Αριστερή Ανασύνθεση

Κεντρικό Συντονιστικό Όργανο

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΣΟ

12/11/2006

Για την διεθνή κατάσταση

Ως προς τη διεθνή κατάσταση τα εξής σημεία είναι ιδιαίτερα σημαντικά προσθετικά προς τις εκτιμήσεις που κάναμε στην προηγούμενη συνεδρίαση του ΚΣΟ

Πρώτον, η σημαντική ήττα των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, μια σημαντική εξέλιξη σημαντική που αποτυπώνει μια έντονη απονομιμοποίηση όψεων και της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπους, συμπεριλαμβανομένης και της συνεχιζόμενης εμπλοκής στο Ιράκ, απονομιμοποίηση που αποτυπώθηκε και στην αποπομπή Ράμσφελντ. Είναι σαφές ότι η όλη συγκυρία οξύνει τουλάχιστον μία αντίφαση της κυρίαρχης Αμερικανικής στρατηγικής, παρότι σε γενικές γραμμές ο κύριος όγκος του Δημοκρατικού Κόμματος έχει συνυπογράψει τις βασικότερες πλευρές της τρέχουσας Αμερικανικής πολιτικής.

Δεύτερον, η σημαντική εκλογική επιτυχία των Σαντινίστας και η εκλογή του Ντανιέλ Ορτέγκα ως προέδρου, παρά την λυσσαλέα προσπάθεια των ΗΠΑ να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μπορεί το FSLN να έχει σαφώς δεξιότερες θέσεις σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, παρόλα αυτά δεν παύει η εκλογή αυτή να σηματοδοτεί ένα βήμα ρήξης με την πολιτική των ΗΠΑ και ενισχύει την τάση ανατροπής συσχετισμών στη Λατινική Αμερική.

Για την εσωτερική συγκυρία

Εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών

Οι πρόσφατες Νομαρχιακές και Δημοτικές εκλογές έλαβαν χώρα μέσα σε μία πολιτική συγκυρία που χαρακτηριζόταν από δύο βασικές παραμέτρους: Από τη μία υπήρχε η προσπάθεια επιτάχυνσης των αναδιαρθρωτικών διαδικασιών μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος, της παγίωσης μιας πολιτικής λιτότητας, της προώθησης νέων ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία. Από την άλλη έχουμε την άνοδο των κοινωνικών κινητοποιήσεων που έφερε το φοιτητικό κίνημα αλλά και οι κινητοποιήσεις στους δασκάλους.

Η ΝΔ σε αυτές τις εκλογές κατάφερε να μην έχει πολύ μεγάλο κόστος, αφού παρά τα ιδιαίτερα αντιλαϊκά μέτρα τα οποία έχει πάρει, δεν είχε μεγάλες εκλογικές απώλειες, αντίθετα κατάφερε να διατηρήσει τον ίδιο αριθμό Νομαρχιών, παρά τις απώλειες που είχε σε ορισμένες περιοχές. Σε αυτό βέβαια βοηθήθηκε και από τον εκλογικό νόμο (42%) που να πάρει αρκετές νομαρχίες από τον πρώτο γύρο. Εκμεταλλεύθηκε δε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου για να προβάλει ένα επιθετικό πρόσωπο απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις.

Όμως, το τελευταίο διάστημα υπήρξε και μια εκρηκτική επιστροφή στο προσκήνιο μεγάλων κοινωνικών αγώνων, που και αποτελέσματα είχαν και ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη συνάντησαν. Τα στοιχεία αυτά κοινωνικής δυσαρέσκειας αποτυπώθηκαν στο εκλογικό αποτέλεσμα με διαφόρους τρόπου. Σε μικρό βαθμό η κοινοβουλευτική αριστερά κατόρθωσε να εγκολπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια, και σε ακόμα μικρότερο το ΠΑΣΟΚ. Η λαϊκή δυσαρέσκεια θα προσανατολιστεί βασικά σε 3 κατευθύνσεις: α) Άκυρο- λευκό- αποχή. β) Ψηφοδέλτια αριστερά ή αριστερόστροφα που είχαν ένα μαζικό προφίλ. γ) Ενίσχυση των συνδυασμών της ριζοσπαστικής- επαναστατικής αριστεράς. Σε αυτούς τους τρόπους μπορούμε να προσθέσουμε και μια σειρά από αποτυχίες συνδυασμών της Ν.Δ. σε νομαρχίες στο δεύτερο γύρο.

Με αυτή την έννοια θα λέγαμε ότι εάν θα θέλαμε να εκτιμήσουμε τη συγκυρία της ταξικής πάλης στον τόπο μας, θα λέγαμε ότι μπορεί η μία πλευρά να είναι η σταθεροποίηση του κυβερνητικού κέντρου (κυρίως επειδή δεν φαίνεται κάποιος άλλος ικανός πόλος στο πολιτικό σκηνικό ικανός να αμφισβητήσει τη θέση του), αυτό, όμως, δεν μειώνει τη σημασία της εντυπωσιακής καταγραφής μεγάλων κοινωνικών κινημάτων όλο το προηγούμενο διάστημα, μέσα από τα οποία εκφράστηκε μια ευρύτερη διαμαρτυρία για πολιτικές που αφορούν τον πυρήνα του καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (την εξοντωτική λιτότητα, την εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών, την ένταση μορφών πειθάρχησης).

Βασική παράμετρος που σήμερα δείχνει να ενισχύει τη θέση του κυβερνητικού κέντρου, παρά τις ιδιαίτερα αντιλαϊκές πολιτικές που αυτό επιλέγει, είναι η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να μπορέσει να λειτουργήσει ως πόλος της κοινωνικής δυσαρέσκειας και ως εναλλακτική κυβερνητική προοπτική. Αυτό δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της νωπής ακόμη μνήμης από την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, τις ιδιαίτερα επιθετικές αναδιαρθρώσεις που και εκείνο προώθησε και την αποξένωση των μαζών από αυτό που φάνταζε –και ήταν– ένας κυνικός μηχανισμός νομής της εξουσίας και των εοκικών επιδοτήσεων. Είναι και το σημερινό πολιτικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ, που υπερθεματίζει στις πιο αντιλαϊκές πολιτικές και διεκδικεί τα σκήπτρα του πιο συνεπή εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού.

Σε κάθε περίπτωση η καινούρια σχετική αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, (τέταρτη κατά σειρά: δημοτικές 2002, εθνικές 2004, ευρωεκλογές 2004, δημοτικές 2006), φανερώνει πως η απόλυτη συνταύτιση με τις ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης το οδηγεί σε μια συνεχή εκλογική απαξίωση. Στην πραγματικότητα μόνο μια λύση θα μπορούσε σήμερα να επιλέξει το ΠΑΣΟΚ για να μπορέσει να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο της ήττας: Να επέλεγε μια τακτική σχετικής αυτονόμησης από τα αστικά κέντρα και να προχωρούσε σε ολομέτωπη επίθεση στη ΝΔ και σαφή διαχωρισμό από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αυτό, όμως, θα ισοδυναμούσε με μία σχετική ρήξη με κέντρα εξουσίας που μέχρι τώρα όχι μόνο έχουν υποστηρίξει την πολιτική και ιδεολογική μετάλλαξή του, αλλά στηρίζουν ενεργά και τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ έδειξε στο β΄ γύρο των νομαρχιακών εκλογών ότι μπορούσε να καρπωθεί ένα μέρος της αποδοκιμασίας προς τον αλαζονικό τρόπο με τον οποίο η ΝΔ διαχειρίστηκε το αποτέλεσμα του α΄ γύρου, την ίδια στιγμή υπέστη μια πραγματική πανωλεθρία σε πάρα πολλά από τα δικά του προπύργια στη Β΄ Αθήνας.

