ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ 23/05/2004

Σημειώσεις για την διεθνή και εσωτερική συγκυρία

Ως προς τη διεθνή συγκυρία θα πρέπει να σταθούμε κατά τη γνώμη μας στα εξής σημεία, που θα πρέπει να προστεθούν στις μέχρι τώρα αναλύσεις μας:

Πρώτον, στον τεράστιο θόρυβο και τη συνακόλουθη επιπλέον απονομιμοποίηση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης που έφεραν οι αποκαλύψεις για τα σχεδιασμένα, μεθοδικά και πιθανώς συνεχιζόμενα βασανιστήρια στο Ιράκ. Προφανώς και το κομβικό ζήτημα παραμένει η ίδια η κατοχή (ακόμη και αν τηρούσε τους κανόνες κράτησης κρατουμένων), παρόλα αυτά οι όλες αποκαλύψεις λειτουργούν ως μια εκρηκτική συμπύκνωση του πραγματικού πρόσωπου του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, την ίδια στιγμή που κλιμακώνονται οι πράξεις αντίστασης στο Ιράκ. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί παρά να έχει ευρύτερο αντίκτυπο και να αυξήσει τις πιέσεις για τερματισμό της αμερικανικής παρουσίας εκεί. Άλλωστε, συνολικά η όλη πολεμική υπόθεση, ένα χρόνο μετά τον αρχικό αμερικανικό στρατιωτικό θρίαμβο, εξελίσσεται σε μια σταθερή πραγματική ήττα τόσο από την αδυναμία να υπάρξει ένα ευρύτερο θετικό κλίμα στη δυτική ‘κοινή γνώμη’, όσο και από τις πραγματικές αποτυχίες και τα συνεχή στρατιωτικά πλήγματα που δέχεται. Ουσιαστικά οι αμερικάνοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται μπροστά σε μια κατάσταση οικεία για κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη δοκίμασε πρακτικές κατοχής ξένου εδάφους: παρότι σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση διατηρεί την υπεροπλία και μπορεί να τσακίζει τις όποιες αντιστάσεις (ως μεμονωμένα περιστατικά, ομάδες κ.λπ.), συνολικά βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν κλιμακούμενο φαύλο κύκλό ένταση της αντίστασης - όξυνση της στρατιωτικής βίας και συγκυριακή κατίσχυση - νέος κύκλος πράξεων αντίστασης.

Δεύτερον, το Ισραήλ κλιμακώνει την επιθετικότητά του και στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, εκμεταλλευόμενο και την Αμερικανική στήριξη σε μια προσπάθεια να γίνει μη αντιστρέψιμη κατάσταση η κατοχή και δοκιμάζοντας ουσιαστικά, ειδικά και μετά την απόρριψη από το κυβερνών Λικούντ των δήθεν ειρηνευτικών προτάσεων Σαρόν, να διαμορφώσει όρους μιας πραγματική εθνοκάθαρσης του παλαιστινιακού λαού (εκδίωξη μεγάλων τμημάτων υπό το βάρος της συνεχούς καθημερινής βίας και υποχρεωτική συμμόρφωση των υπόλοιπων με την κατοχή και τον εποικισμό).

Τρίτον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναταραχή που προκαλείται από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, αφού ο τρόπος με τον οποίο κάθε οικονομία απορροφά μια απότομη αύξηση τιμής σε έναν από τους συντελεστές του σταθερού κεφαλαίου δείχνει και την πραγματική της δυναμική. Είναι σαφές ότι μπορεί και να χρησιμοποιηθεί για να διαμορφωθεί μια πολιτική εντονότερης λιτότητας.

Ως προς την εσωτερική συγκυρία μπορούμε να προσθέσουμε τα εξής στις μέχρι τώρα αναλύσεις μας:

Η κυβέρνηση αρχίζει να ξεδιπλώνει σταδιακά το πολιτικό της πρόγραμμα, έστω και αν κυριαρχεί μια πολιτική προσεκτικών βημάτων και αποφυγής εντάσεων. Άλλωστε, απολαμβάνει ακόμη ισχυρής νομιμοποίησης από το εκλογικό σώμα, χωρίς το ΠΑΣΟΚ να μπορεί να παίξει ρόλο ισχυρής αντιπολίτευσης. Σε αυτό το πλαίσιο:

Συνεχίζεται η ιδεολογική τρομοκρατία για την κατάσταση της οικονομίας, το ύψος των ελλειμμάτων, την τελετουργική –και με κυβερνητική πρωτοβουλία– ένταξη της Ελλάδας υπό ευρωπαϊκή οικονομική επιτροπεία, την προσπάθεια να μετατοπιστούν προς τα κάτω οι προβλέψεις ανάπτυξης, αλλά και τα συμπεράσματα για τα προηγούμενα χρόνια, ενώ σε όλα αυτά θα προστεθεί από ό,τι φαίνεται και μια ανάλογα ‘τρομοκρατική’ αποτίμηση του οικονομικού κόστους της Ολυμπιάδας. Είναι προφανές ότι όλα αυτά διαμορφώνουν το έδαφος για μια νέα επίθεση λιτότητας και καθήλωσης των εργατικών εισοδημάτων την ίδια στιγμή που τόσο η πληθωριστική έξαρση μετά την εισαγωγή του ευρώ, όσο και η πραγματική αύξηση του κόστους ζωής (που αφορά όχι μόνο τον τιμάριθμο, αλλά και τις ανακατατάξεις στο εύρος των αναγκαίων ελάχιστων αγαθών και υπηρεσιών) δημιουργούν ασφυκτικές οικονομικές καταστάσεις. Η όλη κυβερνητική κίνηση δεν αφορά μόνο την τρέχουσα οικονομική πολιτική, αλλά έχει και ένα συνολικότερο χαρακτήρα, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί προκαταβολικά να παρουσιάσει ως αντικειμενικά αβάσιμες όλες εκείνες τις κοινωνικές προσδοκίες οι οποίες την έφεραν στην εξουσία. Σύμμαχο σε αυτή την κατεύθυνση είχε και την ηγεσία της ΓΣΕΕ που αποδέχτηκε σημαντικά χαμηλές αυξήσεις, που δεν καλύπτουν την απώλεια εισοδήματος των προηγούμενων ετών, αλλά και λειτουργούν και σαν κατεύθυνση και για υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις.

  • Το πρόβλημα των συμβασιούχων δείχνει να εξελίσσεται στο πρώτο πραγματικό κοινωνικό μέτωπο και λόγω της οξύτητας του ζητήματος, αλλά λόγω και της αναντιστοιχίας ανάμεσα στις σαφείς προεκλογικές δεσμεύσεις και τις μετεκλογικές εξαγγελίες.
  • Αντίστοιχα στο χώρο της εκπαίδευσης η κυβερνητική προσπάθεια να αποσπάσει ευρύτερη συναίνεση μέσα από την εκπλήρωση των προεκλογικών υποσχέσεων για μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων, μπορεί να προσκρούσει πάνω στην ένταση και την αντιπαράθεση που –πρέπει να– υπάρχει σε σχέση με την νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
  • Τέλος, παρότι δεν συζητιέται άμεσα, ύπαρχου αρκετές ενδείξεις ότι η μετά την Ολυμπιάδα σχετική υποχώρηση της ζήτησης εργασίας δεν θα οδηγήσει μόνο σε αύξηση της ανεργίας (την οποία επίσης θα εκμεταλλευθούν ως μοχλό συμπίεσης των εργατικών απαιτήσεων και προσδοκιών), αλλά και σε αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής (αύξηση των απελάσεων κ.λπ.). Αυτό μπορεί επίσης να είναι ένα σημαντικό πολιτικό μέτωπο.

