Α. Για τις διεθνείς εξελίξεις

1. Η παγκόσμια οικονομία είναι σε τροχιά ανάκαμψης, κάτι που όμως δεν αναιρεί ότι το υπόβαθρο των τάσεων υπερσυσσώρευσης που βγήκαν εκρηκτικά στο προσκήνιο στην κρίση του 2007-2008 παραμένει ενεργό. Η κερδοφορία των επιχειρήσεων υπολείπεται σημαντικά του ρυθμού επέκτασης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, όπως αποτυπώνεται στην άνοδο των χρηματιστηρίων και στην εκ νέου υπερδιόγκωση του χρέους παγκοσμίως. Η μη ανάκτηση ρυθμών αύξησης της κερδοφορίας αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αλλά και την αδυναμία, μέχρι στιγμής, μετάβασης σε ένα νέο τεχνολογικό και κοινωνικό υπόδειγμα που να εγγυάται μεσοπρόθεσμες αυξήσεις της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας. Κι αυτό παρά το συνεχιζόμενο βάθεμα της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, τις πολιτικές λιτότητας, τη διατήρηση όχι απλώς εφεδρικών στρατών εργασίας αλλά έως και «πλεοναζόντων πληθυσμών» σε παγκόσμια κλίμακα. Τα φαινόμενα αυτά αποτυπώνονται με άνισο τρόπο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, όπως αποτυπώνεται στους διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης στους διαφορετικούς κόμβους. Αυτοί οι παράγοντες συσσωρεύουν τα υλικά για νέα τοπικά κρισιακά επεισόδια (βλ. Αργεντινή, Τουρκία) και προοπτικά και γενικευμένη παγκόσμια υποτροπή (την πιθανότητα και το χρόνο της οποίας βέβαια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει). Η ανησυχία για αυτά αποτυπώνεται και στις εκθέσεις μεγάλων οικονομικών οργανισμών (π.χ. ΔΝΤ).

2. Οι «εμπορικοί πόλεμοι» εντάσσονται σε ένα πλαίσιο όξυνσης των ανταγωνισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και αφορούν σε τελική ανάλυση το ερώτημα της ηγεμονίας. Δεν αποτελούν «τέλος της παγκοσμιοποίησης» αλλά μορφή εμφάνισης των εγγενών ανταγωνιστικών τάσεων που διαπερνούν την ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Μέσα στη συγκυρία αποτυπώνουν την προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης βασικών μερίδων του αμερικανικού κεφαλαίου στον ανταγωνισμό και με το κινεζικό κεφάλαιο αλλά και τα ευρωπαϊκά και αναδιαπραγμάτευσης του συνολικού συσχετισμού μέσα στα σύνθετα δίκτυα παραγωγής και κυκλοφορίας. Η ύπαρξη διαφορετικών προτάσεων για την αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος αποτυπώνει και ότι βρισκόμαστεσε μια μεταβατική φάση όπου η αμερικανική ηγεμονία διατηρείται αλλά μεσοπρόθεσμα σωρεύονται όροι για την αμφισβήτησή της.

3. Την ίδια στιγμή με το τέλος των πολιτικών της «ποσοτικής χαλάρωσης» (και την άνοδο των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ που συνδυάζεται με μία επιθετική πολιτική φοροελαφρύνσεων και κινήτρων του Τραμπ υπέρ του κεφαλαίου) αποτυπώνεται μια ολοένα και μεγαλύτερη τάση μεταφοράς κεφαλαίων από περιφερειακές αγορές προς τις κεντρικές (και ειδικά τις ΗΠΑ που ξανατρέχουν με ρυθμό ανάπτυξης περίπου 4% ύστερα από χρόνια). Κάτι που ενέχει τον κίνδυνο και νέων επεισοδίων κρίσης χρέους σε περιφερειακούς σχηματισμούς. Τα όσα έγιναν σε Τουρκία και Αργεντινή είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικά. Η ανατίμηση του δολαρίου λόγω αυτών των πολιτικών μαζί με μία συνειδητή πολιτική σχετικής εμπορικής προστασίας και μετακύλισης πιέσεων και μέρους του κόστους της κρίσης σε άλλους ανταγωνιστές της περιφέρειας έχουν ως αποτέλεσμα και την επιλογή των «εμπορικών πολέμων». Μια τέτοια ακολουθία σε περιφερειακούς σχηματισμούς με τη σειρά της θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο και παγκόσμια και να συναντηθεί με τις αντιφάσεις που διαπερνούν το καθεστώς συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα.

4. Σημαντική όψη των αντιφάσεων που διαπερνούν το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα είναι πλέον και το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Οι πιο πρόσφατες επιστημονικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι τα μετριοπαθή σενάρια του IPCC και του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή δεν είναι αρκετά για την αποτροπή ακραίων καταστάσεων και η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης αυξάνεται, καθώς πολλά σημεία του πλανήτη ήδη βιώνουν τις πρώτες βίαιες συνέπειες. Το ζήτημα της μείωσης του ρυθμού αύξησης γίνεται, λοιπόν, ένας σημαντικός παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις και τις πολιτικές ισορροπίες.Η πρόβλεψη για περιορισμό της αύξησης κάτω των 2°C σε σχέση με την πρωτοκαπιταλιστική περίοδο, που τέθηκε από την συμφωνία του Παρισίου, φαίνεται ότι σημαίνει εκατομμύρια απώλειες ζωών, και δεν δείχνει να είναι αρκετή αν δεν αναθεωρηθεί άμεσα.Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να αποσυρθούν από την συμφωνία μαζί με άλλες χώρες του G20 (με τελευταία προσθήκη σε αυτό το μέτωπο τις προεκλογικές εξαγγελίες του Μπολσονάρου στη Βραζιλία) Το πεδίο των πολιτικών για την ενέργεια είναι πολυπαραγοντικό από την παραγωγή, μετατροπή, διανομή και κατανάλωσή της,καθώς διαφορετικά λόμπι πιέζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και προφανώς έχουν δημιουργηθεί ομάδες χωρών με βάση τις μορφές που έχουν υιοθετηθεί και ιμπεριαλιστικά επιβάλλοντας τις στον χώρο επιρροής τους. Απέναντι σε αυτό οι στόχοι της απεξάρτησης από τον άνθρακα, σε συνδυασμό με την αποεμπορευματοποίηση της ενέργειας και τη δημοκρατικοποίηση στη νομή της, πρέπει να ιεραρχηθούν ψηλά από το λαϊκό κίνημα και ειδικά τις κομμουνιστικές δυνάμεις εντός του.Για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια πολιτική χρειάζεται ευθεία σύγκρουση με την βιομηχανία ορυκτών καυσίμων καθώς και όλα τα ιδιωτικοποιημένα δίκτυα διανομής.

5. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να δείξει εικόνα κανονικότητας αλλά οι αντιφάσεις οξύνονται. Η ολοκλήρωση του Brexit δεν αναιρεί τα προβλήματα που φέρνουν οι δομικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, τις οποίες οι δημοσιονομικές προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας απλώς επιτείνουν, ούτε το γεγονός ότι το ζήτημα του χρέους παραμένει ενεργό κύρια στην Ιταλική περίπτωση. Στην τελευταία οξύνεται η αντιπαράθεση με τις «αγορές» και τη γραφειοκρατία της ΕΕ που εντείνουν την πίεση προς τη νέα ιταλική κυβέρνηση με αφορμή το μέγεθος του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Το μέγεθος του ιταλικού χρέους, η έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών σε αυτό και γενικότερα το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας είναι σημαντικοί παράγοντες που αφήνουν ανοιχτό το εύρος και βάθος της σύγκρουσης και τους πιθανούς συμβιβασμούς. Πιθανή αποσταθεροποίηση της ιταλικής οικονομίας θα είναι παράγοντας αστάθειας συνολικότερα και αυτό λαμβάνεται υπόψη από κάθε πλευρά της αντιπαράθεσης. Είναι σαφές πάντως ότι η ντε φάκτο γερμανική «κυριαρχία» δεν μετατρέπεται σε ηγεμονία, κύρια εξαιτίας της απροθυμίας ανάληψης του κόστους αυτής, με αποτέλεσμα η ίδια η ΕΕ να έχει περισσότερο τη μορφή του γραφειοκρατικού «καισαρισμού» των δημοσιονομικών δεικτών και των «προγραμμάτων», παρά ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ, παρ’ όλες τις προσπάθειες αναβάθμισης των κοινών πρακτικών «άμυνας και ασφάλειας». Αυτό οδηγεί και σε στοιχεία κρίσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τρόπο που στις χώρες της διεύρυνσης εμφανίζονται αυταρχικές τάσεις που αμφισβητούν ακόμη και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Ως αποτέλεσμα, την ώρα που οι χώρες του «κέντρου» αμφισβητούν την αυταρχική στροφή των χωρών της διεύρυνσης, που πρακτικά υποστηρίζουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί καλύτερα να συνδυαστεί με αυταρχισμό, νεοσυντηρητισμό και ρατσισμό, οι ίδιες δεν έχουν κάτι να αντιπροτείνουν πέραν επίσης μιας ιδιαίτερα αυταρχικής και «πειθαρχικής» εκδοχής νεοφιλελευθερισμού που θωρακίζει τη διαδικασία ολοκλήρωσης έναντι της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

6. Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των «ηγεμονικών» σχηματισμών όπως η Γερμανία βαθαίνει η πολιτική κρίση. Η συναίνεση γύρω από το νεοφιλελευθερισμό και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σε αυτή την «πειθαρχική» και αυταρχική εκδοχή, διαμορφώνει μια τάση «αποστείρωσης» του πολιτικού σκηνικού από τις όποιες απαιτήσεις πλατιών κοινωνικών κομματιών και, μαζί με την ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση του «κοινωνικού κράτους» και την αυξανόμενη επισφάλεια, οδηγούν σε τάσεις αποστοίχισης από τα συστημικά κόμματα, κυρίως τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και τη χριστιανοδημοκρατία (ενδεικτικό ότι στη Γερμανία CDU/CSU και SPD είναι σε ιστορικά χαμηλά) και ενισχύουν ένα νέο κύμα ακροδεξιών σχηματισμών που συνδυάζουν τη «λαϊκιστική» ρητορική με έναν σκληρό νεοφιλελευθερισμό, με την ατζέντα της ακροδεξιάς, κυρίως ως προς το μεταναστευτικό. Η άνοδος τέτοιων ρευμάτων αποτυπώνει ταυτόχρονα το βάθος της γενικότερης πολιτικής κρίσης και την απουσία μιας πειστικής αριστερής ριζοσπαστικής διεξόδου. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ η Ιταλία όπου ύστερα από εκλογές τροφοδοτημένες από την κρίση και της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς και με ουσιαστική απουσία αριστεράς, κυβερνά η ακροδεξιά Λέγκα μαζί με τα 5 Αστέρια, σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό που συνδυάζει στοιχεία ακροδεξιάς πολιτικής με τη σταδιακή ενσωμάτωση στον«ρεαλισμό» του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αυτά τα ρεύματα να αποτυπωθούν στις φετινές ευρωεκλογές με σοβαρή δυναμική, δεδομένης και της κρίσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, οι κυρίαρχες δυνάμεις της οποίας επιμένουν ευρωπαϊστικά και κάποιες (με πρωτοπόρο ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ) ανοίγουν τη συζήτηση για συμμαχίες και συγκλίσεις με τη σοσιαλδημοκρατία και τους πράσινους έναντι των συντηρητικών και ακροδεξιών δυνάμεων.

