Αριστερή Ανασύνθεση
Εκτιμήσεις για την περίοδο και σχεδιασμός πολιτικών πρωτοβουλιών
(αποφάσεις της Πανελλαδικής Ολομέλειας 18/02/2006)
1.Η πολιτική συγκυρία
2.Η γενική γραμμή και οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες μέσα στην περίοδο
3.Η παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο
4.Η κεντρική πολιτική πρότασή μας για τις μεγάλες νομαρχίες
5.Η πρόταση πολιτικού διαλόγου προς την Κομμουνιστική Ανανέωση
1. Για την πολιτική συγκυρία
α. Διεθνής συγκυρία
Στη διεθνή συγκυρία, πλάι στις γενικότερες τάσεις που έχουμε σχολιάσει σε αρκετά κίνημά μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ακόλουθα γεγονότα:
·Η εντυπωσιακή επιτυχία της Χαμάς στις εκλογές στην Παλαιστίνη έδειξε ότι ο Παλαιστινιακός λαός επέλεξε να καταδικάσει τη διαφθορά και τον ενδοτισμό της ηγεσίας της Φατάχ και να υποστηρίξει μια πιο αποφασιστική, στάση αψηφώντας του ωμούς εκβιασμούς των δυτικών δυνάμεων που έσπευσαν ουσιαστικά να αμφισβητήσουν το δικαίωμά του να αποφασίζει μόνος του. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι αυτή η εξέλιξη σημαίνει ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση η συνολικότερη λογικών των συνεχών συμβιβασμών («οδικός χάρτης» κ.λπ.). Από την άλλη, η στροφή προς έναν πολιτικό σχηματισμό που ορίζεται γύρω από μια θρησκευτική ιδεολογία αντικειμενικά συμπυκνώνει την υποχώρηση και την κρίση του αραβικού αντιιμπεριαλισμού και των διάφορων παραλλαγών μιας κοσμικής αριστεράς.
·Η διαφαινόμενη προσπάθεια άσκησης πίεσης και απειλών προς το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, κίνηση που σχετίζεται και με οικονομικούς υπολογισμούς ως προς την αγορά ενέργειας (βλ. το σχεδιαζόμενο χρηματιστήριο πετρελαίου στο Ιράν με αποτίμηση σε ευρώ και όχι δολάρια), αλλά και με την επιθυμία των ΗΠΑ να κατοχυρώσουν τη θέση τους στην ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στο όλο κλίμα η όλη υπόθεση με τις δανέζικες γελοιογραφίες αξιοποιείται από διάφορους κύκλους για να νομιμοποιηθεί η όλη ιμπεριαλιστική απολογητική περί «πολέμου των πολιτισμών».
·Η εκλογή Μοράλες στη Βολιβία, ανεξάρτητα από τα όρια της πολιτικής που θα ακολουθήσει, δεν παύει να αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, καθώς είναι μια ακόμη περίπτωση καθοριστικής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στη Λατινική Αμερική.
β. Εσωτερική συγκυρία
Βασικό στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής συγκυρίας είναι ότι η κυβέρνηση ξεδιπλώνει ένα ιδιαίτερα επιθετικό πολιτικό πρόγραμμα αναδιαρθρώσεων, που ανατρέπει βασικές και σημαντικές κατακτήσεις των εργαζόμενων και προσπαθεί να μετατοπίσει το επίπεδο εργασίας, αναπαραγωγής και τις προσδοκίες των εργαζόμενων σε ένα πολύ χαμηλότερο και δυσμενέστερο επίπεδο.
Από το καλοκαίρι του 2005 και μετά η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προχωρήσει, τουλάχιστον σε επίπεδο θεσμικών τομών, σε μια εντυπωσιακή επιτάχυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων:
·Ανατροπή στο ασφαλιστικό των τραπεζών, προάγγελος ευρύτερων αλλαγών στην κοινωνική ασφάλιση.
·Συνεχιζόμενη διεύρυνση του ωραρίου των καταστημάτων
·Θεσμοθέτηση της αξιολόγησης των ΑΕΙ, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων
·Θεσμοθέτηση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα,
·Διευθέτηση του χρόνου εργασίας και κατάργηση του 8ωρου.
·Κατάργηση της μόνιμης και σταθερής εργασίας στις ΔΕΚΟ.
Ουσιαστικά, δεν έχουμε απλώς μια φυγή προς τα εμπρός, αλλά με προσπάθεια συμπίεσης του ιστορικού χρόνου, που παραπέμπει σε ένα σχεδιασμό όχι μόνο «να περάσουν κάποια μέτρα», αλλά να αναδιαταχθεί συνολικά το ίδιο το πεδίο των ταξικών αντιπαραθέσεων, να εμπεδωθεί στις λαϊκές μάζες η συνείδηση πως «ό,τι ήξεραν, τελείωσε».
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με την κλαδική σύμβαση των Τραπεζών που παραπέμπουν σε ένα σαφή κυβερνητικό σχεδιασμό για την πλήρη ανατροπή του καθεστώτος για τις συλλογικές συμβάσεις, ειδικά από τη στιγμή όταν το βασικό αίτημα των βιομηχάνων σήμερα είναι η κατάργηση της έννοιας της κατώτατης αμοιβής και όλων των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σε σχέση με το ωράριο και τους όρους εργασίας και τα όρια απολύσεων. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις αποτελούν τη βασική μορφή κατοχύρωσης βασικών εργασιακών δικαιωμάτων.
Ταυτόχρονα επιμένει σε μια ιδιαίτερα περιοριστική δημοσιονομική λιτότητας με αυξήσεις κάτω από τον πληθωρισμό και πραγματική μείωση αποδοχών και αντίστοιχα σε μια κατεύθυνση εντονότερης ιδιωτικοποίησης για την κάλυψη σημαντικών δημόσιων έργων και λειτουργιών.
Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια συνολικής ανατροπής των κατακτήσεων του μεταπολιτευτικού εργατικού κινήματος. Ότι αυτές οι τάσεις μπορεί ήδη να καταγράφονταν αυθόρμητα, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, δεν αναιρεί το χαρακτήρα τομής, καθώς τώρα γίνεται προσπάθεια να καταστούν μη αντιστρέψιμες θεσμικές αλλαγές. Δεν είναι απλώς μια επιδείνωση της θέσης των εργαζόμενων, αλλά μια προσπάθεια συνολικής ανατροπής των όρων συγκρότησης της εργασίας και διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης στον τόπο μας. Μια τέτοια αλλαγή θα έχει και πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα, καθώς αντικειμενικά θα διαμορφώνει μια νέα φιγούρα εργαζόμενου που κυρίως θα επιδιώκει την ατομική του επιβίωση, συνήθως μέσα από μορφές εκτεταμένης υπερεργασίας, και πολύ λιγότερο τη συλλογική διεκδίκηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να δούμε και τις εξαγγελίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος Η ρύθμιση πολιτικών ζητημάτων με την καταφυγή στη συνταγματική αναθεώρηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση: την επιλογή διάφορα ζητήματα να βγουν για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον μέχρι την επόμενη αναθεώρηση) εκτός της πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης και εκτός της κοινωνικής και συνδικαλιστικής διεκδίκησης. Είναι, δηλαδή, ένα ιδιότυπο «κλείδωμα» πολιτικών επιλογών για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Η πρώτη σημαντική τομή είναι η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη που δεν αποσκοπεί μόνο στο άνοιγμα ενός μέρους της αγοράς πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αλλά και στο να ανατρέψει το κλίμα μέσα στα ΑΕΙ, να πιέσει και τα δημόσια ΑΕΙ σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης αποδοτικότητας και συμμόρφωσης με τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου. Η δεύτερη τομή αφορά την αλλαγή στους όρους χαρακτηρισμού των δασικών εκτάσεων: θα αποχαρακτηριστούν τεράστιες εκτάσεις οι οποίες θα παραδοθούν στην πλήρη «αξιοποίηση» και ανοικοδόμηση, στο πλαίσιο και μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής να ενισχυθούν τέτοιες μορφές οικοδομικής ανάπτυξης. Η τρίτη μεγάλη τομή είναι η αλλαγή των όρων με τους οποίους κρίνεται ένας νόμος αντισυνταγματικός. Σε αντίθεση με την πάγια παράδοση της χώρας μας περί «διάχυτου» συνταγματικού ελέγχου, προτείνεται η καθιέρωση Ειδικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που θα αποτελεί μια πολύ πιο στεγανοποιημένη διαδικασία, θα νομιμοποιεί αυταρχικές και αντιδραστικές τομές και θα απορρίπτει ως αντισυνταγματικές τις όποιες φιλολαϊκές ρυθμίσεις. Η τέταρτη μεγάλη τομή είναι η κατάργηση της δυνατότητας των δικαστηρίων να δικαιώνουν αναδρομικά πολίτες έναντι του κράτους, ειδικά όσον αφορά οικονομικά ζητήματα (π.χ. ΛΑΦΚΑ). Η πέμπτη μεγάλη τομή θα είναι η κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Μέσα από την αναθεώρηση θα ανοίξει ο δρόμος για την κάλυψη οργανικών θέσεων του δημοσίου από εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Πρακτικά, θα πάψουν να διορίζονται μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι σε όλους τους κλάδους πλην των δικαστών και των σωμάτων ασφαλείας! Η κατάργηση της μονιμότητας είναι ένας κρίσιμος κόμβος για τη συνολική κατάσταση των εργασιακών σχέσεων και το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία. Δεν είναι τόσο η επιστροφή των πελατειακών σχέσεων, μια αναμφίβολα σημαντική πλευρά του ζητήματος, όσο η προβολή της λογικής ότι η μόνιμη εργασία δεν αποτελεί πλέον δικαίωμα. Ούτε θα πρέπει να διαφύγει από την εκτίμησή μας το γεγονός ότι η μονιμότητα στο δημόσιο, όπως και στις ΔΕΚΟ, αποτέλεσε βασική παράμετρο των εργασιακών σχέσεων και του κόστους εργασίας: όσο υπήρχε η δυνατότητα εναλλακτικής μόνιμης απασχόλησης, αυτό υποχρέωνε και την εργοδοσία στον ιδιωτικό τομέα σε μεγαλύτερες παραχωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε και την ανάπτυξη συνδικαλιστικών πρακτικών.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται οι συνέπειες άλλων πλευρών της κυβερνητικής πολιτικής, όπως είναι η πλήρης υποτέλεια απέναντι στις ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις στα πλαίσια του λεγομένου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που καταγράφεται στην όλη υπόθεση με τις απαγωγές Πακιστανών, η συναίνεση στις νέες αντιτρομοκρατικές ρυθμίσεις.
Ενδιαφέρον έχει η συνολική στάση και πίεση του αμερικανικού παράγοντα: Ο συνδυασμός ανάμεσα στους Αμερικανικούς σχεδιασμούς για άνοιγμα νέου πολιτικοστρατιωτικού μετώπου εναντίον του Ιράν, την επιθυμία των ΗΠΑ για μεγαλύτερη συμμετοχή των συμμάχων στις αυτοκρατορικές εκστρατείες της, τις επιθετικές πρωτοβουλίες στην περιοχή, ξεκινώντας από την ανεξαρτητοποίηση του Κόσοβου, με δεδομένη μάλιστα και τη συγκυρία της συμμετοχής της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, σημαίνουν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση. Η προσπάθεια ελιγμών και ισορροπιών από την ελληνική κυβέρνηση (μερική απομάκρυνση από τον κάπως ξεδοντιασμένο εσχάτως «γαλλογερμανικό άξονα, εσπευσμένη αγορά υπερτιμολογημένων αμερικανικών εξοπλισμών, λελογισμένες υποχωρήσεις σε ζητήματα όπως το Κόσοβο) φαίνεται ότι δεν αρκεί: οι καιροί απαιτούν πιο ξεκάθαρες και προπαντός ενεργητικές συναινέσεις
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και τα γεγονότα που σχετίζονται με την υπόθεση των υποκλοπών:
·Η όλη συγκυρία της αντιτρομοκρατικής υστερίας μετά την 11η Σεπτέμβρη, αλλά και μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2002 και ενόψει και των Ολυμπιακών Αγώνων, σήμαινε εκτεταμένες μορφές συνεργασίας με ξένες μυστικές υπηρεσίες, ιδίως τις Αμερικανικές. Η ελεύθερη πρόσβαση στις μεγάλες δυνατότητες παρακολούθησης που επιτρέπει η ψηφιακή υποδομή των σύγχρονων τηλεφωνικών συστημάτων, σταθερών και κινητών, ήταν βασική πλευρά της. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «νόμιμη» και την «παράνομη» παρακολούθηση είναι στην πράξη σχεδόν ανύπαρκτη: άπαξ και κάποιος αποκτήσει πρόσβαση στο δίκτυο, δεν έχει κανένα λόγο να φύγει…
·Η ιδιωτικοποίηση κρίσιμων υποδομών, όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες, και η διαμόρφωση ισχυρότατων πολυεθνικών ομίλων, με ειδικά συμφέροντα σε σχέση και με τις πολιτικές στρατηγικές των ιμπεριαλιστικών σχηματισμών, κάνει πολύ πιο εύκολη την πρόσβαση στο δίκτυο εκπροσώπων των μυστικών υπηρεσιών.
·Η παρακολούθηση ακόμη και «συμμαχικών κυβερνήσεων» κάθε άλλο παρά πρέπει να εκπλήσσει. Πολύ πρόσφατα είχε αποκαλυφθεί ότι σε όλη την κρίσιμη περίοδο γύρω από την κήρυξη του Πολέμου στο Ιράκ γινόταν συστηματική παρακολούθηση από τις συνεργαζόμενες βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες των διπλωματικών αντιπροσωπειών των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας.
·Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο σκάνδαλο δεν είναι αυτές οι «παράνομες» υποκλοπές, αλλά το γεγονός ότι ένα φάσμα από συμφωνίας, νομοθετικές ρυθμίσεις, πρωτόκολλα συνεργασίαςκ.λπ., ούτως ή άλλως, επιτρέπουν τεράστιας κλίμακας παρακολούθηση τηλεφώνων και κάθε είδους ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε η διεκδίκηση ενός ενδοϊμπεριαλιστικού fair-play, ούτε προφανώς η τήρηση της «νομιμότητας», πόσο μάλλον που η τελευταία εσχάτως απλώς θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να παρακολουθούνται «μόνο» όσοι από τον κατάλογο που δημοσιεύτηκε δεν μετακινούνται με κρατικά αυτοκίνητα… Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την διεκδίκηση της πλήρους ρήξης με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Εάν αυτά είναι τα δεδομένα της περιόδου, αναδεικνύεται ένα σοβαρό πρόβλημα: Οι κυβερνητικές κινήσδεις παράγουν δυσαρέσκεια και σχετική μείωση της δημοτικότητας της κυβέρνησης, όμως δεν οδηγούν σε πραγματική αποσταθεροποίηση της κυβερνητικής πολιτικής, στο βαθμό που δεν έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, ανάλογες με την κλίμακα της επίθεσης, ως αποτέλεσμα ευρύτερων αποδιαρθρωτικών αποτελεσμάτων για το λαϊκό κίνημα που έχει φέρει η ηγεμονία του υποταγμένου συνδικαλισμού και ο τρόπος που εκ των πραγμάτων λειτούργησε αποδιαρθρωτικά για τη δυνατότητα συλλογικής αντίδρασης, η ηττοπαθής στάση της αριστεράς που μένει απλώς στη γενική πολιτική καταγγελία, η εμφάνιση στοιχείων μιας λογικής ατομικής επιβίωσης και σε κομμάτια των λαϊκών μαζών. Αυτή η απουσία μαζικών αντιδράσεων μπορεί να εξηγήσει και το κλίμα αμηχανίας που υπάρχει και σε συνδικαλιστικούς χώρους αλλά και σε κομμάτια της αριστεράς. Μπορεί ταυτόχρονα να εξηγήσει γιατί η κυβέρνηση εισπράττει δυσαρέσκεια, δεν βλέπει, όμως, σε επίπεδο άμεσης συγκυρίας, να απειλείται η σχετική κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό, πόσο μάλλον που στο ΠΑΣΟΚ ηγεμονεύει επίσης μια επιθετική νεοφιλελεύθερη οπτική, καθώς οι δηλώσεις περί «εργασιακού μεσαίωνα» πάνε χέρι-χέρι με την ανοιχτή συναίνεση στις αναδιαρθρώσεις και τη συνταγματική αναθεώρηση.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, και με δεδομένη την απουσία μαζικών αγώνων, όντως δείχνουν να ενισχύονται εκείνοι οι πόλοι οι οποίοι δείχνουν να μπορούν να λειτουργήσουν ως χώροι υποδοχείς της δυσαρέσκειας: α) με τη διαφαινόμενη εκλογική ενίσχυση του ΛΑΟΣ που συνδυάζει τις βασικές αναφορές του συντηρητισμού με την ξενοφοβία και την διεκδίκηση ενός πιο «κοινωνικού» ρόλου του κράτους. β) με την ενίσχυση σε εκλογικό επίπεδο του ΚΚΕ, που ταυτόχρονα βλέποντας ότι μπορεί να έχει επιτυχίες σε αυτό το επίπεδο, οχυρώνεται ακόμη περισσότερο σε μια πολιτική απομονωτισμού και προεξόφλησης της αδυναμίας να υπάρξουν μαζικοί αγώνες. Από την άλλη, ο ΣΥΝ μπορεί να διατυπώνει μια γενική καταγγελία της κυβερνητικής πολιτικής και του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς, όμως, κάποια πραγματική κοινωνική δυναμική, ενώ την ίδια στιγμή που αποκηρύσσει κινήσεις που παραπέμπουν σε κεντρική συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ (σαν κι αυτές που προτείνει ο Κωνσταντόπουλος), σπεύδει κλείσει ένα φάσμα συνεργασιών με το ΠΑΣΟΚ σε τοπικό επίπεδο, ενώ «πασοκογενής» είναι ο υποψήφιος για την υπερνομαρχία Γ. Πανούσης.
Επομένως, σήμερα η πραγματική πρόκληση δεν είναι να «εκφραστεί η δυσαρέσκεια» των λαϊκών μαζών, αλλά να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης, να υπάρξει έστω και μια πλευρά της κυβερνητικής επίθεσης που να σκοντάψει πάνω σε μεγάλους και ανυποχώρητους λαϊκούς αγώνες, να μπορέσουν να ξεσπάσουν κινητοποιήσεις με νικηφόρα προοπτική.
Η αριστερά στην επόμενη περίοδο δεν θα κριθεί από την μεγαλοστομία με την οποία θα διεκτραγωδήσει την καχεξία των λαϊκών τάξεων, αλλά από το εάν και σε ποιο βαθμό θα ηγηθεί πραγματικά νικηφόρων κινημάτων. Χωρίς μια διαφορετική κατάσταση σε επίπεδο κινήματος, σε επίπεδο μαζικών αντιδράσεων και διεκδικήσεων, δεν υπάρχει δυνατότητα να υπάρξουν και πραγματικές πολιτικές τομές. Η ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί να γίνει σε κοινωνικό κενό, ούτε να θεμελιωθεί πάνω σε συντριπτικές ήττες του εργατικού κινήματος. Αντίθετα, η αριστερά του μέλλοντος θα είναι εκείνη που θα μπορεί να επεξεργαστεί και να δοκιμάσει στην πράξη εκείνη τις πολιτικές πρακτικές και τις ιδεολογικές αναγνωρίσεις που θα συμβάλουν στη διαμόρφωση αποτελεσματικών συνδικαλιστικών εκφράσεων και νικηφόρων αγώνων.
2. Για τη γενική γραμμή και τις πρωτοβουλίες της συλλογικότητας
Η θεματολογία της πανελλαδικής ολομέλειας της Αριστερής Ανασύνθεσης στις 18 Φλεβάρη δεν αποτελεί ένα άθροισμα από τρέχουσες πολιτικές πρωτοβουλίες. Πολύ περισσότερο, αποτελεί την προσπάθεια να κάνουμε συγκεκριμένη πράξη την πολιτική κατεύθυνση που κάναμε στην Γ΄ Συνδιάσκεψη. Αυτό είναι το κοινό νήμα σε όλες τις συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες που παίρνουμε αυτή την περίοδο.
Η βασική λογική που διαπέρασε τη συνδιάσκεψη ήταν ότι η πραγματικότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς απαιτεί από τη μεριά μας να ξαναδούμε και τη συγκρότησή μας και την τακτική μας και τις συμμαχίες μας, για να δούμε με ποιον τρόπο θα προωθηθεί η βασική στρατηγική επιλογή μας για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτή η ανάγκη επανεξέτασης προκύπτει τόσο από την ένταση των αποκλινουσών τάσεων εντός του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, όσο και από την αυτοκριτική διαπίστωση της σχηματικότητας και συνολικά των ανεπαρκειών της δικής μας πολιτικής κίνησης. Ταυτόχρονα, κοινός τόπος της συνδιάσκεψης ήταν η εκτίμηση της αυξημένης ευθύνης που πέφτει πάνω στην Αριστερή Ανασύνθεση, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε έναν πρωτοπόρο ρόλο συνολικά μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά και να μπορούμε να παίρνουμε κρίσιμες πρωτοβουλίες, ειδικά από τη στιγμή που άλλοι χώροι δείχνουν να αναδιπλώνονται πολύ περισσότερο στην αντιμετώπιση των δικών τους εσωτερικών αντιφάσεων.
Η προσπάθειά μας αυτή για να μπορέσει η Αριστερή Ανασύνθεση να έχει έναν πρωτοπόρο ρόλο δεν αφορά μια κοντόθωρη λογική αναδιάταξης πολιτικών και οργανωτικών συσχετισμών μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά. Δεν ξεχνούμε ούτε στιγμή τον κίνδυνο αυτές οι «τροποποιήσεις συσχετισμών» να μην έχουν κανέναν αντίκτυπο στον πραγματικό ταξικό συσχετισμό δύναμης, να μην έχουν καμία κοινωνική χρησιμότητα. Δεν έχει κανένα νόημα να αλλάξουν οι συσχετισμοί μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά και ταυτόχρονα ο χώρος αυτός συνολικά να έχει όλο και μικρότερη πραγματική πολιτική απήχηση και κοινωνική σημασία. Με αυτή την έννοια μας ενδιαφέρει ταυτόχρονα όχι τόσο να «ενισχυθούμε», αλλά πάνω από όλα να μπορέσουμε να συμβάλουμε, έτσι ώστε αυτός ο πολιτικός χώρος να έχει πραγματικές σχέσεις εκπροσώπησης με κομμάτια των λαϊκών μαζών, να μπορεί να παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες, να μπορεί να επηρεάζει τους συνολικούς συσχετισμούς μέσα στην Αριστερά. Για να θέσουμε ένα απλό παράδειγμα: Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα στην απεργία στις 14 Δεκέμβρη και η συνέπεια με την οποία επιλέξαμε μια κατεύθυνση παρέμβασης στη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ έδειξε ότι μεγάλο κομμάτι των τάσεων και των αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν προκρίνουν μια σεχταριστική λογική χωροταξικού διαχωρισμού. Αυτό ήταν μια όξυνση των αντιφάσεων εντός του πολιτικού χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Την ίδια στιγμή, όμως, ο χώρος αυτός, στο σύνολό του, επί της ουσίας δεν μπόρεσε να χρωματίσει μια μεγάλη εργατική κινητοποίηση και έδειξε αδύναμος να αναμετρηθεί με το βασικό πολιτικό πρόβλημα της περιόδου που είναι η αδυναμία να υπάρξουν μαζικές και αποτελεσματικές αντιστάσεις απέναντι στην κυβερνητική επίθεση, καθώς ούτε στους εργατικούς χώρους, ούτε στους χώρους της σπουδάζουσας νεολαίας είχαμε εκείνες τις αντιδράσεις που αναλογούσαν στο μέγεθος των τομών.
Σε τελική ανάλυση, ούτε στιγμή δεν ξεχνάμε ότι οι κρίσιμες αντιφάσεις τις οποίες αντιμετωπίζουμε δεν αφορούν τόσο τις στάσεις άλλων πολιτικών ομάδων μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, όσο τα κρίσιμα ερωτήματα με τα οποία είναι κανείς αντιμέτωπος εάν θέλει να αναφέρεται στη δυνατότητα ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος: α) Τη δυνατότητα να έχει εκείνα τα στοιχεία αντικαπιταλιστικού προγράμματος που με τρόπο απτό θα μπορούν να δείχνουν ότι τα πράγματα «μπορούν να πάνε και αλλιώς». β) Το εάν δοκιμάζει μορφές παρέμβασης και δράσης μέσα σε κοινωνικούς χώρους και να συμβάλει στην οικοδόμηση αντιστάσεων απέναντι στην καπιταλιστική καθημερινότητα. Σε αυτή τη βάση είναι που μπορεί να προχωρήσει και σε εκείνες τις πραγματικές πολιτικές πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι η πραγματική ραχοκοκαλιά της πολιτικής δράσης μας δεν είναι τόσο το εάν έχουμε την μια ή την άλλη «καλή ιδέα», αλλά το εάν μπορούμε να είμαστε μια συλλογικότητα που αφενός θα διαπερνάται από στοιχεία μιας προγραμματικής τοποθέτησης, εκείνη την αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε με τρόπο εύληπτο να δούμε τη δυνατότητα μιας διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας, αφετέρου θα έχει εκείνο το ρίζωμα σε διεκδικητικές και συνδικαλιστικές πρακτικές, σε εργασιακούς και νεολαιίστικους χώρους και γειτονιές, σε αγώνες και κινήματα, που επιβεβαιώνουν κάθε στιγμή την πραγματική κοινωνική αναγκαιότητα της στράτευσής μας.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι σήμερα μεγάλο μέρος της αμηχανίας ή των προβλημάτων που διαπερνούν αρκετές από τις παραλλαγές της αριστεράς είναι αντανάκλαση της απουσίας μεγάλων αντιστάσεων και κινημάτων, παρά τη ολοένα και κλιμακούμενη επιδείνωση της θέσης των λαϊκών τάξεων, και έκφραση της συνειδητοποίησης ότι το ζήτημα δεν είναι να πειστούν οι λαϊκές μάζες ότι τα πράγματα πάνε άσχημα –το νιώθουν στο πετσί τους–, αλλά να πιστέψουν ξανά ότι υπάρχει δυνατότητα αντίστασης, διεκδίκησης και ανατροπής. Αυτό σημαίνει ότι και η ριζοσπαστική αριστερά θα κριθεί από το πώς απαντά σε αυτό το ζήτημα, όχι από το εάν θα καταδείξει ότι οι άλλοι είναι ρεφορμιστές, αλλά θα αποδείξει ότι το δικό της πολιτικό σχέδιο μπορεί πραγματικά να συμβάλει καλύτερα από τα άλλα στην επιστροφή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.
Σε αυτές τις προκλήσεις προσπαθεί να απαντήσει η κίνηση που ξεκίνησε με τη Γ΄ Συνδιάσκεψη: Πρώτον, προσπάθησε να ανοίξει και για τη δική μας συλλογικότητα το θέμα της προγραμματικής συγκρότησης, μια προσπάθεια που πρέπει να συνεχιστεί. Δεύτερον, προσπάθησε να αναβαθμίσει τη συνολική πολιτική διάταξή μας τονίζοντας τη σημασία που έχει να προσπαθούμε να προσανατολίζουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού μας σε μάχιμες κοινωνικές, κινηματικές και συνδικαλιστικές πρακτικές. Τρίτον, προσπάθησε να δει με πολύ πιο πραγματικό τρόπο το θέμα της τακτικής μας ως προς τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς μέσα από τη βασική εκτίμηση ότι δεν έχει κλείσει το εύρος των δυνάμεων του πόλου, την επιλογή της αποφυγής των ‘προνομιακών συνομιλητών’ και τη ‘μεταβλητή γεωμετρία’ ως προς τις πολιτικές πρωτοβουλίες, τη συμβολή για πραγματικές πολιτικές πρωτοβουλίες που να μπορούν να παλευτούν και να τροποποιήσουν συσχετισμούς ενάντια τόσο στη λογική της πεπατημένης όσο όμως και στην αναδίπλωση μέσα από προτάσεις με τη μορφή υποθετικών λόγων του μη πραγματικού. Τέταρτον, ξεκαθαρίσαμε ότι το πολιτικό σχέδιο που γέννησε την ενωτική διαδικασία που οδήγησε στην Αριστερή Ανασύνθεση, δηλαδή η απόπειρα διαμόρφωσης μιας σύγχρονης αριστερής πολιτικής συλλογικότητας που να συνδυάζει την επαναστατική ανανέωση της κομμουνιστικής στρατηγικής, τη μαρξιστική θεωρητική αναφορά, τη γραμμή μαζών, είναι ένα πολιτικό σχέδιο ανολοκλήρωτο, που θα πρέπει να συμπεριλάβει και να συνδιαμορφωθεί και με άλλους αγωνιστές και με άλλες τάσεις.
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει αν δούμε και τις συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες που θέλουμε να ξεδιπλώσουμε το επόμενο διάστημα:
Σε ό,τι αφορά την έννοια της «μεταβλητής γεωμετρίας», αυτή η δεν πρέπει να ειδωθεί ως προσπάθεια να αλλάξουμε πολιτικό προσανατολισμό. Εξακολουθούμε να επιμένουμε στην ανάγκη η ριζοσπαστική-επαναστατική αριστερά να αποτελέσει ένανδιακριτό πολιτικό πόλο μέσα στο πολιτικό σκηνικό και με τρόπο αυτοτελή να αποτελέσει την αφετηρία μιας συνολικότερης ανασυγκρότησης ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος και δεν θεωρούμε ότι αποτελεί απλώς μια ‘ομάδα πίεσης’ προς το ρεφορμισμό. Δεν θεωρούμε, όμως, ότι οι δυνάμεις που θα συμβάλουν σε αυτό περιορίζονται μόνο στο ΜΕΡΑ την ΑΡΑΣ, την Αριστερή Ανασύνταξη και εμάς, ειδικά μάλιστα όταν στο χώρο του ΜΕΡΑ ηγεμονεύει η εκβιαστική προβολή των ιδεοληψιών του ΝΑΡ. Αυτή η διαδικασία αφορά ένα ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό δυναμικό. Ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο λέμε ότι μας ενδιαφέρει το μέγιστο δυνατό εύρος συμμετεχόντων σε κάθε πρωτοβουλία και δεν έχουμε τη λογική ότι ο πόλος είναι λίγο πολύ αυτές οι δυνάμεις και το μόνο που μένει είναι η αποκρυστάλλωση του μετώπου. Προφανώς και δεν θεωρούμε ότι οι δυνάμεις του ΜΕΡΑ είναι ένα «βαρίδι» μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά, ούτε προσπαθούμε να φτιάξουμε έναν «αντι-ΜΕΡΑ» πόλο. Αντίθετα, εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι όλο αυτό το δυναμικό είναι αναγκαίο στην υπόθεση του πόλου, μόνο που αυτό περνάει και μέσα από τη μετατόπιση από λανθασμένες απόψεις, την όξυνση συντροφικών αντιπαραθέσεων, την προσπάθεια να ηγεμονεύσουν μάχιμες θέσεις και η γραμμή μαζών. Παράλληλα,, όμως, θέλουμε να δώσουμε ξανά την μάχη ώστε να εμπλακούν και άλλες τάσεις και αγωνιστές μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι σταθμίζουμε κάθε στιγμή τόσο το εύρος των συμμετεχόντων όσο, όμως, και την πολιτική αποτελεσματικότητα κάθε πρωτοβουλίας. Σημαίνει επίσης ότι θέλουμε να οικοδομήσουμε και να ξεδιπλώσουμε και πολιτικές συνεργασίες γύρω από τις πρωτοβουλίες ακριβώς γιατί έχει μια σημασία αυτό που προτείνεις να αντιστοιχεί σε μια ευρύτερη δυναμική. Σημαίνει επίσης μια λογική ανοιχτών και δημόσιων διαδικασιών, έτσι ώστε να μπορούν να αναδιατάσσονται συσχετισμοί και να υπάρχει πραγματική συζήτηση.
