Αριστερή Ανασύνθεση

Κεντρικό Συντονιστικό

Εκτιμήσεις και αποφάσεις της συνεδρίασης στις 11/12/2005

α. Πολιτική συγκυρία

1. Το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ

Η κατάθεση του νομοσχεδίου για τις ΔΕΚΟ σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα στην επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ρήξεις με τα λαϊκά στρώματα και έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά από νομοσχέδια που πέρασαν το καλοκαίρι.

Εάν το νομοσχέδιο για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και τις υπερωρίες ολοκλήρωνε και επέτεινε τάσεις που ήδη είναι σε εξέλιξη σε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, όπου ούτως ή άλλως ισχύουν συνθήκες υπερεκμετάλλευσης, εργοδοτικού δεσποτισμού και απουσίας συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και παρέμβασης, το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ επιτίθεται ευθέως σε εκείνα τα τμήματα της καπιταλιστικής παραγωγής τα οποία είχαν καταφέρει να διατηρήσουν σε όλο το προηγούμενο διάστημα ένα πιο προστατευμένο εργασιακό καθεστώς, κυρίως με τη μορφή υψηλότερων αποδοχών από τα κατώτερα τμήματα της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και κανονισμούς εργασίας που πρακτικά καθιστούσαν πολύ δύσκολη την απόλυση. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα κομμάτια για πολλά χρόνια αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, συνιστούν πολύ μεγάλο μέρος τη βάσης της ΓΣΕΕ και –με την εξαίρεση πολύ λίγων άλλων κλάδων και των ισχυρών ομοσπονδιών της ΑΔΕΔΥ– αποτελούν εκείνους τους εργασιακούς χώρους που μπορούν να δώσουν τον τόνο και την αίσθηση μιας απεργιακής κινητοποίησης και εργατικής σύγκρουσης.

Αυτός ο ιδιαίτερα επιθετικός χαρακτήρας του νομοσχεδίου προκύπτει από τις βασικές διατάξεις του:

·Εφαρμογή ενός πολύ επιθετικού πλαισίου ελέγχου των ΔΕΚΟ ώστε να εφαρμόζουν στοιχεία ιδιωτικοοικονομικής αποτελεσματικότητας και κερδοφορίας.

·Αναίρεση όλων των προηγούμενων κατακτήσεων και σε ό,τι αφορά τα μισθολογικά και κυρίως σε ό,τι αφορά την εργασιακή μονιμότητα για όλους τους νεοπροσλαμβανόμενους.

·Σαφή και ρητή πρόβλεψη ότι υπό προϋποθέσεις μειωμένης κερδοφορίαςή ζημιών θα μπορούν να υπάρχουν μισθολογικές και εργασιακές αλλαγές και για τους ήδη υπηρετούντες.

·Ευθεία αμφισβήτηση της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του ισχύοντος καθεστώτος για τη μεσολάβηση / διαιτησία καθώς εάν μέσα σε ένα τετράμηνο δεν υπάρχει συμφωνία σε επίπεδο διαπραγματεύσεων τότε τις αποφάσεις τις παίρνει η κυβέρνηση με νόμο. Ειδικά αυτό το σημείο, καθώς σαφώς παραβιάζει τις μέχρι τώρα ισχύουσες διατάξεις του ν. 1876/1990, παραπέμπει σε μια συνολικότερη αμφισβήτηση των διατάξεων που μέχρι τώρα ισχύουν για τις συλλογικές συμβάσεις και στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα, αφού δίνεται η δυνατότητα είτε για υποχρεωτική διαιτησία από την κυβέρνηση (και παράκαμψη του ΟΜΕΔ) είτε για αναίρεση με κυβερνητική απόφαση ρυθμίσεων που έχουν καθοριστεί με συλλογική σύμβαση (κάτι που έγινε και με την απόφαση για τις αλλαγές στα ασφαλιστικά ταμεία των τραπεζών που ρυθμίζονταν με βάση διμερείς συμφωνίες τραπεζών και συνδικάτων).

Το νομοσχέδιο αυτό έχει πολλαπλή οικονομική και πολιτική σημασία:

Οικονομικά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο για την ένταση του ιδιωτικοοικονομικού χαρακτήρα των ΔΕΚΟ, για τη μείωση του κόστους λειτουργίας, για τη δυνατότητα να αποδοθούν –είτε εν συνόλω είτε με την απόδοση «φιλέτων»– σε ιδιώτες. Η κυβέρνηση ελπίζει με αυτή τη βίαιη επίθεση στα δικαιώματα και τα εισοδήματα των εργαζομένων να μπορέσει ταυτόχρονα και να αποδώσει κρίσιμες υποδομές στον έλεγχο του ιδιωτικού κεφαλαίου, και να συγκρατήσει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα το κόστος αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου.

Όμως, η οικονομική σημασία δεν αφορά μόνο στενά το χώρο των ΔΕΚΟ. Η ύπαρξη καλύτερων εργασιακών όρων και σχετικά καλύτερων αμοιβών στις ΔΕΚΟ αποτελούσε παράμετρο που επηρέαζε το κόστος εργασίας και το εργασιακό κλίμα στο σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς λειτουργούσε ως απτό παράδειγμα (ενίοτε και εναλλακτική επιλογή) για καλύτερους όρους εργασίας. Αντίθετα, η αναίρεση αυτών των κατακτήσεων προσπαθεί να τροποποιήσει ακόμη περισσότερο το συσχετισμό δύναμης σε βάρος των εργαζόμενων, να στείλει το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν χώροι με κατακτήσεις.

Αυτό, άλλωστε, μας φέρνει και στην πολιτική ουσία αυτών των μέτρων. Πολιτική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να γίνει μη αντιστρέψιμη μια συνολικότερη τάση ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας και συμπίεσης των εργατικών δικαιωμάτων και προσδοκιών που είναι σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, και η οποία σε μεγάλο βαθμό προωθήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Η τάση αυτή μπορεί να εξηγηθεί και από το συνολικότερο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων αλλά και από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του συνασπισμού εξουσίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό:

·Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που θα έπαιρνε ένα οιονεί «αναπτυξιακό σχέδιο» για τον ελληνικό καπιταλισμό, είτε προς την κατεύθυνση μιας έμφασης στις υπηρεσίες και στον τουρισμό, είτε σε μια αναζήτηση και κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. όψεις των νέων τεχνολογιών), το σίγουρο είναι ότι η παράμετρος του φτηνού εργατικού κόστους (που συμπεριλαμβάνει και τη μισθολογική λιτότητα και την καθήλωση των πραγματικών αποδοχών και την εργασιακή ευελιξία ως προς το χρόνο εργασίας και τη δυνατότητα απόλυσης), αποτελεί βασική πλευρά όλων των πιθανών επιλογών.

·Σημαντικές μερίδες συνασπισμό εξουσίας, και ειδικά το τραπεζικό κεφάλαιο με την σημαντική βαρύτητά του ως προς τη διαδικασία χρηματοδότησης, κατεξοχήν προκρίνουν πλευρές όπως η άμεση αποδοτικότητα, η με κάθε τρόπο διατήρηση υψηλών ρυθμών κερδοφορίας, το τσάκισμα κάθε πιθανής αντίστασης.

·Το γεγονός ότι συνεχίζει να υπάρχουν πάρα πολλοί κλάδοι οι οποίοι είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα παραγωγικότητας, είτε υφίστανται την ανταγωνιστική πίεση από κοινωνικούς σχηματισμούς χαμηλού κόστους εργασίας (π.χ. κλωστοϋφαντουργία), είτε είναι οι ίδιοι έντασης εργασίας επίσης κάνει τη φτηνή και ευέλικτη εργασία μια στρατηγική επιλογή για τη διατήρηση της συνοχής του συνασπισμού εξουσίας.

·Ταυτόχρονα, σε μια περίοδο μεταβατική και αντιφατική και για την οικονομική συγκυρία και για τα χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, και η οποία σφραγίζεται από την είσοδο στην Ε.Ε. και σχηματισμών με ελάχιστα δικαιώματα των εργαζόμενων και ιδιαίτερα προνομιακή μεταχείριση των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση θέλει να στείλει ένα μήνυμα, και προς τους επενδυτές και προς τις διεθνείς αγορές, ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε τομές και να επιτεθεί στις όποιες εστίες οργανωμένης αντίστασης υπάρχουν ακόμη. Αυτό εξηγεί και γιατί έπρεπε οι επιλογές να έχουν όχι μόνο το χαρακτήρα, αλλά και την αισθητική της ρήξης.

