ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

Τομέας Νεολαίας

10ο πολιτικό – πολιτιστικό

Camping

27 Ιούλη – 5 Αυγούστου 2013

Η εποχή των εξεγέρσεων στην γειτονιά μας: Από την πλατεία Ταχρίρ στο πάρκο Γκεζί

Σαββατο 3 Ιούλη 2013

των Aykut Kilic, διδάσκων στο τεχνικό πανεπιστήμιο της Κων/πολης, μέλος της Yeni Yol τμήμα της 4ης

Διεθνούς.

Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου, Πολιτικός Επιστήμονας

Λέττα Σακελλαράκου, φοιτήτρια πολυτεχνικής Πατρών

Α. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή

Οι κοινωνικό-πολιτικές εντάσεις και ο εξεγερσιακός αναβρασμός που χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελεί σίγουρα ένα από τα βασικά πεδία στα οποία ξετυλίγεται αυτός ο ιδιότυπος εξεγερσιακός κύκλος που απλώνεται από τις πόλεις της Βραζιλίας και τις πρωτεύουσες του Ευρωπαικού Νότου, μέχρι την Τουρκία.

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο και ως προσπάθεια να κατανοήσουμε, έστω και επιμέρους, τη φύση αλλά και τις προβληματικές που θέτει αυτό το ρεύμα κινηματικής αφύπνισης του λαικού παράγοντα σε παγκόσμιο επίπεδο, στην εισηγηση αυτή θα αποποιραθούμε να σκιαγραφήσουμε τις εν εξελίξειδιεργασίες αλλά και τις γεωπολιτικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στον ‘αραβικό κόσμο’ με επίκεντρο την αιγυπτιακή κρίση και τον συριακό εμφύλιο. Η επιλογή της Συρίας και της Αιγύπτου ως βάση μιας συνολικής ανάλυσης για την περιοχή δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με την από μέρους μας υποβάθμιση της σημασίας των κοινωνικών μετασχηματισμών και των πολιτικών εξελίξεων που διαδραματίζονται σε χώρες όπως η Λυβίη, η Τυνησία, η Ιορδανία, το Ιρακ κλπ αλλά με το ιδιαίτερο πολιτικό βάρος που έχουν οι πρώτες, τόσο λόγο θέσης και μεγέθους όσο και λόγω ιστορικότητας.

Μια συνεκτική και αν θέλετε διεισδυτικότερη ερμηνεία των εξελίξεων θα απαιτούσε την παράλληλη εξέταση των δύο περιπτώσεων. Προκειμένου όμως να δοθεί μια συνοπτική και πιο εύληπτη εικόνα των εξελίξεων και να υποβοηθηθεί η συνολική οικονομία της κουβέντας, τα τεκτενόμενα στις δύο χώρες θα παρουσιαστούν ξεχωριστά και θα ακολουθήσει στο τέλος της εισήγησης ένα σύντομο συμπερασματικό κεφάλαιο.

Ο συριακός εμφύλιος ως κόμβος των γεωπολιτικών εξελίξεων

Ξεκινώντας από τη Συρία θα λέγαμε ότι ο πολύνεκρος διετής εμφύλιος που μαίνεται στη χώραδεν είναι απλά η τελευταία πράξη του κύκλου των αραβικών εξεγέρσεων, αλλά μάλλον η πιο δραματική συμπύκνωση και έκφραση των κοινωνικό-πολιτισμικών αντιθέσεων και των γεωπολιτικών στρατηγικών συγκρούσεωνπου βρίσκονται στο υπόβαθρο των εξελίξεων σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στη συριακή κρίση βλέπει κανείς να αποτυπώνονται στοιχεία της σύγκρουσης μεταξύ σιιτικού και σουνητικού Ισλάμ, αυταρχικών καθεστώτων και οικονομικών ελίτ με λαικά κινήματα με άξονα τον εκδημοκρατισμό και την αναδιανομή του πλούτου, κοσμικών και θρησκευτικών ρευμάτων αλλά και ιμπεριαλιαστικών συμφερόντων για τον έλεγχο της περιοχής.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι από την έκβαση των γεγονότων στη Συρία κρίνονται πολύ περισσότερα από την εκπαραθύρωση ή μη του καθεστώτος Άσαντ. Ας μην ξεχνάμε ότι όπως αναφέραμε ήδη, η Συρία αποτελεί ένα από τα ιστορικότερα αραβικά κράτη που μαζί με την Αίγυπτο καθόρισε επί δεκαετίες τις πολιτικές εξελίξεις στη μέση ανατολή και τον αραβικό κόσμο (κίνημα Μπάαθ, Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, τριακονταετής στρατιωτική παρουσία στο Λίβανο, στενές σχέσεις με τη Χεζμπολάζ, επί σειρά ετών έδρα των εξόριστων ηγετών της Χαμάς κλπ), έχοντας ιδιαίτερο συμβολικό και ιστορικό βάρος ανεξαρτήτως της αδιαμφισβήτητα νευραλγικής της θέσης. Πιθανή ανατροπή του Μπάαθ λοιπόν ή διαμελισμός της χώρας σημαίνει συνολική και εκ βάθρων αλλαγή συσχετισμών στην περιοχή.Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η συριακή κρίση αποκτά ιδιαίτερα κομβική σημασία τόσο για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τη Ρωσία που θέλει να διατηρήσει πάσει θυσία την ναυτική βάση της Ταρτούς, τη μοναδική που έχει στη Μεσόγειο, όσο και για τους περιφερειακούς παίχτες. Για τους αμερικανούς και τους σουνίτες συμμάχους τους στην περιοχή (Κατάρ και κυρίως Σαουδική Αραβία) το κύριο μέλημα είναι η διάρρηξη του άξονα Χεζμπολάχ, Δαμασκός, Τεχεράνη. Πιθανή ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ θα περιορίζε σημαντικά την επιρροή του Ιραν στην περιοχή, οριοθετώντας την ‘μαλακή του δύναμη’ στη φιλοσιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης ενώ ταυτόχρονα θα αποδυναμώνε αισθητά την Χεζμπολάχ η οποία εξοπλίζεται από την Τεχεράνη μέσω Συρίας. Δεδομένου ότι η πολιτική επιρροή της σιιτικής οργάνωσης στα πολιτικά τεκτενόμενα στο Λίβανο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να διατηρεί την στρατιωτική της ισχύ, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο πνευματικός της ηγέτης, σείχης Χασαν Νασράλα, δήλωνε στα τέλη Απριλίου ότι πτώση του Άσαντ θα σηματοδοτούσε παράδοση του Λιβάνου στα χέρια των φιλοδυτικών συμμάχων των ισραηλινών. Τώρα όσον αφορά την Τουρκία, η ενεργός της εμπλοκή αποτελεί μέρος της στρατηγικής επιδίωξης του δίδυμου Ερντογάν-Νταβούτογλου να εδραιώσουν την χώρα ως βασική περιφερειακή δύναμη, δεδομένης και της απομόνωσης του Ισραήλ, βασισμένη στην ‘εξαγωγή’ του οικονομικο-πολιτικού της μοντέλου (μετριοπαθής ισλαμισμός και νεοφιλελεύθερη αναπτυξιακή πολιτική) στις υπό μετάβαση χώρες και την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική της δύναμη. Η κοινωνική έκρηξη όμως των τελευταίων μηνών και η σε γενικές γραμμές αρνητική για την Τουρκία επέκταση της Κουρδικής επιρροής στο βόρειο Ιρακ και την ανατολική Συρία μάλλον υποσκάπτουν τους τουρκικούς σχεδιασμούς.

Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα πολύπλοκο κλίμα ανταγωνισμών η έκβαση της συριακής κρίσης φαίνεται να επικαθορίζεται από την διαμόρφωση του εσωτερικού συσχετισμού σε πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο αλλά και τη δυνατότητα των μεγάλων δυνάμεων με προεξάρχουσες την Ρωσία και τις ΗΠΑ να συγκεράσουν τα μέχρι στιγμής αντιτιθέμενα συμφέροντά τους.

