ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

Τομέας Νεολαίας

10ο πολιτικό - πολιτιστικό

Camping

27 Ιούλη – 5 Αυγούστου 2013

«Ξεφυλλίζοντας» την κρίση
Αναγνώσεις των κρίσεων μέσα από την ελληνική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα

Κυριακή 28 Ιούλη 2013

των Γεωργίας Παναγωπούλου

Κυριάκου Σαββόπουλου

Σοφίας Τσουρινάκη

Η λογοτεχνία σε κάθε περίοδο υπήρξε το βαρόμετρο της εποχής της. Ο λογοτέχνης φαίνεται να υποτάσσεται πάντα, συνειδητά ή ακόμα και ασυνείδητα στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της εποχής του, όχι πάντοτε με τρόπο προφανή, αλλά πάντα με τρόπο που ενυπάρχει γι' αυτόν που θέλει να διαβάσει πίσω απ τις γραμμές. Και αν αυτό στους ποιητές μπορεί να διακρίνεται δυσκολότερα, στο μυθιστόρημα προεξάρχει ως κυρίαρχο. Το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα αυτό, αν σκεφτεί πως ο μυθιστοριογράφος πρώτα και κύρια διηγείται μια ιστορία, με ειλικρίνεια και για κάτι που γνωρίζει καλά. Και κάθε ιστορία εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο, σαφώς καθορισμένο ιστορικό πλαίσιο. Είτε ο μυθιστοριογράφος επιλέξει το παρελθόν, είτε το παρόν, είτε ακόμα και το μέλλον για να τοποθετήσει την ιστορία του, η εποχή του θα είναι αυτή που θα επικαθορίσει την οπτική του γωνία. Το παρελθόν του θα είναι ειδομένο υπό το πρίσμα του παρόντος του, και το μέλλον θα του «αποκαλύπτεται» υπό το φως του.

Α. Δεκαετία του '20, η κατάρρευση του μεγαλοϊδεατισμού, η αθρόα είσοδος των προσφύγων στον ελληνικό χώρο τη στιγμή της ενηλικίωσης του και το νέο εθνικό βίωμα μέσα από της σελίδες της πεζογραφίας.

Οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες του 1920

Η δεκαετία του 1920 ξεκινά με την επιρροή μεγάλων ιστορικών γεγονότων της προηγούμενης δεκαετίας, τα οποία σηματοδότησαν όχι μόνο την περίοδο του Μεσοπολέμου αλλά ολόκληρη τη σύγχρονη διεθνή ιστορία. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ( 1912-1913), ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) και η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) στη Ρωσία θα καθορίσουν μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις και θα ανοίξουν το δρόμο σε νέες ιδέες, νέα κινήματα στο χώρο της λογοτεχνίας.

Όσον αφορά τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό της δεκαετίας του 1920 παρατηρούνται ραγδαίοι ρυθμοί ανάπτυξης του καπιταλισμού σε μια συγκυρία όπου πραγματοποιείται η αγροτική μεταρρύθμιση και αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις με μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Στο πολιτικό πεδίο η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 από τη βασιλική προπαγάνδα για την παύση του πολέμου στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, σηματοδότησε την επάνοδο των βασιλικών στην εξουσία και την κατάργηση σχετικά δημοκρατικών μέτρων που είχαν παρθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ο εθνικός διχασμός κυριαρχούσε με την αναδυόμενη μεσαία και αστική τάξη να στηρίζει το Βενιζέλο ενώ η συντηρητικότερη μερίδα του πληθυσμού να τίθεται υπέρ του Βασιλιά και των βασιλικών.

Η Μικρασιατική Καταστροφή το φθινόπωρο του 1922 έρχεται να αλλάξει άρδην τις μέχρι τότε συνθήκες. Η εισροή στον ελλαδικό χώρο πάνω από ένα εκατομμύριο προσφύγων συνταράσσει την ελληνική κοινωνία και προκαλεί άμεσες ανάγκες στέγασης, σίτισης και ένδυσής τους. Ως άμεσο αποτέλεσμα της βίαιης εισροής αυτού του τεράστιου αριθμού προσφύγων στην Ελλάδα προβάλλεται η γιγάντια ζήτηση εργασίας που παρουσιάστηκε ξαφνικά. Οι πρόσφυγες, ειδικευμένοι κατά κύριο λόγω σε κάποιο αντικείμενο, αποτελούσαν την κατάλληλη εργατική δύναμη για το αναπτυσσόμενο ελληνικό κεφάλαιο. Η άφθονη εργατική δύναμη που προσφερόταν ( σε συνδυασμό με αυτή των ντόπιων Ελλήνων που προϋπήρχε) αποτέλεσε στην ουσία βούτηρο στο ψωμί των εργοδοτών και του κράτους. Αναλυτικότερα, το εργατικό κίνημα διασπάστηκε αφού οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι οι πρόσφυγες τους '' έκλεβαν'' τη δουλειά και καλλιεργήθηκε ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κοινωνικών ομάδων χωρίς να λαμβάνεται υπ' 'οψη το ταξικό πρόσημο και τα συμφέροντα του εργατικού κινήματος. Άλλωστε αναφερόμαστε σε μια περίοδο όπου το εργατικό κίνημα βρίσκεται ακόμα σε εμβρυϊκή κατάσταση. Χαρακτηριστικό της διάσπασης του εργατικού κινήματος είναι το γεγονός ότι συγκροτούνται διασπαστικά σωματεία που συχνά έφεραν τον τίτλο ''Εθνικό'' ή και ''Εθνικό-Προσφυγικό''. Σε μια χώρα, η οποία υστερούσε κατά πολύ σε ζητήματα υποδομών η τόσο απότομη αύξηση του πληθυσμού της προκάλεσε νέα προβλήματα. Το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν προνόμιο λίγων πλουσίων, ενώ η υδροδότηση από το υδραγωγείο του Αδρειανού κάλυπτε ανάγκες ορισμένων στο κέντρο της Αθήνας. Οι υπόλοιποι εξυπηρετούνταν από τη διάνοιξη πηγαδιών. Επιπρόσθετα, χαρακτηριστικό στοιχείο των άσχημων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν, αποτελούν οι κακές συνθήκες υγιεινής και η αύξηση των μεταδοτικών ασθενειών, κυρίως της φυματίωσης, τα θύματα της οποίας ήταν κατά κύριο λόγο από τα χαμηλότερα στρώματα.

Οι δυσμενείς όροι εργασίας, η απουσία σταθερής απασχόλησης, η ανεργία και η κρατική αδυναμία για κοινωνικές παροχές οδηγούν το 1/3 του πληθυσμού στην πλήρη εξαθλίωση. Ναρκωτικά, πορνεία, πείνα καταλαμβάνουν τους δρόμους των πόλεων. Τότε είναι που το πρόσφατα μετονομαζόμενο ΚΚΕ δραστηριοποιείται εντατικά στις γραμμές των προσφύγων και του εργατικού κινήματος και αυξάνει την επιρροή του. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της ''Μεγάλης Ιδέας'', ιδεολόγημα γύρω από το οποίο στοιχιζόταν η αστική τάξη της εποχής, επικρατεί πολιτική αστάθεια για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα. Το κράτος σκληραίνει ακόμα περισσότερο τη γραμμή του με την προώθηση της ''εθνικής ανάπτυξης'' και ενός αμείλικτου αντικομμουνισμού που συνοδεύτηκε από διώξεις αγωνιστών και κομμουνιστών. Ενδεικτικό είναι το νομοθετικό καθεστώς που ψηφίστηκε το 1929 από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το Ιδιώνυμο, το οποίο άνοιγε το δρόμο για περαιτέρω αντιδημοκρατικούς νόμους και διώξεις των κομμουνιστών και των κομμουνιστικών ιδεών. Η ιδέα της ''εθνικής ανάπτυξης'' αδυνατεί να βρει λαϊκά ερείσματα καθώς δεν απαντά στις ανάγκες του εξαθλιωμένου λαού. Παρ' ολ' αυτά ο εθνικός διχασμός και η κυριαρχία του βενιζελικού και αντιβενιζελικού στρατοπέδου συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό. Γενικά αυτό που κυριάρχησε την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου στους κόλπους της αστικής τάξης ήταν η εναλλαγή του νέου ( εκσυγχρονισμός Βενιζέλου) με το παλιό (Παλάτι), παρ' όλ' αυτά και τα δύο ρεύματα είχαν ως κοινή συνισταμένη την πάλη ενάντια στην ''κομμουνιστική απειλή''.

Ξεφυλλίζοντας την πεζογραφία της εποχής

Υπό το φόντο αυτών των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών γεννάται μια άλλη, τελείως διαφορετική λογοτεχνία, με νέους θεματικούς κύκλους, εμπλουτισμένη από μια πλειάδα Μικρασιατών λογοτεχνών που ήρθαν να πάρουν θέση ανάμεσα στους Ρουμελιώτες και τους Πελοποννήσιους που κυριαρχούσαν ως τότε και '' ν' αλλάξουν την κοίτη, μέσα στην οποία κυλούσαν τα ήσυχα και λίγα νερά της ως τότε νεοελληνικής δημιουργίας'' . Ο Κώστας Μητσάκης γράφει για τη λογοτεχνία της εποχής '' ... σ' ένα πρώτο επίπεδο εκφράζει τον πόνο και την αγωνία του ανθρώπου που ριζωμένος σε αυτά τα χώματα πολεμάει να ζήσει και να επιβιώσει. Σ΄ ένα δεύτερο επίπεδο εκφράζει κατόπιν τον οικουμενικό πόνο και την κοινή αγωνία όλων των ανθρώπων, που σε οποιοδήποτε γεωγραφικό πλάτος και μήκος κι αν κατοικούν, μοχθούν για το καθημερινό ψωμί και οραματίζονται ένα κόσμο πιο δίκαιο, πιο ελεύθερο, πιο ανθρώπινο'' ( Κ. Μητσάκης, Νεοελληνική πεζογραφία- Η γενιά του '30, σελ.13). Η εποχή επιτάσσει πλέον από τους λογοτέχνες να πάρουν θέση απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα της ζωής έτσι όπως αυτή εκτυλίσσεται στους δρόμους της μεσοπολεμικής Αθήνας.