Το πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει ο κόσμος της εργασίας είναι πως αυτή η σχετική σταθερότητα της κυβέρνησης γίνεται προσπάθεια και από κέντρα εξουσίας και από κυβερνητικούς κύκλους να μεταφραστεί σε μια κατεύθυνση ακόμη μεγαλύτερης επιθετικότητας του στυλ «ακόμα και αν μπορώ να δώσω δεν θα δώσω, γιατί αυτό που με ενδιαφέρει είναι να επικυρώσω μια βαθιά συντηρητική στροφή». Αυτό αποτυπώνεται σε μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική απέναντι ακόμη και σε κινητοποιήσεις που δεν απομονώνονται και έχουν λαϊκή απήχηση, όπως για παράδειγμα στην απεργία των δασκάλων. Αλλά και αυτή η τακτική μπορεί να προσκρούσει σε σοβαρά προβλήματα: Όπως φάνηκε και το καλοκαίρι με το μεγάλο αγώνα των φοιτητών υπάρχει η δυνατότητα αγώνες και κινήματα να δημιουργούν τόσο ασφυκτικό κλίμα που να οδηγούν την κυβέρνηση σε αναδιπλώσεις.

Σε αυτό το φόντο είναι που μπορούμε να εκτιμήσουμε την επιθετική τακτική της κυβέρνησης απέναντι στο εργατικό κίνημα, μια τακτική που ορθά έχει αποκληθεί ως προς τον τόνο «θατσερική» με την έννοια ότι δεν αποσκοπεί τόσο στο να περάσει τη μία ή την άλλη πολιτική (ούτε πολύ περισσότερο να «διασώσει» τα δημοσιονομικά –έχει γίνει πια σαφές ότι οι λεγόμενοι δείκτες της σύγκλισης δεν είναι αντικειμενικά μεγέθη, αλλά υπόκεινται σε πολιτική διαπραγμάτευση και με τις υπηρεσίες της Ε.Ε.), αλλά πρωτίστως να καταγράψει ήττες συγκεκριμένων κλάδων και να αποτρέψει μια αλυσιδωτή εμφάνιση διεκδικήσεων. Και δεν είναι τυχαίο ότι ήδη συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας και τμήματα των κρατικών μηχανισμών, επιλέγουν μια κατεύθυνση ολομέτωπης σκλήρυνσης απέναντι στα συμφέροντα των εργαζομένων. Αυτό αποτυπώνεται στις εγκυκλίους Κεδίκογλου (να μην ικανοποιούνται αιτήματα ασφαλιστικών μέτρων) και τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου (να μην καταβληθούν δεδουλευμένα σε συμβασιούχους) που πρακτικά σημαίνουν ότι ξαναγράφεται το εργατικό δίκαιο σε βάρος των εργαζομένων και θωρακίζονται ακόμη περισσότερο τα συμφέροντα του κεφαλαίου

Από την άλλη, βέβαια η κυβέρνηση δείχνει να έχει επίγνωση ότι αυτές οι εκλογές δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μια «λευκή επιταγή» προς την κυβέρνηση. Αντίθετα, μεγάλες κοινωνικές δυναμικές εκφράστηκαν το προηγούμενο διάστημα και στο κοινωνικό πεδίο, αλλά επηρέασαν και όψεις των εκλογικών αποτελεσμάτων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πλάι σε ένα γενικό τόνο επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων και των «ρήξεων» η κυβέρνηση προχωράει και σε τακτικές αναδιπλώσεις, όπως ήταν η σαφής αναφορά σε μετατόπιση για αργότερα του χρόνου κατάθεσης του νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ.

Περνώντας τώρα στα εκλογικά αποτελέσματα της αριστεράς. Αναμφίβολα το ΚΚΕ δεν πήγε ιδιαίτερα καλά, δεδομένου δε και του ευρύτερου κλίματος κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αυτό αποτυπώνεται στο ότι τα αποτελέσματα του αποτυπώνουν μια σαφή μείωση σε σχέση με τα Νομαρχιακά του 2002 και καταφεύγει στη σύγκριση με τα –στην πραγματικότητα μη προσφερόμενα για σύγκριση­– αποτελέσματα των βουλευτικών του 2002. Διαπιστώνεται μια συνέχιση της τάσης τα αποτελέσματα παντού να τείνουν προς τους εθνικούς μέσους όρους και να υπάρχει μείωση σε παραδοσιακά «προπύργια» του ΚΚΕ (Καρδίτσα, Λέσβος, Λάρισα, Κερατσίνι, Καισαριανή, Γιάννινα). Αυτό σημαίνει ότι το ΚΚΕ χάνει τις παραδοσιακές ιστορικά διαμορφωμένες προσβάσεις του σε συγκεκριμένες περιοχές ή πόλεις και περισσότερο συγκεντρώνει με κάπως ομοιόμορφο τρόπο μια ψήφο διαμαρτυρίας. Επιπλέον, καταδικάστηκε και η πρακτική των συνεργασιών με τη ΝΔ στη Θεσσαλία με τη διπλή αποτυχία σε δήμο και νομαρχία Καρδίτσας.

Η αδυναμία του ΚΚΕ να έχει μια σημαντική εκλογική δυναμική αποτυπώνει και τις συνολικές αντιφάσεις του ΚΚΕ το οποίο συνειδητά αποφεύγει την ενωτική αγωνιστική δράση, δεν έχει πρωτοπόρο ρόλο στην οικοδόμηση νικηφόρων αντιστάσεων, μετατοπίζει το βάρος από τα κινήματα στις εκλογικές μάχες. Ακόμα και στο καλό αποτέλεσμα του Δήμου Αθηναίων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το προηγούμενο πολύ καλό ποσοστό του ΔΗΚΚΙ. Εξαίρεση αποτελεί η άνοδος στην Υπερνομαρχία και η διεισδυτικότητα που μπόρεσε να επιτύχει στους ψηφοφόρους που την προηγούμενη φορά είχαν στηρίξει το Γλέζο. Σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως τα αποτελέσματα στην Αττική για την Αριστερά είναι πιο υψηλά από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα ­–πράγμα που δείχνει πως στο Λεκανοπέδιο εγγράφονται πιο έντονα τα συμπτώματα της κοινωνικής διαμαρτυρίας, δεδομένης και της συσσώρευσης του εργατικού δυναμικού.

Το βασικό χαρακτηριστικό για τον Συνασπισμό είναι η εδραίωση της θέσης του Αλαβάνου και η αποδυνάμωση της δεξιάς τάσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα η επιτυχία Τσίπρα η οποία έχει και μια γενικότερη σημασία, την οποία θα σχολιάσουμε παρακάτω. Ωστόσο, πάρα τα καλά αποτελέσματα σε μια σειρά από δήμους (Άρτα, Καισαριανή, Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια Ελληνικό, Γιάννινα), αποτέλεσμα και επιλογών προσώπων με απήχηση αλλά και του γεγονότος ότι ειδικά στο β΄ γύρο αποτελούσε μια βολική επιλογή καταδίκης είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚΚ, δεν μπορεί να μη σημειωθεί η υποχώρηση σε μεγάλους δήμους και Νομαρχίες (Αττική, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη). Τα σχήματα που χαρακτηρίζονται από μία λογική ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασαν αντιφατικά αποτελέσματα: χαμηλά ποσοστά σε Κερατσίνι, Νίκαια, Αργυρούπολη, υψηλά ποσοστά σε Νέα Ιωνία, Καλλιθέα, Γαλάτσι.Διαφορά που πρέπει να σχετίζεται με την ανάπτυξη κινηματικών πρακτικών στις περιοχές αυτές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΛΑΟΣ δεν είχε μια καλή εμφάνιση, γεγονός που δείχνει και τα όρια που μπορεί να έχει μια αυτοτελής παρουσία της συντηρητικής δεξιάς στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο το 3,8% στην Υπερνομαρχία Αττικής (ποσοστό χαμηλότερο αισθητά σε σχέση με το 5% που είχε λάβει στις ευρωεκλογές). Ούτε το πολύ μέτριο 7,5% που πήρε ο Καρατζαφέρης στη συντηρητική Θεσσαλονίκη. Το βασικότερο πρόβλημα είναι, για ένα κόμμα της τάξης του 3%, η αδυναμία συγκρότησης αυτόνομων ψηφοδελτίων στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας και η αναγκαστική (;) συμπόρευσή του με τη ΝΔ. Ενδεικτική από αυτή την άποψη είναι η συμμετοχή στο ψηφοδέλτιο Κακλαμάνη και η αδυναμία να εκλέξει δημοτικό σύμβουλο (ενώ η συμφωνία με τη ΝΔ προέβλεπε την εκλογή 2 δημοτικών συμβούλων).