Απέναντι σε όλα αυτά στο ΠΑΣΟΚ δείχνει να συνεχίζεται η προσπάθεια εσωτερική εκκαθάρισης από κάθε αναφορά σε προηγούμενες κινήσεις και στρατηγικές. Σε αυτό το πλαίσιο εκτός από τη διάλυση των κομματικών οργάνων στην οποία προχωρά η νέα ηγετική ομάδα, οι ευρωεκλογές και το διαφαινόμενο αρνητικό αποτέλεσμα θα αξιοποιηθούν για την παγίωση της νέας κατάστασης και την εξώθηση άλλων ομάδων, στελεχών, τάσεων. Άλλωστε δεν έχει διαφανεί ακόμη ποια θα μπορούσε να είναι μια διάδοχη κατάσταση. Μένει βέβαια να δούμε τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή η κίνηση (αλλά και η όλη αίσθηση αντιπολιτευτικής ανεπάρκειας) και στην κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ.

Στο χώρο της Αριστεράς οι εξελίξεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η λογική των συνεργασιών ήταν αυτή που διέσωσε το ΣΥΝ από την μεγάλη αφαίμαξη που υπέστη από το ΠΑΣΟΚ (την αναμφίβολη έλξη της μεταμοντέρνας σοσιαλδημοκρατίας σε μεγάλο μέρος των νέων μικροαστικών τμημάτων της βάσης του), είναι ένα σημαντικό γεγονός και προκύπτει μέσα από:

α. Την σαφή επιλογή τμήματος της ηγεσίας του ΣΥΝ να μην ‘διολισθήσει’ σε μια αποκλειστικά ‘αριστερόστροφη’ στροφή, αλλά να διατηρήσει ανοιχτά τα ενδεχόμενα συμμετοχής σε μια ευρύτερη κεντροαριστερά αναδιάταξη.

β. Τις πραγματικές πολιτικές αποκλίσεις και διαφορές που είχε αυτό το εγχείρημα, κάτι που φάνηκε και στη στάση απέναντι στο σχέδιο Ανάν

γ. Την αδυναμία των ίδιων των συμμάχων να διαχειριστούν αποτελεσματικά την ίδια τους την παρουσία μέσα σε αυτό το εγχείρημα και να κατοχυρώσουν τη θέση τους πέρα από μια διαρκή ‘παράκληση’ προς την ηγεσία του ΣΥΝ να τους ‘αποκαταστήσει’ πολιτικά και κοινοβουλευτικά.

δ. Την ίδια την αντιφατικότητα του εγχειρήματος αυτού, στοιχείο που φαίνεται και από τις αντιφατικές συμπεριφορές και εντός των ίδιων των συμμάχων (χαρακτηριστικές οι εξελίξεις στην ΚΕΔΑ)

Είναι σαφές ότι τα αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης δεν θα κριθούν μόνο από την έκβαση της συζήτησης σε εκείνο το χώρο. Η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα και της αδυναμίας της ριζοσπαστικής αριστεράς να μπορέσει να συγκροτήσει μια πραγματική εναλλακτική πολιτική πρόταση για ένα ευρύτερο ανένταχτο δυναμικό. Αντίστοιχα, μόνο μια τέτοια κατεύθυνση, που πραγματικά θα καταδεικνύει το αδιέξοδο κάθε παραλλαγής μιας λογικής ‘παναριστερής’ ενότητας, θα μπορέσει να οξύνει πραγματικά τις αντιφάσεις αυτού του χώρου.

Από την άλλη το ΚΚΕ, δικαιωμένο και από την επιλογή του να επιμείνει στο ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση στο χώρο της αριστεράς, μέσα και από ένα διαφαινόμενο πετυχημένο εκλογικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές. Αυτού του είδους όμως η ενίσχυση δεν θα μπορέσει, κατά τη γνώμη μας, να σημαίνει και υπέρβαση των πραγματικών αντιφάσεων που έχει σήμερα η στρατηγική του: Την αδυναμία του να μετατρέψει την πολιτική απήχηση σε κοινωνική δυναμική, τη αντίληψη της πολιτικής ως διαρκούς πολιτικής καμπάνιας, τη διαπίστωση ότι αυτή η κίνηση έχει αντικειμενικά όρια (η για πρώτη φορά πτώση των ΠΚΣ στις φοιτητικές εκλογές είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική...)

Στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς τώρα η κατάσταση είναι αντιφατική: Τα βήματα που έδειξε το άνοιγμα της συζήτησης για τον πόλο δεν είχαν τη συνέχεια που τους αναλογούσε, ενώ γεγονότα όπως αυτά του ΕΚΑ ανέδειξαν το ζήτημα ιδιαίτερα προβληματικών νοοτροπιών, μικροηγεμονισμών, παραγοντισμών. Σε αυτά θα αναφερθούμε και πιο αναλυτικά παρακάτω. Αυτά τα προβλήματα, εκτός των άλλων, δεν επιτρέπουν και στη διαδικασία του πόλου να αποτελέσει πραγματικά το αντίπαλο δέος και απέναντι στην αποδιάρθρωση του εγχειρήματος της παναριστερής συστράτευσης, ή να εκμεταλλευθεί το μεγάλο ρήγμα που άνοιξαν οι διαφορετικές τοποθετήσεις πάνω στο σχέδιο Ανάν.

Οι εξελίξεις στη ριζοσπαστική αριστερά

Ο δικός μας πολιτικός σχεδιασμός, στη βάση και των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης αλλά και των εκτιμήσεων των επόμενων συνεδριάσεων του ΚΣ, επικεντρώθηκε στα ακόλουθα σημεία:

Την προσπάθεια να συνεχιστεί η συζήτηση για τον πόλο, αποδεσμευμένα από τις εκλογές και με έμφαση σε πραγματικά βήματα που έμπρακτα θα κατοχυρώνουν μια διαφορετική λογική.

Τις πρωτοβουλίες και τη στήριξη της όλης προσπάθειας για την πανελλαδική εργατική συσπείρωση

Την προσπάθεια για την επανίδρυση των ΕΑΑΚ

Την συνέχεια του εγχειρήματος της Πρωτοβουλίας Αγώνα

Ως προς το πρώτο σημείο: Σίγουρα υπήρξαν ορισμένα θετικά βήματα, όπως ήταν και κάποιες περιφερειακές δημόσιες συζητήσεις, αλλά και συγκεκριμένα δημόσια διαβήματα (ιδιαίτερα το κείμενο τωνγιατρών με όλο το θόρυβο και τη συζήτηση που προκάλεσε). Όμως ο συνολικός απολογισμός δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικός, αφού σημαντικά βήματα δεν προχώρησαν: δεν έγινε ο κύκλος των συσκέψεων ανά χώρους και περιοχές, ούτε προχώρησε η υπόθεση του έντυπου βήματος διαλόγου, παρότι υπήρξε αρχική συναίνεση. Η αιτία για αυτή τη στασιμότητα δεν βρίσκεται μόνο στις παλινωδίες των άλλων συμμετεχόντων στη συζήτηση, ειδικά του ΜΕΡΑ και της ηγετικής ομάδας του ΝΑΡ που εξαρχής έδειχνε να προκρίνει είτε τη συζήτηση οργανώσεων, είτε την εμμονή στις εκλογές και από ένα σημείο και μετά (και πάλι το ΕΚΑ είναι μια ενδεικτική συμπύκνωση αυτών των αντιφάσεων) την άσκηση πίεσης προς άλλες τάσεις. Σίγουρα βρίσκεται και στη δική μας αδυναμία και ατολμία να πάρουμε πρωτοβουλίες και να δείξουμε έμπρακτα ότι μπορεί να οικοδομηθεί μια διαφορετική λογική για τον πόλο.

Ως προς την επανίδρυση των ΕΑΑΚ, σίγουρα ήταν σημαντικό το βήμα που έγινε στο διήμερο των ΕΑΑΚ με την έννοια της προσπάθειας για μια μετατόπιση της κεντρικής γραμμής προς πιο μάχιμες κατευθύνσεις. Όμως αυτού του είδους οι επιτυχίες στις ‘εσωτερικές’ διαδικασίες των ΕΑΑΚ δεν μπόρεσαν, μέχρι στιγμής, να μετατραπούν και σε μια αντίστοιχη κοινωνική δυναμική, σε μια πολιτική γραμμή που θα έβγαζε τα σχήματα από τα σημερινά πολιτικά, κινηματικά και εκλογικά τους όρια.

