Αριστερή Ανασύνθεση

Κεντρικό συντονιστικό

Συνεδρίαση ΚΣΟ 16/01/2005

Βασικές εκτιμήσεις και αποφάσεις

1. Η επιλογή του Κ. Παπούλια ως επόμενου προέδρου της Δημοκρατίας είναι το αποτέλεσμα διεργασιών και τάσεων τις οποίες είχαμε περιγράψει και σε προηγούμενες εισηγήσεις: Την επιθυμία ευρύτερων κέντρων εξουσίας για σταθερότητα και αποφυγή περιττών κλυδωνισμών. Την αναμφισβήτητη κυριαρχία της ΝΔ στο πολιτικό σκηνικό. Τις εντονότατες αντιφάσεις που φέρνει η ανοιχτή νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και η προσπάθεια εκκαθάρισης του πολιτικού προσωπικού του «εκσυγχρονισμού» και την βεβαιότητα ότι άλλη μια εκλογική ήττα θα αποσταθεροποιούσε και τη σημερινή ηγετική ομάδα. Την προσπάθεια διαμόρφωσης ευρύτερων πολιτικών συμφωνιών γύρω από τις βασικές στρατηγικές πλευρές της αναδιάρθρωσης.

Και εδώ δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι η λέξη που ακούστηκε τις περισσότερες φορές μετά την ανακοίνωση περί της υποψηφιότητας Παπούλια ήταν η συναίνεση. Και αυτή η κίνηση εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγικής ομογενοποίησης των κομμάτων εξουσίας, περιορισμού των στρατηγικών αποκλίσεών τους, «εθισμού» των λαϊκών στρωμάτων σε μια πραγματικότητα μικρών έως ελάχιστων αποστάσεων μεταξύ των κομμάτων και ομαλής εναλλαγής τους στην εξουσία. Είναι ένα ακόμη βήμα (μικρό σχετικά) προς αντίστοιχες πρακτικές συνδιαχείρισης και εναλλαγής που είναι εξαιρετικά διαδεδομένες στη Δυτ. Ευρώπη, όχι όμως μέχρι πρότινος στην ιδιαίτερα πολωμένη ελληνική πολιτική σκηνή.

Εάν αυτά εξηγούν την επιλογή θα πρέπει να σταθούμε και στις συνέπειές της: Η λύση της πολιτικής «εκκρεμότητας» ανοίγει το δρόμο για το ξεδίπλωμα της κυβερνητικής πολιτικής και σταματάει η «μεταβατική» περίοδος περιορισμένης κυβερνητικής δράσης. Χωρίς την απειλή επερχόμενων εκλογών μπορεί να δοκιμάσει να προχωρήσει σε κρίσιμες τομές και αυτό ήδη φαίνεται σε μια σειρά από τομείς:

α. Με τη συστηματική προώθηση μιας πολιτικής λιτότητας και περικοπών, νομιμοποιημένη από την ιδεολογική τρομοκρατία γύρω από τους δείκτες και τα ελλείμματα.

β. Με την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που ετοιμάζονται να πάρουν το χαρακτήρα ενός πραγματικού κύματος το επόμενο διάστημα και αναδεικνύουν την πρόκληση του εάν και κατά πόσο θα υπάρξουν αντιδράσεις.

γ. Με την προσπάθεια για μεγάλες τομές στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα από το τρίπτυχο αξιολόγηση ΑΕΙ-ΤΕΙ – επιτάχυνση των ρυθμίσεων της «διαδικασίας Μπολόνια» (αλλαγές στη δομή των πτυχίων, καθιέρωση του «φακέλου προσόντων», νέοι ποσοτικοποιημένοι δείκτες για τις διδακτικές μονάδες) – διαμόρφωση δομών μεταδευτεροβάθμιας «δια βίου» εκπαίδευσης και προλείανση θεσμικών όρων για αναγνώριση μη κρατικών μορφών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (έμμεση αναγνώριση ΚΕΣ μέσα από το νομοσχέδιο για το ΔΙΚΑΤΣΑ, «Ακαδημία Εργασίας» της ΓΣΕΕ).

δ. Με την επιτάχυνση ρυθμίσεων που αφορούν την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας (απελευθέρωση ωραρίου).

ε. Με το άνοιγμα του ασφαλιστικού, με αφορμή το πρόβλημα των Τραπεζών.

Όσο για την όλη συζήτηση για το «βασικό μέτοχο» η προσπάθεια ρύθμισης εντάσσεται σε μια κατεύθυνση διαμόρφωσης νέων ισορροπιών στους όρους διαχείρισης της κρατικής και ευρωπαϊκής δαπάνης (που ούτως ή άλλως αποτέλεσαν βασικό μοχλό ενίσχυσης των αναδιαρθρωτικών διαδικασιών) και ενίσχυσης μερίδων ή τμημάτων του κεφαλαίου που δεν είχαν όρους προνομιακής αντιμετώπισης το προηγούμενο διάστημα, έστω και εάν συγκυριακά υπάρχουν αντιφάσεις, προβλήματα και καθυστερήσεις.