Στο εσωτερικό μέτωπο, μετά από μια μακρά περίοδο στασιμότητας και φθοράς η κυβέρνηση Άσαντ φαίνεται να επανακτά την πρωτοβουλία των κινήσεων, πετυχαίνοντας σημαντικές επιτυχίες σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά και ενισχύοντας τα λαϊκά της ερείσματα πατώντας στην ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια που προκαλούν στον πληθυσμό οι ακρότητες των ισλαμιστών που δρούν στις τάξεις της αντιπολίτευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο από τον αμερικανικό τύπο όσο και από το ευθέως αντικυβερνητικό Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Λονδίνο, έχουν δημοσιοποιηθεί σειρά καταγγελιών για βιαιοπραγίες καιθρησκευτικές εκκαθαρίσεις σε περιοχές που ελέγχουν δυνάμεις του συνδεόμενου με την Αλ Κάιντα μέτωπου Αλ Νούσρα. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απολύτως σωστή η παρατήρηση του Π.Παπακωνσταντίνου ότι η μεταστροφή μιας κρίσιμης και μέχρι πρότινος αμέτοχης μερίδας του πληθυσμού υπέρ του καθεστώτος ίσως να αποβεί εξίσου καθοριστική με την άμεση στήριξη της Χεζμπολάχ στις κυβερνητικές δυνάμεις. Η τελευταία συμμετείχε με πάνω από δύο χιλιάδες άνδρες στην επιχείρηση ανακατάληψης της στρατηγικής σημασίας πόλης του Κουσείρ, ενώ έχει αναλάβει και εκτεταμένο ρόλο στην φύλαξη των μεθοριακών περασμάτων με το Λίβανο προκειμένου να αποτραπεί η από εκεί τροφοδοσία των αντικαθεστωτικών. Οι εξελίξεις αυτές όχι μόνο διαψεύδουν τα σενάρια για επικείμενη κατάρρευση του καθεστώτος αλλά ενώνουν την Δαμασκό με τις κατά βάσει αλαουίτικες και φιλοκυβερνητικές περιοχές γύρω από τη Λατάκια και την Ταρτούς εδραιώνοντας έτσι την κυριαρχία του Άσαντ σε ολόκληρη τη Δυτική Συρία, ανοίγοντας ταυτόχρονα και το δρόμο για την Χομς που είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας και σημείο κόμβος για τον έλεγχο της ενδοχώρας.

Από την άλλη η αντιπολίτευση κλυδωνίζεται από τις διαμάχες μεταξύ ακραίων ισλαμιστών και μετριοπαθών, οι οποίες υποδαυλίζονται και από τα επιμέρους συμφέροντα των χωρών του κόλπου που είναι και οι βασικοί χρηματοδότες των περισσότερων ομάδων και ειδικά των σαλαφιστών. Οι τελευταίοι παρά τις σκιώδεις σχέσεις τους ειδικά με τη Σαουδική Αραβία αποτελούν αγκάθι για τους χειρισμούς των δυτικών καθότι από τη μία αποτελούν το πιο αξιόμαχο δυναμικό των αντικαθεστωτικών αλλά από την άλλη η δράση τους είναι ανεξέλεγκτη και οδηγεί σε αποσταθεροποίηση αν όχι πλήρη διάλυση του αντικαθεστωτικού μετώπου. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί ανάμεσα στις διάφορες φράξιες της αντιπολίτευσης είναι το γεγονός ότι μέλη του Ισλαμικού Κράτους του Ιρακ και του Λεβάντε σκότωσαν στα μέσα Ιουλίου τον Καμάλ Χαμαμί, υψηλόβαθμο στέλεχος του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, ενώ συγκρούσεις μεταξύ του τελευταίου και των ισλαμικών ομάδων έλαβαν χώρα και σε άλλες περιοχές. Μια εξέλιξη που προβληματίζει έντονα την Ουάσινγκτον και σχετίζεται άμεσα με τα παραπάνω είναι η όλο ένα και εντεινόμενη δραστηριότητα ένοπλων σουνιτικών ομάδων στον Ιράκ με στενές σχέσεις με τα ισλαμικά δίκτυα που δρουν στη Συρία. Με προπύργιο την επαρχία Άνμπαρ οι ομάδες αυτές έχουν πραγματοποιήσει μόνο τους τελευταίους δύο μήνες πάνω από πενήντα επιθέσεις αυτοκτονίας ακόμη και σε κεντρικά σημεία της Βαγδάτης, ανεβάζοντας τον αριθμό τωνθυμάτων σύμφωνα με τον ΟΗΕ στους 963 μόνο για το μήνα Μάιο (ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί από το 2008) καισύροντας το Ιράκ σε νέο κύκλο αποσταθεροποίησης. Σε αυτό το φόντο η πιθανή σομαλοποίηση της Συρίας σε περίπτωση κατάρρευσης του καθεστώτος και η δημιουργία μιας ευρείας ζώνης χάους και αποσταθεροποίησης από το Ιράκ μέχρι τα υψίπεδα του Γκολάν στην οποία θα κυριαρχούν οι κάθε είδους ισλαμιστές πολέμαρχοι είναι ένα άκρως ανησυχητικό σενάριο το οποίο παίζει ιδιαίτερο ρόλο ειδικά όσον αφορά την μετριοπαθή στάση που κρατούν οι Ισραηλινοί απέναντι στον Άσαντ. Μπορεί ο τελευταίος να αποτελεί, όπως είπαμε και πρίν τον κρίκο που συνδέει την Τεχεράνη με την Χεζμπολάχ, αλλά οι Ισραηλινοί ακολουθώντας την λογική ο ‘διάβολος που ξέρουμε’ μάλλον προτιμούν να έχουν απεναντί τους τον εχθρικό μεν αλλά προβλέψιμο και έκθετο στις διεθνείς πιέσεις Άσαντ παρά ενα σκιώδες και συνεπώς ανεξέλεγκτο δίκτυο ακραίων ισλαμιστών, εξοπλισμένο με τα απομεινάρια του οπλοστασίου του συριακού στρατού . Σε αυτό συγκλίνει και η επιφυλακτικότητα της Ουάσιγκτον να προβεί σε πιο άμεση εμπλοκή, παρά την πολεμικήπου δέχεται ο Ομπάμα από τα γεράκια των ρεπουμπλικανών, όπως ο Τζον Μακέιν και το στρατιωτικό-βιομηχανικό λόμπι.

Οι ισλαμιστές βέβαια στις τάξεις των αντικαθεστωτικών είναι ο ένας μόνο από τους δύο βασικούς παράγοντες που αποτρέπουν τους δυτικούς από το να εμπλακούν πιο άμεσα στη συριακή κρίση, με ένα σχέδιο τύπου Λιβύης (η χερσαία επέμβαση έχει ήδη αποκλειστεί από τους Αμερικανούς μετά τα πικρά μαθήματα σε Ιράκ και Αφγανιστάν). Ο άλλος σχετίζεται με την στήριξη που εξακολουθεί να παρέχει στο καθεστώς η Ρωσία τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμη και πριν το Δεκέμβρη οπότε και θα παραδοθούν στο καθεστώς από τους Ρώσους οι νέες συστοιχίες S-300, η Δαμασκός έχει στην κατοχή της μεγάλα αποθέματα πυραύλων εδάφους αέρος αλλά και συστοιχίες S-200 που θα καθιστούσαν ακόμη και την από αέρος επέμβαση αρκετά επικύνδινη και δαπανηρή (θυμίζουμε εδώ την κατάρριψη του τουρκικού F-4 τον περασμένο Ιούνιο). Με άλλα λόγια όσο ο Άσαντ μπορεί να ελέγχει το Δυτικό κομμάτι της χώρας και να έχει τη στήριξη του Ιράν (μέσω και της Χεζμπολάχ) αλλά κυρίως της Ρωσίας, η ανατροπή του καθεστώτος αλλά και η άμεση εμπλοκή των δυτικών δεν φαίνονται ως υλοποιήσιμα σενάρια στο άμεσο μέλλον.

Από την άλλη η ενεργητική εμπλοκή της Δύσης τόσο στον εξοπλισμό όσο και στην διπλωματική υποστήριξη των ανταρτών (μόλις στις αρχές Ιουνίου η Γαλλία ανακοίνωσε ότι έχει στοιχεία για τη χρήση χημικών όπλων από πλευράς των κυβερνητικών δυνάμεων, πιέζοντας για την ανάληψη δράσεων ενώ στις 22 Ιουλίου η Ε.Ε. συμπεριέλαβε το ένοπλο σκέλος της Χεζμπολάχ στον κατάλογο με τις τρομοκρατικές οργανώσεις προκειμένου να της ασκήσει πίεση) υποδηλώνει ότι τα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα προκειμένου να χαθεί το παιχνίδι για τους δυτικούς. Συνεπώς τα σενάρια μιας πιθανής διχοτόμησης αν όχι de facto τριχοτόμησης της χώρας σε μια δυτική και παράκτια ζώνη υπό το καθεστώς, μια σουνιτική ενδοχώρα που θα έχει υπό τον έλεγχό της και τις πετρελαιοπηγές γύρω από τη Ράκα και το Ντείρ Εζόρ και μια βορειο-ανατολική ημιαυτόνομη κουρδική περιοχή στα πρότυπα του Ιράκ, καθίστανται αρκούντως ρεαλιστικά. Μια τέτοια εξέλιξη βέβαια προσκρούει και στη διαρκώς εντεινόμενη δυσκολία συγκρότησης ενός σταθερού αντικαθεστωτικού κέντρου αλλά και στα συμφέροντα της Τουρκίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί την επέκταση της επιρροής του κουρδικού στοιχείου στα σύνορά της με τη Συρία, μετά και την επί της ουσίας πλήρη ανεξαρτητοποίηση του ιρακινού Κουρδιστάν από την κυβέρνηση της Βαγδάτης.