7. Η συνολικότερη μεταβατική και αντιφατική φάση ως προς την κατάσταση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα αποτυπώνεται και στην όξυνση των αντιθέσεων εντός της, αλλά και την προσπάθεια ταυτόχρονα επίλυσης ζητημάτων και επικέντρωσης της προσοχής σε συγκεκριμένα θέματα. Ο γενικός τόνος ορίζεται από την όξυνση αυτού που έχει περιγραφεί ως ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» ανάμεσα στις ΗΠΑ και μια σειρά συμμάχους τους και από την άλλη τη Ρωσία και την Κίνα. Πρόσφατα, μάλιστα, πήρε και τη μορφή ανοιχτών απειλών των ΗΠΑ για καταστροφή νέων, υπό κατασκευή, πυραυλικών συστημάτων της Ρωσίας (ίσως όχι τυχαία τη στιγμή που και η Ρωσία αναβαθμίζει την αντίθεσή της με τη Συμφωνία των Πρεσπών με αναγγελία ότι ίσως τη φέρει προς συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μετά το δημοψήφισμα). Η όξυνση αυτή επικεντρώνεται σε μέτωπα όπως η Ουκρανία, η υπόθεση Σκριπάλ, οι κυρώσεις και φυσικά αποτελεί το υλικό έδαφος των συγκρούσεων γύρω από τη Συρία αλλά και άλλων περιοχών έντασης όπως η Νότια Σινική Θάλασσα.Γύρω από αυτό τον άξονα οι ΗΠΑ προσπαθούν να δουν ακόμη και την επίλυση κάποιων ζητημάτων (π.χ. Κορεατική κρίση), ενώ την ίδια στιγμή θέλουν να περιορίσουν την άνοδο περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ αυτή η γενική κατεύθυνση επανακατοχύρωσης της πρωτοκαθεδρίας εκφράζεται με διαφορετικές γραμμές, με μια ανοιχτή σύγκρουση ανάμεσα σε μια πιο «ρεαλιστική προσέγγιση» (επίλυση κάποιων μετώπων ώστε να επικεντρωθούν στα κύρια μέτωπα), που εκφράζεται περισσότερο από τον ίδιο τον Τραμπ και την ομάδα του και αντίληψη όξυνσης των αντιθέσεων σε όλη τη γραμμή των μετώπων. Από την άλλη, η Ρωσία και η Κίνα υπερασπίζονται μια λογική ισορροπιών ισχύος και προσπαθούν να αυτοπαρουσιαστούν ως εκπρόσωποι μιας «παγκοσμιοποίησης με βάση τις επενδύσεις», προσπαθώντας να συσπειρώσουν και άλλες περιφερειακές δυνάμεις, εξ ου και η κινεζική στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος». Η όξυνση αυτών των ανταγωνισμών τροφοδοτεί με τη σειρά της την ένταση αρκετών περιφερειακών αντιπαραθέσεων ή φορτίζει τις εξελίξεις στα περισσότερα ανοιχτά μέτωπα.

8. Η Συριακή κρίση σφραγίζεται από τη διαμόρφωση ενός συσχετισμού υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων και των συμμάχων τους (Ρωσία και Ιράν), όμως πολλά θα κριθούν γύρω από το πώς θα πάνε τα πράγματα στην Ιντλίμπ. Η συμφωνία για την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη δείχνει προσωρινά να αποτρέπει την μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση αλλά τίποτα δεν είναι δεδομένο. Η Ρωσία προσπαθεί να κατοχυρωθεί ως διαχειριστής της ειρηνευτικής διαδικασίας και όχι απλώς ως σύμμαχος της κυβέρνησης Άσαντ και αυτό εξηγεί τις τακτικές επιλογές της. Οι ΗΠΑ επιμένουν κυρίως στη στήριξη των Κούρδων αλλά και στη διατήρηση στρατιωτικής παρουσίας, αλλά δεν μπορούν να μιλούν πλέον για ανατροπή της κυβέρνησης. Σε αυτό το πεδίο προφανώς και θα υπάρξουν διάφορες «πρωτοβουλίες» για αποσταθεροποίηση, αλλά ο συνολικός συσχετισμός δύσκολα αλλάζει. Η Τουρκία προσπαθεί να έχει παρουσία και κυρίως προσπαθεί να αποτρέψει το χειρότερο που είναι η διαμόρφωση οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας, μέσω της στήριξης φιλικών προς αυτήν αντάρτικων ομάδων, με τη στρατιωτική παρουσία της αλλά και την προσπάθεια τακτικής συμπόρευσης με τη Ρωσία.

9. Η Τουρκία βρίσκεται σε σταυροδρόμι αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα μια κρίση του ίδιου του αναπτυξιακού της υποδείγματος, δηλαδή ενός νεοφιλελευθερισμού στηριγμένου στο μαζικό δανεισμό και την τεχνητή τροφοδοσία μαζικής κατανάλωσης που σήμερα την απειλεί με κρίση χρέους, αλλά και την πλήρη αντιφατικότητα του γεωπολιτικού προσανατολισμού της. Από την αλαζονική σχεδόν προσπάθεια να παρέμβει καταλυτικά στη Συριακή κρίση και να έχει λόγο στη διαδικασία «αλλαγής καθεστώτος», κατέληξε σε μια διαρκή διαχείριση κινδύνων και προβλημάτων αλλά και τη μεγαλύτερη επιδείνωση στη σχέση με τις ΗΠΑ που εκτός των άλλων την αναγκάζει στην τακτική σύμπραξη με τη Ρωσία αλλά και την προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων με τους Ευρωπαίους (αν και βέβαια ούτε η ΕΕ ούτε τη Τουρκία κινούνται πραγματικά σε «ενταξιακή» κατεύθυνση). Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί το κύριο βάρος των προβλημάτων της να είναι κυρίως στη σχέση με τη Συρία, όμως αυτό δεν αναιρεί ότι σταματά τις «προβολές ισχύος» σε άλλα μέτωπα για να κάνει σαφές ότι δεν δέχεται επιδείνωση. Αυτό ορίζει και την κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όπου η Τουρκία υπενθυμίζει τις διεκδικήσεις και «κόκκινες γραμμές» που παγίως έχει, αλλά και προειδοποιεί για κινήσεις εναντίον της χώρας μας. Σε αυτό το φόντο, είναι κρίσιμο το πώς συγκεκριμένα κέντρα εντός των ΗΠΑ αλλά και άλλοι τοπικοί παράγοντες, όπως το Ισραήλ, θα μπορούσαν να «εξωθήσουν» σε ελληνοτουρκικό επεισόδιο ως μοχλό πίεσης.

10. Ως προς το Μακεδονικό ζήτημα, είναι σαφές ότι ο «διεθνής παράγοντας» πίεσε σοβαρά τη FYROM για να επιβληθεί το «ναι» στο δημοψήφισμα. Αυτό αφορά και τις ΗΠΑ που πρωτίστως ενδιαφέρονται για την κατοχύρωση ενός συσχετισμού υπέρ τους στα Δυτικά Βαλκάνια και για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην περιοχή.Κάτι που το υποστηρίζουν και με άλλες κινήσεις όπως την παράλληλη έμμεση στήριξή τους σε πιθανή επίλυση του προβλήματος του Κοσσόβου με αλλαγή συνόρων και ανταλλαγή εδαφών με τη Σερβία, λύση που καθεαυτή μπορεί να έχει ευρύτερα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα στα Βαλκάνια (Βοσνία, διεκδικήσεις Αλβανίας). Αφορά, όμως, και τις χώρες της ΕΕ, ιδίως από τη στιγμή πουη περιοχή αντιμετωπίζεται ως το κατεξοχήν πεδίο διεύρυνσης της ΕΕ και από τη Γερμανία. Αυτή η πίεση οδήγησε στην άμβλυνση της θέσης του αντιπολιτευόμενου VMRO, που τελικά κάλεσε σε αποχή, με αποτέλεσμα η συμφωνία να εγκριθεί με μεγάλο ποσοστό στους ψηφίσαντες (91%), αλλά με συμμετοχή αρκετά χαμηλότερη του 50% (της τάξης 34-35%). Η κυβέρνηση της FYROM (και οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που έσπευσαν να βγάλουν αμέσως σχετικές ανακοινώσεις) θεωρεί ότι αρκεί το ότι η έγκριση της συμφωνίας πλειοψήφησε και, δεδομένου ότι το δημοψήφισμα δεν είναι δεσμευτικό αλλά γνωμοδοτικό με βάση το σύνταγμα της γειτονικής χώρας, έφερε τη συμφωνία και τις συνταγματικές αλλαγές που περιλαμβάνει αυτή στη Βουλή.Η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση που προβλέπει η συμφωνία συγκέντρωσε καταρχάς την απαιτούμενη πλειοψηφία των 80 βουλευτών ύστερα από παρασκηνιακές κινήσεις με θεμιτά και αθέμιτα μέσα για αυτό. Στην εσωτερική ελληνική πολιτική ζωή, αυτήη συμφωνία συναντά την τακτική αντίθεση των άλλων συστημικών κομμάτων ενόψει και εκλογών, όμως, ήδη έχουν δώσει συναίνεση, όπως φάνηκε από τη δέσμευση Μητσοτάκη ότι εάν επικυρωθεί η συμφωνία, μία τυχόν επόμενη δική του κυβέρνηση δεν θα την αμφισβητήσει. Στο φόντο των εξελίξεων με το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα, η ΝΔ κλιμάκωσε την πίεσή της στους ΑΝΕΛ να ανατρέψουν την κυβέρνηση για να μην δημιουργηθούν τετελεσμένα στη γείτονα χώρα και το ζήτημα έρθει προς απόφαση στην ελληνική Βουλή με την παρούσα κυβέρνηση και σύνθεση. Οι περισσότερες τοποθετήσεις, βέβαια, κατά της συμφωνίας ήταν από σκοπιά αντιδραστική και πατριδοκάπηλη. Έλειψε μια μαζική αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική τοποθέτηση που να απορρίπτει τη συμφωνία, υποδεικνύοντας τα προβλήματα από το ΝΑΤΟ, να καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι τα κάνει όλα αυτά για αν εξυπηρετήσει τις ΗΠΑ, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πλήρως νατοϊκή κυριαρχία στα Βαλκάνια, αλλά και να αναγνωρίζει με δημοκρατικό και διεθνιστικό τρόπο το δικαίωμα του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό, παλεύοντας για μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία των λαών που να σέβεται όλες τις ευαισθησίες, κόντρα στο ΝΑΤΟ, τον ιμπεριαλισμό και τους εθνικισμούς. Υπό αυτή τη σκοπιά π.χ. εμείς ήρθαμε σε επαφή με νέους/ες της Αριστεράς στη FYROM και διαμορφώσαμε το κοινό κείμενο (που από εγχώριες δυνάμεις πλην ημών υπέγραψαν και νέοι/ες της Αναμέτρησης/ Κομμ.Σχέδιο). Σε αυτό το φόντο, είναι προβληματικές τόσο τοποθετήσεις που έρεπαν στο μικροαστικό πατριωτισμό εντός ΛΑΕ και του ΚΚΕ (με την αμφισβήτηση της ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας παρά τις παλιότερες θέσεις του και την αναφορά σε αλυτρωτισμό) όσο και οι τοποθετήσεις από το χώρο άλλων δυνάμεων που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 που στήριξαν επί της ουσίας τη συμφωνία, υποτιμώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κινείται κατά βάση προς εξυπηρέτηση ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Εμείς επιμένουμε στην ανάγκη μιας διεθνιστικής και αντιιμπεριαλιστικής τοποθέτησης και μέσα από πεδία όπως ο πανελλαδικός αντιπολεμικός κινηματικός συντονισμός (ΠΑΚΣ).

11. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ολοκλήρωσε μια στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε σαφώς φιλοαμερικανική κατεύθυνση (αλλά και περισσότερο φιλοϊσραηλινή ταυτόχρονα) σε αντίθεση ακόμη και με «ισορροπίες» που είχαν κρατήσει οι κυβερνήσεις από τη μεταπολίτευση και μετά. Αυτό αποτυπώνεται στο ότι γίνεται η ίδια και οι επιλογές της τμήμα των πιο επιθετικών αμερικανικών σχεδιασμών, κομμάτι του «νέου ψυχρού πολέμου» και με ανοιχτό κίνδυνο να σπρωχτεί σε επικίνδυνες τυχοδιωκτικές πρακτικές σε αυτό το φόντο. Κομμάτι αυτών των σχεδιασμών και η επιλογή ρήξης με τη Ρωσία, σε τομή με υποτίθεται πάγιες αντιλήψεις της ελληνικής διπλωματίας, σε μια περίοδο που η τελευταία παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ειρήνευσης στη Συρία αλλά και στις συνολικές ισορροπίες στην περιοχή. Την ώρα που η πραγματική θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα υποχώρησε στο φόντο της κρίσης και της επιτροπείας, με κυνικό τρόπο επιδιώκεται η πρόσδεση στις πιο επικίνδυνες ιμπεριαλιστικές στρατηγικές ως αναπλήρωση της απώλειας ισχύος σε άλλα πεδία. Αυτό εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους εμπλοκής της χώρας σε επικίνδυνες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων και της εξώθησης της Ελλάδας σε «θερμό επεισόδιο» με την Τουρκία. Περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται ένα μαζικό κίνημα ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, αλληλεγγύης των λαών, διεκδίκησης ανεξάρτητης πολιτικής.

