Εκτιμήσεις και αποφάσεις της συνεδρίασης 03/05/3009

1. Μιλώντας για την πολιτική συγκυρία, είναι σαφές ότι βασική παράμετρος που συνεχίζει να αποτελεί το υλικό υπόβαθρο των εξελίξεων είναι η καπιταλιστική κρίση. Η μεγάλη επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης (που στο όριο μπορεί να οδηγήσει σε μηδενική ή αρνητική αύξηση του ΑΕΠ), η εκτίναξη ακόμη και της επίσημα καταγεγραμμένης ανεργίας, η υποχώρηση κλάδων που παραδοσιακά ήταν «ατμομηχανές» της ανάπτυξης όπως η οικοδομή ή ο τουρισμός, είναι μερικές από τις εμπειρικές ενδείξεις των συνεπειών της κρίσης.

Σε αυτό το επίπεδο η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα αντιφατική θέση, καθώς δέχεται ταυτόχρονα την πίεση των λαϊκών στρωμάτων, εργατικών αλλά και μικροαστικών, για περισσότερο αναδιανεμητική πολιτική, αλλά και των αστικών μερίδων που απαιτούν πλήρη απαλλαγή από κάθε περιορισμό στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία.

2. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, και παρά τις επιλεκτικές παραχωρήσεις σε μεμονωμένες μικροαστικές ή / και αστικές μερίδες (π.χ. αυξήσεις σε κόμιστρα ταξί, μέτρα τόνωσης της αγοράς αυτοκινήτων, ιδίως των σχετικά ακριβότερων κ.λπ.), ο πυρήνας της πολιτικής πρότασης της ΝΔ για την απάντηση στην κρίση είναι:

  • Από τη μια, προσπάθεια για να αποδοθούν νέα πεδία στην ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, τόσο με το νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων που είναι σε εξέλιξη, όσο και με τις νέες προτάσεις για το χωροταξικό και την προοπτική απόδοσης μεγάλου μέρους των ελεύθερων χώρων στην οικοδομική δραστηριότητα και το νέο κύκλο ελεύθερων χώρων.
  • Από την άλλη, η αξιοποίηση της συγκυρίας της οικονομικής κρίσης για την προώθηση τομών σε ζητήματα όπως οι εργασιακές σχέσεις, η μισθολογική πολιτική, οι συλλογικές συμβάσεις.

Και εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εάν αρχικές διαβεβαιώσεις για την αντοχή της ελληνικής οικονομίας απέναντι στην οικονομική κρίση προσπαθούσαν να καλύψουν την επίγνωση που υπήρχε για τις συνέπειες από την επέκταση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, η τρέχουσα προσπάθεια να παρουσιαστεί η κρίση ως περίπου απρόβλεπτη φυσική καταστροφή επιδιώκει να παρουσιάσει σαφώς πολιτικές επιλογές ως αναγκαστικά μέτρα. Μόνο που, όπως ακριβώς η οικονομική κρίση δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα ενός τρόπου παραγωγής ταξικού και βαθιά ανορθολογικού, έτσι και οι απαντήσεις στην κρίση συμπυκνώνουν ταξικές στρατηγικές. Στα βήματα της υπόλοιπης Ευρώπης η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να αξιοποιήσει τη συγκυρία της κρίσης για να προχωρήσει σε καινούριες τομές σε βάρος των εργαζομένων. Ο νεοφιλελευθερισμός πέθανε, ζήτω ο νεοφιλελευθερισμός!

Άλλωστε, ζητήματα όπως η απελευθέρωση των απολύσεων, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η επέκταση της ελαστικής εργασίας, η γενίκευση της μερικής απασχόλησης, η εκ περιτροπής εργασία αποτέλεσαν πάγιες απαιτήσεις των εργοδοτικών ενώσεων ήδη από εποχές περισσότερο παχυλών αγελάδων. Πίσω από την μέχρι ναυτίας επανάληψη της ανάγκης να ‘τιθασευτούν τα ελλείμματά’ δεν κρύβεται κανενός είδους τεχνική απαίτηση αλλά η προσπάθεια νομιμοποίησης της ταξικής επιλογής να μετακυληθούν πλήρως τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων και της νεολαίας. Η μεθόδευση της απόφασης του Ευρωδικαστηρίου για την εξίσωση των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών, απλώς ολοκλήρωσε ανατροπές στο ασφαλιστικό που είχαν ξεκινήσει εδώ και καιρό και δεν αποτέλεσε ‘έκτακτη’ περίσταση.

3. Συνολικότερα, το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συνεπειών που έχει η πρόσδεση σε αυτή μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης αναδεικνύεται σε βασική πλευρά της συγκυρίας. Το τελευταίο διάστημα μαζί με τους δείκτες των χρηματιστηρίων γκρεμίστηκαν και οι μύθοι περί της Ε.Ε. ως μηχανισμού προστασίας απέναντι στιςσυνέπειες των οικονομικών κρίσεων.

Η οικονομική κατάρρευση των χωρών της «Νέας Ευρώπης», όπως η Ουγγαρία ή η Τσεχία, η πολιτική κρίση στους σχηματισμούς της Βαλτικής, τα προβλήματα στην Βουλγαρία και την Πολωνία, αποδεικνύουν το κόστος που έχει η συμμετοχή σε μια ολοκλήρωση που στηρίζεται άρση κάθε μηχανισμού οικονομικής προστασίας, ενώ η αντιμετώπιση κάθε χώρας με οικονομικά προβλήματα ως περίπου ενοχλητικού επαίτη καταδεικνύει πόσο... αλληλέγγυοι μπορούν να είναι οι ηγεμονικοί σχηματισμοί της Ε.Ε.Επιπλέον, πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να κυριαρχεί η λογική της «φυγής προς τα εμπρός» με την έννοια της επιμονής στην προώθηση τομών σε βάρος της εργασίας και της προσπάθειας να ξεμπερδέψουν με τις όποιες κατακτήσεις των εργαζομένων

Όμως, οι ασφυκτικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και η συμμετοχή στην Ευρω-ζώνη μέσα σε συνθήκες κρίσης μπορούν να πάψουν να είναι μοχλοί πίεσης για εκσυγχρονισμό και να ενισχύσουν τάσεις κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά τίθεται με τόσο έντονο τρόπο το ενδεχόμενο της εξόδου χωρών από το ευρώ.

Παρ’ όλα αυτά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν απροθυμία να αντιμετωπίσουν τις κυοφορούμενες κοινωνικές εκρήξεις, παρότι ο ελληνικός Δεκέμβρης αποτέλεσε προμήνυμα για εκρήξεις που έρχονται. Όταν η πλειοψηφία σχεδόν των Γάλλων επιδοκιμάζει το να πιάνουν οι εργάτες ομήρους τους εργοδότες ήακόμη και στο υπερφρουρημένο Λονδίνο ξεσπούν επεισόδια, είναι σαφές ότι η απονομιμοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών βαθαίνει. Η επένδυση σε συντηρητικά ή ξενοφοβικά αντανακλαστικά. κατά το πρότυπο της Ιταλίας δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί μακροπρόθεσμα να αποτρέψει τον κίνδυνο μεγάλων κοινωνικών διεκδικήσεων.

4. Παρ’ όλη, όμως, αυτή την προσπάθεια της κυβέρνησης της ΝΔ να δείξει ότι μπορεί να έχει τον έλεγχο της κατάστασης και να δείξει ότι μπορεί ακόμη να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τις δυνάμεις του κεφαλαίου, εντούτοις οι δυσκολίες που έχει παραμένουν. Γι’ αυτό και προσπαθεί να επενδύσει και σε άλλα πεδία για να αποσπάσει συναίνεση.

Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αυταρχική στροφή στην οποία προχωρά, επενδύοντας σε μια αυταρχική λογική νόμου και τάξης. Η ιδεολογική προβολή μιας εικόνας «παραβατικότητας» όπου αναμειγνύονται η εγκληματικότητα, η πολιτική διαμαρτυρία και η «τρομοκρατία», η παρουσίαση των δυναμικών κινηματικών πρακτικών ως μορφών ήπιας «τρομοκρατίας», αξιοποιούνται για τον περιορισμό των βασικών δημοκρατικών ελευθεριών. Κομβική πλευρά αυτής της προσπάθειας η όλη προσπάθεια αμφισβήτησης του πανεπιστημιακού ασύλου, ως επίθεση απέναντι στην αναπαραγωγή μαχητικών μορφών αγώνα και διεκδίκησης στους χώρους της νεολαίας. Αντίστοιχα η θέσπιση νέων ιδιώνυμων γύρω από την «κουκούλα», η αύξηση της αστυνομικής παρουσίας, η ένταση των πρακτικών επιτήρησης δεν επενδύουν μόνο στην ανασφάλεια ευρύτερων κομματιών και τη συσπείρωση γύρω από πρακτικές αυταρχικής θωράκισης. Θέλουν και να ξεμπερδεύουν με κατοχυρωμένες μαζικές αγωνιστικές πρακτικές, σε μια περίοδο όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι συνδυάζονται και με προσπάθειες ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης.

