Αριστερή Ανασύνθεση
ΚΣΟ
Εκτιμήσεις και αποφάσεις του ΚΣΟ 4 Ιούνη 2006
Για την πολιτική συγκυρία και την παρέμβασή μας το επόμενο διάστημα
Α) Εσωτερική Πολιτική συγκυρία
Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση, η τακτική της μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια προσπάθεια να συνεχίζει και να βαθύνει τις αναδιαρθρωτικές τομές και ταυτόχρονα να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει και τα φαινόμενα δυσαρέσκειας ή αντίδρασης απέναντι στην πολιτική της. Άλλωστε, ήδη από το χειμώνα υπήρξαν έντονα σημάδια κοινωνικής κινητοποίησης απέναντι στις οποίες η στάση της κυβέρνησης μετατοπίστηκε από την πλήρη ακαμψία (απεργία ναυτεργατών – επιστράτευση) σε μια αναζήτηση πιο συμβιβαστικών αντιμετωπίσεων (απεργία ΠΟΕ-ΟΤΑ). Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται μια τακτική όπου από τη μια υπάρχει μια εμμονή σε μια στρατηγική «μεταρρυθμίσεων» και τομών, όπως φαίνεται ειδικά από τις δημόσιες τοποθετήσεις Καραμανλή (χαρακτηριστική και η κεντρική στήριξη που έδωσε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση), την εμμονή ότι θα ανοίξουν όλα τα θέμα (ακόμη και το ασφαλιστικό, τουλάχιστον ως προετοιμασία του εδάφους), από τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύει την αντιδραστική αναθεώρηση του Συντάγματος, από την άλλη, όμως, υπάρχει μια προσπάθεια για πιο προσεκτικά βήματα, έμφαση σε δηλώσεις περί συναίνεσης, ουσιαστικά μια απόπειρα ισορροπίας ανάμεσα στην επιτάχυνση των τομών και την επιδίωξη για θετικά αποτελέσματα στις εκλογές του φθινοπώρου, ώστε να μην δοθεί μια εικόνα μεγάλης κυβερνητικής φθοράς και να υπάρξει θετική αφετηρία για την εκλογική μάχη του 2007-8.
Όμως, αυτό που μέχρι τώρα έχει στην πραγματικότητα προστατεύσει την κυβέρνηση από το να προχωρήσει σε κάποιου τύπου μεγάλες αναδιπλώσεις, είναι το γεγονός ότι, παρά την εμφανή κοινωνική απονομιμοποίηση της πολιτικής της, δεν συναντά σήμερα κάποιου τύπου πραγματική αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ σε κρίσιμα μέτωπα συμπλέει με την κυβέρνηση (π.χ. αναθεώρηση του Συντάγματος) καιαποφεύγει να πάρει πολιτική θέση σε μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις. Για παράδειγμα: Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια έχουμε μια τόσο μεγάλη κινητοποίηση, όπως είναι οι φοιτητικές καταλήψεις, και η αξιωματική αντιπολίτευση ΔΕΝ προβάλει το αίτημα να αποσυρθούν οι ρυθμίσεις που οδηγούν σε αυτές! Επιπλέον, αυτή η στάση του ΠΑΣΟΚ μεταφράζεται και σεμια τακτική υπονόμευσης της δυνατότητας σήμερα να υπάρξουν μεγάλες κινητοποιήσεις, ειδικά σε χώρους εργαζομένων όπου έχει μια μεγάλη βαρύτητα: Η προδοτική συμφωνία ΣΕΒ-ΓΣΕΕ, που έσπευσε να προσφέρει διετή εργασιακή ειρήνη, αλλά οι επάλληλες συμφωνίες των διοικήσεων των ομοσπονδιών των ΔΕΚΟ εντός ουσιαστικά των ορίων της κυβερνητικής πολιτικής, την ίδια στιγμή που εκεί επικεντρώθηκε ο κύριος όγκος της αντεργατικής επίθεσης, είναι σαφές ενίσχυσαν τη θέση της κυβέρνησης και την ‘ανακούφισαν’ από δυνητικά σημαντικά μέτωπα. Όσο για την Αριστερά, ούτε τα «αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα», που προτείνει ο ΣΥΝ χωρίς πραγματικό κοινωνικό αντίκρισμα, μπορούσαν να αποτελέσουν «αντίπαλο δέος», ενώ η ηττοπαθής τακτική του ΚΚΕ και ο τρόπος με τον οποίο υπονομεύει κινητοποιήσεις αντικειμενικά υπονόμευσε τη δυνατότητα πίεσης προς την κυβέρνηση.
Σε αυτή τη βάση, γίνεται σαφές ότι ως προς τις κοινωνικές συγκρούσεις με τις πολιτικές των«μεταρρυθμίσεων» θα είναι κομβικές οι εξελίξεις σε σχέση με το φοιτητικό κίνημα. Εάν το φοιτητικό κίνημα μπορέσει να συνεχίσει με αυτή την τεράστια δυναμική που έχει σήμερα και υποχρεώσει την κυβέρνηση να αναδιπλωθεί, αυτό θα είναι όχι απλώς μια νίκη του κινήματος, αλλά και ένα γεγονός με ευρύτερο πολιτικό αντίκτυπο εφόσον θα μπορέσει να αποτελέσει το σημείο αναφοράς για ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια και θα μπορούσε να οδηγήσει αρκετούς κλάδους σε δυναμικές κινητοποιήσεις.
Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την προσπάθεια ένα προηγούμενο διάστημα να κινηθεί κυρίως σε μια κατεύθυνση να καρπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια, επαναπροκρίνεται από την ηγετική ομάδα η στρατηγική προβολή του νεοφιλελεύθερου πυρήνα του «νέου ΠΑΣΟΚ». Αυτό χρωμάτισε και επιλογές για την αποφυγή κλιμάκωσης των εργατικών αντιπαραθέσεων (με αποκορύφωμα την κατάπτυστη συμφωνία ΓΣΕΕ-ΣΕΒ), αλλά και έγινε ιδιαίτερα προφανές σε σχέση με την αναθεώρηση του Συντάγματος και την επιθετική προβολή του αιτήματος για ιδιωτικά ΑΕΙ και μάλιστα την ώρα που ξεσπά ένα μεγάλο κίνημα και υπήρχε και σαφής αντίρρηση και κομματιών της συνδικαλιστικής του βάσης (κυρίως στη νεολαία).
Ο Συνασπισμός κέρδισε μια προβολή και ενίσχυση, μέσα από τη διαδικασία του Φόρουμ και τη μαζικότητα της μεγάλης διαδήλωσης. Από την άλλη συνεχίζει να καταγράφεται η αντιφατικότητα που είχαμε εντοπίσει και σε προηγούμενες τοποθετήσεις: η αντίφαση ανάμεσα στη γραμμή του αντινεοφιλελεύθερου αγωνιστικού μετώπου και του μπλοκ του προοδευτικού, κυβερνητικού εκσυγχρονισμού. Ανεξαρτήτως τυπικού συσχετισμού, η δεύτερη πρόταση συνεχίζει να έχει απήχηση και ερείσματα μέσα στο μηχανισμό, αλλά και χρωματίζει μεγάλο μέρος των αυτοδιοικητικών επιλογών του ΣΥΝ, με ένα μπαράζ από ανοιχτές συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και με το συμβολισμό της επιλογής Πανούση για την υπερνομαρχία. Αυτές οι επιλογές αντανακλούνται και στο στην στρατηγική αντιφατικότητα και αμηχανία εγχειρημάτων όπως το Φόρουμ ή το ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ στην περίοδο που διανύουμε καταδεικνύει τα καταστροφικά αποτελέσματα της γραμμής και της συνειδητά ηττοπαθούς γραμμής του για τα κινήματα μέσα στη συγκυρία. Είναι σαφές ότι το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια έχει προχωρήσει σε μια σημαντική πολιτική και ιδεολογική μετατόπιση. Ξεκινά από την εκτίμηση ότι σήμερα δεν μπορούν να υπάρξουν νίκες των κοινωνικών αντιστάσεων, εξαιτίας της σκλήρυνσης της πολιτικής του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, στηρίζεται στην εκτίμηση ότι το σύστημα δεν μπορεί να προχωρήσει σε παραχωρήσεις ή σε συμβιβασμούς και κατά συνέπεια καταλήγει στη υπάρχει μόνο ο δρόμος της προετοιμασίας της μεγάλης σύγκρουσης ή ανατροπής. Από εδώ προκύπτει η στάση του ΚΚΕ ότι σήμερα τα κινήματα έχουν νόημα μόνο ως μεγάλες προπαγανδιστικές διαδικασίες και ως μηχανισμός οργανωτικής ανάπτυξης του ΚΚΕ, εξ ου και η λογική των χωριστικών απομονωτικών πρακτικών. Όριο αυτής της λογικής είναι η ουσιαστική υπονόμευση των κινημάτων, μια λογική ότι εφόσον ένα κίνημα δεν μπορεί να κερδίσει και εφόσον δεν το ελέγχει το ΚΚΕ, αυτό το κίνημα δεν πρέπει να υπάρξει καν. Αυτό εξηγεί, επομένως, τόσο τον υπονομευτικό, προδοτικό ρόλο των δυνάμεων του ΚΚΕ στις κινητοποιήσεις της φοιτητικής νεολαίας, αλλά και την ανοιχτή υιοθέτηση ενός πολιτικού προφίλ κοινωνικού συντηρητισμού (φημολογία για εξάμηνα, ‘άγχος’ για εξετάσεις κ.λπ.). Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον η προσπάθειά του να απομακρυνθεί από πρακτικές αλληλοϋποστήριξης με την κυβέρνηση στις εκλογές του φθινοπώρου –αν και πρέπει να το καταγγέλλουμε σε όλους τους τόνους ότι σήμερα με τη στάση του αντικειμενικά στηρίζει την κυβέρνηση, παρότι αυτό ήταν η βάση της στρατηγικής του και στις δύο προηγούμενες εκλογές, ακριβώς γιατί φαίνεται ότι σε ένα μεγάλο μέρος της βάσης του η κριτική ότι η στάση του κόμματος αντικειμενικά στηρίζει την κυβέρνηση έχει απήχηση.