Η ελληνική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου χωρίζεται σε δύο γενιές, αυτής του '20 και αυτής του '30. Στην παρούσα εισήγηση θα ασχοληθούμε με την πρώτη. Πρόκειται για τη γενιά που κλήθηκε να απαγκιστρωθεί από το ρομαντισμό και την ηθογραφία της προπολεμικής εποχής και να αναζητήσει νέα ρεύματα και τρόπους για να εκφράσει το γκρίζο του παρόντος. Αποτέλεσε επίσης τη γενιά που έθεσε τις βάσεις για την ανάδυση της πολύ ωριμότερης και πλουσιότερης σε υλικό λογοτεχνίας του 1930. Η λογοτεχνία του 1920 χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία: α) την ιδεολογική διαπάλη κομμουνισμού-αστισμού, διαπάλη που αντανακλάται από το κοινωνικό πεδίο και επηρεάζεται σαφώς από την Επανάσταση στη Ρωσία και τις μαρξιστικές ιδέες που αρχίζουν να διαδίδονται, β) απαισιοδοξία, φθορά και παρακμή, στοιχεία που ξεχειλίζουν στα έργα των τότε λογοτεχνών και σίγουρα μπορούν να θεωρηθούν επιρροές από τη γαλλική decadance γ) την εσωτερικότερη περιγραφή του ανθρώπινου ψυχισμού, των βασάνων και των σκέψεών του και ταυτόχρονα μια απομάκρυνση από το επαρχιακό τοπίο και μεταφορά στο αστικό των πόλεων, '' ...το χαρακτηριστικό της πιο πλούσιας και ανανεωμένης ηθογραφίας, που άγγιζε την ψυχογραφία και που τα ανώτατα όριά της έφταναν στον ανθρωπιστικό νατουραλισμό'' (Ν. Παππάς, Η αληθινή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ( 1910-1973), εκδ. Τύμφη, Αθήνα 1973, σελ. 344).

Τρία μεγάλα ρεύματα αναπτύχθηκαν στη λογοτεχνία της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου. Το ρεύμα του κοσμοπολιτισμού, που αναζητούσε τη μεγάλη ζωή και την πολυτέλεια των αστικών κέντρων της Ευρώπης, ανέσεις και όνειρα που κόντεψαν να χαθούν υπό την απειλή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το ρεύμα της αντιπολεμικής πεζογραφίας, με χαρακτηριστικότερο έργο '' Το νούμερο 31.328'' του Ηλία Βενέζη, η συμβολιστική πεζογραφία που εξέφραζε ''μια απροσδιόριστη νοσταλγία, μοναχικότητα, παθητικότητα και αδράνεια, ενώ το έργο κυριαρχείται από μουσικότητα και λυρισμό σε μια ατμόσφαιρα υποτονικότητας, χαμηλωμένων τόνων, αβουλίας, άφεσης και πεσιμισμόυ'' ( Γ. Μπάρτζης, Οι τάσεις της νεοελληνικής πεζογραφίας κατά την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου (1920-1930) ). Τέλος η κοινωνική πεζογραφία που αναπτύχθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της εποχής με επιφανείς εκπροσώπους, όπως τον Πέτρο Πικρό, τον Δημοσθένη Βουτυρά, την Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και άλλους. Η κοινωνική πεζογραφία επεδίωξε να αναδείξει τους ανθρώπους της αφάνειας, τους περιθωριοποιημένους που ζούσαν τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Γενικά, το στοιχείο που σαφώς κυριαρχούσε στους λογοτεχνικούς κόλπους ήταν η αμφισβήτηση και το γκρέμισμα των αξιών και της υποκριτικής ηθικής της αστικής τάξης, ήταν μια περίοδος αναζήτησης...

Λογοτέχνες και Αριστερά

Η αριστερή διανόηση της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου έχει να επιδείξει πολλούς και σημαντικούς λογοτέχνες, που με τα εργαλεία που προσέφερε η εποχή (κοινωνικοϊστορικές συνθήκες, περίοδος αμφισβήτησης, διάδοση μαρξιστικών ιδεών) στιγμάτισαν τη νεοελληνική λογοτεχνία και άνοιξαν νέους ορίζοντες στη θεματολογία, την τεχνική, τη χρήση της γλώσσας, σπάζοντας πολλά από τα ταμπού της τότε συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας. Οι διώξεις του κράτους κατά αγωνιστών, λογοτεχνών που εξέφραζαν ρηξικέλευθες απόψεις και υπερασπίζονταν το μαρξισμό δεν πτόησε την παραγωγή επαναστατικής για την εποχή πεζογραφίας, ωστόσο πολλές φορές οι συγγραφείς αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν αλληγορίες στα έργα τους προκειμένου να περάσουν τα μηνύματά τους με έμμεσο τρόπο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων των παραπάνω, ένας από τους σπουδαιότερους της γενιάς του, ο Πέτρος Πικρός. Γεννημένος το 1895 στην Κωνσταντινούπολη, μεγαλωμένος στην Ελβετία και σπουδαγμένος στο Παρίσι και τη Γερμανία, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 1920 σε ηλικία είκοσι-πέντε ετών. Το 1923 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη και πέρα από τη λογοτεχνική του ενασχόληση εργάζεται ως δημοσιογράφος για βιοπορισμό. Στα έργα του καθίστανται εμφανείς οι ευρωπαϊκές λογοτεχνικές επιδράσεις του παρακμιακού αισθητισμού (decadance). Αναλυτικότερα για το ρεύμα αυτό, αναπτύχθηκε το 19ο αιώνα στη Γαλλία και επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Οι εκπρόσωποί του ( Baudelaire, Poe, Oscar Wilde, Rodenbach κ.ά) κατηγορήθηκαν για εκφυλισμό, διαστροφή, αποσύνθεση και έλξη προς το θάνατο. Εντούτοις, αυτό που πραγματικά πρέσβευε το ρεύμα της παρακμής ήταν η αμφισβήτηση του κοινωνικού κατεστημένου και των αξιών του και μια τάση ανατροπής των καθιερωμένων κανόνων. Στο έργο του Πικρού, εμφανώς επηρεασμένο από τη decadance, επιχειρείται μια νατουραλιστική περιγραφή των κοινωνικών προβλημάτων με δάνεια από το σύγχρονό του εξπρεσιονισμό.

Οι ήρωες των πεζογραφημάτων του αποτελούν το λούμπεν προλεταριάτο της εποχής. Πόρνες, φυλακισμένοι, εξαθλιωμένοι, άστεγοι παίρνουν φωνή μέσα από τις σελίδες των διηγημάτων του και εξιστορούν τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα του αστικού περιβάλλοντος, όπως αυτοί τη βιώνουν.

''Τις ελληνικές φυλακές -και της πρωτεύουσας και των επαρχιών- έτυχε να τις γνωρίσω μέ διάφορους τρόπους και από διάφορες αίτιες κι αφορμές. Πήρα απ' την κάθε φυλακή ό,τι ήτανε άξιο και ένδιαφέρο να παρθεί κι έφτιασα τη φυλακή που περιγράφω'' . ( από την εισαγωγή του Π. Πικρού στο '' Τουμπεκί'')

Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό της γραφής του Πικρού, η προφορικότητα του λόγου του, η χρήση της αργκό των λαϊκών μαζών, η αυθεντική γλώσσα της πόλης μέσα από την οποία οι ήρωές του αποκτούν φωνή και έρχονται στο προσκήνιο της αθηναϊκής ζωής.

'' Καλά!... Εμένα τελοσπάντων, ας μη με λογαριάσει!... Καλά! Μα το μαγαζί μωρή χαμούρα!... Το μαγαζί μωρή πόνεσέ το, που μάς δίνει ολονώνε μας ψωμί!...'' (απόσπασμα από το ''Σα θα γίνουμε άνθρωποι'')

Οι γυναίκες ηρωίδες του Πικρού είναι πόρνες, θέμα όχι καινούργιο για τη λογοτεχνία, ωστόσο καινούργια και πρωτοπόρα είναι η οπτική μέσα από την οποία παρουσιάζονται, υπό το πρίσμα μιας ψυχολογικής και μαρξιστικής οπτική, στα πλαίσια της κοινωνικής απελευθέρωσης της γυναίκας. Ο μοναδικός θετικός χαρακτήρας των διηγημάτων του είναι γυναίκα, η Χουανίτα, που κατάφερε να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πορνείας και της εκμετάλλευσης και να κοιτάξει ''πιο μακριά και πιο ψηλά στο μέλλον της Ανθρωπότητας''.

Στα διηγήματα του Πέτρου Πικρού δεν υπάρχει χαρούμενο τέλος. Η επιλογή του αυτή, πολύ συνειδητή, αφορμάται από την τοποθέτηση ότι αφού ακόμα δεν έχει λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα έτσι και στη λογοτεχνία δε μπορεί να υπάρξει λύση στα αντίστοιχα ζητήματα Πιστός λοιπόν στο νατουραλισμό, έρχεται σε επαφή με τις μελέτες και επηρεάζεται πολύ από μια προσωπικότητα που σημάδεψε τον 20ο αιώνα. Τον Σίγκμουντ Φρόυντ. Οι φροϋδικές θεωρίες για τη σεξουαλικότητα επηρεάζουν το λογοτέχνη και διευρύνουν το φάσμα των θεματικών στο έργο του. Ψυχικά πάσχοντες, αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές και αμφισβήτηση της κυρίαρχης σεξουαλικής ηθικής έρχονται να προστεθούν στο ψυχογράφημα των ηρώων του. Ο ίδιος έγραφε για τον Φρόυντ την 1/1/1925 στον Ριζοσπάστη: '' Ένα επιστημονικό γεγονός που αναστάτωσε τον επιστημονικό και γενικά τον διανοούμενο κόσμο όλων των χωρών είναι η νέα θεωρία του Βιεννέζου καθηγητού Σίγκμουντ Φρόυντ απάνου στη θεωρία της ψυχανάλυσης. Ο Φρόυντ με τα μαθήματά του καθώς και με τα συγγράμματά του....άνοιξε μια καινούργια περίοδο στην επιστήμη, με άμεσο αποτέλεσμα την εξόντωση της μεταφυσικής''.

