Αριστερή Ανασύνθεση

Κεντρικό Συντονιστικό

Εκτιμήσεις και αποφάσεις από τη συνεδρίαση 16/04/2006

Η συζήτηση που θα κάνουμε πάνω στον πολιτικό μας σχεδιασμό θα πρέπει να στηρίζεται πάνω σε μερικά βασικά σημεία εκτίμησης για την πολιτική συγκυρία, ειδικά εκείνες τις πλευρές της από τις οποίες μπορούν να βγουν και συμπεράσματα για την πολιτική δράση:

α. Διεθνής Συγκυρία

Το πρώτο γεγονός στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η τεράστιας κλίμακας τομή την οποία αντιπροσωπεύει το μεγάλο κίνημα εργαζόμενων και νεολαίων στη Γαλλία, που κατάφερε να υποχρεώσει τη Γαλλική κυβέρνηση σε υποχώρηση πάνω σε μια κομβική ρύθμιση που αφορούσε τον πυρήνα της διαμόρφωσης ενός νέου υποδείγματος για την εργασία που θα στηριζόταν στην ελαστικότητα, την προσωρινότητα και την ανασφάλεια.

Η νίκη αυτή δεν είναι απλώς η νίκη ενός κινήματος, αλλά η εντυπωσιακή καταγραφή ενός ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, που θα αφήσει βαθιά ίχνη και ήδη επηρεάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις εξελίξεις στην Αριστερά.

Ακόμη περισσότερο, έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως πρότυπο και εκτός Γαλλίας, με την έννοια ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια έχουμε μια μεγάλη κινητοποίηση η οποία κατορθώνει να έχει μια θριαμβευτική νίκη και να υποχρεώσει μια αστική κυβέρνηση σε υποχώρηση. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι αστικοί κύκλοι ανησυχούν για τις συνέπειες που θα υπάρξουν από τις «αδύναμες κυβερνήσεις» στην Ευρώπη, που αδυνατούν να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Από την άλλη, ένα τέτοιο κίνημα αντικειμενικά φέρνει και την Αριστερά, και δη τη ριζοσπαστική, αντιμέτωπη με τη συγκρότηση εκείνων των πρωτότυπων ενωτικών πολιτικών μορφών που θα μπορέσουν να μετασχηματίσουν αυτή την τεράστια κοινωνική δυναμική, σε πολιτική δύναμη. Είναι σαφές, δηλαδή, ότι τέτοιες ιστορικής σημασίας συγκρούσεις αντικειμενικά θέτουν ξανά το ερώτημα για την Αριστερά, αντικειμενική καταδεικνύουν ότι η αμφισβήτηση του σύγχρονου καπιταλισμού δεν είναι μια αφηρημένη πρόταση, αλλά ένα οριακό, αλλά παρ’ όλα αυτά πραγματικό, ενδεχόμενο.

(αναλυτικά για την εκτίμησή μας στο κείμενο της δημόσιας τοποθέτησης)

Είναι ταυτόχρονα ένα γεγονός που δείχνει την αξία που θα έχουν την επόμενη περίοδο:

α) Η ύπαρξη πραγματικών προσβάσεων και μορφών συλλογικής εκπροσώπησης σε κρίσιμα κομμάτια εργαζόμενων και νέων (σε αντιδιαστολή με ένα πρότυπο στράτευσης χωρίς κοινωνική γείωση).

β) Η επικέντρωση σε συγκεκριμένους στόχους που να λειτουργούν ως σημεία αναφοράς.

γ) Η επεξεργασία συγκεκριμένων σχεδίων κλιμάκωσης και γενίκευσης των κινητοποιήσεων.

δ) Η αναζήτηση όρων που θα επιτρέπουν τη διαμόρφωση ενωτικών συλλογικών εκφράσεων υπερβαίνοντας το δίπολο υποταγή στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία / μειοψηφική έξοδος από τις συνδικαλιστικές μορφές.

Αν η Γαλλία δείχνει τη δυναμική που μπορούν να έχουν σήμερα μαχητικά και ανυποχώρητα κινήματα, η Ιταλία δείχνει τα όρια που έχει η λογική ενός αντινεοφιλελεύθερου μετώπου αρθρωμένου γύρω από το βασικό στόχο «να φύγει ο Μπερλουσκόνι». Ο συνασπισμός της Unione, παρά την παρουσία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, είχε ένα ανοιχτά νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα και καθόλου τυχαία είχε την υποστήριξη τόσο του Ιταλικού ΣΕΒ, αλλά ακόμη και του Βατικανού Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί παρά την σημαντική κοινωνική δυσαρέσκεια που εκφράστηκε με την υποστήριξη της κεντροαριστεράς, ο Μπερλουσκόνι κατάφερε να πετύχει μια πάρα πολύ μεγάλη συσπείρωση και να χάσει τις εκλογές για ελάχιστες ψήφους. Κατά τη γνώμη μας, η εκλογική μάχη στην Ιταλία, με δεδομένες μάλιστα και πολύ μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές κινητοποιήσεις τα προηγούμενα χρόνια, θα πρέπει να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή μια που καταδεικνύει στην πράξη τι σημαίνουν τα όποια πολιτικά σχέδια «αντινεοφιλελεύθερης ενότητας» και πώς μπορούν να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί ενσωμάτωσης της Αριστεράς εν τέλει στην προώθηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Και με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να βγάλει από την ευρύτερη ευρωπαϊκή συγκυρία δύο βασικά συμπεράσματα:

α) Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα μεγάλών κοινωνικών εκρήξεων και συγκρούσεων που να απειλήσουν σημαντικές πλευρές των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και να ενισχύσου τη θέση των δυνάμεων της εργασίας. Παρά τα μεγάλα βήματα που έχουν κάνει οι δυνάμεις του κεφαλαίου τα προηγούμενα χρόνια, εντούτοις υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα και πραγματικές δυνατότητες να ανατραπούν κρίσιμες πλευρές των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

β) Με βάση και αυτή την κοινωνική δυναμική, το μόνο πραγματικά τελεσφόρο σχέδιο για την Αριστερά, δεν μπορεί παρά να είναι η επιμονή στην πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλειά της από όλες τις παραλλαγές των κομμάτων η εξουσία τους, η ανάδειξή της σε ηγετική δύναμη μιας ευρείας και μαχητικής κοινωνικής αντιπολίτευσης, η αυτοτελής καταγραφής της ως δύναμης αμφισβήτησης και ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας.