Συμπυκνώνεται εδώ μια ευρύτερη αστική επιδίωξη για το οριστικό ξεμπέρδεμα με μια σειρά από συλλογικές αναγνωρίσεις και πρακτικές κοινωνικού ριζοσπαστισμού, που έχουν ρίζες στο διεκδικητισμό της μεταπολίτευσης και συνεχίζουν να αναπαράγονται και μέσα από τη διατήρηση αγωνιστικών πρακτικών ιδίως σε χώρους νεολαίας. Βέβαια, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ανεξάρτητα από τη βούληση των κέντρων εξουσίας, αυτές οι συλλογικές αναγνωρίσεις συνεχίζουν να αναπαράγονται όπως και αντίστοιχες κινηματικές πρακτικές, αποδεικνύοντας ότι η δυναμική των κινημάτων μπορεί να ανατρέπει ή τουλάχιστον να φέρνει κωλύματα στους αστικούς σχεδιασμούς. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, παρ’ όλη την προσπάθεια της κυβέρνησης και την επικοινωνιακή υπερπροβολή των νέων μέτρων, δεν έχει περάσει ένα κλίμα πειθάρχησης των κοινωνικών κινημάτων. Αντίθετα, αποτυπώνονται σαφή στοιχεία αγωνιστικής ανάτασης.

Σε σχέση, όμως, με το θέμα της καταστολής χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε ορισμένα στοιχεία εκτίμησης και πολιτικής γραμμής. Κατά τη δική μας γνώμη μια μάχιμη σήμερα κατεύθυνση απέναντι στο θέμα του κρατικού αυταρχισμού θα πρέπει:

  • Να μην εγκλωβίζεται σε μια λογική προνομιμοποίησης του αντιαυταρχικού αγώνα, όπως κάνουν τόσο οι τάσεις του αναρχικού χώρου (που εγκλωβίζονται στην ορατή εκδοχή της κρατικής βίας, υποτιμώντας τη συστημική βία που εκλύεται στους χώρους της εργασίας και της εκμετάλλευσης) όσο και οι ρεφορμιστικές τάσεις (π.χ. κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ) που προτιμούν την ενασχόληση με θέματα δημοκρατίας και θεσμών από την αναμέτρηση με την οικοδόμηση πραγματικών κοινωνικών κινημάτων.
  • Να αποφεύγει γενικεύσεις περί ενός νέου ολοκληρωτισμού, που δεν αντιλαμβάνονται την αντιφατικότητα της συγκυρίας και τη δυνατότητα των κοινωνικών κινημάτων να ανατρέπουν συσχετισμούς και σχεδιασμούς.
  • Να συνδέει το ζήτημα του αυταρχισμού με τον πυρήνα των πολιτικών που στρέφονται σήμερα ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.

5. Παρ’ όλες τις προσπάθειες της κυβέρνησης να δείξει ότι μπορεί ακόμη να θεσμοθετεί τομές, εντούτοις αντιμετωπίζει την προοπτική εκλογικής συντριβής εισπράττοντας τη δυσαρέσκεια όχι μόνο εργατικών αλλά και μικροαστικών στρωμάτων.

Σε αυτό το τοπίο η επαναφορά των σκανδάλων στο προσκήνιο κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Ως προς την ουσία του ζητήματος είναι σαφές ότι η διαπλοκή πολιτικού προσωπικού και επιχειρήσεων αποτέλεσε μια ανομολόγητα δομική πλευρά του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Η απελευθέρωση των αγορών και η απόδοση τομέων και δραστηριοτήτων στο κεφάλαιο ουδέποτε μπόρεσε να γίνει με συνθήκες «τέλειου ανταγωνισμού». Αντίθετα, προϋπέθετε πολιτικές αποφάσεις για τη διανομή της σχετικής πίτας, αφήνοντας αντικειμενικά περιθώριο για κάθε είδους εκδοχές χρηματισμού. Ο λόγος που τα σκάνδαλα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα είναι ότι σε συνθήκες ασφυκτικής ιδεολογικής ομογενοποίησης των κυρίαρχων κομμάτων εξουσίας, το πολιτικό σκηνικό γίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητο σε ζητήματα πολιτικής ηθικής και αισθητικής. Γι’ αυτό το λόγο και τα σκάνδαλα μπορούν να είναι ιδιαίτερα λειτουργικοί μηχανισμοί αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού. Μια κυβέρνηση που ανατρέπεται υπό το βάρος σκανδάλων και όχι υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής για την πολιτικής, εξασφαλίζει ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν έχει δώσει υπέρμετρες υποσχέσεις ανατροπής κομβικών πολιτικών επιλογών.

Με βάση τα παραπάνω η κυβέρνηση της ΝΔ σήμερα βρίσκεται σε ένα οριακό σημείο. Με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παραμένει στην εξουσία κυρίως επειδή είναι πιο βολικό να αναλάβει αυτή το πολιτικό και κοινωνικό κόστος της πρώτης φάσης της οικονομικής εξουσίας. Όμως, είναι πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπη με την προοπτική της απώλειας της πλειοψηφίας, εξ ου η πιθανότητα πρόωρων εκλογών. Με αυτή την έννοια όλα τα ενδεχόμενα είναι αυτή τη στιγμή (22/04) ανοιχτά: τόσο η περίπτωση η κυβέρνηση να συνεχίσει να είναι στην εξουσία, εισπράττοντας το πολιτικό κόστος των μέτρων που καλείται να αναλάβει, μέχρις ότου διαμορφωθεί μια επόμενη εκδοχή διαχείρισης, όσο, όμως, και το ενδεχόμενο μιας ‘ηρωικής εξόδου’, πιθανώς και με την πολιτική επένδυση ότι ακόμη και εάν υπάρξει κυβερνητική εναλλαγή ένα κλίμα ρευστότητας πολιτικής θα διατηρηθεί και μπορεί να υπάρξει φθορά και του επόμενου διαχειριστή.

Στην πίεση προς την κυβέρνηση συμβάλλει και η στάση του ΛΑΟΣ, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην λογική του πρόθυμου κυβερνητικού εταίρου και την ανάγκη να μην φαίνεται ως δεκανίκι της κυβέρνησης. Η αλλαγή στάσης υπέρ της παραπομπής Παυλίδη το δείχνει με τον καλύτερο τρόπο.

6. Το ΠΑΣΟΚ σπεύδει να ολοκληρώσει την προσφορά εχεγγύων ως προς τη ‘σωφροσύνη’ των πολιτικών που θα ακολουθήσει και έχει επιδοθεί στη συστηματική έκθεση μιας ιδιαίτερα επιθετικής ατζέντας. Εάν κανείς αφήσει τις κατά μέρος τις... υπερβατικές τοποθετήσεις του Γ. Παπανδρέου για την ανάγκη ενεργητικού ρόλου του κράτους ή για αναδιανομή εισοδήματος, η πολιτική τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ, ιδίως όπως αρθρώνεται από τα στελέχη του, με προεξάρχουσα τη Διαμαντοπούλου, αποτελεί μια συστηματική παρουσίαση μιας πολιτικής προσήλωσης στην ορθοδοξία του σοσιαλφιλελευθερισμού.

  • Τοποθέτηση επί της ουσίας υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων.
  • Επιμονή στις προτάσεις για την ανασφάλιστη εργασία ως απάντηση για την ανεργία.
  • Πλήρης στήριξη των αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση.
  • Αυταρχικές τοποθετήσεις για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και συνολικά συμπόρευση με τις πολιτικές του κρατικού αυταρχισμού.

Αυτή η σαφής μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ αποτυπώνεται και στη στάση που κρατά σε μια σειρά από συνδικαλιστικά πεδία:

  • Επανειλημμένες τοποθετήσεις εναντίον των απεργιών και των καταλήψεων.
  • Πλήρης ευθυγράμμιση της «νέας ΠΟΣΔΕΠ» με την πολιτική του ΥΠΕΠΘ, την αξιολόγηση, τη λογική του επιχειρηματικού πανεπιστημίου.
  • Συστηματική απουσία ενίοτε και εχθρότητα της ΓΣΕΕ από μεγάλες μάχες, όπως η πάλη ενάντια στο δουλεμπόριο.
  • Κοινές προτάσεις ΓΣΕΕ και ΣΕΒ για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Συνολικά το ΠΑΣΟΚ αυτή την περίοδο δείχνει ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για να δώσει εγγυήσεις ότι μπορεί να αναλάβει την εξουσία και ότι θα είναι ένας ιδιαίτερα επιθετικός διαχειριστής.

Παρ’ όλη, όμως, τη σαφή πρωτοκαθεδρία, σε εκλογικό επίπεδο, του ΠΑΣΟΚ, είναι σαφές ότι η ενίσχυσή του είναι αποτέλεσμα περισσότερο της δυσαρέσκειας για την πολιτική της ΝΔ και λιγότερο της θετικής απήχησης που μπορεί να έχει η δική του πολιτική πρόταση.

7. Άλλωστε, αυτό που έχουμε περιγράψει ως την κρίση του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικού προτάγματος εξακολουθεί να επηρεάζει τη διάταξη δυνάμεων του πολιτικού σκηνικού και να αποτελεί το υλικό υπόβαθρο της υποχώρησης της επιρροής των κομμάτων δικομματισμού και παράμετρος σχετικής αστάθειας του πολιτικού σκηνικού.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το φόντο ανακυκλώνονται διάφορες προτάσεις αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού πέραν της απλής κυβερνητικής εναλλαγής. Η συστηματική προβολή της λύσης των κυβερνήσεων «μεγάλου συνασπισμού», η αυτοπροβολή του ΛΑΟΣ ως πιθανού κυβερνητικού εταίρου(άλλωστε και στη γειτονική Ιταλία μόλις ολοκληρώθηκε η ένταξη και επισήμως της ακροδεξιάς στο επίσημο πολιτικό σκηνικό), η πίεση για συγκυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ, η μεθοδική πριμοδότηση των ανύπαρκτων στα πραγματικά κινήματα και διαπλεκόμενων με την «πράσινη επιχειρηματικότητα» Οικολόγων – Πρασίνων ως εν δυνάμει κυβερνητικών εταίρων του ΠΑΣΟΚ, αποτυπώνουν ακριβώς αυτή τη ρευστότητα της πολιτικής σκηνής.