Για να καταλάβουμε τις τελευταίες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά θα πρέπει να δούμε τα χαρακτηριστικά του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, ως ενός ανταγωνισμού αστικών μπλοκ εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Εδώ και αρκετά χρόνια η ηγεμονική ελληνική στρατηγική είναι η αποφυγή πολεμικών εντάσεων και η μετατόπιση του πεδίου του ανταγωνισμού κυρίως στην οικονομία, ποντάροντας στην παραγωγικότητα και το μεγαλύτερο βάθος των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Αυτό μπορεί εξηγήσει και το φαινομενικά «παράδοξο» η Ελληνική αστική τάξη να είναι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του «ευρωπαϊκού δρόμου» της Τουρκίας. Από την άλλη, όμως, η κατάσταση στο εσωτερικό του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού είναι πιο αντιφατική και μεγαλύτερες οι ταλαντεύσεις στο συνασπισμό εξουσίας ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή προοπτική ή την προσπάθεια κυρίως να παίξει ένα ρόλο περιφερειακής ισχυρής δύναμης στην περιοχή, ταλαντεύσεις που ενισχύονται και από τα σημαντικά εμπόδια που συναντά η διαδικασία ένταξης μέσα στην ίδια την Ε.Ε.. Την ίδια στιγμή οι ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή έχουν τη σημασία του: Από τη μια η πολιτική των ΗΠΑ στο Ιράκ και η ενίσχυση της προοπτικής αυτόνομου Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ αντικειμενικά πιέζουν την Τουρκία, κάτι που οδηγεί, ως αντιστάθμισμα, σε μια προσπάθεια των ΗΠΑ να ενισχύουν διάφορες επιλογές ή διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Την ίδια στιγμή η Τουρκία είναι αντιμέτωπη με σημαντικές αντιφάσεις ως προς το πώς συγκροτούνται τόσο ο συνασπισμός εξουσίας όσο και οι κοινωνικές συμμαχίες γύρω του, αυτό που σχηματικά αποτυπώνεται ως το ερώτημα εάν σήμερα αυτό θα γίνει μέσα από την εκδοχή του «κοσμικού Ισλάμ» ή μέσα από το συνδυασμό ανάμεσα στα κεμαλικά κόμματα και το στρατό. Θεωρούμε πολύ σημαντικό γεγονός ότι σήμερα καταγράφονται σαφείς ενδείξεις ότι μεγάλα τμήματα του στρατού και των άλλων κομματιών του «βαθιού κράτους» προκρίνουν σήμερα μια «στρατηγική έντασης», έτσι ώστε να διαμορφώσουν όρους υπονόμευσης με κάθε τρόπο του Ερντογάν και του κόμματός του. Αυτή η εσωτερική αστάθεια εξηγεί εν μέρει και την πιο επιθετική στάση στα ελληνοτουρκικά, εν μέρει, όμως, είναι σαφές ότι ούτως ή άλλως ένα αποτελεί στοιχείο της Τουρκικής πολιτικής εδώ και αρκετό καιρό η επιθετική προβολή «αναθεώρησης» των συσχετισμών με την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο δοκιμάζονται διάφορες παραλλαγές επιθετικών πρακτικών και ενεργειών. Αυτή τώρα η επιθετικότητα κυρίως αποσκοπεί να προκαταλάβει και επηρεάσει μελλοντικές διαπραγματεύσεις, αλλά και για να πιέσει ως προς τους όρους της ιμπεριαλιστικής μεσολάβησης.
Σε αυτό το φόντο η κυβέρνηση Καραμανλή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αντίφαση: Ενώ είναι αλήθεια ότι αρκετά κομμάτια του συνασπισμού εξουσίας είναι υπέρ μιας λογικής κατευνασμού και ‘έντιμου’ συμβιβασμού, από την άλλη κάτι τέτοιο έχει την αντίφαση να φαντάζει ως παραλλαγή ενδοτισμού. [Ενδεικτικά ας αναλογιστεί κανείς την έντονη αντίδραση που προκάλεσαν προτάσεις για μη στρατιωτική αντιμετώπιση των παραβάσεων του FIR Αθηνών]. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την εναλλαγή των τόνων στις ανακοινώσεις από την αναφορά σε ατύχημα σε αναφορά σε επιθετική ενέργεια, αλλά και τον τρόπο που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την επιλογή Παπούλια να φορτίσει το θέμα. Ενδιαφέρον έχουν και οι διαφορετικές απόψεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης: ενώ αρχικά η κυβέρνηση μετά το 2004 έδειχνε να επιλέγει μια στρατηγική κατευνασμού, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς –βλ. την άρνηση να υπάρξει ολόπλευρη στήριξη του σχεδίου Ανάν–, η τωρινή ηγεσία του ΥΠΕΞ (Μπακογιάννη) δείχνει πολύ πιο αποφασισμένη να επιμείνει σε μια γραμμή συμπόρευσης με τον Αμερικανικό παράγοντα και αυτό ενισχύει τις πρακτικές κατευνασμού. Μένει, σε αυτό το πλαίσιο, να δούμε εάν υπάρξει τελικά μια συντονισμένη πίεση ενός ευρύτερου φάσματος κέντρων εξουσίας προς μια λογική εδώ και τώρα διαδικασία επίλυσης, π.χ. μέσω μιας πρότασης όπως αυτή που διατύπωσε ο Κ. Στεφανόπουλος. [Σημειώνουμε εδώ ότι τυχόν παραπομπή στη Χάγη αντικειμενικά θα έβγαζε ως αποτέλεσμα μορφές συμβιβασμού και συγκυριαρχίας].
Απέναντι σε όλα αυτά ποια θα μπορούσε να είναι μια τοποθέτηση από μια αριστερή αντιιμπεριαλιστική οπτική;
·Η καταδίκη του ιμπεριαλισμού και της λογικής της ανάθεσης στην ιμπεριαλιστική διαμεσολάβηση, διαιτησία και επικυριαρχία, που όχι μόνο δεν περιορίζει τις εκδηλώσεις επιθετικότητας και τις αμφισβητήσεις στην εθνική κυριαρχία, αλλά και αναπόφευκτα οδηγεί σε μια λογική συμβιβασμών, παραχωρήσεων και προοπτικά νέων συγκρούσεων.
·Η προβολή της βασικής θέσης για καμιά αλλαγή στα σύνορα.