Είναι σαφές ότι τυχόν ευόδωση αυτής της νομοθετικής ρύθμισης αντικειμενικά θα οδηγήσει σε ένα πολύ δυσμενέστερο πεδίο για τις δυνάμεις της εργασίας. Προφανώς και δεν θα αποτελέσει το τέλος της ταξικής πάλης, όμως θα σημαίνει ότι αυτή θα διεξάγεται σε ένα πολύ δυσμενέστερο τοπίο. Αρκεί να αναλογιστούμε τις διαφορετικές δυνατότητες αγωνιστικές δράσης που υπήρχαν στο χώρο των ΔΕΚΟ, με τις δυνατότητες που έδινε η προστασία από αναιτιολόγητες απολύσεις, με τον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα. Αρκεί επίσης να σκεφτούμε τι θα σημαίνει μια πιθανή ήττα σε χώρους που μπορούσαν «να τραβήξουν χειρόφρενο» και ενίοτε λειτουργούσαν και ως η έκφραση μιας ευρύτερης λαϊκής δυσαρέσκειας.

Συνολικά, εάν συνυπολογίσουμε το νομοσχέδιο για την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, την εκκίνηση των ανατροπών στο ασφαλιστικό με τις Τράπεζες και το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ γίνεται σαφές αυτό που περιγράψαμε σε άλλες τοποθετήσεις μας ως η διαμόρφωση ενός άλλου «υποδείγματος για την εργασία» που να στηρίζεται στις μειωμένες αποδοχές, τη μερική αποπτώχευση, την αναγκαστική καταφυγή στην υπερεργασία με διαλυτικά αποτελέσματα ως προς τη συνολική κοινωνική συγκρότηση της εργασίας, τη διαρκή ανασφάλεια, τις μειωμένες προσδοκίες.

Η τακτική της κυβέρνησης στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα υπάρξουν μεν αντιδράσεις, αλλά εν τέλει αυτές θα μείνουν απομονωμένες, ότι θα μπορέσει να ενεργοποιήσει αρνητική «αντανακλαστικά» απέναντι στους εργαζόμενους της ΔΕΚΟ παρουσιάζοντάς τους ως λίγο-πολύ «βολεμένους», ότι θα μπορέσει να αποφύγει ισχυρές αντιδράσεις, είτε εξαιτίας της αδυναμίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να προκαλέσει και να καθοδηγήσει μεγάλους παρατεταμένους αγώνες, ακόμη και όταν πρόκειται για την επιβίωση της ίδιας της κοινωνικής της βάσης,είτε λόγω της πιθανής διάθεσής της να προχωρήσει σε πρακτικές άμεσης συναλλαγής (όπως έγινε με το παράδειγμα της συμφωνίας για τον ΟΤΕ με την ΟΜΕ-ΟΤΕ).

Η τακτική της κυβέρνησης ενισχύεται και από το ότι γνωρίζει ότι σε μεγάλο βαθμό το ΠΑΣΟΚ, ειδικά σε επίπεδο ηγετικής ομάδας περί τον Γ. Παπανδρέου, δεν πρόκειται να διαφωνήσει σε στρατηγικό επίπεδο με την επιλογή των ανατροπών στις ΔΕΚΟ και αυτό φάνηκε και από τις χλιαρές αντιδράσεις του «αντικρατιστή» ηγέτη του ΠΑΣΟΚ. Έμμεσα ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι βασικές τάσεις της Αριστεράς είτε θα μείνουν στη γενικόλογη καταγγελία (ΣΥΝ), είτε θα επιδιώξουν την καταγραφή της κοινωνικής δυσαρέσκειας κατόπιν της εφαρμογής των μέτρων (ΚΚΕ).

Εάν αυτά είναι τα ισχυρά σημεία της κυβέρνησης, ποια είναι τα αδύναμα; Αφενός, ότι επιλέγει να συγκρουστεί με χώρους που έχουν ακόμη τη δυνατότητα να παράγουν μαζικές συνδικαλιστικές και απεργιακές πρακτικές, οι οποίες μάλιστα έχουν πραγματικό ευρύτερο αντίκτυπο (συγκοινωνίες, ενέργεια), επομένως να βρεθεί αντιμέτωπη με μια μεγάλη παρατεταμένη σύγκρουση. Αφετέρου, ότι η υπόθεση της απομόνωσης των κινητοποιούμενων εργαζόμενων των ΔΕΚΟ από τους υπόλοιπους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα δεν είναι καθόλου βέβαιη: όσο και αν καλλιεργείται συστηματικά σε επίπεδο ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, εντούτοις η σύμπτωση αυτών των τομών με την ευρύτερη οικονομική δυσπραγία, την παρατεταμένη λιτότητα και την ανασφάλεια από την έκρηξη της ανεργίας, μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα και να διαμορφώσει όρους κοινωνικής αποδοχής των κινητοποιήσεων ή και αλληλεγγύης, οριακά να κάνει το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ το επίκεντρο, το σύμβολο της δυσαρέσκειας και της αντίδρασης των εργαζόμενων.

Από τα παραπάνω προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα: Αποτελεί σήμερα ένα κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα το πώς θα εξελιχθεί η μάχη σε σχέση με τις ΔΕΚΟ. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μάχη την οποία ο ταξικός αντίπαλος έχει κερδίσει εκ των προτέρων και στο σύνολό της, όπως και θα ήταν, επίσης, λάθος να θεωρήσουμε –στη βάση μιας τέτοιας εκτίμησης– ότι το μόνο που μένει είναι απλώς να προσπαθήσουμε να καρπωθούμε πολιτικά τη δυσαρέσκεια ή να την μετατρέψουμε σε παράμετρο ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής της αριστεράς. Αυτό που παραβλέπουν τέτοιες εκτιμήσεις είναι σε μια τέτοια περίπτωση αυτό που θα καλούνταν να διαχειριστεί πολιτικά η Αριστερά ή ακόμη και να επιδιώξει να εκπροσωπήσει θα είναι μια ήττα και αυτό δεν μπορεί τόσο εύκολα και αυτονόητα να είναι η αφετηρία μιας ανάτασης της αριστερής πολιτικής. Αντίθετα, εάν επιμένουμε στη σχέση ανάμεσα στον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και τις δυνατότητες αριστερής δράσης, τότε θα πρέπει να δούμε πολύ σοβαρά και τους όρους με τους οποίους θα δοθεί αυτή η μάχη, να στηρίξουμε κάθε δυνατότητα και κινητοποίησης και οικοδόμησης ευρύτερων πρακτικών αλληλεγγύης, να κάνουμε την υπόθεση της αντίστασης στην ελαστική εργασία, τη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων κεντρικά πολιτικά ζητήματα.

2. Η κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό

Η κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό χρωματίζεται από την προσπάθεια της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ένα είδος νομοθετικής φυγής προς τα εμπρός για να μπορέσει και να υπερβεί τη σαφή καταγραφή στοιχείων και δυσαρέσκειας για την πολιτική της, αλλά και να απαντήσει στην όποια κριτική δέχεται για ελλιπή παραγωγή πολιτικής. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι δεν θα μπορεί για πάντα να στηρίζεται στην αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποκαταστήσει εκείνους τους δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα που θα το έκαναν πειστική εναλλακτική πρόταση.

Ταυτόχρονα, ακριβώς επειδή επένδυσε ιδιαίτερα και σε στοιχεία μιας διαφορετικής στάσης απέναντι στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών («ήθος», «διαφάνεια») καθίσταται πιο ευάλωτη σε οτιδήποτε έχει έστω και την οσμή σκανδάλου, γεγονός που επιτείνεται και από τη σαφή ένταση των ανταγωνισμών ανάμεσα στους διαφορετικούς καπιταλιστικούς ομίλους για να μπορέσουν να αποκτήσουν μια προνομιακή θέση ως προς τις κρατικές και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι σε αυτό το φόντο ενεργοποιούνται διάφορων ειδών εκκαθαριστικές διαδικασίες εντός των κρατικών μηχανισμών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το χώρο της δικαιοσύνης, εκκαθαρίσεις που συμβαδίζουν με την αναδιάρθρωση αυτών των μηχανισμών, εν προκειμένω με την αυστηροποίηση της στάσης του δικαστικού μηχανισμού.