Αυθεντικός, αγωνιστής και κριτής της αστικής ψευτοηθικής, αυτός ήταν ο Πέτρος Πικρός. Γράφει στον πρόλογό του στο '' Σα θα γίνουμε άνθρωποι'':

'' O νοικοκύρης άνθρωπος, ο ''καλός πατέρας'' και ο 'αγνός'' ηθικολόγος, να προσέξουν καλά να μη το πάνε το βιβλίο μου σπίτι τους. Ας μη χωρέσει αμφιβολία το βιβλίο αυτό είναι ενάντιο τόσο στη νοικοκυρίστικια όσο και στην ταγκοπουλίστικια ψευτοηθική. Όμως τους προειδοποιώ και γι΄αυτό τους καλούς νοικοκυραίους. Ας μη βιαστούν να το διαβάσουνε μόνοι τους και στα κρυφά, το βιβλίο αυτό, με την ελπίδα να βρούνε και ν΄ απολαύσουνε εκείνο που ψάχνουν να βρουν στα ύποπτα βιβλία. Θα πάει χαμένος ο κόπος σας, κακομοίρηδες, και χαμένα τα λεφτά σας! Και να γιατί σας το λέω από πιο μπροστά, καλύτερα να πάτε να τα φάτε εκεί που σας είδα να τα τρώτε πολλές φορές τα ''τίμια'' λεφτά σας, λίγο πριν πάτε σπίτια σας να βάλετε τις παντούφλες σας και να μιλήσετε για ηθική, λίγο πριν πάτε να ανάψετε κερί στα εικονίσματά σας και λίγο πριν κάνετε ελεημοσύνη, ω! νοικοκυρεμένοι άνθρωποι!καλοί πατέρες, εξ΄ επαγγέλματος ηθικολόγοι!''

Κλείνοντας με τη δεκαετία του 1920, δε μπορούμε να παραλείψουμε μια αναφορά σε μια γυναίκα της εποχής που δε δίστασε τόσο με την πένα της, όσο και με τη στάση ζωής της να πάει κόντρα στο κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη με πλούσια παρουσία στην πνευματική ζωή της χώρας (συνεργασία με λογοτεχνικά περιοδικά, συγγραφή μυθιστορημάτων, διηγημάτων, θεατρικών έργων ποιημάτων, αναγνωστικών του σχολείου κ.ά) υπήρξε μία από τις πρώτες κομμουνίστριες συγγραφείς, στρατευμένη στο ΚΚΕ, υπερασπίστηκε πρωτοπόρες για την εποχή θέσεις για τη γυναίκα και τα δικαιώματά της. Συνελήφθη από τη μεταξική δικτατορία, η οποία της στέρησε το δικαίωμα να δημοσιογραφεί, ενώ μετά την Κατοχή απολύθηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων από τη θέση της στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων.

Εντάσσεται, όπως και ο Πικρός, στο ρεύμα της κοινωνικής πεζογραφίας. ενώ στο έργο της εμφανίζονται οι επιρροές από το ρεύμα της παρακμής και το συμβολισμό. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι απλή και άμεση πάντα στη δημοτική, άλλωστε υπήρξε σταθερή και θερμή υποστηρίκτρια του δημοτικισμού. Το έργο της απαλλαγμένο από ρομαντισμούς, αιστηματικότητες και ''αναστενάγματα υστερικά΄'' κυριαρχείται από γυναίκες καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες, οι οποίες προσπαθούν να βρουν αδιέξοδο μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα. Γενικά, η Καζαντζάκη μέσα από το έργο της προσπαθεί να περάσει ένα άλλο πρότυπο γυναίκας, επαναστατικό, αγωνιστικό, χειραφετημένο και ανεξάρτητο. '' Η παρουσία της προκαλεί σκάνταλο στους αστούς'' γράφει γι΄ αυτήν ο Νίκος Καζαντζάκης. Η ίδια αναφέρει για την Ελληνίδα της εποχής: '' Ό,τι όμως κάνει τραγικότερο το παράστημα της νέας ελληνίδας προς την εύκολη απόλαψη της ζωής είναι η ορισμένη περίοδος, που περνάει ο κόσμος. Γιατί τώρα ίσα ίσα μας χρειάζεται να στέκει γερά στα πόδια της για να βοηθήσει να γίνει η ζωή καλύτερη, ευγενικότερη, δικαιότερη. Για την ώρα δε μας χρειαζόταν να χαρούμε τη ζωή, παρά να τη φτιάξουμε''.

Στο έργο της γίνονται εμφανείς οι αντιθέσεις της κοινωνίας και το πώς αυτές διαπερνούν τους ήρωες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τη ζωή τους... '' Θα πάω κι εγώ τώρα να ενώσω το χαλκά της ζωής μου με τους χαλκάδες που αποτελούν την αλυσίδα όλη. Θα κουδουνίσει κι ο δικός μου μες στους άλλους. Έτσι κι η δική μου ζωή θα βγάλει κάποιους ήχους αγγίζοντας των άλλων τις ζωές. Μα θα ' ναι άσκημοι και αταίριαστοι. Ας είναι τι πειράζει; Έτσι θα 'ναι μόνο για μένα ... Όλα ξεκουρντισμένα και παράταιρα, μια βάρβαρη και πρωτάκουστη μουσική. Και μέσα στο πανδαιμόνιο που θα βγάζουν όλες αυτές οι παραφωνίες εγώ να σέρνω το χορό ξεκαρδισμένη στα γέλια, σιγοτραουδώντας δίχως ν΄ ακούομαι ένα μονόσυρτο σκοπό σα μοιρολόι...'' ( απόσπασμα από το '' Γέλα παλιάτσο'')

Μέσα από τα κείμενά της κι από δημόσιους λόγους δε δίσταζε ακόμα και μπροστά σε ανδροκρατούμενα ακροατήρια να υψώνει το παράστημά της και να εκθέτει θαρραλέα τις απόψεις της για το γυναικείο φύλο. Στο λόγο της για την '' εργαζόμενη Ελληνίδα στη σημερινή κοινωνία'' χωρίζει τις γυναίκες σε τρεις κατηγορίες: τις οπισθωδρομικές, τις ελευθεριάζουσες και τις προοδευτικές φιλελεύθερες. Τάσσεται υπέρ της τελευταίας κατηγορίας και παρακινεί τις γυναίκες να παλέψουν για το δικαίωμά τους στην εργασία, την ισότητα με τον αντρικό πληθυσμό και για μητρικές παροχές.

`Αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε για την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου στη λογοτεχνία είναι η μεγάλη τομή που συντελείται από το πέρασμα μιας εποχής σε μια άλλη. Ο ρομαντισμός και η περιγραφή της ελληνικής υπαίθρου έχουν εξαντληθεί από τη γενιά του 1880 και δεν μπορούν να βρουν θέση στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1920. Όπως κάθε εποχή, έτσι και τώρα αυτή η νέα πραγματικότητα διαπερνά και την τέχνη και καθρεφτίζεται μέσα από τις σελίδες μιας φρέσκιας λογοτεχνικής παραγωγής. Η λογοτεχνία τροφοδοτείται από την κοινωνία. Συμβαίνει όμως το αντίστροφο; Κατά πόσο τα έργα που αναφέρονται στα λαϊκά στρώματα και τα δεινά τους διαβάζονται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της ζωής; Η απάντηση που θα δίναμε σε αυτό το ερώτημα είναι μάλλον αρνητική. Η λογοτεχνία ανέκαθεν αποτελούσε ενασχόληση και ενδιαφέρον πιο μορφωμένων και διανοούμενων κύκλων, πόσο μάλλον την εποχή εκείνη όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο.

Β. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, η ανοιχτή πληγή της ήττας, η συγκρότηση της νέας εθνικής αφήγησης και οι ψίθυροι των σελίδων της λογοτεχνίας.

«Δεν υπάρχει καμιά αυθεντικά μη πολιτική λογοτεχνία. Έτσι ακόμη και μια απλή απαγόρευση μπορεί να έχει ένα καθολικά παραλυτικό αποτέλεσμα πάνω στο νου, επειδή υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάθε σκέψη που ακολουθείται ελεύθερα να οδηγήσει στην απαγορευμένη σκέψη»

G. Orwell

.