Και με αυτή την έννοια πρέπει να κάνουμε ένα σχόλιο για τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών: Η σημαντική ενίσχυση της ΔΑΠ, η ενίσχυση της ΠΑΣΠ (παρά τα εσωτερικά προβλήματα και τις αντιφάσεις του ΠΑΣΟΚ), η πτώση της ΠΚΣ (που δείχνει τα πολιτικά της όρια), αλλά και πτώση των ΕΑΑΚ δεν φανερώνουν μόνο ένα ‘κοινοβουλευτικό’ τοπίο μέσα στο φοιτητικό σώμα. Αποτυπώνουν και τη συνολική αδυναμία του χώρου των ΕΑΑΚ να παίρνει πρωτοβουλίες και να διαμορφώνει το πολιτικό τοπίο στα ΑΕΙ. Παρά την μαζικοποίηση των ίδιων των σχημάτων και των διαδικασιών τους η κοινωνική απήχηση υποχωρεί. Άλλωστε, ούτως ή άλλως, ένα ενωτικό εγχείρημα του ‘αριστερισμού’ θα είχε ένα ποσοστό ανάμεσα στο 4-6% στα Πανεπιστήμια (π.χ. η ΚΟΕ μόνη της έχει περίπου 1%), το ζήτημα είναι εάν συγκροτεί και ένα κοινωνικό ρεύμα. Όμως αυτό θέλει έξοδο από την πολιτική της γενικολογίας και της γενικής καταγγελίας, θέλει κινηματικό σχεδιασμό, απαιτεί να μην υποτιμούνται σημαντικά κοινωνικά μέτωπα (π.χ. τα ιδιωτικά ΑΕΙ), θέλει μια πολιτική γραμμή προσανατολισμένη στο κίνημα και όχι στις εσωτερικές διαδικασίες των ΕΑΑΚ. Οι παρατηρήσεις και οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούν το γεγονός ότι η δική μας συλλογικότητα σε αρκετές περιπτώσεις είχε θετικά αποτελέσματα, απλώς προσπαθούν να ορίσουν και το μέγεθος της ευθύνης που μας αναλογεί για μια διαφορετική πορεία των ΕΑΑΚ.

Ως προς την υπόθεση της Πρωτοβουλίας Αγώνα: Είναι σαφές ότι η Πρωτοβουλία Αγώνα έχει πια ένα διαφορετικό χαρακτήρα αποτελώντας περισσότερο ένα σημείο αναφοράς σε ό,τι αφορά την παρέμβαση σε μια σειρά από κρίσιμα μέτωπα και λιγότερο ένα ζωντανό πολιτικό εργαστήρι. Παρόλα αυτά είναι ιδιαίτερα προβληματικό γεγονός, και αναμφίβολα και δική μας ευθύνη, το γεγονός ότι και οι διαδικασίες της έχουν ατονήσει, και ευκαιρίες για πολιτικές πρωτοβουλίες χάνονται και όροι δεν έχουν διαμορφωθεί για τις κινητοποιήσεις κατά της Ολυμπιάδας. Τα προβλήματά αυτά δείχνουν, εκτός των άλλων, και το γεγονός ότι τέτοια εγχειρήματα πολιτικοκινηματικού συντονισμού δεν μπορούν να λειτουργήσουν με δυναμική και αποτελεσματικότητα εάν είναι μόνο ένα άθροισμα οργανώσεων.

Απολογισμός της σύσκεψης στις 9 Μάη

Από τη μια είχαμε τη συνάντηση στις 9 Μάη. Η πραγματοποίηση της σύσκεψης και το γεγονός ότι μπόρεσε να έχει μια κατάληξη ανάλογη με αυτή που θεωρούσαμε αναγκαία σε αυτή την φάση αναμφίβολα ήταν μια θετική εξέλιξη, στην οποία συνέβαλε και η δράση της δικιάς μας συλλογικότητας όλο το προηγούμενο διάστημα (όπως και η μαζική παρουσία της στη διαδικασία). Πιο συγκεκριμένα:

·Υπήρξε ιδιαίτερη μαζικότητα και συμμετοχή συντρόφων από ένα πολύ μεγάλο φάσμα εργασιακών χώρων αλλά και πολιτικών ρευμάτων ή αντιλήψεων. Τοποθετήθηκαν και σύντροφοι από τάσεις που παραδοσιακά ήταν επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιες διαδικασίες (π.χ. οικοδόμοι κ.α.). Η ιδιαίτερα θετική παρουσία ανεξάρτητων αγωνιστών (από χώρους όπως οι δάσκαλοι, οι μηχανικοί, οι υγειονομικοί) και οι τοποθετήσεις τους. Αντιμετωπίστηκαν με ενδιαφέρον τοποθετήσεις που είχαν μια συγκεκριμένη αναφορά σε χώρους και ζητήματα και δεν έκαναν γενική πολιτικολογία. Διακινήθηκαν γραπτές τοποθετήσεις σχημάτων, στην οποία είχαμε και εμείς συνεισφορά, συμβάλλοντας άμεσα σε τρία από τα κείμενα σχημάτων που διακινήθηκαν. Υπήρξε σαφής κατάληξη της σύσκεψης με την απόφαση για την ανοιχτή οργανωτική επιτροπή, την απόφαση για την πανελλαδική συνάντηση του φθινοπώρου, τη συμφωνία για προς τα έξω μαζικές παρεμβάσεις (αφίσα για συμβασιούχους, αφίσα προκήρυξη και εκδήλωση για Ολυμπιάδα).

Τα θετικά αυτά αποτελέσματα δεν θα πρέπει να μας κάνουν τα παραβλέψουμε και τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που διαπέρασαν και αυτή τη διαδικασία:

  • Την κουραστική διαδικασία με την εναλλαγή αρκετών γενικόλογων τοποθετήσεων, στοιχείο που θα πρέπει να μας κάνει να δούμε πολύ σοβαρά το θέμα της διαδικασίας και του τρόπου οργάνωσης τέτοιων συναντήσεων στο μέλλον.
  • Την απουσία συντρόφων από τον κύριο όγκο των Παρεμβάσεων της β'βάθμιας εκπαίδευσης
  • Τη σιωπή συντρόφων και αγωνιστών από συγκεκριμένες τάσεις, παρότι ήταν παρόντες: π.χ. οιαγωνιστές μιας παλαιότερης γενιάς από το χώρο του ΝΑΡ (π.χ. ΟΤΑ, μέταλλο κ.α.), ο διαφορετικός σχεδιασμός των οποίων φάνηκε τελικά στο συνέδριο του ΕΚΑ. Η σαφής επιλογή του ΚΚΕ (μ-λ) να μην εμπλακεί ουσιαστικά στη διαδικασία, αναπαράγοντας το γνωστό σχήμα του περί κοινής δράσης και τίποτα παραπάνω.
  • Ο τρόπος με τον οποίο το ΜΛ-ΚΚΕ προσπάθησε να διαχειριστεί την αντίφαση της πολιτικής του κατεύθυνσης (την ταυτόχρονη αναφορά στην πολιτική ενότητα με όρους μ-λ πόλου και τον συνδικαλιστικό συντονισμό) μέσα από ένα προκαταβολικό ύψωμα των τόνων και μια προσπάθεια να φτιάξει έναν ορισμένο τεχνητό διαχωρισμό από όσους "είναι με τον πόλο", αλλά και με ετοιμότητα για χειρισμούς αυτόνομης παρουσίας (ΕΚΑ)
  • Ευρύτερα θα λέγαμε ότι εκτός από τη διαδικασία το βασικότερο πρόβλημα ήταν η άμεση ή έμμεση επιφύλαξη προς το εγχείρημα (είτε από την πλευρά της λογικής της πανελλαδικής συνδικαλιστικής κίνησης 'ατόμων' και όχι σχημάτων, είτε από τις πιο εμφατικές λογικές ενός 'από τα κάτω' 'νέου' κινήματος).
  • Το γεγονός ότι απόψεις που σε επίπεδο διαδικασίας ήταν πιο κοντινές στη δική μας, ταυτόχρονα ήταν και πιο μακρινές σε επίπεδο πολιτικής γραμμής (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τοποθετήσεις συναγωνιστών του ΝΑΡ από τους λογιστές)