Η έντονη ανησυχία της Τουρκίας για τις εξελίξεις αυτές καταμαρτυράται και από την αποφασιστικότητα με την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν προχώρησε στην ‘ειρηνευτική’ συμφωνία με τον Οτσαλάν και το PKK αλλά και από την ανησυχία του τουρκικού επιτελείου, όπως αποτυπώθηκε στις διάφορες διαρροές προς τον τύπο, για τον εξοπλισμό των Κούρδων από το καθεστώς Άσαντ σε περιοχές της βορειο-ανατολικής Συρίας από όπου αποχώρησε ο κυβερνητικός στρατός. Στοιχείο ιδιαίτερης ανησυχίας για την Άγκυρα αποτελεί το γεγονός ότι μετα την δημιουργία τον περασμένο Ιούλιο της Κουρδικής Ανώτατης Επιτροπής έπειτα από συμφωνία μεταξύ του Κουρδικού Εθνικού Συμβουλίου και του Κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (συριακή πτέρυγα του PKK) το τελευταίο έχει σχεδόν τον πλήρη έλεγχο των Κουρδικών περιοχών εντός του συριακού εδάφους. Αυτό οφείλεται και στην μαζικότητά του σε σχέση με τις λοιπές κουρδικές ομάδες αλλά και στο γεγονός ότι ελέγχει σχεδόν αποκλειστικά τις Μονάδες Λαικής Προστασίας που αποτελούν το ένοπλο σώμα της Ανώτατης Επιτροπής. Ενδεικτική της πρόθεσης του Κ.Κ.Δ.Ε. για πλήρη έλεγχο του συριακού Κουρδιστάν αλλά και των συνοριακών περασμάτων με την Τουρκία, στην κατεύθυνση της de-facto αυτονόμισης της περιοχής αποτελεί και η επιλογή έντασης της σύγκρουσης με τις ισλαμιστικές δυνάμεις των αντικαθεστωτικών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή (στα τέλη Ιουλίου σημειώθηκαν σκληρές συγκρούσεις μεταξύ μαχητών των Μ.Λ.Π. και του Ισλαμικού Κράτους του Ιρακ και του Λεβάντε στην επαρχία Ράκα με στόχο τον έλεγχο της πόλης Ταλ Αμπιάντ, ενώ ακολούθησαν και πολυήμερες μάχες στην επαρχία Χασάκα). Όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι Κούρδοι πιθανή αυτονόμιση του συριακού Κουρδιστάν και μάλιστα υπό τον έλεγχο του P.K.K. θα ενίσχυε σημαντικά τον αγώνα τους στην Τουρκία και θα δημιουργούσε ισχυρές πιέσεις για σχετική έστω αυτονόμιση και του τουρκικού Κουρδιστάν. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο η επιλογή του Κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (επί της ουσίας νόμιμου προκαλείματος του παράνομου PKK) να μην προκαλέσει μαζική κινητοποίηση του κουρδικού πληθυσμού (πέραν ίσως της Κωνσταντινούπολης) κατα τη διάρκεια του κινήματος στην Τουρκία αλλά και η προώθηση από πλευράς του μιας ατζέντας εκδημοκρατισμού και πολιτικών δικαιωμάτων με έντονο το μήνυμα της αυτονομίας είναι αποκαλυπτική τόσο των υπολογισμών όσο και της στρατηγικής που ακολουθείται από την κουρδική ηγεσία η οποία φαίνεται να απομακρύνεται από τη στρατηγική άμεσης ρήξης με το Τουρκικό κράτος, προκρείνοντας σενάρια ενισχυμένης αυτονομίας και συσσώρευσης δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή.

Συμπερασματικά , λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συριακή εξέγερση, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε στο κλείσιμο της εισήγησης, έχει απολέσει εν πολλοίς τον αρχικό της χαρακτήρα ως λαικό κίνημα αντίστασης απέναντι στην απολυταρχία του καθεστώτος με άξονα τον εκδημοκρατισμό και την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Έπειτα από μία μακρά περιόδο στρατιωτικοποίησης της σύγκρουσης, η λαική εξέγερση έχει μετατραπεί σε έναν αιματηρό εμφύλιο ο οποίος επι της ουσίας επικαθορίζεται από τα στρατηγικά συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών κέντρων και των συμμάχων τους στην περιοχή, με το χυμαζόμενο συριακό λαό σε ρόλο παρατηρητή.

Η παρατεταμένη Αιγυπτιακή εξέγερση

Σε αντίθεση με τον εκφυλισμό του κινήματος στη Συρία, οι εξελίξεις στην Αίγυπτο αν και αντιφατικές φέρουν βαθειά την σφραγίδα του λαικού παράγοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εμπλοκή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και κυρίαρχα των Αμερικανών και των μοναρχιών του κόλπου είναι αμελητέα, αλλά ότι μάλλον επικαθορίζεται από την ίδια την κίνηση των μαζών και τις τομές που δημιουργεί αυτή στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών και η αποπομπή του προέδρου Μόρσι μετά και την παρέμβαση του στρατού δεν αλλιώνει αυτή τη γενικότερη εικόνα για την κίνηση των πραγμάτων.

Αν και η μακροπερίοδη εξέταση των τεκτενόμενων στην Αίγυπτο έχει αναμφίβολα μεγάλη σημασία, καθώς επί της ουσίας η χώρα βρίσκεται σε εξεγερσιακό αναβρασμό τα τελευταία δυόμιση χρόνια, στο κομμάτι αυτό θα ασχοληθούμε κατα βάσει με τις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες φαίνεται να αποτελούν συμπύκνωση των κοινωνικών διεργασιών του προηγούμενου διαστήματος αλλά και αντανάκλαση του έντονα αντιφατικού χαρακτήρα της ‘αιγυπτιακής μετάβασης’.

Για να κατανοήσουμε σε μια σχετική έστω πληρότητα το τι προηγήθηκε της καθαίρεσης της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων στις 3 Ιουλίου αλλά και το πώς διαμορφώνεται ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης αξίζει να αναφερθούμε στους βασικούς παίκτες της αιγυπτιακής πολιτικής σκηνής. Παρά την αποπομπή Μόρσι και το εκτεταμένο σχέδιο περιορισμού και καταστολής τους (συλλήψεις υψηλόβαθμων στελεχών τους, κλείσιμο των φίλιων Μ.Μ.Ε., κλπ), οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι παραμένουν χωρίς αμφιβολία το μόνο πραγματικά οργανωμένο κόμμα σε εθνικό επίπεδο. Οι πραγματικά μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις που οργάνωσε το αντιπολιτευόμενο κίνημα Ταμαρόντ (αντάρτης/στασιαστής) με τη συμμετοχή περίπου δεκαεπτά εκατομμυρίων ανθρώπων στις 30 Ιουνίου δεν θα πρέπει να λειτουργεί συσκοτιστικά ως προς την απήχιση και την επιρροή των Α.Μ. Οι τελευταίοι λόγω της προώθησης συντηρητικών κοινωνικών μεταρυθμίσεων αλλά και της όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων που προκάλεσε η στασιμότητα της οικονομίας και η συνέχιση των φιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων μπορείνα αποξενώθηκαν από πλατειά τμήματα των αστικών πληθυσμών, της νεολαίας αλλά και της πολιτικά ενεργής εργατικής τάξης αλλά σε καμία περίπτωση δεν απόλεσαν σημαντικό τμήμα της δυναμικής τους ανάμεσα στη θρησκευόμενη πλειοψηφία, τα συντηρητικά μεσοστρώματα και τον αγροτικό πληθυσμό. Είναι ενδεικτικό ότι απέναντι στις εικοσιδύο εκατομμυρία υπογραφές που συνέλλεξε το Ταμαροντ με αίτημα την παραίτηση του Μορσί και την απόσυρση της συνταγματικής αναθεώρησης, η καμπάνια Ταζαρουντ που οργάνωσαν οι Α.Μ. για να τονυποστηρίξουν υποστήριξε ότι συγκέντρωσε το καθόλου ευκαταφρόνητο νούμερο των δέκα εκατομμυρίων υπογραφών. Ακόμη και αν τα νούμερα αυτά δεν είναι αντιπροσωπευτικά, η μαζική κινητοποίηση των οπαδών του κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης (το κόμμα των Α.Μ.) και οι άγριες συγκρούσεις των τελευταίων με την αστυνομία που μετρούν ήδη πάνω από εκατό νεκρούς κάνει σαφές ότι το κίνημα των Α.Μ. ήταν και θα είναι ένας από τους βασικούς πόλους της πολιτικής σκηνής. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Ρ. Φίσκ, βαθύς γνώστης των πραγμάτων στην περιοχή, δεν θα πρέπει να υποτιμάται καθόλου το γεγονός ότι παρά τις συστηματικές προσπάθειες να αποτραπεί η διείσδυση των ισλαμιστών στο στρατό ήδη από την εποχή του Σαντάτ, η επιρροή τους ιδιαίτερα στα κατώτερα κλιμάκια στα οποία αντιπροσωπεύονται ευκρινέστερα οι κοινωνικές τάσεις δεν είναι καθόλου αμελητέα, οριοθετώντας ως ένα βαθμό τις επιλογές των στρατηγών. Υπερ των Α.Μ. φαίνεται να λειτουργεί και η διαλλακτική στάση που κράτησαν οι σαλαφιστές του μετώπου Αλ Νουρ (είχε έρθει τρίτο στις τελευταίες εκλογές) απέναντι στο πραξικόπημα και την διορισμένη μεταβατική κυβέρνηση, καθώς συσπειρώνει γύρω τους το μουσουλμανικό στοιχείο που είδε την παρέμβαση του στρατού ως δάκτυλο της δύσης και των Ισραηλινών.