Επομένως, θα πρέπει να πούμε ότι η κυβέρνηση παρά την προσπάθειά της για φυγή προς τα εμπρός εξακολουθεί να διαπερνάται στην πολιτική της από σημαντικές αντιφάσεις: α) Η αναδιάταξη των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και τυχόν περιοριστική τους τάση περιορίζει πραγματικές δυνατότητες άσκησης «αναπτυξιακής πολιτικής». β) Η όλη διαδικασία της δημοσιονομικής επιτήρησης αναιρεί έστω και επιμέρους δυνατότητες άσκησης «κοινωνικής πολιτικής». γ) Η προνομιμοποίηση της διαφάνειας καθιστά την κυβέρνηση ευάλωτη ταυτόχρονα και σε πιθανές κατηγορίες περί διαπλοκής αλλά και στην πίεση από επιχειρηματικούς κύκλους. δ) Αρκετές από τις μεγάλες τομές που προωθούνται στη βάση των απαιτήσεων της ΟΝΕ (π.χ. η απελευθέρωση της ενέργειας) δεν είναι βέβαιο ούτε με ποιους ρυθμούς θα προωθηθούν, ούτε εάν θα μπορέσουν να πετύχουν το συνδυασμό ανάμεσα στην απόδοση τομέων στο κεφάλαιο και στη διατήρηση σε χαμηλό επίπεδο του κόστους των υποδομών για την αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Στην βάση των παραπάνω δεν είναι τυχαίο ότι προωθεί τομές σε θεσμικό επίπεδο και ταυτόχρονα δέχεται κριτική για αναποτελεσματικότητα ως προς την παραγωγή έργου.

Και είναι σε αυτό το φόντο, που επιλέγει απέναντι στις δημοτικές εκλογές να προωθήσει την αλλαγή του εκλογικού νόμου και για να μπορέσει να δείχνει μια εικόνα εκλογικής κατίσχυσης σε κάθε περίπτωση.

Το ΠΑΣΟΚ δείχνει να διαπερνάται από έντονες αντιφάσεις. Από τη μια, η ηγετική ομάδα πιέζει για την ακόμη μεγαλύτερη εκκαθάριση του κομματικού μηχανισμού, αλλά και του πολιτικού λόγου και την οριστικοποίηση μιας νεοφιλελεύθερης στροφής. Από την άλλη, η ίδια η ανάγκη μιας στοιχειώδους αντιπολιτευτικής τακτικής επιβάλλει την αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική, την ίδια στιγμή που διαρκώς έρχεται αντιμέτωπο με κυβερνητικές ρυθμίσεις που έχουν την αφετηρία τους και σε δικές του επιλογές. Αυτό διαμορφώνει μια αντιφατική εικόνα όπου συνυπάρχουν ο συναγωνισμός με την κυβέρνηση σε νεοφιλελεύθερη ρητορεία, η ανάσυρση κλασικών αντιπολιτευτικών τόνων, ο διαγκωνισμός για την πολιτική επιβίωση των στελεχών που βαίνουν προς απόσυρση, τα όποια ένστικτα αυτοσυντήρησης της συνδικαλιστικής βάσης. Ως αποτέλεσμα, την ίδια στιγμή που ενισχύονται τάσεις δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει ιδιαίτερα ενισχυμένο από αυτή την εξέλιξη (αναλογικά το ΚΚΕ ή το ΛΑΟΣ δείχνουν να κερδίζουν περισσότερο σε επίπεδο δημοσκοπήσεων).

Στην περίπτωση του Συνασπισμού έχουμε να κάνουμε με την όξυνση μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στην τακτική Αλαβάνου για άντληση επιρροής από το «λαό της αριστεράς» στο όνομα μιας ενωτικής αντινεοφιλελεύθερης πρότασης και την υπαρκτή παρουσία απόψεων που επιμένουν σε μια αντίληψη προγραμματικού εκσυγχρονισμού και εκ νέου διαπραγμάτευσης με το ΠΑΣΟΚ. Υπό αυτή την έννοια είναι πολύ χαρακτηριστικές οι εντάσεις που αναδείχτηκαν σε σχέση με τη δημαρχία της Αθήνας. Οφείλουμε, όμως, να υπογραμμίσουμε ότι σε πολλές άλλες περιοχές η τακτική του Συνασπισμού εξακολουθεί να αφορά και μεγάλο εύρος συμμαχιών με το ΠΑΣΟΚ και πέραν της αντινεοφιλελεύθερης ρητορείας δεν έχουμε κάποια ουσιαστική μετατόπιση πολιτικής.

Το ΚΚΕ από την άλλη δείχνει να επιμένει στην ίδια κατεύθυνση, αρκείται στο να εξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο κόμμα διαμαρτυρίας, φροντίζει με κάθε τρόπο να εκκαθαρίσει κάθε φωνή που θα επεδίωκε τυχόν ευρύτερες συνεργασίες και αρνείται, επί της ουσίας,να αναζητήσει όρους συμβολής στην ανάπτυξη μαζικών ενωτικών αγώνων. Έχει ενδιαφέρον, όμως, ότι αυτή η τακτική υπονόμευσης κάθε περίπτωσης ενωτικής αποτελεσματικής αντίστασης στους διάφορους χώρους αντικειμενικά οξύνει αντιφάσεις και στο εσωτερικό του ΚΚΕ ειδικά σε εκείνα τα κομμάτια που έχουν παρέμβαση σε μαζικούς χώρους.

3.Η κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά

Η κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά χαρακτηρίζεται από την όξυνση των αντιφάσεων που τη διαπερνούν.

Εάν κανείς κοίταζε τα πράγματα από μια απόσταση θα έβλεπε σημαντικές δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης. Η σεχταριστική αναδίπλωση του ΚΚΕ και η απροθυμία του να συμβάλει σε οποιαδήποτε ενωτική κινηματική δυναμική, οι αντιφάσεις του Συνασπισμού, η τεράστια όξυνση κοινωνικών αντιθέσεων από την κυβερνητική πολιτική, όλα αυτά διαμόρφωναν μεγάλες δυνατότητες για μια παρέμβαση που αν είναι ταυτόχρονα ενωτικά αγωνιστική ως προς την ανάγκη να ξεσπάσουν αποφασιστικοί αγώνες που να αμφισβητήσουν την κυβερνητική πολιτική και ταυτόχρονα έντονα κριτική και διαχωριστική ως προς τα συνολικότερα σενάρια για την αριστερά και σε αυτή τη βάση να υπερασπίζεται και την κοινωνική και την πολιτική αναγκαιότητα μιας άλλης αριστεράς.

