ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

Κεντρικό Συντονιστικό

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ 11/01/2004

Εκτιμήσεις και αποφάσεις

Α. Πολιτική συγκυρία

Β. Απολογισμός της Συνδιάσκεψης

Γ.Πολιτικός σχεδιασμός

Δ. Οργανωτική ανασυγκρότηση της Αριστερής Ανασύνθεσης

Πολιτική συγκυρία

Ως προς την πολιτική συγκυρία οφείλουμε να δούμε μια σειρά από πολιτικές εξελίξεις και ανακατατάξεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό που έλαβαν χώρα μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της συνδιάσκεψης.

Οι πιο σημαντικές εξελίξεις είναι αυτές που σχετίζονται με την αλλαγή ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και την ανάδειξη του Γιώργου Παπανδρέου σε νέο ηγέτη. Κατά τη γνώμη μας αυτή η αλλαγή προκύπτει από μια σειρά από λόγους:

Το ΠΑΣΟΚ, λόγω της ειδικής του πρόσβασης στα λαϊκά στρώματα, αποτέλεσε ιστορικά ένα ιδιαίτερα κρίσιμο κόμμα για την προώθηση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον τόπο μας, για την ακρίβεια οι περισσότερες αναδιαρθρώσεις είναι δικό του έργο. Αυτό οφειλόταν αφενός στην ειδική του σχέση και εκπροσώπηση με τα λαϊκά στρώματα, ειδικά τα εργατικά, αφετέρου με την επίσης σημαντική απήχηση που είχε στα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης (των μεταπολιτευτικών γενεών), στρώματα με ξεχωριστή βαρύτητα για την άρθρωση και υλοποίηση των αναδιαρθρώσεων και στην παραγωγή και στους κρατικούς μηχανισμούς. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι σε μεγάλο βαθμό τόσο τα βήματα αστικού εκσυγχρονισμού, όσο και οι τομές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσηςτων τελευταίων δεκαετιών σχετίζονται ειδικά με το ΠΑΣΟΚ (αρκεί να αναλογιστούμε ότι ήταν το κόμμα που μπόρεσε με πολύ πιο επιθετικό τρόπο από ό,τι η ΝΔ να διαμορφώσει ουσιαστικά και την «πολιτική ατζέντα» του εκσυγχρονισμού ως επιθετικής αστικής στρατηγικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1990)

Μια πιθανή εκλογική συντριβή του τόσο σε αυτές τις εκλογές, όσο και στις επόμενες, λόγω τις διογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας απέναντι στην πολιτική τουμπορεί και να οδηγούσε και σε αποδιαρθρωτικές τάσεις στο εσωτερικό του, τάσεις που θα διακύβευαν την μετατόπιση / αποστείρωση του πολιτικού σκηνικού γύρω από τη στρατηγική του εκσυγχρονισμού. Αυτό φάνταζε αρκετά απειλητικό για μέρος τουλάχιστον των αστικών κέντρων εξουσίας, ειδικά εκείνων που ιστορικά πρόκριναν το ΠΑΣΟΚ ως βασικό υποψήφιο κόμμα του –αστικού κράτους.

Ακόμη περισσότερο, μια συντριβή του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη, ακόμη και μέσα από τη εκλογική στήριξη και ενίσχυση της ΝΔ (που έχει συναινέσει ενίοτε και υπερθεματίσει σε όλες τις κρίσιμες πολιτικές επιλογές), θα μπορούσε να έχει και το ιδεολογικό χνάρι της αποδοκιμασίας ή της δυσαρέσκειας για όλους τους βασικούς κόμβους της αστικής πολιτικής (ΟΝΕ, ευρώ, ιδιωτικοποιήσεις, Ολυμπιάδα), θα ήταν μια εκλογική συντριβή ως απονομιμοποίηση όχι της ‘διαχείρισης’ Σημίτη, αλλά μιας ιδιαίτερα επιθετικής αστικής πολιτικής.

Κάτι τέτοιο όμως θα ερχόταν σε αντίθεση με μια κομβική κατεύθυνση που έχει καταγραφεί σε όλη τη συγκυρία της αναδιάρθρωσης: Η κατεύθυνση αυτή είναι οι αλλαγές κυβερνήσεων –κατά το δυνατόν–να μη έχουν την επίφαση της συντριβής λόγω μαζικής λαϊκής δυσαρέσκειας, να μην παίρνουν το χαρακτήρα της αποδοκιμασίας του σκληρού πυρήνα της αστικής στρατηγικής, γιατί αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε αυξημένες λαϊκές προσδοκίες και απαιτήσεις από την επόμενη κυβέρνηση. Και το τσάκισμα των εργατικών και λαϊκών απαιτήσεων και προσδοκιών είναι ένα από τα βασικά πολιτικά επίδικα της περιόδου την οποία διανύουμε.

Συνολικότερα η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ επίσης σηματοδοτεί μια ακόμη προσπάθεια μετατόπισης της πολιτικής συζήτησης από τα κομβικά ερωτήματα που αφορούν τα λαϊκά συμφέροντα προς την όλη αισθητική της πολιτικής, προς το πολιτικό επιφαινόμενο, αντικειμενικά συντείνει και αυτή προς τη μυστικοποίηση των πραγματικών ταξικών διακυβευμάτων. Ή για να το πούμε πιο απλά: γίνεται προσπάθεια η διαδοχή του Κ. Σημίτη να γίνει στο όνομα της καλύτερης εφαρμογής της ίδιας επιθετικής αναδιαρθρωτικής πολιτικής και όχι στο όνομα της ογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας για τις συνέπειές της.

Από αυτή την άποψη ο Γ. Παπανδρέου εξασφαλίζει την αίσθηση μιας αλλαγής, χωρίς να απαιτείται και αλλαγή πολιτικής (έστω και σε επίπεδο συμβολισμών): αντίθετα εάν κανείς παρατηρήσει τη συγκεκριμένη πολιτική του σταδιοδρομία θα δει ότι υπήρξε κατεξοχήν εκφραστής δεξιών κατευθύνσεων, υπέρμαχος κρίσιμων αναδιαρθρώσεων (βλ. θητεία στο Υπουργείο Παιδείας).

Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια αλλαγή που εκ των πραγμάτων έχει και τη νομιμοποίηση των ιμπεριαλιστικών κέντρων και ειδικά του αμερικανικού. Βεβαίως θα ήταν λάθος να έχουμε μια αφελή εικόνα μαριονέτας, αφού αυτό θα παρέπεμπε σε μια συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας. Αυτό που λέμε είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου κατεξοχήν διαχειρίστηκε ως Υπουργός Εξωτερικών τόσο μια πολιτική έντονης συμπόρευσης με τις ΗΠΑ σε κρίσιμες επιλογές (Βαλκάνια, ελληνοτουρκικά, Κύπρος, «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», Ιράκ), έχει υπαρκτή πρόσβαση και ενίσχυση από συγκεκριμένα αμερικανικά κέντρα εξουσίας, αλλά και –με επιμέλεια- επέδειξε μια διάθεση μη ταύτισης με μια κλασική πολιτική ‘γαλλογερμανικού άξονα’.

Από εκεί και πέρα έχει ιδιαίτερα ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο γύρω του συσπειρώνεται όχι μόνο σημαντικό μέρος της εκσυγχρονιστικής πτέρυγας, αλλά και μεγάλο μέρος του ‘παλαιού ΠΑΣΟΚ’ ή των όποιων ‘αριστερών διαφωνιών’ του. Αυτό φανερώνει και τα πολιτικά όρια αυτών των ρευμάτων (τον αναγκαστικό αμοραλισμό να υποστέλλουν τις πολιτικές διαφωνίες στο όνομα της πρόσβασης σε μερίδιο της κρατικής εξουσίας), και το αναγκαστικό ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης των βουλευτών, αλλά ταυτόχρονα αντιστοιχεί ακριβώς και στην προσπάθεια να αποτραπούν αποδιαρθρωτικές σχέσεις στο ΠΑΣΟΚ (αυτό φαίνεται και από την εντυπωσιακή στήριξη των όλων κινήσεων από μεγάλο μέρος των ΜΜΕ και συνολικά των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.)

Την ίδια στιγμή πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η όλη συζήτηση που γίνεται για τις αλλαγές στην κομματική δομή και λειτουργία του ΠΑΣΟΚ που θα φέρει η εκλογή Παπανδρέου στην ηγεσία (εκλογή του ηγέτη από τη βάση όχι μόνο των κομματικών μελών, αλλά και των φίλων του κόμματος, κατάργηση σημαντικού μέρους της ενδιάμεσης κομματικής γραφειοκρατίας κ.α.). Αυτό αντιστοιχεί σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του προτύπου του αστικού μαζικού κόμματος που είναι σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια και εδώ και σε άλλους σχηματισμούς, όπου το στοιχείο του κομματικού μηχανισμού και της αντίστοιχης κομματικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας αντιμετωπίζεται ως πρόσκομμα στο ξεδίπλωμα της αναδιαρθρωτικής διαδικασία, αφού μέσω αυτού μπορεί –έστω και έμμεσα– να αντανακλώνται λαϊκές διεκδικήσεις και απαιτήσεις. Γι’ αυτό το λόγο και προκρίνεταΙ ο ριζικός περιορισμός του κομματικού μηχανισμού, η μείωση των «παραδοσιακών» κομματικών τρόπων πολιτικής προπαγάνδας, η υποτίμηση της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, ενώ προκρίνονται και αναβαθμίζονται το πρόσωπο του ηγέτη, τα επικοινωνιακά επιτελεία, τα επιτελεία τεχνοκρατών που δεν προέρχονται από την παραδοσιακή κομματική ιεραρχία.

Όμως, παρόλο τον επικοινωνιακό βομβαρδισμό τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα είναι για το ΠΑΣΟΚ: Παρά την απήχηση που μπορεί να έχει ο Παπανδρέου σε ένα σημαντικό μέρος του κοινωνικού μπλοκ του εκσυγχρονισμού και ειδικά σε τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει να αντιστρέψει τις απομάκρυνση από το ΠΑΣΟΚ μεγάλου μέρους τόσο αγροτικών και παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων της επαρχίας (που υπήρξε εμφανώς και στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές), όσο όμως και κομματιών εργαζομένων που απομακρύνθηκαν στη συνέχεια (με συμβολική αφετηρία τη σύγκρουση για το ασφαλιστικό). Σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει να ευοδωθεί το πολιτικό σενάριο που θα ήθελε οριακή νίκη ή ήττα με μικρή διαφορά τώρα και νίκη στις -αναπόφευκτες λόγω εκλογής προέδρου- εκλογές του 2005. Και σε αυτή την περίπτωση μια απαξίωση της λύσης Παπανδρέου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη πιο αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα από αυτά στα οποία προσπαθεί να απαντήσει, αφού θα έχει απαξιωθεί μια ιδιαίτερα πολύτιμη εναλλακτική λύση στη διαχείριση Σημίτη.