Εκτός όμως από την κοινωνική επιρροή των ίδιων των Α.Μ. η πολιτική τους δυναμική συντηρείται και ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της αντιπολίτευσης να ακολουθήσει ενιαία στρατηγική και να δομήσει μια συνεκτική εναλλακτική αφήγηση για τη χώρα. Ο αρχικός ενθουσιασμός μερίδας του προοδευτικού τύπου στην Ευρώπη μετά την δημιουργία του Ταμαροντ φαίνεται να υποβαθμίζει τις βαθείες αντιθέσεις τωνεπιμέρους μετώπων και οργανώσεων που το αποτελούν αλλά και τις στρατηγικές τους διαφωνίες ακόμη και για άμεσα ζητήματα όπως η αντιμετώπιση του ίδιου του Μορσί, ο δανεισμός της χώρας κλπ. Παρά λόγου χάρη της στήριξης που απολαμβάνει το Ταμαρόντ από τα επι μέρους κινήματα νεολαίας όπως το Κεφάγια ή αριστερά κόμματα όπως η Σοσιαλιστική Συμμαχία, στην καμπάνια του απέναντι στο Μόρσι βρήκε και τη στήριξη του κατα βάσει φιλελεύθερου Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας που αποτελούσε μέχρι πρότεινος το βασικό εκφραστή της αντιπολίτευσης και του οποίου ηγούνται ο Μ.Μπαραντέι και ο Α.Μούσα, ανανύψαντα στελέχη του παλαιού καθεστώτος. Σενάρια που είδαν μάλιστα το φώς της δημοσιότητας, ήθελαν μερίδα προβεβλημέμων στελεχών του Μ.Ε.Σ. να είναι σε προχωρημένες επαφές με το στρατό τόσο για την ανάληψη της εξουσίας όσο και για την προώθηση σειράς νομοθετημάτων πρίν την διεξαγωγή των επόμενων εκλογών. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο που πιο ριζοσπαστικές φωνές όπως η οργάνωση Επαναστάτες Σοσιαλιστές (βασική δύναμη πίσω από τη συγκρότηση του Εργατικού Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο έχει ιδιαίτερα έντονη παρουσία στις λαικές κινητοποιήσεις ενώ δέχεται και την ανοιχτή στήριξη της ομοσπονδίας των αιγυπτιακών συνδικάτων) κράτησαν αποστάσεις απο το Ταμαρόντ ενώ ταυτόχρονα άσκησαν δριμεία κριτική τόσο στο στρατό όσο και στο Μ.Ε.Σ. Στον μεν πρώτο για δικτατορικές πρακτικές με στόχο τη διάσωση του μηχανισμού Μουμπάρακ στη διοίκηση και τα σώματα ασφαλείας αλλά και ως εκφραστή των συμφερόντων των αμερικανο-ισραηλινών, στο δε δεύτερο και ειδικά στην ηγεσία του ως καιροσκόπους που το μόνο που επιδιώκουν είναι η διατήριση των προνομίων της φιλελεύθερης οικονομικής ελίτ σε βάρος του κοινωνικού περιεχομένου των λαικών εξεγέρσεων που συνταράσσουν τη χώρα από το 2011.

Στο σημείο αυτό και πρίν εξετάσουμε το ρόλο των ιμπεριαλιστικών κέντρων στη διαμόρφωση των εξελίξεων, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η εμπλοκή του στρατού τόσο στην ανατροπή του Μουμπάρακ όσο και στην εκπαραθύρωση του Μόρσι δεν αποτελεί συγκυριακή αναβάθμιση του ρόλου του αλλά προέκταση της συστηματικής εμπλοκής του στην πολιτική ζωή της χώρας ήδη από την περίοδο του κινήματος των Ελεύθερων Αξιωματικών. Τρανή απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι τόσο ο Νάσερ και ο Σαντάτ όσο και ο Μουμπάρακ, δηλαδή όλοι οι πρώην πρόεδροι προέρχονταν από τις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων. Παρά την στενή του σχέση όμως με την πολιτική εξουσία ο αιγυπτιακός στρατός περιβλημένος και με το ηθικό γόητρο της ανακατάληψης του Σινά από τους Ισραηλινούς, κατάφερε να δημιουργήσει στις λαικές μάζες την εικόνα του ουδέτερου θεματοφύλακα της ανεξαρτησίας της χώρας και του κοσμικού αραβικού εθνικισμού που αποτέλεσε για δεκαετίες το συγκροτητικό ιδεολόγημα του αιγυπτιακού κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι το πραξικόπημα των στρατηγών προκάλεσε ενθουσιώδεις αντιδράσεις από τα αντιπολιτευόμενα πλήθη στην πλατεία Ταχρίρ, την ώρα που για τους εξωτερικούς παρατηρητές αποτελούσε εμφανώς προσπάθεια του οικονομικο-πολιτικού κατεστημένου να αποτρέψει μια διαδικασία βαθύτερου μετασχηματισμού που θα πυροδοτούσε τόσο η κατάρευση της κυβέρνησηςλόγω της δυναμικής του κινήματος όσο και ο διαρκώς ριζοσπαστικοποιούμενος λόγος των μαζώνς πα﷽﷽﷽﷽﷽﷽αι εστκοπ. Το συσωρευμένο βέβαια συμβολικό και πολιτικό κεφάλαιο των ενόπλων δυνάμεων σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος του στρατού πάνω στις εξελίξεις. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (Α.Σ.Ε.Δ.) έσπευσε να 'νομιμοποιήσει' τις κινήσεις του ερχόμενος σε συναινήση τόσο με την κοσμική αντιπολίτευση και την πνευματική ηγεσία Κοπτών και Μουσουλμάνων όσο και με τους σαλαφιστές. Το αν αυτό επαρκεί για να διασώσει την υπόληψη και την πολιτική επιρροή του στρατού μένει να φανεί, αλλά δεδομένης της έντασης των κοινωνικών συγκρούσεων και τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα της λαικής αυτοπεποίθησης κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ιδιαίτερα εύκολο. Καθοριστικό βέβαια παράγοντα στις εξελίξεις θα παίξει και η δυνατότητα της μεταβατικής και επι της ουσίας στρατιωτικής κυβέρνησης να βελτιώσει την άθλια κατάσταση της οικονομίας προκειμένου τουλάχιστον να μην επιδεινωθεί η κοινωνική κρίση πυροδοτεί διαρκώς τον εξεγερσιακό αναβρασμό ενώ παράλληλα ενισχύει ιδιαίτερα στα βιομηχανικά κέντρα τις πιο ριζοσπαστικές και αριστερόστροφες μερίδες της κοσμικής αντιπολίτευσης.