Από εκεί και πέρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο διεθνές πεδίο έχουν οι εξελίξεις που αφορούν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, αντιθέσεις και εσωτερικές και εξωτερικές.

·Εσωτερικά, έχουμε τις πολύ μεγάλες διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις ενάντια στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές, που αναδεικνύουν κρίσιμες κοινωνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και αμφισβητούν την προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε μια μονίμως παράνομη θέση ένα σημαντικό μέρος της εργατικής δύναμης.

·Εξωτερικά έχουμε τα διαρκή προσκόμματα στα οποία προσκρούει κάθε προσπάθεια για διαμόρφωση ενός ισχυρού συνασπισμού εξουσίας στο μετακατοχικό Ιράκ, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει τη μεγαλύτερη παράταση της Αμερικανικής εμπλοκής, με όλο το οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό κόστος που αυτό συνεπάγεται.

Απέναντι σε αυτές τις αντιθέσεις, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ αναζητούν ουσιαστικά και πάλι μια φυγή προς τα εμπρός, κάτι που καταδεικνύεται από την προσπάθεια που γίνεται να προλειανθεί το έδαφος για μιαανάληψη στρατιωτικής δράσης και εναντίον του Ιράν. Και με αυτή την έννοια είναι σαφές ότι για μεγάλο μέρος του Αμερικανικού πολιτικού συστήματος η πολιτική και ιδεολογική αξιοποίηση του επιθετικού πολιτικοστρατιωτικού παρεμβατισμού αναδεικνύεται σε βασική πλευρά άσκησης πολιτικής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι στο ίδιο πλαίσιο μιας πολιτικής και ιδεολογικής σκλήρυνσης τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν επιδοθεί σε έναν προκλητικό και άνευ προηγουμένου εκβιασμό προς την νόμιμα εκλεγμένη (και λαϊκά νομιμοποιημένη...) Παλαιστινιακή κυβέρνηση.

Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε τη μεγάλη πολιτική σημασία που έχουν οι σημαντικές εξελίξεις και στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην Ασία (Νεπάλ), ως μορφές επιστροφής του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.

β. Εσωτερική συγκυρία

Ερχόμενοι τώρα στην εσωτερική πολιτική συγκυρία, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι σε μια προηγούμενη περίοδο η κυβέρνηση αποπειράθηκε μια προσπάθεια μεγάλης επιτάχυνσης των αναδιαρθρωτικών τομών, κατορθώνοντας να περάσει, μέσα σε λίγους μήνες, μια σειρά από κρίσιμες τομές –ωράριο καταστημάτων, ευέλικτη διευθέτηση χρόνου εργασίας, ασφαλιστικό τραπεζών, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις στις ΔΕΚΟ, νομοσχέδια για αξιολόγηση της εκπαίδευσης και ρυθμίσεις «δια βίου» εκπαίδευσης–, αλλά και να εξαγγείλει και νέες –αναθεώρηση του Συντάγματος σε αντιδραστική κατεύθυνση με κορωνίδα την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και τα ιδιωτικά ΑΕΙ, συνολικές αλλαγές στο ασφαλιστικό–. Σε αυτό το φόντο ήταν που επιλέχτηκε να δοθεί το πράσινο φως στις εργοδοτικές οργανώσεις να αμφισβητήσουν το ισχύον καθεστώς για τις συλλογικές συμβάσεις και τις κατώτερες αμοιβές, όπως φάνηκε τόσο από την προκλητική –και σε εξέλιξη– απόφαση της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών να αρνείται τη σύναψη κλαδικής σύμβασης στο χώρο των Τραπεζών, αλλά και από την όλη στάση του ΣΕΒ στις φετινές διαπραγματεύσεις για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Συνολικά, διατυπώθηκε μια πολιτική κατεύθυνση οριστικού ξεμπερδέματος με κρίσιμες κατακτήσεις των εργαζομένων και διαμόρφωσης ενός πολύ πιο δυσμενούς πλαισίου συνολικά όχι μόνο για την εργασία αλλά και για τη συλλογική διεκδίκηση στον τόπο μας.

Αυτή η κίνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία σε επίπεδο ιδεολογικού πυρήνα δεν αφίσταται από τις τοποθετήσεις του ΠΑΣΟΚ υπέρ μιας επιθετικής νεοφιλελεύθερης λογικής ευέλικτης και ελαστικής εργασίας, σε μια πρώτη φάση είχε σημαντικές επιτυχίες, όπως φάνηκε από το γεγονός ότι μέχρι και το τέλος του 2005, και παρά την ύπαρξη είτε μεγάλων αγώνων, όπως στις Τράπεζες το καλοκαίρι του 2005, είτε μεγάλων κινητοποιήσεων, όπως η απεργία στις 14/12, δεν είχαν υπάρξει εκείνες οι εκρηκτικές κοινωνικές εντάσεις που θα την υποχρέωναν σε αναδίπλωση, γι’ αυτό και οι σχετικές ρυθμίσεις πέρασαν.

Τους τελευταίους μήνες, όμως, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο στοιχεί αντίδρασης των λαϊκών τάξεων στις προτεινόμενες αλλαγές άρχισαν να επηρεάζουν και το πολιτικό σκηνικό. Σημείο τομής ήταν η απεργία των ναυτεργατών η οποία, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης αλλά και τοπικών παραγόντων του ΠΑΣΟΚ (π.χ. Κρήτη) δεν απομονώθηκε κοινωνικά, αντίθετα είχε την κρίσιμη στιγμή της επιστράτευσης μια πολύ πλατιά αλληλεγγύη (κάτι που εκτός των άλλων καταδεικνύει και γιατί ήταν αρνητική εξέλιξη η αναδίπλωση της ΠΝΟ και του ΚΚΕ). Αντίστοιχα, σε επίπεδο «κοινής γνώμης» ήταν σαφές ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων αντιδρούσε στις προσπάθειες κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και καταδίκαζε όψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Επιπλέον, είχε πολύ ενδιαφέρον τους τελευταίους μήνες το γεγονός ότι άρχισε και μια μεγαλύτερη ένταση και κοινωνικών αγώνων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανατράπηκε η προβληματική κατάσταση στους χώρους δουλειάς που είχαμε το 2005: η απεργία στις 15 Μάρτη, επιμέρους κινητοποιήσεις κατά κλάδους, οι πρώτες καταγραφές μαζικών φοιτητικών κινητοποιήσεων μετά από αρκετά χρόνια, η μεγάλη και αποφασιστική κινητοποίηση των ΟΤΑ είναι μερικά παραδείγματα. Ούτε ήταν τυχαίο ότι για πρώτη φορά η ΝΔ άρχιζε να έχει στοιχεία πολιτικού κόστους από τις πολιτικές που ακολουθούσε και να ανοίγουν και στο εσωτερικό της ρυθμίσεις σχετικά με την ταχύτητα προώθησης των μεταρρυθμίσεων. Πόσο μάλλον που το τελευταίο διάστημα η επανοικειοποίηση των βασικών τόπων του κλασικού συντηρητισμού και η προβολή μιας λαϊκίστικής λογικής πατερναλιστικού κοινωνικού κράτους από τη μεριά του ΛΑΟΣ έδινε δυνατότητες στην ακροδεξιά να εισπράττει μέρος της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων της ΝΔ. Και πρέπει να πούμε ότι ο συνδυασμός αυτών των τάσεων με την απόηχο που είχε η γαλλική έκρηξη στη Γαλλία επέβαλε τελικά και μια μερική αναπροσαρμογή των ρυθμών προώθησης των μεταρρυθμίσεων (κυρίως σε σχέση με την υλοποίηση των μεγάλων τομών στις ΔΕΚΟ).