Εκτιμήσεις για τα γεγονότα στο ΕΚΑ

Στο ΕΚΑ υπήρξεαρχικά μια πετυχημένη παρουσία των σχημάτων και των συνέδρων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτό φάνηκε από την για πρώτη φορά συγκροτημένη παρουσία με τραπεζάκι, αφίσα, παρεμβάσεις, από τον πετυχημένο χειρισμό του ψηφίσματος για τους συμβασιούχους, από την απήχηση που είχαν οι τοποθετήσεις, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μέσα στη διάρκεια του συνεδρίου διευρύνθηκε σημαντικά η δυνητική εκλογική απήχηση του ψηφοδελτίου. Η πετυχημένη αυτή παρουσία αντιστοιχούσε ακριβώς στη δυναμική των πρακτικών και των αντιλήψεων που καταγράφηκαν και στη σύσκεψη στις 9 Μάη, αλλά και έχουν τροφοδοτήσει και πετυχημένα εγχειρήματα παρέμβασης σε χώρους

Αυτή η δυναμική δεν μπόρεσε να καταγραφεί και εκλογικά. Αιτία ήταν η επιμονή να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο ο Κ. Ευσταθίου, συνδικαλιστής από το χώρο των τραπεζών, οι πρακτικές του οποίου, πρακτικές ανοιχτής συνεργασίας και σύμπραξης με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό καμιά σχέση με την αγωνιστική εργατική πάλη δεν έχουν.

Η λογική που στήριξε την παρουσία του Κ. Ευσταθίου στο ψηφοδέλτιο ήταν μια λογική ανταγωνιστική προς τη δυναμική των σχημάτων. Είναι η λογική τμήματος του ΝΑΡ που βάζει την κομματική ανασυγκρότηση και επανασυσπείρωση πάνω και από την κοινωνική συνέπεια και από την ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι παράλληλα η λογική μιας παλιότερης γενιάς ανεξάρτητων συνδικαλιστών ότι η παρουσία μιας φιγούρας σαν τον Κ. Ευσταθίου μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για πρακτικές συνδικαλιστικού παραγοντισμού.

Επιπλέον, τέτοιες πρακτικές αποπνέουν μια λογική μικροηγεμονισμού, μικρομεγαλισμού και περιφρόνησης των όρων και των απαιτήσεων που επιβάλλει μια σύγχρονη δημοκρατική μετωπική αντίληψη, μια λογική που αντιβαίνει αντικειμενικά στη δυνατότητα να προχωρήσει η υπόθεση της ανασύνθεσης μιας σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς, η υπόθεση του πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να συνδυαστεί αυτή η στάση αυτή με τη λογική των διαχωρισμών σε κάθε επίπεδο (ακόμη και ‘χωροταξικών’) από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, την οποία προκρίνουν οι σύντροφοι του ΝΑΡ. Αναρωτιόμαστε επίσης πώς είναι δυνατό να ανοίγουν οξύτατες αντιπαραθέσεις για –κατά τη γνώμη μας καθ’ όλα θεμιτές– συγκυριακές και τακτικές συμπράξεις με δυνάμεις του ρεφορμισμού σε σωματεία ή για συμμετοχές σε αντιπροσωπευτικά προεδρεία, και την ίδια στιγμή να πρέπει κανείς να δεχτεί αδιαμαρτύρητα την συμπόρευση με κάποιον που ανοιχτά συνεργάστηκε με κομμάτια της ΠΑΣΚΕ και του εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Επιπλέον το ζήτημα των κοινωνικών πρακτικών του καθενός δεν είναι καθόλου ασήμαντο: η πολιτική τοποθέτηση του οποιουδήποτε δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για πρακτικές διαπλοκής με κρατικούς, εργοδοτικούς και διευθυντικούς μηχανισμούς, ούτε μπορούν τέτοιες πρακτικές, μακροπρόθεσμα να συμβιβαστούν με μια αντικαπιταλιστική τοποθέτηση.

Έχουμε τη σαφή εκτίμηση ότι στην όλη εξέλιξη καθοριστικό ρόλο έπαιξε η επιλογή μέρους της ηγετικής ομάδας του ΝΑΡ να χρησιμοποιήσει την όλη υπόθεση ως μια προσπάθεια ταυτόχρονα εσωκομματικού καθαρίσματος, αλλά και αναδιαπραγμάτευσης των όρων του πόλου, μπροστά και στην όξυνση –αντικειμενικά– των αντιφάσεών του που δημιουργεί η πραγματική καταγραφή της δυνατότητας για μια διαφορετική μετωπική συγκρότηση έξω και πέρα από την ‘πεπατημένη’ της διαπραγμάτευσης επιτελείων. Αυτή η επιλογή δυναμίτισε όλες τις δυνατότητες υπέρβασης του προβλήματος, ακόμη και όταν συμβιβαστικές εναλλακτικές προτάσεις ακούγονταν και στο εσωτερικό του ΝΑΡ.

Η επιμονή συμπερίληψης στο ψηφοδέλτιο ενός ανθρώπου ξένου σώματος προς τα σχήματα και το μάχιμο συνδικαλισμό, παρότι υπήρξαν σαφείς εναλλακτικές προτάσεις (κάθοδος ψηφοδελτίου με πολύ μικρό αριθμό υποψηφίων, μη συμπερίληψη στο ψηφοδέλτιο όλων των βασικών συνδικαλιστών από το χώρο των τραπεζών), οδήγησε στην απόφαση σημαντικού αριθμού συνέδρων, είτε οργανωμένων είτε ανένταχτων να δηλώσουν ότι δεν θα στηρίξουν κανένα ψηφοδέλτιο στις αρχαιρεσίες του ΕΚΑ. Αυτή τη στάση αποφασίσαμε να έχουμε και εμείς εκτιμώντας ότι μια προσπάθεια για ανταγωνιστική συγκρότησης ψηφοδελτίου θα επέτεινε τα προβλήματα, ενώ η άρνησή μας να συμμετέχουμε μπορεί να θεωρηθεί και ξεκάθαρη τοποθέτησή μας υπέρ του εγχειρήματος του ενωτικού πανελλαδικού συντονισμού των σχημάτων εργασιακών χώρων.

Ταυτόχρονα, το ΜΛ-ΚΚΕ βρήκε την ευκαιρία να κατέβει ως ΕΡΓΑΣ, δίνοντας ένα δείγμα γραφής του τρόπου με τον οποίο θα αναζητά ευκαιρίες ‘εξόδου’ ως απάντηση και στην αντικειμενική αντιφατικότητα της δικής του γραμμής. Έχει σημασία να τονίσουμε ότι εμείς έγκαιρα είχαμε προειδοποιήσει τους συντρόφους του ΝΑΡ ότι η παρουσία του Ευσταθίου στο ψηφοδέλτιο αντικειμενικά θα προσέφερε άλλοθι στους συνδικαλιστές του ΜΛ-ΚΚΕ για χωριστικές πρακτικές.

Γνωρίζουμε καλά ότι για να λειτουργήσουν μετωπικά μορφώματα, συνδικαλιστικές ενότητες, συντονισμοί σχημάτων και παρεμβάσεων απαιτείται και πολυφωνία, και ανοχή στη διαφορετική γνώμη και άποψη. Χρειάζεται όμως και συνέπεια στη χάραξη της διαχωριστικής γραμμής από τη συναίνεση, το συμβιβασμό, την ταξική συνεργασία, το κράτος και την εργοδοσία.

Γνωρίζουμε επίσης ότι και μέσα στο ΝΑΡ υπήρχαν σημαντικότατες αντιδράσεις απέναντι στη συμπερίληψη του Κ. Ευσταθίου. Αυτό φάνηκε και από την τελική επιλογή να μη στηριχθεί το ψηφοδέλτιο και από τους υπόλοιπους συνέδρους του ΝΑΡ. Αυτό όμως δεν μειώνει την ευθύνη των συντρόφων του ΝΑΡ στο βαθμό που θα έπρεπε να είχαν μια πιο ξεκάθαρη και αποφασιστική στάση απέναντι στην όλη υπόθεση. Γιατί έπρεπε να γνωρίζουν ότι η επιμονή συμπερίληψης αυτή σήμαινε ότι δε θα γινόταν ένα αποφασιστικό βήμα στην υπόθεση του συντονισμού της δράσης και της παρέμβασης σε εργασιακούςχώρους.