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Όταν μιλάμε για πολιτικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση και μέσα από την αντίληψη της ‘μεταβλητής γεωμετρίας’ δεν εννοούμε μια κίνηση όπου απλώς θα καταθέτουμε πρωτοβουλίες, οι υπόλοιποι θα τις απορρίπτουν, δεν θα προχωράει τίποτε, αλλά εμείς θα ενισχύουμε απλώς την αυτοπεποίθησή μας ότι ‘λέμε με τα σωστά’. Μας ενδιαφέρουν πραγματικές πολιτικές πρωτοβουλίες που θα δώσουμε τη μάχη ώστε να πετύχουν. Μιλάμε επίσης για πρωτοβουλίες τις οποίες θα προσπαθήσουμε να ξεδιπλώσουμε σε συνεργασία και με άλλους αγωνιστές και τάσεις. Αυτό αφορά τόσο το θετικό ενδεχόμενο στην περίπτωση που αυτές μπορέσουν να ξεδιπλωθούν, αφορά, όμως, και το πραγματικό ενδεχόμενο να μην μπορέσουν να υλοποιηθούν στο σύνολό τους, οπότε και είναι σημαντικό να μένει ως κεκτημένο και ένας βαθμός συμπόρευσης μαζί με άλλες τάσεις και αγωνιστές.
Ως προς την πρωτοβουλία για τη λιτότητα, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια για μια πολιτική καμπάνια που να αντιστοιχεί σε αυτό που εμείς ορίζουμε όταν λέμε να «κάνει πολιτική» η ριζοσπαστική αριστερά, πέρα από έναν απλό αυτοαναφορικό εγκλεισμό σε μια ιδεολογική μεγαλοστομία.Για να το πούμε διαφορετικά: εάν υποθέσουμε ότι υπήρχε ένα μετωπικό μόρφωμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, αυτή την περίοδο, με βάση τη δική μας λογική, δεν θα έκανε ακριβώς μια πλατιά παλλαϊκή καμπάνια γύρω από την κομβική πρόκληση της μερικής αποπτώχευσης των λαϊκών μαζών;
Ως προς τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές εδώ θα πρέπει να γίνει μια κρίσιμη διάκριση. Η συλλογικότητά μας ούτως ή άλλως παρεμβαίνει σε κινήσεις και σχήματα τοπικά, ούτως ή άλλως αναζητά όρους αριστερής δράσης σε ένα κρίσιμο πεδίο όπου μπορούν να υπάρξουν σημαντικά και μαζικά κινήματα και αυτό εντάσσεται σε μια συνολικότερη στρατηγική επιλογή κοινωνικής γείωσης της γενικής γραμμής. Σε αυτό το πλαίσιο, θέλουμε στοιχεία μιας αριστερής αντικαπιταλιστικής τοποθέτησης για την παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο να είναι κτήμα και αντικείμενο συζήτησης όλης της συλλογικότητας. Αυτό θα ενισχύσει την παρέμβαση του τομέα συνοικιών, αλλά και θα επιτρέψει και σε άλλους συντρόφους να βοηθήσουν σε τοπικές παρεμβάσεις. Ταυτόχρονα, θα κάνει σαφές γιατί το σύνολο της συλλογικότητας θα βοηθήσει στη μάχη των δημοτικών εκλογών στηρίζοντας συγκεκριμένα σχήματα. Από την άλλη, όμως, έχουμε και το ερώτημα μιας κεντρικής πολιτικής παρέμβασης στις μεγάλες νομαρχίες, ξεκινώντας από τις νομαρχίες Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Αχαΐας. Εδώ μιλάμε για μια κεντρική πολιτική πρωτοβουλία, η οποία δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόταση «του μη πραγματικού», αλλά ως μάχιμη πολιτική θέση. Δηλαδή, με δεδομένη την κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά εμείς λέμε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι αρνούμαστε μια λογική να «κατέβει ο πόλος» ακριβώς γιατί ισχύουν όλες οι εκτιμήσεις για το ότι αυτή η διαδικασία είναι ακόμη στην αρχή και σε καμία περίπτωση δεν έχει κλείσει. Δεύτερον, ότι αρνούμαστε και να υποταχθούμε στη σημερινή αντιφατική κατάσταση και να πούμε τίποτε δεν γίνεται και απλώς καταγγέλλουμε όλους τους άλλους. Αντίθετα, προσπαθούμε να κάνουμε την μόνη πρόταση που και στην πραγματικότητα αντιστοιχεί και μπορεί να αντιστρέψει κάπως το κλίμα: Ενωτικά ριζοσπαστικά αριστερά ψηφοδέλτια, γύρω από ένα πλαίσιο βασικών αρχών που ορίζουν σαφώς την τοποθέτηση εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς, με έμφαση στην μαζική απεύθυνση, με έμφαση στους πολιτικούς στόχους και το στίγμα μιας αριστερής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης και όχι σε ιδεολογικές εμμονές, στο βαθμό που ικανοποιούνται κρίσιμες πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις.
Ως προς το Φόρουμ, σε αντίθεση με τη διάχυτη σπέκουλα που ήδη έχει ξεκινήσει, η τοποθέτησή μας αφορά την τακτική της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός. Ότι τόσο το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση το «κίνημα των κινημάτων», αλλά ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο για την αριστερά, που μέσω της λογικής του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου υποτιμά την αντικαπιταλιστική οπτική προς όφελος ενός αριστερού κυβερνητισμού, έχει γίνει αρκετά σαφές σε όλους. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ το Μάιο στην Αθήνα, αντικειμενικά, θα είναι ένα σημαντικό γεγονός, θα τραβήξει το ενδιαφέρον του «λαού της αριστεράς», θα προσελκύσει ένα δυναμικό απαραίτητο για οποιαδήποτε προσπάθεια ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Εάν αυτό θα γίνει από ενδιαφέρον, αυταπάτες για το Φόρουμ ή απλώς περιέργεια, μικρή σημασία έχει· αυτός ο κόσμος θα είναι εκεί. Με αυτή την έννοια το να προβάλλεται το επιχείρημα ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ριζοσπαστική αριστερά και το ρεφορμισμό θα παιχτεί από το πού θα βρεθούν οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι τουλάχιστον κοντόθωρο. Αφενός,γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, ένα μεγάλο μέρος του δυνητικού ακροατηρίου της ριζοσπαστικής αριστεράς θα βρίσκεται εκεί. Αφετέρου, γιατί αυτή η διαχωριστική γραμμή κυρίως πρέπει να καταγραφεί εκεί που κρίνεται: στα κοινωνικά μέτωπα και τις πολιτικές πρωτοβουλίες. Επομένως, η πραγματική πρόκληση για τη ριζοσπαστική αριστερά είναι να δοκιμάσει να πάει να προβάλει τη δική της πολιτική γραμμή και μέσα στο χώρο του Φόρουμ, να οξύνει αντιφάσεις, να αποσπάσει αγωνιστές από την επιρροή «παναριστερών» λογικών, δηλαδή να δοκιμάσει να ξεδιπλώσει σοβαρά τη «γραμμή του πόλου» και να μην προτιμήσει απλώς να κλειστεί στον εαυτό της καταγγέλλοντας από απόσταση ασφαλείας. Γι’ αυτό το λόγο και επιλέξαμε όχι φυσικά τη «συμμετοχή» στο φόρουμ, αλλά την παρέμβασή σε αυτό, κυρίως μέσα από τη σχεδιαζόμενη εκδήλωση για τη ριζοσπαστική αριστερά.
Τέλος, ως προς την πρόταση πολιτικού και ιδεολογικού διαλόγου που απευθύναμε στους συντρόφους της Κομμουνιστικής Ανανέωσης (παρατίθεται στο παράρτημα) έχουμε να πούμε τα εξής: Όταν ξεκινούσε η ενωτική διαδικασία που οδήγησε στη διαμόρφωση της Αριστερής Ανασύνθεσης, είχαμε κάνει σαφές ότι αυτό δεν αφορούσε μόνο τη συνένωση δύο πολιτικών συλλογικοτήτων, αλλά και στη συσπείρωση ενός ευρύτερου δυναμικού. Προφανώς και η ενωτική διαδικασία αποτέλεσε καθαυτή μια σημαντική τομή στο συνολικό τοπίο της ριζοσπαστικής αριστεράς που χαρακτηρίζεται από την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει ένα ζητούμενο το πώς θα δούμε και τη δυνατότητα να μπορέσει να εμπλακεί με τη συλλογικότητά μας αυτό το ευρύτερο δυναμικό. Είναι γεγονός ότι η συλλογικότητά μας το τελευταίο διάστημα έχει επιδείξει τάσεις οργανωτικής ανάπτυξης και αυτό αποτυπώνεται και στον πανελλαδικό χαρακτήρα που αποκτά. Δεν θα πρέπει, όμως, να θεωρούμε ότι η οργανωτική μας ανάπτυξη κυρίως θα περιορίζεται στη διεύρυνση της επιρροής μας σε χώρους νεολαίας. Απαιτείται και η προσπάθεια να εμπλακεί με τη συλλογικότητα και ένα δυναμικό το οποίο να προέρχεται από διαφορετικές ηλικίες και το οποίο να κουβαλάει μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική εμπειρία. Αυτό θα διευρύνει τις πραγματικές πολιτικές δυνατότητες της συλλογικότητας, στοιχείο που είναι πολύ σημαντικό εάν θέλουμε να μπορούμε να προτείνουμε, να σχεδιάσουμε και να στηρίξουμε εκείνες τις πολιτικές πρωτοβουλίες που σήμερα μπορούν να αντιστρέψουν τις αρνητικές και αποδιαρθρωτικές τάσεις μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά.
Ως Αριστερή Ανασύνθεση σε μια σειρά από συζητήσεις και αποφάσεις μας έχουμε τονίσει την ανάγκη να αναβαθμίσουμε τον πολιτικό διάλογο με την Κομμουνιστική Ανανέωση και να προτείνουμε ένα φάσμα κοινών πολιτικών πρακτικών από την κοινή στάση μέσα σε πολιτικές πρωτοβουλίες μέχρι μια διαδικασία συνένωσης. Εκτιμούμε ότι αυτή η διαδικασία θα πρέπει να επιταχυνθεί και η Αριστερή Ανασύνθεση και γι’ αυτό θέση της ολομέλειας είναι ότι επιμένουμε στην πολιτική πρόταση προς την Κομμουνιστική Ανανέωση. Μια τέτοια κίνηση, εάν ευοδωνόταν θα διαμόρφωνε ιδιαίτερα θετικούς όρους, μια που θα ενίσχυε το εγχείρημά μας με ένα δυναμικό το οποίο προέρχεται από ένα σημαντικό ρεύμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, έχει ιστορία και δράση σε σημαντικούς χώρους. Επιπλέον, το γεγονός της διεύρυνσης της ενωτικής διαδικασίας και με ένα άλλο ρεύμα, διαφορετικής ιστορικής διαδρομής (η Αριστερή Κίνηση και οι Αριστερές Συσπειρώσεις είχαν κοινή πορεία στη ριζοσπαστική αριστερά της δεκαετίας του 1990), θα έκανε την όλη διαδικασία πόλο συσπείρωσης για σημαντικό μέρος του ανένταχτου δυναμικού της ριζοσπαστικής αριστεράς θα μπορούσε να απαντήσει και στο ζήτημα της διεύρυνσής μας με ένα δυναμικό αγωνιστών της αριστεράς που κινούνται σε κατεύθυνση ανάλογη με τη δική μας.
Δεν υποτιμούμε τις αντιφάσεις που διαπερνούν την ίδια την Κομμ. Αναν., ή τις πολιτικές και ιδεολογικές ταλαντεύσεις της. Εκτιμούμε, όμως, ότι μπορούμε να πολώσουμε αυτές τις αντιφάσεις σε αριστερή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η πρόταση δεν αφορά κάποια συνολική αναδιαπραγμάτευση του πολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου που έχουμε κατακτήσει μέχρι τώρα, αλλά πολύ περισσότερο μια συζήτηση πάνω σε κοινές πολιτικές θέσεις για την αντικαπιταλιστική αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα.
Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα της κίνησής μας. Γνωρίζουμε ότι μέσα στη συλλογικότητα ξεδιπλώνεται ένας πολύ ενδιαφέρον διάλογος για την τακτική μας. Θεωρούμε ότι αυτός ο προσανατολισμός και γόνιμος είναι και από πραγματικά ερωτήματα ξεκινά και πραγματικές αντιφάσεις της ίδιας της συγκυρίας αντανακλά. Με αυτή την έννοια η συλλογικότητα έχει μόνο να κερδίσει από το ξεδίπλωμα όλων των απόψεων, το άνοιγμα του προβληματισμού, την συλλογική προσπάθεια για το ξεδίπλωμα της πολιτικής μας κατεύθυνσης.
3. Για την παρέμβασή μας στο τοπικό επίπεδο
Εισαγωγή
Μια τοποθέτηση για τη στάση της συλλογικότητας απέναντι στις επερχόμενες εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να σταθεί σε τρία βασικά ερωτήματα:
α) Τα χαρακτηριστικά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (εφεξής ΤΑ) ως τμήμα του κρατικού μηχανισμού.