Β. Για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις

12. Στην εσωτερική συγκυρία το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε μια ήπια τροχιά ανάπτυξης, ενώ έχει υπάρξει μια βελτίωση της κερδοφορίας αρκετών ελληνικών επιχειρήσεων. Η αύξηση της κερδοφορίας αφορά πρωτίστως την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης που έφερε η τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτό το φόντο ισχυροί ελληνικοί όμιλοι κατορθώνουν να αναδιαρθρωθούν, να αποκτούν πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις (ομολογιακά δάνεια κ.λπ.), να κάνουν σχέδια επενδύσεων. Αυτό το βλέπουμε σε κλάδους όπως η ενέργεια, η χημική βιομηχανία, ο τουρισμός, το real estate. Την ίδια στιγμή ενισχύεται και η παρουσία του ξένου κεφαλαίου, ιδίως σε κλάδους κρίσιμους όπως είναι η ενέργεια, τα πετρέλαια (βλ. ιδιωτικοποίηση ΕΛΠΕ), οι τράπεζες. Οι κλάδοι αυτοί παράλληλα με τις τράπεζες συγκροτούν και ένα ισχυρό κοινωνικό μπλοκ υπέρ της διατήρησης του «μνημονιακού κεκτημένου» (βασικός θεσμικός εκφραστής του οποίου είναι ο ΣΕΒ που για αυτό επιμένει στη διατήρηση των μνημονιακών πολιτικών ασκώντας κριτική στην πιθανή διακύβευσή τους στο «μεταμνημονιακό» τοπίο με χαρακτηριστική την πρόσφατη τοποθέτησή του υπέρ των μειώσεων των συντάξεων.). Ωστόσο, η εμφάνιση αναπτυξιακών ρυθμών δεν αναιρεί την ύπαρξη σημαντικών προβλημάτων που αφορούν την ύπαρξη σημαντικού αργού παραγωγικού δυναμικού, την επικέντρωση σε κλάδους έντασης εργασίας και μικρής προστιθέμενης αξίας όπως είναι οι υπηρεσίες, τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις για πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο δεν επιλύονται τα προβλήματα με τις τράπεζες. Την ίδια στιγμή το ζήτημα της υπερχρέωσης και των επιχειρήσεων παραμένει ενεργό, όπως και όλα τα προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτό διαμορφώνει και ένα μπλοκ μερίδων του κεφαλαίου (π.χ. εμπορικό με εκφραστή τους εμπορικούς συλλόγους και τον ΕΒΕΑ, διόλου τυχαία μερίδες που συμμετείχαν στην «Κοινωνική Συμμαχία» της ΓΣΕΕ σε αντίθεση με τον ΣΕΒ όπως σημειώναμε και τότε) που θα ήθελαν μία μικρή αλλαγή του μίγματος πολιτικής ώστε να τονωθεί σχετικά η κατανάλωση (χωρίς φυσικά να διακυβευτεί ο πυρήνας του μνημονιακού κεκτημένου) και για αυτό δείχνουν να συνδιαλέγονται καλύτερα και με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πάνω από όλα, όμως, στο βαθμό που η όποια ανάκαμψη παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη και από τις τάσεις της διεθνούς συγκυρίας, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο οποιαδήποτε επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας να έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην ελληνική οικονομία. Για αυτό είναι σαφές, τόσο από το «ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης» της κυβέρνησης, όσο και από τις προτάσεις της ΝΔ ότι για τις δυνάμεις του κεφαλαίου συνολικά, η προοπτική είναι η διατήρηση του μνημονιακού κεκτημένου ως προς την κατάσταση των εργαζομένων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, η αξιοποίηση κλάδων όπως η ενέργεια και ο τουρισμός και η πρόσδεση με ξένα επενδυτικά σχέδια, παράλληλα με την προσπάθεια να αναπτυχθεί ένα νέο στρώμα μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κλάδους αιχμής (start ups). Και ενώ μπορεί το σύνολο των μερίδων του κεφαλαίου να θέλει κάποιου είδους χαλάρωση της «υπερφορολόγησης», την ίδια στιγμή θέλει να διατηρήσει το μνημονιακό κεκτημένο ως προς την τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας και τις αναδιαρθρώσεις.

13. Η υποχώρηση της ανεργίας ακολουθεί μια τάση αποκλιμάκωσης που συμπίπτει και με την αναιμική οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι ο κύριος όγκος της αύξησης της απασχόλησης αφορά χαμηλόμισθες θέσεις και ελαστική και μερική απασχόληση. Είναι ενδεικτικό ότι οι μέσοι πραγματικοί μισθοί συνεχίζουν να μειώνονται, ενδεικτικό και αυτό της έντασης της εκμετάλλευσης αλλά και της μαζικής δημιουργίας κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Συνολικά η επιδείνωση της θέσης της εργασίας παγιώνεται σε μόνιμο στοιχείο της περιόδου και οργανική πλευρά της όποιας «εξόδου από τα προγράμματα». Η συζήτηση εκ μέρους της κυβέρνησης για προστασία των λαϊκών στρωμάτων και μερική επαναφορά πλευρών της νομοθεσίας για τις συλλογικές συμβάσεις στην πραγματικότητα δεν αναφέρεται σε άρση αυτής της επιδείνωσης, έστω και εάν δυνητικά δημιουργεί ορισμένα πεδία παρέμβασης για τα ταξικά σωματεία. Ενδεικτικά, σημειώνουμε ότι:

α) η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων σε τέσσερεις κλάδους (τράπεζες, ναυτιλιακές κλπ.), που παρουσιάστηκε επικοινωνιακά από την κυβέρνηση ως αλλαγή κλίμακας και αρχή συνολικής επαναφοράς των ΣΣΕ, έγινε σε κλάδους που ήταν ήδη σχετικά ρυθμισμένοι με μισθούς σαφώς μεγαλύτερους από τους μέσους συνήθεις μισθούς και πρακτικά ήταν προς όφελος ελάχιστων συμβασιούχων εργαζόμενων. Γενικότερα, το ερώτημα των ΣΣΕ δεν είναι απλό σε αυτή τη συγκυρία για τα σωματεία, αφού η μείωση μισθώνμπορεί να πάρει θεσμική μορφή και να ταυτιστεί με νέες ΣΣΕ που θα προβλέπουν χειρότερους μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους. Είναι δύσκολη εκτίμηση, στον παρόντα συσχετισμό δύναμης, το υπό ποιους όρους πρέπει να γίνει η επιλογή υπογραφής ΣΣΕ προκειμένου να υπάρχει συλλογική κατοχύρωση. Τέτοια διλήμματα θα τεθούν σε σωματεία που θα καταφέρουν να φέρουν τους εργοδότες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και πρέπει να αντιμετωπιστούν πιο συγκεκριμένα ανά περίπτωση και με προσπάθεια φυσικά αγωνιστικών πιέσεων για να αποσπαστεί το καλύτερο δυνατό.

β) η νομοθεσία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων (ΣΣΕ) προβλέπει ότι αυτή εξαρτάται από το αν οι εργοδοτικές ενώσεις που τις υπογράφουν εκπροσωπούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου, κάτι που αποδεικνύεται από τομητρώο μελών που οι ίδιες καταθέτουν, χωρίς όμως και να είναι υποχρεωμένες από το νόμο να το κάνουν, οπότε η διαδικασία είναι εντελώς στον αέρα (κάτι για το οποίο ήδη εκφράστηκε θετικά ο ΣΕΒ και ενώσεις εργοδοτών).

γ) η τροπολογία Αχτσιόγλου περί αύξησης του κατώτατου μισθού δεν ανατρέπει το μνημονιακό νόμο Βρούτση που προβλέπει ορισμό του από τον Υπουργό Εργασίας κάθε καλοκαίρι μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς και πάντα «βάσει των δυνατοτήτων της οικονομίας», αλλά αλλάζει μόνο για φέτος τα χρονικά βήματα της διαδικασίας ώστε να μπορεί προεκλογικά η κυβέρνηση να νομοθετήσει σχετικά στα τέλη του 2018. Για αυτό άλλωστε την ψήφισαν πανηγυρικά και ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Στην ίδια τροπολογία δεν γίνεται αναφορά, όπως είπε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, σε κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, που θυμίζουμε ότι αποτελεί ευρωπαϊκή κατεύθυνση και πρακτική πλέον, και για αυτό παραμένουμε επιφυλακτικοί στο αν θα καταργηθεί παρά τις επικοινωνιακές εξαγγελίες.

δ) η φιλολογία περί τέλους της λιτότητας και προστασίας της εργασίας αποκρύπτει ότι η αύξηση της απασχόλησης από το 2013 κατά περίπου μισό εκατομμύριο εργαζόμενους έχει γίνει με μείωση του συνολικού ποσού των μισθών όλων των εργαζομένων σε σχέση με το 2013! Κι αυτό ακριβώς γιατί υπήρξε γενική μείωση μισθών αυτά τα χρόνια και, κυρίως, επειδή οι νέες θέσεις είναι σε συντριπτικό βαθμό (πάνω από 50%) κακοπληρωμένες θέσεις επισφάλειας και ελαστικής εργασίας (αλλάζοντας την συνολική αναλογία μόνιμης και ελαστικής απασχόλησης από 80%-20% σε 70%-30% στην περίοδο αυτή).

ε) η συζήτηση περί μη εφαρμογής της μείωσης των συντάξεων αποκρύπτει τα εξής σημεία: πρώτον, δεν αφορά τις νέες συντάξεις που θα είναι όλες μειωμένες αλλά μόνο ένα μεταβατικό διάστημα για παλιούς συνταξιούχους (που στα επόμενα χρόνια θα αποβιώνουν μειώνοντας το μεταβατικό κόστος όπως κυνικά ανέφερε ο Τσακαλώτος στο Λονδίνο) και δεύτερον αφορά σε μία αναστολή των μειώσεων και όχι κατάργησή τους, των μειώσεων που έχουν ψηφιστεί, άλλωστε, στο τελευταίο μεσοπρόθεσμο για την τριετία 2019-2022. Μία τέτοια αναστολή μπορεί να δοθεί στην κυβέρνηση δεδομένου ότι έχει φροντίσει να έχει ένα σημαντικό πλεόνασμα στον ΕΦΚΑ ως αντιστάθμισμα (λόγω και της τεράστιας καθυστέρησης έκδοσης νέων συντάξεων). Η αναστολή αυτή εντάσσεται στον προεκλογικό σχεδιασμό της κυβέρνησης που σκοπεύει να παρουσιάσει την αναστολή και μία μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού με τη διαδικασία του νόμου Βρούτση ως βασικά μέτρα «ενάντια στη λιτότητα», και υπέρ της εργασίας που τη διαχωρίζουν από την ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη γραμμή της ΝΔ.