Για να εξετάσουμε τη ελληνική λογοτεχνία της μετεμφυλιακής εποχής πρέπει απαραίτητα να παραθέσουμε ορισμένες βασικές πτυχές της τότε διεθνούς και εγχώριας πολιτικής συγκυρίας. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το σημείο που καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις γιατα επόμενα 50 χρόνια, τη μεγάλη συμμαχική αντεπίθεση που έληξε με τον Κόκκινο Στρατό να υψώνει τη σημαία στο Ράιχσταγκ και τους αμερικάνους και σοβιετικούς στρατιώτες να συνυπάρχουν για λίγο ειρηνικά στις όχθες του Έλβα. Ήταν οι τελευταίες αναλαμπές του «New Deal», του ρουζβελτικού δόγματος για τη συνεργασία του καπιταλιστικού μπλοκ με τη σοβιετική ένωση. Το επόμενο κομβικό σημείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα άλλαξε όλα. Το «Δόγμα Τρούμαν» ήταν η αναπόφευκτη αντίδραση των αμερικάνων καπιταλιστών που βγήκαν απ' τον πόλεμο πανίσχυροι, με τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες και διεκδικώντας ιμπεριαλιστικά την νέα αγορά της ισοπεδωμένης Ευρώπης και Ασίας. Ήταν πλέον ασφαλείς απ' το ναζιστικό ιμπεριαλισμό και τον ανταγωνισμό με τους καπιταλιστές της γηραιάς ηπείρου και κυρίαρχος αντίπαλός τους ήταν πια η Σοβιετική Ένωση. Η ανθρωπότητα που μόλις είχε βγει από έναν παγκόσμιο πόλεμο βαδίζει με σταθερό βήμα προς τον επόμενο, τον Ψυχρό Πόλεμο, με κινητήρια δύναμη τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την εξωτερική πολιτική του δολαρίου και των πυρηνικών.

«Πριν προλάβουν να γιατρευτούν οι πληγές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πριν γλυκάνει ο πόνος και στεγνώσει το αίμα και τα δάκρυα των μαννάδων της γης, πριν ανοικοδομηθούν τα ερείπια, πριν λειώσουν στα απέραντα νεκροταφεία της υφηλίου τα πολυαγαπημένα κορμιά των εκατομμυρίων ανθρώπων που έπεσαν για τη λευτεριά, την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ήττα του φασισμού, νέες πολεμόχαρες κραυγές γεμίζουν και πάλι την υφήλιο. Νέα φασιστικά συνθήματα επαναλαμβάνονται στον ίδιο τόνο με αυτούσια τα λόγια του Γκαίμπελς: Για «κομμουνιστικό κίνδυνο», για αντισοβιετική σταυροφορία, για νέο παγκόσμιο πόλεμο…»

Διδώ Σωτηρίου, Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου

Το κυρίαρχο ζήτημα της μεταπολεμικής εποχής, το ξερίζωμα των φασιστικών υπολειμμάτων φαίνεται να μένει αναπάντητο σε όλη τη σφαίρα επιρροής των καπιταλιστικών δυνάμεων. Στη Γερμανία οι δημοκρατικοί στρατηγοί αντικαθίστανται και οι αντιδραστικοί αντικαταστάτες τους αμνηστεύουν 2 εκατομμύρια χιτλερικούς για να στελεχώσουν την κρατική μηχανή. Τα εργατικά συνδικάτα ζητούν να συμμετάσχουν στην αποναζιστικοποίηση, αλλά η αμερικανική διοίκηση τους αρνείται κάθε ανάμειξη. Ο Φράνκο συνεχίζει απρόσκοπτα τη δικτατορία του, πιστό σκυλί σε νέα αφεντικά. Το ίδιο συμβαίνει και στην υπό αμερικανική επιρροή πλέον Ελλάδα. Οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες παίρνουν άφεση με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους στη δίωξη των δημοκρατικών στοιχείων, ιδιαίτερα δε των κομμουνιστών. Από τις τάξεις τους προκύπτουν οι νέες κυβερνητικές δυνάμεις της «Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων» του 1946 και της μετέπειτα ΕΡΕ. Είναι οι πιστοί υπηρέτες του ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού για την Ελλάδα, με τις διώξεις των αγωνιστών του ΕΑΜ, τα Δεκεμβριανά, τη ρίψη ναπάλμ κατά των ανταρτών με τις υποδείξεις της CIA, τις εξορίες και τη Λευκή Τρομοκρατία που ακολούθησε τη Βάρκιζα.

Στη νέα εποχή που εγκαινίασε το Δόγμα Τρούμαν η αλήθεια ήταν μια εξαιρετικά εύθραυστη υπόθεση, σχεδόν το ίδιο όσο κι η παγκόσμια ειρήνη. Ήταν μια εποχή ολοκληρωτισμού. Το οργανωμένο ψέμα που χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είναι ένα προσωρινό τέχνασμα τακτικής. Είναι κομμάτι αναπόσπαστο του ολοκληρωτισμού. Οι λέξεις αποστραγγίζονται απ' το ιστορικό τους φορτίο και αποκτούν το φορτίο που επιβάλλεται απ την κυρίαρχη ιδεολογία. Έτσι ο όρος «ελευθερία» νοηματοδοτήθηκε ως εμπορική ελευθερία και ο όρος δημοκρατία ως ελευθερία να επιλέγεις ανάμεσα σε Πλαστήρα και Παπάγο (αν βέβαια δεν ήσουν κλεισμένος στην Ακροναυπλία). Στις συνθήκες αυτές η λογοτεχνία πέρασε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές. Μια τέτοια κοινωνία ουδέποτε μπορεί να επιτρέψει την αληθινή αναφορά γεγονότων, ούτε τη συγκινησιακή ειλικρίνεια που απαιτεί η λογοτεχνική δημιουργία. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη πως η λογοτεχνία, κυρίως στον πεζό λόγο, γίνεται αρκετά φτωχή ή έχει τάσεις φυγής, τοπικές και χρονικές. Οι τάσεις φυγής αυτές αποδεικνύονται περίτρανα με το γεγονός ότι ελάχιστα τόλμησαν οι πεζογράφοι να τοποθετήσουν τις αφηγήσεις τους στο παρόν. Χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο το παρελθόν με εμβόλιμους αναχρονισμούς, με τρόπο δηκτικό, αλλά συγκαλυμμένο.

«Ποία ήτο η πρώτη επίσημος μορφή διακυβερνήσεως εις την ελευθέραν Ελλάδα; «Η βασιλεία του Όθωνα και των Βαυαρών. Μοναρχία απολυταρχική και κυβέρνηση παρακρατική» είπε ο Κίτσος. «Παρακρατική; Τι πάει να πεί η λέξη αυτή;» […] «Παρακρατικό είναι το σύστημα που κυβερνούν οι χαφιέδες και που το κράτος αστυνομεύεται από δυνάμεις αντισυνταγματικές. Όταν η ελευθερία του λαού διακυβεύεται και πνίγεται στα μπουντρούμια»

Μ. Κουμανταρέας, Στην επαρχία Λωκρίδος

Οι αφηγήσεις που επικρατούν είναι βαθιά πεσιμιστικές. Λογικό αν σκεφτεί κανείς τη διεθνή συγκυρία σε αντιδιαστολή με τη λαμπρή λαϊκή αντιφασιστική νίκη που είχε προηγηθεί και τις ελπίδες που είχε γεννήσει –ελπίδες που διαψεύδονταν ολοένα και περισσότερο. Οι συγγραφείς στέκονται με ειρωνεία απέναντι στην ¨απελευθέρωση¨ που αντάλλαξε τη γερμανική κατοχή με τη βρετανική κι έπειτα την αμερικανική εξάρτηση. Τα αιχμηρά ερωτήματα και οι ανοιχτές πληγές που άφησε ο εμφύλιος όμως δεν είναι μόνο απέναντι στους αμερικάνους συμμάχους του χθες και τους εγχώριους εκπροσώπους τους. Οι αγωνιστές του ΕΑΜ και μαζί όλος ο λαός βρίσκονται επί ξύλου κρεμάμενοι και απ' τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης και του ΚΚΕ. Δεν είναι μόνο που τους καταδιώκουν οι χίτες. Είναι και οι διαγραφές, οι φαινομενικά ανεξήγητες αποφάσεις της ΚΕ και η μηδενική στήριξη που τους τσακίζουν. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το ευαίσθητο θέμα του εμφυλίου δε θίγεται ούτε φυσικά από τους αντιδραστικούς, ούτε όμως και από τους αριστερούς, παρά μόνο μετά από δύο δεκαετίες στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Το γενικό κλίμα τρομοκρατίας και γιγάντωσης του λούμπεν προλεταριάτου, συγκοινωνούν δοχείο άλλωστε με το παρακράτος μέχρι και τα σήμερα, επίσης ελάχιστα καταδέχθηκαν να το συμπεριλάβουν στη θεματολογία τους οι λογοτέχνες. Είναι ο «περιθωριακός» Νίκος Τσιφόρος αυτός που τόλμησε να κοιτάξει μέσα στο βούρκο με τα «Παιδιά της Πιάτσας» και να μιλήσει για τις εκλογές βίας και νοθείας

«Κι εμείς θα μαζέψουμε τα μαγκάκια με το καλό και με το άγριο. «Πιάσε τάλλαρα δυο και ψηφίζεις εκεί που σου λέμε» Ή το αλλιώτικο. «Έτσι και δεν ψηφίσεις το δικό μου απόθανες απ την Ομόνοια» […] Και πουτους κουβαλάς με το αμάξι από τμήμα σε τμήμα να ψηφίσουν με το όνομα του πεθαμένου και να αυγατίζει η κάλπη; Το λοιπόν ποιός έβγαζε τον πολιτευτή τότες; Ο αγαθός τον έβγαζε; Εμένα μου λες;»

Ν. Τσιφόρος, Κονόμι Συνταγματικό

Αυτά εκτυλίσσονταν στη «δημοκρατική» Ελλάδα που Παλάτι και Δεξιά παλεύουν με κάθε μέσο να ανακόψουν τη δίψα του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος για αληθινή λαϊκή απελευθέρωση. Παράλληλα όμως υπάρχει και η Ελλάδα της ανεργίας και της μετανάστευσης, που μαζί κυρίως με Τούρκους και Ιταλούς, συγκροτούν το νέο φθηνό εργατικό δυναμικό για την ανοικοδόμηση της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και για την ολοένα μεγαλύτερη ανάπτυξη των ΗΠΑ.Η εξωτερική πολιτική του δολαρίου και των σχεδίων Μάρσαλ αρχίζει να υφαίνει τη θηλιά γύρω απ το λαιμό των ευρωπαϊκών λαών. Δίνει άμεσα μεγάλες ελαφρύνσεις και ωθεί στην ανάπτυξη και παράλληλα εξαγοράζει την αντικομμουνιστική συνείδηση της Δύσης. Είναι τέτοια η αποφασιστικότητα της αμερικανικής πολιτικής να κάνει τη Γερμανία προπύργιο της, που φτάνει να επιβάλει τη μη αξίωση των πολεμικών αποζημιώσεων στη σφαίρα επιρροής της, οπότε και στην Ελλάδα.