Εδώ μπαίνει και το ζήτημα του ξένου παράγοντα. Όπως η κυβέρνηση Μόρσι εξαρτιώταν απόλυτα από τα δάνεια του Κατάρ για να στηρίξει την αναιμική αιγυπτιακή οικονομία έτσι και η νέα κυβέρνηση εξαρτά εν πολλοίς τη βιοσημότητά της από την δυνατότητα της να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια τόσο από τις ΉΠΑ όσο και κυρίως από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι τελευταίες , αν και έσπευσαν σε πρώτο χρόνο να στηρίξουν τις επιλογές του στρατού και υποσχέθηκαν οικονομικές ενισχύσεις δισεκατομμυρίων, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν είτε τη διάθεση είτε το χρήμα να εκτεθούν σημαντικά στο αιγυπτιακό δημόσιο χρέος, παρά το γεγονός ότι ο προσετερισμός της Αιγύπτου θα αύξανε κατακόριφα την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή. Το Α.Σ.Ε.Δ. βέβαια φαίνεται υπόρρητα να ποντάρει και στην στήριξη του Ισραηλινού λόμπι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης ήταν ο περιορισμός του λαθρεμπορίου μέσω των τούνελ στα σύνορα με τη Λωρίδα της Γάζας από τα οποία εξαρτάται ο ανεφοδιασμός αλλά και η σταθερότητα της κυβέρνησης της ΧΑΜΑΣ. Το εν λόγο ζήτημα αποτελούσε διακαή πόθο της κυβέρνησης Νετανιάχου και εστία έντασης με την κυβέρνηση των Α.Μ., οι οποίοι ας μην ξεχνάμε είναι και η μητρική οργάνωση της ΧΑΜΑΣ.

Πέραν όμως των τακτικών υπολογισμών τέτοιου είδους, η σύμπλευση των ισραηλινο-αμερικανών στην ανατροπή Μορσί σχετίζεται και με άλλους πιο στρατηγικούς υπλογισμούς. Χωρίς να θέλουμε να παρουσιάσουμε εδώ την κυβέρνηση των Α.Μ. ως εχθρική προς τα συμφέροντα των αμερικανών, είναι σαφές ότι για τον Λευκό Οίκο μια κυβέρνηση βασισμένη στο στρατιωτικό κατεστημένο αποτελεί μια σαφώς ασφαλέστερη επιλογή. Για το αμερικανικό επιτελείο μάλιστα που μάλλον δυσκολευόταν να διαμορφώσει μια σταθερή γραμμή πλεύσης όσον αφορά τις σχέσεις της με τα ισλαμιστικά κινήματα στην περιοχή την επαύριο των αραβικών εξεγέρσεων, η κατάρευση της κυβέρνησης Μόρσι μάλλον ενέχει και έναν ιδιαίτερα σημαντικό συμβολισμό αναφορικά με την ικανότητά τους όχι απλά να διεκδικήσουν αλλά να διατηρήσουν την εξουσία. Με άλλα λόγια δεν αποκλείεται η εκπαραθύρωση από την κυβέρνηση του κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης να παρουσιαστεί ως ήττα του μετριοπαθούς ισλαμισμού ως επιτυχημένου εναλλακτικού μοντέλου πολιτικής διαχείρισης. Ασχέτως όμως της ορθότητας ή μη αυτών των εκτιμήσεων παραμένει αναμφισβήτιτο γεγονός ότι οι στρατηγικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων αν και επιδρούν στη διαμόρφωση του εσωτερικού συσχετισμού δύναμης εν τούτοις δεν τον επικαθορίζουν με κυρίαρχο τρόπο.

Συμπερασματικά

Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσαμε με σχετική ασφάλεια να καταλήξουμε στα ακόλουθα δύο βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι η περίφημη 'Αραβική Άνοιξη' είναι κατα βάσει ένα δημοσιογραφικό δημιούργημα χωρίς ιδιαίτερη αναλυτική χρησιμότητα/βαρύτητα. Η ετερογένεια αλλά και τα πολιτικά αποτυπώματα των κινημάτων που αναπτύχθηκαν στις διάφορες αραβικές χώρες τα τελευταία χρόνια δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιου είδους απλουστεύσεις. Οι εξελίξεις σε Αίγυπτο και Συρία είναι μάλλον η πιο ευκρινής αποτύπωση του γεγονότος αυτού. Από τη μία έχουμε ένα εν εξελίξη λαικό κίνημα που παρά τις παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα εξοκολουθεί να αναμετράται τόσο με το ζήτημα της εξουσίας όσο και με αυτό της δημοκρατικής μετάβασης και από την άλλη έναν βαθειά διαβρωμένο από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις εμφύλιο πόλεμο. Μόνη κοινή συνισταμένη,για να περάσουμε στο δεύτερο σημείο, αποτελεί το γεγονός ότι εν απουσία ενός ισχυρού πολιτικού κέντρου με σαφή στρατηγικό προσανατολισμό και αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά ο κίνδυνος εκφυλισμού των λαικών κινημάτων και υφαρπαγής τους από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα είναι ιδιαίτερα μεγάλος αν όχι αναπόφευκτος, τουλάχιστον όταν μιλάμε για περιοχές μεγάλου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος.

Το στοιχείο λοιπόν της οργάνωσης του λαού αποκτά κυρίαρχη σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αίγυπτο όπου η αριστερά κατάφερε να διατηρήσει μια αναιμική παρουσία, παρά την καταστολή του Μουμπαρικού καθεστώτος, και όπου υπήρχαν έστω και επιμέρους εστίες εργατικής αντίστασης σε κλάδους όπως η κλωστουφαντουργία, το κίνημα συγκροτήθηκε σε πιο στέρεες βάσεις και διατήρησε την αυτοτέλειά του, παρά τις σεχταριστικές πιέσεις. Στον αντίποδα το κίνημα στη Συρία αν και απέκτησε ιδιαίτερη μαζικότητα, στηρίχτηκε κυρίαρχα στον αυθορμιτισμό της σουνητικής πλειοψηφίας και την καθοδήγηση των Α.Μ. γεγονός που με τη σειρά του εμπόδισε αφενός την ανάδειξη και προώθηση ευρύτερα κοινωνικών αιτημάτων και αφετέρου έθεσε τις βάσεις για τη σεχταριστική σύγκρουση που ακολούθησε καθώς προκάλεσε την καχυποψία των μειονοτικών πληθυσμών που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Άσαντ.

Β. Ο ρόλος της νεολαίας στα εξεγερτικά γεγονότα από την Τουρκία και την Αραβική Άνοιξη μέχρι το δυτικό κόσμο.

i) Ο ρόλος της νεολαίας από την Ταχρίρ μέχρι το πάρκο Γκεζί

Τόσο στα εξεγερτικά γεγονότα της Τουρκίας, όσο και της Αιγύπτου ήταν καθοριστική η σημασία της νεολαίας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν τα κινήματα αυτά να ιδωθούν ως κινήματα νεολαίας, αλλά έχει ιδιαίτερη αξία να δούμε τα χαρακτηριστικά των νέων που τους ωθούν σε όλεςτις κινηματικές διαδικασίες των τελευταίων ετών ( Δεκέμβρης 2008, αραβική άνοιξη, Βραζιλία, κίνημα Occupy, πλατείαSol, Σύνταγμα, πάρκο Γκέζι) να αποτελούν πρωτοπόρο κομμάτι των λαικών κινημάτων.

Η συνέχιση της τρέχουσας προσπάθειας για εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής πολιτικής, βρίσκει τους νέους στο κέντρο της δίνης. Κι αυτό γιατί στην προσπάθεια να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης υπέρ του κεφαλαίου οι νέοι – λόγω της ιδιαίτερης ποιότητας τους ως δυνητικής εργασιακής δύναμης- αντιμετωπίζονται ως μία «χαμένη γενιά», που θα υποστεί όλες τις επιπτώσεις της κρίσης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Οι νέοι σήμερα είναι πιο εκπαιδευμένοι και επιδέξιοι και την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν την επίθεση της επισφάλειας και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και κυρίαρχα την ανεργία. Έτσι αυτή η κρίση σε όλο το σύστημα προσδοκιών και αξιών συγκρότησης των κοινωνικών υποκειμένων διαμορφώνουν μία εικόνα απουσίας μέλλοντος για τη νεολαία, παρόλο που οι προσδοκίες αυτές εξακολουθούν να διαπερνούν το νεολαϊστικο κομμάτι. Ταυτόχρονα όμως, διαμορφώνουν και μία νέα κατάσταση και νέες προκλήσεις για το κίνημα της νεολαίας. Η νέα ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, τα νέα πολιτικό-ιδεολογικά ρεύματα που τη διαπερνούν ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία πρωτότυπων μορφών πάλης, όπως τα διαδικτυακά και πραγματικά δίκτυα αγώνα και αλληλεγγύης του τελευταίου διαστήματος. Η παρουσία τους λοιπόν στον εξεγερσιακό κύκλο των τελευταίων 3 ετών ήταν καταλυτική για το ξεδίπλωμακινημάτων και αντιστάσεων, αλλά και για τη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου και το μετασχηματισμό του από ένα χώρο κατανάλωσης και συσσώρευσης σε ένα πολιτικό χώρο κοινωνικού πειραματισμού.