14. Το τέλος των μνημονίων δεν σημαίνει και τέλος της επιτήρησης. Η ελληνική οικονομία θα παραμείνει υπό την εποπτεία των δανειστών μέσα από μια σειρά από μηχανισμούς: Την ενισχυμένη επιτήρηση των χωρών που πέρασαν από μνημόνιο. Την αξιολόγηση για την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που είχε κρατήσει η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες. Το αυστηρό πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» και όλου του πλαισίου του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Επιπλέον, η «έξοδος στις αγορές» θα απαιτεί τη διαρκή «θετική γνώμη» των δανειστών. Η επιτήρηση αυτή δεν θα αφορά μόνο τη διαπραγμάτευση από εδώ και πέρα για τα μέτρα, αλλά και την εξασφάλιση ότι δεν αναιρείται καμία πλευρά του «μνημονιακού κεκτημένου». Σε όλα αυτά προστίθεται και το ίδιο το γεγονός της δέσμευσης για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 (3,96% το 2019, 4,1% το 2020, 4,53% το2021 και 5,19% το 2022!) που συνεπάγεται ούτως ή άλλως μέτρα και πολιτικές λιτότητας. Είναι επίσης προφανές ότι το ζήτημα του ελληνικού χρέους δεν έχει λυθεί με τις αποφάσεις του Eurogroup και το τέλος του προγράμματος. Απλώς μετατέθηκε κατά μια δεκαετία η «ώρα της αλήθειας», δηλαδή η στιγμή όπου το ελληνικό χρέος θα φτάσει ξανά σε όρια μη εξυπηρετούμενα. Ταυτόχρονα, αυτό συνεπάγεται και την παράταση όλων των προβλημάτων που σχετίζονται με το χρέος και κυρίως το πώς λειτουργεί ως ένα μοχλός συνεχούς πίεσης για λιτότητα και αναδιαρθρώσεις. Επιπλέον, παρότι η ελληνική κυβέρνηση έχει για τους επόμενους 20 μήνες περίπου ένα «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» και άρα δεν χρειάζεται να δανειστεί από τις αγορές, εάν στο τέλος αυτής της περιόδου βρεθεί να μην μπορεί να δανειστεί με ένα ανεκτό επιτόκιο, τότε είναι πιθανό να χρειαστεί και νέο μνημόνιο.

15. Σε αυτό το φόντο, πρέπει να δούμε και την χρηματιστηριακή πίεση που δέχονται τελευταία οι ελληνικές τράπεζες. Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να έχουν σημαντικό πρόβλημα «κόκκινων» δανείων, ειδικά επιχειρηματικών, και η σταθερότητά τους απαιτεί επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης τους είτε με πώληση σε funds είτε με τιτλοποίησή τους. Μία πιθανή νέα ανακεφαλαιοποίησή τους είναι ένα σενάριο που συνοδεύεται με νέα πολιτική συμφωνία με τους δανειστές, δηλαδή μνημόνιο, και για αυτό θέλει να το αποφύγει η κυβέρνηση για να επιβεβαιώσει το αφήγημα περί «καθαρής εξόδου».Οι «αγορές» πιέζουν γνωρίζοντας τους σκελετούς που κρύβουν στην ντουλάπα οι τράπεζές μας, ειδικά η Πειραιώς που έχει και το βάρος απορρόφησης της παλιάς Αγροτικής. Και όλα δείχνουν ότι είναι υπό συζήτηση τόσο η δημιουργία ενός ειδικού θεσμού (στην πραγματικότητα μίας bad bank, όρο όμως που εναγωνίως προσπαθεί να αποφύγει επικοινωνιακά η κυβέρνηση) στον οποίο θα μεταβιβαστούν «κόκκινα» δάνεια, όσο και η επιτάχυνση αγοράς τους από funds (ειδικά των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων που έχουν εξασφαλίσεις εμπορικών ακινήτων ή προοπτικές επιχειρηματικής αναδιάρθρωσης) και τιτλοποίησή τους (κυρίως των στεγαστικών). Αυτή η διαδικασία σημαίνει την επιτάχυνση εξαγορών και αναδιαρθρώσεων των χρεωμένων επιχειρήσεων και φυσικά ένταση των πλειστηριασμών εμπορικών ακινήτων και κατοικιών (με πίεση ώστε οι 10.000 πλειστηριασμοί που έχουν προχωρήσει έως τον Ιούλη του 2018 να αυξηθούν σε 50.000 μες το 2019!).

16. Σε αυτό το φόντο έχουμε μια προσπάθεια και από τα παλιά και νέα μνημονιακά κόμματα και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους να «κανονικοποιηθεί» αυτή η διαρκώς μνημονιακή πραγματικότητα, να θεωρηθεί ένας αναπόδραστος ιστορικός ορίζοντας, να εγγραφεί ότι οι όποιες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις θα περιορίζονται σε αυτό το στενό ορίζοντα, στη σύγκρουση ανάμεσα σε μια μνημονιακή κεντροδεξιά και μια μνημονιακή κεντροαριστερά. Αυτό διαμορφώνει ένα συνολικότερο ιδεολογικό αποτέλεσμα, ένα κλείσιμο του ιστορικού ορίζοντα, προσπαθεί να επάγει στις υποτελείς τάξεις αποτελέσματα παθητικοποίησης και αποσυσπείρωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με τις πολώσεις και τις φραστικές αντιπαραθέσεις υπάρχει και η διεκδίκηση, τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τη ΝΔ του χώρου του Κέντρου κυρίως, όπως και το γεγονός ότι μοιράζονται σε αρκετές περιπτώσεις το ίδιο πολιτικό λεξιλόγιο. Το «μνημονιακό Κέντρο» γίνεται ουσιαστικά ο βαθμός ισορροπίας του πολιτικού συστήματος στην προσπάθεια οχύρωσης έναντι των απαιτήσεων των λαϊκών τάξεων.

17. Οι πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική αποτέλεσαν μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Ήρθαν ως αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου στρεβλού μοντέλου οικιστικής ανάπτυξης που διαμόρφωσε επικίνδυνες «δασικές πόλεις» χωρίς εξόδους διαφυγής αλλά και της κλιματικής αλλαγής που κάνει ακόμη πιο έντονα και επικίνδυνα τέτοια φαινόμενα. Όμως, οι καταστροφές δεν θα ήταν τόσο μεγάλες εάν δεν υπήρχε η αποδιάρθρωση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας εξαιτίας των μνημονιακών περικοπών αλλά και η προκλητική έλλειψη σχεδιασμού για τέτοια ενδεχόμενα. Η κυβέρνηση Τσίπρα αντιμετώπισε με κυνισμό την όλη υπόθεση, αρνήθηκε να αναλάβει στοιχειώδεις πολιτικές ευθύνες, αναζήτησε ευθύνες αλλού. Την ίδια στιγμή είναι σημαντικό και ελπιδοφόρο το μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης που ξέσπασε, αλλά και ενδεικτικό της υποχώρησης των κινημάτων ο μικρός βαθμός κινητοποίησης ενάντια στην κυβέρνηση και τις ευθύνες της (όπως έγινε π.χ. το 2007).

18. Με την τυπική «έξοδο από τα μνημόνια» και τη ΔΕΘ εγκαινιάστηκε και η προεκλογική περίοδος. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αναπληρώσει τη φθορά που είχε από τις πολιτικές λιτότητας αλλά και από τη τραγωδία στο Μάτι και τον τρόπο που το χειρίστηκε, μέσα από μια στοχευμένη παρέμβαση στα πιο πληβειακά στρώματα που εξαρτώνται από τα επιδόματα, στους χαμηλόμισθους, στους δημοσίους υπαλλήλους, παράλληλα με μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως εκπρόσωποι του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της διαπλοκής / διαφθοράς. Στόχος να επανασυσπειρώσει ένα ακροατήριο που τον είχε ψηφίσει και σε μεγάλο βαθμό παραμένει αναποφάσιστο και εξακολουθεί να πιστεύει στην κοινωνική προστασία και την κρατική παρέμβαση. Το όριο της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ που συγκεφαλαιώνεται στο αίτημα να μην γίνει για το επόμενο διάστημα η μείωση των συντάξεων, είναι ακριβώς η ίδια η διαρκής μνημονιακή πραγματικότητα που περιορίζει σοβαρά τα πραγματικά περιθώρια διαφορετικών επιλογών. Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αισθάνεται ότι απειλείται από τα αριστερά του, επικεντρώνει την παρέμβασή του στο να διεκδικήσει την πολιτική κληρονομιά της κεντροαριστεράς και του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το σχεδιασμό εντάσσεται και ο σαφώς δεξιόστροφος ανασχηματισμός της κυβέρνησης με ανάληψη κυβερνητικών θώκων από στελέχη που προήλθαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ (Ξενογιαννακοπούλου, Μπόλαρης, Παπακώστα).

19. Η ΝΔ επενδύει αφενός στο να συγκεντρώσει όλη την ψήφο αποδοκιμασίας της κυβέρνησης, εξ ου και η στάση σε θέματα όπως το Μακεδονικό. Προφανώς, στο εξωτερικό δίνει διαπιστευτήρια «συνέχειας του κράτους» σε περίπτωση που κληθεί να εφαρμόσει κυβερνητικά τη συμφωνία. Το πρόγραμμα που παρουσίασε ήταν επιθετικά νεοφιλελεύθερο και ο Κ. Μητσοτάκης έχει επενδύσει πάρα πολύ στην εικόνα ότι αυτός δεν έχει δώσει φιλολαϊκές προεκλογικές δεσμεύσεις, αλλά αντίθετα εξαρχής και επιθετικά θέλει να πάει με γραμμή μόνο μείωσης φορολογίας και προσέλκυσης επενδύσεων, με ακόμη πιο νεοφιλελεύθερη γραμμή για θέματα όπως το ασφαλιστικό (έμφαση στην ιδιωτική ασφάλιση). Επενδύει, ταυτόχρονα, πολιτικά σε μία ρητορική και συμβολική πόλωση με τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία βολεύει και το κυβερνών κόμμα. Στο οικονομικό του πρόγραμμα έχει τη στήριξη των εκπροσώπων του κεφαλαίου (ειδικά των πιο επιθετικών κερδοφόρων μερίδων του), στο βαθμό που όχι μόνο δεν διακυβεύει αλλά και επιτείνει το «μνημονιακό κεκτημένο». Θεωρώντας ότι δεν έχει απειλή από τα δεξιά, εφόσον δεν υπάρχουν σημάδια για κάποιο αξιόπιστο σχηματισμό που να εκπροσωπεί τη «σκληρή δεξιά», η ΝΔ επικεντρώνει κυρίως στην προσέλκυση των ψηφοφόρων του Κέντρου. Η περίφημη φιλολογία για πιθανή ένταση στο όριο της διάσπασης στο εσωτερικό της με την καραμανλική πτέρυγα είναι περισσότερο επικοινωνιακό παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ παρά πραγματικότητα (ειδικά και εν όψει επερχόμενης εκλογικής νίκης και ανάληψης της κυβέρνησης) και υποτιμά τη διαχρονική σταθερότητα και συνοχή της δεξιάς παράταξης (που φάνηκε π.χ. ακόμα και στην μεγάλη αποσταθεροποίηση των ετών 2010-2012).

20. Στο χώρο του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ η ρήξη ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι διαμορφώνει μια χαμηλότερη εκλογική δυναμική, ιδίως από τη στιγμή που το στελεχιακό δυναμικό είναι φορτωμένο με μεγάλες ευθύνες σε προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η εκλογική δυναμική του έχει όρια και αναγκαστικά θα προσανατολιστεί σε μια σχέση συμπληρωματική στο μετεκλογικό τοπίο. Πλέον, το Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛΛ) δείχνει να στρέφεται κεντρικά όλο και περισσότερο προς μετεκλογική συμμαχία με τη ΝΔ εκτιμώντας ότι αυτή θα κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές, κάτι που το φέρνει σε ανοιχτή αντίθεση με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές που πιέζουν σαφώς προς μία «κεντροαριστερή» συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο μίας ευρύτερης συμμαχίας . Αυτό, βέβαια δεν αναιρεί το ότι «κεντροαριστερές» συμμαχίες προχωράνε ήδη στο πεδίο της αυτοδιοίκησης εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, αλλά εκεί είναι σαφές ότι γίνονται υπό την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ που έχει σαφώς μεγαλύτερο μηχανισμό και δίκτυο στελεχών, με το ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζει όλο και περισσότερους υποψηφίους του (πρόσφατα Μπουτάρη σε Θεσσαλονίκη, Αρναουτάκη σε Κρήτη, Κατσιφάρα σε Δυτική Ελλάδα) ελλείψει δικών του. Το ΠΑΣΟΚ δεν αποκλείει και μελλοντικές κεντρικές συγκλίσεις, αλλά είναι σαφές ότι δεν βιάζεται θεωρώντας ότι τα αποτελέσματα των επερχόμενων εκλογών σε όλα τα επίπεδα και η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ θα το φέρουν σε καλύτερη διαπραγματευτική θέση στο χώρο της «κεντροαριστεράς» στο μετεκλογικό τοπίο.