·Η φιλία και της αλληλεγγύη των λαών και του κοινού αγώνα ενάντια σε κεφάλαιο και ιμπεριαλισμό ως μόνη πραγματική εγγύηση για την ειρήνη
·Ο διαχωρισμός και από την εθνικιστική πατριδοκαπηλία και από τον αστικό «ρεαλισμό» και κοσμοπολιτισμό της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας και του συμβιβασμού στο όνομα των επενδύσεων
Β) Η πολιτική σημασία του φοιτητικού κινήματος
Η εξελισσόμενη μάχη μέσα στους φοιτητικούς χώρους έχει ιδιαίτερη σημασία. Αποτελεί πλευρά μιας ευρύτερης όξυνσης αντιφάσεων τόσο σε χώρους αναπαραγωγής όσο και σε χώρους παραγωγής, καθώς οι νεώτερες γενιές είναι πολύ περισσότερο αντιμέτωπες με τη νέα «οντολογία της εργασίας» της ελαστικότητας, προσωρινότητας και ανασφάλειας. Είναι αυτό που έχουμε περιγράψει ως μια προσπάθεια του κεφαλαίου να βαθύνει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής και να μπορέσει ταυτόχρονα να αυξήσει την παραγωγικότητα αλλά και το βαθμό πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει την ανάγκη για εργαζόμενους με μεγαλύτερες δεξιότητες, αλλά πολύ λιγότερα δικαιώματα και με συμπιεσμένες κοινωνικές προσδοκίες γύρω από την έννοια του πτυχίου και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτή είναι μια τάση που δεν αφορά μόνο τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αλλά το σύνολο των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών καπιταλιστικών σχηματισμών (βλ. και την πολύ πρόσφατη τεράστια κινητοποίηση των Γάλλων φοιτητών και εργαζομένων), συνολικά σφραγίζει την τρέχουσα φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Αυτές οι υλικές τάσεις ήταν σε εξέλιξη, έστω και με «υπόγειο τρόπο» για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χρωμάτιζαν και διαμόρφωναν το κλίμα και το κοινωνικό συσχετισμό μέσα στους χώρους της νεολαίας. Ταυτόχρονα, υπήρξε την παρουσία ενός δυναμικού μέσα στα Πανεπιστήμια κυρίως στα ΕΑΑΚ (και με πρωτοπόρα παρουσία του δικού μας ρεύματος) που επίμοναόχι μόνο αποκάλυπταν τις συνέπειες των συντελούμενων αναδιαρθρώσεων, με μια ιδιαίτερη και πολιτικά ορθή επικέντρωση στην επιδείνωση των εργασιακών προοπτικών, αλλά και συστηματικά όλα τα προηγούμενα χρόνια έδωσαν τη μάχη ώστε να υπάρξουν κινητοποιήσεις και να διατηρηθούν κινηματικές πρακτικές ενάντια σε όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.
Ως καταλύτης λειτούργησε η κυβερνητική εξαγγελία για το νέο νόμο πλαίσιο και η προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, οπότε το διάχυτο άγχος για το εργασιακό μέλλον και την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα συναντήθηκαν με την αντίδραση σε μια νεοσυντηρητική προσπάθεια πειθάρχησης των φοιτητών και την αμφισβήτηση της δωρεάν παιδείας. Αυτές οι ρυθμίσεις ουσιαστικά σήμαιναν την πλήρη αναίρεση όλων των συσσωρευμένων αντιλήψεων, προσδοκιών, και «κεκτημένων», γύρω από την έννοια του πτυχίου, των σπουδών, της φοίτησης, των αναδιανεμητικών δαπανών. Σε αυτό το έδαφος, είναι ξεσπά αυτή η μεγάλη κινητοποίηση. Και δεν είναι απλώς ένας κύκλος φοιτητικών καταλήψεων, είναι στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη σε έκταση, σε αριθμό καταλήψεων, σε μαζικότητα συνελεύσεων, σε αριθμό φοιτητών που συμμετέχουν σεαυτές τις διαδικασίες φοιτητική κινητοποίηση των τελευταίων δεκαετιών, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης κοινωνικής ρήξης: μεγάλή μαζικότητα, μεγάλο κοινωνικό βάθος, διάρκεια, επέκταση τεράστια στο σύνολο των ΑΕΙ-ΤΕΙ, πολύ πέρα από τα όρια παρουσίας των όποιων πολιτικών δυνάμεων το στηρίζουν, μεγάλης κλίμακας πρακτικές αλληλεγγύης, αλληλοϋποστήριξης και βοήθειας, ανάδυση συλλογικοτήτων και πρωτοβουλιών, διάχυτες πρακτικές και κινητοποιήσεις και κεντρικά και σε τοπικό επίπεδο.