Από την άλλη, ειδικά το πρόβλημα της λιτότητας και ο τρόπος με τον οποίο έχει χτυπήσει τα λαϊκά στρώματα, σε συνδυασμό με την αύξηση της ανεργίας και την υπερχρέωση των νοικοκυριών και η αναβολή των όποιων μέτρων «κοινωνικής ευαισθησίας» διαμορφώνουν όρους μιας εντεινόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας, που όμως, όσο δεν παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας μαζικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, δεν απειλεί άμεσα την κυβερνητική σταθερότητα.

Ιδιαίτερη σημασία θα έχουν το επόμενο διάστημα τα προβλήματα των αγροτών, μια που όλα τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η πίεση για ριζικές αναδιαρθρώσεις και στην Ευρωπαϊκή Αγροτική πολιτική, οι οποίες αφορούν μια κοινωνική κατηγορία στην οποία η ΝΔ έχει ιδιαίτερα μαζική, παρουσία από το 1990 και μετά. Για άλλη μια φορά φαίνεται η μεγάλη αντίφαση που διαπερνά την κίνηση της Νέας Δημοκρατίας: πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι πολιτικές της μπορούν να επιτείνουν τη σύγκρουση με κοινωνικά στρώματα, στη δυσαρέσκεια των οποίων επένδυσε πολιτικά για να ανέβει στην εξουσία.

2. Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ είναι προφανές ότι είναι σε εξέλιξη μια προσπάθεια πολιτικής και ιδεολογικής μετάλλαξής του και πλήρους ρήξης με τις όποιες έστω και συμβολικές αναφορές του στα λαϊκά στρώματα. Αυτή η κίνηση σήμερα εξειδικεύεται και σε μια διπλή κίνηση εκκαθάρισης / αποδιάρθρωσης του κομματικού μηχανισμού, όχι μόνο από τάσεις και στελέχη, αλλά και από την ίδια την βαρύτητά του ως μηχανισμού, παράλληλα με μια ρήξη με το παρελθόν του «εκσυγχρονισμού» (κίνηση αναγκαία για να υπάρχουν έστω και πιθανότητες επαναπροσέγγισης με λαϊκά στρώματα). Ο συνδυασμός ανάμεσα στην απομάκρυνση από την εξουσία, τη συνειδητή υποτίμηση της αμιγώς «κομματικής» λειτουργίας από τη νέα ηγετική ομάδα, την απαξίωση μιας στρατιάς κρατικοδίαιτων στελεχών κάνει την όλη συζήτηση να παίρνει κάπως αποδιαρθρωτικά χαρακτηριστικά και αυτό αποτυπώνεται στην αναβολή του Συνεδρίου. Επιπλέον, οι όροι ανάδειξης της νέας ηγεσίας, η απαξίωση της προηγούμενης και η μείωση της βαρύτητας του μηχανισμού, καθώς και οι πραγματικές αντιφάσεις που δημιουργεί η μακρόχρονη ταύτιση με την υλοποίηση μιας ιδιαίτερα επιθετικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης καθιστούν δύσκολη στρατηγικά κάποια ουσιώδη αμφισβήτηση και επιβάλλει μια τακτική αναμονής σε όσους θα ήθελαν να συγκρουστούν με την τωρινή ηγεσία.

Από την άλλη, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι δεδομένης της ειδικής βαρύτητας του ΠΑΣΟΚ σε μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων και της ιδιαίτερα επιθετικής κυβερνητικής πολιτικής το ερώτημα του πώς θα οξυνθούν αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ παραμένει ανοιχτό και θα καθοριστεί και από ευρύτερες διεργασίες.

Πάντως σε πιο συγκυριακό και βραχυπρόθεσμο επίπεδο εκτιμούμε ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην συνολική πολιτική υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ και την κεντρική επιλογή της ηγετικής ομάδας να γειώσει την αντιπολιτευτική της τακτική όχι στην κοινωνική δυσαρέσκεια, αλλά στην απραξία και έλλειψη τόλμης ως προς τις αναδιαρθρωτικές τομές, μεταφράζεται ως προς τη στάση του ΠΑΣΟΚ στους μαζικούς χώρους σε μια λογική ανοιχτής συναίνεσης και συνδιαλλαγής με την κυρίαρχη πολιτική και προσπάθεια για διατήρησης (από κοινού με τη ΔΑΚΕ) στοιχείων προνομιακής πρόσβασης στους μηχανισμούς εξουσίας.