21. Το ΚΚΕ μέσα στην περίοδο προσπαθεί να κατοχυρώσει τη θέση του ως κοινοβουλευτικής πρότασης ψήφου διαμαρτυρίας, προβάλλοντας τη συνέπεια και τη σταθερότητα στις απόψεις του, έτσι ώστε να προσελκύσει αριστερούς ψηφοφόρους.Μέσα στην κρίση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα διεκδικήσει μερίδιο τέτοιας ψήφου πιέζοντας τις δυνάμεις της. Συνεχίζει την μετατόπιση ως προς την ανάγνωση της ιστορίας του για να την προσαρμόσει στη σημερινή του γραμμή (βλ. πρόσφατη συζήτηση για δοκίμιο ιστορίας περιόδου 1918-1949). Προβάλλει τον αντιιμπεριαλισμό του και μια γενική θέση ότι όλα τριγύρω παραπέμπουν σε ενδεχόμενο πόλεμο για να αναδείξει τη γραμμή της «σκληρής» αυτόκεντρης κομματικής οικοδόμησης. Προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την παρέμβασή του σε διάφορα μέτωπα, αν και διατηρώντας μια σεχταριστική γραμμή.Στο επόμενο διάστημα κεντρικοποιεί την απεργία μαζί με την ΑΔΕΔΥ στις 14/11 όπου πλέον καλούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ (μεταφέροντας την αρχική ημερομηνία που ήταν στις 8/11) με δυνάμεις σε μία σειρά από σωματεία, ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα σε μία προσπάθεια να ανοιχτεί σε κόσμο της εργασίας στο μεταμνημονιακό τοπίο και ταυτόχρονα να διαχωριστεί από τη ΓΣΕΕ πιέζοντάς την και για να συσπειρώσει δυνάμεις, ειδικά έναντι της ΠΑΣΚΕ, εν όψει του επόμενου συνεδρίου της ΓΣΕΕ (ενδεικτική η όξυνση της κόντρας ΔΑΣ-ΠΑΜΕ και ΠΑΣΚΕ σε μία σειρά εκλογικών αρχαιρεσιών σε επαρχιακά εργατικά κέντρα, βλ. Πάτρας, Κατερίνης κ.ά.).

22. Η Χρυσή Αυγή δείχνει να διατηρεί μια σημαντική εκλογική επιρροή. Παρά τη δίκη, παρά την κατακραυγή, παρά την υποχώρηση την οργανωτική (π.χ. κλείσιμο γραφείων) η πολιτική απήχησή της δεν δείχνει να υποχωρεί, κατοχυρώνοντας μια ιδιαίτερα ισχυρή θέση. Ειδικά σε συγκεκριμένες περιοχές πλέον διαμορφώνει και ένα ευρύτερο κλίμα, που περνάει και σε τραμπουκισμούς ή απειλές (π.χ. Λέσβος). Πολιτική επένδυση έκανε και στο Μακεδονικό και τροφοδοτήθηκε από μια διάχυτη ατμόσφαιρα πατριδοκαπηλίας. Εάν η δίκη οδηγήσει σε βαριές καταδίκες της ηγεσίας, μπορεί όντως να φανούν σημάδια μεγαλύτερης πολιτικής αποδιάρθρωσης. Σε διαφορετική περίπτωση, το αποτέλεσμα θα θεωρηθεί δικαίωση και η δράση θα κλιμακωθεί ακόμη περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι σε όλη την περίοδο που διανύουμε η αντιφασιστική πάλη παραμένει μια βασική προτεραιότητα. Προς το παρόν οι προσπάθειες συνένωσης του υπόλοιπου κατακερματισμένου «πατριωτικού» χώρου για να δημιουργηθεί μία πιο «σοβαρή» δύναμη χωρίς τις «ακρότητες» της ΧΑ δεν δείχνουν να ευοδώνουν και θα εξαρτηθούν κυρίως από τις εξελίξεις της δίκης, την έκβαση της οποίας τελευταία καθυστερεί η ίδια η ΧΑ πιθανότατα για να εκδοθεί το αποτέλεσμά της μετεκλογικά.

23. Πέραν από τη συνολική διάταξη του πολιτικού σκηνικού, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει δυσμενής για τις υποτελείς τάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει επίλυση της κρίσης ηγεμονίας για τις κυρίαρχες τάξεις. Το βάθος της επιτροπείας, η διαρκής εργασιακή και κοινωνική επιδείνωση της εργατικής τάξης και των άλλων υποτελών στρωμάτων, η παραπέρα στεγανοποίηση και αυταρχική θωράκιση του κρατικού μηχανισμού, η ένταση της επισφάλειας, η απουσία προοπτικής, η απουσία ενός συνεκτικού αφηγήματος που έστω και παθητικά να ενσωματώνει τμήμα των απαιτήσεων των υποτελών τάξεων, κατά τρόπο ανάλογο του εκσυγχρονισμού παλαιότερα (η απλή επίκληση της «ανάπτυξης» δεν μπορεί να αποτελέσει ηγεμονικό πρόταγμα), αποτυπώνουν ότι υπάρχουν ενεργά στοιχεία της ηγεμονικής κρίσης. Όμως, την ίδια στιγμή η αποσυσπείρωση των υποτελών τάξεων, η απουσία μεγάλων συλλογικών διεκδικητικών πρακτικών, η κρίση του λαϊκού κινήματος, η πρόκριση της ατομικής επιβίωσης, περιορίζουν τη δυνατότητα, σε αυτό το έδαφος, οι υποτελείς τάξεις να διεκδικήσουν έναν αυτόνομο ρόλο. Το τέλος του «αντιμνημονιακού κινήματος» ως πολιτικού και κινηματικού κύκλου δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε μια νέα ακολουθία αγώνων, διεκδικήσεων, πρακτικών που να ενοποιούν τις υποτελείς τάξεις. Αυτό απαιτεί μια «μοριακή» διαδικασία ανασύνθεσης, ώστε να διαμορφωθούν ξανά τέτοιοι όροι. Στο βαθμό που αυτή η διαδικασία είναι στην αρχή, η κρίση του λαϊκού κινήματος γίνεται παράγοντας σχετικής σταθεροποίησης του συστήματος.

24. Μέσα σε αυτή την αντιφατική συνύπαρξη ενεργών στοιχείων κρίσης ηγεμονίας και της σχετικής σταθεροποίησης που φέρνει η αποσυσπείρωση των υποτελών τάξεων, το πολιτικό σκηνικό διαπερνάται από μια σχετική ρευστότητα. Η ΝΔ δείχνει να έχει όριο στην επιρροή της, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μην μπορεί να επανασυσπειρώσει σημαντικό μέρος της βάσης του, ενώ παραμένει ασαφές ποιοι χώροι θα ωφεληθούν τελικά από τη ρευστότητα αυτή. Αυτό σημαίνει ότι εισερχόμαστε σε έναν εκλογικό κύκλο μέσα από τον οποίο θα διαμορφωθεί η όποια νέα ισορροπία στο πολιτικό σκηνικό σε αυτή τη μεταβατική περίοδο όπου μεγάλο μέρος των πολιτικών είναι προαποφασισμένες εντός του μνημονιακού κεκτημένου. Ο εκλογικός αυτός κύκλος περιλαμβάνει τις εθνικές εκλογές και το χρόνο τους, που σε μεγάλο βαθμό θα καθοριστεί από το πώς θα πάνε τα πράγματα σε δύο κρίσιμα μέτωπα, αυτό των συντάξεων και αυτό της ύπαρξης ή όχι κυβερνητικής πλειοψηφίας για την επικύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Περιλαμβάνει ακόμη τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές. Έχει επίσης στον ορίζοντά του «στιγμές» όπως η εκλογή ΠτΔ το 2020 και εάν εκεί θα πυροδοτηθούν εκλογές ή όχι. Έχει επίσης παραμέτρους όπως την απλή αναλογική που θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές εάν στο μεταξύ δεν υπάρξει διευρυμένη πλειοψηφία για αλλαγή και πάλι του εκλογικού νόμου. Σε αυτό το τοπίο η ΝΔ θα προσπαθεί να διευρύνει την επιρροή της ώστε να έχει αυτοδυναμία και ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ο έτερος πόλος ενός αναδυόμενου μνημονιακού δικομματισμού με ορίζοντα την πολιτική επιστροφή ύστερα από μια «δεξιά παρένθεση». Σε αυτό τον εκλογικό κύκλο η βαθιά κρίση και ανυποληψία της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς και τα αποτελέσματα του τέλους του κύκλου του αντιμνημονιακού κινήματος, με την εξαίρεση της σταθερής αλλά και πεπερασμένης επιρροής του ΚΚΕ, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σοβαροί όροι για μια εκλογική πόλωση προς τα αριστερά, όσο ευάλωτος και εάν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι τέτοιο με δεδομένη τη μετάλλαξή του και τις πολιτικές που τώρα ενστερνίζεται. Αυτό θα απαιτήσει όλη τη διαδικασία ανασύνθεσης και του πολιτικού και κοινωνικού κινήματος. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι σε αυτή τη φάση είναι πιο πιθανό να ευνοηθεί η ακροδεξιά από τη ρευστότητα, παρά η ριζοσπαστική αριστερά στη σημερινή μορφή και κατακερματισμό της. Σε αυτό το φόντο μπαίνουμε σε έναν κύκλο όπου με την εκκίνηση της νέας ημερολογιακής χρονιάς και ανάλογα με την πορεία των εξελίξεων (Μακεδονικό, συντάξεις, κ.λπ.) θα μπορούμε να έχουμε εκλογές. Νωρίς εάν ο Καμμένος αποσύρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση ή δεν ευοδωθεί η προσπάθεια για μη μείωση των συντάξεων, αργότερα («τριπλές» το Μάιο ή Σεπτέμβρη) σε διαφορετική περίπτωση.

25. Αντιφατική παραμένει και η κατάσταση του λαϊκού κινήματος. Το τέλος του «αντιμνημονιακού κύκλου» και της μετάθεσης των επιδιώξεων των υποτελών τάξεων σε μια κεντρική πολιτική αλλαγή συνοδεύεται από όλα τα αποτελέσματα της ήττας και της αποδιάρθρωσης συλλογικών πρακτικών και επιτείνεται από την απουσία συνολικότερα προοπτικής και το «στένεμα» του ιστορικού ορίζοντα της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης στη διαχείριση της μνημονιακής πραγματικότητας. Αυτό αποτυπώνεται στην κρίση του εργατικού κινήματος σε μια συγκυρία ριζικής επιδείνωσης της θέσης των υποτελών, στην αμηχανία του κινήματος νεολαίας σε μια συγκυρία έλλειψης προοπτικής για τη νεολαία, στην υποχώρηση των τοπικών κινημάτων. Ωστόσο, η ίδια η νέα περίοδος σταδιακά και υπό δυσμενέστερη αφετηρία θα αρχίσει να διαμορφώνει νέα πεδία παρεμβάσεων και νέα επίδικα, που μπορούν να αποτελέσουν διαδικασίες ανασύνθεσης. Η υπόθεση με τις συλλογικές συμβάσεις, η πάλη ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία, η πάλη για μαζικούς διορισμούς σε κρίσιμους κλάδους, η πάλη ενάντια στην σε εξέλιξη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια, η μετατροπή σε πεδία μάχης των όποιων νέων ιδιωτικοποιήσεων, η πάλη για την αποτροπή περιβαλλοντικά επικίνδυνων «επενδύσεων», μαζί με την αντιρατσιστική και αντιφασιστική πάλη και την αλληλεγγύη μπορούν να συγκροτήσουν ξανά τη δυνατότητα για ευρύτερες κινήσεις μαζών. Ήδη κάποια ξεσπάσματα ξεπηδούν πρωτόλεια μετά την «έξοδο» από τα μνημόνια με αφορμή το ζήτημα υλικών παραχωρήσεων και συλλογικών συμβάσεων (π.χ. ο αγώνας στην COSCO, κινητοποιήσεις στην υγεία, απεργίες πρωτοβάθμιων σωματείων για ΣΣΕ στη 1/11, απεργία σωματείων & ομοσπονδιών του ΠΑΜΕ μαζί με την ΑΔΕΔΥ στις 14/11 πλέον). Αυτό, όμως, απαιτεί σχέδιο, μεθοδική παρέμβαση και οικοδόμηση αντίστοιχων κινημάτων και σχημάτων. Ακόμη και εάν δεν θα φαίνεται να έχει άμεσο κεντρικό πολιτικό αντίκτυπο, εντούτοις, θα διαμορφώνει υλικό υπόβαθρο και για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς ενώ θα αντιστρέφει τα αποτελέσματα αποσυσπείρωσης και κατακερματισμού.