β) Τις επιπτώσεις της συνολικότερης διαδικασίας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στους μηχανισμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
γ) Τα είδη των κοινωνικών και πολιτικών μετώπων και των αντίστοιχων κοινωνικών συγκρούσεων, κινημάτων και συμμαχιών που αναπτύσσονται στο τοπικό επίπεδο
Η ανισότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης και η έννοια του τοπικού
Ίδιον του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της διευρυμένης αναπαραγωγής του είναι η άνιση ανάπτυξη. Αυτό δεν αφορά μόνο τη σχέση ανάμεσα σε κοινωνικούς σχηματισμούς, αλλά και τη σχέση ανάμεσα σε διαφορετικές περιφέρειες του ίδιου κοινωνικού σχηματισμού. Η ανισότητα στην ανάπτυξη δεν αφορά μόνο τον ευνοϊκό ή δυσμενή χαρακτήρα του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών όρων, αλλά –και κυρίως– με την ανισότητα της ανάπτυξης της πάλης των τάξεων. Αυτή η ανισότητα στην ανάπτυξη δεν καταγράφεται μόνο ως διαφορά εισοδήματος αλλά και ως διαφορετικές συγκεντρώσεις κοινωνικών πρακτικών, οικονομικών δραστηριοτήτων και ως διαφορετικές κοινωνικές συμμαχίες. Αυτές είναι που συγκροτούν και την έννοια του τοπικού: οι ιδιαίτερες συνθήκες, συγκυρίες, τόσο της καπιταλιστικής συσσώρευσης (κλαδική κατανομή, είδος και μέγεθος κεφαλαίων, συμμαχίες με άλλα στρώματα) όσο και της ταξικής πάλης (παραδόσεις του εργατικού κινήματος, ιστορικότητα προηγούμενων αγώνων και συγκρούσεων –π.χ. στην ελληνική περίπτωση η πόλωση σε σχέση με τον Εμφύλιο–, χαρακτηριστικά των λαϊκών συμμαχιών) σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Παρότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνδέθηκε ιστορικά με την πολιτική ενοποίηση των εθνικών κρατών και την εξάπλωση του κρατικού συγκεντρωτισμού σε βάρος προηγούμενων τοπικών μορφών πολιτικής συγκρότησης, εντούτοις και αυτή θα παράγει νέες πολώσεις και ανισότητες και σε τοπικό επίπεδο. Με τη σειρά τους αυτές οι ανισότητες υπόκεινται σε ιστορική εξέλιξη, εξαρτώμενες από τη συνολικότερη εξέλιξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Γι’ αυτό το λόγο και οι μεγάλες δομικές καπιταλιστικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης έχουν ως αποτέλεσμα και ανακατατάξεις ως προς την χωρική κατανομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς η απαξίωση κεφαλαίων που είναι οργανικό στοιχείο της διαδικασίας εξόδου από την καπιταλιστική κρίση, συχνά παίρνει και τη μορφή της απαξίωσης κλάδων και της ανάπτυξης άλλων. Αυτό πήρε ιδιαίτερη ένταση μετά την κρίση υπερσυσσώρευσης της δεκαετίας του 1970 με τη μορφή της μαζικής απαξίωσης περιοχών παραδοσιακής βιομηχανικής συγκέντρωσης και την διαμόρφωση ζωνών πραγματικής κοινωνικής καταστροφής. Από την άλλη, οι ίδιοι οι πολιτικοί φορείς του κεφαλαίου επίσης χρησιμοποιούν την ‘τοπική’ διάρθρωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης στα πλαίσια των πρακτικών οικονομικού σχεδιασμού, καθώς πέρα από τις αυθόρμητες επιλογές των καπιταλιστών έχει σημασία και η παρέμβαση του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη σε ένα επίπεδο μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, σε σχέση με την διατύπωση σχεδίων τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης, την διαμόρφωση υποδομών, την αδειοδότηση βιομηχανικών, αγροτικών ή τουριστικών δραστηριοτήτων, την προσπάθεια στροφής προς τις υπηρεσίες ή τις νέες τεχνολογίες. Αυτή η διάσταση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης όπου συχνά δράσεις και επιδοτήσεις χορηγούνται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιφέρειας.
Η κοινωνική παραγωγή του χώρου
Η ηγεμονία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ασκεί σημαντικές επιδράσεις πάνω στο χώρο και το περιβάλλον φυσικό και δομημένο. Στην πραγματικότητα μπορούμε να μιλούμε για μια κοινωνική παραγωγή του χώρου, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές και σχέσεις. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που αποκτούν διαφορετικές περιοχές, από το χαρακτηρισμό που τους αποδίδουμε ως αστικές, περιαστικές, αγροτικές, έως τις ιδεολογικές φορτίσεις που σχετίζονται με διαφορετικές περιοχές (πβ. τη διαφορετική φόρτιση που χαρακτηρίζει τις δυτικές και τις βόρειες περιοχές του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Αθήνας).
Σε αυτό το φόντο της κοινωνικής παραγωγής του χώρου είναι που πρέπει να δούμε και το ζήτημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Αυτή η τοποθέτηση μας διαχωρίζει από απόψεις που βλέπουν το οικολογικό πρόβλημα ως αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση ή τον πολιτισμό και τη φύση. Πιο σωστό είναι να δούμε το οικολογικό πρόβλημα ως μια χαρακτηριστική περίπτωση κοινωνικοποίησης των ζημιών από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ως τέτοιο αποτελεί ένα σημαντικό επίδικο της ταξικής πάλης, τόσο ως προς την καθαυτή διάσταση των οικολογικών προβλημάτων και των επιπτώσεων, όσο και ως προς τη διάσταση του 0επιμερισμού του κόστους σε σχέση με τον περιορισμό ή την αντιστροφή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Τονίζουμε τη δεύτερη διάσταση γιατί διαφωνούμε με εκείνους που βλέπουν το οικολογικό πρόβλημα ως μια μορφή αυτοκαταστροφής του κεφαλαίου: η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας έδειξε ότι το κράτος ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης και εκφραστής του μακροπρόθεσμου κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος μπορεί να παίρνει και μέτρα υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, συχνά κάνοντάς την και ένα νέο πεδίο υπεραξίωσης του κεφαλαίου. Στη βάση των παραπάνω εκτιμούμε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια παρέμβασης σε ζητήματα περιβάλλοντος δεν μπορεί παρά να γίνεται από μια ταξική οπτική που να εξηγεί τα συγκεκριμένα προβλήματα με βάση τη συγκεκριμένη συνάρθρωση ταξικών συμφερόντων γύρω από αυτά, δίνοντας και την αντίστοιχη αντικαπιταλιστική χροιά στις όποιες διεκδικήσεις.
Η τοπική αυτοδιοίκηση ως τμήμα του κρατικού μηχανισμού
Η ΤΑ, πέραν και παρά τους όποιους συνειρμούς γεννά το όνομά της, αποτελεί στην πραγματικότητα ένα τμήμα του συνολικότερου μηχανισμού του αστικού κράτους και επιφορτίζεται, σε επίπεδο τοπικό, με σημαντικές λειτουργίες που αφορούν τη συνολική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων
Οι λειτουργίες αυτές της ΤΑ αφορούν:
α) Κρίσιμες υποδομές της διευρυμένης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής συσσώρευσης: μεταφορές, συγκοινωνίες, ύδρευση, αποχέτευση, αποκομιδή σκουπιδιών, οδικό δίκτυο.
β) Σχεδιασμός και υλοποίηση του ευρύτερου πολεοδομικού σχεδιασμού και της κατανομής παραγωγικών και άλλων δραστηριοτήτων κατά ζώνες. Οι πλευρές αυτές, εκτός των άλλων, επηρεάζουν και τα χαρακτηριστικά που παίρνει η γαιοπρόσοδος, τόσο ως προς το ύψος, όσο και ως προς τη διανομή.
γ) Λειτουργίες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (ευθύνη για βρεφονηπιακούς σταθμούς, σχολικά κτίρια, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ζητήματα λαϊκής στέγης).
Εκτός, όμως, από τις λειτουργίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που αφορούν την διευρυμένη αναπαραγωγής της κεφαλαιακής συσσώρευσης, υπάρχουν και σημαντικότατες πολιτικές και ιδεολογικές λειτουργίες τις οποίες επιτελεί:
α) Διαμόρφωση τοπικών συνασπισμών εξουσίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την άρθρωση συμμαχιών ανάμεσα σε αστικά και μικροαστικά στρώματα.
β) Υποστήριξη μη μονοπωλιακών μερίδων μέσα από την κατανομή πιστώσεων και έργων.
γ) Συμμαχίες με στρώματα που στηρίζονται στη γαιοκτησία, μέσα από τις ρυθμίσεις που καθορίζουν το ύψος και την κατανομή της γαιοπροσόδου (π.χ. αλλαγές χρήσεις γης, επεκτάσεις σχεδίων πόλης κ.ο.κ.). Ειδικά στην ελληνική περίπτωση, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το κράτος χρησιμοποίησε τον κατακερματισμό της γαιοπροσόδου (αυθαίρετη δόμηση, μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης) ως ένα μοχλό απόσπασης συναίνεσης κυρίως από μικροαστικά στρώματα. Οι διαδικασία αυτές ανάγονται και στις συνέπειες του Εμφυλίου και την προσπάθεια του μετεμφυλιακού κράτους να ανεχτεί την αυθαίρετη δόμηση ως τρόπο ικανοποίησης της ανάγκης στέγασης μεγάλων πληθυσμών που μετακινήθηκαν.
δ) Προσπάθεια για απόσπαση συναίνεσης από τα λαϊκά στρώματα είτε σε επίπεδο επιμέρους παραχωρήσεων ή ρυθμίσεων σε θέματα υποδομών και συλλογικής κατανάλωσης, είτε σε επίπεδο ιδεολογικής αίγλης, εξωραϊσμού, υποσχέσεων οικονομικής ανάπτυξης.
Ο γεωγραφικά πεπερασμένος χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιτρέπει τη μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με αυτές τις πολιτικές και ιδεολογικές λειτουργίες αναπαραγωγής της αστικής ηγεμονίας, καθιστά πιο εύκολη τη σύναψη συμμαχιών και την εκμετάλλευση τυπικών και άτυπων δικτύων και πρακτικών που ήδη υπάρχουν σε τοπικό επίπεδο, εκμεταλλεύεται τοπικές παραδόσεις απόσπασης συναίνεσης.
Οι παραπάνω λειτουργίες δεν τροποποιούνται από το γεγονός ότι οι θεσμοί της ΤΑ είναι σε μεγάλο βαθμό αιρετοί. Είναι αλήθεια ότι ιστορικά υπήρξε πιο εύκολο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να αναγνωρίζονται σε αυτό το επίπεδο, κυρίως επειδή σε τοπικό επίπεδο (λαϊκοί δήμοι) υπήρξαν ισχυρότερες συσσωματώσεις εργατικών και λαϊκών στρωμάτων (αποτέλεσμα της κοινωνικά πολωμένης χωροταξικής κατανομής της κατοικίας), που επέτρεπαν στην Αριστερά να κερδίζει σημαντικές πλειοψηφίες. Αυτό, όμως, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συντηρεί αυταπάτες για τα όρια και τα χαρακτηριστικά που έχει η τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς δεν παύει να είναι τμήμα του κρατικού μηχανισμού, να καλείται να επιτελέσει σημαντικές όψεις της λειτουργίας του, να κινείται μέσα στα ευρύτερα όρια που διαμορφώνει η ηγεμονική κάθε φορά στρατηγική. Αντίθετα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση περισσότερο λειτουργεί, έτσι ώστε να φιλτράρονται τα ταξικά αιτήματα και να ενσωματώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια και αγωνιστικότητα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Ακόμη και εκεί που σε τοπικό επίπεδο εκπροσωπείται μέρος των συμφερόντων των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων αυτό γίνεται μέσα σε τέτοια πολιτικά σχέδια που δεν διαταράσσουν το συνολικό συσχετισμό δύναμης υπέρ του κεφαλαίου και της κεφαλαιοκρατικές κερδοφορίας.
Ακόμη περισσότερο, η ΤΑ έχει σημαντική πολιτική και ιδεολογική λειτουργία γιατί:
α) Επιδιώκει να ενσωματώνει τα λαϊκά αιτήματα στα πλαίσια μιας πλουραλιστικής, δημοκρατικής, ουδέτερης διαχείρισης, που μπορεί να τα υποτάξει στις συνολικότερες απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Η θεσμοθέτηση της κοινωνικής σύγκρουσης στο εσωτερικό των μηχανισμών συνιστά μία μορφή διακυβέρνησης που στοχεύει στο να παρουσιάσει τους απορρέοντες διακανονισμούς ως αποτέλεσμα της αποδοχής των κοινωνικών αιτημάτων από τους κρατικούς θεσμούς μέσα στα πλαίσια μίας ευνομούμενης και πλουραλιστικής διαχείρισης της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: Ο ρόλος των τοπικών θεσμών έγκειται στην ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.
β) Προσπαθεί να εμφανίζει τα προβλήματα ως τοπικά και με αυτό τον τρόπο να αποπροσανατολίζει τις λαϊκές μάζες από τις πραγματικές αιτίες των ‘τοπικών προβλημάτων’ που πρέπει να αναζητηθούν στις απαιτήσεις της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
Με την αντιμετώπιση του εκάστοτε ζητήματος και της «ανάπτυξης» ως «τοπικού» προσηλώνει τις λαϊκές μάζες στα «τοπικά» προβλήματα - άρα και στις «τοπικές» λύσεις. Εμφανίζει την κοινωνική (ταξική) συνεργασία σαν τη διαδικασία όπου «όλοι» συνεργάζονται για το «κοινό καλό», με αμοιβαίες υποχωρήσεις και πνεύμα καλής θέλησης και συνεργασίας, ώστε να βρεθεί η «βέλτιστη λύση» ή ο «καλύτερος» δρόμος για την «ανάπτυξη» της περιοχής. Με αυτό τον τρόπο το κράτος θα είναι αφενός μονίμως ανεύθυνο για κάθε μέτρο που θα συναντά λαϊκές αντιδράσεις, και για το οποίο θα ευθύνονται τα πρόσωπα που το διαχειρίστηκαν, και αφετέρου μονίμως υπεύθυνο για οτιδήποτε συγκεντρώνει την κοινωνική επιδοκιμασία.
Καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τοπική αυτοδιοίκηση.
Η συνολικότερη διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης είχε σημαντικές συνέπειες τόσο στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης ως ιδιαίτερου τμήματος του κρατικού μηχανισμού, όσο και στο επίπεδο της κοινωνικής παραγωγής του χώρου. Η λιτότητα και η περικοπή κοινωνικών δαπανών και παροχών, η διωτικοποίηση λειτουργιών και πρακτικών που μέχρι τώρα τις αναλάμβανε το κράτος, η ανάγκη διαμόρφωσης νέων πεδίων επιχειρηματικής δραστηριότητας, η εργασιακή ευελιξία, η απορρύθμιση και η αναίρεση προηγούμενων μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, η επίθεση απέναντι στις όποιες δυνατότητες παρέμβασης και διεκδίκησης του εργατικού κινήματος και των λαϊκών τάξεων, ως βασικές πλευρές της αναδιάρθρωσης ως κοινωνικής και πολιτικής στρατηγικής των δυνάμεων του κεφαλαίου, αντανακλούνται και υλοποιούνται και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αντίστοιχα η αναδιάρθρωση στην παραγωγή και στο συνολικό κεφαλαιακό κύκλωμα, έχει πολύ μεγάλες συνέπειες και στο τοπικό επίπεδο, διαμορφώνει νέες πολώσεις ανάμεσα σε ζώνες ανάπτυξης και ζώνες υποβάθμισης ή ζώνες καταστροφής, αλλάζει το χαρακτήρα ευρύτερων περιοχών, πιέζει τους τοπικούς συνασπισμούς εξουσίας να αναζητήσουν νέους τρόπους προσέλκυσης επενδύσεων. Αλλά και η εντεινόμενη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, ως μηχανισμός που επιτείνει την πίεση για αναδιάρθρωση, καθώς η διεθνής ανταγωνιστικότητα καθίσταται βασική παράμετρος που κρίνει την επιβίωση των εθνικών κεφαλαίων, επίσης μεταφράζεται σε μια πίεση ως προς το χαρακτήρα και την ικανότητα κάθε περιοχής ή περιφέρειας να είναι ανταγωνιστική και σε διεθνές επίπεδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότεροι οι μεγάλες καπιταλιστικές επενδύσεις κατευθύνονται προς χώρους που τους εξασφαλίζουν όχι μόνο υποδομές και προσβάσεις, αλλά και ένα κατάλληλο κοινωνικό και εργασιακό κλίμα, απαιτώντας –συχνά εκβιάζοντας– προνομιακή μεταχείριση ως προς την εργατική, ασφαλιστική, περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία.