Αντί για όλα αυτά, αυτό που βλέπουμε είναι διαφόρων παραλλαγών αναδιπλώσεις. Είτε με τη μορφή της εκ νέου αναδίπλωσης σε πρακτικές ακολουθητισμού προς το ρεφορμισμό, είτε με τη μορφή των διαφόρων παραλλαγών αυτόκεντρης ανάπτυξης, είτε τέλος με τη μορφή της εμμονής σε πολιτικές ιδεολοψίες που αντικειμενικά υπονομεύουν τη διαδικασία του πόλου. Ο τρόπος με τον οποίο η ΚΟΕ επιμένει σε μια λογική ενότητας όλης της αριστεράς διαπραγματευόμενη ουσιαστικά με το ΣΥΡΙΖΑ τα νομαρχιακά της σχήματα είναι ένα παράδειγμα των αντιφάσεων όσων επιμένουν σε παραλλαγές της δορυφοριοποίησης. Ο τρόπος με τον οποίο το ΚΚΕ (μ-λ) επιμένει να διατυπώνει «ενωτικές» προτάσεις που κατά βάση αφορούν μόνο τον εαυτό του είναι μια ένδειξη των αποτελεσμάτων της αυτόκεντρης ανάπτυξης. Και ο τρόπος με τον οποίο το ΝΑΡ προσπαθεί να διαχειριστεί την ένταση των εσωτερικών αντιθέσεων και η εμμονή σε θέσεις που αντικειμενικά υπονομεύουν τη δυνατότητα σύνθεσης είναι ένα παράδειγμα της λογικής του ακροαριστερού αναχωρητισμού (σε αναλογία με τον αριστερό αναχωρητισμό του ΚΚΕ). Ειδικότερα στο ΝΑΡ δείχνει να διαμορφώνεται ένας ενόψει συνεδρίου ένας συσχετισμός γύρω από την υπέρβαση στοιχείων μιας πιο κλασικής κομμουνιστικής ταυτότητας (έστω και εάν αυτό θα σημαίνει στην πράξη μια λογική «μικρότερο αλλά καλύτερο) και μια εναγώνια αναζήτηση μετωπικών σχημάτων, όπως οι παρεμβάσεις, που να λειτουργούν ως μαζικές εκφράσεις της γραμμής του και χώροι επανασύνδεσης με τμήματα της βάσης του.

Αυτές οι αντιφάσεις ενισχύονται και από την ίδια την αντιφατικότητα της περιόδου. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση επιλέγει εδώ και αρκετούς μήνες μια στρατηγική τομών, στην πραγματικότητα η κοινωνική αντίδραση, με την εξαίρεση του χώρου των τραπεζών είναι υποτονική. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό καταγράφεται ακόμη και σε χώρους που δεν καθορίζονταν απόλυτα αό το γενικό πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα, όπως είναι οι χώροι της φοιτητικής νεολαίας. Αυτό μπορεί μεν να ερμηνευθεί μέσα από την αποτίμηση προηγούμενων ηττών των δυνάμεων της εργασίας, αλλά δεν παύει να εντείνει μια αμηχανία σε όλες τις απόψεις της αριστεράς.

Και ο λόγος είναι ότι αναιρεί και τα δύο κλασικά «σενάρια» για την αριστερή πολιτική: τόσο αυτό που στηρίζεται στο ότι θα υπάρξει με κάποιο αυτόματο τρόπο μια κοινωνική αναταραχή, πάνω στην οποία θα βρει γόνιμο έδαφος μια αριστερή πολιτική τοποθέτηση, όσο και αυτό που στηρίζεται στο ότι κάποιος άλλος πολιτικός χώρος θα διαμορφώσει όρους κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής την οποία θα μπορούσε μετά μια αριστερή αντίληψη να πολώσει προς τα αριστερά. Αντίθετα, η σημερινή συγκυρία φέρνει κάθε τάση της αριστεράς και ειδικά της ριζοσπαστικής αντιμέτωπη με την ανάγκη ταυτόχρονα να ανασυγκροτηθούν οι όροι της κοινωνικής σύγκρουσης και διεκδίκησης (με όρους ενότητας της τάξης) και οι όροι της αναγκαίας χάραξης διαχωριστικών γραμμών μέσα στην αριστερά. Απέναντι σε αυτή τη δύσκολη και εκ των πραγμάτων αντιφατική πρόκληση αναδεικνύονται τα όρια και οι αντιφάσεις κάθε τάσης της αριστεράς.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις τάσεις εκείνες της ριζοσπαστικής αριστεράς που αναφέρονται στη διαδικασία συγκρότησης του πόλου δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε τη διαπίστωση ότι η όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων του ΝΑΡ σημαίνουν ότι εδώ και καιρό έχει χάσει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως ένα προωθητικό κέντρο πολιτικών πρωτοβουλιών, αλλά αντίθετα κυρίως επάγει τις αντιφάσεις του και αναδιπλώνεται γύρω από τις πιο σεχταριστικές πλευρές της πολιτικής του γραμμής. Ο τρόπος με τον οποίο η αντίληψη και κυρίως πρακτική του «νέου εργατικού κινήματος» όλο και περισσότερο τίθεται ως όρος και βάση της όποιας πολιτικής ενότητας είναι πολύ χαρακτηριστικός. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση ότι σήμερα έχει λίγο πολύ κλείσει η γεωμετρία του πόλου και το μόνο που χρειάζεται είναι η αποσαφήνιση του πολιτικού λόγου. Το ίδιο ισχύει και για την εμφάνιση ενός σεχταρισμού που στο τέλος χάνει κάθε στοιχείο πολιτικού αισθητηρίου και απειλεί να χαρίσει στο ρεφορμισμό μεγάλα κομμάτια του λαού της αριστεράς (π.χ. σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ).

Ο πολιτικός μας σχεδιασμός

1. Η βασική μας κατεύθυνση

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η συλλογικότητά μας ήδη από την απόφαση της συνδιάσκεψής της αποφάσισε ότι θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί και να προσπαθήσει να χαράξει κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές και να διατυπώσει πολιτικές προτάσεις για τη ριζοσπαστική αριστερά στη βάση και των προκλήσεων της συγκυρίας. Το γενικό πνεύμα αυτής της απόφασης ήταν το ακόλουθο:

α. Αναζήτηση όρων τροποποίησης της σημερινής «γεωμετρίας» όσων συμμετέχουν στη διαδικασία του πόλου σε μια προσπάθεια να διευρυνθεί και σε επίπεδο δυνάμεων και σε επίπεδο αγωνιστών.

β. Διατύπωση μιας μάχιμης κατεύθυνσης που να προσπαθεί να φέρει τη ριζοσπαστική αριστερά μέσα στις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις που αναδεικνύονται, με έμφαση στους νικηφόρους κοινωνικούς αγώνες.

γ. Πολιτικές πρωτοβουλίες που να μπορούν να καταγράφουν τη δυναμική που μπορεί να έχει η ριζοσπαστική αριστερά.

δ. Ανάδειξη των πραγματικών πολιτικών ερωτημάτων και αντιθέσεων που διαπερνούν σήμερα τη ριζοσπαστική αριστερά.

Αυτό σε πρακτικό επίπεδο μεταφράστηκε στις ακόλουθες κατευθύνσεις:

·Αποσαφήνιση ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με μια λογική «πεπατημένης» σε ό,τι αφορά τη διαδικασία του πόλου και ότι δεν δεχόμαστε ότι έχει «κλείσει» το φάσμα των δυνάμεων που θα συμμετέχουν και το μόνο που μένει είναι η αποσαφήνιση του προγράμματος.

·Διατύπωση συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων που να εξειδικεύουν την πολιτική μας κατεύθυνση για μια διαφορετική διαδικασία ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς:

α. Μιακαμπάνια μεγάλης κλίμακας για τη λιτότητα που να δείχνει στην πράξη με ποιο τρόπο μπορεί η ριζοσπαστική αριστερά να κάνει πολιτική χωρίς να καταφεύγει σε μεγαλοστομίες και απογειώσεις.

β. Μια παρέμβαση στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ που να εξασφαλίζει ότι δεν χαρίζουμε χιλιάδες αριστερούς που θα περάσουν από εκεί στο πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.

γ. Τέλος, μια πρόταση για ενωτικά ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής αριστεράς στις μεγάλες νομαρχίες γύρω από ένα βασικό πλαίσιο υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των εργαζομένων.

·Στήριξη όλων των σχημάτων στους κοινωνικούς χώρους με ταυτόχρονη προσπάθεια να κατατίθενται εκεί συγκεκριμένα σχέδια για το πώς μπορούν σήμερα να ξεσπάσουν μαχητικοί κοινωνικοί αγώνες. Παράλληλα, άνοιγμα όλων των πολιτικών ζητημάτων που σήμερα υπονομεύουν τη δυνατότητα των σχημάτων να παίξουν αυτό το ρόλο, ξεκινώντας από το ζήτημα των χωριστικών πρακτικών στο εργατικό κίνημα.