Με αυτή την έννοια, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι παρά τη συσσώρευση αντιφάσεων και προβλημάτων ως προς την άρθρωση, τη δομή και τις σχέσεις ηγεμονίας στο εσωτερικό του λαϊκού κινήματος, η ταξική πάλη, έστω και έμμεσα, έδειξε το τελευταίο διάστημα ότι μπορεί να επηρεάζει τις εξελίξεις και να επιβάλλει έστω και τακτικούς περιορισμούς στις αστικές πολιτικές και με αυτό τον τρόπο να βάζει προσκόμματα στο βολονταρισμό του κεφαλαίου. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο αυτές οι δυναμικές και εντάσεις της ταξικής πάλης σε μετασχηματίζονται σε συγκεκριμένες και αποφασιστικές κινητοποιήσεις με σαφείς διεκδικήσεις και οριοθέτηση του πεδίου της σύγκρουσης (άρα και σαφή σχηματοποίηση της έννοιας της νίκης και της ήττας) και με επιλογή να δοθεί η μάχη μέχρι το τέλος, οι αστικές δυνάμεις θα μπορούν μέχρι τέλος να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Γι’ αυτό το λόγο και πρέπει να πούμε ότι η απόφαση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ να συναινέσει σε μια διετή συμφωνία εργασιακής ειρήνης με χαμηλές αυξήσεις αποτέλεσε μια κίνηση ταξικής προδοσίας. Η τοποθέτηση αυτή δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως μια κλασική «αριστερίστικη» πολεμική απέναντι στη γραφειοκρατία, πολεμική που συχνά δεν αντιλαμβάνεται τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης. Αντίθετα, η τοποθέτησή μας είναι ότι ήταν εφικτή σήμερα μια άλλη τακτική που θα έφερνε τις δυνάμεις της εργασίας σε καλύτερη θέση, πόσο μάλλον που και αγωνιστικές διαθέσεις είχαν καταγραφεί, αλλά και στοιχεία έστω μερικής επιστροφής της εμπιστοσύνης τμημάτων των εργαζομένων στη συνδικαλιστική δράση (με πολύ ενδιαφέρουσα την καταγραφή πολύ υψηλών ποσοστών αποδοχής της αναγκαιότητας ύπαρξης συνδικάτων). Έτσι, τα βασικά σημεία κριτικής μας είναι:

  • Η επιλογή διετούς συμφωνίας προσφέρει στο ΣΕΒ και την κυβέρνηση την εργασιακή ειρήνη που επεδίωκαν και τους απαλλάσσει από τον κίνδυνο μιας μεγάλης αντιπαράθεσης για το ύψος των αυξήσεων το 2007, όταν, λόγω προεκλογικής περιόδου, θα ήταν πιο ευάλωτοι.
  • Η επιλογή σύναψης της συμφωνίας χωρίς να έχουν γίνει βήματα προόδου στα μεγάλα μέτωπα της περιόδου –Τράπεζες και ΔΕΚΟ– αφαίρεσε από το συνδικαλιστικό κίνημα ένα βασικό μοχλό πίεσης όπως είναι οι γενικές απεργίες γύρω από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
  • Το χαμηλό ύψος των αυξήσεων, σε μια περίοδο όπου καταγράφονται και υψηλά επίπεδα κερδοφορίας των επιχειρήσεων και αυξήσεις της παραγωγικότητας στην πραγματικότητα επιτείνει την επιδείνωση της θέσης των μισθωτών και την πίεση πάνω στα λαϊκή νοικοκυριά.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι που πρέπει να αποτιμήσουμε και τον τρόπο με τον οποίο διατάσσεται το πολιτικό σκηνικό: Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ είναι σαφές ότι επέλεξε μια προσπάθεια να καρπωθεί πολιτικά οφέλη από την διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και τη φθορά της κυβέρνησης, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει και μια πραγματική απόσταση από τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις του προηγούμενου διαστήματος (εξ ου και οι αντιδράσεις πανικού όταν κάποιο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ τοποθετηθεί πιο συγκεκριμένα και θυμίσει τις μάλλον φιλελεύθερες «θετικές» προτάσεις του). Από την άλλη, έγινε σαφές από τη στάση του και στη διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ ότι το ΠΑΣΟΚ δεν επεδίωκε να υπάρξει αυτή τη στιγμή ένας μεγάλος κύκλος κοινωνικών συγκρούσεων και κινητοποιήσεων (που σε τελική ανάλυση θα έβαζαν και ψηλά τον πήχη των λαϊκών απαιτήσεων και από αυτό και θα το υποχρέωναν σε δεσμεύσεις που δεν θέλει αυτή τη στιγμή να κάνει), αντίθετα προτιμούσε την γρήγορη ολοκλήρωση ενός κύκλου σχετικά ελεγχόμενων διαμαρτυριών και στη συνέχεια όλη το βάρος να δοθεί στην επιδίωξη πετυχημένων αποτελεσμάτων στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση το φθινόπωρο.