3. Με βάση τα παραπάνω μπορούν να βγουν τα ακόλουθα γενικά πολιτικά συμπεράσματα: Το επόμενο διάστημα θα έχουμε μια σχετική σταθερότητα του κεντρικού πολιτικού σκηνικού (ως προς το κυβερνητικό κέντρο και τα κόμματα εξουσίας) και επιτάχυνση επιθετικών αναδιαρθρώσεων από τη μεριά της κυβέρνησης, χωρίς αυτές να συνεπάγονται μια ιδιαίτερη ένταση των αντιπολιτευτικών τόνων του ΠΑΣΟΚ.

Η όξυνση της κυβερνητικής επίθεσης δημιουργικά αντικειμενικά το έδαφος για σημαντικές κοινωνικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Θα ήταν λάθος, όμως, να πιστέψουμε ότι αυτές θα προκύψουν με όρους «κοινωνικού αυτοματισμού» εξαιτίας και των παρατεταμένων αποτελεσμάτων κατακερματισμού, εξατομίκευσης, πολιτικής απομόρφωσης και ηττοπάθειας που έφεραν οι προηγούμενες ήττες των δυνάμεων της εργασίας και η ανάπτυξη μιας «επιβιωτικής» νοοτροπίας.

Αυτή η παρατήρηση δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως μια εκτίμηση ότι το επόμενο διάστημα δεν υπάρχουν όροι μεγάλων κινημάτων. Αντίθετα, γνώμη μας είναι ότι η επιθετικότητα της κυβερνητικής πολιτικής πιέζει τις λαϊκές μάζες και διαμορφώνει μεσοπρόθεσμα όρους πραγματικών κοινωνικών εκρήξεων. Αυτό το οποίο προσπαθούμε να δείξουμε είναι ότι δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι αυτές οι κοινωνικές αντιδράσεις θα προέλθουν μέσα από μια πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ με έναν τρόπο ανάλογο της περιόδου ’90-’93. Σήμερα οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης μαζικών αντιστάσεων –που είναι όχι μόνο αναγκαίες αλλά και εφικτές– σε κρίσιμους χώρους προϋποθέτει συστηματική πολιτική παρέμβαση και προετοιμασία όρων, σύγκρουση με όλα τα πραγματικά πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα των αναδιαρθρωτικών πολιτικών και των στοιχείων συναίνεσης των κομμάτων εξουσίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα το χώρο των εργατικών σχημάτων και την όποια σχεδιασμένη προσπάθεια για μαζική απάντηση στα κρίσιμα μέτωπα της μισθολογικής λιτότητας, των απολύσεων, του νέου γύρου ιδιωτικοποιήσεων.

4. Ειδικά για το χώρο της νεολαίας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η τομή που ετοιμάζεται είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Είναι μια προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει την «καθυστέρηση» στην οποία έχουν οδηγήσει οι προηγούμενες εξάρσεις του κινήματος και γι’ αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια μεγάλη πολιτική μάχη που θα πρέπει να δοθεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Η πολιτική της σημασία σχετίζεται και με τη βαρύτητα του φοιτητικού χώρου για την άρθρωση και την αναπαραγωγή της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά με ευρύτερους όρους: το γεγονός ότι το φοιτητικό κίνημα ιστορικά επηρεάζεται λιγότερο από το εργατικό από την ευρύτερη πολιτική συγκυρία του δίνει ένα χαρακτήρα σχετικά αυτόνομης δυναμικής και με αυτό το τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα ή «πρότυπο» ευρύτερων συγκρούσεων και διεκδικήσεων.

5. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση του Συνασπισμού η εκλογή Αλαβάνου στην ηγεσία επιβεβαίωσε την ηγεμονία των απόψεων του «Αριστερού Ρεύματος» μέσα στον κομματικό μηχανισμό του Συνασπισμού, έστω και εάν το 30% του Παπαγιαννάκη φανερώνει την ισχυρή απήχηση και μιας πιο δεξιάς γραμμής.

Θεωρούμε την εκλογή Αλαβάνου μια σημαντική εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει και σε ευρύτερες ανακατατάξεις στην Αριστερά και κατ’ επέκταση στο πολιτικό σκηνικό. Θα ξαναφέρει στο προσκήνιο μια κατεύθυνση παναριστεράς, γύρω από μια λογική αριστερού αντινεοφιλελεύθερου μετώπου. Μια τέτοια κατεύθυνσηαντικειμενικά θα ασκήσει πίεση απέναντι στο ΚΚΕ καθώς μια πρόταση για μια ενότητα της αριστεράς όχι σε βάση κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ αλλά σε κατεύθυνση αντινεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης αντικειμενικά θα είναι θελκτική για ένα κομμάτι του πολιτικού ακροατηρίου της αριστεράς και θα ενισχύσει την απήχηση του ΣΥΝ σε όσους δεν μπορούν να ενταχθούν στην ιδιαίτερα αυτοαναφορική κατεύθυνση του ΚΚΕ.