Είναι σαφές ότι η δυναμική αυτού του κινήματος έχει τη δυνατότητα να είναι νικηφόρο και να καταφέρει πλήγματα όχι μόνο σε αυτές τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που λειτούργησαν ως θρυαλλίδες (Νόμος Πλαίσιο), αλλά και να σημαίνει ντε φάκτο αδυναμία άμεσης εφαρμογής και σημαντικές καθυστερήσεις σε όλες τις πλευρές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης (αξιολόγηση, διαδικασία Μπολόνια). Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια σε μια μεγάλη νεολαιίστικη κινητοποίηση η ΚΝΕ δεν έχει ούτε την πρωτοβουλία ούτε την ηγεμονία, αλλά αντίθετα την έχουν τάσεις και σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, κάτι που θα μπορέσει να διευκολύνει μια άλλη πολιτική σχέση της ριζοσπαστικής αριστεράς με τη νεολαία ως κοινωνική κατηγορία.[1]
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι, επειδή ακριβώς οι φοιτητικοί χώροι δεν έχουν την ίδια διαπλοκή με κομματικούς χώρους και υπολογισμούς, έχουν την δυνατότητα για κινήματα με περισσότερο αυτόνομη δυναμική και αυτό είναι δίνει πραγματικές δυνατότητες να νικήσει. Και με αυτό εννοούμε ότι υπάρχει σήμερα η δυνατότητα αυτό το κίνημα να υποχρεώσει την κυβέρνηση σε τακτικές αναδιπλώσεις κυρίως γύρω από το Νόμο Πλαίσιο, κάτι που προφανώς και θα ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ θα έδινε άλλη δυναμική στον παρατεταμένο αγώνα διαρκείας απέναντι στο σύνολο των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων. Κομβικό σε αυτό το επίπεδο θα είναι η μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων, η ανάδειξη μιας μορφής συλλογικής εκπροσώπησης από τη μεριά των φοιτητικών καταλήψεων και η πίεση προς το Υπουργείο να πάρει θέση και η συνέχεια για το συνδυασμό ανάμεσα σε μεγάλες διαδηλώσεις και πολύμορφες κινηματικές πρακτικές και παρεμβάσεις.
Και θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι αυτό το κίνημα ήδη λειτουργεί ως παράδειγμα για πλατιά κομμάτια εργαζομένων, αλλά και νέων και –ειδικά στην περίπτωση που θα είναι νικηφόρο– θα λειτουργήσει ως προτροπή για επάλληλους κύκλους κινητοποιήσεων (π.χ. από το φθινόπωρο για απεργίες στους χώρους της εκπαίδευσης ή για μαθητικές κινητοποιήσεις). Σε αυτό το πλαίσιο είναι που πρέπει να δούμε και τους όρους που σήμερα το κίνημα θα απευθυνθεί προς τα άλλα τμήματα του λαϊκού κινήματος. Κομβικό θα πρέπει να είναι εδώ το κάλεσμα του Συντονιστικού των καταλήψεων προς τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα για απεργία και παλλαϊκή διαδήλωση για τα ζητήματα της παιδείας και η πίεση να πάρουν σαφή θέση καταδίκης του συνόλου της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης. Αντίστοιχα, θα πρέπει να δώσουμε τη μάχη σε κάθε σωματείο και ομοσπονδία που βρισκόμαστε για να υπάρξουν ψηφίσματα καταδίκης της κυβερνητικής πολιτικής και αλληλεγγύης προς τις φοιτητικές καταλήψεις. Από την άλλη, πρέπει να πούμε ότι θεωρούμε εσφαλμένη την αντίληψη ότι οι καταλήψεις θα πρέπει να συναντηθούν μόνο με τα «πρωτοβάθμια σωματεία», ειδικά όταν αυτό εννοεί «τα πρωτοβάθμια σωματεία που ελέγχει η ριζοσπαστική αριστερά». Σε ένα τέτοιο κίνημα, με τέτοια πλειοψηφικά χαρακτηριστικά αρμόζει να συζητά με εκείνα τα συνδικαλιστικά μορφώματα, εκείνες τις συλλογικές εκπροσωπήσεις που είναι αντίστοιχης κλίμακας.
Είναι σαφές ότι η κλίμακα του κινήματος, αυτή τη στιγμή, παραπέμπει σε μια ιστορικών διαστάσεων κοινωνική κινητοποίηση, που έχει τη δυνατότητα να αφήσει βαθιά ίχνη. Είναι μια σύγκρουση που συμπυκνώνει και συγκεφαλαιώνει διεργασίες και αντιθέσεις που καταγράφηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια (όλο τον κύκλο κινητοποιήσεων και αντιθέσεων που ξεκινά με την μεταρρύθμιση Αρσένη και την εκκίνηση της διαδικασίας της Μπολόνια), αλλά και αντίστοιχα θα αφήσει βαθιά ίχνη, ακριβώς, γιατί τέτοια κινήματα έχουν την ιδιαιτερότητα μιας «συμπύκνωσης» χρόνου και πολιτικών εμπειριών που χρωματίζουν όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτά.
Αυτό βάζει και ένα καθήκον στη δική μας συλλογικότητα –που είχε την ορθή πολιτική γραμμή να ιεραρχήσει ακριβώς τις τομές που σήμερα έρχονται στο προσκήνιο, αλλά και σήμερα παίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ξεδίπλωμα αυτών των κινητοποιήσεων– να μπορέσει να σχηματοποιήσει τα πολιτικά ίχνη αυτού του κινήματος, πέραν γενικολογιών περί νέου ριζοσπαστισμού και πέραν μιας απλής προσπάθειας στρατολογήσεων:
·Να σχηματοποιήσει το πολιτικό περιεχόμενο αυτού του κινήματος –την αντίθεση στη γενιά της προσωρινότητας– να συμβάλει σε ένα μάχιμο πρότυπο σημερινού αγωνιζόμενου νέου και αυριανού εργαζόμενου
·Να αρθρώσει αυτή την αντίθεση σε ένα συγκεκριμένο αριστερό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης –ικανό να ορίσει μια νέου τύπου ηγεμονία σε πρωτοπόρα κομμάτια, δηλαδή έναν τρόπο να ορίζουν τον εαυτό τους, την κοινωνική τους ένταξη, τη διεκδίκηση, τη στράτευση σε βάθος χρόνου
·Να συμβάλει στην επανίδρυση των ΕΑΑΚ (πολύ πιο πλατιών στην ικανότητά τους να συμπεριλάβουν το δυναμικό που αναδεικνύεται μέσα από το κίνημα, αλλά και πολύ πιο συγκροτημένων στην ικανότητά τους να κάνουν πολιτική) ως του πολιτικού μορφώματος που μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος αναφοράς μέσα στο νεολαιίστικο κίνημα.