Ως προς το χώρο της Αριστεράς εξακολουθούν να καταγράφονται βασικές αντιφάσεις που είχαν χρωματίσει τη στάση όλο το προηγούμενο διάστημα: Στην περίπτωση του ΣΥΝ έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που με αφορμή την πρόταση και την ευρύτερη κινητικότητα Κωνσταντόπουλου ξανασυζητιέται η επιστροφή σε μια λογική ευρύτερης συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων, κάτι που αποτυπώνεται και στη μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των πιο δεξιών τάσεων. Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η επιλογή ενός ΠΑΣΟΚογενούς στελέχους για την υπερνομαρχία, αλλά και η διατήρηση διαφόρων μορφών και επιπέδων συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ σε αρκετούς δήμους και νομαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι παρά την ηγεμονία στο συνέδριο μιας λογικής αριστερόστροφου αντινεοφιλελεύθερου μετώπου το πολιτικό σχέδιο της πλατιάς ενότητας για μια πλειοψηφία προοδευτικού εκσυγχρονισμού παραμένει, πόσο μάλλον που ισχυρές τάσεις μέσα στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση (βλ. τη στάση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης).

Στην περίπτωση του ΚΚΕ καταγράφηκαν το τελευταίο διάστημα τα όρια του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαπάλη. Στο βαθμό που στρατηγική εκτίμησή του για την περίοδο είναι ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί να νικήσει καθώς τόσο σε επίπεδο δικομματισμού όσο και σε επίπεδο ιμπεριαλισμού και Ε.Ε. έχουμε ένα υψηλότατο βαθμό ακαμψίας, είναι λογικό να μην ενδιαφέρεται πραγματικά για το εάν ένας αγώνας θα νικήσει όντως, ακόμη και η συγκυρία το φέρνει μέσα σε μια μεγάλη κινητοποίηση. Η στάση του στην απεργία της ΠΝΟ συμπυκνώνει αυτές τις επιλογές, καθώς την κρίσιμη στιγμή, που υπήρχαν οι όροι κοινωνικής αποδοχής της κινητοποίησης και έμπρακτης αλληλεγγύης από το σύνολο της συνδικαλιστικής αριστεράς προέκρινε την αναδίπλωση και την πολιτική κεφαλαιοποίηση και όχι εκείνο το κρίσιμο βήμα αποφασιστικότητας που θα υποχρέωνε και την κυβέρνηση σε υποχώρηση.Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι η όλη επιλογή του ΚΚΕ για κινήσεις πρωτίστως πολιτικής καταγραφής και κεφαλαιοποίησης συχνά βρίσκεται σε μια συμπληρωματικότητα με τις πρακτικές ταξικής προδοσίας της ηγεσίας της ΓΣΕΕ (το παράδειγμα της ‘απεργίας’ της 13 Απρίλη είναι πολύ χαρακτηριστικό, καθώς στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε κάποια εκκίνηση αποφασιστικών κλαδικών αγώνων).

γ. Η κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστεράς

Εάν κανείς κοιτάξει την πραγματικότητα από μια σχετική απόσταση θα διαπιστώσει ότι μέσα στη συγκυρία ανοίγονται πραγματικές δυνατότητες για μια μάχιμη αριστερή τοποθέτηση, η οποία θα συνδύαζε την επίμονη στροφή προς τις μάζες και τους αγώνες, την προσπάθεια για μια νέα ταξική αγωνιστική ενότητα σε κρίσιμους κοινωνικούς χώρους, την προεργασία και τη διαμόρφωση όρων για να δοθεί με αποφασιστικότητα η μάχη σε κρίσιμα μέτωπα, την προσπάθεια για να διαμορφώνονται ενωτικά μαζικά πολιτικά σημεία αναφοράς που να μπορούν να λειτουργούν ως πόλοι συσπείρωσης ενός ευρύτερου δυναμικού και ως εν δυνάμει σχήματα πολιτικής εκπροσώπησης τμημάτων των λαϊκών μαζών. Αυτό σημαίνει ότι πολύ απλά σήμερα, και με δεδομένη τόσο την αντιφατικότητα του ΣΥΝ (και εξ επαγωγής την αντιφατικότητα / κρίση του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ –έχει πολύ ενδιαφέρον η όλη πολεμική σε σχέση με τις αυτοδιοικητικές επιλογές του ΣΥΝ και η στάση συγκεκριμένων κομματιών του ΣΥΡΙΖΑ), όσο και την εγγενώς ηττοπαθή γραμμή του ΚΚΕ, υπάρχουν πραγματικές ευκαιρίες για τη ριζοσπαστική αριστερά: να πάρει πρωτοβουλίες, να πρωταγωνιστήσει μέσα σε μεγάλους αγώνες, να διευρύνει την επιρροή των συνδικαλιστικών της σχημάτων, να διαμορφώσει πρώτες μορφές μιας μετωπικής ενότητας που θα δοκιμαζόταν με επιτυχία ακόμη και στον εκλογικό στίβο.

Όμως, τόσο η ιστορικότητα των συμπυκνωμένων αντιφάσεων και μετατοπίσεων των διαφόρων ρευμάτων και τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, όσο η ίδια η αντιφατικότητα της πολιτικής συγκυρίας (η εκρηκτική συνύπαρξη σε αρκετές περιπτώσεις της αγανάκτησης με τη δυσκολία συγκρότησης μαζικών εκπροσωπήσεων), οδηγούν σε αποκλίνουσες επιλογές. Κρίσιμος κόμβος σε αυτή την περίοδο αποτελεί η όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων του ευρύτερου χώρου του ΝΑΡ. Η έκφραση μιας μακράς περιόδου εσωτερικής αντιπαράθεσης με την κατάθεση δύο αντιθετικών πολιτικών εισηγήσεων για το συνέδριο, η απουσία θετικής εξόδου και στις δύο προτάσεις, η διαφαινόμενη σε αρκετές περιπτώσεις αναδίπλωση στις βασικές «συμβολικές» ορίζουσες (π.χ. χωριστές συγκεντρώσεις σε κάθε περίπτωση, επιμονή στην πρακτική του αντι-φόρουμ), η μεγάλη απήχηση σαφώς μετακομμουνιστικών τοποθετήσεων σε τμήματα ιδίως του νεώτερου δυναμικού είναι μερικές από τις εκφράσεις αυτής της έντασης των αντιφάσεων. Ταυτόχρονα, σε αυτό το φόντο είναι σαφές ότι τοΝΑΡ έχει χάσει τη δυνατότητα να έχει έναν προωθητικό ρόλο μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, αντίθετα κυρίως εξάγει τις αντιφάσεις του. Όμως, και άλλες τάσεις επίσης δείχνουν να μην μπορούν τα ιστορικά τους όρια, όπως φάνηκε π.χ. από την αδυναμία του ΚΚΕ (μ-λ) να μπορέσει στην τελευταία του Συνδιάσκεψη να υπερβεί τα όρια μιας λογικής επιβίωσης μέσω της σχετικής απομόνωσης, ή από την εμμονή του Μ-Λ ΚΚΕ να προκρίνει δρόμους κομματικής καταγραφής σε μεγάλες κινητοποιήσεις.