Επιπλέον, είναι προφανές ότι σε αυτή την κατεύθυνση η κίνηση του ΣΥΝ θα έχει μια σχετική πριμοδότηση από όσα κέντρα εξουσίας θα επιθυμούσαν τη διαμόρφωση ενός αριστερού αναχώματος (ή μοχλού πίεσης) απέναντι στο ΚΚΕ και τη διατήρηση ανοιχτών ενδεχομένων μιας ελληνικής εκδοχής πληθυντικής αριστεράς (στη βάση ενός μέσου όρους αριστερόστροφης σοσιαλδημοκρατίας και όχι ‘εκσυγχρονισμού’). Ταυτόχρονα, η εκλογή Αλαβάνου ασκεί πίεση και προς τη ριζοσπαστική αριστερά με δύο τρόπους: Αφενός γιατί μια πρόταση για μια «αριστερόστροφη παναριστερά» έχει απήχηση σε ένα κομμάτι ανένταχτου δυναμικού στο οποίο αναφέρεται και η ριζοσπαστική αριστερά. Αφετέρου, γιατί είναι προφανές ότι ενεργοποιούνται ξανά οι διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι στο οποίο είχαν επενδύσει αρκετές τάσεις του ΣΥΝ.

Ως πολιτική εξέλιξη σχετίζεται και ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό: Η μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και σε ένα ανοιχτά νεοφιλελεύθερο κόμμα, αντικειμενικά σημαίνει ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για μια πολιτική πρόταση κυβερνητικής συνεργασίας ΠΑΣΟΚ - ΣΥΝ, γύρω από κάποιο κοινό πλαίσιο (π.χ. αντίστοιχο της γαλλικής «πληθυντικής αριστεράς»), παρά μόνο γύρω από το ίδιο το πλαίσιο μιας επιθετικής αναδιάρθρωσης, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί άλλωστε οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές μιας τέτοιας πολιτικής βρέθηκαν τελικά εντός του ΠΑΣΟΚ (Μπίστης, Δαμανάκη κ.λπ.). Αυτό σήμαινε ότι αντικειμενικά η επιβίωση και ανάπτυξη του Συνασπισμού θα περνούσε κυρίως μέσα από μια λογική οριοθέτησης από την άμεση κυβερνητική συνεργασία, ύψωσης των αντιπολιτευτικών τόνων, αποδοχής μιας ριζοσπαστικής «αισθητικής» και οριοθέτησης ως ενός κόμματος αριστερής διαμαρτυρίας. Με αυτά τα δεδομένα ήταν σαφές ότι αναγκαστικά θα ενισχύονταν τα όποια στοιχεία «αριστερής» ταυτότητας.

Αυτή βέβαια η κατεύθυνση δεν είναι χωρίς αντιφάσεις: α) Μεγάλο μέρος του «κοινωνικού» Συνασπισμού της υπαρκτής βάσης και των κοινωνικών γειώσεών του είναι πιο δεξιός από την ηγεσία του και αυτό φαίνεται ειδικά σε αρκετές εκφράσεις του μέσα στους μαζικούς χώρους. β) Η συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ, ειδικά στην Τ.Α. υπήρξε ένας βασικός μηχανισμός διατήρησης πρόσβασής του σε μηχανισμούς εξουσίας και πολιτικής αναπαραγωγής του. γ) Η αίγλη μιας επιθετικής λογικής εκσυγχρονισμού παραμένει μεγάλη σε σημαντικό μέρος των στελεχών του. Παρ’ όλες αυτές τις αντιφάσεις η ηγετική ομάδα δείχνει να εκτιμά ότι παρά τους κραδασμούς μόνο μια κατεύθυνση αντιπολιτευτικής πολιτικής οριοθέτησης μπορεί να επιτρέψει την επανακατοχύρωση του Συνασπισμού.

6. Σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ η πορεία του εσωκομματικού διαλόγου (με όλο το φιλτράρισμα που προϋποτίθεται) δείχνει ότι χωρίς να διακυβεύεται η γενική γραμμή του αναδεικνύονται επιμέρους αντιφάσεις, είτε σε σχέση με το ερώτημα των πολιτικών συμμαχιών (εν προκειμένω με τη διάκριση ανάμεσα στην «επαναστατική στρατηγική» και την τακτική του μετώπου και των συμμαχιών), είτε σε σχέση με την συνολική στρατηγική του κόμματος (σε σχέση με την αποτίμηση των «σοσιαλιστικών κρατών», το ερώτημα για το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και της επανάστασης, αλλά και για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος –αποκατάσταση Ζαχαριάδη, κριτική στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ), είτε τέλος για την αποπτώχευση της εσωκομματικής ζωής. Όπως, συμβαίνει συχνά στο ΚΚΕ οι όποιες αντιθέσεις εκφράζονται με τρόπο τεθλασμένο και αντιφατικό: για παράδειγμα συχνά οι φορείς πιο «αριστερών» απόψεων ακόμη μεγαλύτερης οριοθέτησης από κάθε εκδοχή κυβερνητισμού και έμφασης στον στρατηγικό προγραμματικό τόνο είναι ταυτόχρονα και οι φορείς ενός έντονου γραφειοκρατικού κρετινισμού, ενώ οι κριτικές στην αποστέωση ή την κοινωνική αναποτελεσματικότητα να είναι και πιο «δεξιές» ως προς την κεντρική τακτική. Αυτό που απουσιάζει επί της ουσίας είναι η αναμέτρηση με την στρατηγική αμηχανία του ΚΚΕ, την ταλάντευσή του απέναντι στην πίεση μιας παναριστερής ενότητας, που παραμένει πραγματικό αντανακλαστικό μεγάλο μέρους του «λαού της αριστεράς», και την αδυναμία άρθρωσης μιας πραγματικής επαναστατικής στρατηγικής (με όλες τις πραγματικές μετατοπίσεις της γραμμής του). Είναι αυτή η στρατηγική αμηχανία που επιτείνει τελικά –μια που αναδεικνύεται ως η μόνη λύση– το συνδυασμό ανάμεσα στο γραφειοκρατικό ιδρυματισμό, την κινηματική ηττοπάθεια και την αντιμετώπιση της ταξικής πάλης ως διαρκούς πολιτικής καμπάνιας, τακτική που μπορεί να διαμορφώνει όρους μιας κατά περιπτώσεις επιτυχούς παρουσίας «συνεπούς κόμματος διαμαρτυρίας» όχι όμως όρους διαμόρφωσης μιας σύγχρονης αριστερής αντικαπιταλιστικής δυναμικής.

7. Σήμερα, και παρά τα υπαρκτά προβλήματα στη ριζοσπαστική αριστερά και τη στασιμότητα στη συζήτηση για τον πόλο, εμείς δεν διαλέγουμε ούτε το δρόμο της αναδίπλωσης και της εσωστρέφειας, ούτε την αυτάρκεια της λογικής «η γραμμή μας είναι σωστή, αλλά όλοι κάνουν λάθος», ούτε τον εγκλωβισμό σε μια ατέρμονη παράθεση υποθετικών λόγων του μη πραγματικού (τι θα είχε γίνει εάν...). Ο δρόμος που προκρίνουμε είναι η πραγματική προσπάθεια να σκεφτούμε πολιτικά, να αναζητήσουμε τις αντιφάσεις και τις ευκαιρίες της συγκυρίας, να παίρνουμε πραγματικές πολιτικές πρωτοβουλίες, να προσπαθούμε επίμονα να οξύνουμε τις αντιφάσεις στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς και να τις πολώνουμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι επίσης μια προσπάθεια να κινητοποιήσουμε και πάλι το σύνολο του δυναμικού της συλλογικότητας και να του εμπνεύσουμε μια αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα που δεν θα παραβλέπει την πραγματική αντιφατικότητα της συγκυρίας και τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά και δεν θα παραβλέπει τις δυνατότητες που αναδεικνύονται. Αυτό σημαίνει:

α. Σήμερα οποιαδήποτε προσπάθεια βημάτων για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί να γίνει έξω και πέρα από την προσπάθεια για την ανάδειξη κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών μετώπων και την προσπάθεια για την παρέμβαση σε αυτή: Η προσπάθεια για να υπάρξουν εργατικές αντιστάσεις στο νέο γύρο της κυβερνητικής επίθεσης, η μεγάλη μάχη για ένα μάχιμο νικηφόρο φοιτητικό κίνημα, η πάλη για τη συνέχεια του αντιπολεμικού κινήματος, η ανάδειξη της τεράστιας σημασίας που έχει το Ευρωσύνταγμα και η όλη συζήτηση για την πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, όλα αυτά οφείλουν να αποτελούν το πραγματικό πεδίο δοκιμασίας κάθε προσπάθειας για ενότητα και κοινή δράση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