26. Αντιφατικός παραμένει και ο ιδεολογικός συσχετισμός εντός του λαϊκού κινήματος. Η περίοδος των μνημονίων ήταν περίοδος μεγάλων ιδεολογικών ρηγμάτων, ανοίγματος συζητήσεων, αναζήτησης εναλλακτικών. Ο «κοινός νους» τροποποιήθηκε σε αγωνιστική κατεύθυνση, έστω και εάν παρέμειναν έντονα στοιχεία αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας. Όμως, κυριαρχούσε η αγωνιστικότητα και η αλληλεγγύη. Η ήττα του κινήματος οδηγεί ξανά σε αποδιάρθρωση με αποτέλεσμα να υποχωρεί η αγωνιστικότητα, η αλληλεγγύη να αποσυνδέεται από τη διεκδίκηση, η εμπιστοσύνη στην εναλλακτική να υποχωρεί, να επανέρχονται συνωμοσιολογικές ερμηνείες, να σηκώνει κεφάλι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, να επανέρχεται ο ατομισμός και αντιφατικά αμαλγάματα νεοσυντηρητισμού. Όλα αυτά αποτυπώνουν και την υποχώρηση του «παιδαγωγικού» ρόλου της αριστεράς ως τμήμα της ηγεμονικής απεύθυνσής της. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια αριστερά που να μπορεί να λειτουργεί και ως ένα μορφωτικό κίνημα, ως ένα κίνημα μετασχηματισμού του «κοινού νου», ως συστηματική προσπάθεια για τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών τρόπων σκέψης και πρόσληψης της πραγματικότητας.

27. Όπως έχουμε ξαναπεί, σε αυτό το τοπίο δεν μπορούμε να μιλάμε για «παράθυρο ευκαιρίας» έστω και εάν τα υλικά της οικονομικής και πολιτικής κρίσης είναι εδώ. Ο συσχετισμός είναι πιο σταθεροποιημένος, αν και εξαιρετικά αντιφατικός. Η οικονομική ανάκαμψη παραμένει ασθενική και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αντιστρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα των μνημονίων, ενώ η λιτότητα θα συνεπάγεται μια συνεχή κοινωνική αιμορραγία. Η «ανάπτυξη» θα είναι διαρκώς διακυβευόμενη και εξαιρετικά ευάλωτη σε αρνητικές αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η εξωτερική πολιτική όλων των κομμάτων εξουσίας φέρνει τη χώρα εντός επιθετικών ανταγωνισμών και υπάρχει κίνδυνος για μεγάλες περιπέτειες. Όλα αυτά δείχνουν ότι το ρήγμα δεν κλείνει παρά τη σχετική σταθεροποίηση. Όμως, για να υπάρξουν ξανά «παράθυρα ευκαιρίας» χρειάζεται μια περίοδος ανασύνθεσης των όρων και του λαϊκού κινήματος και μιας αριστεράς πραγματικά επαναστατικής και ανατρεπτικής. Αυτό το καθήκον της αποτίμησης, της αυτοκριτικής, της ανασυγκρότησης και της ανασύνθεσης με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον είναι βασικό για το επόμενο διάστημα.

Γ. Για την κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστερά και τις προοπτικές μας

28. Πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση της φάσης της μνημονιακής μεταλλαγής και διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που θα ολοκληρωθεί στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Αυτές οι εκλογές θα είναι στιγμή αποκρυστάλλωσης νέων πολιτικών συσχετισμών στη χώρα, αποτύπωσης κοινωνικών και πολιτικών μετατοπίσεων, αλλά, δυστυχώς, πιθανότατα και νέα κρισιακή στιγμή για την Αριστερά πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, με την εκλογική πίεση να αποτυπώνεται ενδεχομένως και στο ΚΚΕ. Πέρα από μία συζήτηση για το σχεδιασμό και τη διάταξή μας στην τελική ευθεία αυτής της φάσης, είναι σημαντικό να αρχίσουμε να ανοίγουμε και τη συζήτηση για την φάση που θα ακολουθήσει. Γιατί ακριβώς η επόμενη μέρα αυτών των εκλογών θα απαιτεί σκληρό απολογισμό και νέα προσπάθεια για ενωτικές ανασυνθετικές πρωτοβουλίες τόσο και πρωτίστως σε κινηματικό-κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο ακριβώς στο έδαφος της πίεσης από το νέο δύσκολο συνολικότερο συσχετισμό. Ο προγραμματικός λόγος και, κυρίως, οι κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές και μορφές παρέμβασης της ριζοσπαστικής - επαναστατικήςΑριστεράς είναι σαφές ότι πρέπει να αλλάξουν σημαντικά για να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες και η κατάσταση θα καθιστά την ανάγκη πρωτοβουλιών για αυτό ακόμα πιο επιτακτική. Με το βλέμμα στραμμένο προς τα εκεί αξονίζουμε την παρέμβασή μας σε όλα τα μέτωπα (κοινωνικά, πολιτικά, εκλογικά) αναγνωρίζοντας τις σημαντικές δυσκολίες της σημερινής συγκυρίας.

29. Πρώτα από όλα, οφείλουμε να συνεχίσουμε και να βαθύνουμε τη συζήτηση για τον απολογισμό της φάσης αυτής, αλλά και συνολικότερα της δεκαετίας της κρίσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Μίας δεκαετίας που έδειξε ότι η Αριστερά σε όλες τις μορφές της αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων κινηματικά, πολιτικά και προγραμματικά.Είτε με τη μορφή του αριστερού ρεφορμιστικού ευρωπαϊσμού, είτε με τη μορφή ενός ιδιότυπου σεχταριστικού κομμουνιστικού ρεφορμισμού, είτε με τη μορφή της παραδοσιακής επαναστατικής αριστεράς. Καμία μορφή, παρά επί μέρους κοινωνικοπολιτικές συσσωρεύσεις, προγραμματικές επεξεργασίες και συμβολές δεν στάθηκε ικανή να ορθώσει ανάχωμα στην επέλαση των δυνάμεων του κεφαλαίου με το ξέσπασμα της κρίσης, πόσο μάλλον να τις ανατρέψει νικηφόρα. Η ευθύνη της ρεφορμιστικής αριστεράς είναι σημαντικότερη λόγω των μεγαλύτερων δυνάμεων και γείωσής της, τόσο όσον αφορά το μνημονιακό πλέον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ που έχει γίνει πλέον «κόμμα του κράτους» και κινείται σε ανοιχτά σοσιαλφιλελεύθερη κατεύθυνση, δέσμιος του πυρήνα της παλιότερης «ευρωκομμουνιστικής» στρατηγικής του αριστερού ευρωπαϊσμού, όσο όμως και το ΚΚΕ που συνειδητά απέφυγε να σηκώσει το γάντι λαμβάνοντας ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες στο κίνημα και μετωπικά – πολιτικά. Όμως, δεν αρκεί το να αποδώσουμε απλά τις ευθύνες στη ρεφορμιστική αριστερά, τη φύση και τα όρια της οποίας γνωρίζουμε (και αυτή είναι, βέβαια, μία εκτίμηση που διαρκώς οφείλουμε να επικαιροποιούμε αν θέλουμε να επιμείνουμε σε μία επαναστατική προοπτική). Αν δεν θέλουμε απλά να είμαστε μέρος ενός χώρου κινηματικών πρακτικών και αριστερής ιδεολογικοπολιτικής κριτικής του ρεφορμισμού (δηλαδή το αριστερό άκρο αυτού που κωδικά ονομάσαμε «αριστερά της αντίστασης» της μεταπολίτευσης), είναι ίσως σημαντικότερο για εμάς αυτοκριτικά - απολογιστικά το να αναγνώσουμε τι και γιατί έχασε στην αριστερά που αναφέρεται στην επαναστατική προοπτική.

30. Η ριζοσπαστική - επαναστατική αριστερά σε όλες τις μορφές της, με ευθύνες διαφοροποιημένες σε κάθε δύναμη, αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων γιατί είχε κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές ανεπάρκειες. Κοινωνικά, παρέμεινε περιορισμένη σε μία γείωση σε στρώματα κυρίως μικροαστικά με έμφαση στη νεολαία. Μία κοινωνική γείωση παρόμοια με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό, αλλά με νεότερη ηλικιακή σύνθεση και για αυτό και σχετικά χαμηλότερης κοινωνικο-ταξικής σύνθεσης από την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μέσα στη συγκυρία της κρίσης. Πολιτικά, παρέμεινε στη λογική της «αριστεράς της αντίστασης» έχοντας οριακά δομική αδυναμία να υπερβεί έναν απλώς καταγγελτικό λόγο αντίστασης παρά το προχώρημα ενός μέρους της με αποδοχή μίας λογικής «μεταβατικού προγράμματος» (που και αυτό πρακτικά δεν έγινε αντιληπτό ως τέτοιο σε σημαντικό μέρος ακόμα και δυνάμεων που το υιοθέτησαν διακηρυκτικά). Και αυτό οδήγησε σε αδυναμία προγραμματικής εμβάθυνσης και εμπλοκής με τα αναβαθμισμένα ερωτήματα μίας διαδικασίας ρήξης και σοσιαλιστικής μετάβασης υπό το πρίσμα πάντα μίας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Ιδεολογικά, παρέμεινε σε σημαντικό βαθμό αποστεωμένη με ροπή είτε στην ευκολία του οικονομισμού (χαρακτηριστικές οι αυθόρμητες απαντήσεις πολλών δυνάμεων, αλλά ακόμα και δικού μας δυναμικού, σχετικά με τα αναγκαία μέτρα μίας διαδικασία εξόδου από το ευρώ, αλλά και η σημερινή εύκολη επιστροφή δυναμικού, προερχόμενου κυρίως από το ΚΚΕ, σε αταξικές λογικές «ανάπτυξης» γενικώς), είτε σε έναν ρηχό αντιοικονομισμό (που π.χ. απέρριπτε συνολικά τη ρήξη με ευρώ-ΕΕ από τέτοια σκοπιά δίνοντας έμφαση γενικόλογα στην αντιλιτότητα και την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, και σήμερα ρέπει εύκολα σε μεταμοντέρνες αναλύσεις κατακερματισμένων κινηματικών υποκειμένων). Με κύριο πρόβλημα, όμως, στην πραγματικότητα, τον πολιτικισμό, την υπερτίμηση δηλαδή της αυτοτέλειας της πολιτικής και των πραγματικών δυνατοτήτων και προϋποθέσεων που απαιτούνται για αλλαγές, είτε για να υποστηριχθεί με υπέρμετρη ευκολία η δυνατότητα αλλαγής (περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ) είτε ακόμα και για να υπάρξει απόσυρση από τη λήψη τακτικών πολιτικών πρωτοβουλιών (περίπτωση ΚΚΕ, με τη λογική ότι αν δεν υπάρξει συνολική πολιτική αλλαγή κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων πρακτικά δεν έχει νόημα ή και δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα). Και οργανωτικά, παρέμεινε δέσμια μίας αρτηριοσκληρωτικής αντίληψης αφ’υψηλού «πρωτοπορίας» αδυνατώντας να διερευνήσει, ακόμα και με πειραματισμό, μία νέα σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό επίπεδο, νέες οργανωτικές μορφές τόσο στο κίνημα (όταν π.χ. η ανάγκη για αυτό βοούσε ήδη από το κίνημα των πλατειών που έθεσε επιτακτικά και αυθόρμητα τέτοια ζητήματα), όσο και στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης όπου το πρότυπο ενός «καλού ΚΚΕ» μίας άλλης εποχής και αναγκών στην πραγματικότητα βαραίνει στα μυαλά όλων.