Δεν είναι βέβαιο αν τα αποτελέσματα του ολοκληρωτισμού πάνω στην ποίηση είναι το ίδιο θανάσιμα με τα αποτελέσματα του πάνω στον πεζό λόγο. Ίσως γιατί οι «πρακτικοί» άνθρωποι του κρατικού μηχανισμού συχνά περιφρονούν τον ποιητή τόσο βαθιά, ώστε δεν πολυενδιαφέρονται για το τι λέει. Τη μετεμφυλιακή λοιπόν εποχή η ποίηση γνώρισε μεγάλη άνθιση, εν μέρει λόγω της συνάντησης της γενιάς του ’30 με τους νέους ποιητές, εν μέρει επειδή μια εποχή εσωτερικών αναζητήσεων και αναδιατάξεων είναι αν μη τι άλλο ωφέλιμη για τον ποιητή. Αρκετοί σημαίνοντες ποιητές έχουν ήδη στρατευθεί στο κίνημα και στο Κόμμα, όπως ο Ρίτσος και ο Βάρναλης που βρίσκονται στο στόχαστρο και καταλήγουν στην εξορία.

Α' Τάγμα.

Β' Τάγμα.

Γ' Τάγμα.

[…]

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ -

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Κι η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτε

κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο

ήσυχος, ήσυχος, ωραίος,

και τ' άστρα ανάβουν κάθε βράδυ μικρές φωτιές

να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας.

[…]

Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,

κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά,

μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της

κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του.

Γ. Ρίτσος, Α.Β.Γ.

Διαφορετική είναι η περίπτωση του Νίκου Καββαδία, με ενεργή συμμετοχή στο ΕΑΜ, που γίνεται αποδέκτης μιας άρρητης, αλλά πολύ πραγματικής περιφρόνησης από τους σύγχρονούς του λογοτέχνες. Ίσως επειδή επιλέγει μια γλώσσα λαϊκή, την καθομιλουμένη του προλεταριάτου της θάλασσας –ναυτικός ορκισμένος κι ο ίδιος- , μα ίσως αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει να ηχεί για πάντα σύγχρονος. Και είναι αυτός που τόλμησε να ελπίσει στη νεολαία, αντίθετα από τον νεότερο Αναγνωστάκη.

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή

με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα.

Εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή

κείνα τα χρόνια, τα βαριά, τα κολασμένα

Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά,

μες στου πελάγου τη σπηλιάδα,

πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά

και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.

Ν. Καββαδίας, Οι Σπουδαστές

Αρκετοί, ιδιαίτερα οι νέοι, στέκουν στο ενδιάμεσο. Έχουν διαπαιδαγωγηθεί μέσα στην κυρίαρχη αφήγηση της Δεξιάς και της εξάρτησης από τη Δύση, αλλά κρατώντας μια καθαρή ματιά διαπιστώνουν στην καθημερινότητα τα τεράστια ελλείμματα δημοκρατίας και ελευθερίας στη σύγχρονή τους πραγματικότητα.

«Έτσι στη γη πεσμένη και νεκρή, τη βρήκανε περαστικοί και δίχως προσευχή ή ακολουθία θρησκευτική τη θάψαν βιαστικά για να προλάβουνε τη βραδινή παρέλαση και λαμπαδηφορία. Για την απελευθέρωση. Μια απελευθέρωση που έκρυβε μέσα της έναν θανατερό συμβιβασμό, τη βία και την ενοχή, την προδοσία και τη χωρίς γιατρειά τραυματισμένη ελευθερία. Μια απελευθέρωση που δεν πρόλαβε να γίνει λαϊκή. Την καταγράψαν με ευκολία εθνική και τη γιορτάζουνε στα Δημαρχεία και στις Νομαρχίες»

Μ. Χατζιδάκις, Η Μελισσάνθη

Μια νέα δυναμική φαίνεται πως αρχίζει να δημιουργείται για τους αγώνες που μέλλονται να έρθουν. Οι ποιητές διαισθητικά ψηλαφούν τη συλλογικότητα και τη συντροφικότητα, εκφρασμένες μέσα ακόμα και από τα πιο προσωπικά βιώματα, όπως ο έρωτας. Είναι αυτή η δυναμική που θα πάρει σχήμα μέσα στην επταετία της δικτατορίας και θα απελευθερωθεί στον αντιδικτατορικό αγώνα, σε εσωτερικό και εξωτερικό.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν; Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;

Μ. Αναγνωστάκης, Η αγάπη είναι ο φόβος…

Με όλα αυτά δεν προβάλουμε ως κυρίαρχη τη φροντίδα μας να εντρυφήσετε στη μετεμφυλιοπολεμική λογοτεχνία. Θεωρούμε κυρίαρχη την ανάγκη να προκύψουν ερωτήματα και όχι απαντήσεις. Συμπεράσματα και όχι αφορισμοί. Για το λόγο αυτό (και για οικονομία χώρου) πολλοί μεγάλοι λογοτέχνες ή περίφημα έργα δεν αναφέρθηκαν, όχι φυσικά ως ήσσονος σημασίας, αλλά επειδή είναι εν πολλοίς ήδη γνωστά. Προκύπτει λοιπόν ένα ερώτημα: Τι διδάγματα μπορεί να έχει η λογοτεχνία του τότε για το σήμερα; Θα τολμήσουμε εδώ μια παρατήρηση. Σε όλο το φάσμα που εξετάσαμε είναι κοινή η παραδοχή πως οι λογοτέχνες αναγνωρίζουν πως κάτι είναι λάθος στην κυρίαρχη αφήγηση και στην εξουσία της Δεξιάς. Προτάσσουν ένα πνεύμα προοδευτικό και φιλελεύθερο, παρακινούν το λαό να ελευθερωθεί. Καθοδηγητής και σύμμαχος πιστός του λαού η Αριστερά, χέρι χέρι με τον Πολιτισμό. Είναι λοιπόν αυτή η πολιτιστική πολιτική, που μπορεί να εγκολπώνει διαφορετικά ρεύματα και αναγνώσεις, χωρίς φοβηκότητα, που είναι απόλυτα επίκαιρη και αναγκαία σήμερα για την κατοχύρωση μιας νέας πολιτιστικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Και αντίστροφα, μόνο αυτή η πολιτιστική ηγεμονία, εφόσον κατοχυρωθεί, θα μπορέσει να θέσει τις βάσεις για ένα πλατύ λαϊκό, μετωπικό κίνημα, μια νέα αφήγηση, πολιτιστική, πολιτική και σε τελική ανάλυση οικονομική.

Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί, εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω, ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος. κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί, ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό! Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε. Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.

Μ. Σαχτούρης, Το Ψωμί

Γ. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Τέλη 20ου – αρχές 21ου αιώνα

Η ιστορική συγκυρία που καλείται να αναλύσει η παρούσα εισήγηση παρουσιάζει μια ιδιομορφία σε σχέση με τις δύο προηγούμενες, γεγονός που εντοπίζεται στο ότι δεν στιγματίζεται από πολέμους όπως οι δύο παγκόσμιοι, επαναστάσεις όπως η Ρωσική και εμφυλιακές συρράξεις αλλά πολύ περισσότερο από μια παγκόσμια οικονομική κρίση που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και έχει οδηγήσει σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Οι επιπτώσεις της κρίσης, αν και δεν αντιστοιχούν σε αυτές ενός πολέμου, φαίνεται να είναι εξίσου τραγικές για τους λαούς των χωρών που την αντιμετωπίζουν γεγονός που αποτυπώνεται και στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων ετών.

Η σφοδρότητα με την οποία επέλασε η κρίση στην Ελλάδα, η διάρκειά της και οι πολιτικές που ακολουθούνται για να «ξεπεραστεί» έχουν οδηγήσει αδιαμφισβήτητα στην κατάρρευση του ελληνικού μοντέλου «ανάπτυξης», που κυριαρχούσε τουλάχιστον μέχρι το 2004 και συνακόλουθα επέφεραν μια σειρά αλλαγών στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Στο όνομα της κρίσης επιχειρούνται και πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις, πάντα υπό τις επιταγές της Ε.Ε και την επίβλεψη του Δ.Ν.Τ, οι μεγαλύτερες αναδιαρθρωτικές τομές από την εποχή της μεταπολίτευσης. Κατακόρυφη μείωση μισθών και συντάξεων, περικοπές –οριακά κατάργηση- όλων των κοινωνικών παροχών και αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων συνθέτουν το παζλ της νέας ελληνικής πραγματικότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η νεολαία φαίνεται να δέχεται ίσως τη μεγαλύτερη επίθεση με την ανεργία στους νέους να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ποσοστά, με την εργασιακή περιπλάνηση και την επιστημονική μετανάστευση να αποτελούν πλέον τον κανόνα ενώ οι προσδοκίες για κοινωνική ανέλιξη είναι πλέον παρελθόν για τους περισσότερους.Στον αντίποδα όλων αυτών, όμως, γεννιούνται μια σειρά κινημάτων και εξεγερσιακών διαδικασιών τόσο σε ολόκληρο τον κόσμο όσο και στην Ελλάδα που δημιουργούν σημαντικά ρήγματα. Ο Δεκέμβρης του 2008 στη χώρα μας, η Αραβική Άνοιξη, το κίνημα των Ισπανών Indignados που άνοιξε το δρόμο και για το δικό μας κίνημα των Πλατειών, ο παρατεταμένος αγώνας του λαού μας, το κίνημα Occupy στη Βόρεια Αμερική, οι φοιτητικές εξεγέρσεις σε Βρετανία, Καναδά και Χιλή αλλά και η τελευταία μεγαλειώδης εξέγερση στην Τουρκία αποτελούν όχι απλά μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης αλλά κινήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απαιτούν ριζική κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Είναι κινήματα που δρουν με τρόπους πρωτότυπους, που αναπτύσσονται (μερικές φορές γεννώνται κιόλας) μέσα από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θέτουν ως προμετωπίδα όχι μόνο το ζήτημα της δημοκρατίας αλλά και πολύ ριζοσπαστικά πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα. Τα κινήματα αυτά συσπειρώνουν ιδιαίτερα τη νεολαία που αντιμετωπίζεται ως η “χαμένη γενιά” που θα υποστεί τις επιπτώσεις της κρίσης και αποτελούν παράλληλα μια τεράστια πρόκληση για την Αριστερά, που καλείται να τα συμπυκνώσει και να τα μετασχηματίσει σε πραγματικά ανατρεπτική κατεύθυνση. Τέλος, πέρα από όλα τα παραπάνω, αποτελούν σίγουρα και πηγή έμπνευσης για τη νέα γενιά λογοτεχνών που ζει στο επίκεντρο της κρίσης και βάλλεται καθημερινά από αυτή.