Η αποχή κινείται σε υψηλά επίπεδα (28%) αλλά θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός της πολύ υψηλής αποχής στους μεγαλύτερους δήμους της χώρας (Αθήνα) όπου έφτασε το 42% και στον Πειραιά όπου ξεπέρασε το 35%. Αντίστοιχα στην Υπερνομαρχία Αθηνών -Πειραιώς ξεπέρασε το 30%. Το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι πως η λαϊκή δυσαρέσκεια που είναι πιο έντονη στο λεκανοπέδιο δε βρίσκει πάντα συγκεκριμένο πολιτικό φορέα για να εκφραστεί.

Τα άκυρα και τα λευκά κινήθηκαν μεταξύ 4,5% και 10% στις Νομαρχίες και στους Δήμους, και ειδικάστην Αττική σε όλες τις νομαρχίες να είναι σταθερά γύρω στο 10%. Τα ποσοστά αυτά είναι μάλλον πρωτοφανή και ειδικά για την περίπτωση της Αττικής φανερώνουν όσα αναφέρθηκανκαι παραπάνω για τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Ταυτόχρονα υπήρξαν μια σειρά από κάθοδοι με μαζικά –και κάπως αριστερά ή αριστερόστροφα χαρακτηριστικά– που πήγαν ιδιαίτερα καλά, ξεπερνώντας το 10% (Τσίπρας, Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη, Δημαράς στην Πάτρα) και σε ορισμένες περιπτώσεις και το 20% (Άρτα). Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν μια εναγώνια προσπάθεια του κόσμου να βρει κάτι διαφορετικό που να μην εκφράζει την κυρίαρχη πολιτική. Αυτό αναδεικνύει και μια πρόκληση για τη ριζοσπαστική / επαναστατική αριστερά: Να εκφράσει αυτά τα στρώματα και να μην αφήσει να ηγεμονεύσουν λογικές παναριστεράς ή αριστερής σοσιαλδημοκρατίας

Σε ότι αφορά τη ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά είναι γεγονός πως εμφανίζεται ενισχυμένη σχεδόν σε όλα τα εγχειρήματά της. Αυτό δείχνει πως υπάρχει μια συνολική διεύρυνση της επιρροής της, πράγμα που φαίνεται και από τη συνεχή (αθροιστικά) άνοδο που παρουσιάζουν τα διάφορα σχήματα στις βουλευτικές και τις ευρωεκλογές από το 1993 και ένθεν.

Βέβαια, οι κάθε είδους κάθοδοι μπορούν να χωριστούν σε 3 διαφορετικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά σχήματα που είχαν μια συνεχή παρουσία εδώ και πολλά χρόνια και ορισμένα από τα οποία κατόρθωσαν να εκλέξουν, για πρώτη φορά στην ιστορία της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς, δημοτικούς και νομαρχιακούς συμβούλους (Χαλάνδρι, Βύρωνας, Νέα Σμύρνη, Νομαρχία Αχαΐας, αλλά και τα μονοκομματικά κατεβάσματα της ΚΟΕ στο Ίλιον και τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και του ΜΛ-ΚΚΕ στην Ηλιούπολη). Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και τα σχήματα που δημιουργήθηκαν μέσα στο 2006 (Ζωγράφου, Βόλος, Πάτρα, Ζίτσα, Γιάννινα) τα οποία κατόρθωσαν να συγκεφαλαιώσουν μια διάχυτη ριζοσπαστικοποίηση που υπήρχε και να αναδείξουν σημαντικά προβλήματα των περιοχών τους, αποδεικνύοντας πως η δημιουργία ενωτικών, μαζικών και γειωμένων στις τοπικές αντιθέσεις σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορεί να οδηγήσει και σε σημαντικές εκλογικές επιτυχίες. Από εκεί και πέρα υπήρξαν αρκετά σχήματα που κινήθηκαν μεταξύ 1% και 2%. Γι’ αυτά τα σχήματα θα παρατηρήσουμε πως είναι θετικό το γεγονός ότι κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα από ότι στο παρελθόν, ειδικά στους μεγάλους δήμους (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα), ωστόσο οι κάθοδοι της τελευταίας στιγμής έχουν και συγκεκριμένη, περιορισμένη, εκλογική εμβέλεια.

Ως Αριστερή Ανασύνθεση θεωρούμε πως θα πρέπει να υπάρξει ιδιαίτερη πίεση από την πλευρά μας, όπου συμμετέχουμε και εμείς (Τρίκαλα, Αιτωλοακαρνανία) αλλά και σε κεντρικό επίπεδο, ώστε τα εκλογικά αυτά μορφώματα να πάρουν τη μορφή ενωτικών σχημάτων με μόνιμη παρουσία. Επίσης θεωρούμε πως θα πρέπει να ασκηθούν πιέσεις έτσι ώστε και τα «μονοκομματικά» σχήματα να αλλάξουν μορφή και περιεχόμενο.

Ορισμένα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για την κατάσταση που διαμορφώνεται στο χώρο της ριζοσπαστικής- επαναστατικής αριστεράς. Το ΜΛ-ΚΚΕ βγαίνει δυναμωμένο αφού και τρία εκλογικά του κατεβάσματα κινήθηκαν από αξιοπρεπώς (Θεσπρωτία μαζί με ΝΑΡ 2,1%) μέχρι πολύ καλά (Υπερνομαρχία 1,4%, Ηλιούπολη 3,5%), αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι η στρατηγική του και αδιέξοδη είναι και σε καμιά διαδικασία ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς δε συμβάλλει. Γι’ αυτό και από τη δική μας πλευρά θα πρέπει να υπάρχει κριτική στο σεχταρισμό του και τις αγκυλώσεις της πολιτική του γραμμής και ανάδειξη του γεγονότος πως η εκλογική επιτυχία δεν αποτελεί κτήμα της γραμμής του ΜΛ-ΚΚΕ αλλά υποπολλαπλάσιο της πραγματικής εμβέλειας του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ιδιαίτερα για το σχήμα της Ηλιούπολης, όπου υπάρχουν και δικές μας δυνάμεις, θα πρέπει να απαιτήσουμε το άνοιγμά του και το μετασχηματισμόσε πολυτασικό σχήμα. Το ΚΚΕ(μ-λ) όπου ηγήθηκε προσπαθειών (Τρίκαλα, Χανιά, Υμηττός) δεν έφερε καλά αποτελέσματα, αλλά και στα κεντρικά κατεβάσματα που συμμετείχε (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς)τα αποτελέσματα δεν ξέφυγαν από ορισμένα όρια. Μόνο στα πολυτασικά σχήματα που συμμετείχε (Χαλάνδρι, Βόλος) υπήρξαν καλά αποτελέσματα. Μπορούμε, πάντως, να αναφέρουμε πως φαίνεται, δειλά- δειλά, να γίνεται πιο ευέλικτο και σε ζητήματα συμμαχιών αλλά και άρθρωσης πολιτικού λόγου. Η ΚΟΕ εμφάνισε αντιφατικά αποτελέσματα: σε γενικές γραμμές όπου συμμετείχε σε ενωτικά κατεβάσματατης ριζοσπαστικής / επαναστατικής αριστεράς (Βόλος, Χαλάνδρι, Ζωγράφου, Αχαΐα, Γιάννινα) τα σχήματα πήγαν καλά με μόνη εξαίρεση τα Χανιά. Πολύ καλά πήγαν και τα αυτόνομα κατεβάσματά της σε Νομαρχία Θεσσαλονίκης και Ίλιον. Αντίθετα η συμμετοχή σε σχήματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ είχε αντιφατικά αποτελέσματα: Επιτυχίες σε Αθήνα, Καλλιθέα, Γαλάτσι, Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, αποτυχίες σε Νίκαια (όπου παρά την πτώση του ΚΚΕ το κοινό σχήμα ΚΟΕ- ΣΥΝ έπεσε 1,5% από το άθροισμα των προηγούμενων εκλογών), Αργυρούπολη, Ιεράπετρα, Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας, Αγρίνιο, Άγιοι Ανάργυροι κλπ. Η εκτίμησή μας είναι πως λόγω όλης αυτής της αντιφατικότητας η ΚΟΕ θα συνεχίσει να έχει μια αμφιθυμική πολιτική στάση και θα συνεχίσει να ταλαντεύεται ανάμεσα στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς και τη μεγαλύτερη ενσωμάτωση σε μια στρατηγική τύπου ΣΥΡΙΖΑ.