31. Αυτές είναι ανεπάρκειες με τις οποίες η ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά οφείλει να αναμετρηθεί αν δεν θέλει να κάνει ξανά ίδια λάθη σήμερα και στην επόμενη φάση:

- κοινωνικά, οφείλουμε να επιμείνουμε σε μία κατεύθυνση γείωσης με εργαζόμενα στρώματα, ειδικά νεότερων γενεών που στελεχώνουν θέσεις ελαστικής - επισφαλούς εργασίας, συνδικαλιστικής έκφρασής τους σε σωματεία και οργάνωσης μέρους τους σε κοινωνικοπολιτικές συσπειρώσεις - σχήματα. Με επιμονή στην προσπάθεια οργάνωσης κινηματικών πρακτικών και προσπάθεια διεξαγωγής αποτελεσματικών αγώνων για να επανέλθει η αισιοδοξία και η πίστη των μαζών στον αγώνα, για να τροποποιηθεί προς το καλύτερο ο κοινωνικός συσχετισμός δύναμης.

- πολιτικά, επιμένουμε να δίνουμε έμφαση σε «παραδειγματικές» παρεμβάσεις είτε αυτό αφορά ενωτικά, αλλά και με ριζοσπαστική γραμμή μαζών ανά χώρο, πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα (εργασιακά, γειτονιάς, νεολαίας) είτε μετωπικές πρωτοβουλίες μερικού ή συνολικότερου χαρακτήρα. Προγραμματικά, θέλουμε να συμβάλλουμε με το φορτίο των αναλύσεών μας σε μία επανεκκίνηση της προγραμματικής συζήτησης για μία σύγχρονη επαναστατική τακτική μετάβασης που να υπηρετεί μία σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Μαζί και με άλλες δυνάμεις αναγνωρίζοντας κι εμείς τα κοινωνικοπολιτικά και προγραμματικά όρια και αδυναμίες μας.

- ιδεολογικά, αναζητούμε μία νέα ώσμωση και σύνθεση σύγχρονων μαρξιστικών συμβολών και ρευμάτων που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής συγκυρίας και εποχής υπερβαίνοντας τις αδυναμίες που οδήγησαν στα λάθη της φάσης που περάσαμε (π.χ. την αδυναμία ορθής σύνδεσης του ταξικού με το εθνικό ζήτημα, δηλαδή της σύνδεσης αντιιμπεριαλιστικού και αντικαπιταλιστικού αγώνα σε μία ενιαία διαδικασία ρήξεων και σοσιαλιστικής μετάβασης, την υποτίμηση αντιθέσεων όπως οι έμφυλες και οι εθνοτικές-πολιτισμικές που διαπερνούν το σύγχρονο κοινωνικό υποκείμενο πέραν της κύριας ταξικής αντίθεσης και οδηγούν σε υποτίμηση αντίστοιχων κινημάτων και ελλιπή αντίληψη του εύρους των πρακτικών και αναφορών που πρέπει να έχει το σύγχρονο «ιστορικό μπλοκ», την εμβάθυνση της θεωρίας του κράτους ώστε να εμπλουτιστεί η αντίληψη για την κυβέρνηση και την εξουσία στο πλαίσιο μίας επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής κλπ.). Για να εξοπλιστούμε με σύγχρονες αναλύσεις για τις κοινωνικές τάξεις και την πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης διεθνώς και στη χώρα μας, για την πολιτική και οικονομική κρίση, για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό.

- οργανωτικά, θέλουμε να στοχαστούμε και να πειραματιστούμε με νέες οργανωτικές μορφές τόσο κινηματικά όσο και στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, μορφών που να συνδυάζουν την ιεραρχική – αντιπροσωπευτική μορφή συγκρότησης με πιο δικτυακές - αμεσοδημοκρατικές μορφές λειτουργίας με διαρκή συζήτηση και αποτίμηση για τα θετικά και τα αρνητικά κάθε μορφής. Με έμφαση στη λειτουργία ειδικά των οργανώσεων «βάσης», αλλά και με λειτουργία των οργάνων ως οργάνων «εργασίας» με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ευθύνες και χρεώσεις.

32. Ορίζουμε καταρχάς τα παραπάνω αφετηριακά σημεία για έναν συνολικότερο απολογισμό που πρέπει να κάνουμε με το κλείσιμο αυτής της φάσης σε πανελλαδικές διαδικασίεςτης οργάνωσης. Είναι σημεία αφετηρίας για την αποτίμηση και τη χάραξη μίας πορείας αναζήτησης της αναγκαίας νέας ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς που θα μπορέσει να απαντήσει επαρκώς στα πολιτικά καθήκοντα και στόχους της. Μίας αναζήτησης επιτακτικής και αναγκαίας στη μεταβατική περίοδο που διανύουμε διεθνώς. Μία περίοδο που η οικονομική και κοινωνική – πολιτική κρίση παραμένει ενεργή, όμως βρισκόμαστε σε φάση συντηρητικής στροφής πολιτικά. Μία περίοδο όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων (βλ. το αστικό δίπολο νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και συντηρητικού ακροδεξιού εθνικισμού). Μία περίοδο που, ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, έχει το χαρακτήρα περιόδου ανασύνθεσης και συγκρότησης αναγκαστικά εν κινήσει, αφού δεν υπάρχει η πολυτέλεια μακρόχρονης οικοδόμησης όρων για μία φάση που θα έλθει στο απώτερο μέλλον. Το διακύβευμα σήμερα είναι να βαδίσουμε μία τέτοια δύσκολη πορεία δίνοντας μάχες κοινωνικά και πολιτικά σε καθεστώς ήττας μετά το 2015, προσπαθώντας να δημιουργούμε συνεχώς τις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάδυση της αναγκαίας νέας ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς.

33. Από αυτή τη σκοπιά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η επιλογή που κάναμε το 2015 ήταν ορθή παρά του ότι η πορεία των πραγμάτων δεν ήταν αυτή που θέλαμε κινηματικά αλλά και στο επίπεδο του πολιτικού μετώπου με την πορεία της Λαϊκής Ενότητας από τότε. Εκτιμούμε ότι η επιλογή μας ήταν και παραμένει καταρχάς ορθή γιατί επιλέξαμε την ρήξη με πρακτικές και λογικές στο χώρο της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς που ήταν επί της ουσίας συντηρητικές και οδηγούσαν διαρκώς σε απονεύρωση των πολιτικών δυνατοτήτων που μπορούσαν να αναπτυχθούν με άλλες επιλογές και τόλμη. Και οι αιτίες αυτών των πρακτικών και λογικών δεν ήταν απλώς μία «ατολμία» αλλά η συσσωρευμένη επίδραση των παραπάνω ανεπαρκειών που αναφέραμε. Ούτε εμείς ήμαστε άμοιροι ευθυνών και οι ανεπάρκειες που αναφέραμε παραπάνω αφορούν κι εμάς. Επιλέξαμε, όμως, να αναμετρηθούμε με μέρος αυτών και θέλουμε να επιμείνουμε και να εμβαθύνουμε αυτή την επιλογή μας, αναζητώντας συγκλίσεις με όσες άλλες δυνάμεις κινούνται σε παρόμοια αναζήτηση. Τρία χρόνια μετά, οι κύριες τάσεις του χώρου που αφήσαμε πίσω μας οδηγούνται σε επιλογές ολοένα και πιο σεχταριστικές, συντηρητικές και αναντίστοιχες των σημερινών αναγκών. Και παρά την ήττα (ή ίσως και ακριβώς λόγω αυτής) βλέπουμε και άλλες νέες δυνάμεις να απελευθερώνονται και να επιδιώκουν παρόμοιες αναζητήσεις με εμάς. Και έχουμε κι εμείς συμβάλει, στο βαθμό που μας αναλογούσε, σε αυτές τις μετατοπίσεις με την επιλογή μας παρά τα λάθη και τις αδυναμίες μας. Όπως με παρόμοιο τρόπο συμβάλαμε με την επιλογή της ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. το 2007 που ταρακούνησε τα στάσιμα νερά της τότε ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς αξιοποιώντας και μία κινηματική ανάταση που εκπροσωπούσαμε σε σημαντικό βαθμό. Δεν υπάρχει γενικότερη αντιστοιχία, βέβαια, εκείνης της περιόδου κινηματικής ανόδου και πολιτικής συγκρότησης με τη σημερινή περίοδο κινηματικής ύφεσης και κρίσης της πολιτικής αριστεράς. Όμως, το κριτήριο που μας οδήγησε να απαντήσουμε με όρους ρήξης με τα έως τότε δεδομένα προκειμένου να υπάρξουν ανασυνθέσεις ήταν παρόμοιο. Με λίγα λόγια, λοιπόν, δεν μετανιώνουμε για αυτό που αφήσαμε πίσω όσο και αν δεν βρήκαμε μπροστά μας αυτά που είχαμε εκτιμήσει αρχικά. Τα υλικά για τις αναγκαίες ανασυνθέσεις σε όλα τα επίπεδα (κινηματικά, πολιτικά, προγραμματικά) βρίσκονται περισσότερο στη συνέχιση της αναζήτησής μας σε αυτή την κατεύθυνση παρά τις δυσκολίες και όχι στην επιστροφή στο ιδεολογικό καταφύγιο ενός χώρου που ρέπει σε όλο και πιο συντηρητικές (και τελικά ηγεμονευόμενες πλήρως από το σημερινό ΚΚΕ) επιλογές.

34. Η κατάσταση στην ευρύτερη ριζοσπαστική αριστερά είναι ιδιαίτερα προβληματική και αυτό αποτυπώνεται σε διάφορα συμπτώματα. Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυριαρχεί η σεχταριστική γραμμή, μία συγκεφαλαίωση ανάμεσα σε έναν πιο παραδοσιακό κομμουνιστικό σεχταρισμό που ταυτίζει την στρατηγική με την τακτική και την επιστροφή μεταμοντέρνων απόψεων, ειδικάστη νεολαία.Συνυπάρχει σε μία αντιφατική τακτική συμπόρευση με μειοψηφικές γραμμές πιο ανοικτές σε κινηματικές συνεργασίες και επί μέρους συγκλίσεις (π.χ. σε δήμους), αλλά κάποιες από αυτές ανοιχτές και για τακτικές συνεργασίες στο κίνημα ακόμη και με τον ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. ΚΕΕΡΦΑ) Η κεντρική γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπονομεύει σήμερα διάφορες ενωτικές πρωτοβουλίες σε κρίσιμα μέτωπα όπου υπάρχουν περιθώρια κοινής δράσης και πολιτικής παρέμβασης.

35. Στο χώρο των προερχόμενων από τον ΣΥΡΙΖΑ, η Πλεύση Ελευθερίας μετά την υιοθέτηση εθνικιστικών απόψεων για το «Μακεδονικό» πλέον δεν θεωρεί καν ότι ανήκει στην αριστερά. Την ίδια ώρα ο Βαρουφάκης (Μέρα25) επιμένει στην ιδιότυπη ουτοπία ενός αριστερού ευρωπαϊσμού και κινείται επίσης αυτόνομα σε προγραμματικό πλαίσιο παρόμοιο με αυτό του προ 2015 ΣΥΡΙΖΑ και λογική ότι είναι επαρκές «αρκεί να εφαρμοστεί μέχρι τέλους». Άλλες τάσεις προερχόμενες από τον ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Δίκτυο, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, Δικτύωση) αναδιπλώνονται περισσότερο προς τη δράση γύρω από τα «δικαιώματα», απεμπολούν ή υποτιμούν αιχμές όπως η αντιΕΕ ρήξη, απέχουν από ενωτικά εγχειρήματα (π.χ. αυτοδιοίκηση) παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές διακηρύξεις τους.