Ως προς τη ΝΔ τώρα είναι προφανές ότι οι εξελίξεις αυτές για άλλη μια φορά αναδεικνύουν το κομβικότερο πολιτικό της πρόβλημα να μπορεί να έχει την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων. Εγκλωβισμένη σε μια τακτική αναμονής της συσσώρευσης των αντιφάσεων του ΠΑΣΟΚ και της σχετικής αποσιώπησης της ουσιαστικής ομοθυμίας της με τις κρίσιμες πολιτικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ (αφού σε αυτές οφείλει την αύξηση της απήχησής της σε λαϊκά στρώματα), προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να δρέψει τη λαϊκή δυσαρέσκεια (εξ ου και η προσπάθεια ενός πιο φιλολαϊκού τόνου) χωρίς όμως να υποκύπτει σε αυτήν και την παράλληλη ανάγκη να πείσει τόσο το εκλογικό σώμα όσο και τα αστικά κέντρα ότι μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά την επόμενη φάση των αναδιαρθρώσεων.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα τα κόμματα της αριστεράς προσπαθούν να απαντήσουν στις νέες εξελίξεις. Στη μεριά του Συνασπισμού οι όλες εξελίξειςσηματοδοτούν μεγαλύτερες πολιτικές πιέσεις, τόσο γιατί μπορεί να υπάρξουν έστω και μικρές (αλλά κρίσιμες) μετατοπίσεις στο πιο δεξιό τμήμα της εκλογικής βάσης του, όσο και γιατί ο Γ. Παπανδρέου φαντάζει -αρχικά τουλάχιστον- πιο ικανός να προσπαθήσει να προχωρήσει σε ένα σενάριο ‘πληθυντικής αριστεράς’, πιέσεις που θα οξυνθούν μετά τις εκλογές (καθώς και μέρος του κομματικού μηχανισμού και της εκλογικής βάσης θα έβλεπε θετικά τη δυνατότητα μιας ‘προοδευτικής’ κυβερνητικής σύμπραξης). Σε πιο συγκυριακό όμως επίπεδο η προώθηση της ‘Πρωτοβουλίας για τη συσπείρωση της Αριστεράς’ αντικειμενικά ενισχύει τη θέση του ΣΥΝ απέναντι και σε ένα ευρύτερο δυναμικό του ‘λαού της αριστεράς’ και πιο ειδικά απέναντι σε κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς (έστω και αν, από ό,τι φαίνεται τουλάχιστον, οξύνθηκαν οι αντιθέσεις ορισμένων εκ των συνομιλητών του ΣΥΝ, όπως φαίνεται και από την παλινωδία της ΚΟΕ). Από την άλλη το ΚΚΕ παρότι έχει μια γενική πολιτική οριοθέτηση που το καθιστά πιο ικανό να υψώσει μια πολεμική απέναντι στους ‘δικομματικούς χειρισμούς’ και να φαντάζει συνεπές στην οριοθέτησή του, από την άλλη δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει με τον ίδιο τρόπο την αναφορά στην ‘ενότητα της αριστεράς’ (και γι’ αυτό είναι πιθανό να εντείνει την προσπάθειά του, έστω και σε συμβολικό επίπεδο να παρουσιάσει μια εικόνα μετωπική ενότητας -εξ ου και όλη η προσπάθεια να δώσει μια εικόνα ανοίγματος).

Και είναι ακριβώς σε αυτό το φόντο που η όλη υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς αποκτά μια κρισιμότητα: όχι απλώς για να διατηρηθεί η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία ενός πολιτικού χώρου τον οποίο τα ρεφορμιστικά κόμματα προσπαθούν να λεηλατήσουν, αλλά πάνω από όλα για να μπορέσουν να υπάρξουν όροι αυτός ο χώρος να μπορέσει να κάνει ξανά πολιτική. Αλλά αυτό απαιτεί συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες, στοχεύσεις και πρακτικές. Σε αυτά τα πλαίσια η όλη διεργασία για τη δημόσια συζήτηση για τον ‘πόλο’, το κοινό κείμενο, η δικιά μας πολιτική πρόταση όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία για μια αντιστροφή του κλίματος.

Απολογισμός της συνδιάσκεψης

α. Οργανωτικός απολογισμός

Κάνοντας έναν απολογισμό της συνδιάσκεψης θα πρέπει κατ’ αρχήν να δούμε κάπως τα οργανωτικά μεγέθη της συνδιάσκεψης:

Στη συνδιάσκεψη πήραν μέρος 151 σύντροφοι από συνολικό αριθμό μελών 216 πράγμα που σημαίνει ότι συμμετείχε στη συνδιάσκεψη το 70 % των μελών της οργάνωσης.

Κατά τομείς τα πράγματα έχουν ως εξής: Από τον τομέα εργαζομένων συμμετείχαν 68 σύντροφοι από 108 καταγραμμένους, δηλ. το 63,5% των μελών του τομέα εργαζομένων. Από τον τομέα νεολαίας συμμετείχαν 83 σύντροφοι από 108 καταγραμμένους, δηλ. το 76,8% των μελών του τομέα. Ως προς την αναλογία το σώμα της συνδιάσκεψης ήταν 45% εργαζόμενοι και 65% νεολαίοι.

[Σε σχέση με ένα θέμα που προέκυψε θα πρέπει να πούμε ότι ήταν πολύ μικρός ο αριθμός των συντρόφων πουπαρέλαβε την κάρτα του το απόγευμα της Κυριακής και στην πλειοψηφία τους ήταν σύντροφοι που είχαν παραλείψει να παραλάβουν την κάρτα την προηγουμένη]

Ως προς την οργανωτική ανάπτυξη της ομάδας θα πρέπει να πούμε ότι ήταν μικρός ο αριθμός των νέων μελών από την τελευταία καταγραφή που έγινε το Σεπτέμβριο. Αυτό ήταν σχετικά αναμενόμενο για τους εργαζόμενους, όμως παραμένει πρόβλημα σε σχέση με τον τομέα νεολαίας, όπου η σχετική δυστοκία στην στρατολόγηση νέων μελών –παρά το αναμφισβήτητα θετικό γεγονός ότι αρκετοί υπό ένταξη σύντροφοι ή φίλοι της ομάδας από το χώρο της νεολαίας ήρθαν και παρακολούθησαν (συνολικά 27)–, σε μια χρονιά όπου έγιναν σημαντικά προχωρήματα στη δουλειά μας σε χώρους νεολαίας (διήμερο ΕΑΑΚ, προσπάθεια για κινηματική απάντηση στο νομοσχέδιο για την αξιολόγηση αποτυπώνει μια σχετική αδυναμία στον τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να μπλέξουμε και άλλους στο εγχείρημά μας. Αντίστοιχα θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι δεν κατορθώσαμε να έχουμε οργανωτική ανάπτυξη σε σχολές στις οποίες δεν είχαμε παρουσία έως τώρα. Θετική όμως ήταν η πανελλαδικότητα ως προς την παρουσία και τηνπροσέλευση απόν τομέα νεολαίας.