Αυτή η γενική κατεύθυνση αποτυπώνεται στην πολιτική των θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης με δυο τρόπους. Από τη μια έχουμε το πολιτικό περιεχόμενο των βασικών κατευθύνσεων που σήμερα υλοποιούνται σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης
α) Πολλαπλές και πολυεπίπεδες μορφές άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης, μέσα από την εντεινόμενη ανταποδοτικότητα των δημοτικών υπηρεσιών, την μετατροπή των διαφόρων δραστηριοτήτων του δήμου σε δημοτικές επιχειρήσεις, την απόδοση δραστηριοτήτων και πρακτικών σε ιδιώτες.
β) Απορρύθμιση του πολεοδομικού σχεδιασμού με έμφαση στην παρέκκλιση από ισχύοντες κανόνες δόμησης προς όφελος της εξυπηρέτησης μορφών επιχειρηματικής δράσης που ελπίζεται ότι θα ενισχύσουν την τοπική οικονομία (η ενίσχυση της κατασκευής μεγάλων εμπορικών κέντρων είναι ίσως το πιο ορατό παράδειγμα αυτής της τάσης).
γ) Υποβάθμιση των συμμετοχικών διαδικασιών και των αντιπροσωπευτικών τοπικών θεσμών, δημιουργία νέων ευέλικτων πλαισίων τοπικής αναπτυξιακής και επιχειρηματικής δράσης)
δ) Μετατόπιση της προτεραιότητας από την κάλυψη βασικών λαϊκών αναγκών στην προσπάθεια για εκείνα τα έργα που θα δίνουν μεν την αίσθηση της «αναβάθμισης» και του εξωραϊσμού, πρωτίστως, όμως, θα ενισχύουν τοπικές επιχειρηματικές δραστηριότητες: μια ματιά στις αναπλασμένες «παλαιές πόλεις» ή τα πεζοδρομημένα κέντρα των επαρχιακών πρωτευουσών ή του εμπορικού κέντρου της Αθήνας, θα δείξει ακριβώς την προσπάθεια διαμόρφωσης ισχυρών εστιών επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στο εμπόριο και τις υπηρεσίες εστίασης και αναψυχής.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ΟΤΑ αποκτούν ένα νέο ρόλο. Είναι οι διαχειριστές μιας πολιτικής μειωμένου κρατικού προϋπολογισμού, γιατί το κράτος μειώνει τις πάγιες επιχορηγήσεις άρα και τις λειτουργικές δαπάνες, και επίσης ωθούνται στη συνεργασία με τους ιδιώτες και την ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος, είτε αποδίδοντας λειτουργίες τους σε ιδιώτες και αυξάνοντας την κερδοφορία του κεφαλαίου, είτε δημιουργώντας δημοτικές αναπτυξιακές επιχειρήσεις που λειτουργούν με λογική ανταποδοτικότητας, επιχειρηματικής κερδοφορίας και μετακύλησης του κόστους στις πλάτες των δημοτών και συνολικά των χρηστών των υπηρεσιών τους. Επίσης, οι ΟΤΑ καλούνται να αναβαθμίσουν την οικονομική τους λειτουργία, γιατί η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε συνθήκες ραγδαίας διεθνοποίησης προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις σε ζητήματα υποδομής: μεταφορές, συγκοινωνιακοί κόμβοι, τηλεπικοινωνίες, οργάνωση βιομηχανικών περιοχών, τεχνολογικών πάρκων κλπ. Αυτό όλο και περισσότερο οδηγεί τους ΟΤΑ να θέτουν ως βασικά κριτήρια της δραστηριοποίησης τους μορφές επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας: μείωση του κόστους με κάθε τρόπο, αύξηση παραγωγικότητα, επιδίωξη κερδοφορίας στις δημοτικές εταιρίες.
Η άλλη όψη είναι η μορφή με την οποία αυτό το πολιτικό περιεχόμενο θα εφαρμοστεί. Από τη μία μεταθέτει στους ΟΤΑ ένα μεγάλο τμήμα εκτελεστικών / διοικητικών λειτουργιών, κάνοντας πιο ευέλικτη τη δική του δράση και δημιουργώντας όρους ιδεολογικής ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων στους τοπικούς «στόχους». Αυτή η μετάθεση αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ, συνήθως είναι και ένας μοχλός για την ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, αλλά και δυνητικά την ανάπτυξη μορφών έμμεσης ιδιωτικοποίησης, στο βαθμό που οι ΟΤΑ λειτουργούν σε περιβάλλον περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Από την άλλη συγκεντρώνει το είδος εκείνων των αποφάσεων που είχαν επιτελικό χαρακτήρα και που βρίσκονταν μέχρι τώρα στη δικαιοδοσία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε θέματα προγραμματισμού του πολεοδομικού σχεδιασμού, πολεοδόμησης για κατασκευές μεγάλης έκτασης, όπου το κράτος συνάπτει συμμαχίες με τα πιο δυναμικά κομμάτια του κεφαλαίου, ο ρόλος των ΟΤΑ περιορίζεται στη θέση του γνωμοδότη. Έτσι λοιπόν το κράτος επιμερίζει τα κονδύλια σύμφωνα με τις προτεραιότητες του κεφαλαίου και όχι με τις κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων μιας περιοχής.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί και η νομοθετική ρύθμιση που ακούει στο σχέδιο Καποδίστριας. Ο Καποδίστριας αποτελεί μία νομοθετική μεταρρύθμιση απόλυτα συνδεδεμένη με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Πάνω στις συγκροτημένες περιφέρειες και στον γενικό γραμματέα περιφερείας δημιουργεί το περιφερειακό συμβούλιο που έχει κυρίως οικονομικές-πολιτικές αρμοδιότητες (κατάρτιση του ετήσιου περιφερειακού αναπτυξιακού προγράμματος, κατανομή των πιστώσεων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθώς και διατύπωση προτάσεων προς τους κεντρικούς φορείς του δημόσιου τομέα για έργα εθνικής σημασίας που αφορούν την περιφέρεια) καθώς και του περιφερειακού ταμείου που διαχειρίζεται όλα τα χρήματα για την ανάπτυξη των περιφερειών (διαχειρίζεται τις πιστώσεις του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, συμμετέχει σε προγράμματα της ΕΕ, ασκεί την ταμειακή διαχείριση της περιφέρειας, επιβάλει και εισπράττει δικαιώματα και έσοδα, συνάπτει δάνεια, διεξάγει έρευνες και μελέτες κλπ.). Βέβαια η θέσπιση του β΄ βαθμού σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε αναβάθμιση της αυτοδιοίκησης. Κι αυτό για τους εξής λόγους: α) συνδυάζεται με μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς το κεφάλαιο (τα διάφορα τοπικά αναπτυξιακά σχέδια), β) συντελεί στην επέκταση ανταποδοτικών λειτουργιών –δηλαδή στην απόδοση κερδοφόρων δραστηριοτήτων στις επιχειρήσεις, γ) εντείνει τη λειτουργία ενσωματωτικών μηχανισμών κοινωνικής χειραγώγησης μέσω της προσθήκης μία ακόμα διαδικασίας ψηφοφορίας με όλα τα παρεπόμενα που αυτή επιφέρει Αυτό συμβαίνει διότι η παραχώρηση αρμοδιοτήτων προς τις δευτεροβάθμιες αυτοδιοικήσεις σε καμία περίπτωση δεν συνδυάζεται με αντίστοιχη κατοχύρωση πολιτικής και διοικητικής αυτονομίας. Αυτό που επιδιώκεται είναι η δημιουργία μιας «επιχειρηματικής» δημόσιας διοίκησης ,που θα ασχολείται με την ανεύρεση τρόπων διευκόλυνσης των δραστηριοτήτων του κεφαλαίου ενώ ένα πολύ μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που θα προσφέρει θα παρέχονται, μέσω υπεργολαβιών, από ιδιωτικές εταιρίες σε πολύ υψηλές τιμές.
Στην ουσία πρόκειται για μία μόνο φάση ενός ευρύτερου σχεδίου που αποσκοπεί στην αποσυμφόρηση του κεντρικού κράτους από τις "περιττές" διαχειριστικές λειτουργίες οι οποίες αναθέτονται στους αναβαθμισμένους και αναδιαρθρωμένους ΟΤΑ. Οι τελευταίοι είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν με πνεύμα και λειτουργία πλήρους εξοικείωσης με την «τέχνη του επιχειρείν», τη συνεργασία με το ιδιωτικό κεφάλαιο καθώς και τη λήψη αποφάσεων βάση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων. Το αποτελέσματα αυτής της κίνησης αφορούν τρία επίπεδα: α) Το εθνικό επίπεδο, όπου το κεντρικό κράτος αναλαμβάνει έναν περισσότερο επιτελικό ρόλο, προωθεί την πολιτική της αναδιάρθρωσης σχεδιάζοντας νομοσχέδια και ρυθμίσεις που θα βελτιώνουν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου και θα εντείνουν τους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. β) Το περιφερειακό επίπεδο, όπου οι Γενικές Γραμματείες Περιφέρειας έχουν την ευθύνη για το συντονισμό και την εποπτεία των οικονομικών και διοικητικών δραστηριοτήτων στην περιοχή τους. γ) Το δημοτικό επίπεδο, όπου ένας σαφώς πιο περιορισμένος αριθμός ΟΤΑ αναλαμβάνει σημαντικό τμήμα λειτουργιών που ασκούσε παλαιότερα το κεντρικό κράτος και παράλληλα ιδιωτικοποιεί ένα πολύ σημαντικό μέρος των λειτουργιών του.
Όλες οι νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες προωθούνται το τελευταίο διάστημα σε αυτή την κατεύθυνση συντελούν, είτε με τα σχέδια ενίσχυσης της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (με την ευρύτερη σημασία που έχει η συνολική πολιτική επιλογή της προώθησης των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα την ίδια στιγμή που μειώνεται διαρκώς το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων), είτε με την ενίσχυση τοπικών μορφών επιχειρηματικής δράσης, αλλά και με προσπάθεια διαμόρφωσης μορφών απόσπασης συναίνεσης (τοπικά δημοψηφίσματα).
Μέτωπα μιας αριστερής παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο
Σύμφωνα με τα παραπάνω μια αριστερή παρέμβαση σε επίπεδο πόλης θα πρέπει: 1) κάθε πρόβλημα που εμφανίζεται ως «τοπικό» να το επανατοποθετεί στο πλαίσιο της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία, 2) να βρίσκει τον ιδιαίτερο τρόπο να παρεμβαίνει χωρίς να παραγνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (κοινωνικά, ιστορικά, πολιτισμικά) της κάθε περιοχής, 3) να παρεμβαίνει στα σχέδια ανάπλασης της πόλης προσπαθώντας να βρει το ρόλο της στο σχέδιο του κράτους, να βλέπει τη δυνατότητα του να αλλάζει μορφή και να μετατρέπει τη διαμαρτυρία των θιγόμενων σε πολιτική πάλη, 4) να ορίζει στόχους που να διαταράσσουν το σχέδιο του κράτους για την διαχείριση του χώρου.
Ας δούμε τα μέτωπα και τις ιδιαίτερες πτυχές τους θεματικά:
1) Το ζήτημα των ελεύθερων χώρων και της διαχείρισης τους από τους δημάρχους. Αναζητούν κάθε ευκαιρία να επεκτείνουν την εμπορική δραστηριότητα είτε επεκτείνοντας τα ιδιωτικά τραπεζοκαθίσματα στις πλατείες και αυξάνοντας τα έσοδα τους, είτε χτίζοντας μεγάλα εμπορικά καταστήματα, είτε επεκτείνοντας τις κατοικίες. Μειώνουν τα χρήματα για την συντήρηση των πλατειών, των χώρων πρασίνου, των παιδικών χαρών, των χώρων άθλησης και αναψυχής συντελώντας και αυτοί στην ταύτιση του δημόσιου αγαθού με την εγκατάλειψη, την υποβάθμιση, την καταστροφή. Προσπαθούν να αποδώσουν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο νέες εκτάσεις γης μέσα από την αλλαγή χρήσης της, την μεταφορά των συντελεστών δόμησης, την οικοδόμηση των αναδασωτέων περιοχών.
2) Η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων βρήκε στους ΟΤΑ ευρεία εφαρμογή. Με τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, τις εργολαβίες που δίνουν οι ΟΤΑ για έργα σε ιδιώτες, την κάλυψη των αναγκών των ΟΤΑ με συμβασιούχους, εποχιακούς (δημοτικούς εκλογικούς στρατούς). Μορφές εθελοντικής-απλήρωτης εργασίας («γίνε ήρωας της πόλης σου» Δήμος Αθηναίων)
3) Η συγκρότηση δημοτικών αναπτυξιακών εταιρειών (αναψυκτήρια, νεκροταφεία, αθλητικές εγκαταστάσεις, καφετέριες, πνευματικά κέντρα, ΚΕΚ, ΙΕΚ κλπ.) που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ταυτόχρονα, γίνεται προσπάθεια ιδιωτικοποίησης δημοτικών λειτουργιών όπως η αποκομιδή των απορριμμάτων ή η περιποίηση των χώρων πρασίνου.
4) Το μεγάλο πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Η χωματερή των Άνω Λιοσίων που λειτουργεί εδώ και σαράντα χρόνια και αποτελεί εστία μόλυνσης όχι μόνο της ευρύτερης περιοχής αλλά ολόκληρου του λεκανοπεδίου με τεράστιες συνέπειες στην υγεία των κατοίκων και στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Προγράμματα ανακύκλωσης που τα διεκπεραιώνουν ιδιωτικές εταιρίες και το κόστος τους μετακυλίεται μέσω των δημοτικών φόρων στους κατοίκους. Η αποσπασματική υλοποίηση της υποδομής της Ψυτάλλειας.
5) Το ζήτημα της στάθμευσης και του κυκλοφοριακού: Δρόμοι μέσα στην πόλη με διόδια, η δημοτική αστυνομία να δίνει άφθονες κλήσεις για «παράνομο» παρκάρισμα, ιδιωτικές εταιρίες να εκμισθώνουν χώρους στάθμευσης που τους δίνει δικαίωμα εκμετάλλευσης ο Δήμος, δρόμοι υψηλών ταχυτήτων που μεταφέρουν την κίνηση στο εσωτερικό δίκτυο των δήμων, δημοτική συγκοινωνία σε ιδιωτικές εταιρίες.
