πληττόμενων στρωμάτων και να βελτιώνει τους υλικούς όρους ύπαρξής τους.

Που αναδεικνύει τηνπολιτική αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αλλά ταυτόχρονα, διέπεται από μια ενιαιομετωπική λογική.

Που μέσα στους κοινωνικούς χώρους και τις γειτονιές να παλεύει για τη συγκρότηση και τη μαζικοποίηση ριζοσπαστικών αριστερών σχημάτων .

Μια αριστερά επαναστατική.

Που επιμένει ότι πραγματική εναλλακτική λύση που δικαιώνει τους σημερινούς αγώνες δεν είναι η διαχείριση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, που αναβλύζει καταπίεση και εκμετάλλευση από όλους τους πόρους του, αλλά η προοπτική μιας άλλης κοινωνίας, η προοπτική της απαλλαγής από τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, χωρίς πολέμους, ρατσισμό και διακρίσεις. Μιας κοινωνίας της κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Μιας κοινωνίας που οδηγεί στην κατάργηση των τάξεων και το «μαρασμό» του κράτους.

Που τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης και τις κοινωνικές μορφές που τις αναπαράγουν τις βάζει στο στόχαστρο από σήμερα, συνδιαμορφώνοντας και πάνω στην εμπειρία των ίδιων των κινημάτων, βασικών πλευρών ενός αριστερού προγράμματος πάλης που να καταδεικνύει ότι κρίσιμοι κοινωνικοί χώροι και τομείς μπορούν να λειτουργήσουν με μη καπιταλιστικό τρόπο.

Που επιμένει ότι ο δρόμος της ελπίδας παραμένει ο δρόμος της επαναστατικής ρήξης και ανατροπήςτου συστήματος και αρνείται να δεχτεί ότι οι επαναστάσεις αποτελούν ξεπερασμένες ιστορικές ανορθογραφίες.

Που εμπνέεται από τις μεγάλες επαναστάσεις του 19ου και 20ου αιώνα, αλλά και στέκεται κριτικά απέναντι στην εκμεταλλευτική και καταπιεστική μετάλλαξη και την ήττα του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Που επιμένει στην μόνη διέξοδο για τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα: την επαναστατική ανατροπή, το σοσιαλισμό και την κομμουνιστική προοπτική!