Σε ό,τι αφορά το ΝΑΡ ισχύουν όσα έχουμε πει για την καλή εμφάνιση σχημάτων που έχουν μια ιστορία παρέμβασης, για μέτρια αποτελέσματα στους μεγάλους δήμους και για μεγάλη σειρά αποτυχιώνπου αφορά σχήματα που στήθηκαν την τελευταία στιγμή με μόνο στόχο την καταγραφή αλλά και να δείξουν πως το ΝΑΡ βρίσκεται σε εκτατική ανάπτυξη. Ωστόσο, δύο ακόμα παρατηρήσεις είναι απαραίτητες: α) Το γεγονός πως η Δάφνη και ο Βύρωνας πήγαν καλά λόγω μιας μακρόχρονης παρέμβασης, δεν σημαίνει πως και τα τελευταία χρόνια έχουν να επιδείξουν κάτι ιδιαίτερο. Κατά συνέπεια υπάρχει ο κίνδυνος, και σε αυτό θα πρέπει να ασκήσουμε αυστηρή κριτική, να διαμορφωθεί μια αντίληψη πως δεν έχει σημασία αν έχεις καθημερινή παρέμβαση, το βασικό είναι η εκλογική καταγραφή β) Υπάρχουν σχήματα απολύτως ηγεμονευόμενα από το ΝΑΡ, με πολύχρονη παρουσία και τα οποία επίσης δεν πήγαν καλά (Μαρούσι, Αγ. Βαρβάρα). Άρα ούτε η καθημερινή παρουσία αρκεί εάν ο λόγος και οι πρακτικέςδεν έχουν μαζική απεύθυνση και δεν κατορθώνουν να συγκροτούν δεσμούς με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Από ό,τι φαίνεται το ΝΑΡ θα προσπαθήσει να παρουσιάσει τα αποτελέσματα των εκλογών αθροιστικά ως δικαίωση των δικών του επιλογών και της αντίληψης ενός πόλου τύπου ΜΕΡΑ, απέναντι στο οποίο θα πρέπει να αναδείξουμε την επιμονή μας ότι αυτή η αντίληψη για τον πόλο έχει δείξει τα όρια της και να αντιπροτείνουμε τη δική μας αντίληψη για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Χρειάζεται, όμως, να παρέμβουμε και στη συζήτηση που αντικειμενικά θα ανοίξει μέσα σε κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς, ειδικά σε ένα ανεξάρτητο δυναμικό, σχετικά με το συνολικότερο προσανατολισμό από εδώ και πέρα. Με αυτό εννοούμε ότι δεδομένης τόσο της τακτικής συμμαχίας που κάναμε με τμήμα του ρεφορμισμού σε δύο περιπτώσεις (Χαλάνδρι, Ζωγράφου), όσο και μιας γενικότερης αυθόρμητης τάσης που θα έχει πιο ανεξάρτητο δυναμικό να κρίνει ότι σήμερα αυτό που χρειάζεται είναι μια «αριστερόστροφη παναριστερά», θα πρέπει να δώσουμε τη μάχη να περάσει το μήνυμα πως αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι μια η «ορθή» εκδοχή παναριστεράς, αλλά μια δυναμική ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά, που θα είναι αυτοτελής και μαζική ταυτόχρονα, που θα μπορεί να ηγεμονεύει και να διεμβολίζει τις άλλες εκδοχές της ρεφορμιστικής αριστεράς, που θα αναπτύσσει ένα σύγχρονο λαϊκό αντικαπιταλιστικό λόγο που θα μπορεί να μιλά στην καρδιά και στο νου της εργατικής τάξης και του λαού, που θα μπορεί να αναδεικνύει κάθε φορά τα επίδικα ζητήματα και να δημιουργεί αντιφάσεις στην κίνηση του αστισμού. Συνολικά αυτό που έχουμε ορίσει ως τη δυνατότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς να έχει καταλυτικό ρόλο σε μια συνολικότερη ανασημασιοδότηση της έννοιας της αριστεράς.

Για τη στάση της συλλογικότητας: Η αλήθεια είναι πως δόθηκε μια μάχη πρωτόγνωρη για τη συλλογικότητα. Σε αυτή τη μάχη συνυπήρχαν ο ενθουσιασμός με την απειρία, οι καθυστερήσεις με την αυτοθυσία. Ωστόσο, πρέπει να βγάλουμε το γενικό συμπέρασμα πως παρ’ όλες τις αδυναμίες της η συλλογικότητα έδωσε με επιτυχία τη μάχη των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός πως για πρώτη φορά συμμετείχαμε σε 9 δημοτικά κατεβάσματα και σε τρία νομαρχιακά, αλλά και από το ότι εκεί που επιλέξαμε να ρίξουμε ιδιαίτερο βάρος τα αποτελέσματα κρίνονται ως ιδιαίτερα πετυχημένα (Χαλάνδρι, Ζωγράφου, Αχαΐα, Γιάννινα). Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός πως η συλλογικότητα ανοίχτηκε σε ένα ευρύτερο κόσμο, έγινε πιο γνωστή, εμπλουτίστηκε η εμπειρία των συντρόφων μας, μπορούμε με πολύ μεγαλύτερη άνεση να προγραμματίσουμε τη συμμετοχή μας στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές.Σε κάθε περίπτωση ο Τομέας Συνοικιών θα πρέπει να βγάλειτα ανάλογα συμπεράσματα, επισημαίνοντας τις αδυναμίες και αναδεικνύοντας τα θετικά στοιχεία.

Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο αξίζει να αναφερθούμε είναι η επιβεβαίωση της γραμμής της συλλογικότητας για την ανάγκη κοινού κατεβάσματος στις 3 μεγάλες νομαρχίες. Στην Πάτρα που έγινε κατορθωτό αυτό το αποτέλεσμαήταν πολύ καλό. Αντίθετα σε Θεσσαλονίκη και Αττική απλώς φάνηκαν οι μεγάλες δυνατότητες που υπήρχαν.

Η γενική κατεύθυνση της συλλογικότητας στο αμέσως επόμενο διάστημα πέραν από την αυτονόητη αναβάθμιση του Τομέα Συνοικιών και της ανάγκης ενίσχυσης της παρουσίας στα υπάρχοντα σχήματα, θα πρέπει να είναι η ανάδειξη της ανάγκης για τη δημιουργία δικτύου σχημάτων τοπικής παρέμβασης στη βάση μερικών κοινών βασικών πολιτικών θέσεων.

Από εκεί και πέρα εκτιμάται ως σημαντική η ανάγκη επιλογής συγκεκριμένων συντρόφων οι οποίοι να χαρακτηρίζονται από ισχυρούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες, με σκοπό η συλλογικότητα να εκλέξει στις επόμενες εκλογές δημοτικούς συμβούλους και, στο μέτρο του δυνατού, να έχει και υποψήφιους δημάρχους ή / και νομάρχες.