Από την άλλη ως προς τον τομέα εργαζομένων σίγουρα αποτελεί πρόβλημα η απουσία αρκετών συντρόφων (ακόμη και αν για κάποιους από αυτούς υπήρχε αντικειμενικό πρόβλημα παρουσίας). Αυτό το ζήτημα θα πρέπει να ειδωθεί υπό το πρίσμα τριών βασικών παραμέτρων:

Πρώτον, αποτελεί ένδειξη ενός συνολικότερου προβλήματος που αφορά τη σχέση με την αριστερή πολιτική στράτευση ενός δυναμικού που βρίσκεται σε χώρους δουλειάς. Είναι προφανές ότι για να αντισταθμιστούνοι αντικειμενικές επιδράσεις και της καπιταλιστικής πραγματικότητας και καθημερινότητας απαιτείται να έχει η στράτευση ένα χαρακτήρα πολιτικής προοπτικής, να υπάρχουν στοιχεία ενός πολιτικού σχεδίου για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενός σχεδίου που να μην είναι εγκεφαλική σύλληψη, αλλά πραγματική δυναμική, στην οποία να μπορεί ο κάθε σύντροφος να αναγνωρίσει τον εαυτό του με τρόπο άμεσο και απτό. Σε αυτό σίγουρα μπορούν να βοηθήσουν οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης και όλος ο πολιτικός σχεδιασμός της.

Δεύτερο, συμπυκνώνει σοβαρά προβλήματα στην οργανωτική διάρθρωση της συλλογικότητας και την εσωτερική της ζωή. Η αδυναμία συγκρότησης και λειτουργίας του τομέα εργαζομένων, η υποτονική λειτουργία των πυρήνων, η απουσία μορφών εσωτερική συζήτησης που να φαντάζουν θελκτικές και ενδιαφέρουσες, όλα αυτά αντικειμενικά δεν επιτρέπουν την συστηματική επαφή με μια σειρά από συντρόφους.

Τρίτο, δεν έχει κατορθώσει η πολιτική λειτουργία της ομάδας να δώσει την εντύπωση ότι μπορεί εκτός από γενικές κατευθύνσεις, να προσφέρει και συγκεκριμένη τροφοδοσία και στήριξη της δράσης των συντρόφων σε χώρους δουλειάς.

Είναι σαφές ότι όλα αυτά αποτελούν ζητήματα τα οποία πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά την εσωτερική μας συζήτηση. Θα ήταν μάλιστα λάθος να θεωρήσουμε ότι η πανάκεια για όλα τα προβλήματα είναι μόνο η ύπαρξη μιας ‘γενικής γραμμής’. Η ‘γενική γραμμή’ θα πρέπει να συνοδεύεται τόσο από συγκεκριμένες εξειδικεύσεις κατά χώρους, να τροφοδοτείται από συγκεκριμένους στόχους, να υλοποιείται σε πολιτικά αιτήματα, κινητοποιήσεις, παρεμβάσεις, ένα φάσμα δηλ. από επιμέρους πρακτικές (και ειδικές απαντήσεις) που αναγκαστικά θα έχουν την αυτοτέλειά τους. Διαφορετικά θα ήταν σαν να βγάζαμε νέο τεύχος του εντύπου και όλα τα άρθρα να είχαν αποκλειστικό θέμα του πόλου! Χωρίς εξειδικεύσεις, χωρίς επεξεργασίες για χώρους και μέτωπα η ‘γενική γραμμή’ θα γινόταν ένα απλό κενό πολιτικό κέλυφος.

Αντίστοιχα, δεν θα πρέπει να υποτιμούμε την ποιότητα της εσωτερικής ζωής της ομάδας. Είναι λανθασμένη μια αντίληψη που βλέπει την εσωτερική ζωή της ομάδας, απλώς και μόνο ως ένα διαρκές ‘ακτίφ’ με βάση την εκάστοτε κεντρική πολιτική. Χρειάζεται μια εσωτερική ζωή που να μπορεί να τροφοδοτεί τον κάθε σύντροφο και να αντιστρατεύεται έμπρακτα τις πολιτικές, ιδεολογικές αλλά και πολιτισμικές πλευρές της καθημερινότητας.

Από την άλλη όμως, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στη συνδιάσκεψη υπήρξε σημαντική αύξηση της μαζικότητας σε σχέση με την προηγούμενη, και αυτή η διαφορά τάξης μεγέθους ήταν εμφανής σε οποιονδήποτε παρακολούθησε τις διαδικασίες, καταδεικνύοντας ότι το εγχείρημά μας μπορεί να έχει μια άλλη δυναμική, αλλά και του αναλογεί μεγάλο μερτικό ευθύνης σε σχέση με την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

β. Πολιτικός απολογισμός

Ανεξάρτητα από τα όποιαοργανωτικά προβλήματα ο πολιτικός απολογισμός της Συνδιάσκεψης δεν μπορεί παρά να είναι θετικός:

  • Αποσαφηνίστηκε το σώμα των θέσεων της συλλογικότητας, κίνηση που απαντά σε ένα διάχυτο κλίμα αγνωστικισμού, απομόρφωσης και ιδεοληψίας που συχνά απαντάται στη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και προσφέρει ένα στρατηγικό πολιτικό έδαφος για τη χάραξη της πολιτικής μας τακτικής.
  • Ψηφίστηκε σαφής πολιτική κατεύθυνση και αποσαφηνίστηκαν οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα πάρει η ομάδα
  • Αναπτύχθηκε ένας πλούσιος και ενδιαφέρων διάλογος.
  • Η αντιπαράθεση ήταν γόνιμη και μέσα σε κλίμα συντροφικότητας, έστω και αν δεν αναιρέθηκε πλήρως το φαινόμενο της λήψης θέσης ανάλογα με την ιστορική προέλευση.
  • Αποφασίστηκε δημοκρατικά το όνομα της συλλογικότητας

Πολιτικός σχεδιασμός

Ο πολιτικός μας σχεδιασμός οφείλει πρώτα από όλα να δει το ζήτημα της υλοποίησης των αποφάσεων και των κατευθύνσεων. Αυτό σημαίνει

Πρώτον να προβάλλουμε την πολιτική μας πρόταση

·να διακινηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το κείμενο της δικής μας πολιτικής πρότασης, θα είναι διαθέσιμο σε έντυπη μορφή από την εβδομάδα που διανύουμε (12-18/01)

·να υπάρξει αρθρογραφία στα έντυπα του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς πάνω στη δική μας πολιτικής πρότασης.