Από την άλλη, έχουν ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο καταγράφονται μετατοπίσεις και στο χώρο των τάσεων που συμμετέχουν στο Φόρουμ. Η σχετική απομάκρυνση της ΚΟΕ από μια γραμμή σύμπραξης μόνο με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και η παράλληλη εξέταση πολιτικών πρωτοβουλιών ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς (έστω και με πολύ μεγάλες παλινωδίες και την αίσθηση συχνά του τακτικισμού, που επιτείνεται από τη διατήρηση του κεντρικού στόχου για την «ενότητα όλης της αριστεράς») και η όλο και πιο σαφής τοποθέτηση της ΟΚΔΕ υπέρ μια γραμμής αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης, είναι μερικά γεγονότα που καταδεικνύουν ότι η γεωμετρία των πολιτικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια δημοκρατική μετωπική μορφή της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν έχει κλείσει.

Χαρακτηριστική έκφραση των προβλημάτων που διαπερνούν σήμερα τη ριζοσπαστική αριστερά ήταν και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μια σειρά από πολιτικές πρωτοβουλίες και ευκαιρίες παρέμβασης, είτε αυτό ήταν η πρόκριση μιας λογικής αντι-φόρουμ και όχι της δυνατότητας μαζικής καταγραφής και παρέμβασης εντός του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, είτε η υποτίμηση πρωτοβουλιών όπως η καμπάνια για τη λιτότητα, είτε η διαφαινόμενη σε αρκετές περιπτώσεις υποχώρηση του διαλόγου και της συνεννόησης που μπορεί να υπήρχε σε προηγούμενες περιόδους.

δ. Η δική μας παρέμβαση το προηγούμενο διάστημα

Η συλλογικότητάμας, στη βάση και των αποφάσεων της Γ΄ Συνδιάσκεψης, προσπάθησε όλο το προηγούμενο διάστημα να πάρει εκείνες τις πρωτοβουλίες που θα έδιναν τη δυνατότητα:

·να καταγραφεί σε συγκεκριμένα παιδία μια ενωτική δυναμική της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα τροφοδοτούσε θετικά και συνολικότερα σχέδια πολιτικής συγκρότησης

·να υπάρξουν άλλου τύπου εκπροσωπήσεις και απεύθυνση σε κρίσιμα κομμάτια των λαϊκών τάξεων

·να διευρυνθεί, στην πράξη και βήμα-βήμα το εύρος των δυνάμεων που ορίζονται εντός των ενωτικών πρωτοβουλιών της ριζοσπαστικής αριστεράς

Σήμαινε αυτό και ότι προσπαθούσαμε να υπερβούμε τη σχηματικότητα που είχε μια προηγούμενη τοποθέτησή μας που κυρίως στρεφόταν προς εκείνες τις τάσεις που ούτως ή άλλως συμμετείχαν στη συζήτηση για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς και δεν έθετε πιο συγκεκριμένα βήματα για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Σήμαινε ακόμη αυτό ότι επιλέγουμε μέσα σε αυτή την περίοδο να κινηθούμε έξω από μια λογική «προνομιακών συνομιλητών, επιμένοντας όμως σε μια ενωτική λογική και απεύθυνση προς το σύνολο της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Αυτό αποτυπώθηκε και στις τρεις βασικές κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες μας μέσα στην περίοδο:

·Την πρότασή μας για ενωτικά ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής αριστεράς στις μεγάλες νομαρχίες ως μια ευκαιρία να καταγραφεί η δυναμική της ενωτικής παρέμβασης και να δοθεί μια ώθηση σε μια ευρύτερη κατεύθυνση μετωπικής ενότητας.

·Την καμπάνια για τη λιτότητα ως μια παραδειγματική εκδοχή κεντρικοποίησης σε πολιτικό επίπεδο των αιτημάτων που αρθρώνονται στους κοινωνικούς χώρους και ως δοκιμασία στην πράξη μιας κατεύθυνσης γραμμής μαζών.

·Τη επιλογή για μια παρέμβαση μέσα στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ με το σκεπτικό ότι αυτό, και με δεδομένες και τις αντιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τις δεξιές μετατοπίσεις του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, θα επέτρεπε η ριζοσπαστική αριστερά να έχει μια πετυχημένη παρέμβαση απέναντι σε όλο το αριστερό δυναμικό που θα συγκεντρωνόταν εκεί.

Με αυτά τα δεδομένα καλούμαστε να αποτιμήσουμε τι έχουμε καταφέρει σε σχέση με τις πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά και συνολικά την προώθηση της κεντρικής μας γραμμής για τη ριζοσπαστική αριστερά:

Ξεκινώντας από ένα πιο γενικό επίπεδο θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η συλλογικότητά μας έχει κατορθώσει να χρωματίσει την όλη συζήτηση στη ριζοσπαστική αριστερά και με αυτό τον τρόπο έχει μπορέσει να συμβάλει και στη μετατόπιση άλλων τάσεων σε πιο αριστερή κατεύθυνση.

Από εκεί και πέρα, ως προς τις συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες ο απολογισμός έχει ως εξής:

Σε σχέση με την πρωτοβουλία για τη λιτότητα

·Καταφέραμε να διαμορφώσουμε μια αρχική πολιτική συμμαχία γύρω από αυτή την πρόταση (κυρίως με την ΟΚΔΕ και την Κομμ. Ανανέωση) και με αυτό τον τρόπο να διατυπωθεί ως εξαρχής ενωτική πρόταση. Καταφέραμε στη συνέχεια να πετύχουμε και την καταρχήν θετική τοποθέτηση της ΚΟΕ και του «Κόκκινο».

·Συζητήσαμε και απευθυνθήκαμε σε ένα ευρύτερο δυναμικό ανεξάρτητων αγωνιστών γύρω από αυτή την πρόταση.