Ξεφυλλίζοντας τη λογοτεχνία της εποχής

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δραστηριοποιείται μια νέα γενιά Ελλήνων λογοτεχνών, “νέα” τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία.Όπως σημειώνουν εύστοχα η Έφη Γιαννοπούλου και ο Θεόφιλος Τραμπούλης : Στην πρώτη πενταετία της δεκαετίας του ’90, η νέα αυτή πεζογραφία θα αποκτήσει πιο συγκεκριμένη μορφή, μεγαλύτερη απήχηση και κάποια ουσιαστικά εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν ριζικά από τις προηγούμενες γενιές• κατ’ αρχάς φαίνεται να απελευθερώνεται από ιστορικές και πολιτικές θεματικές που στοίχειωναν μέχρι τότε τη νεοελληνική πεζογραφία, στρέφεται προς τη σύγχρονη αστική ζωή, κυρίως την ελληνική και δη την αθηναϊκή, αν και συχνά η πλοκή μεταφέρεται στην Ευρώπη ή και στις ΗΠΑ. Σε επίπεδο λογοτεχνικής μορφής και μέσων, θα έλεγε κανείς ότι η αστική αυτή ηθογραφία υπηρετεί, παρά τη νέα θεματολογία της, έναν συμβατικό τρόπο αφήγησης: έμφαση στην «καλή» ιστορία, φόβος ή απώθηση για τις κατακτήσεις επιστημών του ανθρώπου όπως η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία, οι μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές (ή, το πολύ, εντελώς εκλαϊκευμένη χρήση τους), ελάχιστος ή καθόλου αναστοχασμός πάνω στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Η εμφάνιση της λογοτεχνίας αυτής δεν αντικατοπτρίζει απλώς τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας, η εδραίωσή της οφείλεται κατεξοχήν και πολλαπλά σ’ αυτές ακριβώς τις αλλαγές. Την περίοδο εκείνη η οικονομία ανθεί, η εκδοτική παραγωγή και το κοινό αυξάνονται. Δεν είναι ανεξάρτητη η παράλληλη κυκλοφορία από μεγάλους εκδοτικούς οίκους ερωτικών ή αστυνομικών μυθιστορημάτων που παλαιότερα κυκλοφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε ευτελή βιβλία τσέπης.

Αν και οι συγγραφείς αυτοί αρχικά αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από αρκετούς κριτικούς και ομοτέχνους, γρήγορα καταξιώνονται, χάρη στην εμπορικότητά τους αλλά και στα παράλληλα πεδία στα οποία συμμετέχουν. Είναι η εποχή της άνθησης του περιοδικού Τύπου, της ιδιωτικής τηλεόρασης και των εκπομπών λόγου στις οποίες φιλοξενούνται, των ένθετων στις εφημερίδες όπου συνηθίζεται η δημοσίευση διηγημάτων σε περιστάσεις όπως γιορτές, καλοκαίρι κτλ. Έτσι, ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα εισάγεται σχεδόν απευθείας στον εμπορικό πόλο του λογοτεχνικού πεδίου, και θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, κατά τον μπουρντιεϊκό ορισμό, ετερόνομο, με την έννοια πως η καταξίωσή του δεν αντιστοιχεί τόσο στην αποδοχή των ειδικών, που παραμένουν για καιρό επιφυλακτικοί, αλλά στη διασύνδεσή του με άλλα υποπεδία (πολιτικό, οικονομικό, δημοσιογραφικό κτλ.) του ευρύτερου κοινωνικού πεδίου. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ελάχιστοι από τους συγγραφείς αυτούς έχουν ασχοληθεί με τη λογοτεχνική κριτική, με άλλα λόγια, με τη δευτερογενή συγκρότηση ενός ρητού συστήματος μορφών και αξιών που θα υποστήριζε ρήξεις τόσο λογοτεχνικές όσο και πολιτικές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συγγραφείς που εξαρχής εντάχθηκαν στον κυρίαρχο πολιτικό, δημοσιογραφικό, εμπορικό λόγο. Τους υιοθέτησε και τον υιοθέτησαν.



Θα πρέπει λοιπόν κρίνοντας τις θέσεις, τους αφορισμούς και τις εκρήξεις τους, τόσο εκείνων, όπως της Σώτης Τριανταφύλλου ή του Χρήστου Χωμενίδη, που υποστηρίζουν, με όλες τις ενστάσεις τους, την κυβερνητική πολιτική και στρέφονται εναντίον των αριστερών πολιτικών σχηματισμών [...] όσο και εκείνων, όπως του Πέτρου Τατσόπουλου, που εκπροσωπεί εντός και εκτός Βουλής μια μάλλον ιδιοσυγκρασιακή και ανορθόδοξη αριστεροφανή ρητορική, να έχουμε υπόψη μας τα εξής: πως ο αναπαραστατικός, αφηγηματικός τους τρόπος –ηθογραφικός και συμβατικός– ανήκει σε ένα λογοτεχνικό πεδίο άμεσα συνυφασμένο με τις κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις της δεκαετίας του ’80 πως συνδέονται άρρηκτα με την άνθηση της εκδοτικής παραγωγής και της οικονομίας των Μέσων πως ένα μεγάλο μέρος της καταξίωσής τους είναι ετερονομικό, προέρχεται δηλαδή από τη διασύνδεσή τους με εξωλογοτεχνικούς φορείς κυριαρχίας.Γι΄ αυτό και η οξύτητα με την οποία εκφράζονται σήμερα δεν είναι ανεξάρτητη από την κατάρρευση του συστήματος οικονομίας και λόγου μέσα στο οποίο ανδρώθηκαν είτε το θέλουν είτε όχι απέκτησαν τη θέση και το κύρος τους από τους ίδιους φορείς που διατύπωσαν την ίδια εποχή το όραμα της ευδαιμονίας των δανείων, που έθεσαν τα σύμβολα κύρους της, που ανακήρυξαν τους καινούργιους οικονομικούς, πολιτικούς, καλλιτεχνικούς παράγοντες, που καλλιέργησαν τη δυστοπία του χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων, που παρακολούθησαν αδρανείς την κατάρρευση. Μολονότι οι ίδιοι θεωρούν πως οι απόψεις τους ήταν αιρετικές, πως αποτελούσαν την κάρφο στο μάτι της επίπλαστης ευημερίας, στην ουσία προσέφεραν το άλλοθι, την εκτόνωση, την υπερταύτιση στους αναγνώστες τους που δύο σελίδες παρακάτω στην εφημερίδα και δύο λεπτά αργότερα στην τηλεόραση θα συναντούσαν το αποχαυνωτικό αξιακό σύστημα και την απεικόνιση του αντικειμένου της επιθυμίας που ο συγγραφέας τάχα στηλίτευε. Η υποτιθέμενα κριτική και προσανατολισμένη στην κοινωνία λογοτεχνία τους δεν ήταν γενικά κι αόριστα συνδεδεμένη με το κοινωνικό. Αφορούσε την κοινωνία έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν και την περιέγραφαν τα μέσα τα οποία τους φιλοξενούσαν και τώρα που τα μέσα αυτά και το αξιακό τους σύστημα καταρρέουν απειλούν να συμπαρασύρουν και όλους όσους ανέδειξαν. Η οξύτητα λοιπόν με την οποία εκφράζονται δεν σχετίζεται, όπως είπαμε, τόσο με τις θέσεις, όσο με την προσπάθεια, είτε ακολουθώντας το σύστημα που τους ανέθρεψε στις μεταμορφώσεις του είτε αντιπαρατιθέμενοι σ’ αυτό, να επαναπροσδιοριστούν στη νέα πολιτική και κοινωνική οικονομία.

Εκτός, όμως από αυτούς που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπερασπίζονται την κυρίαρχη πολιτική υπάρχουν και αρκετοί, οι οποίοι αν και βρίσκουν με δυσκολία χώρο στα ράφια των βιβλιοπωλείων καθώς οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι τους κλείνουν επιδεικτικά την πόρτα προφανώς λόγω “σύγκρουσης συμφερόντων”, εκφράζουν μέσα από τα πονήματά τους τον έντονο προβληματισμό τους για όλα τα καίρια ζητήματα και επιδιώκουν μέσα από το βήμα που τους δίνεται να “ταρακουνήσουν” τους αναγνώστες και να τους στρέψουν προς τη διεκδίκηση και τον αγώνα. Πεζογράφοι και ποιητές γεννημένοι τη δεκαετία του 1970 και '80 που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη μεταπολιτευτική φούσκα και σήμερα, ίσως στην πιο παραγωγική και δημιουργική τους ηλικία, βιώνουν όλα τα δεινά της κρίσης. Άνθρωποι που νιώθουν ότι δεν μπορούν αλλά και δεν τους επιτρέπεται να σιωπήσουν σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική συγκυρία...

Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της γενιάς είναι, ίσως, ο Γιάννης Μακριδάκης. Γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργάνωνε τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελούνταν τις εκδόσεις του και διηύθυνε το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο” έως το 2011. Όπως σημειώνει η Ζωή Γεωργούλα: Ο Γιάννης Μακριδάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα, όπου βρέθηκε ως φοιτητής στο Μαθηματικό τμήμα και στη συνέχεια εργάστηκε ένα διάστημα διδάσκοντας σε φροντιστήρια και σε ιδιαίτερα μαθήματα. Κατάλαβε νωρίς ότι η ζωή του ήταν πρωτεύουσας σημασίας και διάλεξε να επιστρέψει στο νησί του. Στη Χίο, λοιπόν, ξανά, κατ’ επιλογή άνεργος, αποφάσισε να κάνει αυτό που του έλεγε η ψυχούλα του. Άρχισε να επισκέπτεται τη δημόσια βιβλιοθήκη «Κοραής» και να μελετά εφημερίδες της περιόδου από το 1912 έως το 1940, αλλά και να συνομιλεί με τους γέροντες και τις γερόντισσες στα χωριά της Χίου, πολλά από αυτά σχεδόν και άλλα εντελώς εγκαταλειμμένα, αναζητώντας ποιος ξέρει τι… Αυτό θα πρέπει να σκέφτηκαν και οι «αρχές του τόπου» όταν αποφάσισαν να τον παρακολουθούν, μέχρι και έφοδο έκαναν στο σπίτι του, θεωρώντας μάλλον ότι ήταν κατάσκοπος των Τούρκων… Παρά την «παρακώλυση των αρχών», όλη αυτή η έρευνα, που καταγράφηκε στο βιβλίο «10.516 μέρες της νεότερης ιστορίας της Χίου», τον έφερε πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με τον φυγάδα Πέτικα, τον μελλοντικό ήρωα του Ανάμιση ντενεκέ. [...]

Στα βιβλία του ο Μακριδάκης μας ξεναγεί στη ζωή που κλείσαμε στο κελί ενός καλογέρου, στο θάλαμο ενός ιδρύματος, που ονομάσαμε ξένη και κηρύξαμε παράνομη. Κι αν μοιάζει συχνά να τον εμπνέει ένας θάνατος, από πίσω του κρύβεται η απώλεια αυτού του άλλου τρόπου ζωής, από τα παλιά. Γράφει στην Τελευταία ευκαιρία*: «Πού πήγε αυτή η Ελλάδα, πού πήγε αυτός ο λεβέντης λαός που ο λόγος του ήτανε συμβόλαιο, που έβαζε μια πέτρα πάνω στην άλλη και μένανε κι οι δυο εκεί για αιώνες να ορίζουνε; Πώς καταντήσαμε έτσι εμείς οι νεώτεροι; Πώς μας μετάλλαξε μέσα σε δυο γενιές η θεωρία της ιδιώτευσης και η πρακτική της κατανάλωσης, η ευκολία με την οποία μάθαμε να κατακτούμε το βίο μας; Μα καθώς είχα απομείνει έτσι συνοφρυωμένος και σκεπτικός, μια λάμψη ξαφνικά διαπέρασε τα μάτια μου. Εδώ είναι ακόμα αυτός ο λαός, αυτή η Ελλάδα. (…) Πνέει τα λοίσθια αλλά υπάρχει ακόμα. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς, τα θύματα μιας κατασκευασμένης κρίσης καπιταλισμού, είναι να ξαναβρούμε σύντομα τους τελευταίους εκπροσώπους της και να είμαστε δεκτικοί σ’ αυτά που θα μας δείξουν. Δεν είναι αργά για να το πράξουμε αυτό, είναι όμως η τελευταία μας ευκαιρία για να σωθούμε».

Η ζωή του Μακριδάκη, όπως και τα γραφτά του, είναι μπολιασμένη από την πολιτική. Συμμετέχει σε κινήσεις που προστατεύουν το φυσικό αλλά και το αστικό περιβάλλον του τόπου που ζει και το υπερασπίζονται ενάντια στα «αναπτυξιακά» σχέδια τοπικών αρχόντων και αλλότριων συμφερόντων. Για ένα διάστημα διατήρησε και στήλη σε τοπική εφημερίδα της Χίου. Τα γραφόμενα όμως ενόχλησαν, η διεύθυνση διαχώρισε τη θέση της με μια σημείωση που συνόδευε μόνιμα τα γραφόμενα («η διεύθυνση της εφημερίδας δεν συμφωνεί απαραίτητα με τις απόψεις του αρθρογράφου»), για να ακολουθήσει σημείωση του γράφοντα («ο αρθρογράφος δεν συμφωνεί με τις απόψεις τις εφημερίδας»), που με τη σειρά του διαχώριζε τη θέση του από τη διεύθυνση… Συνδιοργανώνει πεζοπορίες και ποδηλατοπορίες, σε διαδρομές στην ενδοχώρα της Χίου, στα χνάρια των ηρώων των βιβλίων του. [...]

Πιστεύει πως η επανάσταση θα έρθει επαναστήνοντας το όραμά μας. Ξαναβρίσκοντας τη χαμένη μας ταυτότητα. Όταν πάψουμε να αποδεχόμαστε το ρόλο που μας έμαθαν οι τράπεζες, οι αγορές και οι μεσίτες τους. Όταν πάψουμε να περιμένουμε το μισθό, το δάνειο, την έγκριση τους για να ζήσουμε. Όταν επιλέξουμε και αγωνιστούμε για αυτάρκεια φροντίζοντας τις πραγματικές ανάγκες μας και όχι αυτές που μας δίδαξε η χωρίς όρια και ορίζοντα ανάπτυξη. Εκεί στη Βολισσό της Χίου ο Γιάννης ατενίζει άλλον ορίζοντα. «Με βία και με αίμα δεν γίνεται πλέον», γράφει στην Επανάσταση σήμερα, «διότι από τη μια ο φασισμός της νέας τάξης είναι άνευ προηγουμένου, από την άλλη πάλι δεν μπορεί να επαναστατήσει βίαια ένας άνθρωπος νοικιασμένος επί χρόνια, βολεμένος στην πλασματική του πραγματικότητα, μεταλλαγμένος σε αριθμό μιας διεύθυνσης διαμερίσματος ή ενός αριθμού φορολογικού μητρώου. Ούτε βέβαια ο εξαθλιωμένος μπορεί να σαλπίσει την επανάσταση παρά μόνο το πλιάτσικο. Όσες προσπάθειες βίαιης ανατροπής γίνανε τα τελευταία χρόνια απέτυχαν να φτάσουν ως το τέλος. Η φλόγα της νέας γενιάς τις άναψε, αλλά η φωτιά βρήκε μετά χέρσο χωράφι κι έσβησε. (…) Και τι να κάνουμε λοιπόν; Μα τη σιωπηρή επανάσταση μέσα μας. Την προσωπική μας αλλαγή. Την προσπάθεια κατάκτησης της ισορροπίας. Την επαναμετάλλαξή μας από άτομα σε ανθρώπους. Σε ανθρώπους πιο ελεύθερους από τα δεσμά του πλαστού συστήματος που μας πλασάρει ευζωία και κρίση ανάλογα με τα συμφέροντά του. Να επαναστήσουμε την κατάσταση εξαρχής, να ξαναγυρίσουμε στην παραγωγή χρησιμοποιώντας προς όφελός μας όλα τα επιτεύγματα και τις εξελιγμένες μεθόδους της σύγχρονης ζωής μας». [...] Φεύγοντας από τη Βολισσό, η κόκκινη σημαία έξω από το σπίτι του Γιάννη κυματίζει ζωηρά. Δεν μας αποχαιρετά, μας καλεί. (Ζωή Γεωργούλα, Εποχή).

Ο Γιάννης Μακριδάκης, εκτός από τα 9 βιβλία που μετρά πλέον, διατηρεί και τον προσωπικό του ιστότοπο (yiannismakridakis.gr) μέσω του οποίου εκφράζει συχνά τις σκέψεις του και δημιουργεί μια σχέση ανατροφοδότησης με τους ίδιους τους αναγνώστες, τους οποίους καλεί να προβληματιστούν. Άλλωστε, όπως σχολιάζει ο ίδιος: Πνευματικός είναι ο άνθρωπος που παράγει πνευματικό έργο και ταυτόχρονα δεν συναλλάσσεται με την εξουσία, αντιλαμβάνεται τις ιστορικές στιγμές προτού αυτές χαρακτηριστούν ιστορικές, είναι δλδ η κεραία της κοινωνίας, και δεν μπορεί να σιωπήσει, δεν μπορεί να μην μπει μπροστάρης στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του διότι αν σιωπήσει, αν δεν δράσει θα εκραγεί. Όλοι οι άλλοι, όσοι δεν εμπίπτουν σε αυτόν τον ορισμό είναι οι γνωστοί σάλιακες αυτοαποκαλούμενοι πνευματικοί, διαννοούμενοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες κ.α., οι οποίοι προσδοκούν θέσεις και βραβεία για την υποτέλεια και την ανικανότητά τους είτε γλείφοντας το καθεστώς είτε παραμένοντας σιωπηροί.