Συνολικά, από τη μάχη των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών η συλλογικότητα βγαίνει ενισχυμένη και δυναμωμένη τόσο σε σχέση με την εμπειρία που αποκόμισε και την αναμέτρησή της με ένα είδος πολιτικής μάχης στο οποίο δεν ήταν εξοικειωμένη, όσο και κυρίως γιατί έδειξε ότι μπορεί να δίνει πολιτικές μάχες, να επηρεάζει τη συνολική φυσιογνωμία της ριζοσπαστικής αριστεράς, να συμβάλει ώστε αυτός ο πολιτικός χώρος να έχει μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές επιτυχίες του. Αυτό το στοιχείο δεν πρέπει μόνο να μας εμπνεύσει αισιοδοξία για τις μάχες που έρχονται, αλλά και να μας οδηγήσει να συνειδητοποιήσουμε και τις ευθύνες που έχουμε ως προς το πού θα πάνε τα πράγματα με τη ριζοσπαστική αριστερά.

Κι αυτό γιατί σε αυτές τις εκλογές φάνηκε καθαρά ότι η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να έχει χαρακτηριστικά πραγματικού πολιτικού ρεύματος, να συναντιέται με κοινωνικές δυναμικές και να τις εκφράζει. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να βαρύνει σημαντικά και στις πολιτικές πρωτοβουλίες που θα πάρουμε το επόμενο διάστημα.

Η απεργία των δασκάλων

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και το μεγάλο και ηρωικό ξεσηκωμό των δασκάλων.

·Ο αγώνας αυτός δεν ήταν ένα μεμονωμένο ξέσπασμα αλλά εντάσσεται σε ένα μεγάλο κύκλο αγώνων και κοινωνικών συγκρούσεων που ξεκίνησε με την απεργία των ναυτεργατών, συνεχίστηκε με την απεργία των ΟΤΑ, έφτασε σε μια μεγάλη κορύφωση με τον νικηφόρο αγώνα των φοιτητών και συνεχίζεται ακόμη με τις κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης.

·Η απεργία αυτή έδειξε ότι το εμπόδιο στο ξεδίπλωμα των αγώνων δεν είναι η σημερινή συνδικαλιστική δομή. Αντίθετα, μια συνεπής αγωνιστική γραμμή, η επικέντρωση στους πραγματικούς κόμβους για κάθε κλάδο, η συστηματική δουλειά στη βάση καθώς και ο συνδυασμός ανάμεσα στην ανεξαρτησία από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία μαζί με την πίεση προς αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλους αγώνες, με διάρκεια, αποφασιστικότητα και μαχητικότητα. Η απεργία αυτή απαντάει, στην πραγματικότητα σε όλους τους μύθους της συνδικαλιστικής αριστεράς: Και στους μύθους που υποστηρίζουν ότι όλα πρέπει να γίνουν «από τα κάτω» και σε πλήρη ρήξη με επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα. Και τους μύθους που υποστηρίζουν ότι για όλα «φταίνε οι συσχετισμοί» και ότι με άλλους συσχετισμούς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις συνδικαλιστικές κορυφές ως αφετηρίες κινητοποιήσεων. Εάν δεν υπήρχε συστηματική δουλειά στη βάση από το χώρο των Παρεμβάσεων, αυτή η απεργία δεν θα είχε προκύψει. Εάν δεν είχε «κλειδώσει» η όποια τακτική μετατόπιση της γραφειοκρατίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση των συνδικαλιστών τηςΠΑΣΚΕ, δεν είχε προκύψει η τυπική επικύρωση της απεργίας.

·Αποκαλύφτηκαν επίσης σε αυτό το αγώνα και οι συνέπειες που μπορεί να έχει η ηττοπαθής γραμμή του ΚΚΕ, που στην αρχή κατήγγειλε την κινητοποίηση ως «κεντροαριστερή», στη συνέχεια προεξοφλούσε τη γρήγορη εξάντλησή της και τελικά αναγκάστηκε να συρθεί σε κοινές διαδηλώσεις (στοιχείο που αποτελεί και μια ενδιαφέρουσα παρακαταθήκη και για επόμενες κοινωνικές συγκρούσεις).

·Έδειξε ακόμη η απεργία ότι οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, όταν με συνέπεια και επιμονή οικοδομούν ένα πολιτικοσυνδικαλιστικό δίκτυο μέσα σε έναν κλάδο, όταν μπορούν να έχουν μια παρέμβαση στο σύνολο των όψεων της εργασιακής σχέσης και πραγματικότητας (από το μισθό έως το περιεχόμενο των μαθημάτων, τη σχολική καθημερινότητα και τη διαδικασία της διδασκαλίας), όταν μπορούν να διαμορφώνουν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, μπορούν, ακόμη και όταν είναι μειοψηφικές στην αφετηρία τους, να συμβάλουν στην ανάπτυξη μεγάλων αγώνων. Και είναι σαφές ότι αυτή η απεργία δεν θα μπορούσε να είχε προκύψει χωρίς τη δεκαετή σχεδόν προσπάθεια των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων – κινήσεων και τον τρόπο που κατάφεραν να εκπροσωπήσουν πολύ ευρύτερα κομμάτια δασκάλων, διαμορφώνοντας στην πραγματικότητα και ένα νέο πρότυπο συνδικαλισμού. Και αυτή η εκπροσώπηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους μιας γενικής πολιτικής ηγεμονίας, αλλά με όρους καθημερινής, επίμονης και υπομονετικής τριβής με τις ίδιες τις μάζες, κάτι που αποτυπώθηκε ακόμη και στη διάρκεια της απεργίας, με τη συστηματική προπαγάνδιση, τις κοινές συζητήσεις με τους γονείς και συνολικά μια πρακτική οικοδόμησης συμμαχιών που δε θυμίζει άλλους πρόσφατους απεργιακούς αγώνες.

·Φάνηκε ακόμη η σημασία που έχει η ορθή διαλεκτική ανάμεσα σε γενικούς στόχους ή στοιχεία ενός ευρύτερου προγράμματος πάλης και την επικέντρωση σε συγκεκριμένες πλευρές, και ειδικά τη μισθολογική λιτότητα. Και με αυτή την έννοια είναι αναμφισβήτητο όφελος αυτού του αγώνα ότι νομιμοποιήθηκε ως κοινωνική διεκδίκηση η αμφισβήτηση και η προβολή στόχων με βάση το κοινωνικά αναγκαίο, όπως ήταν τα 1400 ευρώ.

Είναι σαφές ότι αυτός ο αγώνας δεν μπόρεσε να κερδίσει τους στόχους τους οποίους έθεσε. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα:

·Τηςπροσπάθειας του κυβερνητικού κέντρου να επιδείξει με κάθε τρόπο ένα πρόσωπο αποφασιστικότητας και να αποτρέψει διεκδικήσεις και άλλων κλάδων.

·Της ουσιαστικής συναίνεσης του ΠΑΣΟΚ στον πυρήνα σημαντικών αναδιαρθρώσεων και της απροθυμίας του να επενδύσει στην κοινωνική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία, στοιχεία που αντικειμενικά μείωναν το πραγματικό πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση της ΝΔ.

·Του γεγονότος ότι ο αγώνας των δασκάλων έμεινε σχετικά απομονωμένος, όχι μόνο με την έννοια ότι σε αρκετές περιπτώσεις η αλληλεγγύη ήταν περισσότερο τυπική και λιγότερο ουσιαστική, όσο –και κυρίως–με την έννοια ότι δεν υπήρξαν και άλλοι κλάδοι που να βγουν στο προσκήνιο, με τα δικά τους αιτήματα, στοιχείο που θα δημιουργούσε αντικειμενικά μια πολύ πιο ασφυκτική κατάσταση για την κυβέρνηση. Αυτό αποτυπώνει τόσο ευρύτερα συμπτώματα κρίσης και μετάλλαξης του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος, με αποκορύφωμα τις πρακτικές της ΓΣΕΕ, όσο, όμως, και τις πραγματικές αντιφάσεις και ανεπάρκειες και της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Από την άλλη είναι σαφές ότι αυτός ο αγώνας αφήνει μεγάλες και σημαντικές παρακαταθήκες, αποτυπώνει στοιχεία μιας μεγάλης «ηθικής» νίκης, και οδηγεί τους δασκάλους να γυρίσουν πίσω με το κεφάλι ψηλά.