·Συναντήσαμε τη συνειδητή επιλογή των τάσεων του ΜΕΡΑ αλλά και των μ-λ οργανώσεων να μην συμμετέχουν στην όλη συζήτηση, στο πλαίσιο μιας κοντόθωρης αντίληψης που συχνά βλέπει τις πρωτοβουλίες της Αριστερής Ανασύνθεσης ως ανταγωνιστικές, αλλά και στο πλαίσιο –ειδικά σε ό,τι αφορά το ΜΕΡΑ και το ΝΑΡ– μιας εγκεφαλικής σύλληψης της πολιτικής πρωτοβουλίας ως οριζόμενης όχι τόσο από το ταξικό διακύβευμα αλλά από την αφηρημένη πολιτική ορθότητα της γραμμής και τη συμπερίληψη όλης της προγραμματικής αντίληψης.

·Επιλέξαμε να διαμορφώσουμε τελικά την πρωτοβουλία, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, εκτιμώντας ότι ακόμη και έτσι μπορεί να λειτουργήσει παραδειγματικά, να επιτρέψει το άνοιγμα προς τις λαϊκές μάζες, να συσπειρώσει σε δεύτερο χρόνο και άλλες τάσεις.

·Δείξαμε ότι μπορούμε να παίρνουμε πολιτικές πρωτοβουλίες, έστω και εάν αναμετρηθήκαμε και με τις δικές μας αδυναμίες τόσο ως προς το βαθμό οργανωτικής στήριξης όσο και ως προς τα αναγκαία βήματα. Πάντως, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι καθυστέρηση στη μέχρι τώρα εμφάνιση της καμπάνιας δεν αποτελεί ευθύνη μόνο δική μας, αλλά και των ρυθμών των άλλων τάσεων που συμμετέχουν.

Σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Φόρουμ

·Διατυπώσαμε με σαφήνεια μια συνολική τοποθέτηση που εξηγούσε επακριβώς και το τί σημαίνει παρέμβαση στο Φόρουμ (σε αντιδιαστολή με την σπέκουλα περί ένταξής μας στο Φόρουμ) και το πώς μπορούσε να οργανωθεί πετυχημένα μια διεθνής συνάντηση. Και αυτή η τοποθέτηση όχι μόνο συνάντησε θετική ανταπόκριση από ένα ευρύτερο ανεξάρτητο δυναμικό, αλλά και ήταν δύσκολο να απαντηθεί από όσους γενικά μας καταγγέλλουν (το παράδειγμα του σχετικού διαλόγου στο διήμερο των ΕΑΑΚ είναι πολύ χαρακτηριστικό).

·Καταφέραμε να διαμορφώσουμε ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων σε συνεργασία με άλλες τάσεις που δίνουν το διαφορετικό στίγμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και τις οποίες θα προπαγανδίσουμε και αυτοτελώς

·Θα απευθύνουμε ανοιχτό κάλεσμα για ενωτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στη μεγάλη διαδήλωση του Σαββάτου.

Σε σχέση με τις νομαρχιακές εκλογές και συνολικά την παρέμβασή μας στις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση

Η συλλογικότητά μας δίνει ένα μεγάλο βάρος στην παρέμβαση στην τοπική αυτοδιοίκηση και αυτό φάνηκε και από την Ολομέλεια που διοργανώσαμε με αυτό το θέμα. Ταυτόχρονα, διατυπώσαμε με σαφήνεια μια πολιτική τοποθέτηση ειδικά για τις νομαρχιακές εκλογές και την πολιτική σημασία τους. Την πρόταση αυτή την απευθύναμε και σε άλλες τάσεις και τη συζητήσαμε και μαζί τους και οι επαφές συνεχίζονται.

Η πρώτη κρίσιμη μάχη που δόθηκε και μάλιστα με επιτυχία σε σχέση με αυτή την πρόταση ήταν στην Αχαΐα όπου καταφέραμε να διαμορφώσουμε εκείνο τον πολιτικό συσχετισμό και εκείνη την κρίσιμη συμμαχία που πίεσε την ΚΟΕ, που σε μια κρίσιμη κατεύθυνση είχε υπαναχωρήσει προβάλλοντας μια πιο δεξιά γραμμή, και έτσι αυτή τη στιγμή μπορούμε να μιλάμε για την εκκίνηση μιας πολύ σημαντικής προσπάθειας αυτοδιοικητικής παρέμβασης σε ένα κρίσιμο νομό και μάλιστα με θετικές προοπτικές. Η πετυχημένη διαμόρφωση της ιδρυτικής διακήρυξης, το σαφώς προσανατολισμένο σε μια κατεύθυνση ριζοσπαστικής αριστεράς και μαζικής λαϊκότητας πλαίσιο και το μεγάλο εύρος των τάσεων που συμμετέχουν δίνουν σε αυτή την κίνηση και έναν παραδειγματικό χαρακτήρα και οφείλουμε, στο βαθμό που θα προχωρήσει, να αξιοποιήσουμε το γεγονός και ως πίεση και για τις άλλες μεγάλες νομαρχίες.

Μένει, όμως, να δούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να προωθήσουμε την πρόταση και στις άλλες δύο μεγάλες νομαρχίες. Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία να δοκιμάσουμε αμέσως μετά το Πάσχα, και πατώντας και πάνω στην επιτυχή έκβαση της πρώτης φάσης της συζήτησης στην Πάτρα, να προβάλλουμε ξανά την πρότασή μας και δημόσια-κεντρικά και πιέζοντας άλλες τάσεις να δεσμευτούν ώστε να διατυπωθεί από κοινού η πρόταση. Ως προς την πιο συγκεκριμένη υλοποίηση αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει δύο βασικές κινήσεις.

·Πρώτον, στην περίπτωση της Αθήνας θα πρέπει να προβληθεί η μεγάλη ευκαιρία που προσφέρεται για ένα πετυχημένο εκλογικό αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα μπορούσε να έχει ευρύτερα αποτελέσματα ως βήμα για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς και σε αυτό το πλαίσιο θα εντατικοποιήσουμε τις επαφές και με άλλες τάσεις, ενώ θα εξετάσουμε και τη και τη διοργάνωση ανοιχτής εκδήλωσης για την προβολή αυτής της άποψης. Συνολικά θα πρέπει να γίνει υπόθεση όλου του δυναμικού της συλλογικότητας, η προσπάθεια να μην χαθεί η ευκαιρία για ένα πετυχημένο κατέβασμα.