·να επιδιώξουμε να συζητήσουμε αυτή την πρόταση με όσο το δυνατόν περισσότερους συντρόφους είτε οργανωμένους, είτε ανεξάρτητους.

·Να εκμεταλλευθούμε το πρώτο τεύχος του νέου εντύπου της Αριστερής Ανασύνθεσης

Δεύτερον, να πιέσουμε ώστε να γίνει με πρωτοβουλία των μεγάλων σχημάτων της εκπαίδευσης και του δημοσίου μια πρώτη συζήτηση για την πανελλαδική συσπείρωση, έστω και με τη μορφή, έστω και με τη μορφή μιας προπαρασκευαστικής ημερίδας, με κρίσιμο χρόνο το τέλος Γενάρη.

Τρίτον, να δώσουμε τη μάχη των δημόσιων συζητήσεων για τον πόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτές πρέπει να γίνουν με καλή προετοιμασία τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις. Στόχος είναι αυτές οι εκδηλώσεις όπως και το κείμενο να έχουν χαρακτήρα πολιτικού γεγονότος καθώς για πρώτη φορά οργανώσεις και τάσεις συζητούν γι’ αυτό το ζήτημα ανεξάρτητα από τις εκλογές. Το πρώτο βήμα είναι η συζήτηση στην Αθήνα στις 26/01 που θα συνδιοργανωθεί από τις οργανώσεις που κατ’ αρχήν συμμετέχουν στη συζήτηση για τον πόλο της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς. Αυτή η εκδήλωση θα πρέπει να προπαγανδιστεί αφενός με συστηματική αφισοκόλληση σε όλη την Αθήνα και τις γειτονιές, αφετέρου με συστηματική καταγραφή και προσωπική ειδοποίηση όλων των ανεξάρτητων αγωνιστών που θέλουμε να μπλέξουμε στην όλη κίνηση. Αντίστοιχες εκδηλώσεις θα πρέπει να διοργανωθούν και σε Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα μέχρις τις 10/02. Εκτός όμως από τις δημόσιες συζητήσεις θα πρέπει και σε άλλες πόλεις όπου μπορούμε να έχουμε ένα δυναμικό να διοργανωθούν με βάση το κείμενο του πόλου, αλλά και την πολιτική μας πρόταση συζητήσεις (ακόμη και σε σπίτια) με ένα ευρύτερο δυναμικό (Καβάλα, Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Βόρειο Αιγαίο). Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται τόλμη και αποφασιστικότητα που μπορούν να φέρουν καρπούς: συζητήσεις για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς χωρίς βιαστικό, προεκλογικό χαρακτήρα μπορούν να έχουν σήμερα απήχηση και να συσπειρώσουν ένα ευρύτερο δυναμικό.

Τέταρτον, να χρησιμοποιούμε κάθε ευκαιρία (ακόμη και της προεκλογικής δράσης των άλλων τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς) ώστε να θέτουμε το ζήτημα της ανασύνθεσης. Για παράδειγμα: εάν σε κάποια πόλη γίνεται μια εκδήλώση του ΜΕΡΑ προεκλογικά εμείς οφείλουμε να πάμε εκεί, να βάλουμε την πολιτική μας λογική και πρόταση και να καλέσουμε τους συναγωνιστές μετά τις εκλογές να συγκροτήσουμε τοπική «επιτροπή πρωτοβουλίας για το μέτωπο» (το όνομα ενδεικτικό). Και εδώ θα πρέπει να πούμε ότι έχουμε τη δυνατότητα να πάμε και πέρα από τις πόλεις που τυπικά έχουμε δυνάμεις (π.χ. οι σύντροφοι της δυτικής Ελλάδας μπορούν να πάνε και Πρέβεζα και Πύργο και Αγρίνιο)

Πέμπτον, να αναλάβουμε το μερτικό που μας αναλογεί σε σχέση με τη συνέχιση του πειράματος της Πρωτοβουλίας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό σχετίζεται με το αν και κατά πόσο θα μπορέσει να παίξει το ρόλο που της αναλογεί σε σχέση με τη μάχη της Ολυμπιάδας. Άρα λοιπόν θα πρέπει να αποφασιστικότητα να στηρίξουμε όλες τις σχετικές κινήσεις, να συμβάλουμε στο σχεδιασμό τους. Και θα πρέπει να πούμε ότι καθώς άλλες δυνάμεις θα έχουν και αντικειμενικά και άλλα καθήκοντα (εκλογικά…) θα πρέπει να δώσουμε περισσότερες δυνάμεις στο σχεδιασμό και την προετοιμασία των κινήσεων σε σχέση με την Ολυμπιάδα. Πρώτη κρίσιμη μάχη: η προσπάθεια να είναι όσο το δυνατόν πιο μαζική η παρουσία μας στην αντι-ολυμπιακή κινητοποίηση στις 22 Γενάρη.

Έκτον, να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για την επόμενη μεγάλη μάχη του φοιτητικού χώρου που είναι οι φοιτητικές εκλογές και η προσπάθεια για άνοδο της πολιτικής καταγραφής των ΕΑΑΚ.

Όγδοο, μέχρι τις δημόσιες εκδηλώσεις το βασικό δημόσιο κείμενό μας είναι η δημόσια πολιτική μας πρόταση για το μέτωπο. Στα μέσα Φλεβάρη και ενόψει εκλογών θα πρέπει να υπάρξει μια δημόσια δήλωσή μας η οποία: α) Να αποτιμά τις εκδηλώσεις και τη σχετική συζήτηση. β) Να δηλώνει την επιμονή μας στη διαδικασία συγκρότησης του μετώπου και την ανάγκη να συνεχιστεί αυτή μετά τις εκλογές. γ) Να δηλώνει τη στάση μας απέναντι στις εκλογές (η πολιτική μας θέση για το μέτωπο και τις εκλογές περιλαμβάνεται στις αποφάσεις της συνδιάσκεψης). Αυτή η στάση θα συμπυκνώνεται στην παρακάτω κατάληξη της δημόσιας δήλωσής μας:

[..]