8. Παρ’ όλα αυτά εκτιμούμε ότι η πραγματική ρευστότητα δεν είναι τόσο αυτή που αφορά την πολιτική σκηνή, όσο αυτή που αφορά τους ίδιους τους υλικούς όρους άρθρωσης των κοινωνικών συμμαχιών και των πολιτικών εκπροσωπήσεων σε συνθήκης οικονομικής κρίσης και ρηγμάτων στην νεοφιλελεύθερη μεθοδολογία, σε συνθήκες όπου κυοφορούνται μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις, όπου διατυπώνεται εκτεταμένη αποδοκιμασία του επίσημου πολιτικού προσωπικού, όπου τα ίδια τα κέντρα εξουσίας διατυπώνουν την αμηχανία τους να προτάξουν μια πειστική πρόταση διαχείρισης πέραν της επιμονής στην ίδια πολιτική.

Γι’ αυτό και υποστηρίζουμε το βασικό επίδικο της περιόδου και η παράμετρος που θα καθορίσει τις εξελίξεις θα είναι η στάση των λαϊκών μαζών. Η πραγματικότητα της κρίσης, οι μαζικές απολύσεις, η μείωση των εισοδημάτων, η ανασφάλεια υπονομεύουν οποιαδήποτε ηγεμονική αίγλη μπορεί να είχε η κυρίαρχη πολιτική, διαμορφώνουν το υλικό υπόβαθρο για μεγάλες και παρατεταμένες κοινωνικές συγκρούσεις απειλούν να φέρουν τα αστικά κέντρα εξουσίας αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες κοινωνικές δυναμικές.

Οι συνέπειες της κρίσης μπορούν, εξίσου, να οδηγήσουν και σε φοβικά αντανακλαστικά, σε συντηρητικές αντιδράσεις, σε ξενοφοβικές στάσεις. Ακόμη και στην εξέγερση του Δεκέμβρη αυτή η αντιφατική τοποθέτηση ήταν εμφανής. Ούτε πρέπει να παραβλέψουμε ότι μέτρα όπως το πάγωμα των αποδοχών στο μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου δεν προκάλεσαν ‘αυτόματη’ έκρηξη, καθώς ευρύτερα κομμάτια εκτιμούν ότι ακόμη και με αυτό το τίμημα η σταθερότητα της εργασίας είναι προτιμότερη από την αγριότητα του ιδιωτικού τομέα.

Με αυτά τα δεδομένα αυτό που κατεξοχήν θα καθορίσει τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα δεν θα είναι μόνο η δυσαρέσκεια ή το αίσθημα δυσπραγίας των λαϊκών μαζών. Το καθοριστικό είναι να υπάρξει ένας μεγάλος κύκλος αγώνων και κινητοποιήσεων που θα δημιουργήσει ασφυκτικό κλίμα απέναντι στην κυβέρνηση, θα βάλει στο στόχαστρο όλες τις βασικές πλευρές της προσπάθειας να πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίση, θα συγκρουστεί με τον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής (την τρομοκρατία των δεικτών και των ελλειμμάτων, τις μαζικές απολύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, την περικοπή μισθών και δικαιωμάτων), θα δεσμεύσει τελικά και τυχόν επόμενη κυβέρνηση.

Μόνο που αυτό δεν γίνεται με όρους κοινωνικού αυτοματισμού, αλλά προϋποθέτει και συγκεκριμένη πολιτική παρέμβαση και πρωτοβουλίες για συλλογική δράση και διεκδίκηση. Απαιτεί αμφισβήτηση των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, σφυρηλάτηση νέων δεσμών αλληλεγγύης και συλλογικότητας, διαμόρφωση νέων συνδικαλιστικών μορφών και πρακτικών, επιλογή και ιεράρχηση στόχων.

Σε αυτό το πλαίσιο εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι το βασικό κοινωνικό μέτωπο της επόμενης περιόδου είναι αυτό της αγωνιστικής απάντησης στην προσπάθεια να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία την κρίση του κεφαλαίου, ενάντια στις απολύσεις, τα κλεισίματα επιχειρήσεων, την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Γύρω από αυτό το θέμα θα πρέπει να υπάρξει η πιο πλατιά κοινωνική και πολιτική συσπείρωση και αγωνιστική δράση, ξεκινώντας από τη συσπείρωση των πρωτοβάθμιων σωματείων.

[Στη συνεδρίαση κατατέθηκε και πρόταση να υπάρξει πολιτική πρωτοβουλία για την κατάργηση του συμφώνου σταθερότητας. Ύστερα από σχετική συζήτηση αποφασίστηκε το θέμα να εξεταστεί σε επόμενη συνεδρίαση]

9. Και είναι ακριβώς στο φόντο αυτών των εξελίξεων που πρέπει να αποτιμήσουμε και τη στάση των διαφόρων τμημάτων της Αριστεράς.

Σε αυτό το τοπίο το ΚΚΕ προσπαθεί να κατοχυρώσει τη θέση του μέσα στο λαό της Αριστεράς. Όμως, η απομάκρυνση από προηγούμενες εκδοχές αντιμονοπωλιακής ανάπτυξης και από λογικές σταδίων και η υιοθέτηση μιας περισσότερο σαφούς αντικαπιταλιστικής ρητορείας δεν μεταφράζονται και σε μια αντίστοιχα πρωτοπόρα στάση μέσα στα κοινωνικά μέτωπα, με την εξαίρεση περιπτώσεων όπου το ΚΚΕ αισθάνεται ότι απειλείται η ικανότητα πολιτικής αναπαραγωγής του, για παράδειγμα στις μεγάλες κινητοποιήσεις για τις απολύσεις στα Jumbo. Αντίθετα, σε κρίσιμους χώρους και επίδικα, από το δημόσιο έως το κίνημα αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα, το ΚΚΕ όχι μόνο απέχει, αλλά και στηρίζει τη σεχταριστική τακτική του σε μια ιδιαίτερα ηττοπαθή τοποθέτηση ότι σήμερα δεν υπάρχει δυνατότητα για ανατροπές πολιτικών αλλά μόνο για πολιτική συστράτευση στις γραμμές του και για κομματική οικοδόμηση. Η αντιμετώπιση των σωματείων όχι ως εργαλείων του ταξικού αγώνα αλλά ως προθαλάμων κομματικής ένταξης είναι άμεσο παρεπόμενη αυτής της στάσης. Όσο για την περιβόητη ‘νεοσταλινική’ στροφή αυτή μοιάζει περισσότερο με μια εγκεφαλική κατασκευή, παρά με μια ειλικρινή προσπάθεια αριστερής κριτικής στην καπιταλιστική μετάλλαξη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Είναι αλήθεια ότι η ενίσχυση του ΚΚΕ στη συγκυρία δείχνει ότι, σε πείσματης λογικής ότι σήμερα η Αριστερά για να απευθυνθεί στην κοινωνία πρέπει να έχει και κυβερνητική πρόταση, μπορεί να υπάρξει διεύρυνση επιρροής και μέσα από ένα λόγο που απορρίπτει κάθε εκδοχή κυβερνητικής διαχείρισης. Όμως, η υποτίμηση της δυνατότητας μαζικών αγώνων και η άρνηση κάθε δυνατότητας τα κομμάτια στα οποία απευθύνεται να αλλάξουν τη ζωή τους τώρα με τη συλλογική δράση, απειλεί τελικά να υπονομεύσει και την ίδια την απεύθυνση του σε αυτά τα κομμάτια που σήμερα έλκονται από την ‘αντισυστημική’ του τοποθέτηση.

10. Ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα ανέδειξε την αντιφατικότητά του. Οι εμφανείς μορφές της εσωκομματικής αντιπαράθεσης στο Συνασπισμό δεν υπενθύμισαν μόνο ότι ένα τμήμα της κοινωνικής συμμαχίας του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού εξακολουθεί να στεγάζεται πολιτικά στην Κουμουνδούρου. Έδειξαν ότι πλάι στη δεξιά στάση των ανανεωτικών υπάρχουν και τα επίσης δεξιά αντανακλαστικά του Αριστερού Ρεύματος που υιοθετεί την κλασική ρεφορμιστική παράδοση της οργανωτικής εκκαθάρισης των φορέων δεξιών απόψεων ακριβώς να υιοθετηθούν αυτές πιο εύκολα. Η ατέρμονη προτασεολογία σε κάθε πεδίο, οι κατά καιρούς απευθύνσεις Αλαβάνου προς το ΠΑΣΟΚ, η συγκυβέρνηση με την ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ, η συμβολή στη δεξιά στροφή της ΠΟΣΔΕΠ, όλα αυτά δεν ήταν έργο των ανανεωτικών αλλά της «αριστερής» πλειοψηφίας του Συνασπισμού.

Η ανοχή σε αριστερές φρασεολογίες στα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογή εκπροσώπου της ΚΟΕ στο Ευρωκοινοβούλιο, ή ακόμη και η προσπάθεια επικοινωνίας με διεργασίες όπως η εξέγερση του Δεκέμβρη, δεν αναιρούν ότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να προτείνει έναν πραγματικό βηματισμό σύγκρουσης και ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε μια ριζοσπαστική ευαισθησία, που όμως δεν μεταφράζεται σε συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική και τακτική και έναν παραδοσιακό αριστερό κυβερνητισμό που επανεμφανίζεται διαρκώς όποτε τίθενται πραγματικά πολιτικά ερωτήματα.