6) Το ζήτημα των κεραιών της κινητής τηλεφωνίας και των επιπτώσεων που έχουν στην υγεία όσων κατοικούν μέσα στο πεδίο εμβέλειας του ηλεκτρομαγνητικού τους πεδίου. Πολλές από αυτές είναι παράνομα τοποθετημένες γι’ αυτό και είναι καμουφλαρισμένες σε μορφή ηλιακού θερμοσίφωνα ή διαφημιστικής πινακίδας. Τοποθετημένες πλησίον χώρων όπου βρίσκονται παιδιά, έγκυες και υπερήλικες. Τα όρια ασφαλείας που θεσπίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είναι λίγο-πολύ αυθαίρετα γιατί κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τις βιολογικές επιπτώσεις της ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολίας. Αλλά και να τις γνωρίζαμε η επιλογή της έκθεσης αποτελεί πολιτική θέση.
Υπάρχουν και άλλες πηγές ηλεκτρομαγνητικού πεδίου όπως οι μετασχηματιστές υπερύψηλης τάσης της ΔΕΗ σε κατοικημένες περιοχές (Ηλιούπολη, Αργυρούπολη) και οι γραμμές υψηλής τάσης.
7) Το ζήτημα της χρήσης των ολυμπιακών έργων. Οι αθλητικές εγκαταστάσεις του ολυμπιακού χωριού εκμισθώνονται με φωτογραφικούς διαγωνισμούς στην ερασιτεχνική ΑΕΚ, τα γήπεδα γίνονται χώροι συναυλιών και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων ή εγκαταλείπονται στη φθορά του χρόνου όπως το κωπηλατοδρόμιο στο Μαραθώνα. Τεράστια σημασία για την Αττική έχει και το θέμα της μελλοντικής χρήσης και αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού.
8) Το ζήτημα του προαστιακού σιδηροδρόμου όπου η πόλη διευρύνεται μέχρι την Κόρινθο, αυξάνεται η αξία της γης εκατέρωθεν, υψώνεται ένας τοίχος που χωρίζει το δήμο των Αγίων Αναργύρων στη μέση αντί να υπογειοποιούνται οι γραμμές, τα σπίτια που απαλλοτριώνονται για την κατασκευή δεν αντιστοιχούν στη χρηστική αξία της κατοικίας αλλά στην ανταλλακτική αξία του οικοπέδου και του οικήματος με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες και χρήστες των οικιών να μην μπορούν να αντικαταστήσουν την οικία τους-με μια αντίστοιχη οικία-με τα χρήματα της απαλλοτρίωσης.
9) Το ζήτημα της δημοτικής αστυνομίας όπου στο δήμο Βύρωνα αποπειράθηκε ο δήμαρχος να συγκροτήσει εθελοντικό σώμα προστατών-ρουφιάνων, σε κάθε περίπτωση να χαρατσώνουν τους κατοίκους με πρόστιμα (παράνομο παρκάρισμα…) που καταλήγουν στα ταμεία του δήμου. Ταυτόχρονα συγκροτούνται μηχανισμοί πολιτικής εξάρτησης με τον τρόπο διορισμού των δημοτικών αστυνομικών αλλά και μια προσπάθεια να εμπεδώνεται το μιλιταριστικό ύφος ως φυσιολογική εικόνα και συμπεριφορά στην καθημερινότητα του κατοίκου.
10) Το ζήτημα των μεταναστών και της γκετοποίησης όπου συγκεκριμένες περιοχές του δήμου κατοικούνται από μετανάστες ή κοινωνικές ομάδες (τσιγγάνοι) και όπου η παραβατικότητα και η εγκληματικότητα αποτελούν το άλλοθι του κράτους για την αστυνομική βία και την δράση ρατσιστικών ομάδων.
11) Το ζήτημα των πολιτιστικών εκδηλώσεων των δήμων αλλά και των χώρων που μπορούν να παραχωρηθούν από το δήμο είτε για τη χρήση είτε για την ανέγερση τους ως χώρους πολισμού. Η περιορισμένη χρηματοδότηση των πνευματικών και πολιτιστικών κέντρων από τους δήμους ή η μετατροπή τους σε δημοτικές επιχειρήσεις. Πέρα όμως από την υποδομή μεγάλη σημασία έχει και «το είδος του πολιτισμού» που προωθούν οι δήμοι.
Όμως, η παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο αφορά και τον τρόπο με τον οποίο ευρύτερα επίδικα της ταξικής πάλης αποκτούν μια ιδιαίτερη τοπική διάσταση:
Πρώτον, έχουμε τον τρόπο με τον οποίο οι αναδιαρθρώσεις, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, οι επιπτώσεις από μαζικές απολύσεις, μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων, αλλαγές στο σχεδιασμό του κεφαλαίου έχουν επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό συγκεκριμένων περιοχών. Η επανεμφάνιση θυλάκων υψηλής ανεργίας, οι αλυσιδωτές επιπτώσεις στο σύνολο μιας περιοχής, ο τρόπος με τον οποίο το ειδικό πρόβλημα μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου μετατρέπεται σε πρόβλημα μιας πόλης ή ενός νομού, αλλά και οι δυνατότητες που υπάρχουν για τοπικές μορφές αλληλεγγύης και διαμόρφωσης ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών ενάντια στις αναδιαρθρώσεις, όλα αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη να υπάρχει ανάδειξη των γενικότερων ζητημάτων που αφορούν το εργατικό κίνημα και στο τοπικό επίπεδο.
Δεύτερον, έχουμε τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική κατηγορία της νεολαίας αναπαράγεται και στο τοπικό επίπεδο. Οι μαθητές είναι περισσότερο ευαίσθητοι τόσο σε οικολογικά ζητήματα, όσο και σε σχέση με ζητήματα κοινωνικής διαχείρισης του χώρου, καθώς οι κάθε είδους χώροι συγκέντρωσης της νεολαίας, είναι και πεδία όπου αυτή αναπαράγεται ως κοινωνική κατηγορία. Ενδιαφέρονται π.χ. αν ο δήμαρχος θέλει να γεμίσει τσιμέντο την πλατεία ή αν μια έκταση του δήμου θα γίνει πολυκατοικίες και όχι γήπεδα. Επίσης στο βαθμό που ο δήμος θα είναι υπεύθυνος για τη σχολική υποδομή ή για προγράμματα επιμόρφωσης οι μαθητές θα απευθύνονται στις τοπικές αρχές για τη βελτίωση τους αλλά παράλληλα θα ανοίγει συνολικά το θέμα της εκπαίδευσης. Πολύ σημαντική πτυχή της παρέμβασης στους μαθητές αποτελεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι που συμμετέχουν στις δημοτικές κινήσεις-σχήματα και τους απευθύνονται δεν είναι μέλη-όργανα ενός πολύ μακρινού και απόμακρου κομματικού μηχανισμού αλλά καθημερινοί άνθρωποι και γείτονες τους, και αυτό έχει επίδραση και στη συμπεριφορά των γονιών τους. Ένα σχήμα που απευθύνεται στους κατοίκους (άρα και στους γονείς) κάμπτει την ανησυχία, και πολλές φορές την άρνηση, των γονιών για την εμπλοκή και των παιδιών τους σε κινητοποιήσεις και συνολικά στην πολιτική
Η στρατηγική σημασία της παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο
Στη βάση των παραπάνω αναδεικνύεται η σημασία της παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο από τη μεριά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς:
α. Γιατί σήμερα ένα μεγάλο μέρος της συνολικότερης αναδιάρθρωσης των κρατικών μηχανισμών, της αλλαγής στους όρους διαχείρισης της κρατικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, της προσπάθειας αποδιάρθρωσης συλλογικών κοινωνικών πρακτικών και αναπαραστάσεων, περνάει μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση και τους θεσμούς της.
β. Γιατί γύρω από τις αντιθέσεις που συγκροτούνται στο τοπικό επίπεδο σε σχέση με τις αναδιαρθρώσεις των κρατικών μηχανισμών, την ιδιωτικοποίηση των ειδών συλλογικής κατανάλωσης, τις αλλαγές στη διαχείριση του χώρου, τις αλλαγές στην κοινωνική παραγωγή του χώρου και των συλλογικών δραστηριοτήτων σε αυτό, την έκταση και τον επιμερισμό της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, μπορούν να συγκροτηθούν μαζικές λαϊκές συμμαχίες μέσα στις οποίες μπορεί να ηγεμονεύσει μια αντικαπιταλιστική οπτική και να οδηγήσουν σε μαζικές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις και να διαμορφωθούν όροι σημαντικών συγκρούσεων.
γ. Γιατί στο τοπικό επίπεδο, ακριβώς επειδή την κοινή ιδιότητα του «κατοίκου» που διεκδικεί την μοιράζονται άνθρωποι με διαφορετική ταξική προέλευση δίνεται η δυνατότητα απεύθυνσης και κοινής αγωνιστικής δράσης με στρώματα στα οποία η ριζοσπαστική αριστερά δεν έχει μεγάλη πρόσβαση.
δ. Γιατί η διαμόρφωση τοπικών σχημάτων, σημαίνει έναν τρόπο κοινής δουλειάς, παρέμβασης, συζήτησης και σύνθεσης ανθρώπων με διαφορετική προέλευση εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς και αυτό κάνει τα τοπικά σχήματα βασικά πεδία και πραγματικά εργαστήρια της διαμόρφωσης σύγχρονων μετωπικών δημοκρατικών μορφών ενότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στην επαρχία, όπου αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλα πεδία.
Η παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο δεν έχει να κάνει με κάποια φετιχοποίηση του τοπικού, του μερικού, της μικρής κλίμακας απέναντι στο γιγαντισμό ή το συγκεντρωτισμό του κράτους. Αφορά –και εγγράφεται εντός– μια συνολικότερη διαδικασία πολιτικής παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και κεντρικά και σε κάθε επιμέρους κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο. Ταυτόχρονα, όμως, ακριβώς επειδή επιμένουμε σε μια δημοκρατική αντίληψη για τη μετωπική συγκρότηση, περιλαμβάνει και το στοιχείο της συγκρότηση σχημάτων, της αυτενέργειας, του συλλογικού πειραματισμού και δεν παίρνει το δρόμο του να αντιμετωπίσει την παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο μόνο ως μια αντανάκλαση της κεντρικής γραμμής.
Τα όρια της παρέμβασης της ρεφορμιστικής αριστεράς
Η αριστερά έχει μια ιστορία παρέμβασης στους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η μεγάλη συγκέντρωση ψηφοφόρων της Αριστεράς σε μεγάλους λαϊκούς δήμους της επέτρεψε έως και τη δεκαετία του 1980 να έχει ισχυρή παρουσία και να εκλέγει αρκετούς δημάρχους. Αποτελούσε αυτό έναν τρόπο αναγνώρισης των λαϊκών μαζών και σε αρκετές περιπτώσεις αυτό συνδέθηκε και με αγωνιστικές πρακτικές και διεκδικήσεις, πόσο μάλλον που πολύ συχνά οι δήμοι αυτοί αντιμετωπίζονταν ιδιαίτερα αρνητικά από το μετεμφυλιακό κράτος. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τελικά η παρέμβαση της Αριστεράς μπόρεσε να ξεπεράσει τα όρια μιας λογικής εξωραϊσμού, ανάπλασης και κινήσεων συμβολικών (μνημεία για την εθνική αντίσταση, αποπυρηνικοποιημένες πόλεις κ.λπ.). Από την άλλη, όμως, από τη δεκαετία του 1980 και μετά η παρέμβαση αυτή έδειξε τα όριά της: Καθώς οι δήμοι άλλαζαν και ως προς την κοινωνική τους σύνθεση και ως προς τις πολιτικές αναφορές των κατοίκων (με τη σταδιακή ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ σε πάλαι ποτέ προπύργια της Αριστεράς), αλλά και ως προς τις απαιτήσεις της διοίκησής τους. Αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο όταν και οι δήμαρχοι της Αριστεράς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αναδιαρθρώσεις, όπου και σε αρκετές περιπτώσεις δήμαρχοι προερχόμενοι από την Αριστερά (ιδίως το ΣΥΝ) φάνηκαν πρωτοπόροι ακόμη και στη προώθηση αναδιαρθρώσεων.
Η αντιφατικότητα αυτή καταγράφεται και στις σημερινές επιλογές της Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι σήμερα το ΚΚΕ, που σε γενικές γραμμές έχοντας την επιλογή να μην προχωράει σε συμμαχίες, να προτιμά την καθαρότητα απέναντι στην προοπτική να έχει δημάρχους, εν τέλει προκρίνει ως πολιτικό λόγο των αυτοδιοικητικών παρεμβάσεών του τη γενικόλογη αναγωγή όλων στην κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. Αντίστοιχα, ο ΣΥΝ πέρα από τη συμβολική επιλογή αυτοτελών καταγραφών σε κεντρικό επίπεδο, εξακολουθεί να διατηρεί ένα μεγάλο πλέγμα από τοπικές συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ και μια ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία σε δήμους ιδιαίτερα αναδιαρθρωμένους ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους, ενώ τα αυτοδιοικητικά στελέχη του διακρίνονται από ιδιαίτερες ικανότητες εμπλοκής σε κρίσιμες θέσεις ως προς τη διαχείριση οικονομικών, τα έργα κ.λπ., με την τοπική αυτοδιοίκηση να είναι και ένας βασικός τρόπος για να διατηρεί το μηχανισμό του.
Η ανάγκη διαμόρφωσης τοπικών κινήσεων
Από αυτό βγαίνει και ένα κεντρικό συμπέρασμα: Είναι κομβικό σημείο για εμάς η διαμόρφωση πραγματικών σχημάτων σε τοπικό επίπεδο (σε επίπεδο δήμων ή επαρχιακών νομών), τα οποία να έχουν πραγματική γείωση στην περιοχή του, επίγνωση των βασικών επιδίκων που αναδεικνύονται, παρέμβαση σε τοπικά προβλήματα και κινητοποιήσεις, συστηματική και μόνιμη παρουσία. Αυτό είναι διαφορετικό από τη διαμόρφωση πολιτικών πρωτοβουλιών «μίας χρήσης», ή απλώς και μόνο γενικής προπαγάνδας, που θα προβάλλουν την όποια κεντρική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς, χωρίς συγκεκριμένη δράση και παρέμβαση. Όχι γιατί δεν υπάρχει ανάγκη και για τοπική προπαγάνδιση της κεντρικής γραμμής, αλλά γιατί αυτό είναι διαφορετικό από τη διαμόρφωση τοπικών σχημάτων με πραγματική δυναμική.
Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί απλώς μια παρουσία στη βάση μιας γενικής γραμμής και η προβολή ενός γενικόλογου πολιτικού υποκειμενισμού. Αντίθετα, απαιτείται εκείνη η συγκεκριμένη τοποθέτηση που θα μπορεί να απαντά στα συγκεκριμένα προβλήματα που ανακύπτουν. Αυτό σημαίνει και την ανάγκη συγκεκριμένης επεξεργασίας ενός αριστερού αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης για τα ζητήματα που άπτονται των ζητημάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης: για τη διαχείριση του χώρου, για τη μορφή των κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών, για τις εργασιακές σχέσεις, για τις κατευθύνσεις του πολεοδομικού σχεδιασμού, για τις επιλογές κατανομής των δαπανών. Επομένως, εάν πρέπει να υπερβούμε μια λογική αριστερής γενικολογίας και μετάθεσης όλων στο μέλλον της ανατροπής, άλλο τόσο πρέπει και να πάμε πέρα από τη λογική που ταυτίζει την παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο μόνο με τους ελεύθερους χώρους, το σεβασμό του περιβάλλοντος τις αναπλάσεις και την άρνηση της ανταποδοτικής λογικής. Πρέπει να επεκταθεί και στο σύνολο της κοινωνικής και πολιτικής λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε ζητήματα στέγης, κοινωνικής (αυτό)διαχείρισης του χώρου, πολιτιστικής αναβάθμισης, ενίσχυσης συλλογικών κοινωνικών πρακτικών, διαμόρφωσης θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης, ενίσχυσης της δυνατότητας να παρέχουν δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες. Ούτε, βέβαια, αρκεί μια λογική νοσταλγίας της εποχής των κόκκινων δήμων. Κανείς δεν υποτιμά την πολιτική σημασία αναγνώρισης των λαϊκών στρωμάτων που είχε η εκλογή αριστερών δημάρχων, όμως η παρέμβασή τους είχε συγκεκριμένα όρια. Με αυτή την έννοια, το περιεχόμενο μιας μάχιμης αντικαπιταλιστικής παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο παραμένει ένα ζητούμενο, που οφείλει να ξεκινήσει και μέσα από την αποτίμηση και συνολικοποίηση της εμπειρίας που ήδη υπάρχει.