Με βάση τα παραπάνω είναι σαφές ότι το στοίχημα για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν παίζεται στο –ούτως ή άλλως– υπονομευμένο έδαφος των εκλογών, αλλά στην πάλη για την απόκρουση των αντιλαϊκών πολιτικών και στα πραγματικά βήματα για έναν πόλο της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς. Αυτή την προσπάθεια η Αριστερή Ανασύνθεση θα τη στηρίξει με όλες τις δυνάμεις.

Σε κάθε περίπτωσή όμως θεωρούμε σημαντικό να βρεθούν σε αυτές τις εκλογές ενισχυμένα τα ψηφοδέλτια εκείνων των τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς που στήριξαν τα σχήματα εργαζομένων και κοινωνικών χώρων, την Πρωτοβουλία Αγώνα, την προσπάθεια για τον πόλο.

Συνολικά, η κίνησή μας το επόμενο διάστημα θα πρέπει να προσπαθεί με κάθε ευκαιρία και σε κάθε επίπεδο να προσπαθεί να θέσει τα πραγματικά ερωτήματα:

Να μετατοπίζει τη συζήτηση από το συγκυριακό των εκλογών στο ουσιώδες που είναι η δυνατότητα μιας μετωπικής μορφής με προοπτική.

Να πηγαίνει από την απλή επίκληση του ‘όλοι μαζί’ στις συγκεκριμένες προτάσεις για το πως μπορεί και πρέπει να λειτουργεί το μέτωπο, στους συγκεκριμένους όρους δημοκρατικής και συντροφικής συζήτησης και λειτουργίας

Να μη μένει μόνο στα γενικά συνθήματα, αλλά και να επιμένει στο να ανοίξει η συζήτηση για το συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο που πρέπει να έχει το μέτωπο, να ανοίξει η συζήτηση για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης.

Να μη βλέπει την πολιτική μόνο στο επίπεδο της απλής εκφοράς λόγου αλλά πάνω από όλα ως συγκεκριμένη πρακτική και δράση για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, σε συγκεκριμένα μέτωπα, κινήματα, επίδικα.

Να μη βλέπει την αριστερή πολιτική ως αυτοαναφορά, ούτε την ανασύνθεση απλώς και μόνο ως μια αφίσα που θα λέει ‘ζήτω η ριζοσπαστική αριστερά’, αλλά ως συγκεκριμένη και πολύμορφη υλική πρακτική κοινωνικού μετασχηματισμού. Να μην ξεχνάει ότι ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν θα πει ότι μαζεύουμε σε ένα αμφιθέατρο άλλους αριστερούς και τους πείθουμε, αλλά πρωτίστως ότι μπορούμε να βρούμε όρους για να απευθυνθούμε σε ένα νέο ή ένα εργαζόμενο και να του προτείνουμε τρόπους και πρακτικές για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του είτε τα άμεσα είτε τα στρατηγικά μέσα σε μια δοσμένη συγκυρία.

Να προσπαθεί να βρει συγκεκριμένους τρόπους και δρόμους ώστε να αντισταθούμε στη απόπειρα λεηλασίαςτης ριζοσπαστικής αριστεράς από τις δυνάμεις του ρεφορμισμού. Χρειάζεται να υπάρξει μια διαφορετική που να μην κάνει το λάθος να θεωρεί ότι η λύση είναι απλώς στο να προταθεί σε αυτό το δυναμικό μια άλλη εκλογική συμπεριφορά, αλλά αντίθετα να συμβάλει στη διαμόρφωση εκείνων των όρων που θα καθιστούν τη ριζοσπαστική αριστερά, τις πολιτικές μορφές της, τις συνδικαλιστικές παρεμβάσεις της έναν πραγματικό εναλλακτικό πολιτικό χώρο για ένα ευρύτερο δυναμικό. Μόνο αυτό θα μπορέσει να ανακόψει τα φαινόμενα παλιννόστησης ή παλινδρόμησης προς το ρεφορμισμό που καταγράφονται σε ένα ευρύτερο ανεξάρτητο αριστερό δυναμικό. Και σε αυτό μπορεί να συμβάλει μόνο μια λογική σαν τη δική μας: που βλέπει το μέτωπο ή τον ‘πόλο’ ως ζωντανό πολιτικό εργαστήρι και όχι ως απλή υπογραφή, που δίνει εξίσου έμφαση στη συγκρότηση μαζικών συνδικαλιστικών και κινηματικών χώρων και πρακτικών, που επιμένει στη γραμμή μαζών και στη συγκεκριμένη δράση.

Σε αυτή τη βάση είναι σαφές ότι η Αριστερή Ανασύνθεση το επόμενο διάστημα έχει τη δυνατότητα να πάρει και να συμβάλει σε σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι που θα πρέπει να δούμε πολύ σοβαρά την οργανωτική μας κατάσταση.

Οργανωτική ανασυγκρότηση της Αριστερής Ανασύνθεσης

Στο διάστημα που πέρασε από την ιδρυτική συνδιάσκεψη σίγουρα έγιναν σημαντικά βήματα σε σχέση με την οργανωτική μας συγκρότηση.

  • Συγκροτήθηκε το Κεντρικό Συντονιστικό και μπόρεσε να έχει μια παραγωγική πολιτική λειτουργία, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην πορεία προς την συνδιάσκεψη
  • Αποκρυσταλλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία μιας ενιαίας καθοδηγητικής λειτουργίας.
  • Διαμορφώθηκαν όροι αποτελεσματικής ενιαίας λειτουργίας του τομέα νεολαίας, γεγονός που έδειξε τα αποτελέσματά του τόσο στο διήμερο των ΕΑΑΚ όσο και στη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση.
  • Αποκρυσταλλώθηκαν σχετικά καλύτεροι όροι πανελλαδικής επικοινωνίας και λειτουργίας.
  • Υπήρξαν παραδείγματα πετυχημένης λειτουργίας και δράσης πυρήνων εργαζομένων.
  • Μπλέχτηκαν νέοι σύντροφοι στη εκδοτική δραστηριότητα.