2. Αποτίμηση των τελευταίων εξελίξεων

Σε αυτό το φόντο μπορούμε να εκτιμήσουμε τις τελευταίες εξελίξεις στη ριζοσπαστική αριστερά. Το διήμερο των σχημάτων έδειξε και αυτό τις αντιφάσεις που διαπερνούν τη ριζοσπαστική αριστερά, τόσο με την έννοια των διαφωνιών όσο και των δυνατοτήτων. Εάν θα θέλαμε να κωδικοποιήσουμε τα ερωτήματα που ανακύπτουν αυτά είναι τα ακόλουθα:

·Εάν σήμερα το ζήτημα είναι με ποιο τρόπο η ριζοσπαστική αριστερά θα συνεισφέρει όντως στην ανάπτυξη κινημάτων ή εάν απλώς θα προσπαθήσει να κατοχυρώσει μια πολιτική επιρροή και να αποσπάσει ένα τμήμα των εργαζομένων από την επιρροή του ρεφορμισμού, με κάθε τρόπο συμπεριλαμβανομένων και των σεχταριστικών πρακτικών.

·Εάν μπορούν να αναπτυχθούν κινήματα στα οποία όσοι συμμετέχουν δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν και πολιτικά

·Εάν αναλογεί στη ριζοσπαστική αριστερά να διατυπώνει προτάσεις ευρύτερων συμμαχιών πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και με σκοπό την ανάπτυξη κινημάτων.

·Εάν θεωρούμε ότι υπάρχει ακόμη σχετική αυτοτέλεια του μαζικού χώρου ή εάν αντίθετα υποστηρίζουμε ότι και το μαζικό κίνημα θα πρέπει να κατακερματίζεται ανάλογα με τις πολιτικές τάσεις.

·Εάν πιστεύουμε ότι σήμερα είναι εφικτό ένα αντικαπιταλιστικό εργατικό κίνημα ή ένα αντινεοφιλελεύθερο, αντιεργοδοτικό, αντικυβερνητικό και αντι-ΟΝΕ κίνημα με μια ισχυρή αντικαπιταλιστική τάση.

Στην ίδια κατεύθυνση ήταν και όλες οι άλλες παρεμβάσεις μας, είτε σε σχέση με τη διαδικασία του πόλου, είτε σε σχέση με ζητήματα όπως το Ευρωπαϊκό Φόρουμ. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι προτάσεις έχουν καταφέρει ως ένα βαθμό να επαναφέρουν τη συζήτηση σε σχέση με τη ριζοσπαστική αριστερά. Ούτε είναι τυχαίο ότι ήδη δεχόμαστε μια πολεμική, κυρίως από τη μεριά του ΝΑΡ η οποία προσπαθεί να μας παρουσιάσει ως να έχουμε κάνει επιλογές δεξιάς μετατόπισης και η οποία πολεμική εκτιμούμε ότι θα ενταθεί το επόμενο διάστημα.

(για την αποτίμηση του διημέρου βλ. και το κείμενο εκτιμήσεων του γραφείου)

3. Για τις πολιτικές μας πρωτοβουλίες το επόμενο διάστημα

Σε αυτό το πλαίσιο καλούμαστε να κάνουμε την πολιτική μας τοποθέτηση ακόμη πιο σαφή και συγκεκριμένη. Αυτό περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα

·Την οριστικοποίηση της πρότασης για τη λιτότητα (παρατίθεται χωριστά)

·Την αποσαφήνιση της στάσης μας απέναντι στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ. Ως προς αυτό το σημείο η βασική μας κατεύθυνση οριοθετείται από τις ακόλουθες παραμέτρους: Εξακολουθούμε να διαφωνούμε με τη λογική και τη στρατηγική του Κοινωνικού Φόρουμ θεωρώντας το ένα εργαστήρι για την ενίσχυση ρεφορμιστικών λογικών. Αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι από μια τέτοια διοργάνωση θα περάσουν χιλιάδες αριστεροί και θα υπάρξει ενδιαφέρον, όπως ότι εκεί θα συμμετέχουν και τάσεις που μας ενδιαφέρουν πολιτικά. Θέλουμε μια παρέμβαση που να συνδυάζει την κριτική απέναντι στο Φόρουμ, την όξυνση των αντιφάσεων για όσες αντικαπιταλιστικές τάσεις επιμένουν στη συμπόρευση με το Φόρουμ, την αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Σε αυτό το πλαίσιο κάνουμε την ακόλουθη πρόταση

oΠαρουσία με υλικό, τραπεζάκια, αφίσες της ριζοσπαστικής αριστεράς μέσα στο χώρο.

oΠρόταση για συνδιοργάνωση από δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς εντός και εκτός Φόρμου μεγάλης συζήτησης, στο χώρο του Φόρουμ αλλά όχι με το χαρακτήρα συζήτησης του Φόρουμ και ανεξάρτητης από αυτό, για τις προοπτικές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

oΠροετοιμασία, σε χρόνο που θα κριθεί κατάλληλος, μεγάλης διεθνούς συνάντησης με πρωτοβουλία των δυνάμεων που αναφέρονται στον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς.

·Τη διατύπωση μιας δημόσιας τοποθέτησης για τη ριζοσπαστική αριστερά που να κάνει σαφή τα ακόλουθα σημεία:

oΕπιμένουμε στην υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.

oΕκτιμούμε ότι μέσα στη σημερινή συγκυρία υπάρχουν πραγματικές δυνατότητα ώστε να συναντηθεί με ευρύτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων.

oΘεωρούμε ότι αυτή θα κριθεί από την ικανότητα κοινής παρουσίας μέσα στους κοινωνικούς αγώνες και συμβολής στην ανάπτυξη κινημάτων.

oΑρνούμαστε την σύγχυση ανάμεσα στην αναγκαία πολιτική αυτοτέλεια της ριζοσπαστικής αριστεράς και την πολεμική απέναντι στο ρεφορμισμό από τη μια, και από την άλλη το σεχταρισμό στο κίνημα, το μαξιμαλισμό στα αιτήματα, την απογείωση από προκλήσεις.

oΔιαφωνούμε με μια λογική που πρακτικά θεωρεί ότι ο οποιοσδήποτε μέσα στον πόλο δεν θα υποχρεωθεί και σε πολιτικές μετατοπίσεις.

oΑναδεικνύουμε τα πραγματικά προβλήματα, αντιθέσεις, καθυστερήσεις που σήμερα εμποδίζουν να ξεδιπλωθεί η πραγματική δυναμική της συζήτησης για τον πόλο.

oΕξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε για μια ευρύτερη δημοκρατική μετωπική ενότητα τάσεων, αγωνιστών και σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς που να μην περιορίζεται μόνο σε όσους σήμερα συμμετέχουν στη συζήτηση για τον πόλο.

oΠροτείνουμε μια διαδικασία συνδιαμόρφωσης και μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες και μέσα από διαδικασίες βάσης ενωτικών ριζοσπαστικών αριστερών ψηφοδελτίων για τις νομαρχιακές εκλογές γύρω από τους βασικούς άξονες: μαζικοί αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική – υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας – ανάδειξη της ανάγκης για μια άλλη αριστερά.

·Προετοιμάζουμε την πολιτική μας πρόταση για τις νομαρχιακές και την αποσαφηνίζουμε και μέσα από την ολομέλεια που θα κάνουμε το Γενάρη.

·Διαμορφώνουμε όρους συμμαχιών γύρω από την πολιτική μας λογική και με άλλες τάσεις και με άλλους συντρόφους (Κομμ. Αναν., ΕΚΚΕ, ΑΡΑΣ, ΟΚΔΕ, Αρ. Ανασύντ. κ.α.) και απευθυνόμαστε και σε τάσεις που είναι εντός διαφορετικών κατευθύνσεων (π.χ. ΚΟΕ), ανάλογα με το θέμα, όχι με την έννοια τωνπρονομιακών συμμάχων, αλλά της διαμόρφωσης συσχετισμών γύρω από βασικές πρωτοβουλίες, συσχετισμών, που στο όριό τους περιλαμβάνουν και τη δυνατότητα να υλοποιούνται πολιτικές πρωτοβουλίες ακόμη και με τη διαφωνία άλλων τάσεων που είναι μέσα στη διαδικασία του πόλου.