Η υποχώρηση σε επίπεδο δημοσκοπήσεων (μια που σε επίπεδο πραγματικής επιρροής ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ενισχυμένος σε σχέση με τις εκλογές του 2007) αποτυπώνει ακριβώς τα όρια αυτής της αντιφατικής φυσιογνωμίας, καθώς και το γεγονός ότι η συγκυριακή εκτίναξή του ήταν αποτέλεσμα και μιας οριακής συγκυρίας κρίσης του δικομματισμού και ιδίως του ΠΑΣΟΚ.

Φάνηκε, επίσης, ότι για τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς εντός του ΣΥΡΙΖΑ αρκούσε η παραχώρηση πολιτικού χώρου σε επίπεδο κειμένων ή ακόμη και εκπροσωπήσεων για να ξεπεραστούν μεγάλα και ανοιχτά ερωτήματα πολιτικής και να αποδεχτούν δεξιές μετατοπίσεις. Από την ανοχή της ΚΟΕ στον αριστερό ευρωπαϊσμό που παραμένει ακόμη το επίσημο δόγμα του Συνασπισμού μέχρι την σιωπή π.χ. του Δικτύου / Ρόζα στις κάθε είδους δηλώσεις καθεστωτικής νομιμοφροσύνης της ηγεσίας του Συνασπισμού, τα παραδείγματα είναι αρκετά.Δεν είναι τυχαίο ότι πρωτοστατούν στην προσπάθεια για παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ στους χώρους δουλειάς, δηλαδή για την οριστική έξοδο από το ρεύμα του ανεξάρτητου συνδικαλισμού των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων και την προσχώρηση σε κοινές παρατάξεις με τους πρωτοπόρους στη συνδιαχείριση, ενίοτε και τη διαπλοκή, συνδικαλιστές της Αυτόνομης Παρέμβασης.

11. Σε αυτό το φόντο η συγκρότηση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη συνολικά για το χώρο της Αριστεράς:

  • Πρόκειται για την πιο πλατιά συσπείρωση δυνάμεων στην ιστορία της επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς.
  • Προέκυψε μέσα από έναν κύκλο αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων και με τη συμμετοχή χιλιάδων αγωνιστών.
  • Βγήκε μέσα από τη δυναμική της κοινής δράσης και της κοινής παρέμβασης μέσα σε μεγάλες μάχες όλα τα προηγούμενα χρόνια με αποκορύφωμα το Δεκέμβρη όταν αυτός ο χώρος με σαφήνεια όχι μόνο τοποθετήθηκε υπέρ του κινήματος αλλά και απέφυγε οποιαδήποτε δήλωση καθεστωτικής νομιμοφροσύνης.

Πάνω από όλα επιτρέπει σε μια σειρά από κρίσιμες και αναγκαίες πολιτικές οριοθετήσεις, όπως είναι η αντισυνδιαχειριστική λογική, η κινηματική μαχητικότητα, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, να ξεπερνούν το πλαίσιο της απλής ιδεολογικής αναφοράς ή ακόμη και της διαφορετικής στάσης μέσα στο κίνημα και να διεκδικούν να κατοχυρώσουν μια θέση και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο.

Η αντικαπιταλιστική αριστερά, σε πείσμα όσων λένε διάφοροι καλοθελητές, κατέδειξε ότι είναι ένα διακριτό πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα σε πάρα πολλές μάχες: από τις φοιτητικές καταλήψεις, την πρωτοπόρα δράση των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων σε μεγάλες απεργίες, τη συγκρότηση εγχειρημάτων όπως η Πρωτοβουλία Αγώνα, μέχρι τις μάχες για τους ελεύθερου χώρους και την πάλη ενάντια στο σύγχρονο δουλεμπόριο, η διακριτότητα αυτού του ρεύματος έχει καταδειχτεί. Μένει να αποδείξει ότι αποτελεί και μια διαφορετική πολιτική πρόταση συνολικά για την Αριστερά.

12. Εκτιμούμε ότι η Πανελλαδική Συνάντηση της Αθηναΐδας αποτελεί μια τομή στη μέχρι τώρα πορεία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον τόπο μας και –παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις υπαρκτές αντιφάσεις – συνιστά έναν κρίσιμο κόμβο στην πορεία προς την κοινή κεντρική πολιτική παρουσία. Η αποσαφήνιση του ονόματος της Αντικαπιταλιστικής Αριστερής Συνεργασίας για την Ανατροπή, η αποσαφήνιση του πλαισίου πάνω στο οποίο θα κινηθούν τα προεκλογικά υλικά, η κατάληξη πάνω στα κεντρικά πολιτικά συνθήματα για τις αφίσες, αποτελούν σημαντικά προχωρήματα και αποτελούν τη βάση για να δοθεί η μάχη για τις ευρωεκλογές με αποφασιστικότητα και μαχητικότητα.

Αυτό δεν αναιρεί ότι ως πολιτική ενότητα ενός ιδιαίτερα αντιφατικού χώρου, με συχνά αποκλίνουσες διαδρομές την προηγούμενη περίοδο, αποτελεί και ένα διαρκές διακύβευμα ως προς το εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να προχωρήσει. Αυτό θα εξαρτηθεί από το βάθεμα της πολιτικής διαδικασίας, την ενεργό κοινή στράτευση σε μέτωπα και αγώνες, τη διαμόρφωση στοιχείων ηγεμονίας μιας μάχιμης γραμμής.

Θετικό γεγονός είναι και η συμμετοχή και της Κομμουνιστικής Ανανέωσης στο εγχείρημα, που εκτός των άλλων μας ανοίγει και προς ένα πολιτικό ακροατήριο προερχόμενο από τον ιστορικό κορμό της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς

Πρωτόγνωρη, όμως, ήταν και όλη η διαδικασία προς την Αθηναΐδα. Οι δεκάδες αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις, η ιδιαίτερα μαζική συμμετοχή σε αυτές, η παρουσία σημαντικού αριθμού ανένταχτων αγωνιστών, το σε γενικές γραμμές συντροφικό κλίμα που επικράτησε, το είδος των κειμένων – αποφάσεων που κυκλοφόρησαν, όλα αυτά αποτελούν κρίσιμες παρακαταθήκες για ένα εγχείρημα που δεν θέλουμε και δεν πρέπει να λειτουργήσει απλώς ως ένα μέτωπο κορυφής. Επιπλέον, αποτελεί και μοναδική δημοκρατική διαδικασία για τη συγκρότηση ενός ενωτικού εγχειρήματος και του προσδίδει εξαρχής μια κρίσιμη μάζα αγωνιστών που συστρατεύονται σε αυτό.

Μέχρι την Αθηναΐδα υπήρξαν αρκετά προβλήματα που έπρεπε να ξεπεραστούν. Το κυριότερο ήταν μια προσπάθεια κυρίως από τάσεις του ΜΕΡΑ να καταγραφούν «εγγυήσεις» αριστερού και επαναστατικού προσανατολισμού στα κείμενα και στο όνομα του νέου εγχειρήματος, προσπάθεια που στο όριό της έμοιαζε να με μια απαίτηση το νέο εγχείρημα να έχει ιδιαίτερα αριστερίστικη φυσιογνωμία και επαναστατικό βερμπαλισμό. Το γεγονός ότι αυτή η προσπάθεια τελικά δεν οδήγησε σε υπονόμευση της διαδικασία και φτάσαμε σε μια μάχιμη πολιτική σύνθεση είναι αποτέλεσμα: α) Του κλίματος και της συζήτησης μέσα στις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις που πολύ απείχε από την αναζήτηση ενός «καθαρού» επαναστατικού μετώπου, όπως φάνηκε και από το ότι αυτό δεν αποτυπώθηκε σε καμιά απόφαση συνέλευσης.β) Της σαφούς και ξεκάθαρης πολιτικής θέσης που πήραμε τόσο εμείς (και μάλιστα με συγκεκριμένη γραπτή τοποθέτηση) όσο και οι υπόλοιπες δυνάμεις της ΕΝΑΝΤΙΑ, σχετικά με την ανάγκη το εγχείρημα να έχει σαφή πολιτικά αλλά και μαζικό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. γ) Της πίεσης και από τη βάση του ΜΕΡΑ για προχώρημα του ενωτικού εγχειρήματος. Όλα αυτά οδήγησαν, έστω και μετά από επίπονες διαδικασίες, στη διαμόρφωση της τελικής σύνθεσης που αποτυπώνεται στις αποφάσεις της Αθηναΐδας, αλλά στο υπόλοιπο υλικότης ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Άλλωστε, είναι συνολικότερη εκτίμησή μας ότι σημαντικό ρόλο στην πορεία προς τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έπαιξαν τόσο η συνολικότερη πολιτική και κοινωνική συγκυρία και η πίεση που άσκησε προς την κοινή δράση, όσο και η πολιτική πίεση από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Ρόλο, όμως, αναμφίβολα έπαιξε και η συγκρότηση και παρέμβαση της ΕΝΑΝΤΙΑ και οι πρωτοβουλίες που πήρε.

Σε γενικές γραμμές εκτιμούμε ότι η κατεύθυνση όπως αποτυπώνεται στα υλικά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αρκετά μάχιμη και επιτρέπει το άνοιγμα προς κομμάτια εργαζομένων και νεολαίας, καλύπτοντας τις βασικές απαιτήσεις μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής παρέμβασης. Από την άλλη μεριά πρέπει να πούμε ότι ορισμένες πλευρές του πολιτικού λόγου και της συνθηματολογίας του νέου εγχειρήματος θα μπορούσαν να είναι περισσότερο άμεσες και μάχιμες. Αυτό αποτυπώνεται σε δύο βασικά σημεία. Το πρώτο είναι η τάση να υπερτονίζεται η προοπτική (αντικαπιταλιστική προοπτική, εξουσία των εργαζομένων) σε βάρος των άμεσων αιτημάτων και στόχων ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής. Το δεύτερο είναι η υποτίμηση, στο όνομα κυρίως ενός άγχους καταγραφής διεθνιστικού προσανατολισμού, της αξίας και της σημασίας που έχει σήμερα το σύνθημα «Έξω από την Ε.Ε.» στην αυτοτέλειά του ως ένας κρίσιμος στόχος πολιτικής που δεν πρέπει να ανάγεται σε ένα σοσιαλιστικό μέλλον.