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι σήμερα το σύνολο της ριζοσπαστικής αριστεράς διαπερνάται από αντιφάσεις και ανοιχτά ερωτήματα πάνω στο σύνολο των ζητημάτων που αφορούν ένα σύγχρονο επαναστατικό κίνημα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα πρέπει αυτές οι αντιφάσεις, ή οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις κάθε συλλογικότητας, είτε να λειτουργούν ως προσκόμματα στο συντονισμό, είτε να εξάγονται ως ιδιότυποι πολιτικοί εκβιασμοί. Σε τελική ανάλυση ο καθένας οφείλει να μπορεί να διακρίνει το μείζον από το έλασσον και να πράττει ανάλογα.

Όσο για την επιλογή τελικά να κατέβει ένα ψηφοδέλτιο αποτελούμενο από τον Κ. Ευσταθίου, μερικούς συντρόφους του ΝΑΡ και κάποιων συντρόφων από σχήματα οφείλουμε να πούμε τα εξής: Ο παραγοντισμός στο όνομα μιας δήθεν ‘ανεξαρτησίας’, η λογική του χειρισμού, η μικροπολιτική, ενίοτε και η διγλωσσία σίγουρα αποτέλεσαν από τα βασικά στοιχεία του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν έχουν όμως καμία σχέση με τη δυναμική και τις αρχές του εγχειρήματος των παρεμβάσεων στους εργασιακούς χώρους, ακόμη και όταν γίνονται στο όνομά τους.

Είναι σαφές ότι τα γεγονότα αυτά απαιτούν μια πιο συνολική εκτίμηση. Γι’ αυτό και δεν χωρούν εύκολες, θυμικές και μονοδιάστατες ερμηνείες. Είναι σαφές ότι από μια μερίδα του ΝΑΡ ο όλος χειρισμός ήταν μια επιθετική προσπάθεια να ασκηθεί πολιτική πίεση και προς την κατεύθυνσή μας και προς το εσωτερικό του ΝΑΡ. Μόνο που θα ήταν λάθος να ερμηνευθεί αυτό ως μια ένδειξη της δικής μας ‘υποχωρητικότητας’ ή ‘συμβιβαστικής’ στάσης. Πολύ πιο ορθό είναι ερμηνευθεί ως προσπάθεια απάντησης στον τολμηρό και αποφασιστικό τρόπο με τον οποίο και στηρίξαμε ενωτικά εγχειρήματα (π.χ. την πανελλαδική εργατική συσπείρωση) και προβάλλαμε μια διαφορετική λογική για τον πόλο (βλ. την απήχηση της λογικής της συγκρότησης του πόλου με βάση δημοκρατικές διαδικασίες, ως ‘ελεύθερη ένωση συντρόφων’ και όχι ως διαβούλιο τάσεων), ως απάντηση στον τρόπο με τον οποίο αντικειμενικά η δυναμική του πόλου οξύνει τις αντιθέσεις μιας προηγούμενης στρατηγικής του.

Στη βάση των παραπάνω είναι σαφές ότι η απάντηση δεν μπορεί να είναι η εγκατάλειψη του εγχειρήματος της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, ούτε η αναδίπλωση στον εαυτό μας, ούτε η λογική ενός πολιτικού κλεφτοπόλεμου. Αντίθετα, η κατεύθυνσή μας πρέπει να είναι η αυστηρή και συντροφική κριτική για την ουσία των όσων συνέβησαν στο ΕΚΑ, χωρίς δαιμονολογίες, αλλά και χωρίς αποσιωπήσεις, ταυτόχρονα με τη σαφή τοποθέτησή μας υπέρ της συνέχισης των πραγματικών βημάτων για τον πόλο.

Τα πραγματικά ερωτήματα

Σε αυτό το πλαίσιο βασικός κόμβος της στάσης μας θα πρέπει να είναι πρώτα από όλα η ανάδειξη των πραγματικών ζητημάτων και προκλήσεων που σήμερα αντιμετωπίζει η ριζοσπαστική αριστεράς

Ζήτημα πρώτο: Η διαδικασία του πόλου, η διαδικασία συγκρότησης μιας δημοκρατικής μετωπικής μορφής είναι σήμερα, όχι απλώς μια αναγκαιότητα, αλλά και μονόδρομος εάν θέλουμε να υπερβούμε τις αντιφάσεις που διαπερνούν τη ριζοσπαστική αριστερά, και συνολικά και κάθε τάση χωριστά. Καθαυτές αυτές οι αντιφάσεις, αυτά τα ανοιχτά ερωτήματα (για τη στρατηγική, την τακτική, το περιεχόμενο των στόχων, τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής πολιτικής μορφής) είναι θεμιτά και αντιστοιχούν στις ίδιες τις αντιφατικές τάσεις της ταξικής πάλης. Εάν γίνει προσπάθεια να αντιμετωπιστούν στο εσωτερικό κάθε μίας τάσης ή συλλογικότητας γίνονται καταστροφικές αντιθέσεις. Εάν ξεδιπλωθούν στο πιο ανοιχτό (και συνάμα ανώτερο ως προς την κλίμακα των κοινωνικών και πολιτικών όρων) πεδίο του πόλου γίνονται αντιθέσεις διαλεκτικές, δημιουργικές. Σήμερα κάθε προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στο εσωτερικό κάθε συλλογικότητας, κάθε λογική αυτόκεντρης κομματικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, κάθε αντίληψη ότι η συγκρότηση της ιδιαιτερότητάς του καθενός προηγείται των μετωπικών βημάτων, είναι καταδικασμένη να είναι ατελέσφορη πολιτικά, να οξύνει και να μην επιλύει αντιθέσεις. Αντίθετα, το πεδίο της ενωτικής δράσης της δημοκρατικής μετωπικής λειτουργίας είναι το μόνο στο οποίο μπορεί πραγματικά να κριθεί η αναγκαιότητα αλλά και η δυναμική της όποιας συλλογικότητας.

Ζήτημα δεύτερο, η αντικαπιταλιστική πολιτική αναφορά απαιτεί μια αντίστοιχη κοινωνική πρακτική. Η υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι κάτι που ορίζεται σε επίπεδο γενικών διακηρύξεων και αυτοπροσδιορισμού, αλλά κρίνεται κάθε στιγμή στις πραγματικές κοινωνικές πρακτικές και στάσεις του καθενός. Διαφορετικά, η αριστερή πολιτική γίνεται μια ιδιωτική επί της ουσίας υπόθεση, ένα χόμπι. Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό η μετάλλαξη της επίσημης αριστεράς ήταν και αποτέλεσμα της ανοχής που επέδειξε σε πρακτικές διαπλοκής στελεχών της με εργοδοτικούς, διευθυντικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Μόνο που τέτοιες πρακτικές δεν χωρούν στη ριζοσπαστική αριστερά, ειδικά με τα χαρακτηριστικά που παίρνουν σήμερα οι ίδιες οι δομές εξουσίας στους χώρους δουλειάς.