  • Νομιμοποίησε, προβάλλοντας το αίτημα για 1400 ευρώ, την προβολή μισθολογικών στόχων με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο ευρύτερα κομμάτια εργαζομένων
  • Συνάντησε πολύ ευρύτερη λαϊκή αποδοχή και αλληλεγγύη, σπάζοντας την απομόνωση που γνώρισαν προηγούμενες κινητοποιήσεις
  • Αντικειμενικά αφήνει βαθιά πολιτικά ίχνη σε έναν ολόκληρο κλάδο, που θα φανούν και σε επόμενες καμπές
  • Αντικειμενικά καθυστερεί σημαντικές αναδιαρθρώσεις μέσα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (αξιολόγηση, προτάσεις ΕΣΥΠ κ.λπ.)

Ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς σε αυτή τημεγάλη μάχη έδειξε όλη την αντιφατικότητά του. Από τη μια, είχαμε την καταλυτική παρουσία των σχημάτων των ίδιων των δασκάλων, που χρωμάτισαν αυτή την απεργία, από την άλλη την εντυπωσιακή αδυναμία των υπόλοιπων σχημάτων να έχουν μια ουσιαστική παρέμβαση σε αυτή την περίοδο. Προφανώς και σε επίπεδο μεμονωμένων σωματείων και σχημάτων υπήρξαν παρεμβάσεις, όμως έλειψαν εκείνες τα πολιτικά αντανακλαστικά και οι πολιτικές πρακτικές που θα σηματοδοτούσαν ότι ο χώρος των παρεμβάσεων προσπαθεί να πραγματικά να κάνει πολιτική με αφορμή αυτή την απεργία.

  • Δεν υπήρξε καμιά πρωτοβουλία για οποιουδήποτε τύπου μαζέματος σχημάτων και παρεμβάσεων μέχρι τις 23/10, οπότε και έγινε απλή σύσκεψη (που δεν κατέληξε κιόλας καθώς οι συνδικαλιστές, κυρίως των ΟΤΑ, μπλόκαραν την έκδοση ανακοίνωσης)
  • Δεν εκδόθηκε κανένα κείμενο ή αφίσα των παρεμβάσεων, παρότι ήταν σε εξέλιξη ένας από τους μεγαλύτερους απεργιακούς αγώνες της τελευταίας δεκαετίας
  • Δεν υπήρξε ουσιαστικά κανένας συντονισμός ανάμεσα στις παρεμβάσεις διαφορετικών κλάδων, ακόμη και στο επίπεδο παρεμβάσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Σε κανένα σχεδόν άλλο χώρο δεν έγιναν βήματα ή έστω σκέψεις για το πώς θα μπορούσαν να συμπίπτουν κινητοποιήσεις που θα άνοιγαν και άλλα μέτωπα.

Αυτή η κατάσταση είναι το αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης πέρσι της κεντρικής συζήτησης των παρεμβάσεων, της διάρρηξης δεσμών επικοινωνίας και συντονισμού, της συνολικότερης αποδιάρθρωσης των όρων διαλόγου μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, της προνομιμοποίησης άλλων πεδίων παρέμβασης.

Σε αυτό το σημείο και εμείς πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Η μέχρι τώρα αποδιάρθρωση της λειτουργίας του Τομέα Εργαζομένων, η υποχώρηση της ουσιαστικής συζήτησης στους πυρήνες εργαζομένων, η υποτίμηση της σημασίας των σχημάτων προς όφελος πιο κεντρικών πολιτικών πρωτοβουλιών, όλα αυτά έκαναν και εμάς να μη δώσουμε την αναγκαία βαρύτητα σε αυτή την απεργία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το αποτιμήσουμε πιο σοβαρά στο πλαίσιο της συνολικότερης ανασυγκρότησης του Τομέα Εργαζομένων.

Για τον πολιτικό μας σχεδιασμό το επόμενο διάστημα

Ο πολιτικός μας σχεδιασμός το επόμενο διάστημα θα πρέπει να κινηθεί σε δύο βασικά επίπεδα: Το ένα αφορά τα σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα της περιόδου και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να πάρουμε γι’ αυτά. Το δεύτερο αφορά τις πρωτοβουλίες που θα πάρουμε σε ποιο κεντρικό επίπεδο μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά.

α. Για την παρέμβαση ενάντια στην αναθεώρηση του Συντάγματος

Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά μέτωπα είναι σαφές ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη σημασία του μετώπου του Συντάγματος. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να κατοχυρώσει ότι πηγαίνει σε εκλογές με το ερώτημα αναθεώρησης συγκεκριμένων ρυθμίσεων, πιέζοντας και το ΠΑΣΟΚ να συναινέσει σε εκείνα τα σημεία τα οποία ανήκουν στο δικό του πεδίο προγραμματικών αναφορών.

Όπως έχουμε πει και σε άλλα κείμενα, η κίνηση απέναντι στην αναθεώρηση του Συντάγματος θα πρέπει να είναι πολυεπίπεδη και να προσπαθεί να συνδυάσει την κεντρική πολιτική παρέμβαση και καταγγελία, με βασικό στόχο την αύξηση του πολιτικού κόστους και την απονομιμοποίηση της στάσης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με τον κινηματικό προσανατολισμό και την προσπάθεια συγκρότησης μεγάλων κινημάτων για την απότροπή συγκεκριμέναν πλευρών της αναθεώρησης.

Αυτός ο δεύτερος, ο κινηματικός προσανατολισμός, πρωτίστως θα πρέπει να αποτυπωθεί στην προσπάθεια για ένα συντονισμό όλων των κινημάτων της εκπαίδευσης ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, με προσανατολισμό για κλιμάκωση κινητοποιήσεων τον Ιανουάριο γύρω από τη συζήτηση της αναθεώρησης του σχετικού άρθρου. Εδώ σημαντικό ρόλο θα παίξει και η δική μας προσπάθεια ώστε έγκαιρα να υπάρξει συντονισμός των σχημάτων που δρουν σε όλους τους χώρους της εκπαίδευσης, για να μπορέσουν να υπάρξουν συντονισμένες κινήσεις με τη μέγιστη δυνατή απήχηση και πίεση, έτσι ώστε ακόμη και εάν η κυβέρνηση επιμείνει στην αναθεώρηση του Συντάγματος (μια που τα ιδιωτικά ΑΕΙ είναι ένα ζήτημα που συγκροτεί ένα μέρος του εκλογικού ακροατηρίου της ΝΔ), να πιεστεί το ΠΑΣΟΚ ώστε να μην προσφέρει τη στήριξη του και το σχετικό άρθρο πάει προς αναθεώρηση με την αυξημένη πλειοψηφία των 180.

Αφορά επίσης και την προσπάθεια συντονισμού τοπικών και οικολογικών κινήσεων και συλλογικοτήτων ενάντια στον αποχαρακτηρισμό των δασικών εκτάσεων.

Είναι προφανές επίσης ότι αυτή η προσπάθεια για να δοθεί μαζική αγωνιστική απόφαση δεν αφορά μόνο όσους δραστηριοποιούνται σε αυτά τα κινήματα αλλά και το σύνολο του λαϊκού κινήματος. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει σε κάθε συνδικαλιστικό χώρο να βάλουμε το θέμα της αναθεώρησης π.χ. του άρθρου 16, να πιέσουμε ώστε το ζήτημα αυτό να πάρει ένα χαρακτήρα πανεργατικό – παλλαϊκό.