Αν και η συμβολή της νεολαίας -μαθητών, φοιτητών, νέων εργαζομένων σε συνθήκες επισφάλειας, ανέργων-στα κινήματα του δυτικού κόσμου είναι για τους περισσότερους από μας μία πιο οικεία και γνωστή πραγματικότητα, έχει ένα νόημα να γνωρίσουμε τη νεολαία και τις ριζοσπαστικές πρακτικές σε κάποιους άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως μπορεί να είναι η Τουρκία και η Αίγυπτος.

ii) Το νεολαϊστικο κομμάτι του κινήματος στην Τουρκία

Μια σε βάθος και επί της ουσίας κατανόηση της συμμετοχής της νεολαίας στο κίνημα της Τουρκίας απαιτεί πρώτα από όλα την απαγκίστρωσή μας από απλουστευτικά ερμηνευτικά εργαλεία και προσεγγίσεις. Η προσφιλής στο ΑΚP και τον Ερντογάν ανάλυση είναι ότι στις κινητοποιήσεις έλαβε κατά βάσει μέρος μία «μορφωμένη, φιλελεύθερη νεολαία της μεσαίας τάξης» (δηλαδή η εξέγερση αποδίδεται στους“Bezay Turk” – τους«Λευκούς» Τούρκους, ως εκείνα τα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά και μορφωτικά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας που αντιγράφουν το δυτικό μοντέλο ζωής υποτιμώντας τους «Μαύρους» Τούρκους, δηλαδή τους εσωτερικούς μετανάστες από την Ανατολία και τους κατοίκους των παραγκουπόλεων) . Η ανάλυση αυτή που επιλέγεται (συνειδητά ή ασυνείδητα) από δυτικούς αναλυτές, βασίζεται σε έναν κυρίαρχο «οριενταλισμό», ο οποίος αντιμετωπίζει τους λαούς αυτών των κοινωνικών σχηματισμών σαν «καθυστερημένους», θεωρώντας αυτονόητο πως η «επαναστατική πρωτοπορία» οφείλει να εμπνέεται από τα ιδανικά του «δυτικού κόσμου». Αποτελεί δε μία ιδιαίτερα βολική επιλογή για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ, καθώς επιτρέπει την απόδοση της εξέγερσης σε πολιτισμικές ή ακόμα και θρησκευτικές διαφορές. Από την άλλη, θα ήταν εν μέρει λανθασμένη μία ανάλυση από μεριάς μας ότι η νεολαία που κινητοποιείται στην Τουρκία είναι αποκλειστικά νεολαίοι με εργατική προέλευση.

Στην πραγματικότητα η δυσαρέσκεια των νέων δεν αποτελεί μία κοσμική αντίδραση, αλλά μία αγανάκτηση για τον αυταρχισμό και την οικονομική πολιτική του ΑΚΡ, το οποίο για μια δεκαετία λειτούργησε σαν έναν από τους καλύτερους μαθητές του νεοφιλελευθερισμού. Ήταν αυτός ακριβώς ο συνδυασμός ανάμεσα σε ένα επιθετικό νεοφιλελευθερισμό με ιδιαίτερη ισλαμική εκδοχή αυταρχικού συντηρητισμού του κράτους (ιδιαίτερα ενάντια στην αριστερά, τα συνδικάτα και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις) που πυροδότησε το κίνημα, παρά την ιδεολογική επένδυση της κυβέρνησης σε ένα συνδυασμό καταναλωτισμού, παραδοσιακών αξιών και μιας νέας εκδοχής νεοοθωμανικού εθνικισμού.

Το νεολαϊστικο κίνημα στην Τουρκία πυροδοτείται από ένα εκρηκτικό μείγμα κρίσης προσδοκιών, ζητήματος δημοκρατίας και δύσκολων εργασιακών σχέσεων και ανεργίας σε καιρούς ανάπτυξης. Πίσω από την εκρηκτική οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων κρύβεται η αύξηση της ανεργίας, η γιγάντωση των ανισοτήτων και μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. (Η Τουρκία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανισότητας στις 34 χώρες του ΟΟΣΑ). Το success story της καπιταλιστικής ανάπτυξης τροφοδοτεί οργή, όταν οι «από κάτω» που ακούνε πως ζουν σε ένα οικονομικό θαύμα, που μεγαλώνουν ή δουλεύουν σε μία οικονομία που πράγματι καλπάζει, βλέπουν τις ζωές τους να μη βελτιώνονται. Το οικονομικό θαύμα του Ερντογάν με την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ και τις ξένες επενδύσεις περιλαμβάνει ανεργία 22% για τους νέους, χαμηλόμισθη εργασία, ανασφάλιστη «μαύρη εργασία» κατά κανόνα, πρωτιά της Τουρκίας στην ανεργία των γυναικών και μόνο 40% των αποφοίτων λυκείου να συνεχίζει στο πανεπιστήμιο.

Ταυτόχρονα από καιρό υπήρχε συσσωρευμένη δυσαρέσκεια κοινωνικών ομάδων και νεολαίων γύρω από μια σειρά ζητημάτων δημοκρατίας και ελευθερίας, λόγω του ισλαμικού συντηρητισμού και της απουσίας εκδημοκρατισμού. Η δυσφορία μάλλον πηγάζει όχι από το γεγονός ότι ο Ερντογάν δε σεβάστηκε τις ήδη θεσμοθετημένες δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, μιας και αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα πολλές, αλλά γιατί δεν έκανε τίποτα περισσότερο για να τις θεσμοθετήσει, να τις εμπλουτίσει και να άρει τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις προηγούμενων ετών. Έτσι στην πλατεία Ταξίμ πρωταγωνιστεί η νεολαία, διεκδικώντας ακόμα και πράγματα όπως το να πίνει αλκοόλ μετά τις 10 το βράδυ ή να φιλιέται στους σταθμούς του μετρό

( αιτήματα που φέρνουν στο μυαλό κάποια από τα πρώτα αιτήματα του γαλλικού Μάη του ’68) , πρωτοστατούν οι γυναίκες που παραμένουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στο μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας, διαδηλώνει το ΛΟΑΤ, κίνημα που μαζικοποιείται τα τελευταία χρόνια.

Όλη αυτή η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια σε συνδυασμό με την αυταρχική στροφή που συμπυκνώνεταιστις συνεχείς επιθέσεις ενάντια στα συνδικάτα και στη φοιτητική αριστερά, στον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση τις επιπτώσεις της συμπαράταξης της Τουρκίας στο πλευρό των ΗΠΑ σε σχέση με τη Συριακή κρίση και στη βάρβαρη καταστολή των διαμαρτυριών για το Συριακό ήταν που απελευθερώθηκε με αφορμή τις διαμαρτυρίες για το πάρκο Γκεζί. Η διαμαρτυρία για το πάρκο Γκεζί υπερβαίνει τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Στην πραγματικότητα ήταν διαμαρτυρία απέναντι στο νεοφιλελεύθερο αναπτυξιακό παράδειγμα που προκρίνει η τουρκική κυβέρνηση και είναι έτοιμη να θυσιάσει το περιβάλλον και το δημόσιο χώρο στο όνομα της ανάπτυξης και της προσέλκυσης επενδύσεων. Ήταν όλοι μαζί να διεκδικούν «να μην αποφασίζει ο Ερντογάν μόνος του για την πόλη μου, για τη ζωή μου».

Με αυτό τον τρόπο η νεολαία, μεγάλο κομμάτι αυτής μέχρι χθες απολίτικη, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, με τη φαντασία, την ευρηματικότητα, την ανάταση κάθε λαϊκού ξεσηκωμού, τη μαχητικότητα με τα οδοφράγματα και την ηρωική άμυνα απέναντι στις διαρκείς επιθέσεις από τις δυνάμεις καταστολής μετέτρεψε το κατειλημμένο πάρκο Γκεζί σε ένα δημόσιο χώρο με αυτοσχέδιες βιβλιοθήκες, ιατρεία και οργάνωση μιας καθημερινής τοπικής λαϊκής εξουσίας σε όλες τις λειτουργίες της κατάληψης, δοκιμάζοντας νέες και εξαιρετικά πρωτότυπες εξεγερσιακές πρακτικές και οπτικές δημοκρατίας και πρόσφερε όλες της τις δυνάμεις σε ένα κίνημα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απαιτεί ριζική κοινωνική και πολιτική αλλαγή.

iii) Το νεολαϊστικο κομμάτι του κινήματος στην Αίγυπτο

Αν κάτι αξίζει να προσέξουμε στην Αίγυπτο πιάνοντας το νήμα των εξεγερτικών γεγονότων των τελευταίων 2,5 ετών είναι ότι η Αίγυπτος είναι πάρα πολύ «νέα». Από το 1990 βρίσκεται σε μία φάση εκρηκτικής πληθυσμιακής ανάπτυξης κατά 50% με περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της να αποτελεί μια εργασιακά ενεργή ηλικία τις ερχόμενες δεκαετίες, η οποία έχει την προσδοκία και την απαίτηση το αιγυπτιακό κράτος να της μία καλύτερη ζωή με δημοκρατικές ελευθερίες ή έστω τα βασικά αγαθά. Η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής πολιτικής, η αγνόηση για μέτρα κατά της λιτότητας και της φτώχειας, η ανεργία στη νεολαία του 30%, το μεγάλο κύμαμετανάστευσης των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι ουρές των Αιγυπτίων για λίγο ψωμί διαψεύδουν αυτή την προσδοκία και ταυτόχρονα καθιστούν τη νεολαία το πιο απαιτητικό και ορμητικό κομμάτι της πλατείας Ταχρίρ.