Η δική μας συλλογικότητα είχε σημαντική συνεισφορά στην όλη προσπάθεια. Θέσαμε εξαρχής το στόχο του ενωτικού κατεβάσματος, ζυμώσαμε σχεδόν ένα χρόνο τη συγκεκριμένη εξέλιξη, στηρίξαμε όλα τα ενδιάμεσα βήματα, συμβάλλαμε στη διαμόρφωση της πολιτικής σύνθεσης, ήμασταν η συλλογικότητα που αισθανόταν περισσότερο «σαν το σπίτι της» μέσα στην όλη διαδικασία. Χωρίς την παρουσία και την παρέμβαση της Αριστερής Ανασύνθεσης το ενωτικό εγχείρημα δεν θα είχε προχωρήσει.

13. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α δεν έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη.

  • Χρειάζεται να ξεπεραστεί η λογική εκείνη που θέλει τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό να εξαντλείται απλώς σε μια φραστική επίκληση του επαναστατικού δρόμου.
  • Δεν αρκεί απλώς η επίκληση των αγώνων στους οποίους έχει πρωτοστατήσει και η διεκδίκηση της ψήφου στο όνομά τους.
  • Έχει όρια η πολιτική λειτουργία ως μέτωπο οργανώσεων και η λογική της ομοφωνίας και του μέσου όρου.
  • Συχνά, η εικόνα ενός διακηρυκτικού μαξιμαλισμού περιορίζει το στοιχείο της λαϊκότητας στην απεύθυνσή μας και μας αποκόπτει από αγωνιστές που έχουν αναφορά στον ιστορικό κορμό της Αριστεράς, την ίδια στιγμή που συχνά χάνουμε και ευκαιρίες να επικοινωνήσουμε με το νέο ριζοσπαστισμό που αναδεικνύεται.

Γι’ αυτό και λέμε ότι στο εγχείρημα αυτό πρωτίστως θα κριθούμε από εάν και κατά πόσο δείξουμε ότι μπορούμε να αλλάζουμε.

  • Να κάνουμε το βήμα από το φραστικό αντικαπιταλισμό στη συλλογική επεξεργασία εκείνης της κατεύθυνσης και της πρακτικής μέσα στους αγώνες, που θα δείχνει ότι μόνο ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός μπορεί να οδηγήσει σε νικηφόρες μάχες.
  • Να προτείνουμε σε ευρύτερα λαϊκά κομμάτια όχι απλώς μια διέξοδο για την ώρα της κάλπης αλλά πρωτίστως έναν διαφορετικό τρόπο συλλογικής διεκδίκησης και πάλης, ένα δρόμο για να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους, ένα δρόμο για απτές αλλαγές και ανατροπές σήμερα και όχι σε ένα αόριστο σοσιαλιστικό μέλλον.
  • Να κάνουμε την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α ένα σύγχρονο μαζικό πολιτικό και κινηματικό εργαστήρι, με αυτοτελείς δημοκρατικές διαδικασίες, με ισότιμη συμμετοχή των ανεντάχτων σε όλα τα επίπεδα, με διαδικασίες βάσης, με ανοιχτή συζήτηση για το ποια άποψη και γραμμή δικαιώνεται όντως στην πράξη, για την προώθηση νέων και πρωτότυπων συνθέσεων.

Πάνω από όλα, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι στην αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να αρκεί απλώς η αυτοαναφορική συσπείρωση και καταγραφή ενός χώρου αριστερής αντιπολίτευσης. Στην αντικαπιταλιστική αριστερά, με δεδομένα τα όρια όλων των παραλλαγών του ρεφορμισμού, αναλογεί να διεκδικήσει να ξαναψηλαφήσει το νόημα συνολικά της έννοιας της Αριστεράς, να αρθρώσει λόγο και πρωτίστως πρακτική που να προσπαθεί να απαντήσει στο σύνολο των ανοιχτών ερωτημάτων που σήμερα τίθενται για την αριστερή πολιτική και εκεί να καταδείξει γιατί μόνο η κατεύθυνση της ρήξης και της ανατροπής μπορεί να δώσει προοπτική.

Μόνο που αυτό απαιτεί συνείδηση τόσο των δυνατοτήτων που ανοίγονται, όσο και της ευθύνης. Το εάν και κατά πόσο η κρίση θα απαντηθεί με όρους κλιμάκωσης των ταξικών αγώνων ή θα τροφοδοτήσει φοβικά και ηττοπαθή αντανακλαστικά, ο βαθμός στον οποίο θα διαμορφωθεί ένα νέο μαζικό ρεύμα αριστερού και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικού αντι-ευρωπαϊσμού σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα απέναντι στην καταναγκαστική ευρωλαγνεία του επίσημου πολιτικού προσωπικού (του ΣΥΡΙΖΑ μη εξαιρουμένου), η έκταση που θα πάρει τελικά η κρίση του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικού προτάγματος, αυτά είναι τα πεδία όπου θα κριθεί η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητα αλλά σε τελική ανάλυση και η κλίμακα και η μαζικότητα του εγχειρήματος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α και συνολικά της προσπάθεια ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς.

14. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι για εμάς το εγχείρημα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. κάθε άλλά παγιωμένο είναι. Το πιο σωστό είναι να την αντιμετωπίζουμε ως μια διαρκή πολιτική μάχη ως προς την πολιτική φυσιογνωμία. Και αυτή η μάχη θα δοθεί τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στις τοπικές επιτροπές, σε σχέση με το ύφος και τον τρόπο απεύθυνσης απέναντι σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Με αυτή την έννοια κρίσιμα ερωτήματα για εμάς ως προς την πολιτική φυσιογνωμία είναι:

  • Σημαντική πλευρά της απεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να είναι η αντι-ΕΕ πάλη. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν είναι μάχιμη μια απεύθυνση που παρουσιάζει την σοσιαλιστική επανάσταση, και μάλιστα σε υπερεθνική κλίμακα, ως προϋπόθεση της ρήξης με την ΕΕ. Αυτή μετατροπή του στόχου της αποδέσμευσης σε στόχο περίπου επαναστατικού μετασχηματισμού υποτιμά την αυτοτέλεια του στόχου της αποδέσμευσης και τη δυνατότητα να πολιτικοποιηθεί μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια και απονομιμοποίηση της ΕΕ. Αντίθετα, απαιτείται συστηματική προσπάθεια κατάδειξης των συνεπειών που έχει η παραμονή μέσα στην ΕΕ, η διάψευση των ιδεολογικών μύθων που προβάλλονται για τη νομιμοποίησή της και η προβολή της δυνατότητας ρήξης. Ειδικά σήμερα που έχει ενταθεί η απονομιμοποίηση της Ε.Ε., που η συμμετοχή στην ΟΝΕ επιτείνει τις συνέπειες της κρίσης, που η ΕΕ διατάσσει εξίσωση των ορίων ηλικίας αντρών και γυναικών, που βάζει την οικονομία σε επιτήρηση και απαιτεί διαρκώς ακόμη πιο αντιλαϊκά μέτρα. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό σε κάθε τοπική επιτροπή το θέμα της αντι-ΕΕ πάλης να τεθεί, τόσο με τη μορφή ειδικής συζήτησης σε επίπεδο συντονιστικού ή συνέλευσης, όσο και με πρόταση για εκδήλωση με θέμα «Ευρωπαϊκή Ένωση, κρίση και αντι-ΕΕ πάλη» σε κάθε τοπική επιτροπή.
  • Η συστηματική ανάδειξη του βαθιά αντιλαϊκού χαρακτήρα της κυρίαρχης πολιτικής και ταυτόχρονα η κατάδειξη της πλήρους συναίνεσης του ΠΑΣΟΚ σε αυτή την πολιτική. Ειδικά η πολεμική στο ΠΑΣΟΚ έχει ιδιαίτερη σημασία, ακριβώς γιατί σήμερα έχει σήμερα ευρύτερα κομμάτια εργαζομένων στρέφονται προς αυτό. Σε αυτό μπορούν να συμβάλουν η υπενθύμιση της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ όταν ήταν κυβέρνηση, η ανάδειξη των βασικών πλευρών του προγράμματός του, η πολεμική απέναντι στη στάση των συνδικαλιστών εκπροσώπων του. Σημειώνουμε εδώ ότι μέσα στη συγκυρία ο γενικόλογος αντικυβερνητικός «αντι-δεξιός» τόνος μικρή σημασία έχει, πρωτίστως χρειάζεται πολεμική ενάντια στο ΠΑΣΟΚ και προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι αυταπάτες που θα γεννιούνται για τυχόν διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
  • Η εμμονή στην ανάγκη για μαζικούς ανυποχώρητους αγώνες ως της μόνης λύσης απέναντι στην προσπάθεια για μετακύληση της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων. Εδώ έχει σημασία με θετικό τρόπο να προβληθεί όχι μόνο η αναγκαιότητα αλλά και η δυνατότητα των αγώνων να νικήσουν και να έχουν αποτελέσματα. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται σε κείμενα και προπαγανδιστικό υλικό, να υπερτονίζεται μόνο η αρνητική θέση τωνλαϊκών μαζών αλλά και η δυνατότητα αποτελεσματική αντίστασης, η δυνατότητα να υπάρχουν νίκες και ανατροπές. Κομβικό ρόλο θα παίξει εδώ η συστηματική προβολή του στόχου να δοθεί αγωνιστική απάντηση στην προσπάθεια να πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίση του κεφαλαίου.
  • Σε αυτό το πλαίσιο η διαφορετική αγωνιστική πρόταση δεν πρέπει να ορίζεται κυρίως αρνητικά (π.χ. με κριτικές στη στάση της γραφειοκρατίας και του ρεφορμισμού), αλλά περισσότερο θετικά: αγωνιστική ενότητα των ίδιων των εργαζομένων, νέες συνδικαλιστικές μορφές που να μπορούν να εκφράσουν το σύνολο των εργαζομένων κάθε κλάδου, πρωτοβουλίες αγωνιστικού συντονισμού βάσης, έμφαση στην αλληλεγγύη, κλιμάκωση των αγώνων, προβολή μαχητικών μορφών πάλης, Αντίστοιχα, θα πρέπει και το διεκδικητικό πλαίσιο να μπορεί να ισορροπεί ανάμεσα στη συνολική αντίθεση στην κυρίαρχη πολιτική και την ανάγκη για συγκεκριμένες απαντήσεις.
  • Συνολικά, η απεύθυνση θα πρέπει να ισορροπεί απέναντι στην ανάγκη συνολικής ρήξης (εξ ου και η επιμονή στον επαναστατικό δρόμο σε αντιδιαστολή με τη λογική του αριστερού κυβερνητισμού σε όλες τις παραλλαγές του) και τη δυνατότητα άμεσων βελτιώσεων της θέσης των λαϊκών μαζών (εξ ου και η πολεμική απέναντι στον αριστερό αναχωρητισμό τύπου ΚΚΕ). Κομβικό στοιχείο αυτής της τοποθέτησης θα πρέπει να είναι η θέση ότι σήμερα ο καλύτερος δρόμος για να υπάρξουν συγκεκριμένα και απτά ρήγματα στην κυρίαρχη πολιτική δεν είναι να διεκδικήσει η αριστερά την κυβερνητική διαχείριση, αλλά ως πρωτοπόρα δύναμη κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευση να επιβάλει στην άρχουσα τάξη αναγκαστικές αλλαγές πολιτικής.
  • Η σύνδεση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τις μεγάλες κινηματικές μάχες του προηγούμενου διαστήματος είναι ιδιαίτερα σημαντική. Κατά τη γνώμη μας δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην αναφορά στο πνεύμα της εξέγερσης του Δεκέμβρη αλλά να επεκτείνεται στο σύνολο των μεγάλων κοινωνικών αγώνων των τελευταίων ετών. Ιδιαίτερη σημασία έχει να αποφύγουμε μια παραδοσιακή απεύθυνση του τύπου «πρωτοστατήσαμε στα κινήματα, επομένως ψηφίστε μας», και να διατηρούμε το στοιχείο της πρότασης αγωνιστικής δράσης, μιας πρότασης για αγώνα μαζί με τα κινήματα, μέσα στους αγώνες.
  • Η πολεμική απέναντι στα κόμματα της Αριστεράς θα πρέπει να μπορεί να εντοπίσει τις πραγματικές αντιφάσεις της πολιτικής τους παρέμβασης και γραμμής. Για παράδειγμα δεν έχει ιδιαίτερο νόημα μια πολεμική στο ΚΚΕ ότι προσπαθεί να κάνει κλασικά αντιμονοπωλιακά μέτωπα, όταν έστω και φραστικά έρχεται σε ρήξη με αυτές τις παραδόσεις ή ότι είναι «σταλινικό» στην ανάγνωση που κάνει της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Αντίθετα, πολύ πιο κρίσιμες αντιφάσεις στην παρέμβαση του ΚΚΕ είναι η ηττοπαθής λογική του για τα κινήματα, ο τρόπος που συμπεριλαμβάνει ακόμη μικροκαπιταλιστές στη «λαϊκή συμμαχία», η χωριστική πρακτική του έναντι άλλων δυνάμεων, η υποτίμηση της προλεταριακής δημοκρατίας στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η εθελοτυφλία έναντι των καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών πλευρών και της λεγόμενης «σταλινικής» περιόδου. Αντίστοιχα, δεν αρκεί και μια πολεμική στο ΣΥΡΙΖΑ ότι θέλει «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις, όταν είναι προφανές ότι δεν είναι αυτή η κύρια πλευρά του αριστερού κυβερνητισμού. Αντίθετα, πολύ πιο πρόσφορα σημεία πολεμικής είναι ο ανοιχτά φιλοευρωπαϊκός τόνος και η αποδοχή του πυρήνα της λογικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η λογική των θετικών προτάσεων διαχείρισης (π.χ. για τη σωτηρία των Τραπεζών), η στάση του σε μια σειρά από κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα και συνδικαλιστικούς χώρους, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τους αγώνες πρωτίστως ως εφαλτήριο για την κοινοβουλευτική ενίσχυσή του, οι ταλαντεύσεις ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις αυταρχικές τομές που μεθοδεύει η κυβέρνηση.
  • Ειδική πολεμική χρειάζεται απέναντι στους «Οικολόγους – πρασίνους» γύρω από τρεις άξονες: α) Την απουσία τους από όλα τα πραγματικά κινήματα για το περιβάλλον και τους ελεύθερους χώρους, όπου αντίθετα η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει ισχυρή παρουσία. β) Την σχέση τους με την πράσινη επιχειρηματικότητα. γ) Την ετοιμότητά τους να λειτουργήσουν ως κυβερνητικοί εταίροι του ΠΑΣΟΚ.
  • Η δυνατότητα που έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να είναι ένα πρωτότυπο εγχείρημα και ως προς τη δημοκρατική λειτουργία είναι επίσης ένα κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής φυσιογνωμίας. Ένα ευρύτερο δυναμικό το οποίο αναφέρεται σε αυτό το εγχείρημα δεν αναζητά απλώς ένα ψηφοδέλτιο, αλλά ένα μαζικό εγχείρημα το οποίο να μπορεί να το συνδιαμορφώσει. Σε αυτό ιδιαίτερα θα συμβάλει η μη διεκπεραιωτική αντίληψη της λειτουργίας των τοπικών επιτροπών. Συνολικά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θα πρέπει να είναι ένα «ψηφοδέλτιο» αλλά ένα μαζικό κάλεσμα για «αυτοργάνωση» ενός μάχιμου μαζικού αντικαπιταλιστικού μορφώματος.

15. Σε ένα πιο στρατηγικό επίπεδο εκτιμούμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κριθεί από το εάν και κατά πόσο θα μπορέσει να συναρθρώσει διαλεκτικά τη στρατηγική επιμονή στον επαναστατικό δρόμο με τη μαζική απεύθυνση και την άμεση επικοινωνία με τις λαϊκές μάζες. Εδώ η κομβική πλευρά θα είναι προοπτικά εκείνου του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης που θα μπορεί να ορίζει το στρατηγικό ορίζοντα των σημερινών αντιστάσεων και θα πείθει για την ανάγκη συνολικότερης αμφισβήτησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η επεξεργασία αυτή μένει να γίνει και προφανώς δεν μπορεί να υποκατασταθεί απλώς από έναν αιτηματολογικό μαξιμαλισμό, ενώ απαιτεί και συγκεφαλαίωση κοινωνικής εμπειρίας και ενεργό δοκιμασία μέσα σε αγώνες και κινήματα. Παραμένει, όμως, μια αναγκαιότητα έτσι ώστε η πολιτική μας πρόταση για τη δυνατότητα ενός διαφορετικού προτύπου κοινωνικής ανάπτυξης να μην ταλαντεύεται ανάμεσα στην προβολή στόχων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ως άμεσων αιτημάτων από τη μια και την διατύπωση ανοιχτά διαχειριστικών προτάσεων κοινωνικής προκοπής από την άλλη.

Επίσης θα πρέπει να έχουμε σαφές ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κριθεί από την ικανότητά της να συμβάλει σε μεγάλες μάχες, να ενισχύσει τάσεις ενότητας και μαζικοποίησης σχημάτων και παρεμβάσεων σε κοινωνικούς χώρους, να στηρίξει μεγάλες κινηματικές πρωτοβουλίες. Και αυτά αφορούν τόσο την ενίσχυση της κοινής παρουσίας σε χώρους όπως είναι η νεολαία και τα εργατικά σχήματα, όπου έχουν γίνει βήματα προς τα εμπρός, όσο και την ενωτική δράση σε πεδία όπως τα τοπικά σχήματα ή η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ορισμένα σημεία:

  • Είναι ανάγκη με απτό τρόπο η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποτυπωθεί και σε βήματα κοινής πολιτικής παρέμβασης των δυνάμεων που την απαρτίζουν σε σχήματα και κοινωνικά μέτωπα.
  • Θα ήταν λάθος να πάμε σε μια λογική ότι η γεωμετρία των σχημάτων σε κοινωνικούς χώρους θα πρέπει να ταυτίζεται με αυτή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα πρέπει να είναι πολύ πιο πλατιά και σε δυνάμεις και σε αγωνιστές.
  • Με αυτή την έννοια, όπως έχουμε ξαναπεί, για εμάς ήταν στοιχείο δυναμισμού και ηγεμονικής παρέμβασης δυνάμεις ή αγωνιστές από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ να συμμετέχουν σε σχήματα. Με αυτή την έννοια διαφωνούμε τόσο με πρακτικές εξώθησης τέτοιων τάσεων, αλλά και λανθασμένες επιλογές αποχώρησης από πλατιά σχήματα (όπως π.χ. έκανε το ΝΑΡ στην Αριστερά στην Αυτοδιοίκηση)
  • Και βέβαια εξακολουθεί να είναι βασική μας τοποθέτηση η λογική της αγωνιστικής ενότητας μέσα στο κίνημα ενάντια τόσο σε λογικές ακολουθητισμού όσο και «χωροταξικού διαχωρισμού». Πήγαμε στη συγκέντρωση στο Μουσείο με τη λογική να προσπαθήσουμε να γίνει η πρωτομαγιάτικη διαδήλωση που δεν ήθελε να κάνει η γραφειοκρατία και όχι υλοποιώντας το «φετίχ» της «ανεξάρτητης συγκέντρωσης». Γι’ αυτό και στην Πάτρα διαφωνήσαμε με τη λογική της ανεξάρτητης συγκέντρωσης, κάναμε προσυγκέντρωση και μετά μαζικά πήγαμε προς τη συγκέντρωση του Εργατικού Κέντρου. Γι’ αυτό και στη Θεσσαλονίκη παλέψαμε για να γίνει κοινή συγκέντρωση και μετά παρέμβαση στη συγκέντρωση των σωματείων (μια συνθετική πρόταση που θα μπορούσενα είχε περάσει εάν η ΑΡΑΣ δεν δυναμίτιζε τη συνεδρίαση του συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ)
  • Χρειάζεται επίσης να έχουμε την ικανότητα να κατανοούμε την κρισιμότητα επίδικων στα οποία μπορούμε να παρέμβουμε. Είναι σωστό ότι η συγκέντρωση στο Μουσείο ήταν πετυχημένη και μαζική. Όμως, μαζική και πετυχημένη ήταν και η συγκέντρωση στη Βικτώρια με τη συμμετοχή και ανένταχτου δυναμικού. Εάν δεν είχε πρυτανεύσει η λογική της «Πρωτοβουλίας για Ταξική Πρωτομαγιά» και είχε προκριθεί η λογική της «Πρωτομαγιάς των Σωματείων» τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και θα είχαμε μια ακόμη μαζικότερη συγκέντρωση. Το ίδιο ισχύει και τα προβλήματα που δημιουργεί π.χ. η εγκατάλειψη της Πρωτοβουλίας Σωματείων, την ίδια ώρα που την προβάλλουμε ως πρότυπο. Χρειάζεται να μάθουμε ότι η ηγεμονία χτίζεται με πρακτικές όχι διακηρύξεις.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται σαφές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πεδίο για εμάς όπου ξεδιπλώνεται και η μάχη για την ηγεμονία. Δεν πρέπει να φυσιογνωμία της να επικαθοριστεί κυρίως:

  • Ούτε από το φοβικό αριστερισμό στον οποίο κατατείνει σε αρκετές περιπτώσεις το ΝΑΡ
  • Ούτε από τη σχετικά ρηχή εκδοχή αντικαπιταλισμού του ΣΕΚ
  • Ούτε από τις καθυστερήσεις και τα όρια των ρευμάτων του κλασικού αριστερισμού
  • Ούτε από το φοιτητοκεντρισμό τύπου ΑΡΑΣ.

Αντίθετα, θα πρέπει να δώσουμε τη μάχη για να ηγεμονεύσουν πλευρές μιας μάχιμης αριστερής φυσιογνωμίας.

16. Είναι προφανές ότι πολλές από τις παραπάνω προκλήσεις αφορούν συνολικά την πορεία διαμόρφωσης του εγχειρήματος. Άμεσα, όμως, μπροστά μας είναι η μάχη των Ευρωεκλογών και δεν πρέπει να ξεχνάμε τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε:

  • Το εγχείρημα είναι σχετικά νέο και κατά συνέπεια όχι αυτόματα αναγνωρίσιμο.
  • Η πίεση από το ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη, στο πλαίσιο και του διαγκωνισμού με το ΚΚΕ για την ‘πρωτιά’ στην αριστερή ψήφο.
  • Η πριμοδότηση των Οικολόγων – Πράσινων περιορίζει τη διαθέσιμη ψήφο διαμαρτυρίας
  • Άλλα ρεύματα της ριζοσπαστικής αριστεράς (π.χ. μ-λ τάσεις, το ΕΕΚ, κομμάτια του αντιεξουσιαστικού χώρου) θα επικεντρώσουν την πολεμική τους κυρίως στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Γι’ αυτό το λόγο και πρέπει να περάσει η αντίληψη ότι από τώρα και μέχρι τις ευρωεκλογές καμιά μέρα δεν μπορεί να πάει χαμένη. Αντίθετα, απαιτείται:

  • Πλήρης ενεργοποίηση των τοπικών επιτροπών
  • Μέγιστη συσπείρωση ανένταχτων αγωνιστών
  • Αξιοποίηση όλου του προεκλογικού υλικού
  • Συστηματική παρουσία και τοπικά και σε κοινωνικούς χώρους με εκδηλώσεις, εξορμήσεις, τραπεζάκια, περίπτερα.

Η δουλειά αυτή δεν θα πρέπει να γίνεται με έναν μηχανιστικό, προπαγανδιστικό τρόπο αλλά με συστηματική προσπάθεια να επικοινωνούμε με τον προβληματισμό, την αγωνία, την αναζήτηση των αγωνιστών στους οποίους θα απευθυνθούμε. Να δείξουμε ότι δε έχουμε διάθεση μόνο να μιλήσουμε αλλά και να ακούσουμε.

17. Όλες αυτές οι μάχες βάζουν και συγκεκριμένες απαιτήσεις για τη συλλογικότητά μας. Άλλωστε, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στην όλη πορεία μέχρι τώρα έχουν αποτυπωθεί και συγκεκριμένα προβλήματα:

·Φάνηκαν τα όρια ενός μοντέλου πολιτικής παρέμβασης και δράσης που στηρίζεται κυρίως στη λειτουργία του πανελλαδικού γραφείου και τη δράση του τομέα νεολαίας ως προς την υλοποίηση. Ένα τέτοιο μοντέλο πολιτικής λειτουργίας και δράσης ούτε επαρκεί στην περίοδο που έρχεται, ούτε αναλογεί στην πολιτική μας γραμμή και παρέμβαση.

·Η παρουσία των εργαζομένων της συλλογικότητας στις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις δεν ήταν ανάλογη των περιστάσεων. Σε αρκετές περιοχές στηριχτήκαμε κυρίως στους νεολαίους, κάτι που αντικειμενικά περιορίζει την εμβέλεια της παρέμβασης και την αποτελεσματικότητά της.

·Τα προβλήματα στη λειτουργία των τομεακών οργάνων και ιδίως του Τομέα Εργαζομένων και δευτερευόντως του τομέα συνοικιών φάνηκαν για άλλη μια φορά, μια που ήταν κατεξοχήν τα όργανα αυτά που θα έπρεπε να αναλάβουν το κατέβασμα της γραμμής προς τα κάτω και την εξασφάλιση της συντονισμένης παρουσίας μέσα στην όλη διαδικασία.

·Η καθυστέρηση – με ευθύνη του γραφείου – στη διαμόρφωση έγκαιρα μιας κατάλληλης οργανωτικής δομής που να εξασφαλίζει την καταγραφή των μελών μας ανά περιοχές, να καθορίζει τις προτεραιότητες, να συντονίζει την πολιτική παρουσία στις τοπικές συνελεύσεις, να συγκεντρώνει και να μεταφέρει την πολιτική ενημέρωση και συνολικά να καθοδηγεί μια παρουσία συντονισμένη και με ιεραρχήσεις, έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στα προβλήματα στην παρουσία μας.

·Συνολικά, φάνηκαν αδυναμίες ως προς την ικανότητα της συλλογικότητας να πηγαίνει με αποφασιστικότητα και με σαφή προσανατολισμό ως προς το τι θέλει να θέσει σε κάθε συνέλευση. Αυτό δεν μειώνει ότι συνολικά είχαμε σημαντική παρουσία στις συνελεύσεις και συμβάλαμε στις αποφάσεις και στον όλο πολιτικό προσανατολισμό.

Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να εντάξουμε και τα προβλήματα που έχουν προκύψει σε σχέση με τους όρους στράτευσης και υλοποίησης της πολιτικής γραμμής π.χ. στον πυρήνα τεχνικών, όπου η διεκδίκηση ανοχής απέναντι σε κατευθύνσεις αντιθετικές προς τις επιλογές της συλλογικότητας δεν γίνεται στη βάση μιας θεμιτής κατεύθυνσης εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά στη βάση ενός φιλελευθερισμού που ταυτόχρονα αρνείται ότι υπάρχει παγιωμένη απόφαση και κατεύθυνση της συλλογικότητας και προσπαθεί να νομιμοποιήσει κοινωνικές πρακτικές που δεν έχουν σχέση με την πρακτική και την ηθική της αριστεράς.

Είναι σαφές ότι από τα παραπάνω τίθεται το ζήτημα τομών στην πολιτική συγκρότηση και λειτουργία της συλλογικότητας, αλλά και των όρων στράτευσης και πολιτικής ενεργοποίησης:

·Αντιμετώπιση από το ΚΣΟ των προβλημάτων που υπάρχουν στη στελέχωση του πανελλαδικού γραφείου, έτσι ώστε μέχρι τη Συνδιάσκεψη να μπορεί να λειτουργεί με την πλήρη σύνθεσή του. Σε αυτό το πλαίσιο απόφαση του ΚΣΟ είναι η συμπλήρωση του γραφείου με τους σ. Σπ. Δρ., Γ. Λιαγκ. και Ηλ. Κεφ.