Σε αυτό το πλαίσιο καταθέτουμε δημόσια πολιτική πρόταση για μια πλατιά λαϊκή πρωτοβουλία ενάντια στην αναθεώρηση του Συντάγματος, που αποτυπώνει τις βασικές αιχμές που πρέπει να περιλαμβάνει και την οποία απευθύνουμε σε πρώτη φάση στο σύνολο των δυνάμεων και των αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς, κάνοντας, ταυτόχρονα σαφές ότι για εμάς αυτή είναι μια ανοιχτή πρωτοβουλία, που δεν θα πρέπει να περιοριστεί στα στενά όρια της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά θα πρέπει να συμπεριλάβει, τάσεις, κινήσεις, συλλογικότητες, αγωνιστές από ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα, στο βαθμό που παίρνουν μια σαφή τοποθέτηση εναντίωσης στη σχεδιαζόμενη αναθεώρηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, δημοσιοποιούμε την πρόταση, εκμεταλλευόμαστε και τον εορτασμό του Πολυτεχνείου για τη διακίνηση και συζήτησή της και προετοιμάζουμε σύσκεψη για την βδομάδα 20-25 Νοέμβρη. Εξυπακούεται ότι ξεκινώντας από την πρώτη σύσκεψη που θα διοργανώσουμε για τη συγκρότηση αυτής της επιτροπής, η στήριξη αυτής της πρωτοβουλίας και των παρεμβάσεών της πρέπει να γίνει υπόθεση όλων των μελών της συλλογικότητας.

Ταυτόχρονα, εκτιμούμε ότι παράλληλα με την υπόθεση της πανεθνικής επιτροπής θα είναι θετική εξέλιξη και η ύπαρξη και δράση και τοπικών πρωτοβουλιών, όπως είναι αυτή που είναι σε εξέλιξη στην Πάτρα. Ευρύτερα εκτιμούμε ότι θα πρέπει να πάμε σε μια κατεύθυνση και τοπικών επιτροπών και πρωτοβουλιών ενάντια στην αναθεώρηση, πόσο μάλλον που κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει και ως σημείο αναφοράς και συσπείρωσης ενός ευρύτερου αριστερού δυναμικού σε τοπικό επίπεδο ή / και συνέχειας προσπαθειών που έγιναν σε σχέση με τις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Τέλος, σε σχέση με την μάχη ενάντια στην αναθεώρηση του Συντάγματος, εκτιμούμε ότι είναι αναγκαία και η προβολή του αιτήματος του δημοψηφίσματος, με την έννοια μιας απαίτησης τόσο σημαντικές αλλαγές να τεθούν στην πραγματική κρίση του ίδιου του λαού.

β. Για την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα

Ταυτόχρονα, αυτή η προσπάθεια για την διαμόρφωση όρων παρέμβασης σε κομβικά μέτωπα της περιόδου θα αποτελέσει και τη βάση για μια συγκεκριμένη και στοχευμένη προσπάθεια ανασυγκρότησης και των σχημάτων που δρουν σε κοινωνικούς χώρους, ειδικά τους χώρους εργασίας. Στην ίδια κατεύθυνση θα συμβάλει και μια προσπάθεια να ανασυντεθούν όροι κοινής δράσης, δικτύωσης και συντονισμού των σχημάτων εργαζομένωνγύρω από συγκεκριμένους στόχους:

·Συντονισμός σχημάτων εκπαιδευτικών (πρωτοβάθμια-δευτεροβάθμια),

·συντονισμός σχημάτων δημοσίου ενόψει αλλαγών στο ασφαλιστικό και της προοπτικής αναθεώρησης του καθεστώτος της μονιμότητας,

·Συντονισμός και κοινή δράση για το θέμα των συμβασιούχων που επανέρχεται εκρηκτικά στο προσκήνιο

·Πρωτοβουλία για ενωτική παρουσία όλων των σχημάτων και των συνδικαλιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς στο συνέδριο του ΕΚΑ,

·Παρέμβαση στο συνέδριο της ΓΣΕΕ.

Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να διαμορφώσουν και όρους ώστε να μιλάμε από καλύτερη αφετηρία συνολικά για το ζήτημα των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων – κινήσεων.

γ. Πρωτοβουλίες στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο.

Από εκεί και πέρα υπάρχει, όμως, και το ζήτημα της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς στο πιο κεντρικό επίπεδο. Εδώ θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μια βασική εκτίμηση για την κατάσταση σήμερα της ριζοσπαστικής αριστεράς:

Γνώμη μας είναι ότι το προηγούμενο διάστημα ήρθε στο προσκήνιο και μάλιστα με τρόπο εκρηκτικό όλη η αντιφατικότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Από τη μια, είχαμε δύο τεράστιες κοινωνικές μάχες στις οποίες σχήματα και αγωνιστικές της ριζοσπαστικής αριστεράς είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο και τις χρωμάτισαν (φοιτητές – δάσκαλοι), αλλά και τα σημαντικά αποτελέσματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, που έδειξαν ότι υπάρχει ένα πραγματικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία. Από την άλλη, έχουμε τη σημερινή όξυνση των προβλημάτων και των αντιθέσεων εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς: Η αποδιάρθρωση της ενωτικής δυναμικής που είχε καταγραφεί με το εγχείρημα της Πρωτοβουλίας Αγώνα, η παλινδρόμηση σε κάθε είδους υποκειμενισμούς ακόμη και με τίμημα την απομόνωση από τον ίδιο τον κόσμο της ριζοσπαστικής αριστεράς (π.χ. αντι-φόρουμ και αντι-πορεία πέρσι), η υπονόμευση ενωτικών προτάσεων (π.χ. της πρότασης για κοινή κάθοδο στην Υπερνομαρχία), η υποχώρηση ενωτικών εγχειρημάτων σε κοινωνικούς χώρους (π.χ. το γεγονός ότι οι Παρεμβάσεις –Συσπειρώσεις – Κινήσεις βγαίνοντας λαβωμένες από την περσινή αδυναμία αναμέτρησης με την αντιφατικότητά τους φέτος δεν έβγαλαν ούτε καν μια ανακοίνωση συμπαράστασης στην απεργία των δασκάλων), το βόλεμα σε «έτοιμες λύσεις» από το μ-λ πόλο έως την καταναγκαστική προσπάθεια δημοσιευμάτων στο ΠΡΙΝ και ανακοινώσεων να παρουσιαστεί το ΜΕΡΑ ως πρόταση προοπτικής ή την ανακύκλωση λογικών «ιστορικών ρευμάτων», η λογική των μικροσυσπειρώσεων (όπως η συζήτηση ΕΕΚ – Αριστερής Ανασύνταξης – Εργατικής Πολιτικής – Εργατικής Δημοκρατίας) οι πολιτικές λαθροχειρίες όπως η επιλογή του ΜΛ-ΚΚΕ να υπονομεύσει κάθε εκδοχή ενωτικού κατεβάσματος στην υπερνομαρχία για να βαυκαλίζεται ότι εκπροσωπεί τους ψηφοφόρους της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και παράλληλα και η αντιφατική στάση οργανώσεων που ταλαντεύονται ως προς τη δορυφοροποίηση (π.χ. ΚΟΕ) Όλα αυτά υπονομεύουν αντικειμενικά τη δυνατότητα να καταγραφεί και πολιτικά η δυναμική αυτού του χώρου. Επιπλέον απειλούν να βρεθεί ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς υπό σημαντική πίεση τόσο από την επιβεβαίωση μιας γραμμής ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό του ΣΥΝ όσο και από το φραστικό αντικαπιταλισμό του ΚΚΕ.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα εμείς ορθά έχουμε τονίσει ότι το ζήτημα δεν είναι απλώς η επίκληση της ενότητας. Αυτό που φαλκιδεύει την παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πρωτίστως ζητήματα και αντιφάσεις πολιτικής φυσιογνωμίας, αντιφάσεις που αφορούν την αδυναμία προβολής μιας σύγχρονης γραμμής μαζών και ενός σύγχρονου αριστερού προγραμματικού λόγου.

Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι σε κάποια κρίσιμα ζητήματα φυσιογνωμίας όντως δεν θα πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις στο όνομα της όποιας ενότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα αποδιαρθρώσουμε και όποια επίπεδα ενωτικής παρέμβασης υπάρχουν.