·Να προχωρήσει στην ταχύτερη συνολική οργανωτική ανάπτυξη και πολιτική συγκρότηση του Τομέα Νεολαίας (προετοιμασία συνδιάσκεψης νεολαίας)
Γ) Η πρόταση για τις νομαρχιακές εκλογές
Έχει αναμφίβολο ενδιαφέρον ότι η ριζοσπαστική αριστερά θα συμμετέχει σε αυτές τις εκλογές με πολύ περισσότερα σχήματα και σε αρκετές περιπτώσεις και με πλατιά ριζοσπαστικά σχήματα (βλ. τα πολύ πετυχημένα πλατιά εγχειρήματα συνολικής αυτοδιοικητικής παρέμβασης σε Γιάννινα και Αχαΐα). Αυτό ούτως ή άλλως θα αποτυπώσει μια ευρύτερη καταγραφή ψήφων υποστήριξης όχι μόνο της συγκεκριμένης δουλειάς που μπορεί να έχει γίνει, αλλά και αναζήτησης μιας άλλης αριστεράς.
Αυτό σημαίνει και μια ιδιαίτερη προσπάθεια να συναντηθούν οι αυτοδιοικητικές παρεμβάσεις με ένα ευρύτερο κλίμα κοινωνικής διαμαρτυρίας, με τους όποιους αγώνες ξεσπάσουν, να μπορέσουν να οξύνουν τις αντιφάσεις και στις βάσεις των κομμάτων της αριστεράς
Θεωρούμε πολύ σημαντικό ότι η δική μας πολιτική πρόταση για τις νομαρχιακές εκλογές κατάφερε να συμβάλει ώστε να ανοίξει η συζήτηση συνολικά μέσα στις νομαρχιακές εκλογές και να πιέσει και άλλες τάσεις να τοποθετηθούν. Άλλωστε, δείξαμε και στην περίπτωση της Αχαΐας μπορούμε να ρίξουμε το βάρος ώστε να υπάρξουν πιο πλατιές συνθέσεις.
Ως προς την στάση των πολιτικών τάσεων απέναντι στην πρότασή μας για την Υπερνομαρχία της Αθήνας, στη βάση και της σύσκεψης που έγινε:
·Η ΑΡΑΣ την έχει αποδεχτεί πλήρως
·Υπάρχει θετική τοποθέτηση της ΟΚΔΕ, που βλέπει θετικά το εγχείρημα και θα το υποστηρίξει, έχει μόνο ενδοιασμούς για την οικονομική της συμμετοχή της
·Το ΝΑΡ μετατοπίστηκε σε μια θετική τοποθέτηση απέναντι στο εγχείρημα, προσπαθεί, όμως, να την χρωματίσει με τα δικά του χαρακτηριστικά και προσπαθεί σε αυτή την κατεύθυνση να βάλει κάποια τοπικά σχήματα να πάρουν την πρωτοβουλία, θεωρώντας ότι σε ένα τέτοιο πεδίο θα έχει μεγαλύτερο περιθώριο επηρεασμού. Επιμένει και στην εκλογική κάθοδο στην Αθήνα. Πρόβλημα, επίσης, τυχόν καθυστέρηση της όλης διαδικασίας εάν θελήσουν να πάρουν τελική απόφαση στο Συνέδριο (7-9 Ιούλη)
·Οι άλλες τάσεις του ΜΕΡΑ (ΕΚΚΕ, ΕΕΚ) ήταν μάλλον επιφυλακτικές, κυρίως το ΕΕΚ το οποίο, εσχάτως, έχει ανοίξει και μια πολεμική εναντίον μας. Το ΕΚΚΕ πιο θετικό.
·Η ΚΟΕ είχε μια αντιφατική τοποθέτηση. Από τη μια, έχει ενδιαφέρον ότι γενικά δέχεται την επιλογή για κάθοδο ενός ριζοσπαστικού ψηφοδελτίου, αν και ο τόνος που έδωσε στη σύσκεψη πάνω στο θέμα του πλαισίου δεν ήταν πολύ ριζοσπαστικός.Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι δείχνει να σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να ψηφίσει Τσίπρα στηνΑθήνα (κάτι που εάν αποφασιστεί αναιρεί τη συμμετοχή στο ψηφοδέλτιο). Εκτίμησή μας είναι ότι η ΚΟΕ ταλαντεύεται σε μια αντίφαση ανάμεσα στην επιμονή στην μέχρι τώρα επιλογή για συμμετοχή στις διεργασίας της παναριστερής σύγκλισης (που όμως έχει να αναμετρηθεί με τις επιλογές του Συνασπισμού) και μια αναζήτηση μια πιο αριστερής κατεύθυνσης.
·Το ΚΚΕ (μ-λ) ήταν επιφυλακτικό έως αρνητικό στη συζήτηση. Έχει ενδιαφέρον, όμως, ότι στο εσωτερικό του πρέπει να έχει ανοίξει μια συζήτηση. Προκρίνει την συγκρότηση ψηφοδελτίου στην Αθήνα, μάλλον θεωρώντας ότι αυτό θα καλύψει το κενό που αφήνει η πρότασή του ΚΚΕ (μ-λ) να κατέβει στην Υπερνομαρχία. Είναι σαφές ότι αυτό που καθορίζει την παρέμβαση του ΚΚΕ (μ-λ) είναι η σχετική δυσπιστία του (και οι αντιφάσεις του_ απέναντι στη συζήτηση για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς
·Το ΜΛ-ΚΚΕ επέλεξε τελικά την κομματική καταγραφή και θα κατεβάσει τελικά δικό του ψηφοδέλτιο, ρίχνοντας εκεί όλες του τις δυνάμεις.