Ζήτημα τρίτο: όταν μιλάμε για δημοκρατική μετωπική μορφή δεν εννοούμε μια συνεννόηση οργανώσεων και τάσεων για την εξεύρεση ενός πολιτικού μέσου όρου. Δεν μιλάμε για ένα ψηφοδέλτιο στο οποίο απλώς συμφωνούμε στη γενική γραμμή και στη συνέχεια απλώς ο καθένας ‘γεμίζει’ τις θέσεις που του αναλογεί, δεν μιλούμε για ένα διάλογο εκπροσώπων οργανώσεων. Μιλάμε για μια ανοιχτή πολιτική διαδικασία στην οποία εισέρχονται σύντροφοι - μέλη και όχι τάσεις, στην οποία υπάρχουν μετακινήσεις και αλλαγές απόψεων, στην οποία διατυπώνονται πρωτότυπες κάθε φορά ‘πλειοψηφίες’ και μειοψηφίες και δεν υπάρχουν παγιωμένα μπλοκ, έτοιμες συνταγές και προκαταβολικά βέτο. Για μια διαδικασία στην οποία η θεμιτή προσπάθεια να αναγνωρίζονται όλες οι τάσεις δεν οδηγεί σε μια λογική μέσου όρου και στην οποία η ανάγκη εκπροσώπησης όλων και «μη αποκλεισμού» δεν θα αναιρεί τη δυνατότητα συλλογικού αυτοκαθορισμού και δεν θα αντιμετωπίζει το μέτωπο ως ένα άθροισμα από άδεια κουτάκια τα οποία θα συμπληρώνει κάθε συλλογικότητα αναλογικά προς τη δύναμή της. Προφανώς και αυτό το σχήμα μιας πρωτότυπης μετωπικής μορφής, με αυτοτελείς πολιτικές διαδικασίες με διαδικασίες βάσης, με πραγματικά δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων, με ανοιχτούς συσχετισμούς και έκβαση (όπου συχνά όλοι μας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα βρισκόμαστε στη θέση της μειοψηφίας) είναι ξεβόλεμα από την ευκολία της πεπατημένης. Είναι ταυτόχρονα ο μοναδικός δρόμος και για την υπέρβαση των τωρινών αντιφάσεων που μας διαπερνούν όλους και για τη σφυρηλάτηση μιας νέας συντροφικότητας.

Ζήτημα τέταρτο: επειδή η πολιτική πρέπει να αποκτά περιεχόμενο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το κλειδί θα είναι εάν όλος αυτός ο πολιτικός και οργανωτικός πειραματισμός θα οδηγήσει και σε συγκεκριμένα στοιχεία ενός αριστερού αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Και αυτή είναι μια συζήτηση που δεν έχει ανοίξει. Γιατί αριστερή πολιτική δεν σημαίνει μόνο γενικά (και γενικόλογα) πολιτικά συνθήματα, ούτε μπορεί να είναι μια αυτοαναφορική επίκληση της μορφής «είμαι η ριζοσπαστική αριστερά». Ούτε μπορεί να είναι ο συνδυασμός ανάμεσα σε κάποια γενικά συνθήματα και την παράθεση ενός αθροίσματος συνδικαλιστικών στόχων. Ούτε μπορεί να υποκατασταθεί από οραματικούς στόχους για το πώς θα είναι τα πράγματα σε μια άλλη κοινωνία. Απαιτείται εκείνο το ενδιάμεσο σύνολο από πολιτικούς στόχους που θα απαντούν στους κόμβους των συγκεκριμένων σημερινών αντιφάσεων, θα συμπυκνώνουν και την κατοχύρωση και επέκταση των λαϊκών συμφερόντων, αλλά και την όξυνση στο έπακρο των σημερινών αντιθέσεων του καπιταλισμού, έτσι ώστε σε αυτή τη βάση να τίθεται πραγματικά το ζήτημα της ανατροπής.

Αυτοί είναι για εμάς οι κρίσιμοι κόμβοι στη συζήτηση που πρέπει να ανοίξει στη ριζοσπαστική αριστερά και από τους οποίους θα κριθούμε όλοι. Και είναι σαφές ότι οποιοδήποτε προχώρημα προϋποθέτει ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση πάνω σε όλα αυτά, την οποία δεν μπορεί να υποκαταστήσει κανένας χειρισμός και καμιά προσπάθεια ‘διαχείρισης κρίσεων’. Ή θα ανοίξει η συζήτηση σε όλο το εύρος, θα βγουν στο προσκήνιο όλες οι αντιθέσεις, ή το εγχείρημα του πόλου πραγματικά θα πάει πίσω.

Από εκεί και πέρα είναι σαφές μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώνεται ο καθένας πρέπει να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί. Η υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πολύ σημαντική για να υπονομευθεί από λογικές κοντόφθαλμου ηγεμονισμού, από πρακτικές διαμόρφωσης συσχετισμών έξω και πέρα από την πραγματική δυναμική και αυτού του χώρου και των ανθρώπων του, από την ανοχή σε κοινωνικές πρακτικές ανταγωνιστικές προς την ουσία μιας σύγχρονης αριστεράς.

  • Ήταν ακριβώς αυτές οι λογικές και οι πρακτικές που αναπαρήγαγαν για χρόνια τη λογική του μικρόκοσμου, την πολιτική της μικροκλίμακας, την αυτοαναφορική απογείωση από την πραγματικότητα, τον κατακερματισμό και την απογοήτευση.
  • Ήταν ακριβώς η υπέρβαση αυτών των λογικών και πρακτικών αυτή που επέτρεψε τις μεγάλες στιγμές της ενωτικής δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς από τον Ιούνη του 1998 έως τον Ιούνη του 2003, αυτή που οδήγησε στη συγκρότηση των μεγάλων ενωτικών εγχειρημάτων όπως τα ΕΑΑΚ, οι παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών, η Πρωτοβουλία Αγώνα, αυτή –και μόνο αυτή– που μπορεί να ξαναφέρει ενεργά στο προσκήνιο ένα ευρύτερο δυναμικό οργανωμένο και ανένταχτο και να δώσει σχήμα στην ελπίδα.

Εμείς σε αυτή την κατεύθυνση θα δουλέψουμε και θα παλέψουμε. Δίνοντας βάρος στο ξεδίπλωμα πολιτικών σχεδίων και ενωτικών βημάτων για μια άλλη αριστερά και όχι στη μικρόψυχη αναζήτηση του ενός ή του άλλου τεχνητού προβλήματος. Ανοίγοντας και όχι κλείνοντας τη συζήτηση σε όλα τα επίπεδα και σε όλα τα ερωτήματα. Επιμένοντας ότι η συντροφική κριτική και αντιπαράθεση είναι πολύ προτιμότερη από την αποσιώπηση και το ‘χειρισμό’.

Απαιτούμε όμως ταυτόχρονα από όλους να πάρουν ξεκάθαρη θέση (και όχι γενικόλογη δήλωση προθέσεων) πάνω στο πώς βλέπουν –και έμπρακτα– πάνω στο θέμα του πόλου, να δηλώσουν σαφώς εάν δέχονται μια πραγματικά δημοκρατική και ανοιχτή διαδικασία ή εάν αντίθετα επιμένουν σε πρακτικές είτε αυτόκεντρης κομματικής ανασυγκρότησης είτε οχύρωσης πίσω από αποτυχημένα και κοντόθωρα ‘μετωπικά μοντέλα΄.

Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να προχωρήσουμε στα ακόλουθα βήματα:

α. Να υπάρξει –εκτός από τη δήλωση των συνέδρων που ήδη διακινείται– και δημόσια τοποθέτηση της συλλογικότητας στη βάση των εκτιμήσεων που έχουμε κάνει (στέλνεται χωριστά)

β. Σε συνεργασία και με άλλους συντρόφους (και κατά προτίμηση μετά από πρωτοβουλία π.χ. των παρεμβάσεων των δασκάλων) να επιταχυνθεί η υλοποίηση των αποφάσεων της σύσκεψης στις 9 Μάη. Να βγει η αφίσα και η προκήρυξη για την Ολυμπιάδα (και να προετοιμαστεί η εκδήλωση), να κυκλοφορήσει το πρώτο τεύχος του Δελτίου (μαζί με κάλεσμα για κείμενα για το δεύτερο), να συγκροτηθεί η οργανωτική επιτροπή.

γ. Να υπάρξει συγκεκριμένος σχεδιασμός ώστε η Πρωτοβουλία Αγώνα να έχει όντως πρωτοπόρο ρόλο στις κινητοποιήσεις σε σχέση με την Ολυμπιάδα.

δ. Να αναλάβουμε πρωτοβουλίες ώστε το αρνητικό αποτέλεσμα των ΕΑΑΚ να αποτελέσει την αφετηρία μιας συνολικής αναπροσαρμογής και της φυσιογνωμίας και της στρατηγικής των σχημάτων.