Μέσα από τον αγώνα , την επιμονή και την εφευρετικότητα των παιδιών της, η Αίγυπτος έχει βρει έναν τρόπο να κάνει «επανάσταση». Τα τελευταία 2.5 χρόνια η Αίγυπτος συγκλονίζεται από κορυφαίες εργατικές κινητοποιήσεις με μεγάλη μαζικότητα, αρκετές κατακτήσεις και κατοχύρωση νέων μορφών εργατικής δράσης. Τα πράγματα σιγόβραζαν για πολύ καιρό και η νεολαία αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε τη φωτιά για να πάει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα.

Αυτή ακριβώς τη σπίθα αποτέλεσε το κίνημα νεολαίας της 6ης Απρίλη - όπου συμμετείχαν ακτιβιστές γνώστες των νέων τεχνολογιών που πήραν το όνομά τους από μία απεργία του 2008 που είχε κηρυχτεί για τις 6 Απριλίου και συνετρίβη από την κυβέρνηση -πυροδοτώντας το κινήμα της 25ης Γενάρη, το οποίο γιγαντώθηκε με τη συμμετοχή του αιγυπτιακού εργατικού κινήματος λίγες μέρες αργότερα. Κι αν με ευκολία κάποιος μπορεί να πει ότι οι επαναστάσεις αυτές δεν είναι νικηφόρες, τότε τα ίδια αυτά παιδιά έρχονται να τον διαψεύσουν. Η νεολαία της Αιγύπτου δείχνει τα τελευταία δύο χρόνια να έχει μάθει να αξιολογεί την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητα των μισών επαναστάσεων και αντεπιτίθεται διαρκώς.

Η νεολαία που εξεγείρεται αποτελεί μία πολύ σημαντική μεταβλητή της Αιγυπτιακής εξίσωσης. Τα πολιτικά χαρακτηριστικά της ανατρέπουν το στερεότυπο που θα είχαν αρκετοί δυτικοί αναλυτές περί αρχαϊκότητας των αραβικών κοινωνιών: πλήθος οργανώσεων χωρίς ενιαίο ηγετικό κέντρο, δυσπιστία απέναντι στα πολιτικά κόμματα και στην εκλογική διαδικασία που έλαβε χώρα μετά την πρώτη εξεγερτική περίοδο, ισχυρή απαίτηση για δημοκρατικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, πατριωτισμός, ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην πολιτική δράση και πρωτότυπες εξεγερσιακές πρακτικές.

`Με αυτά της τα χαρακτηριστικά είναι το κομμάτι εκείνο που επιμένει ότι η Αιγυπτιακή επανάσταση συνεχίζεται παρά τις κατά περιόδους αναιμικές αντιδράσεις της κοινωνίας απέναντι στη βία του νέου καθεστώτος των αδερφών Μουσουλμάνων και στη συνέχιση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, με κομβικό σημείο τη συνέχιση της εξέγερσης στην επέτειο της 25ης Γενάρη και τη νέα πολυήμερη κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ τον Ιανουάριο του 2012 ενάντια στην κυβέρνηση Μόρσι. Έχει μία ιδιαίτερη αξία το πώς η νεολαία κατόρθωσε μετά την εξέγερση να αντιμετωπίσει την κοινωνική απομόνωσή της. Απέναντι στη βία του καθεστώτος, στα ΜΜΕ που μετέδιδαν ότι η αναταραχή προκαλεί αύξηση της τιμής των τροφίμων και καθίζηση του τουρισμού και στον παραδοσιακό συντηρητισμό της Αιγυπτιακής κοινωνίας, οι νέοι και οι νέες της πλατείας Ταχρίρ χρησιμοποίησαν μία τακτική εξωστρέφειας πηγαίνοντας στις γειτονιές και δείχνοντας βίντεο με το τι συμβαίνει πραγματικά στις διαδηλώσεις και τη βία των δυνάμεων καταστολής, αποκαλύπτοντας την προπαγάνδα των ΜΜΕ και του SCAF (Ανώτατου Συμβουλίου Στρατιωτικών Δυνάμεων).

Ένα μάθημα που σίγουρα άφησε η πλατεία Ταχρίρ στη νεολαία και στους εργαζόμενους της Αιγύπτου είναι ότι τα στοιχειώδη δημοκρατικά αιτήματα της δεν μπορούν να επιτευχθούν στα πλαίσια της καπιταλιστικής πολιτικής (είτε υπό τη διεύθυνση του στρατού είτε από τα κόμματα που συμβιβάζονται με τη στρατιωτική χούντα). Γι αυτό η εξέγερσηστην Αίγυπτο είναι μία αφήγηση με πολλές σελίδες που δεν έχουν γραφτεί ακόμα. Είτε θα ακολουθήσει η απαγωγή της εξέγερσης από μια νέα τυρρανία είτε μια επανάσταση που θα φέρει κοινωνική και πολιτική αλλαγή κα θα οικοδομήσει μία νέα τάξη πραγμάτων. Το σίγουρο είναι ότι οι εξεγερμένοι δεν πάνε πίσω από τα αιτήματα της 25ης Γενάρη.

iv)Οι αγώνες της νεολαίας στην εποχή των εξεγέρσεων να ανοίξουν το δρόμο

Με το βλέμμα στραμμένο στους αγώνες της νεολαίας, μέσα στο ευρύτερο πλακλου)﷽﷽﷽﷽﷽κου κοιίσιο ενός διεθνούς εξεγερτικου κύκλου, που ακόμα συνεχίζονται μπορούμε να κρατήσουμε συγκεκριμένα σημεία:

1. Τα κομμάτια της νεολαίας που είτε σπουδάζουν, είτε αντιμετωπίζουν ήδη την εργασιακή περιπλάνηση και την προοπτική της ανεργίας, αλλά έχουν αναβαθμισμένες δεξιότητες και μόρφωση έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν αναβαθμισμένο ρόλο. Το πάλαι ποτέ ηγεμονικό πρόταγμα του καπιταλισμού που έκανε λόγο για μια γενιά που θα ζήσει καλύτερα από τους γονείς της φαίνεται να καταρρέει. Ως αποτέλεσμα, αυτή η γενιά που ζει και προετοιμάζεται για να ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες, μέσα από αυτή την τεράστια κρίση προσδοκιών, εναντιώνεται και αντιστέκεται στους θεσμούς που την αποκλείουν και μετατρέπει την απογοήτευσή της σε οργή για την εξουσία.

2. Μία γενικευμένη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε στα πλαίσια του διεθνούς εξεγερτικού κύκλου για τη νεολαία είναι το πώς, παρά τις ταξικές διαφοροποιήσεις, η νεολαία με τα κοινά της ιδεολογικά χαρακτηριστικά και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής της (ενδυμασία, ευαισθησία σε ιδεολογικά θέματα, αντιπαράθεση με το κατεστημένο και τον «παλιό κόσμο») έδειξε για μία ακόμη φορά το πώς μπορεί να συγκροτηθεί σε κοινωνική δύναμη και εκκινώντας από κάποια προβλήματα και αντιφάσεις που αναδεικνύονται από την ιδεολογική και πολιτική ταξική πάλη να προσανατολιστεί σε άμεσα πολιτικούς στόχους που αφορούν το συνολικό πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων στα πλαίσια του κοινωνικού σχηματισμού, πυροδοτώντας παρατεταμένες λαϊκές κινητοποιήσεις. Αυτό παρατηρείται με ένα διαφορετικό τρόπο σε κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως η Αίγυπτος και η Τουρκία καθώς αντιθέσεις που έχουν να κάνουν με κοινωνικό-ταξική ή θρησκευτική προέλευσηείναι ακόμα πιο έντονες στη νεολαία, γεγονός το οποίο οδήγησε σε μία έντονη πολυπλοκότητα ως προς την αιτηματολογία των κινημάτων αυτών που μπορεί να περιείχε ακόμα και αντιθετικά στοιχεία. Ακόμα όμως και σε αυτούς τους σχηματισμούς οι νεολαίοι κατάφεραν να υπερκεράσουν τις διαφορές τους και να βρεθούν μαζί στα πλαίσια ενός παρατεταμένου λαικού ξεσηκωμού.