·Σε κάθε περίπτωση κάνουμε σαφές σε όλες τις κατευθύνσεις ότι η εμμονή σε μια λογική ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, ότι η στράτευσή μας στην υπόθεση μιας σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς σε κανένα βαθμό δεν μας καθιστά «δεδομένους» να ακολουθούμε λογικές και πρακτικές που υπονομεύουν τη δυνατότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς να είναι κοινωνικά αποτελεσματική και πολιτικά αναγνωρίσιμη. Είμαστε, όμως, και έτοιμοι να στηρίξουμε κάθε πραγματική πρόταση, κάθε πραγματικό βήμα που θα ανοίγει δρόμους για τη συνάντηση της ριζοσπαστικής αριστεράς με ευρύτερα τμήματα των λαϊκών μαζών, θα τη φέρνει στην πρωτοπορία κοινωνικών συγκρούσεων, θα ανοίγει τη συζήτηση για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και τα ευρύτερα ανοιχτά ερωτήματα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.

Σε πρακτικό επίπεδο αυτά εξειδικεύονται σε:

Α. Δημόσια πολιτική τοποθέτηση (σε παράρτημα παρατίθεται ένα προσχέδιο για παρατηρήσεις)

Β. Ολομέλεια για τις νομαρχιακές και οριστικοποίηση πρότασης και τακτικής (Γενάρης).

Γ. Πρόταση για λιτότητα: κύκλος «στενών» επαφών, συνδιαμόρφωσή μαζί τους και μετά πλατιά ανακοίνωση και δουλειά και κεντρικά και περιφερειακά

Δ. Δημοσιοποίηση (από τώρα) της πολιτικής πρότασης μας για Φόρουμ

Ε. Επιμονή στην κατεύθυνση που έχουμε χαράξει στα εργατικά σχήματα και συνολικά σε όλα τα σχήματα κοινωνικών χώρων στα οποία συμμετέχουμε ξεκινώντας από την απεργία στις 14/12 οπότε θα πρέπει να στηρίξουμε μαζικά την προσυγκέντρωση στο Μουσείο στις 12 μ. (σε ό,τι αφορά την Αθήνα) και στη συνέχεια να πάμε στη συγκέντρωση και την πορεία της ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ σε μια προσπάθεια να υπάρξει ένα διακριτό μπλοκ που να προβάλει μια διαφορετική αγωνιστική κατεύθυνση

4. Για τα οικονομικά της συλλογικότητας

Στη συνεδρίαση του ΚΣΟ έγινε συζήτηση και για τα οικονομικά της συλλογικότητας. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την μη καταβολή των συνδρομών, ειδικά εάν αναλογιστούμε ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός εργαζόμενων συντρόφων, αλλά και φοιτητών που είτε δεν έχουν πληρώσει καμία συνδρομή για το 2005 (το οποίο υπενθυμίζουμε ότι τελειώνει..) είτε έχουν πληρώσει ελάχιστες. Αυτό σημαίνει ότι η ομάδα στερείται πόρων που θα επέτρεπαν σημαντική διεύρυνση των πολιτικών της πρακτικών, του τεχνικού εξοπλισμού, της εκδοτικής δραστηριότητάς της. Είναι επίσης σαφές ότι η εκπλήρωση των εισφορών είναι και ένας κρίσιμος δείκτης στράτευσης στη συλλογικότητα.

Απέναντι σε αυτό πρέπει να επιμείνουμε στα ακόλουθα μέτρα:

α. Να υπάρξει σε κάθε πυρήνα οικονομικός υπεύθυνος ο οποίος να έχει ως καθήκον του να προσπαθεί να συγκεντρώσει όσο πιο έγκαιρα μπορεί τις εισφορές των μελών και να είναι σε διαρκή επικοινωνία με τον οικονομικό υπεύθυνο της συλλογικότητας.

β. Η προσπάθεια για ανασυγκρότηση και τακτικότερη λειτουργία των πυρήνων να είναι ταυτόχρονα και προσπάθεια για έγκαιρη και τακτικότερη καταβολή των εισφορών.

γ. Να γίνει διακανονισμός των προηγούμενων οφειλών (και διαγραφή μέρους των παλαιότερων υποχρεώσεων), ως αφετηρία για συνεπέστερη καταβολή των υποχρεώσεων από εδώ και πέρα

δ. Να αξιοποιηθούν πρακτικές όπως τα πάρτυ και τα γλέντια.

ε. Να αυξηθεί η βασική εισφορά των φοιτητών στα 10 ευρώ (για τους εργαζόμενους η βασική μένει στα 30 για όσους έχουν κανονική μισθοδοσία), με τη δυνατότητα φυσικά ορισμού και χαμηλότερων σε ειδικές περιπτώσεις

ε. Συνολικά να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των οικονομικών ως μια πολιτική μάχη για τη διεύρυνση των πραγματικών πολιτικών δυνατοτήτων της συλλογικότητας.

Ειδικότερα, θα πρέπει να γίνει συστηματική προσπάθεια για συγκέντρωση έγκαιρα αρκετών εισφορών πριν τις γιορτές για να μπορέσουμε να καλύψουμε τα βασικά μας έξοδα.


Πρόταση για την πραγματοποίηση καμπάνιας ενάντια στη λιτότητα.

Εδώ και αρκετά χρόνια οι λαϊκές οικογένειες βλέπουν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται διαδοχικά, και με συνέπεια, από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Οι επιλογές που γίνονται από την πλευρά των λαϊκών στρωμάτων είναι είτε η προσπάθεια εύρεσης δεύτερης, σε ορισμένες περιπτώσεις και τρίτης, απασχόλησης, είτε η συμπίεση των αναγκών, είτε η προσφυγή στον υπερδανεισμό. Αντίθετα οι κυρίαρχες τάξεις και οι σύμμαχοί τους δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συσσωρεύουν πλούτη με αποτέλεσμα η φτώχια και οι κοινωνικές ανισότητες να αυξάνουν.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση κρίνεται αναγκαίο να υπάρξει μια συγκροτημένη, πολύμηνη και ουσιαστική παρέμβαση από την πλευρά της επαναστατικής αριστεράς, η οποία να αναδεικνύει το πρόβλημα αναπτύσσοντας και τους δεσμούς της με τις λαϊκές τάξεις. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορέσει να επηρεάσει τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, τροποποιώντας συνειδήσεις και αντιλήψεις προς μία αγωνιστική μαχητική κατεύθυνση.

Είναι προφανές πως μια τέτοια πρόταση αφορά το σύνολο των οργανωμένων και ανοργάνωτων δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς (πολιτικές οργανώσεις, εργατικά - φοιτητικά και τοπικά σχήματα, ανεξάρτητους αγωνιστές). Κρίνουμε πως είναι αναγκαίο μέσα από αυτή την πρωτοβουλία να αναδειχθεί το ιδιαίτερο στίγμα της άλλης αριστεράς μακριά από τους σεχταρισμούς και τις συμμαχίες με την εθνική αστική τάξη που ευαγγελίζεται το ΚΚΕ αλλά και τις πολύπλευρες συμμαχίες με τμήματα του ΠΑΣΟΚ που χαρακτηρίζουν την πολιτική του Συνασπισμού

Κάτω από αυτό πρίσμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναδειχθεί ο ανεξάρτητος και ανυπόταχτος χαρακτήρας της πολιτικής της επαναστατικής αριστεράς, η ανάγκη ανάπτυξης αυτόνομων εργατικών παρεμβάσεων από τα κάτω με σκοπό την ανατροπή της πολύχρονης λιτότητας.

Κεντρικός στόχος της καμπάνιας θα είναι η ανάδειξη του αιτήματος «Να ζούμε με αξιοπρέπεια από μια δουλειά».

Γιατί επιλέγουμε μια καμπάνια ενάντια στη λιτότητα κι όχι κάτι άλλο πχ μια καμπάνια ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις;

Το πραγματικό ζήτημα είναι πως πάνω στη λιτότητα έχει οικοδομηθεί μια ολόκληρη στρατηγική δεκαετιών, κατά συνέπεια η όποια τροποποίηση αυτής της πολιτικής θα συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες πτυχές. Με άλλα λόγια, ο ελληνικός καπιταλισμός μπορεί να κινηθεί σε ένα πλαίσιο περισσότερων ή λιγότερων ιδιωτικοποιήσεων, αλλά δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς την πολιτική της λιτότητας.