β. Οι δημοτικές εκλογές το φθινόπωρο του 2006 αποτελούν μια σημαντική πολιτική πρόκληση: α) Η λειτουργία της Τ.Α. συνδέεται με σημαντικές και κρίσιμες αναδιαρθρώσεις που αφορούν τη δομή του κράτους, τους όρους προσφοράς σημαντικών υπηρεσιών και λειτουργιών, την προώθηση της ιδιωτικοοικονομικής αντίληψης, τη διαχείριση του χώρου, συνολικά ζητήματα γύρω από τα οποία μπορούν να υπάρξουν κοινωνικές συμμαχίες σε σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική. β) Η δουλειά σε τοπικό επίπεδο, στη συνοικία, το δήμο ή τον επαρχιακό νομό είναι και ένας μοχλός για την πολιτική επαφή και κοινή δράση με ένα ευρύτερο δυναμικό, αλλά και πεδίο όπου μπορούν να συναντηθούν αγωνιστές διαφορετικής προέλευσης και αυτό αντικειμενικά να λειτουργήσει προς την υπόθεση του πόλου και της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. γ) Υπό προϋποθέσεις γείωσης στο συγκεκριμένο χώρο και μαζικής γραμμής η δουλειά σε τοπικό επίπεδο μπορεί να αποτελέσει άνοιγμα και σε λαϊκά στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες στα οποία δεν έχουμε ιδιαίτερη πρόσβαση δ) Οι εκλογές για την Τ.Α. αντικειμενικά έχουν και έναν κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα και θα συμπυκνώσουν ευρύτερες διεργασίες και αντιφάσεις, πόσο μάλλον που θα έχει ξεδιπλωθεί και ένα σημαντικό μέρος του κυβερνητικού έργου. Με βάση αυτές οι εκτιμήσεις είναι προφανές ότι οι εκλογές του 2006 αποτελούν μια σημαντική πολιτική πρόκληση για τη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και τη συλλογικότητα. Έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν μια σημαντική και πετυχημένη πολιτική μάχη και αντικειμενικά να ενισχύσουν και την υπόθεση του πόλου (ή να αποτελέσουν και μια πρώτη πετυχημένη κεντρική μάχη του) και την πολιτική απεύθυνση και απήχηση ριζοσπαστικών αριστερών αναφορών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει ειδικός σχεδιασμός της συλλογικότητας γι’ αυτά τα ζητήματα τόσο σε κεντρικό επίπεδο (μέσα από την ομάδα για την παρέμβαση σε δήμους και συνοικίες που ανασυγκροτήθηκε στην Αθήνα), όσο και σε επίπεδο πυρήνων και οργανώσεων της επαρχίας που θα πρέπει από τώρα να αρχίσουν να αναζητούν όρους παρέμβασης (χαρτογράφηση δυναμικού, εντοπισμός μετώπων, επαφές και συζητήσεις με άλλες τάσεις και ανεξάρτητους συντρόφους). Στόχος θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, η πετυχημένη δράση σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές.

γ. Χρειάζεται, όμως, και να αναζητήσουμε όρους και για ανοίξει ξανά και η κεντρική συζήτηση για τη μετωπική ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οδηγός στο πώς πρέπει να ανοίξει πρέπει να είναι η αυτοκριτική μας για τον τρόπο με τον οποίο κινηθήκαμε ένα προηγούμενο διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μια πρόταση που: α. Να έχει ένα μάχιμο πολιτικό προσανατολισμό που να αφορά συγκεκριμένα μέτωπα της περιόδου. β. Να έχει από την αρχή ως συστατικό στοιχείο τη σύμπραξη και τη συνεργασία με άλλους αγωνιστές και τάσεις, να οικοδομεί μια ευρύτερη συμμαχία. γ. Να περιλαμβάνει σαφή και εφικτά ορόσημα. Οδηγός είναι επίσης η διαπίστωση ότι δεν μπορούμε σήμερα να παρακάμψουμε το ερώτημα για το εάν θα προχωρήσει μια κεντρική διαδικασία ενότητας, παρά μόνο εάν πούμε ότι ο πρώτο κύκλος της συζήτησης για τον πόλο κλείνει με αρνητικό απολογισμό. Με αυτή τη βάση πρέπει το επόμενο διάστημα να επιδιώξουμε να συνδιαμορφώσουμε μέσα από έναν κύκλο συζητήσεων με άλλες τάσεις (ΑΡΑΣ, ΕΚΚΕ, Αρ. Ανασύνταξη, Κομμ. Ανανέωση, κομμάτια του ΝΑΡ κ.ά.) και ανένταχτους αγωνιστές το κείμενο μιας ανοιχτής πολιτικής πρότασης - πρόσκλησης προς όλες τις τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που να περιλαμβάνει σχηματικά τα ακόλουθα: α) Μια τοποθέτηση για τη συγκυρία και τα κρίσιμα μέτωπα της περιόδου (λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, αλλαγές στην εκπαίδευση, πόλεμος, ευρωσύνταγμα) και την ανάγκη δράσης σε αυτά. β) Την ανάγκη να προχωρήσουν διαδικασίες ενότητας της ριζοσπαστικής αριστεράς στην κατεύθυνση ενός δημοκρατικού μετώπου με σχετικά αυτοτελείς διαδικασίες και στοιχεία αριστερού προγραμματικού λόγου. γ) Τη δυνατότητα να αποτελέσουν οι νομαρχιακές εκλογές μια κεντρική πολιτική πρωτοβουλία αυτής της μετωπικής ενότητας, με έμφαση στην ενιαία κάθοδο σε όσο το δυνατόν περισσότερες νομαρχίες και την πρώτη καταγραφή ενός κρίσιμου δυναμικού. Μια τέτοια πολιτική πρόταση στο βαθμό που δεν θα είναι υπόθεση μόνο δική μας, θα περιλαμβάνει και άλλες τάσεις (εντός και εκτός ΜΕΡΑ) και κυρίως άλλους κρίσιμους ανεξάρτητους αγωνιστές, θα μπορέσει να είναι μια πραγματική σφήνα στη συζήτηση του ΝΑΡ στην πορεία προς το Συνέδριο καλώντας το ουσιαστικά να πάρει ανοιχτά θέση σε αυτό το συγκεκριμένο ενωτικό βηματισμό και πιέζοντας την όποια εν δυνάμει πλειοψηφία στο εσωτερικό του να απαντήσει ή να ενσωματώσει –άρα να στηρίξει– αυτή την κίνηση. Σε κάθε περίπτωση είναι μια πρωτοβουλία που μπορεί να οξύνει αντιφάσεις και να μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε έναν ευρύτερο συσχετισμό υπέρ της στρατηγικής μας.