Κάνοντας ένα πρόχειρο απολογισμό, πρέπει να πούμε ότι η πολιτική μας πρόταση κατάφερε να ανοίξει τη συζήτηση, να οδηγήσει σε μερικές μετατοπίσεις και ήταν καθοριστική ως προς το να τεθεί με σοβαρούς όρους το θέμα και να υπάρχουν σήμερα αντικειμενικές δυνατότητες για μια πετυχημένη παρέμβαση
Αν θα θέλαμε με έναν κάπως σχηματικό τρόπο να περιγράψουμε την προοπτική αυτού του εγχειρήματος πρέπει να πούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα σήμερα να διαμορφωθεί ένα πλατύ αυτοδιοικητικό σχήμα στην Υπερνομαρχία, το οποίο να μπορέσει να εκμεταλλευτεί τη ‘χαλαρή ψήφο’ των νομαρχιακών, το γεγονός ότι η ριζοσπαστική αριστερά σε αυτή την εκλογική περιφέρεια έχει συγκεντρωμένες μεγάλες δυνάμεις, τις αντιφάσεις των ψηφοδελτίων της αριστεράς (τον τέως πολιτευτή του ΠΑΣΟΚ Γ. Πανούση και τον κατεξοχήν εκφραστή της γραμμής του απομονωτισμού στο λαϊκό κίνημα Γ. Μαυρίκο) και σε αυτή τη βάση να λειτουργήσει ως καταλύτης για ευρύτερες ενωτικές διεργασίες.
Η προϋπόθεση είναι αυτό το αριστερό ριζοσπαστικό ψηφοδέλτιο να μην είναι, ως προς την ουσιαστική πολιτική φυσιογνωμία,το άθροισμα ανάμεσα στο ΜΕΡΑ, την Αριστερή Ανασύνθεση και την ΑΡΑΣ. Αυτό μπορεί να απαντηθεί με τρεις τρόπους: α) Να συμμετάσχει και μια άλλη σημαντική τάση που να μπορεί να σηματοδοτεί μια άλλη πολιτική γεωμετρία (σε αυτό, με βάση τα σημερινά δεδομένα μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες) β) Να έχει η πρωτοβουλία ένα ορθό πολιτικό πλαίσιο και πλατιά απήχηση σε ανεξάρτητο δυναμικό, σωστός τόνος και μάχιμη παρέμβαση γ) Να υπάρξει συσπείρωση ενός φάσματος από μικρότερες οργανώσεις.
Μόνο που αυτή την πρόκληση (δηλαδή την αποφυγή μιας πολιτικής εικόνας και απεύθυνσης του τύπου «διευρυμένο ΜΕΡΑ») δεν θα πρέπει να τη δούμε ως ένα «τυπικό-οργανωτικό» ζήτημα, απλώς ως ένα ζήτημα να συμμετέχουν και κάποιοι ακόμη, αλλά ως μια μάχη για την πολιτική φυσιογνωμία αυτού του εγχειρήματος. Μπορούμε να καταφέρουμε, ώστε η πολιτική του λειτουργία, το πολιτικό πλαίσιο, ο τόνος να είναι όντως μάχιμα και αυτό να το κάνει να συσπειρώνει ένα δυναμικό με άλλους όρους και αυτό ντε φάκτο να είναι η υπέρβαση μιας λογικής «πόλου»; Άρα λοιπόν χρειάζεται μια διπλή κίνηση: Από τη μια συστηματική προσπάθεια, ώστε να συσπειρωθούν και άλλοι άνθρωποι ή τάσεις σε αυτό το εγχείρημα. Από την άλλη, μάχη καθημερινή για το πολιτικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση.
Σε αυτό το εγχείρημα είναι σαφές ότι οι οργανώσεις έχουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω της κλίμακας και της απαίτησης σαφών πολιτικών και οργανωτικών. Από την άλλη θέλουμε το σχήμα αυτό να έχει τη συμμετοχή και την τροφοδοσία από ένα ευρύ φάσμα σχημάτων τόσο τοπικών, όσο και εργατικών και νεολαιίστικων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι προσπαθούμε να φτιάξουμε μια ‘ομοσπονδία’ σχημάτων πόλης και γειτονιάς. Θέλουμε να κάνουμε μια πλατιά αυτοδιοικητική κίνηση με τη συμμετοχή οργανώσεων, σχημάτων και ανεξάρτητων αγωνιστών. Σε τελική ανάλυση, αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι η ίδια αυτή η πρωτοβουλία να μην είναι μια απλή συμφωνία οργανώσεων, αλλά να είναι όντως η ίδια ένα σχήμα, να έχει εκείνη την αυτοτελή δημοκρατική λειτουργία σχήματος (με συνελεύσεις, ομάδες δουλειές, εκλεγμένη συντονιστική επιτροπή) ώστε και να μπορεί να δίνει περιθώριο στους ανεξάρτητους αγωνιστές να συνδιαμορφώνουν την παρέμβαση και να εξασφαλίσει ότι κάτι θα μείνει και μετά.
Έτσι μπορούμε να δούμε και τις απαιτήσεις, τους όρους αυτού του εγχειρήματος: Να υπάρξει ένα πολιτικό πλαίσιο σαφές ως προς τις οριοθετήσεις αλλά πλατύ ως προς την απεύθυνση, με αριστερή λαϊκότητα, δημοκρατική λειτουργία, και κινηματικό τόνο που θα πρέπει να αποτυπωθεί και σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίας για κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις όλο επόμενο διάστημα.