δ. Να εξετάσουμε συστηματική τις πρωτοβουλίες που μπορούμε να πάρουμε το επόμενο διάστημα σε σχέση με τη διαδικασία του πόλου. Αυτό σημαίνει να εξετάσουμε ποια βήματα μπορούν να γίνουν σε επίπεδο συσκέψεων ανά χώρου και περιοχές, εάν μπορεί να υπάρξει το έντυπο βήμα διαλόγου, εάν μπορεί να υπάρξει μια ευρύτερη σύμπραξη συντρόφων και ρευμάτων που να ξαναφέρνει επιτακτικά το ζήτημα του πόλου. Σε αυτή τη βάση διατηρούμε ανοιχτό και το ενδεχόμενο να πάρουμε πρωτοβουλία για δημόσια συζήτηση πάνω στην κατάσταση της διαδικασίας για τον πόλο, αμέσως μετά τις εκλογές, μια συζήτηση χωρίς τελετουργίες και αβροφροσύνες, στην οποία να κληθούν όλοι να πάρουν θέση πάνω στο εάν, κατά πόσο και με ποιο τρόπο βλέπουν τη δυνατότητα μιας μετωπικής μορφή που να ξεφεύγει από την πεπατημένη, να πάρουν επιτέλους σαφή και ξεκάθαρη θέση πάνω στο αν ξεκινάει ή όχι αυτή η διαδικασία με όρους ανοιχτής και δημοκρατικής συζήτησης.

ε. Αποφασίστηκε το κείμενο της δήλωσης της Αριστερής Ανασύνθεσης για τις Ευρωεκλογές (βλ. σχετικό κείμενο σ. 16))

Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας

Είναι σαφές ότι αρκετοί σύντροφοι θέτουν μια σειρά από γόνιμα και πραγματικά ερωτήματα για τη στρατηγική και την τακτική μας, ερωτήματα που άπτονται του αν και κατά πόσο έχει νόημα η επιμονή σε μια στρατηγική ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς εάν οι υπόλοιπες τάσεις (και ιδίως το ΝΑΡ) επιλέξουν μια στάση συνεχούς υπονόμευσης κάθε ενωτικού εγχειρήματος. Απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζονται ξεκάθαρες απαντήσεις

Πρώτον, η επιλογή μας για τον πόλο αποτελεί μια στρατηγική επιλογή για την περίοδο που αντιστοιχεί στην εμφάνιση ελπιδοφόρων στοιχείων νέου ριζοσπαστισμού παράλληλα με την αντικειμενική διαπίστωση της ‘διάχυσης’ του συνόλου των πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών προϋποθέσεων μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε διαφορετικά μορφώματα και τάσεις (το ‘κόμμα σε διάχυτη μορφή’). Αυτή τη στρατηγική οφείλουμε να τη δοκιμάζουμε συνέχεια, σε εκείνη την έκταση και την κλίμακα που η συγκυρία επιτρέπει αλλά δεν μπορούμε ούτε να την αναιρέσουμε, ούτε να την κάνουμε μια απλή γενική αναφορά. Προφανώς και μπορούν να υπάρξουν πισωγυρίσματα, καθυστερήσεις, ακόμη και ανατροπές σε αυτή την κίνηση και αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε όλοι και να μην έχουμε αυταπάτες. Αυτό όμως που θα επιτρέπει και σε κάθε ‘αναποδιά’ και να διατηρούμε τη δική μας συνοχή και να διευρύνουμε την απήχησή μας θα είναι ακριβώς το εάν και κατά πόσο όντως θα είναι κοινή συνείδηση όλης της συλλογικότητας (αλλά και ενός ευρύτερου δυναμικού παρά έξω) ότι εμείς όντως δοκιμάσαμε, προσπαθήσαμε να υπάρξουν αποτελέσματα. Σε αυτή την περίπτωση ο καθένας πρέπει να μπορεί και να διακρίνει και να επιμερίζει ευθύνες.

Δεύτερον, η πολιτική και οργανωτική συγκρότηση δεν μπορεί να γίνεται εν κενώ, αλλά μέσα και παράλληλα με τις πρωτοβουλίες που παίρνουμε και τις μάχες που δίνουμε. Παράδειγμα: η ανασυγκρότηση του τομέα εργαζομένων τους τελευταίους μήνες δεν έγινε με εργαστηριακό τρόπο, αλλά μέσα στις μάχες που δώσαμε στην πορεία προς την εργατική συσπείρωση και το ΕΚΑ. Επιπλέον είναι λάθος να μπαίνει ένας τεχνητός διαχωρισμός ανάμεσα στις πολιτικές πρωτοβουλίες για τον πόλο και την ‘κομματική συγκρότηση’ της συλλογικότητας. Το εάν γίνονται ή δεν γίνονται τα αναγκαία βήματα για την αναβάθμιση της εσωτερικής ζωής ή τις στρατολογήσεις δεν έχει πάντα σχέση με το εάν δίνουμε τη μάχη ευρύτερων πολιτικών πρωτοβουλιών. Σε τελική ανάλυση, θέλουμε όποιος έρχεται σε αυτή τη συλλογικότητα να έρχεται γι’ αυτά που κάνει (ή έστω προσπαθεί να κάνει) και όχι γι’ αυτά που λέει ότι θα κάνει όταν δυναμώσει, ενισχυθεί, κ.λπ.

Τρίτον, τα βήματα που έχουμε αποφασίσει για τηνκαλύτερη λειτουργία και προς τα έξω παρέμβαση της συλλογικότητας θα πρέπει να συνεχιστούν ούτως ή άλλως (περιοδικό κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα είναι σαφές ότι απαιτείται εντατικά να συνεχιστεί η προσπάθεια οργανωτικής ανάπτυξης. Άλλωστε η πολιτική είναι και θέμα συσχετισμών. Αυτό ουδέποτε τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Μόνο που όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο αυτοαναφορικό, αλλά στο όνομα μιας σαφούς πολιτικής κατεύθυνσης και οριοθέτησης.

Τέταρτον, ακόμη και στο αρνητικό ενδεχόμενο η όλη διαδικασία να πάει μεσοπρόθεσμα πίσω (εξέλιξη αντικειμενικά αρνητική, ανεξάρτητα από τη δική μας οργανωτική κατάσταση), οπότε και θα δοκιμάσουμε –αναγκαστικά– άλλες επιλογές επιμέρους βημάτων, παρεμβάσεων, ενοτήτων (σχήματα κ.λπ.), είναι σαφές ότι θα έχουμε πολύ μικρότερους εσωτερικούς τριγμούς εάν έχουμε δώσει πραγματικά μάχη του πόλου, παρά εάν είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος.

Πέμπτον, οφείλουμε με ειλικρίνεια να πούμε ότι τα πράγματα και τα ενδεχόμενα είναι ουσιωδώς ανοιχτά. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι τα πράγματα θα γύρου υποχρεωτικά προς την κατεύθυνση μιας υπονόμευσης του πόλου μέσω του ηγεμονισμού του ΜΕΡΑ. Τόσο η πίεση από ένα ευρύτερο δυναμικό, όσο και η εξέλιξη της συζήτησης στο εσωτερικό του ΝΑΡ δείχνουν ότι μπορούν να υπάρχουν και άλλα ενδεχόμενα. Με αυτή την έννοια η ξεκάθαρη δική μας τοποθέτηση, η απαίτηση να πάρουν όλοι θέση πάνω στο πως εννοούν τη διαδικασία του πόλου, η πρόκληση ενός ανοιχτού και δημόσιου ξεδιπλώματος όλων αυτών των αντιθέσεων, μπορεί να διαμορφώσει και συσχετισμούς για μια θετική έκβαση της όλης συζήτησης. Αυτό είναι το νόημα των πολιτικών πρωτοβουλιών που πρέπει να πάρουμε αυτή την περίοδο, αυτός είναι ο λόγος που περισσότερο παρά ποτέ απαιτείται τώρα η παρέμβασή μας σε όλα τα μέτωπα και όχι η αμυντική αναδίπλωση.