Έχει σημασία, επίσης, ότι η οπτική μας είναι πάνω από όλα μια κινηματική οπτική. Αυτό σημαίνει ότι για εμάς τα ζητήματα του χώρου, των αγαθών και των υπηρεσιών συλλογικής κατανάλωσης και των κρατικών μηχανισμών σε τοπικό επίπεδο δεν είναι σε καμία περίπτωση τεχνικά ζητήματα, ούτε εξαρτώνται από το ποιος έχει τον έλεγχο ενός μηχανισμού. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα πραγματικού συσχετισμού δύναμης και ύπαρξης μαζικών κινημάτων που να επιβάλουν τις απαιτήσεις τους, να υπερασπίζονται κατακτήσεις, να νοηματοδοτούν με τις αγωνιστικές πρακτικές και κινητοποιήσεις το χώρο. Με αυτή την έννοια, μια αριστερή παρέμβαση στο επίπεδο του χώρου δεν επιδιώκει να ελέγξει το δήμο ή τη νομαρχία για να καταδείξει ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς στην υπηρεσία του τόπου. Επιδιώκει να ξεδιπλώσει τη λαϊκή δυναμική, να συγκροτήσει μαζικά κινήματα και θεσμούς της λαϊκής αγωνιστικότητας (επιτροπές κατοίκων κ.λπ.) και με αυτό τον τρόπο να κινηθεί σε μια κατεύθυνση όξυνσης των αντιθέσεων και εντός του μηχανισμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όχι απλώς να τροποποιήσει συσχετισμούς, αλλά να κάνει όσο πιο ενεργό την αντίθεση που διαπερνά το τοπικό πεδίο. Και κινηματική οπτική σημαίνει ότι προσπαθούμε να οικοδομήσουμε πραγματικές κινήσεις μαζών, να διαμορφώσουμε όρους νικηφόρων διεκδικήσεων, να μπορέσουμε να πετύχουμε απτές νίκες. Και αυτό σημαίνει ότι διαφωνούμε με μια αντίληψη που θέλει τις τοπικές κινήσεις και παρεμβάσεις να περιορίζονται απλώς σε μια γενική καταγγελία της πολιτικής του κεφαλαίου, της Ε.Ε. και των αστικών κυβερνήσεων. Επιμένουμε σε μια παρέμβαση που θα επιδιώκει θα είναι όχι μόνο «πολιτικά ορθή», αλλά και κοινωνικά αποτελεσματική.
Αυτό σημαίνει ότι εμείς θα πρέπει, έχοντας και μακρόχρονη σχετική εμπειρία, να προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση τοπικών σχημάτων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, πράγμα που σημαίνει και συγκεκριμένες πολιτικές οριοθετήσεις: Τόσο θετικές, με την έννοια ενός ριζοσπαστικού περιεχομένου, μιας κριτικής απέναντι στην τοπική αυτοδιοίκηση ως θεσμό του αστικού κράτους, ενός συνόλου διεκδικήσεων άμεσων και μεσοπρόθεσμων, όσο και αρνητικών, με την έννοια της ανεξαρτησίας από κρατικούς και δημοτικούς μηχανισμούς, του διαχωρισμού από εσφαλμένες λογικές: τη λογική της γενικής προπαγάνδας, τη λογική της παρέμβασης μέσω των θεσμών, τη λογική της αξιοποίησης της τοπικής αυτοδιοίκησης για το «λαϊκό συμφέρον», τη λογική των «αναπτυξιακών» προγραμμάτων. Και αυτό είναι που βάζει και ένα πραγματικό όριο ως προς το εύρος των πολιτικών συμμαχιών (με την έννοια των πολιτικών λογικών και όχι των ατομικών εντάξεων) καθώς οριοθετεί απέναντι στη λογική και την πρακτική της ρεφορμιστικής αριστεράς, και ιδίως του Συνασπισμού.
Ως προς αυτά τα σχήματα, εμείς επιμένουμε στη λογική της «μεταβλητής γεωμετρίας» που έχουμε προκρίνει για την περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι μας ενδιαφέρουν σχήματα και τοπικές κινήσεις που να μπορούν να συσπειρώσουν το μέγιστο δυνατό εύρος αγωνιστών από διαφορετικές τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, πέρα από το εάν αναφέρονται ή όχι στην υπόθεση του αντικαπιταλιστικού πόλου. Επιδιώκουμε παράλληλα αυτές οι τοπικές κινήσεις, στο βαθμό που έχουν δράση και παρέμβαση, να διεκδικήσουν και την καταγραφή τους εκλογικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους δήμους (αλλά και σε νομούς σε περιπτώσεις που οι απαιτήσεις των καποδιστριακών Δήμων δεν επιτρέπουν τη δημοτική κάθοδο).
4. Η κεντρική πολιτική μας πρόταση για τις μεγάλες νομαρχίες
Εισαγωγή
Εκτός, όμως, από αυτό το επίπεδο μας θέλουμε να εξετάσουμε και τη δυνατότητα καθόδου σε μια σειρά από μεγάλες νομαρχίες, ξεκινώντας από τις νομαρχίες Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Αχαΐας, όχι τόσο ως «τοπική παρέμβαση», αλλά ως μια πολιτική πρόταση που αφορά τις συνολικότερες απαιτήσεις της διαδικασίας ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η τοποθέτηση αυτή δεν αφορά κάποια γενική ‘υπεριστορική’ ανάγκη για την πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αφορά τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας, τις ευκαιρίες, αλλά και τους κινδύνους που αναδεικνύονται μέσα σε αυτήν.
Μια πολιτική πρωτοβουλία για τις νομαρχιακές εκλόγές
Εκτιμούμε πως σήμερα και απέναντι στη όξυνση των αντιφάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς υπάρχει ανάγκη για πολιτικές πρωτοβουλίες που να κινούνται σε μια κατεύθυνση αντίθετη προς τη σημερινή αποτελμάτωση, που να δείχνουν ότι ένα πολιτικό σχέδιο αυτοτελούς πολιτικής παρουσίας μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς, υπό την προϋπόθεση μιας πραγματικής στροφής προς τις μάζες, μπορεί να έχει αποτελέσματα, μπορεί να συσπειρώσει ένα δυναμικό που σήμερα έχει μια θέση περισσότερο απογοητευμένου –και επικριτικού– θεατή, να δώσει μια άλλη δυναμική σε ταξικές πολώσεις που σήμερα λανθάνουν, μπορεί να ανατρέψει συσχετισμούς και στην αριστερά και στην κοινωνία.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται πολιτικές πρωτοβουλίες όπως η καμπάνια για τη λιτότητα, αλλά και οι προτάσεις που κάνουμε για την παρέμβαση στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ το Μάιο στην Αθήνα. Σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει και μια πολιτική παρουσία για μια αποτελεσματική εκλογική ενωτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στις νομαρχιακές εκλογές, τουλάχιστον στο επίπεδο των κεντρικών νομαρχιών.
Δεν μιλούμε για μια λογική να κατέβει ο πόλος της ριζοσπαστικής αριστεράς στις νομαρχιακές εκλογές, αφενός γιατί ο πόλος αυτή τη στιγμή δεν είναι για εμάς μια συγκροτημένη πολιτική διαδικασία αλλά πολύ περισσότερο μια δυνατότητα, αφετέρου γιατί πιστεύουμε ότι μια τέτοια πολιτική πρόταση απευθύνεται σε ένα εύρος δυνάμεων και αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστερά που είναι πολύ ευρύτερο όσων σήμερα συμμετέχουν στη συζήτηση για τον πόλο.
Αυτό το οποίο προτείνουμε είναι η συγκρότηση πλατιών ενωτικών ψηφοδελτίων της ριζοσπαστικής αριστεράς γύρω από ένα βασικό πλαίσιο κοινών πολιτικών θέσεων, ξεκινώντας από τις νομαρχίες Αθήνας Θεσσαλονίκης Αχαΐας. Ως ένα ελάχιστο κοινό πλαίσιο πολιτικών θέσεων για ένα τέτοιο κατέβασμα προτείνουμε τα ακόλουθα.
Αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική και τις απαιτήσεις της Ε.Ε. – Υπεράσπιση των συμφερόντων της εργαζόμενης πλειοψηφίας
·Όχι στη λιτότητα – να ζούμε με αξιοπρέπεια με ένα μισθό – κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων
·Όχι στην ανεργία και την ελαστική εργασία – όχι στην κατάργηση της μονιμότητας– 35ωρο – μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους
·Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις – κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων
·Δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία για όλους – όχι στην αναθεώρηση του Συντάγματος
·Όχι στην καταστολή και τον αυταρχισμό
·Όχι στο ρατσισμό - Πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους μετανάστες τώρα!
Αντίσταση σε όλες τις μορφές του σύγχρονου ιμπεριαλισμού
·Αλληλεγγύη σε όλους τους αγωνιζόμενους λαούς και κινήματα – Έξω το ΝΑΤΟ και οι βάσεις – Αποδέσμευση από την Ε.Ε.
Αγώνας ενάντια σε όλες τις αναδιαρθρώσεις σε σχέση με το χώρο και την τοπική αυτοδιοίκηση
·Όχι στην ιδιωτικοποίηση, την ανταποδοτική λειτουργία, την επιχειρηματική αντίληψη και πρακτική, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις
·Υπεράσπιση – διεύρυνση των ελεύθερων χώρων, του πρασίνου και των δασικών εκτάσεων, όχι στις αλλαγές χρήσης γης προς όφελος των επιχειρηματικών σχεδιασμών
·Αξιοποίηση των Ολυμπιακών έργων και του αεροδρομίου του Ελληνικού για το συμφέρον των κατοίκων, όχι στην παράδοσή τους σε επιχειρηματικά συμφέροντα.
·Όχι σε όλες τις παραλλαγές δημοτικών κατασταλτικών μηχανισμών
·Ενίσχυση των υποδομών κοινής ωφέλειας με δημόσια χρηματοδότηση και όχι μέσα από συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα: ύδρευση, αποχέτευση, ανακύκλωση, μαζικά μέσα μεταφοράς.
Αγώνας για μια άλλη ανεξάρτητη ριζοσπαστική αριστερά
·Όχι στην «αντινεοφιλελεύθερη» ενσωμάτωση του ΣΥΝ – Όχι στην ηττοπάθεια και τον απομονωτισμό του ΚΚΕ
·πάλη για την ενότητα και την ανασύνθεση της αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς
Αυτή η πρόταση προϋποθέτει ταυτόχρονα σαφείς οριοθετήσεις απέναντι στο ρεφορμισμό –μιλάμε για μια πρωτοβουλία της ριζοσπαστικής αριστεράς– και την εμμονή σε έναν απλό και κατανοητό λόγο, σε ένα πλέγμα βασικών άμεσων αιτημάτων που αντιστοιχούν στις ανάγκες των λαϊκών μαζών και όχι μια καταναγκαστική παράθεση ιδεοληψιών.
Απευθύνεται και αφορά το σύνολο των τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς: τόσο τις δυνάμεις του ΜΕΡΑ, όσο και άλλες τάσεις που συμμετέχουν στη συζήτηση και τον πόλο, όσο, όμως, και τις μ-λ τάσεις (ΚΚΕ(μ-λ) – ΜΛ-ΚΚΕ) αλλά και τάσεις που βρίσκονται σήμερα στο Φόρουμ (ΟΚΔΕ, Ξεκίνημα, ΚΟΕ).
Αφορά τη διαμόρφωση νομαρχιακών κινήσεων που δεν θα είναι το κέλυφος μιας συνεργασίας οργανώσεων, αλλά μια ζωντανή πολιτική συλλογικότητα, με ουσιαστική συμμετοχή όλων όσων τη συναπαρτίζουν, αυτοτελείς διαδικασίες, δημοκρατική συζήτηση (ολομέλειες, αντιπροσωπευτικό και ανακλητό συντονιστικό, ομάδες δουλειάς).
Είναι τέλος μια πρόταση, που χωρίς να παραβλέπει τοπικές ιδιαιτερότητες και δυναμικές, κατατίθεται με τρόπο ενιαίο, εκτιμώντας ότι πρέπει να υπάρχει ενιαίο στίγμα σε όσες Νομαρχίες υπάρξει τελικά παρέμβαση.
Μια τέτοια κατεύθυνση αξίζει τον κόπο να δουλευτεί και να προβληθεί από τώρα, ακριβώς γιατί αποτυπώνει μια πραγματική πολιτική πρωτοβουλία ανασύνθεσης ευρύτερων ενοτήτων της ριζοσπαστικής και αριστεράς και δεν υποτάσσεται στη σημερινή κατάσταση πνευμάτων, θεωρώντας ότι λίγο πολύ έχει κλείσει το εύρος των δυνάμεων που θα συμμετέχουν στον πόλο. Επιπλέον, είναι μια πρόταση που μπορεί να έχει αποτελέσματα και ως διαδικασία, καθώς μπορεί να λειτουργήσει και ως σημείο αναφοράς και συσπείρωσης ενός ευρύτερου δυναμικού.
Γι’ αυτό το λόγο και επιμένουμε και εδώ σε μια διαδικασία συνδιαμόρφωσης μιας τέτοιας πρότασης με άλλες τάσεις και ανεξάρτητους αγωνιστές. Στην ίδια κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει και μια διαδικασία ανάδειξης μιας τέτοιας πρότασης μέσα από διαδικασίες βάσης, μέσα από σχήματα, τοπικές κινήσεις και πρωτοβουλίες.
Εκτιμούμε ότι σήμερα μια τέτοια πρόταση για την ενωτική παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς, πέρα από αυτόκεντρες πρακτικές, όπως είναι οι διάφορες λογικής κομματικής παρέμβασης (όπως είναι τα εκλογικά κατεβάσματα του ΜΛ-ΚΚΕ) ή οι διάφορες «ενωτικές προτάσεις» που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ή η λογική του κατεβάσματος μόνο όσων συμφωνούν σε όλη τη γραμμή του πόλου (όπως είναι –λίγο-πολύ– οι προτάσεις που κάνει ο χώρος του ΜΕΡΑ), μπορεί να έχει ευρύτερη απήχηση και αντιστοιχεί και στις διαθέσεις ενός ευρύτερου δυναμικού.