Από εκεί και πέρα θεωρούμε σημαντικό τα να υπάρξει μια προσπάθεια άσκησης μαζικής πολιτικής από την επαναστατική αριστερά, ένα δείγμα γραφής σχετικά με τις μορφές παρέμβασης που θα πρέπει να έχει ο αντικαπιταλιστικός πόλος. Για το λόγο αυτό δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας της συντονιστικής επιτροπής της πρωτοβουλίας όπου τα μέλη της, είτε είναι μέλη τάσεων είτε είναι ανεξάρτητοι, θα συμμετέχουν ισότιμα και δημοκρατικά λειτουργώντας ως μέλη ενός συνόλου.

Αναφερόμαστε σε μια πανελλαδικού χαρακτήρα πρωτοβουλία που θα απευθύνεται σε ένα όσο το δυνατόν πιο ευρύ ακροατήριο μέσα από μία ποικιλία μορφών παρέμβασης: Μοίρασμα μαζικών προκηρύξεων σε λαϊκές αγορές και σε περιοχές και εργασιακούς χώρους που θίγονται ιδιαίτερα από τη λιτότητα και την ανεργία, συζητήσεις επιστημονικού και πολιτικού χαρακτήρα σχετικά με το ζήτημα, αφισοκολλήσεις, εκτύπωση ενός περιεκτικού κειμένου όπου με στοιχεία θα παρουσιάζεται το μέγεθοςτων απωλειών που έχουν υποστεί τα λαϊκά στρώματα, δρώμενα, ανάδειξη ιδιαίτερων ζητημάτων όπως η ακρίβεια και ο ρόλος του ευρώ, πολιτιστικές εκδηλώσεις , παρεμβάσεις σε ΜΜΕ κα.

Βάση των παραπάνω θα πρέπει να κινηθούμε σε δύο επίπεδα στοχοθεσίας:

·Το πρώτο αφορά το επίπεδο της κοινωνίας όπου ο στόχος θα πρέπει να είναι είναι να μπορέσει να υπάρξει μια αναστροφή του κλίματος των μειωμένων προσδοκιών, της έλλειψης ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σημερινή γενιά των 30ρηδων- κι όχι μόνο.

·Το δεύτερο αφορά το επίπεδο της επαναστατικής αριστεράς όπου ο βαθμός επιτυχίας της θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα μπορέσει να διεισδύσει σε πραγματικά τμήματα των λαϊκών τάξεων, συντελώντας: α) στη σύσφιξη των δεσμών με τα στρώματα αυτά β) στην επανασύνδεση των σχέσεων με ένα διάχυτο ανεξάρτητο αριστερό κόσμο γ) τροποποιώντας το υπάρχον κλίμα πολιτικής αμηχανίας εντός και εκτός της άλλης αριστεράς

Σε πρώτο στάδιο θεωρούμε σημαντικό η συγκεκριμένη πρόταση να μην είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλίας μιας οργάνωσης αλλά περισσότερων ενώ θεωρούμε και ευκταία και τη συμμετοχή ανεξάρτητων αγωνιστών στη συν-διαμόρφωσή της.

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ


(προσχέδιο δημόσιας τοποθέτησης της Αριστερής Ανασύνθεσης για την κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά)

Η φετινή καταιγίδα κυβερνητικών μέτρων αποτελεί μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική πρόκληση, καθώς συμπυκνώνει τη μετάβαση σε ένα πρότυπο για την εργασία που θα χαρακτηρίζεται από τη μερική αποπτώχευση, τη γενίκευση της ελαστικότητας και της ανασφάλειας, τη ριζική περιστολή δικαιωμάτων και κατακτήσεων, τη συνολική συμπίεση των προσδοκιών, την καταφυγή την εναγώνια προσπάθεια για ατομική επιβίωση. Προφανώς και δεν θα σημάνει το τέλος της ταξικής πάλης, όμως εάν περάσουν αυτά τα μέτρα οι εργατικοί αγώνες θα διεξάγονται σε ένα πολύ δυσμενέστερο έδαφος.

Η στάση που θα κρατήσουν οι δυνάμεις της Αριστεράς απέναντι σε αυτή την πρόκληση θα κρίνει και το μέλλον των πραγματικών σχέσεων εκπροσώπησής τους με τις λαϊκές μάζες. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη καταγράφονται τα όρια και οι αντιφάσεις τη στρατηγικής των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς. Οι αντινεοφιλελεύθερες εκκλήσεις του Συνασπισμού και οι συμβολικές χειρονομίες όπως η άρνηση της υποψηφιότητας Παπαγιαννάκη δεν μπορούν να αναιρέσουν την απουσία συνολικής προγραμματικής αντιπαράθεσης με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την απήχηση του αιτήματος του εκσυγχρονισμού σε μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης του ΣΥΝ, τις πολυεπίπεδες συναλλαγές με το ΠΑΣΟΚ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και το συνδικαλισμό. Αντίστοιχα, η στροφή του ΚΚΕ προς μια αντικαπιταλιστική ρητορική και η γενική καταγγελία όλων των τάσεων του επίσημου πολιτικού σκηνικού, πάνε χέρι-χέρι με μια βαθιά συντηρητική και ηττοπαθή πρακτική στους κοινωνικούς χώρους, με την προκαταβολική προεξόφληση ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα, την αντιμετώπιση των μαζικών χώρων ως δεξαμενές άντλησης ψηφοφόρων. Τέτοιες πρακτικές και στάσεις αντικειμενικά υπονομεύουν τη δυνατότητα μιας πραγματικής ανάτασης των λαϊκών αγώνων και της εμφάνισης μαζικών κινημάτων που θα άνοιγαν και νέους δρόμους για τη σχέση ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και την Αριστερά. Πόσο μάλλον που υπάρχουν και τα προβλήματα όχι μόνο από την κυριαρχία του υποταγμένου συνδικαλισμού, αλλά και από τα αποτελέσματα ήττας που έχουν εγγράψει οι ίδιες οι αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα θα περίμενε κανείς ότι οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, αντιλαμβανόμενες τόσο τις δυσκολίες της περιόδου, όσο και τις πραγματικές πολιτικές δυνατότητες που αναδεικνύονται, θα προχωρούσαν σε συντονισμένες ενωτικές πρωτοβουλίες και στους κοινωνικούς χώρους και στο πολιτικό επίπεδο και στα κοινωνικά μέτωπα. Δυστυχώς, όμως, αυτό που κυριαρχεί σήμερα στη ριζοσπαστική αριστερά είναι η υποχώρηση του πολιτικού διαλόγου, η αναδίπλωση στις πολιτικές και ιδεολογικές εμμονές κάθε τάσης, οι δυσκολίες στην κοινή παρέμβαση απέναντι στην κυβερνητική επίθεση, η αδυναμία να ανακοπούν τόσο οι τάσεις δορυφοριοποίησης γύρω από το ρεφορμισμό, όσο και οι τάσεις απομόνωσης και σεχταρισμού. Και η αίσθηση ενός αρνητικού απολογισμού γίνεται πιο έντονη, εάν συγκρίνει κανείς τη σημερινή κατάσταση στη ριζοσπαστική αριστερά με την ελπίδα που είχε γεννήσει η μαζική δράση της Πρωτοβουλίας Αγώνα στο αντιπολεμικό κίνημα και τις κινητοποιήσεις ενάντια στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στη Θεσσαλονίκη, ή ακόμη και με τις ελπίδες που γέννησε το άνοιγμα της συζήτησης για τον πόλο και η πεποίθηση ότι η ριζοσπαστική αριστερά θα αποφύγει τη λογική του μικρόκοσμου και την εναλλαγή σεχταρισμών και βιαστικών συγκολλήσεων.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα στη συζήτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς σημαντικό θέση κρατούν οι αντιπαραθέσεις σε σχέση με την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα, ακριβώς γιατί συμπυκνώνουν κρίσιμα ερωτήματα με τα οποία όλοι καλούμαστε να αναμετρηθούμε: Η ριζοσπαστική αριστερά θα συνεισφέρει όντως στην ανάπτυξη κινημάτων ή απλώς θα προσπαθήσει να κατοχυρώσει μια πολιτική επιρροή και να αποσπάσει ένα τμήμα των εργαζομένων από την επιρροή του ρεφορμισμού, με κάθε τρόπο συμπεριλαμβανομένων και των σεχταριστικών πρακτικών; Μπορεί να συνδυαστεί η ξεκάθαρη αντικαπιταλιστική τοποθέτηση με την ενωτική μαζική δράση στο κίνημα. Μπορούν να αναπτυχθούν κινήματα στα οποία όσοι συμμετέχουν δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν και πολιτικά; Αναλογεί στη ριζοσπαστική αριστερά να διατυπώνει προτάσεις ευρύτερων συμμαχιών πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και με σκοπό την ανάπτυξη κινημάτων; Υπάρχει ακόμη σχετική αυτοτέλεια του μαζικού χώρου ή εάν αντίθετα υποστηρίζουμε ότι και το μαζικό κίνημα θα πρέπει να κατακερματίζεται ανάλογα με τις πολιτικές τάσεις; Είναι πραγματικά διατεθειμένο το κάθε πολιτικό ρεύμα να μετατοπιστεί μέσα σε μια συλλογική συζήτηση ή έρχεται με προειλημμένες αποφάσεις;