(δημόσια δήλωση για τις Ευρωεκλογές)

Αριστερή Ανασύνθεση

Δήλωση για τις Ευρωεκλογές

Το επόμενο διάστημα το εργατικό και λαϊκό κίνημα θα βρεθεί αντιμέτωπο με την πρόκληση να απαντήσει αποτελεσματικά στη διαφαινόμενη κυβερνητική επίθεση (λιτότητα υπό την τρομοκρατία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ιδιωτικά ΑΕΙ, νέο γύρος ιδιωτικοποιήσεων, ελαστική εργασία, νέος τρομονόμος), στην οποία υπάρχει ανοιχτή συναίνεση του μεταλλαγμένου ‘νέου ΠΑΣΟΚ’.

Η επίσημη αριστερά, είτε στην εκδοχή του Συνασπισμού, που επιμένει να διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας κεντροαριστερής σύμπλευσης, είτε στην αδιέξοδη και συντηρητική εμμονή του ΚΚΕ σε μια λογική διαρκούς κομματικής καμπάνιας, που υπονομεύει το ξεδίπλωμα κινημάτων, δεν μπορεί να δώσει απάντηση.

Ταυτόχρονα, οι εξελίξειςστο διεθνές τοπίο, η αντίσταση του Ιρακινού λαού, η αδυναμία να σταθεροποιηθεί η κατοχή του Ιράκ παρά τον παροξυσμό βίας των ιμπεριαλιστών, οι εξελίξεις στην Ιντιφάντα, οι αντιφάσεις της Ευρωπαϊκή διεύρυνσης και το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά και το παλλαϊκό ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, δεν δείχνουν μόνο ότι η ιστορία κάθε άλλο παρά τέλειωσε· αποδεικνύουν ταυτόχρονα την απήχηση που μπορεί να έχει σήμερα μια πολιτική κατεύθυνση σύγκρουσης με όλες τις εκδοχές του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Γι’ αυτό και επιμένουμε το αίτημα για μια άλλη αριστερά δεν αποτελεί σήμερα την αναπαραγωγή μιας πάγιας θέσης, ούτε μια ιδεοληψία, αλλά αντιστοιχεί σε στοιχεία της συγκυρίας, στα μικρά έστω ρήγματα στην αστική πολιτική που δημιούργησαν οι μεγάλοι αγώνες και κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου και η εκ νέου απήχηση αντικαπιταλιστικών αναγνωρίσεων που καταγράφεται –έστω και με αντιφατικές μορφές. Αυτές, όμως, οι νέες δυνατότητες δεν ακυρώνουν, σε καμία περίπτωση, το βάρος των προηγούμενων ηττών του εργατικού και λαϊκού κινήματος και τα πολιτικά αποτελέσματά τους, γι’ αυτό και η πρόκληση μιας άλλης αριστεράς αφορά ουσιαστικά την συνολική επανίδρυση ενός ευρύτερου φάσματος από πρακτικές στοχεύσεις, κοινωνικές διεκδικήσεις, συλλογικές αναφορές, ιδεολογικές οριοθετήσεις που θα κάνουν μια σύγχρονη κομμουνιστική τοποθέτηση να μην είναι ευχολόγιο αλλά πραγματικό πολιτικό σχέδιο.

Σήμερα, που η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η εμμονή του ΚΚΕ στον κινηματικό συντηρητισμό και τον πολιτικό απομονωτισμό, φανέρωσε τα αδιέξοδα της λογικής της δορυφοριοποίησης γύρω από το ρεφορμισμό και της μετατροπής της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ‘αριστερό’ άλλοθι του ρεφορμισμού, σήμερα είναι που το ζήτημα του πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς τίθεται με πολύ πιο επιτακτικό τρόπο.

Γιατί πρέπει όλοι μας να δείξουμε ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας και ξεφεύγουμε από την πεπατημένη: Η έξοδος από μια λογική συζήτησης επιτελείων και κορυφών, η προσπάθεια να συμμετέχουν στη συζήτηση εξ αρχής και ισότιμα οι ανεξάρτητοι αγωνιστές, η εμμονή σε μια δημοκρατική μετωπική συγκρότηση που θα κάνει τον πόλο υπόθεση των ίδιων των συντρόφων που θα συμμετέχουν στις διαδικασίες του και όχι μόνο των οργανώσεων, η συζήτηση χωρίς έτοιμες συνταγές και προκαταβολικά «βέτο», το άνοιγμα της κουβέντας για ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που δε θα είναι άθροισμα συνθημάτων ούτε παράθεση γενικόλογων ‘οραμάτων αλλά πραγματική άρθρωση πολιτικών στόχων, η συνειδητοποίηση ότι ο πόλος θα κριθεί από την πραγματική συμβολή του στην ανάπτυξη κινημάτων, αυτά θα είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι όλοι διαλέγουμε ένα διαφορετικό δρόμο.

Άλλωστε το στοίχημα για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν παίζεται κυρίως στο –ούτως ή άλλως– υπονομευμένο έδαφος των εκλογών, αλλά στην πάλη για την απόκρουση των αντιλαϊκών πολιτικών που θα ενταθούν, στην προσπάθεια για μια πανελλαδική συσπείρωση των σχημάτων και των αγωνιστών από χώρους εργασίας και στα πραγματικά βήματα για το προχώρημα της υπόθεσης του πόλου. Αυτές τις προσπάθειες η Αριστερή Ανασύνθεση θα τις στηρίξει αταλάντευτα με όλες τις δυνάμεις της.

Αναμφίβολα το προηγούμενο διάστημα έγιναν κάποια βήματα, όπως επίσης ελπιδοφόρο είναι το γεγονός της απήχησης που είχε αυτή η συζήτηση. Μόνο που ταυτόχρονα και καθυστερήσεις υπήρξαν και αδυναμία να υπάρξουν τολμηρές πρωτοβουλίες που να δείχνουν έμπρακτα ότι όντως αλλάζουμε σελίδα στη ριζοσπαστική αριστερά. Υπήρξαν επίσης στιγμές (π.χ. συνέδριο ΕΚΑ) που τα πράγματα έτειναν να ξαναγυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση της ασυνεννοησίας, των μικροηγεμονισμών, της κοντόθωρης εμμονής στην αυτόκεντρη ανάπτυξη του κάθε πολιτικού «μαγαζιού».

Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε σημαντικό να βρεθούν σε αυτές τις εκλογές ενισχυμένα τα ψηφοδέλτια εκείνων των τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς που στήριξαν και στηρίζουν τα σχήματα εργαζομένων και κοινωνικών χώρων, που συνέβαλαν ενεργά στο εγχείρημα της Πρωτοβουλίας Αγώνα Θεσσαλονίκη 2003, που στηρίζουν την προσπάθεια για έναν αντικαπιταλιστικό αντιιμπεριαλιστικό πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Μόνο που αυτή η ενίσχυση δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί επικύρωση της σημερινής κατάστασης της ριζοσπαστικής αριστεράς και νομιμοποίηση των καθυστερήσεων και των παλινωδιών στην υπόθεση του πόλου. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί επιβράβευση ξεπερασμένων αντιλήψεων και πρακτικών για την μετωπική συγκρότηση. Ούτε, πολύ περισσότερο, μπορεί να δώσει στον οποιοδήποτε το άλλοθι για να μην γίνουν τα αναγκαία πρακτικά βήματα για μια δημοκρατική μετωπική ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς, για έναν αριστερό αντικαπιταλιστικό πόλο. Χιλιάδες αγωνιστές που στήριξαν αυτά τα ψηφοδέλτια δεν το έκαναν χειροκροτώντας τη σημερινή κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Πολύ περισσότερο κατέθεσαν την ελπίδα και συνάμα την απαίτησή τους για έναν διαφορετικό, πραγματικά ενωτικό βηματισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Και επειδή η συζήτηση για τον πόλο έχει ήδη ανοίξει εδώ και καιρό, είναι σήμερα επιτακτικά ανάγκη να συζητήσουμε ανοιχτά και ειλικρινά όχι για το αν συμφωνούμε διακηρυκτικά για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά για το πώς ο καθένας μας ορίζει στην πράξη αυτόν τον πόλο.

Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σίγουρο. Το επόμενο βήμα όλοι μας κριθούμε. Από τις πράξεις και όχι τα λόγια μας. Ας δείξουμε ότι μπορούμε να είμαστε αντάξιοι των περιστάσεων.