Από την άλλη, όμως, η συζήτηση της συλλογικότητας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη διατύπωση και ζύμωση μιας πολιτικής πρότασης. Χρειάζεται να ανοίξει και μια πραγματική συζήτηση για το πώς και με βάση ποια κριτήρια θα κάνουμε τελικά τις επιλογές μας: Ποια είναι τα εχέγγυα ως προς το πολιτικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση που επιδιώκουμε; Ποια φυσιογνωμία ενός τέτοιου εκλογικού κατεβάσματος θεωρούμε αδιαπραγμάτευτη; Ποιο εύρος δυνάμεων θεωρούμε ότι είναι το ελάχιστο επαρκές για ένα τέτοιο εγχείρημα;
Και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι εμείς επιδιώκουμε μια πραγματική πολιτική πρόταση, που θα την παλέψουμε για να υλοποιηθεί. Διαφωνούμε, άλλωστε, με μια λογική που θέλει τις πολιτικές προτάσεις να διατυπώνονται ως «υποθετικοί λόγοι του μη πραγματικού», ως απλή εκφορά ενός πολιτικού λόγου για το πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, στη βάση του οποίου μπορεί να νομιμοποιηθεί η καταγγελία όσων δεν ακολουθούν την ορθή γραμμή. Αυτό που εμείς επιδιώκουμε είναι γύρω από μια πολιτική πρόταση να υπάρξει κινητικότητα, να συσπειρωθούν δυνάμεις, αγωνιστές και σχήματα και να μπορέσει αυτό να πιέσει και άλλες τάσεις να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με την κεντρική μας πολιτική πρόταση σε σχέση με τις μεγάλες νομαρχίες, θα πρέπει να δούμε με τρόπο διαλεκτικό και τις τρεις πλευρές των πολιτικών και οργανωτικών προϋποθέσεών της –εύρος δυνάμεων, μάχιμο πολιτικό περιεχόμενο, εχέγγυα και ως προς τη μαζική δράση και ως προς την προοπτική– και να μη μείνουμε μονοδιάστατα σε μια από τις πλευρές της. Επίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μηχανιστικά ως απλή εκφορά που απαιτεί απάντηση. Απαιτεί μια πολύ πιο αντιφατική διαδικασία ζύμωσης, αντιπαράθεσης, συνδιαμόρφωσης, κατάδειξης συσχετισμών. Οφείλουμε, επίσης, να έχουμε σαφές ότι το καθοριστικό, και σε αυτή την περίπτωση και συνολικά στον πολιτικό μας σχεδιασμό, δεν μπορεί να είναι απλώς η «τροποποίηση συσχετισμών» εντός του μικροκόσμου της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το καθοριστικό παραμένει το εάν κατά πόσο όλα αυτά μπορούν να έχουν οποιαδήποτε πραγματική «κοινωνική χρησιμότητα», εάν πραγματικά μπορούν να συμβάλουν στην τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης.
Ο πολιτικός μας σχεδιασμός για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές
Με αυτή την έννοια ο συνολικός μας πολιτικός σχεδιασμός σε σχέση με τις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές διαμορφώνεται ως εξής:
α. Το σύνολο του δυναμικού μας που δραστηριοποιείται σε τοπικές κινήσεις προσανατολίζεται προς την εξέταση της δυνατότητας παρέμβασης στις δημοτικές εκλογές, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν πραγματικοί όροι. Συνολικά, προσπαθούμε να συμβάλουμε, έτσι ώστε να υπάρξουν όσο το δυνατόν περισσότερες πετυχημένες εκλογικές παρεμβάσεις ριζοσπαστικών αριστερών δημοτικών ψηφοδελτίων. Αυτή η πολιτική δραστηριοποίηση αφορά πρώτα και κύρια του συντρόφους που δραστηριοποιούνται σε τοπικό επίπεδο, αλλά οφείλει να απασχολήσει και το σύνολο της συλλογικότητας, και αυτό σημαίνει και μια αντίστοιχη ενεργοποίηση και κατανομή δυνάμεων, τόσο κατά τη φάση της διαμόρφωσης των δυνητικών εκλογικών συνδυασμών, όσο και στην ίδια την εκλογική μάχη. Σε αυτή την κατεύθυνση θα βοηθήσει τόσο το υλικό και η κεντρική κατεύθυνση από τη σχετική ολομέλεια της συλλογικότητας, όσο και η δραστηριοποίηση και η αναβάθμιση του τομέα συνοικιών.
β. Διατυπώνουμε την κεντρική μας πρόταση για τις μεγάλες νομαρχίες δημόσια, με την έννοια της σαφούς πολιτικής μας επιλογής να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά και της εκτίμησής μας ότι σήμερα ενωτικά ριζοσπαστικά αριστερά ψηφοδέλτια στις μεγάλες νομαρχίες μπορούν να αποτελούν ένα κρίσιμο βήμα στη διαδικασία ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς και να αντιστρέψουν τάσεις απομόνωσης και αποδιάρθρωσης.
γ. Μετά από τη δημοσιοποίηση του κειμένου της πρότασης προχωρούμε: α) Σε επαφές με όλες τις άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, καθώς και με όλο το ανένταχτο δυναμικό που εκτιμούμε ότι αφορά μια τέτοια πρόταση. β) Στη διοργάνωση συσκέψεων κατά τόπους γ) Στη διοργάνωση πολιτικών εκδηλώσεων πάνω σε αυτή κατεύθυνση
δ. Με βάση το πώς ξεδιπλώνεται αυτή η κίνηση, το δυναμικό που συσπειρώνεται, το εύρος των δυνάμεων και το επίπεδο της πολιτικής συμφωνίας, θα πάρουμε την τελική μας απόφαση για το εάν μπορεί να προχωρήσει μια τέτοια πρωτοβουλία σε Πανελλαδική Ολομέλεια.
5. Το κείμενο ανοιχτής πρότασης διαλόγου προς τους συντρόφους της Κομμουνιστικής Ανανέωσης
Ζούμε σε μια συγκυρία που σφραγίζεται ταυτόχρονα από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, την ένταση της εκμετάλλευσης, το βάθεμα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, αλλά και τη εμφάνιση και καταγραφή μεγάλων, μαζικών και ελπιδοφόρων αντιστάσεων, κινητοποιήσεων, κινημάτων και αγώνων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, από το αντιπολεμικό κίνημα μέχρι τα όχι στα ευρωδημοψηφίσματα και από μεγάλες απεργίες έως τα επιτεύγματα μεγάλων αντάρτικων κινημάτων. Όλα αυτά θέτουν επί τάπητος το ερώτημα για το ποιο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα θα μπορέσει να αμφισβητήσει την αστική ηγεμονία, τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, το σύγχρονο ιμπεριαλισμό.
Αντίστοιχα στη χώρα μας ζούμε την ιδιαίτερη ένταση της κυβερνητικής επίθεσης ενάντια στα δικαιώματα και τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, με ένα πραγματικό μπαράζ κυβερνητικών νομοσχεδίων που προσπαθούν να αναιρέσουν κατακτήσεις και να επιταχύνουν αναδιαρθρωτικές διαδικασίες, την ίδια στιγμή που βαθαίνει ο βαθμός συμμόρφωσης με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Όμως, αυτήη πολιτική, παρότι οξύνει ένα κλίμα λαϊκής δυσαρέσκειας, δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να συναντήσει εκείνη την μαζική κινηματική απάντηση που θα μπορούσε να την αποσταθεροποιήσει. Αυτό είναι το αποτέλεσμα και του βάρους από προηγούμενες ήττες του λαϊκού κινήματος και των αντιφάσεων που σήμερα διαπερνούν τα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς.
Στην περίπτωση του ΣΥΝ οι γενικές διακηρύξεις περί της ανάγκης ενός αντινεοφιλελεύθερου αντικυβερνητικού μετώπου δεν αναιρούν ούτε τις ταλαντεύσεις ως προς ενδεχόμενες μελλοντικής κυβερνητικής συμμετοχής (όπως τείνουν να επιλέγουν, άλλωστε, άλλες τάσεις του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς), ούτε την αποδοχή της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, ούτε την απήχηση λογικών εκσυγχρονισμού σε κομμάτια της βάσης του.
Αντίστοιχα, το ΚΚΕ δείχνει να επιμένει σε μια αδιέξοδη πολιτική γραμμή, όπου οι γενικόλογοι αντικαπιταλιστικοί και αντιιμπεριαλιστικοί τόνοι συνδυάζονται με την εμμονή σε μια λογική απομονωτισμού, προεξόφλησης της αδυναμίας οποιουδήποτε αγώνα να κερδίσει, και έμφασης αποκλειστικά στην κομματική οικοδόμηση και καταγραφή.
Όσο για τη ριζοσπαστική αριστερά, παρά τα ελπιδοφόρα μηνύματα από την πετυχημένη παρέμβαση της Πρωτοβουλίας Αγώνα, τα βήματα που έγιναν στα εργατικά σχήματα και το ξεκίνημα ενός δημόσιου πολιτικού λόγου για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς, εντείνονται ταυτόχρονα και σοβαρά προβλήματα: η παράλληλη συνύπαρξη τάσεων δορυφορισμού με το ρεφορμισμού και σεχταριστικής αναδίπλωσης, η εμμονή στην προβολή του όποιου υποκειμενισμού σε βάρος των πολιτικών συνθέσεων, η υποτίμηση της ανάγκης για μια δημοκρατική μετωπική συγκρότηση, η προνομιμοποίηση του χωροταξικού διαχωρισμού σε βάρος της αναγκαίας γραμμής μαζών.
Εμείς από τη μεριά επιμένουμε σε μια λογική ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς και να διαχωριζόμαστε από όλες τις παραλλαγές ‘παναριστερής ενότητας’ (είτε ‘αντινεοφιλελεύθερων’ είτε ‘αντιμονοπωλιακών’), εκτιμώντας ότι ο πολιτικός χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς έχει τη δυνατότητα, εάν μπορέσει να συγκροτήσει αποτελεσματικά πολιτικά σχήματα και να μπορέσει να συμβάλει στην ανάπτυξη μεγάλων και νικηφόρων κοινωνικών αγώνων, να αναδιατάξει συνολικά τους συσχετισμούς μέσα στην αριστερά και να αποτελέσει την αφετηρία μιας ευρύτερης ανασυγκρότησης ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος.
Αυτή η κατεύθυνση είναι για εμάς κομβική μέσα στη συγκυρία. Επιμένουμε, όμως, ότι αφορά ένα δυναμικό, οργανωμένο και ανένταχτο, ευρύτερο των τάσεων εκείνων που σήμερα αναφέρονται στη συζήτηση για τον πόλο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αναπαραγωγή πρακτικών που έχουν ήδη δείξει τα όριά τους. Αντίθετα,πλατιά, ουσιαστική και δημοκρατική συζήτηση και μάχιμες και αποτελεσματικές ενωτικές πολιτικές πρωτοβουλίες, είτε αυτές αφορούν τη συμβολή σε κοινωνικούς αγώνες και τη στήριξη των εργατικών σχημάτων, είτε κεντρικά μέτωπα όπως η λιτότητα, είτε πρωτοβουλίες για την παρέμβαση στην τοπική αυτοδιοίκηση, τη στήριξη αριστερών κινήσεων πόλης, τη διαμόρφωση ενωτικών ριζοσπαστικών αριστερών ψηφοδελτίων στις μεγάλες νομαρχίες.
Σε αυτή την κατεύθυνση η Αριστερή Ανασύνθεση και η Κομμουνιστική Ανανέωση έχουν βρεθεί αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα να υποστηρίζουν κοινές θέσεις και να στηρίζουν κοινές πρωτοβουλίες, προσπαθώντας να αναδείξουν μια διαφορετική κατεύθυνση για τη ριζοσπαστική αριστερά. Η συμπόρευση αυτή είναι σημαντική και θα πρέπει να συνεχιστεί.
Πιστεύουμε, όμως, ότι δεν αρκεί η απλή συμπόρευση και κοινή στάση. Σήμερα, μέσα στα προβλήματα και τις αποκλίνουσες τάσεις που αναπτύσσονται μέσα στη ριζοσπαστική και επαναστατική αριστερά, καθώς και την αδυναμία άλλων σχημάτων να παίξουν έναν προωθητικό ρόλο, εκτιμούμε ότι υπάρχει, περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη, για μια αριστερή πολιτική συλλογικότητα που να μπορεί να συνδυάζει την αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική τοποθέτηση, το μαχόμενο μαρξισμό έξω και πέρα από μηχανιστικές, οικονομίστικες και ιδεαλιστικές διαστρεβλώσεις του, τη κομμουνιστική προοπτική, τη γραμμή μαζών, τη διάθεση να αναμετρηθεί με τις νέες προκλήσεις για το επαναστατικό κίνημα. Μια τέτοια συλλογικότητα θα μπορούσε να λειτουργεί προωθητικά συνολικά για το χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, να παίρνει και να στηρίζει πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά και να αποτελεί σημείο αναφοράς για ένα ευρύτερο δυναμικό το οποίο σήμερα αναζητά όρους και πεδία πολιτικής στράτευσης.
Σε αυτή την πολιτική κατεύθυνση εντάξαμε και εμείς την ενωτική διαδικασία που ξεκίνησε το 2002 με την απόφαση της Αριστερής Κίνησης, των Αριστερών Συσπειρώσεων και ανεξάρτητων αγωνιστών να διαμορφώσουν την Αριστερή Ανασύνθεση. Για εμάς αυτή η ενωτική διαδικασία και δυναμική κάθε άλλο παρά έχει ολοκληρωθεί, ούτε έχει συσπειρώσει όλους όσους αφορά. Εκτιμούμε ότι με τους συντρόφους της Κομμουνιστικής Ανανέωσης μας ενώνουν, όχι μόνο κοινές πολιτικές στάσεις μέσα σε πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά και συνολικότερες πολιτικές και ιδεολογικές οριοθετήσεις και αναφορές, τέτοιες που δίνουν τη δυνατότητα να συνεχιστεί αυτή η ενωτική διαδικασία και μέσα από το διάλογο των δύο συλλογικοτήτων.
Γι’ αυτό το λόγο και θέλουμε να απευθύνουμε στους συντρόφους της Κομμουνιστικής Ανανέωσης πρόταση πολιτικού διαλόγου των δύο συλλογικοτήτων, πάνω στο σύνολο των βασικών πολιτικών θέσεων που σήμερα απαιτεί η ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς και η αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας, με ορίζοντα όχι μόνο κοινές πρωτοβουλίες, αλλά και την από κοινού διαμόρφωση εκείνης της πολιτικής συλλογικότητας που θα μπορούσε να έχει πρωτοπόρο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση.
Μιλάμε για έναν πολιτικό διάλογο δομημένο, οργανωμένο, μάχιμο και όχι εγκεφαλικό που να συνδυάζεται κάθε στιγμή με πραγματική βήματα συμβολής στην ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων και το ξεδίπλωμα αποτελεσματικών πολιτικών πρωτοβουλιών, που να μπορεί να συσπειρώσει και ένα ευρύτερο δυναμικό. Και είναι βαθιά πεποίθησή μας ότι μπορεί να είναι γόνιμος, ουσιαστικός και να μας φέρει, όποια και είναι η απόληξη, σε καλύτερες θέσεις μάχης απέναντι στον ταξικό εχθρό, έτσι ώστε να αρχίσουν να διαμορφώνονται ξανά εκείνοι οι όροι που θα κάνουν τη σοσιαλιστική επανάσταση και την κοινωνική χειραφέτηση πραγματικά ιστορικά ενδεχόμενα.