Είναι σαφές ότι η σημερινή κατάσταση εάν συνεχιστεί με αυτούς τους όρους δεν δημιουργεί μεγάλες ελπίδες. Αντίθετα, απειλεί να μας εγκλωβίσει σε μια πολιτική της μικροκλίμακας και του μικρόκοσμου, των γενικών εξαγγελιών χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα, της απογείωσης από τα πραγματικά ερωτήματα. Επιπλέον, μια τέτοια κατάσταση θα επιτείνει την απογοήτευση ενός ευρύτερου δυναμικού και θα ενισχύσει άλλα πολιτικά σχέδια, είτε του ΣΥΡΙΖΑ, είτε του ΚΚΕ.

Εκτιμούμε ότι απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα ο καθένας οφείλει να δώσει ειλικρινείς απαντήσεις. Η συζήτηση και η διαδικασία που έχει ανοίξει για τον πόλο σίγουρα είναι σημαντική και γι’ αυτό επιμένουμε να τη στηρίζουμε. Θα ήταν λάθος, όμως, να πούμε ότι σήμερα η συζήτηση έχει καταφέρει να δώσει τις βασικές απαντήσεις, έχει μπορέσει να συμπεριλάβει όλους όσους αφορά, έχει διαμορφώσει ένα περίγραμμα πολιτικής παρέμβασης και ότι το μόνο που μένει είναι η ολοκλήρωση του προγράμματος και η απεύθυνση προς την κοινωνία. Κάτι τέτοιο θα παρέβλεπε αντιθέσεις και προβλήματα, θα προσπερνούσε την πραγματική αυτοκριτικής που όλοι οφείλουμε και κυρίως δεν θα αναλογούσε στις ελπίδες και τις προσδοκίες ενός ευρύτερου δυναμικού για έναν πραγματικό ενωτικό βηματισμό προς μια ριζοσπαστική αριστερά κοινωνικά χρήσιμη και αποτελεσματική και γι’ αυτό πολιτικά αναγνωρίσιμη.

Εμείς από τη μεριά μας επιμένουμε στην υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς αναγνωρίζουμε την ευθύνη που αναλογεί και την ανάγκη αυτοκριτικής για τη συμβολή μας στα προβλήματα που περιγράφηκαν πιο πάνω. Επιμένουμε, έτσι στηδιαμόρφωση εκείνων των πολιτικών σχημάτων που θα επιτρέψουν την ενότητα ενός ευρύτερου δυναμικού οργανωμένου και ανένταχτου και θα δώσουν την δυνατότητα η ριζοσπαστική αριστερά να είναι ένας αναγνωρίσιμος διακριτός πολιτικός πόλος. Αυτό σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από την ικανότητα κοινής παρουσίας μέσα στους κοινωνικούς αγώνες και συμβολής στην ανάπτυξη κινημάτων και πιστεύουμε ότι μέσα στη σημερινή συγκυρία υπάρχουν πραγματικές δυνατότητα ώστε να συναντηθεί με ευρύτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων. Χωρίς μια αποφασιστική στροφή προς τις μάζες, χωρίς την πραγματική καθημερινή τριβή με τους κοινωνικού χώρους, χωρίς μια μαζική κοινή δράση μέσα στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες ο πόλος κινδυνεύει να μείνει ένα κενό πολιτικό κέλυφος. Γι’ αυτό και πρέπει να αρνηθούμε την σύγχυση ανάμεσα στην αναγκαία πολιτική αυτοτέλεια της ριζοσπαστικής αριστεράς και την πολεμική απέναντι στο ρεφορμισμό από τη μια, και από την άλλη το σεχταρισμό στο κίνημα, το μαξιμαλισμό στα αιτήματα, την απογείωση από τις πραγματικές προκλήσεις, την απόσταση από τις ίδιες τις αγωνιζόμενες μάζες.

Εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε για μια ευρύτερη δημοκρατική μετωπική ενότητα τάσεων, αγωνιστών και σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε αυτούς που σήμερα συμμετέχουν στη σχετική διαδικασία, αλλά πρέπει να φιλοδοξεί να εμπλέξει και άλλες τάσεις και αγωνιστές. Βλέπουμε τον πόλο ως μια διαδικασία δυναμική και ανοιχτή, γι’ αυτό και διαφωνούμε με μια λογική που πρακτικά θεωρεί ότι όποιος εισέρχεται στη σχετική συζήτηση δεν είναι υποχρεωμένος σε μετατοπίσεις. Ούτε βοηθά τον πόλο η λογική «λιγότεροι αλλά καλύτεροι», η εκβιαστική προβολή του όποιου υποκειμενισμού, η αδυναμία προγραμματικής σύνθεσης. Σε τελική ανάλυση, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο οι προκλήσεις της περιόδου όσο και η απαίτηση όλων των αγωνιστών που αναφέρονται στην υπόθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και η πραγματική διαλεκτική υπέρβαση των σημερινών αντιθέσεων σημαίνουν ότι δεν έχει νόημα ούτε η επανάληψη μιας τετριμμένης λογικής «μετώπων κορυφής» και προεκλογικών συγκολλήσεων, ούτε η πεπατημένη των αυτόκεντρων αναδιπλώσεων.

Αντίθετα, περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να συμβάλλουμε σε μια διαφορετική ενωτική δυναμική μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά.

·Για να ξεφύγει η κουβέντα για τον πόλο από τη λογική του κλειστού κύκλου, να απευθυνθεί ενωτικά σε άλλους αγωνιστές και τάσεις, να οξύνει τις αντιφάσεις άλλων πολιτικών σχεδίων, να είναι σαφής και ξεκάθαρη και ως προς τις δεσμεύσεις και ως προς τους ρυθμούς.

·Για να μπορέσουν τα ανεξάρτητα αριστερά σχήμα στους εργαζόμενους και τη νεολαία να έχουν πρωτοπόρο ρόλο και πραγματική συμβολή στην ανάπτυξη μαζικών και νικηφόρων αγώνων και να μην εγκλωβιστούν σε ένα μειοψηφικό ρόλο αριστερής καταγγελίας.

·Για να υπάρξουν κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες πάνω στα κρίσιμα μέτωπα της περιόδου και να αρθρωθεί με τρόπο εύληπτο και αριστερή λαϊκότητα ένα σύνολο βασικών θέσεων και αιτημάτων που ορίζουν την υπεράσπιση των συμφερόντων και των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου.

·Για να συνδιαμορφωθούν μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες και μέσα από διαδικασίες βάσης ενωτικών ριζοσπαστικών αριστερών ψηφοδελτίων για τις νομαρχιακές εκλογές γύρω από τους βασικούς άξονες: μαζικοί αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική – υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας – ανάδειξη της ανάγκης για μια άλλη ανεξάρτητη και αντικαπιταλιστική αριστερά.