Από την άλλη όμως υπήρξαν και αρκετά προβλήματα:

  • Δεν μπόρεσε το γραφείο να έχει την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα που του αναλογούσε. Αυτό φάνηκε σε μια σειρά από χαρακτηριστικά που είχε η λειτουργία του: Μεγάλες καθυστερήσεις στην έναρξη των συζητήσεων. Συχνές απουσίες και ασυνέχειες στη δράση του. Σε μεγάλο βαθμό απροετοίμαστες συζητήσεις. Μικρός βαθμός ενημέρωσης για την κατάσταση της ομάδας, και την πολιτική και την οργανωτική. Αντιμετώπισή του ενός χώρου γενικής συζήτησης και όχι συγκεκριμένης δράσης. Ελλιπής εσωτερικός καταμερισμός καθηκόντων αλλά και ελλιπής ανάληψη συγκεκριμένων ευθυνών. Αυτό αποτυπώθηκε σε μια σειρά από προβλήματα: ασυνεχής παρουσία και ελλιπής σχεδιασμός για την Πρωτοβουλία. Μειωμένη προβολή της άποψης της ομάδας. Μέτριος βαθμός πανελλαδικού συντονισμού. Ελλιπής παρακολούθηση της οργανωτικής κατάστασης της ομάδας. Μικρός βαθμός ενημέρωσης των μελών της ομάδας.Εξαίρεση αποτέλεσε η άψογη διαχείριση των οικονομικών της ομάδας από τον οικονομικό υπεύθυνο.
  • Δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί ο τομέας εργαζομένων και το συντονιστικό του. Αυτό αντανακλά μια αδυναμία να μπορούμε να κάνουμε σχεδιασμένη παρέμβαση σε συνδικαλιστικούς χώρους, να προσπαθούμε να έχουμε διαδικασίας ανταλλαγής εμπειριών και στοιχείων, να προσπαθούμε να σχεδιάσουμε παρεμβάσεις σε νέους χώρους, να βοηθούμε τις συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Συντελεί εδώ ο τρόπος που μερικές φορές αντιμετωπίζουμε κινήσεις όπως την ενότητα των σχημάτων εργασιακών χώρων ως μια ακόμη πολιτική πρωτοβουλία και όχι ως τη συμπύκνωση μιας συνολικής τριβής και παρέμβασης σε τέτοια ζητήματα. Συμβάλλει σίγουρα το γεγονός ότι κάποιες φορές αντιμετωπίζουμε το ζήτημα απλώς ως παρουσία σε ένα σχήμα ή μια συνέλευση και όχι ως καθημερινή δράση και παρέμβαση. Βοηθά, όμως, και η τάση αυτάρκειας με την οποία αντιμετωπίζουμε συχνά την επιμέρους συνδικαλιστική δράση, αυτάρκεια που υποτιμά την ανάγκη συλλογικής συζήτησης και παρέμβασης. Αποτέλεσμα και όλων αυτών οι μειωμένες διαθεσιμότητες για την ανάληψη της λειτουργίας του τομέα.
  • Δεν διαμορφώθηκε με τρόπο μόνιμο μια συντακτική ομάδα ικανή να μπορέσει να σχεδιάσει το νέο έντυπο της συλλογικότητας και γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ο σχεδιασμός του.
  • Δεν έγιναν τα αναγκαία βήματα στην οργανωτική ανάπτυξη, ειδικά στον τομέα νεολαίας, παρά τα βήματα που έγιναν στην πολιτική μας παρέμβαση.
  • Δεν δόθηκε για άλλη μια φορά η απαραίτητη βαρύτητα στην εσωτερική ιδεολογική τροφοδοσία και συζήτηση και αυτό φάνηκε και στον τρόπο με τον οποίο σε κάποιες περιπτώσεις αντιμετωπίστηκε το ζήτημα των Θέσεων, παρότι αυτές αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυτό φάνηκε και από το ότι πουλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος τους. Συνολικά η πολιτικομορφωτική λειτουργία της ομάδας είναι κάτι που δεν αντιμετωπίζεται τον τελευταίο καιρό με την πρέπουσα σοβαρότητα.

Απέναντι σε αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να υπάρξουν τομές. Είναι προφανές ότι σε μια συλλογικότητα με το δικό μας μέγεθος, αλλά και τις δικές μας ευθύνες απέναντι συνολικά στη ριζοσπαστική αριστερά αναλογεί μια άλλη οργανωτική κατάσταση. Αυτό πρέπει να το αναλογιστούμε όλοι, μια που οι τομές αναλογούν και στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας κάνει πολιτική ή βλέπει τον εαυτό του μέσα στην συλλογικότητα. Θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι συγκρότηση μιας πανελλαδικής πολιτικής συλλογικότητας απαιτεί και δεσμεύσεις, αλλά και εξειδικεύσεις,δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε με τη διαρκή ολομέλεια, ούτε με τη λογική ‘όλοι κάνουν όλα’, ούτε όμως και με την αντίληψη ότι όλη η συλλογικότητα κάνει το ίδιο πράγμα (την ίδια κεντρική πρωτοβουλία ή γραμμή) την ίδια στιγμή. Με κάθε τρόπο θα πρέπει να μπορέσουμε να κάνουμε περισσότερα -και διαφορετικά- πράγματα ταυτόχρονα, να λειτουργούμε παράλληλους πολιτικούς θεσμούς, να σεβόμαστε τη σχετική αυτοτέλεια κάθε επιπέδου.

Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα βήματα για την βελτίωση της οργανωτικής μας κατάστασης:

Α. Εκλογή νέου γραφείου.

Το γραφείο δεν πρέπει να είναι ένας χώρος γενικής συζήτησης, αλλά συγκεκριμένου σχεδιασμού και παρακολούθησης των πρακτικών της ομάδας. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει στο γραφείο εκτός από τις αρμοδιότητες που ούτως ή άλλως προβλέπονται (υπεύθυνος, αναπλ. υπεύθυνος, υπεύθυνος ΤΝ, υπεύθυνος ΤΕ, υπεύθυνος Πάτρας, υπεύθυνος Θεσσαλονίκης) θα πρέπει να μπορεί να καλύπτει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: Οικονομικός υπεύθυνος, υπεύθυνος της συντακτικής επιτροπής, υπεύθυνος τεχνικής και υποδομής και γραφείων, υπεύθυνος της παρουσίας στην Πρωτοβουλία και ευρύτερα σε κεντρικές πρωτοβουλίες και εκδηλώσεις της ριζ. αριστεράς, ιδεολογικός υπεύθυνος. Χρειάζεται επίσης το γραφείο να μπορεί να έχει εσωτερικό καταμερισμό σε σχέση με την τακτική επικοινωνία με τους συντρόφους εκτός Αθήνας και Πάτρας με συγκεκριμένες αναλήψεις ενημέρωσης.