Και στην ποίηση, όμως, βρίσκουμε πολύ αξιόλογες περιπτώσεις νέων λογοτεχνών, όπως ο Παναγιώτης Αρβανίτης, ο οποίος γεννήθηκε το 1985 στον Πύργο Ηλείας. Σπουδάζει στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα ελληνικής φιλολογίας και παράλληλα είναι μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών. Η πρώτη του ποιητική συλλογή “Μια στάλα κατράμι σε ένα βαρέλι μέλι” εκδόθηκε το 2009 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης ενώ η δεύτερη με τίτλο “Λευκό χιούμορ” το 2012 (από τις ίδιες εκδόσεις). Στη δεύτερη ποιητική του συλλογή, ο Παναγιώτης Αρβανίτης συνεχίζει το ύφος και τον τρόπο των παλαιοτέρων ποιημάτων του. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις άτυπες ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τον κύριο όγκο των ποιημάτων. Η δεύτερη με τίτλο «Ανθολογία του λευκού χιούμορ», αποτελείται από σύντομους στίχους και σπαράγματα. Στο σημείο αυτό, το απότομο και επιθετικό του συνθήματος έρχεται να συναντήσει την ανατρεπτικότητα του χιούμορ και το απόλυτο του αφορισμού. Τόσο η θέση του στίχου όσο και η πρόθεση του ποιητή, αλλά και το ιδιαίτερο κλίμα του κομματιού αυτού, περιγράφονται από την επεξήγηση κάτω από τον τίτλο της ενότητας (Γραμμένα σε τοίχο). Η ποίηση αναζητά την ανάσα της στο φυσικό καμβά της πόλης. Το τρίτο μέρος του βιβλίου, αποτελείται από το εκτενές «Ποίημα χωρίς τέλος», μια ερωτική σύνθεση γραμμένη με τον τρόπο της ερωτικής σχέσης και απώλειας: με εκρήξεις και εντάσεις, επιστροφές και επαναλήψεις και τελικά ανοιχτή στο -χωρίς τέλος- τέλος της. Η ίδια η ποίηση περιγράφεται ως αξία, ιδανικό και τρόπος, ως μία κατάσταση και μια χειρονομία κυρίως εκτός του βιβλίου και κυρίως εντός των σελίδων της ζωής. Το χαρτί γίνεται πεδίο σύγκρουσης, εξομολόγηση, ανάσας. Στα ποιήματα του Αρβανίτη συναντούμε μια υπονομευτική και επιθετική διάθεση ειπωμένη τόσο συχνά με τους όρους του χιούμορ. Το λευκό χιούμορ, όπως περιγράφει και ο τίτλος της συλλογής, αναδεικνύει μια θετική διαλεκτική η οποία κρίνει, περιγράφει αλλά και καταστρέφει. Συχνά ο τρόπος αυτός στρέφεται και κατά του ίδιου του ποιητή με τον αυτοσαρκασμό να συναντά την εξομολόγηση. Ο ποιητής είναι εξίσου έκθετος με τον καθένα στην κυρίαρχη αυτή διάθεση. Το στοιχείο της κωμικής ανατροπής, έρχεται να συναντήσει ένα στίχο που παραθέτει, καταδεικνύει και συνομιλεί με όσους ονομάζει εχθρούς: την εξουσία, τα μουσεία και τη βαλσαμωμένη τέχνη, τους πεζούς και τους πληκτικούς ανθρώπους και κυρίως, όπως ο ίδιος περιγράφει, όσους κέρδιζαν πάντα στη Μονόπολη μικροί. Συχνά ο Αρβανίτης επιλέγει μια στάση πολιτική στην κυριολεξία της, έναν τρόπο στα όρια και την ένταση του συνθήματος. Ο Subcomandante Marcos συγκατοικεί με τον Ρεμπό στο ίδιο ποίημα, οι σημασίες τους συναντιούνται δημιουργώντας μια νέα σημασία και μια αξία συγκεκριμένη.

Γράμμα στο Φάνη

Πλησιάζει ο καιρός φίλε

που οι αθωότητες θα πυροβολούνται

οι εραστές δεν θα πίνουν από βαλκάνιο φλασκί για να μεθύσουν

και τα παιδιά θά ’χουν για όνειρα πλήκτρα αδειανά

κι οργή

δωσίλογοι θα μας κατασκοπεύουν σε ψηφιακά καπηλειά

λέγοντας χάι και γιες με χάρη

κι εμείς θα χορεύουμε κρυφά τα τετριμμένα βαλς μιας

άλλης εποχής

πλησιάζει ο καιρός φίλε

που θ’ αποξεχάσουμε το χθες

δυο τρία γυναικεία ονόματα θα μας καταδιώκουν

μια φιλική κουβέντα στον καφέ

μια εφημερίδα

κι ύστερα

σιωπή

Φάνη, μας αποκαθήλωσαν

σε πλειστηριασμούς καθημερινότητας

και τώρα γυρεύουμε τις κερκόπορτες

απ’ όπου μας αλώνει ο Χρόνος

Τέλος, όπως σημειώνεται στο περιοδικό Εκτός Γραμμής (τεύχος 30, Αύγουστος 2012): Ο Αρβανίτης σπεύδει να δηλώσει τη σαφή προτίμησή του για μια ποίηση που αναμετριέται με την ιστορία και δεν εγκλωβίζεται στην ατομική συναισθηματική φόρτιση, την ίδια ώρα που, γράφοντας και ποιήματα ποιητικής, αναμετριέται και με την αναστοχαστική διάσταση της ποίησης.

να αποκεφαλιστεί η προσωπική ποίηση / να απονεκρωθούν τα μυστήρια του ιδιωτικού μελοδράματος

[...]

Η πολιτική χροιά δεν σημαίνει ότι πρόκειται για απλή διατύπωση επαναστατικής αισιοδοξίας• το βάρος προηγούμενων ηττών αφήνει βαριά τη σκιά του.

στέφομαι ηττημένος

Το ίδιο και η αναμέτρηση με την αγωνία της ποιητικής δημιουργίας σε μια εποχή δύσκολη για ποίηση και άλλα ηχηρά παρόμοια, για να θυμηθούμε και τον μεγάλο Αλεξανδρινό.

υπέγραψα την καταδίκη μου με στίχους

Αυτό βέβαια δεν τον αποτρέπει από το να γράψει και ποιήματα πιο ταιριαστά στην ιδιωτική θέση του δημοσίου που σφραγίζει την ποίηση όχι μόνο της εποχής αλλά και της εναλλαγής νέων ποιητών από τη μεταπολίτευση, ενδεικτική μιας διπλής δυσανεξίας απέναντι στην ποίηση της προσήλωσης στο δημόσιο και το ιστορικό ως υπερατομικό και απέναντι στον εγκλεισμό στο προσωπικό βίωμα.

η αμερικάνικη πρεσβεία των αναμνήσεών μου / με έτρεψε σε φυγή / και τα τανκς των φιλιών μας / περνούσαν από πάνω μου

Επίλογος: αστράφτει ο κόσμος/ ακούραστος./ κοιτάχτε.

Τρεις εποχές σε κρίση. Η ιστορία της Ελλάδας μέσα από της σελίδες της λογοτεχνίας φαντάζει το ίδιοσπαραχτική, όμως πιο λυρική, πιο πραγματική, πιο άμεση. Ψηλαφώντας κρισιακές περιόδους μέσα από το πέρασμα της ιστορίας μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι σε κάθε μία από αυτές συντελέστηκε μια τομή στην έως τότε λογοτεχνία. Η κρίση οποιασδήποτε μορφής σε μια κοινωνία, πολιτική, οικονομική, γεννά αναπόφευκτα στα υποκείμενα νέους προβληματισμούς κι ανησυχίες,. Πρόκειται για περιόδους αναζήτησης για τις γενεσιουργούς αιτίες της κρίσης, ψηλάφησης και οικοδόμησης νέων δρόμων. Αυτό ισχύει εν γένει για την τέχνη, η οποία ανέκαθεν αποτελούσε, μέσα από τις πολλές μορφές που παίρνει, πηγή διεξόδου, έμπνευσης και δημιουργίας για την κοινωνία. Αναφορικά με τη λογοτεχνία στην οποία σταθήκαμε, οι ιστορικές συνθήκες και η ένταση με την οποία διαπέρασαν την ελληνική κοινωνία ανατάραξαν τα νερά όλων των πτυχών της ζωής της κάθε εποχής. Η κοινωνία με τις ανησυχίες και τις αντιφάσεις της καθρεφτίζεται στις σελίδες των λογοτεχνών, οι οποίοι μέσα στις νέες κοινωνικές συνθήκες εισάγουν και νέα στοιχεία στη λογοτεχνική παραγωγή. Έτσι στη γενιά του ΄20 περνάμε από το ρομαντισμό στο νατουραλισμό, μετεμφυλιακά το ατομικό μετατρέπεται σε συλλογικό, ενώ στο σήμερα μετά από μια περίοδο αποπτώχευσης της ελληνικής λογοτεχνίας τη δεκαετία του '90 γεννάται μια λογοτεχνία που αναζητεί διεξόδους από την εμπορικότητα και κατακρίνει το πρότυπο ζωής που κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και τη λογοτεχνία αλληλοτροφοδοτεί και τις δύο. Θα πρέπει όμως η σχέση αυτή να προωθεί και να προάγει τη σχέση ανάμεσα στο λαό και τη διανόηση, προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, για μια λογοτεχνία που θα εκφράζει τους πόθους, τα όνειρα και τις πνευματικές ανησυχίες του λαού και θα του δίνει εκείνη την απαραίτητη πνευματική δύναμηνα οικοδομήσει ένα νέο όραμα για τη ζωή. Μια λογοτεχνία, η οποία μέσα στις δυσκολίες του αγώνα για επιβίωση, και τις αντιφάσεις του πολιτικού αγώνα θα δείχνει το δρόμο!