Ως προς την πρόταση που γίνεται (από ΝΑΡ αλλά και ΚΚΕ(μ-λ) για το Δήμο της Αθήνας: Θα πρέπει να επιμείνουμε στην επιφύλαξή μας και στη θέση μας ότι δεδομένης της κλίμακας, της κοινωνικής διάρθρωσης και των απαιτήσεων μιας αυτοδιοικητικής παρέμβασης στο δήμο της Αθήνας, χρειαζόταν ένας διαφορετικός σχεδιασμός που να είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια και να προσπαθούσε να οικοδομήσει τοπικές κινήσεις σε όλα τα διαμερίσματα, στη βάση των οποίων να γινόταν και η εκλογική κάθοδος, όροι που σήμερα δεν υπάρχουν. Αντίθετα, ένα ακόμη ‘κλασικό’ εκλογικό κατέβασμα σε ένα δύσκολο δήμο, δεν θα απέδιδε. Από εκεί πέρα το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν θεωρούμε τυχόν τέτοια πρωτοβουλία ανταγωνιστική, αρκεί να μη διακυβεύει την πρωτοβουλία για τις νομαρχιακές, και σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε, εάν βέβαια ευοδωθεί το κατέβασμα στις νομαρχιακές, να πούμε μόνο ότι θα υπερψηφίσουμε χωρίς ενεργή συμμετοχή.
Η μόνη εναλλακτική πρόταση που θα μπορούσαμε να κάνουμε ως προς την τακτική για το δήμο της Αθήνας θα ήταν μια πρόταση «πακέτο» που θα περιελάμβανε την ταυτόχρονη στήριξη από όλους (συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ (μ-λ) και της ΚΟΕ) όλων των κρίσιμων εκλογικών κατεβασμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς, κάτι που θα σήμαινε: στήριξη του ΚΚΕ (μ-λ) στο Νομαρχιακό της Αθήνας, καμιά στήριξη σε Τσίπρα από ΚΟΕ, στήριξη από όλους του ψηφοδελτίου της ΚΟΕ στην Θεσσαλονίκη και –σε αυτό το πλαίσιο– στήριξη του δημαρχιακού της Αθήνας από όλους, άρα και από εμάς.
Ως προς το χρονοδιάγραμμα:
·Πρώτον, χρειάζεται το συντομότερο δυνατό νέα συνάντηση – σύσκεψη οργανώσεων πάνω στο πλαίσιο που προτείνουμε.
·Δεύτερον, προετοιμασία όρων ώστε η σύσκεψη των «κινήσεων» να είναι μια πολύ μαζική «προϊδρυτική» διαδικασία.
·Τρίτον επιτάχυνση διαδικασιών πλατιάς σύσκεψης για «εξαγγελία» πρωτοβουλίας μέχρι τέλος
Χρειάζεται προσοχή σε ένα σημείο: Σύμφωνα και με τις θέσεις μας και την απόφαση της συνδιάσκεψης, για εμάς η διαδικασία της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς ευρύτερη των εκλογών και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τόσο τα αναγκαία βήματα –όσο και οι αναπόφευκτες αντιφάσεις– αρχίζουν και τελειώνουν με τις εκλογές. Αυτό θα ήταν μια πολύ φτωχή ερμηνεία της γραμμής μας. Απλώς, σε αυτή τη συγκυρία, μέσα σε πραγματικές δυνατότητες που αναδεικνύονται, αλλά και με δεδομένη και την ανάγκη να αντιστραφούν τάσεις αποδιάρθρωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, θεωρούμε ότι μπορεί να αποτελέσει κεντρική πλευρά της κίνησης και η επιλογή μιας τέτοιας μεγάλης εκλογικής παρέμβασης.
Με αυτή την έννοια, το πραγματικό ξεδίπλωμα της γραμμής εξακολουθεί και έχει και άλλες απαιτήσεις:
·την προσπάθεια ανασυγκρότησης της κοινής δράσης, δικτύωσης και παρέμβασης των εργατικών σχημάτων,
·τη συμβολή μας στην προσπάθεια να υπάρξουν σήμερα μαζικές κοινωνικές αντιστάσεις και συλλογικές διεκδικήσεις,
·τη συμβολή μας στη διαμόρφωση σύγχρονων αριστερών προγραμμάτων πάλης,
·την ορθή διαλεκτική ανάμεσα στην ταξική ενότητα μέσα στους αγώνες και τους διαχωρισμούς από ρεφορμισμό στο πολιτικό επίπεδο
Όλα αυτά σημαίνουν τεράστιες απαιτήσεις και οργανωτικές και πολιτικές από τη συλλογικότητά μας. Οφείλουμε, όμως, ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε και τις δυνατότητές μας να επηρεάζουμε συσχετισμούς και καταστάσεις.
[1] Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια προσοχή: προφανώς και σήμερα η ΚΝΕ δέχεται πλήγματα ως προς την απήχησή της σε κομμάτια της νεολαίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει και μια ‘αυτόματη’ αναίρεση του συνόλου της σημαντικής επιρροής. Η ιστορία των κινημάτων έχει δείξει ότι αρκετές φορές πιο συντηρητικές δυνάμεις συνέχισαν να έχουν επιρροή ακόμη και μετά από κινήματα στα οποία υπέστησαν πλήγματα. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών στη νεολαία δεν περιλαμβάνει μόνο την κινηματική έκρηξη, αλλά την άρθρωση μιας συνολικής διαφορετικής πολιτικής κατεύθυνσης και παρέμβασης.