δ) Ως ένα ενδιάμεσο βήμα θα πρέπει να στηρίξουμε ενεργητικά την πρόταση για δημόσιο πολιτικοθεωρητικό διάλογο δίνοντας έμφαση σε μια προσπάθεια να μην είναι ρουτινιάρικος και κοινότυπος, να αφορά πραγματικά πολιτικά ερωτήματα που άπτονται της πολιτικής κατεύθυνσης μιας σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς, να συνδυάζει και μορφές γραπτού διαλόγου, να περιλαμβάνει και δημόσιο διάλογο τάσεων και τοποθετήσεις ή επεξεργασίες διανοουμένων, να αποπειραθεί να καταλήξει σε στοιχεία συμπερασμάτων.

ε) Από εκεί και πέρα επιβάλλεται να συνεχιστεί η υλοποίηση του σχεδιασμού για την Πρωτοβουλία Αγώνα, τόσο σε σχέση με την αντιπολεμική πάλη, όσο και σε σχέση με την καμπάνια ενάντια στο Ευρωσύνταγμα, ένα ιδιαίτερα κρίσιμο πολιτικό μέτωπο το οποίο χαράσσει και διαχωριστικές γραμμές απέναντι στην αστική στρατηγική, αλλά και μέσα στην Αριστερά.

8. Ως προς τις άλλες όψεις του πολιτικού σχεδιασμού μας:

α) Χρειάζεται να στηρίξουμε τη συνέχεια της δράσης των εργατικών σχημάτων, στη βάση και των προτάσεων που έχουν γίνει για την ημερίδα για τα μισθολογικά, της συνέχειας της καμπάνιας για τη λιτότητα, τις παρεμβάσεις γύρω από θέματα όπως οι απολύσεις, την προσπάθεια. Ιδιαίτερα σημαντικό θα είναι το επόμενο διάστημα να παγιωθεί μια σχετικά σταθερή και τακτική λειτουργία του συντονιστικού των παρεμβάσεων.

β) Χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην καλή παρουσία σε μια σειρά από εκλογικές μάχες σε σωματεία το επόμενο διάστημα.

γ) Η μάχη που έχουν μπροστά του οι σύντροφοι της νεολαίας είναι ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική και θα πρέπει να δοθεί με τη σοβαρότητα και την αποφασιστικότητα που της αναλογεί και να αντιμετωπιστεί ως μια κεντρική, σημαντική πολιτική πρωτοβουλία που έχει ως επίδικο όχι μόνο την απόκρουση ιδιαίτερα σημαντικών ανατροπών στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά και τη αναδιάταξη των συσχετισμών μέσα στην φοιτητική αριστερά. Προϋποθέτει και μια ανάλογη διάταξη των δικών μας δυνάμεων, την αναβάθμιση της λειτουργίας των πυρήνων και των οργάνων, τη στήριξη των αδύναμων κρίκων, την αποσαφήνιση των αιχμών και την διαμόρφωση ενός σχεδίου για την κλιμάκωση της σύγκρουσης. Απαραίτητο στοιχείο οφείλει να είναι και η αναζήτηση όρων ενός ευρύτερου πανεκπαιδευτικού αγωνιστικού συντονισμού γύρω από όλα αυτά.