·Δεύτερον, στη περίπτωση της Θεσσαλονίκης η βασική μας κατεύθυνση θα πρέπει να είναι ο συντονισμός και η σχετικά κοινή παρουσία και αλληλοϋποστήριξη των δύο αυτοδιοικητικών κινήσεων που έχουν διαμορφωθεί σε δημοτικό και νομαρχιακό επίπεδο αντίστοιχα.

Ιδιαίτερη σημασία, όμως, έχουν και οι υπόλοιπες τοπικές παρεμβάσεις στις οποίες συμμετέχουμε ενεργά–Χαλάνδρι, Ζωγράφου, Δυτικά, Νότια Προάστια,– ή σχεδιάζουμε να παρέμβουμε ή να στηρίξουμε –Μαρούσι, Βύρωνας, Αγία Βαρβάρα κ.α.

Σε αυτό το πλαίσιο, και όταν θα έχουμε όλα τα δεδομένα, θα πραγματοποιηθεί ολομέλεια της συλλογικότητας, στο τέλος Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου για να πάρουμε τις τελικές αποφάσεις μας σε σχέση με τις νομαρχιακές εκλογές.

Σε σχέση με την παρέμβαση στις εργατικές κινητοποιήσεις. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ως τάση δώσαμε με συνέπεια τη μάχη απέναντι στην λογική των χωριστικών συγκεντρώσεων στις μεγάλες απεργίες με θετικά αποτελέσματα, που θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο θετικά εάν δεν πρυτάνευαν μικροκομματικές λογικές στις περισσότερες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς (π.χ. με τη στάση του ΜΛ-ΚΚΕ) που δεν επέτρεψαν τη συγκρότηση μεγάλων μαζικών μπλοκ του ευρύτερου χώρου των παρεμβάσεων.

Ταυτόχρονα, έχουμε μπροστά τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς όπου έγκαιρα κάναμε μια δημόσια πρόταση η οποία περιελάμβανε δύο σαφή κριτήρια για την επιλογή της διακριτής συγκέντρωσης και πορείας (τον χαρακτήρα που έχουν τέτοιου τύπου εορτασμοί της Πρωτομαγιάς που δεν συνιστούν απεργιακή κινητοποίηση αλλά συγκέντρωση πολιτικών τάσεων του εργατικού κινήματος και τη συγκεκριμένη συγκυρία με την υπογραφή από τη ΓΣΕΕ της σύμβασης) αλλά και μια συγκεκριμένη πρόταση για έμπρακτη αποδοκιμασία της ΓΣΕΕ. Τελικά, η δεύτερη πρόταση δεν έγινε δεκτή κυρίως από το ΝΑΡ, διότι μια τέτοια έμπρακτη αποδοκιμασία θα ήταν ταυτόχρονα και μια επίσης έμπρακτη παραδοχή ότι η ριζοσπαστική αριστερά επιδιώκει να παρεμβαίνει στο εργατικό κίνημα και όχι γενικά να διαχωρίζεται. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να δουλέψουμε και να ζυμώσουμε τηδιακριτή συγκέντρωση αυτή ως μια θετική πολιτική πρωτοβουλία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε μια πίεση προς τάσεις, κυρίως του Φόρουμ, που θα δυσκολευτούν να δικαιολογήσουν γιατί θα πρέπει να εορτάσουν την Πρωτομαγιά μαζί με την ηγεσία της ΓΣΕΕ. Εξυπακούεται ότι επιλογή μας για διακριτή συγκέντρωση στην Αθήνα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί νομιμοποίηση της λογικής και πρακτικής των χωριστικών συγκεντρώσεων που αποκόβουν τη ριζοσπαστική αριστερά από μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η επιλογή που γίνεται για την Αθήνα, με βάση και την ειδική φόρτιση που έχουν εδώ οι συγκεντρώσεις, δεν αναιρεί και τη δυνατότητα και διαφορετικών επιλογών σε επαρχιακές πόλεις (π.χ. χωριστές προσυγκεντρώσεις και εν συνεχεία παρεμβάσεις σε συγκεντρώσεις των Εργατικών Κέντρων εάν θεωρούμε ότι αυτό βοηθάει μια παρέμβαση).

Εάν τώρα θα θέλαμε να κάνουμε μια πιο συνολική αποτίμηση της πολιτικής παρέμβασης το προηγούμενο διάστημα και συνυπολογίζοντας α) την κατοχύρωση μιας ιδιαίτερα μαζικής παρουσίας στο χώρο της νεολαίας (τόσο σε επίπεδο πολιτικής παρέμβασης στα ΕΑΑΚ, όσο και σε επίπεδο εκλογικής καταγραφής των σχημάτων), β) την σχετικά πετυχημένη παρουσία στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις, γ) την πολύ πετυχημένη διοργάνωση της εκδήλωσης για το κίνημα στη Γαλλία, μπορούμε να βγάλουμε τα εξής συμπεράσματα για την πολιτική παρέμβαση της συλλογικότητάς μας.

·Είναι σαφές ότι η συλλογικότητα μπορεί πλέον να έχει μια παρέμβαση με άλλους όρους ως προς τη μαζικότητα και την ικανότητά της να παρεμβαίνει σε διαφορετικά μέτωπα, χώρους και επίπεδα. Αυτή η αλλαγή τάξης μεγέθους δίνει και μεγαλύτερες δυνατότητες και μεγαλύτερες ευθύνες.

·Έχουμε μπορέσει να επηρεάσουμε σημαντικά τη συζήτηση στη ριζοσπαστική αριστερά, έχουμε οξύνει αντιφάσεις, έχουμε πάρει πρωτοβουλίες, έχουμε διαμορφώσει συμμαχίες όμως δεν έχουμε μπορέσει ακόμη να ανατρέψουμε το συνολικά αρνητικό κλίμα το οποίο υπάρχει. Με αυτή την έννοια δεν πρέπει να μας αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση έχοντας μια σαφή πολιτική κατεύθυνση και σωστές προτάσεις η συλλογικότητα θα βγει ενισχυμένη, μια που οφείλει να μας απασχολεί και το σε πιο τοπίο θα βρεθούμε να παρέμβουμε το επόμενο διάστημα.