3. Ιδιαίτερη πολιτική σημασία στις εξεγέρσεις από την πλατεία Ταχρίρ μέχρι το πάρκο Γκεζί έχει το πόσοι νέοι άνθρωποι, μέχρι χθες απολίτικοι, πήραν το βάπτισμα του πυρός στον κοινωνικό αγώνα. Μέσα σε αυτά τα κινήματα, σε αυτές τις μαθησιακές διαδικασίες, εξερευνούν έναν καινούριο κόσμο, μαθαίνουν να κάνουν πράγματα συλλογικά, να συζητούν εναλλακτικές, να είναι πιο έτοιμοι να αναζητήσουν ριζοσπαστικές διεξόδους. Και σε αυτό έχει αξία να δούμε πώς τέτοια κινήματα μπορούν να γίνουν χώροι παραγωγής γνώσης και ριζοσπαστικών πολιτικών και πρακτικών ακόμα και για νεολαίες οι οποίες στον κοινωνικό τους σχηματισμό δεν έχουν αναπαραστάσεις συλλογικών διεκδικήσεων, που μπορεί για την ελληνική νεολαία να θεωρούνται καθημερινές. ( Στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα του ’80 κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα στα πανεπιστήμια ήταν εκτός νόμου για πολλά χρόνια, ενώ τα εργατικά συνδικάτα απομειώθηκαν λόγω της τρομοκρατίας που συνεπαγόταν ο συνδικαλισμός, ενώ στην Αίγυπτο η Αριστερά ακόμα και μετά την πτώση του Μουμπάρακ αντιμετωπίζει χιλιάδες παραπομπές σε στρατοδικεία.)

4. Ένα ακόμα στοιχείο που παρατηρούμε είναι η χρήση του διαδικτύου ως κινητήρια δύναμη για την τροφοδότηση του κινήματος, που ξεκινούσε από τους ιδιωτικούς χώρους και μεταφερόταν σε πλατείες και δρόμους, ιδιαίτερα από τους νέους. Η χρήση του διαδικτύου σαν μόνη δυνατότητα αντιπληροφόρησης απέναντι στα καθεστωτικά ΜΜΕ, η προσπάθεια κινηματικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ανοίγει ακόμη μία φορά την κουβένταγια την ύπαρξη της ριζοσπαστικής αριστεράς εντός των διαδικασίας του διαδικτύου με στόχο είτε το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό τους είτε το άνοιγμα ρηγμάτων αντίστασης.

5. Ο νεολαϊστικος ριζοσπαστισμός γίνεται εμφανής σε μία σειρά κινημάτων διεθνώς. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να δούμε το πώς διοχετεύεται αυτός ο νεολαϊστικος ριζοσπαστισμός, καθώς και το ρόλο που έχει να παίξει η Αριστερά στην υπόθεση αυτή. Οι κινηματικές διαδικασίες, η ανακατάληψη των πλατειών, οι τοπικές λαϊκές συνελεύσεις που σχηματίστηκαν αποτέλεσαν για αυτή τη χαμένη γενιά έναν τόπο οργανικής κοινωνικής ενσωμάτωσης μετά από πολύ καιρό, έναν τόπο συνάντησης, συζήτησης, κοινών πρωτοβουλιών και πρακτικών, συλλογικής δράσης. Ωστόσο, με τις αντιφάσεις των μορφωμάτων αυτών και κυρίαρχα μετά το τέλος της λειτουργίας τους η αίσθηση αυτής της συλλογικότητας για πολλούς υποχωρεί. Η συνέχιση της ατομικής πορείας ή η ένταξη σε αναρχικά ή εθνικιστικά κομμάτια πολλές φορές φαίνεται σε αυτή τη γενιά ένας τρόπος να διοχετεύσει την οργή και την απογοήτευσή της. (Όπως μπορεί να είδαμε στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό με το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της ΧΑ να αποτελεί αυτή η ηλικιακή και κοινωνική κατηγορία) Κι εδώ οφείλουμε να κάνουμε την παραδοχή ότι τόσο στους κοινωνικούς σχηματισμούς διεθνώς με τις ιδιαιτερότητές τους, όσο καιστον ελληνικό υπάρχουν αδυναμίες ένταξης της νεολαίας σε ένα αριστερό πολιτικό σχέδιο, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση των κομματιών που προαναφέραμε.

Αποτελεί χρέος, ανάγκη και καθήκον της Αριστεράς να παρέμβει δραστικά σε αυτά τα κινήματα και να διαμορφώσει πρακτικές αντιηγεμονίας που θα ενσωματώνουν με οργανικό τρόπο όλα τα πληττόμενα κομμάτια. Αλλά και όταν αυτά τα πρωτότυπα κινηματικά πειράματα σβήνουν ,τότε και πάλι η Αριστερά οφείλει να ψάξει τον τρόπο ένταξης αυτής της γενιάς στους κόλπους της. Πρέπει τώρα να ανοίξει η κουβέντα για το πώς μία ολόκληρη κοινωνική κατηγορία δε θα συμπορευτεί απλώς με την Αριστερά των εργαζομένων, αλλά θα αποτελέσει ένα σημαντικό ριζοσπαστικό κομμάτι των δυνάμεών της, θα συγκροτείται,θα οξύνει αντιφάσεις, θα σχεδιάζει, θα δημιουργεί.

Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα για την Αριστερά! Η ανάγνωση της νέας κατάστασης, η άρση του αποκλεισμού μιας ολόκληρης γενιάς και η περίληψη αυτής της γενιάς στη συγκρότηση της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Και το στοίχημα αυτό θα κερδηθεί όταν αυτή η γενιά αποκτήσει συλλογική ταυτότητα με την ένταξή της σε ένα αριστερό πολιτικό σχέδιο, που όχι μόνο θα διοχετεύει την αντίδρασή της, αλλά θα διοχετεύει το νεολαϊστικο ριζοσπαστισμό της σε συνδυασμό με τη συνειδητή ρήξη της με τα κυρίαρχα ιδεολογήματα προς μία άλλη κατεύθυνση Ως αποτέλεσμα, αυτή η γενιά κόντρα στην εξατομίκευση που της προβάλλουν σα μονόδρομο, θα ενοποιηθεί, θα μπορέσει να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ανατροπής για να βαδίσει σε έναν άλλο δρόμο κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής.

Αντί Επιλόγου

Αν κάτι μπορεί να διδαχθούμε από τη νεολαία στο διεθνή εξεγερσιακό κύκλο πέρα από τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την αποφασιστικότητα στο δρόμο και στους κατειλημμένους δημόσιους χώρους, είναι το πώς η πραγματικότητα στραγγαλισμού της νεολαίας συνυπάρχει με εκείνο το νήμα πρωτοπόρας, ιστορικής και ιδεολογικής παρουσίας της νεολαίας στην εμπροσθοφυλακή του λαϊκού κινήματος. Η απουσία της νεολαίας και ειδικά του στρώματος της φοιτητικής με μαζικό και οργανωμένο τρόπο από τον εξεγερσιακό κύκλο και τον παρατεταμένο λαϊκό ξεσηκωμό των τελευταίων τριών χρόνων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θέτει τον πήχη για το στοχασμό και τη δράση μας για την ανατροπή αυτής της πραγματικότητας με πολύ πιο αναβαθμισμένο τρόπο. Για να μπορέσει αυτή η αόρατη γενιά να δημιουργήσει το δικό της Πολυτεχνείο, αποτελώντας τον κινητήριο μοχλό της ανατροπής, ανοίγοντας ένα ρήγμα που δε θα κλείσει αλλά θα διευρυνθεί υπηρετώντας την υπόθεση μιας κατεύθυνσης κοινωνικού μετασχηματισμού.

Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο καινούριος πασχίζει να γεννηθεί. Στην εποχή των τεράτων σε κάθε μικρό και μεγάλο κοινωνικό εργαστήρι του τόπου μας θα δοκιμάσουμε κ εμείς τις πρωτότυπες, σχεδόν εξεγερσιακές, πρακτικές που μάθαμε από τους νέους της πλατείας Ταχρίρ, του Πάρκου Γκέζι και των άλλων γειτονιών του κόσμου.