Τίθεται και ένα ερώτημα, όμως, που αφορά τον πιο κεντρικό προσανατολισμό της συλλογικότητας: Θα επιμείνουμε, παράλληλα με την ανάδειξη πραγματικών αντιφάσεων, και σε κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες που θα συντείνουν προς την ενιαία παρουσία και καταγραφή του μέγιστου δυνατού εύρους δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ή θα προκρίνουμε μια αντίληψη περισσότερο αναδίπλωσης στη δική μας συγκρότηση και ενωτικές παρεμβάσεις σε πιο επιμέρους ζητήματα; Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά το επόμενο διάστημα.

Εκτίμηση του ΚΣΟ είναι ότι θα πρέπει να δοκιμάσουμε να αναμετρηθούμε τολμηρά με αυτή την αντιφατικότητα, κάνοντας όντως πράξη μια γραμμή «μεταβλητής γεωμετρίας». Και αυτό σημαίνει ότι παράλληλα με το άνοιγμα της αντιπαράθεσης με λανθασμένες λογικές θα πρέπει να κάνουμε και μια κεντρική πολιτική πρόταση για την κοινή εκλογική κάθοδο στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του μέγιστου δυνατού εύρους δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτό δεν θα πρέπει να πάρει τη μορφή μιας πρότασης «συγκρότησης του πόλου», μια που απέχουμε αρκετά και από τους κοινωνικούς και από τους ιδεολογικούς όρους μιας τέτοιας συγκρότησης, αλλά μιας μετωπικής πολιτικής συνεργασίας, που θα μπορέσει να καταγράψει πραγματικά στοιχεία πολιτικής δυναμικής, να αποτρέψει τάσεις παραπέρα αποδιάρθρωσης του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς και αποτελέσει εφαλτήριο για ευρύτερες ενωτικές διεργασίες.

Είναι σαφές ότι μιλάμε για μια πολιτική και όχι προγραμματική ενότητα και συνεργασία, στη βάση εκείνων των βασικών πολιτικών στόχων που ορίζουν μια αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική τοποθέτηση απέναντι στο επίσημο πολιτικό σκηνικό και την Ε.Ε., με τρόπο ανάλογο με το τόνο με τον οποίο διατυπώσαμε την πρόταση για την Υπερνομαρχία και όπως αυτό αποτυπώθηκε στην κοινή δήλωση των οργανώσεων.

Μια τέτοια πρόταση θα πρέπει να την κάνουμε έγκαιρα, να την απευθύνουμε προς το σύνολο των τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και των ανεξάρτητων αγωνιστών, να την προβάλλουμε και κεντρικά και σε επίπεδο περιφερειακό (επιτροπές πρωτοβουλίας κ.λπ.). Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να απαντήσει και αποτελεσματικά σε μια προοπτική να προβληθεί σήμερα ως λύση μια αντίληψη και φυσιογνωμία τύπου ΜΕΡΑ ή ΜΕΡΑ+ΚΚΕ(μ-λ).

Επιπλέον, έχοντας και εμείς μια σαφή και συγκεκριμένη πρόταση δεν θα χρειαστεί να απαντήσουμε σε άλλες προτάσεις, ενώ εκτιμούμε ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο ακόμη και στην περίπτωση που δεν ευοδωθεί. Με αυτό εννοούμε ότι εάν έχουμε μια σαφή τοποθέτηση που να δίνει τη μόνη σήμερα πραγματική δυνατότητα ενωτικής παρουσίας της ριζοσπαστικής αριστεράς, με τρόπο που να αποτυπώνει τις δυναμικές που υπάρχουν, έξω και πέρα από εμμονές, ιδεοληψίες και σεχταρισμούς, αυτό, ανεξάρτητα από το εάν θα ευοδωθεί ένα κοινό εκλογικό κατέβασμα, θα κατοχυρώνει τη δική μας θέση ως μιας τάσης μέσα στο τοπίο της ριζοσπαστικής αριστερά που πραγματικά κάνει πολιτική και αναζητά δρόμους διεξόδου από τις σημερινές αντιφάσεις.

Από εκεί και πέρα είναι προφανές ότι αυτή η πρόταση δεν αντιστοιχεί σε κάποιου τύπου μετατόπισή μας προς μια αντίληψη ανασύνθεσης μέσω εκλογικών κατεβασμάτων. Σημαίνει, όμως, την προσπάθειά μας να αναλάβουμε την ευθύνη που να μας αναλογεί για να μπορέσει αυτός ο χώρος να έχει εκείνα τα βήματα και εκείνες τις πολιτικές μορφές που θα αποτυπώνουν τη δυναμική που μπορεί να έχει σήμερα η ριζοσπαστική αριστερά και ταυτόχρονα θα επιτρέπουν να πολώνονται στην ορθή κατεύθυνση οι αντιφάσεις που αφορούν την πολιτική γραμμή και φυσιογνωμία.

Η συζήτηση να κατέβει στους πυρήνες, να αποσαφηνιστεί το είδος της πρότασης που θέλουμε να κάνουμε, να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση πάνω και στους πολιτικούς όρους και το εύρος δυνάμεων που εκτιμούμε ότι θα πρέπει να συμπεριλάβει μια τέτοια πρόταση. Αυτή η συζήτηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί στην πανελλαδική ολομέλεια του Γενάρη.

δ. Σχεδιασμός για εορτασμό Πολυτεχνείου

Στο ΚΣΟ έγινε και συζήτηση για την παρουσία της συλλογικότητας στον εορτασμό του Πολυτεχνείου. Οι βασικές κατευθύνσεις για την παρέμβασή μας (στην Αθήνα και όχι μόνο) είναι οι ακόλουθες:

·Να δοθεί μεγάλο βάρος στη δυνατότητα που έχει το φετινό Πολυτεχνείο να χρωματιστεί από τα μεγάλα κινήματα στο χώρο της εκπαίδευσης που προηγήθηκαν (φοιτητές – εκπαιδευτικοί) στην προοπτική και των συνεχιζόμενων μαχών μέσα στην εκπαίδευση (άρθρο 16, νόμος – πλαίσιο). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η φετινή πορεία να είναι και μια μεγάλη πανεκπαιδευτική διαδήλωση, με προσπάθεια να υπάρχει όχι μόνο ακόμη μεγαλύτερη παρουσία φοιτητών, αλλά και εκπαιδευτικών και μαθητών (και να αποτραπεί η προσπάθεια της ΚΝΕ όλοι οι μαθητές να πάνε στο κομματικό μπλοκ του ΚΚΕ).

·Σε αυτό το πλαίσιο της προσπάθεια για το πανεκπαιδευτικό κίνημα να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος: α) Στην εκδήλωση όλων των Ομοσπονδιών της Εκπαίδευσης (Τετάρτη 15/11) και β) Στην προσπάθεια να γίνει πετυχημένη εκδήλωση των ΕΑΑΚ (Πέμπτη 16/11)

·Να εκμεταλλευθούμε τον εορτασμό του Πολυτεχνείου για τη δημοσιοποίηση, προβολή και ζύμωση της πρότασής μας για την λαϊκή πρωτοβουλία ενάντια στην αναθεώρηση του Συντάγματος.

·Να παρέμβουμε σε όσες συζητήσεις τυχόν γίνουν από τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, προβάλλοντας τη δική μας πολιτική λογική.

·Να στηρίξουμε μαζικά το ενωτικό μπλοκ με το κοινό πανώ (με την υπογραφή οργανώσεις – συσπειρώσεις – κινήσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς) που θα προηγείται των υπόλοιπων μπλοκ ριζοσπαστικής αριστεράς (2.30 μ.μ. Κλαυθμόνος)

·Να στηρίξουμε τραπεζάκια και να φροντίσουμε να διακινηθεί το Εκτός Γραμμής και η προκήρυξη της συλλογικότητας για το Πολυτεχνείο.