·Πλήρης ενεργοποίηση όλων των τομεακών οργάνων της συλλογικότητας. Χωρίς ενεργοποίηση των τομεακών συντονιστικών και των πυρήνων, ιδίως αυτών που δεν ανήκουν στη νεολαία, δεν θα μπορέσουμε να έχουμε την κρίσιμη μάζα συντρόφων που θα διαχειριστούν τοπικές επιτροπές και την όλη παρουσία. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε μόνο με το γραφείο και τη νεολαία.

·Προγραμματισμός συνεδριάσεων ΟΛΩΝ των πυρήνων εργαζομένων και νεολαίας και συγκεκριμένη συζήτηση για το σχεδιασμό και την προοπτική της συλλογικότητας. Ειδικά για τους πυρήνες εργαζομένων αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει: α) να συνεχιστεί η αναβάθμιση της λειτουργίας όσων πυρήνων έχουν σταθερή λειτουργία. β) Να συνεδριάσουν όσοι πυρήνες έχουν περισσότερο χαλαρή λειτουργία (π.χ. Δημόσιο – ΥΠΠΟ, Τύπος). γ) Να ενεργοποιηθούν πυρήνες που μέχρι τώρα ήταν αδρανείς (οικονομολόγοι – τραπεζικοί). δ) Να συγκροτηθούν νέοι πυρήνες (δικηγόροι).

·Να ολοκληρωθεί η επανακαταγραφή όλων των μελών της συλλογικότητας έτσι ώστε να έχουμε πλήρη στοιχεία όλων των πυρήνων και να μπορέσουμε να έχουμε και καταγραφή ανά περιοχή αλλά και με βάση το που ψηφίζουν οι σύντροφοι.

·Με βάση αυτή την κατανομή θα πρέπει να έχουμε σαφές ότι κάθε σύντροφος το επόμενο διάστημα θα έχει και καθήκοντα στην τοπική ή την κλαδική επιτροπή. Με ευθύνη της ομάδας εκλογικού αγώνα θα γίνει ο κατάλληλος καταμερισμός και θα υπάρχουν συγκεκριμένες υπευθυνότητες σε κάθε περιοχή. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι θέλουμε πολύ περισσότερους εργαζόμενους στις τοπικές επιτροπές και τη διαχείρισή τους.

·Σε κάθε επίπεδο της συλλογικότητας θα πρέπει να υπάρξει ένα διαφορετικός τρόπος συζήτησης: επικέντρωση σε άξονες, συγκεκριμένα βήματα και προτάσεις, συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές που θέλουμε ανά περίσταση να ζυμώσουμε, συγκεκριμένες οριοθετήσεις από άλλες απόψεις. Αυτά πρέπει να χρωματίζουν (προφανώς όχι με όρους μηχανιστικής αναπαραγωγής της «γραμμής») την παρουσία σε κάθε στιγμή και πλευρά της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γίνει βασικό στοιχείο της πολιτικής λειτουργίας των οργάνων όχι η εσωστρέφεια, αλλά το συστηματικό ανέβασμα του βαθμού ενεργοποίησης, δραστηριοποίησης, έκθεσης σε συλλλογικές μάχες όλου του δυναμικού της συλλογικότητας.

·Αυτό σημαίνει ότι το γραφείο θα πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένο στην κατεύθυνση που θα επεξεργάζεται, τα τομεακά όργανα θα εξειδικεύουν και οι υπεύθυνοι των πυρήνων (και αντίστοιχα όσοι θα συντονίζουν την παρουσία μας ανά περιοχή) θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η πολιτική κατεύθυνση θα είναι κτήμα της συλλογικότητας.

·Η έντυπη παρουσία της συλλογικότητας θα πρέπει να αξιοποιηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο το καινούριο Εκ νέου, όσο και το Εκτός Γραμμής που κυκλοφορεί

·Να ενισχυθούντα βήματα οργανωτικής ανάπτυξης της συλλογικότητας, τόσο σε σχέση με νεολαίους που έχουν έρθει πιο κοντά, όσο και σε σχέση με έναν κρίσιμο αριθμό εργαζομένων που σήμερα είναι περισσότερο κοντά στη συλλογικότητα. Ο συνολικός στόχος θα πρέπει να είναι μια τομή στη μαζικότητα με ορίζοντα και τη Συνδιάσκεψη.

Συγκροτείται επίσης ειδική ομάδα εκλογικού αγώνα που να έχει τη ευθύνη της παρουσίας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της στελέχωσης της επιτροπής τύπου, του συντονισμού της παρουσίας σε τοπικές επιτροπές και σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, της επικοινωνίας με την επαρχία, της έγκαιρης διανομής του προεκλογικού υλικού, της τακτικής ενημέρωσης των μελών.

Σε αυτό το φόντο θα πρέπει να δούμε ποιες είναι οι προκλήσεις το αμέσως επόμενο διάστημα:

·Η καλύτερη κατά το δυνατό στελέχωση του ψηφοδελτίου, παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η απροθυμία ανένταχτων προσωπικοτήτων να το στηρίξουν –ενδεικτική της δυσπιστίας που έχει δημιουργήσει η προηγούμενη κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά –, με τρόπο που να μπορεί να είναι μάχιμο. Αποφυγή άστοχων ενεργειών όπως η αλφαβητική σειρά. Έμφαση στην παρουσία γυναικών. Ισορροπία μεταξύ των ρευμάτων.

·Η ενεργοποίηση της συλλογικότητας στην κεντρική παρουσία και διαχείριση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έτσι ώστε να μπορεί να έχει μια μάχιμη και θελκτική πολιτική απεύθυνση.

·Η προσπάθεια για όσο το δυνατόν πιο μαζικά κείμενα από εδώ και πέρα: Εκλογική διακήρυξη μαζική. Κείμενο για περιβάλλον. Σύντομο κείμενο της τελευταίας στιγμής.

·Σποτ ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό.

·Αξιοποίηση της τοπικής δυνατότητας για κείμενα και παρεμβάσεις.

·Καλά οργανωμένες περιοδείες, τοπικές εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις.

·Κουπόνι και μάχη της οικονομικής ενίσχυσης.

18. Είναι σαφές ότι μέσα και από τη μάχη των εκλογών κλείνει ένα κύκλος πολιτικής δραστηριοποίησης της συλλογικότητας. Η προσπάθεια για στροφή, παράλληλα με τα κοινωνικά μέτωπα και τους αγώνες, προς την κεντρική πολιτική παρέμβαση και συγκρότηση αποτυπώνεται και στην τομή που εκπροσωπεί η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η μαζικοποίηση της συλλογικότητας και ο πανελλαδικός της χαρακτήρας είναι αρκετά μπροστά από την εικόνα που υπήρχε στην ιδρυτική διαδικασία του 2003, ενώ το ίδιο ισχύει σε σχέση με τη συντροφικότητα, την πολιτικοποίηση, την επίγνωση των διακυβευμάτων.

Αυτή η πορεία έχει φτάσει η ώρα να αποτιμηθεί και να βαθύνει. Η συλλογική συζήτηση, συγκρότηση και οργανωτική μορφή της συλλογικότητας πρέπει να αναλογεί στο μέγεθος των ερωτημάτων με τα οποία αναμετριέται. Ο βαθμός στράτευσης πρέπει να αναλογεί σε μια συλλογικότητα που για συμβάλει όχι μόνο σε μεγάλες συγκρούσεις αλλά και σε σημαντικά πολιτικά εγχειρήματα.

Χρειαζόμαστε μια Αριστερή Ανασύνθεση:

  • Με εκείνη την τομή στη μαζικότητα που θα επιτρέψει να συμβάλουμε ακόμη πιο αποφασιστικά στην υπόθεση της ανασύνθεσης μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
  • Με πολύ πιο συγκροτημένη πολιτική λειτουργία και την οργανωτική κατάσταση.
  • Με ανεβασμένο βαθμό στράτευσης των μελών της στις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές μάχες.
  • Με αξιοποίηση όλου του δυναμικού της
  • Με μια φυσιογνωμία που να μπορεί να ανοίγει και σε άλλα κομμάτια πέραν της σπουδάζουσας νεολαίας και της μισθωτής διανόησης
  • Με όργανα και διαδικασίες μάχιμα και αποτελεσματικά
  • Με περισσότερο συστηματική δημόσια έντυπη και ηλεκτρονική παρουσία.
  • Με πολιτική συζήτηση στρατηγικά προσανατολισμένη, ικανή να προσφέρει απαντήσεις στα πολιτικά ερωτήματα που ανοίγουν: Στη μελέτη της διαλεκτικής κρίση/αναδιάρθρωση μέσα στη συγκυρία. Στις πλευρές ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Στο ξαναψηλάφισμα της επαναστατικής προοπτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο απόφαση του ΚΣΟ είναι η Ε’ Συνδιάσκεψη να πραγματοποιηθεί στα μέσα Οκτώβρη (17-18 ή 24-25 Οκτώβρη). Μέχρι τις 27 Ιούνη πρέπει να έχει γραφτεί το προσχέδιο των βασικών θέσεων (με τρόπο μεστό, συμπυκνωμένο και συμπερασματικό, χωρίς πλατειασμούς) έτσι ώστε μέσα στον Ιούλιο να συζητηθεί από το ΚΣΟ, να εγκριθεί και να είναι έτοιμο στο camping της νεολαίας (19-26 Ιούλη). Παράλληλα και μέχρι τη συνδιάσκεψη θα πρέπει να προχωράνε από τους τομείς και ειδικές ομάδες επεξεργασίας και ειδικότερα κείμενα με χαρακτήρα εμβάθυνσης και εμπλουτισμού.