Από εκεί και πέρα θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα για την καλύτερη λειτουργία του ίδιου του γραφείου:

  • Έγκαιρη άφιξη όλων των μελών του
  • Τακτικές και μεστές ενημερώσεις για την κατάσταση της παρέμβασης των τομέων
  • Τακτικές και προγραμματισμένες συζητήσεις του γραφείου πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα (συγκυρία, σχεδιασμός δράσης, σχεδιασμός τομέων), με γραπτές εισηγήσεις.
  • Τακτικοί απολογισμοί της παρέμβασής μας ώστε να διορθώνονται με πνεύμα θετικό και αυτοκριτικό τυχόν λάθη
  • Καταμερισμός της συγγραφικής εργασίας του γραφείου με τρόπο ομαλό
  • Τήρηση πρακτικών και καλύτερη ενημέρωση της ομάδας για την συζήτηση στο γραφείο

Το κεντρικό συντονιστικό προχώρησε στην εκλογή του νέου γραφείου που αποτελείται από τους σ. Π.Σ., Γ.Μ., Γ. Παυλ., Χ.Τ., Δ.Κ., Σπ. Δρ., Δ. Κουτσ., Γ. Καλ., Λ.Χ., Θ. Μπ., Σ.Κ., Χρ. Σερ., Γ. Πολ., και αναπληρωματικό το σ. Δημ. Καν.

Β. Ανασυγκρότηση του Τομέα Εργαζομένων

Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να γίνουν όντως πράξη τα όσα είχαν συζητηθεί στην ολομέλεια του Τομέα Εργαζομένων. Αυτό σημαίνει: πρώτον, να αποσαφηνιστεί ότι όντως υπάρχουν οι αναγκαίες διαθεσιμότητες για την συγκρότηση του συντονιστικού του τομέα εργαζομένων, διαφορετικά ας βρεθούν νέες με βασικό στοιχείο τη συνδικαλιστική δράση και εμπειρία. Δεύτερον, καθήκοντα του συντονιστικού είναι τα ακόλουθα: Να οργανώσει και να σχεδιάσει τη συνδικαλιστική δράση και παρέμβαση των συντρόφων σε χώρους δουλειάς. Να συντονίσει την συμβολή μας στην υπόθεση της πανελλαδικής συσπείρωσης εργαζομένων. Να εξασφαλίσει τη λειτουργία των πυρήνων, να αναβαθμίσει τη σχέση των συντρόφων του ΤΕ με την ομάδα, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο των απομακρυσμένων συντρόφων. Να συντονίσει την παραγωγή μιας σειράς κρίσιμων επεξεργασιών που θα αναβαθμίσουν τη δράση μας σε χώρους δουλειάς.

Γ. Συντακτική Επιτροπή

Προχωρούμε στη συγκρότηση της συντακτικής επιτροπής (αξιοποιώντας και τους συντρόφους που με τρόπο επιτυχή διεκπεραίωσαν το προηγούμενο έντυπο) για να ξεκινήσει το ταχύτερο δυνατό ο σχεδιασμός του επόμενου εντύπου, και όχι μόνο το επόμενο τεύχος (το οποίο θα πρέπει να είναι έτοιμο αρκετά γρήγορα ώστε να εκμεταλλευθεί και την προεκλογική και λοιπή πολιτική κινητικότητα: και αυτό σημαίνει ότι καλό είναι να είναι έτοιμο μέχρι τα μέσα Φλεβάρη). Αντίστοιχα μέσα από τη συντακτική ομάδα καλό είναι να προετοιμαστεί και η δυνατότητα ιστοσελίδας της Αριστερής Ανασύνθεσης.

Κατ’ αρχήν μέλη της συντακτικής επιτροπής είναι οι σ. Δ. Κουτσ., Π. Φυτρ., Β. Στρ., Τ. Μπ., Κ. Ραπ., Γ. Παπ., Γ. Αβαγ.

Δ. Οργανωτική ανάπτυξη

Με όπλο την πολιτική απόφαση της συνδιάσκεψης και το κείμενο των Θέσεων θα πρέπει το επόμενο διάστημα να ολοκληρωθεί η διαδικασία ένταξης μιας σειράς συντρόφων με τους οποίους βρισκόμαστε σε επαφή. Το γραφείο θα πρέπει να τρόπο συστηματικό να παρακολουθήσει αυτή τη διαδικασία.

Ε. Αναβάθμιση της εσωτερικής ζωής της ομάδας

Εάν το πρώτο βήμα για την αναβάθμιση της λειτουργίας της ομάδας είναι η καλύτερη λειτουργία των πυρήνων και των άλλων οργάνων της ομάδας, το δεύτερο θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση της εσωτερικής ζωής της ομάδας κύρια μέσα από το μπορεί αυτή να παίζει το ρόλο ενός πολιτικομορφωτικού χώρου, ενός χώρου που έμπρακτα να αντιπαλεύει την αστική ιδεολογία σε όλες τις επιδράσεις. Η ομάδα μας διαθέτει ένα μεγάλο δυναμικό συντρόφων με γνώσεις, ενδιαφέροντα και εμπειρία σε ένα εύρος ζητημάτων και αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί: Με έναν προγραμματισμό συζητήσεων και ‘εκτός συγκυρίας’, με διοργάνωση προβολών στα γραφεία, με αναβάθμιση των γραφείων σε έναν χώρο που θα μπορεί να είναι σημείο αναφοράς των μελών της ομάδας. Σημαντικό ρόλο θα παίξει σε αυτή την κατεύθυνση ο σχεδιασμός πολιτικομορφωτικών διαδικασιών συλλογικής αυτομόρφωσης για τον τομέα νεολαίας (και όχι μόνο).