·Έχει ιδιαίτερη σημασία το επόμενο διάστημα να επιμείνουμε όχι μόνο στη γενική προβολή ζύμωση και υλοποίηση των πρωτοβουλιών μας που έχουμε διατυπώσει, αλλά και σε μια προσπάθεια να κάνουμε πολύ πιο συγκεκριμένη και σαφή και τη γενική μας πολιτική κατεύθυνση για τη συγκυρία. Αυτό σημαίνει να επιμείνουμε ότι σήμερα η ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει να αποφύγει το δίπολο ενσωμάτωση στον αστερισμό του ρεφορμισμού – σεχταριστική απογείωση και απομάκρυνση από τις λαϊκές μάζεςκαι να δοκιμάσει να συναρθρώσει τη στροφή προς τους κοινωνικούς αγώνες, την ενωτική προεργασία για τις κοινωνικές εκρήξεις που δεν είναι μόνο αναγκαίες αλλά και εφικτές με την πολιτική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία και τα βήματα προγραμματικής συγκρότησης.

·Μια τέτοια κατεύθυνση σημαίνει και έναν άλλο τρόπο συζήτησης στο εσωτερικό μας και μια άλλη άρθρωση και των διαδικασιών και των οργάνων της συλλογικότητας. Η γενική κατεύθυνση θα πρέπει να είναι να περάσουμε από την απλή διατύπωση γενικών κατευθύνσεων προς την σαφή περιγραφή όλων των βημάτων μιας πολιτικής πρωτοβουλίας και του πολιτικού λόγου που αυτή θα εκφέρει, από την «ενωτική διάθεση» στη διατύπωση σαφών πολιτικών σχεδίων και βημάτων για τη ριζοσπαστική αριστερά, από το περίγραμμα μιας κίνησης στις συγκεκριμένες επεξεργασίες ανάμέτωπο και χώρο. Αυτό φέρνει αντιμέτωπη και τη συλλογικότητα με την πραγματική ανάγκη να αυξήσει τις συλλογικές πραγματικές πολιτικές δεξιότητες, κάτι που δεν μπορεί με τρόπο εργαστηριακό, αλλά μέσα από την έκθεση του δυναμικού μας σε πολιτικές πρωτοβουλίες και μάχες.


Για την ανασυγκρότηση του Συντονιστικού του Τομέα Εργαζομένων

Το ΚΣΟ, ύστερα από αναλυτική συζήτηση αποφάσισε να διαμορφωθεί ειδική επιτροπή από συντρόφους του Τ.Ε. που θα αναλάβουν το έργο της ανασυγκρότησης της λειτουργίας του ΣΤΕ και πιο συγκεκριμένα ενός κύκλου από συζητήσεις όλων των πυρήνων και ολομέλειας του Τομέα Εργαζομένων που θα οδηγήσει στη εκλογή του νέου Συντονιστικού του Τομέα Εργαζομένων. Ως μέλη αυτής της επιτροπής προτάθηκαν οι σ. Γ. Λιαγκ., Φ. Μπουμπ., Χρ. Παπ., Σ. Σβ., Αλ. Λεκ., Αλ. Μπ. Από εκεί και πέρα τα βήματα για τη συνολική ανασυγκρότηση του Τομέα Εργαζομένων είναι τα ακόλουθα.

Πρώτον, να ολοκληρωθεί με ευθύνη του ΣΤΕ η επεξεργασία μιας συνολικής τοποθέτησης για τη συγκυρία στους χώρους δουλειάς, τα μέτωπα που ανοίγονται, τα προβλήματα που αναδεικνύονται, τη στρατηγική και την τακτική μας.

Δεύτερον να γίνει μια συγκεκριμένη και μεθοδική συζήτηση σε κάθε πυρήνα, έτσι ώστε

α) Να υπάρξει μια σαφής και γραπτή εκτίμηση της συγκυρίας σε κάθε χώρο, των βασικών κατευθύνσεων της δράσης μας, των προτεραιοτήτων κάθε πυρήνα.

β) Να αποσαφηνιστούν οι βαθμοί οργανωτικής σχέσης και εμπλοκής των μελών μας.

γ) Να οριστούν εκείνοι οι σύντροφοι που θα αναλάβουν με συνέπεια και υπευθυνότητα την ανασυγκρότηση και τακτική λειτουργία των πυρήνων εργαζομένων.

δ) Πιο προοπτικά, θα πρέπει να δούμε και την αναδιάταξη της ίδιας της δομής των πυρήνων εργαζομένων, ώστε να είναι πιο ομοιογενείς και λειτουργικοί και να αντιστοιχούν καλύτερα στις διαφορετικές μορφές ένταξης στην εργασία των μελών μας.

Τρίτον –και σε αυτή τη βάση– να δούμε και τη δομή του ΣΤΕ που θα πρέπει να έχει μια τακτική λειτουργία, να αποκτήσει σύντομα επίγνωση των ερωτημάτων που αναδεικνύονται σε κάθε πυρήνα, να μπορεί να κωδικοποιεί την κατεύθυνση και βοηθά εκεί που υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα, να διατυπώνει τη γενική κατεύθυνση αλλά και διαχειρίζεται την υλοποίηση της γραμμής και κεντρικά και κατά συγκεκριμένους χώρους.

Μόνο σε αυτή τη βάση θα μπορούσαμε να δούμε και βήματα υπέρβασης της σημερινής στασιμότητας σε επίπεδο παρεμβάσεων και το προχώρημα της προσπάθεια για μια ενιαία συνδικαλιστική έκφραση της ριζοσπαστικής αριστεράς, που κατ’ επανάληψη έχουμε τονίσει ότι αποτελεί βασική πλευρά του όλου σχεδίου ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Τέταρτον, θα πρέπει να δούμε τη συνολική διάταξη δυνάμεών μας και να δούμε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την ενίσχυση της παρουσίας μας σε συγκεκριμένους χώρους, την αύξηση των μελών μας με ενεργό συνδικαλιστική δράση, καθώς και ποσοτικούς στόχους για την αποτύπωση της δράσης μας σε επίπεδο εκλεγμένων σε διοικήσεις σωματείων, σε επίπεδο αντιπροσώπων σε ομοσπονδίες, αντιπροσώπων σε Εργατική Κέντρα και στην ΑΔΕΔΥ.

Πέμπτον, απαιτούνται βήματα αναβάθμισης της πολιτικής λειτουργίας του Τομέα Εργαζομένων: Και αυτό σημαίνει

·Τη συστηματική παραγωγή επεξεργασιών, τοποθετήσεων και πολιτικών επιχειρημάτων

·Την δημοσιοποίηση πληροφοριών και ενημερώσεων από τους χώρους δουλειάς

·Την τακτική οργάνωση ολομελειών

·Την οργάνωση υποστηρικτικών πολιτικομορφωτικών πρακτικών