9. Ως προς την οργανωτική μας κατάσταση:

Είναι προφανές ότι η ενεργοποίηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του δυναμικού της συλλογικότητας δεν είναι ένα στενά οργανωτικό θέμα, αλλά βαθιά πολιτικό. Όσο περισσότερο συγκεκριμένες και σαφείς είναι οι κατευθύνσεις της συλλογικότητας, όσο περισσότερο μάχιμες και ικανές εμπνεύσουν ένα δυναμικό είναι (με την έννοια ότι με απτό τρόπο του προσφέρουν μέτωπα παρέμβασης και ζητήματα στα οποία να στρατευθεί), όσο απλώνεται σε διαφορετικά πεδία η δράση μας και αξιοποιούνται διαφορετικές αναζητήσεις, ανησυχίας και δεξιότητες, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το δυναμικό που θα στρατεύεται. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί και την ανάγκη και για συγκεκριμένα οργανωτικά μέτρα τα οποία θα βελτιώσουν τη λειτουργία της συλλογικότητας: η προσπάθεια για τακτική λειτουργία, έστω και υποτυπωδώς στην αρχή, όλων των πυρήνων, ειδικά των εργατικών με έμφαση στη συγκεκριμένη συζήτηση μετώπων και παρεμβάσεων, η πραγματοποίηση του κύκλου συζητήσεων του Τομέα Εργαζομένων, η υλοποίηση του οργανωτικού σχεδιασμού για τους πυρήνες της επαρχίας που συζητήθηκε το προηγούμενο διάστημα, η ενίσχυση της συντακτικής επιτροπής, το προχώρημα της ομάδας για την παρέμβαση σε δήμους / συνοικίες, όλα αυτά μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη ενεργοποίηση ενός ευρύτερου δυναμικού.

Παρότι η εσωστρέφεια σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο ένα έντονο σύμπτωμα στη ριζοσπαστική αριστερά και πληθαίνουν οι λογικές πρόκρισης της κομματικής συγκρότησης, εμείς θα πρέπει να επιμείνουμε σε μια κατεύθυνση εξώστρεφη με έμφαση στις πολιτικές πρωτοβουλίες. Αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να εκμεταλλευτούμε το επόμενο διάστημα και για την οργανωτική και πολιτική μας ανασυγκρότηση, την οργανωτική ανάπτυξη και την καλύτερη επεξεργασία πολιτικών θέσεων. Αυτό, άλλωστε, θα ενισχύσει και θα αναβαθμίσει και την ικανότητά μας να συμβάλουμε στην υπόθεση του πόλου και σημαίνει ουσιαστικά την προσπάθεια να συγκροτήσουμε μια συλλογικότητα ικανή να παίρνει και να στηρίζει πολιτικές πρωτοβουλίες, να συνεισφέρει ουσιαστικά σε όλο το φάσμα των ερωτημάτων που ανοίγονται για τη ριζοσπαστική αριστερά, να δοκιμάζει τη στρατηγική της σε ένα ευρύ φάσμα πεδίων, να συσσωρεύει πείρα και διδάγματα από διαφορετικούς χώρους, κοντολογίς να υπερβαίνει κατά πολύ το απλό άθροισμα των δύο συλλογικοτήτων που την πήραν την πρωτοβουλία για τη συγκρότησή της. Και αυτό δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως ένας αυτοτελής πολιτικός στόχος μέσα στο επόμενο διάστημα.

10. Στη βάση όλων των παραπάνω θα πρέπει να δούμε και την πορεία μας προς τη συνδιάσκεψη του Μαΐου:

Η συνδιάσκεψη αυτή δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μία ρουτινιάρικη τελετουργία, ή απλώς ως μια πανελλαδική συνεύρεση του δυναμικού της ομάδας (χωρίς αυτό να μειώνει και τη σημασία μιας τέτοιας διαδικασίας…). Αντίθετα, θα πρέπει να σηματοδοτεί ένα πραγματικό προχώρημα της πολιτικής συζήτησης της συλλογικότητας και της πολιτικής αποτελεσματικότητάς της. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δούμε τη συνδιάσκεψη σε συνάρτηση με τρεις παραμέτρους: Τις απαιτήσεις που θέτει η διεθνής και εσωτερική συγκυρία και τα μέτωπα που αναδεικνύονται. Την πορεία των πρωτοβουλιών μας σε σχέση με τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το προχώρημα της αναγκαίας συζήτησης για το αριστερό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και συνολικά για την πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, συζήτηση που έχει αναδειχτεί σε κρίσιμο πεδίο για την άρθρωση της διαδικασίας του πόλου.