36. Στο χώρο της ΛΑΕ η κατάσταση παραμένει προβληματική. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι στο επίπεδο του κεντρικού στίγματος και εκφώνησης δεν ξεκαθαρίζει πού θέλει να απευθυνθεί. Αφενός κοινωνικά σε ένα κοινό εργαζομένων, νεολαίας, πληττόμενων στρωμάτων από την κρίση και πολιτικά στον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς ή αφετέρου πρωτίστως σε μικρομεσαία στρώματα κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας επιλέγοντας ένα λόγο με αιχμές τη δημοκρατία γενικά, τον πατριωτισμό (με πολιτικά φάλτσα, ειδικά στο Μακεδονικό) και την «ανάπτυξη». Η ασάφεια αυτή στοχεύει υποτίθεται στη διεύρυνση των εκλογικών ακροατηρίων και συμμαχιών αποτυγχάνοντας, όμως, τελικά χάνοντας πολιτικά από κάθε πλευρά. Η θετική απομάκρυνση έως και αποτροπή του ενδεχομένου εκλογικών συμμαχιών προβληματικού χαρακτήρα όπως με την Πλεύση Ελευθερίας ή το ΕΠΑΜ οφείλεται περισσότερο σε δικές τους επιλογές ή αποσάρθρωση παρά στο προχώρημα της φυσιογνωμίας της ΛΑΕ. Σε επί μέρους επίπεδα (π.χ. συνδικαλιστικό ή αυτοδιοίκηση) επιλέγεται ένας ολοένα και πιο ριζοσπαστικός αριστερός τόνος και περιεχόμενο, όμως η κεντρική εκφώνηση βαραίνει και αυτή παραμένει θολή και περισσότερο κοστίζει παρά αποδίδει κάτι πολιτικά. Ταυτόχρονα, η ΛΑΕ παραμένει δυσκίνητη στο να πάρει κρίσιμες πολιτικές πρωτοβουλίες και να συμβάλει σε διαδικασίες ανασύνθεσης και του κινήματος και της αριστεράς παρά τη συμβολή δυνάμεών της σε διάφορα ενωτικά σχήματα σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές. Εκπέμπει μία προβληματική φυσιογνωμία που απέχει αρκετά από τη φυσιογνωμία μίας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς και μοιάζει συχνά περισσότερο με τον αντιιμπεριαλιστικό τόνο του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’80 έχοντας εν πολλοίς και μια κυρίως κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής. Η κεντρική πρακτική της ΛΑΕ περιορίζεται σε κλασικού τύπου περιοδείες και σε μια παρουσία των πρώην βουλευτών ως εάν να ήμασταν κοινοβουλευτικό κόμμα, την ίδια στιγμή που δυναμικό της είναι όντως ενεργό σε κινήματα και συμβάλει σε ενωτικές πρωτοβουλίες. Ο κεντρικός πολιτικός λόγος παραμένει ένα μίγμα αριστερών στόχων και «αναπτυξιακών» αναφορών από το οπλοστάσιο του κλασικού κομμουνιστικού ρεφορμισμού. Στο Μακεδονικό δεν μπόρεσε να έχει μια κοινή και σοβαρή θέση λόγω των παλινωδιών της ηγεσίας της πλειοψηφούσας τάσης της. Όλα αυτά επιτείνονται από το ότι η πλειοψηφία αντιμετωπίζει την ΛΑΕ συχνά με γραφειοκρατική πρακτική, σε περιπτώσεις μην αφήνοντας και περιθώριο σύνθεσης (π.χ. Μακεδονικό). Αυτό έχει απομακρύνει κόσμο από τη ΛΑΕ ακόμη και εάν μετράει θετικά η αγωνιστικότητα και η εντιμότητα της ηγετικής ομάδας και του κορμού του δυναμικού της. Με αυτό τον τρόπο η ΛΑΕ αδυνατεί σήμερα να ηγηθεί μιας προσπάθειας ανασύνθεσης του αναγκαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου και να αποτελέσει το πρόπλασμα για αυτό, ακόμη και εάν ισχύει ότι πρέπει να είναι τμήμα του.

37. Αυτό το τοπίο δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για την κεντρική πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Έχουμε μπει σε μια περίοδο όπου η ριζοσπαστική αριστερά δεν έχει μια επαρκή, ενωτική και αξιόπιστη κεντρική πολιτική έκφραση, όπου ο κατακερματισμός επεκτείνεται σε διάφορα επίπεδα συμπεριλαμβανομένων των κινηματικών πρωτοβουλιών, όπου αναπτύσσονται αποκλίνουσες πρακτικές και όπου θα επιτείνονται φαινόμενα αποστράτευσης και ιδιώτευσης ενός πολιτικού δυναμικού. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί αντικειμενικά υποχώρηση αλλά πρέπει να την συνειδητοποιήσουμε για να μπορέσουμε να την αντιπαλέψουμε και την ανατρέψουμε. Δεν είναι εποχή για εύκολα σχήματα, ούτε για να φορτώνουμε πολιτικούς φορείς με δυναμικές και γνωρίσματα που δεν τα έχουν, ούτε για να έχουμε αυταπάτες. Οδηγός μας πρέπει να είναι η ίδια η πραγματικότητα.

38. Σε αυτό το τοπίο δεν έχει νόημα να σκεφτόμαστε με όρους κλασικών πολιτικών πρωτοβουλιών, αλλά διαδικασιών και πρακτικών ανασύνθεσης με βάθος και προοπτική. Οι εκλογές και το κοινοβούλιο δεν είναι αυτοσκοπός για εμάς ούτε η βασική αναφορά μας, ειδικά σε μια περίοδο που προέχει η ανασύνταξη οργανικών δεσμών με τις υποτελείς τάξεις και όχι απλώς η εκλογική εκπροσώπησή τους. Η βασική μας κατεύθυνση σήμερα δεν μπορεί να είναι γενικόλογα η συγκρότηση του μετώπου της ριζοσπαστικής αριστεράς ή η παρέμβαση στη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού. Αφενός γιατί η συγκρότηση του μετώπου χρειάζεται να υπερβεί συσσωρευμένες αντιφάσεις και προβλήματα και όλες τις επιπτώσεις της ήττας και των αποτελεσμάτων της στην ειδική μορφή του τέλους του «αντιμνημονιακού κινήματος». Αφετέρου, γιατί η όποια ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού, η ύπαρξη μεγάλου αριθμού αναποφάσιστων ψηφοφόρων, η «βουβή» δυσαρέσκεια, τα προβλήματα στις σχέσεις εκπροσώπησης, δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να μπορούμε να πούμε ότι απλώς αναμένουν μια κεντρική έκφραση αντιμνημονιακής ή ριζοσπαστικής ή αντικαπιταλιστικής «συνέπειας» για να εκπροσωπηθεί. Με αυτή την έννοια, παρά την μεταβατική και κρισιακή κατάσταση του πολιτικού σκηνικού, «πολιτικό κενό» δεν υπάρχει. Σήμερα ως ΑΡΑΝ πρωτίστως στρατευόμαστε στην υπόθεση της ανασύνθεσης των κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτικών όρων για να υπάρξει ξανά μια κομμουνιστική αριστερά που θα μπορέσει όχι απλώς να ανοικοδομήσει την ικανότητα των υποτελών τάξεων για αντίσταση αλλά και τη δυνατότητα η επόμενη κρίση ηγεμονίας να πολωθεί σε μια κατεύθυνση επαναστατική, σε μια κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής. Η μετωπική λογική πρέπει να παραμείνει οργανική πλευρά της στρατηγικής αλλά όχι η μόνη παράμετρος της τακτικής μας. Ή για να το πούμε διαφορετικά: τώρα προέχει η διαμόρφωση όρων για το μέτωπο, τόσο με την έννοια των κοινωνικών γειώσεων και τη μετωπική συμπόρευση και σύγκλιση δυνάμεων σε ενωτική προοπτική, όσο και με την ύπαρξη ενός ισχυρού επαναστατικού ρεύματος με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω μέσα στο κίνημα και την Αριστερά. Ας μην ξεχνάμε ότι τυχόν επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε θέση αντιπολίτευσης, έστω και ως παρένθεση, θα ασκήσει, αντικειμενικά πίεση και σε κομμάτια που προέρχονταν από το ρεφορμισμό. Με αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να φερόμαστε ως εάν η «γεωμετρία» ή η κατάσταση πνευμάτων στην αριστερά να έμεινε στο στιγμιότυπο του καλοκαιριού του 2015. Γι’ αυτό το λόγο και ο σχεδιασμός πρέπει να περιλαμβάνει μια σειρά από στόχους που δεν μπορούν να περιορίζονται στην υπόθεση του μετώπου μόνο αλλά αποτελούν και αναγκαίους όρους του.

39. Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς αναμέτρηση με την κρίση και ήττα του λαϊκού κινήματος. Το κομμουνιστικό κίνημα και η επαναστατική αριστερά στον τόπο μας πάντοτε τροφοδοτήθηκε από κινήσεις μαζών. Τους προπολεμικούς αγώνες μιας νεαρής εργατικής τάξης, την εαμική εποποιία, τους μεταπολεμικούς αγώνες όταν πολύ γρήγορα η εργατική τάξη ξανασήκωσε κεφάλι, τους μεταπολιτευτικούς αγώνες που έσπαγαν τις «κομματικές γραμμές» και το «ήπιο κλίμα» τους μεγάλους αγώνες της νεολαίας ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την κοινωνική έκρηξη ενάντια στα μνημόνια. Σήμερα χωρίς ένα κύμα αγώνων, έστω και «μικρών» χωρίς επιστροφή (με νέους όρους) στο συνδικάτο, στην κινητοποίηση, στη φοιτητική συνέλευση, στην κατάληψη, στη διαδήλωση, στην παρέμβαση σε ένα χώρο, στην αποτροπή ενός περιβαλλοντικού εγκλήματος, χωρίς ανθρώπους που στρατεύονται σε αυτό (και όχι στην ψευδοδημόσια σφαίρα της ψηφιακης «κοινωνικότητας»), χωρίς όλες τις πρακτικές που αυτό συνεπάγεται, το σχήμα, το σωματείο, τη φοιτητική συνέλευση, την απεργία, την περιφρούρηση, το μοίρασμα υλικού, τον ακτιβισμό, χωρίς την επαφή αλλά καιτον μετασχηματισμό με άλλους ανθρώπους δεν μπορούμε να έχουμε και όρους ώστε μια νέα επαναστατική και κομμουνιστική αριστερά να μπορέσει να τροφοδοτηθεί, να δοκιμάσει θέσεις και σημεία πολιτικής και προγραμματικές επεξεργασίες.

40. Τέλος, όλα αυτά απαιτούν και μια πολιτιστική επανάσταση στην αριστερά και στην κοινωνία. Το μεγάλο κέρδος, παγκόσμια, της περιόδου μετά το 2011 (στην Ελλάδα από πιο πριν ήδη από την τεράστια έκρηξη του 2008), που ήταν στο φόντο μιας βαθιάς δομικής καπιταλιστικής κρίσης η επανεμφάνιση της αντικαπιταλιστικής αμφισβήτησης, δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε φρέσκια αντίληψη της σοσιαλιστικής προοπτικής και ο ρεφορμιστικός εγκλωβισμός των διαφόρων παραλλαγών αριστερών εκλογικών μετώπων ή των εκδοχών «αριστερού λαϊκισμού», δεν βοήθησε την επεξεργασία μιας εναλλακτικής πέραν του καπιταλισμού. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα υπάρχει τεράστια ανάγκη να δούμε πώς μπορεί να επανέλθει το ζήτημα στο προσκήνιο, να ξαναμιλήσουμε για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό ως όριο των σημερινών αντιστάσεων, να μπορέσουμε να στρατεύσουμε ανθρώπους σε αυτή την κατεύθυνση, να την επαναφέρουμε στο «συλλογικό νου» των υποτελών θέσεων. Είναι ένα καθήκον ζωτικό εάν θέλουμε σήμερα να απαντήσουμε στην βασική μορφή της αστικής ηγεμονίας, που είναι μια ακραία εκδοχή «παθητικής επανάστασης» που δεν περιλαμβάνει καν μορφές «παθητικής ενσωμάτωσης» αλλά κυρίως στηρίζεται στην αποσυσπείρωση των υποτελών τάξεων και το απόλυτο κλείσιμο του ιστορικού ορίζοντα σε παραλλαγές της λογικής του κεφαλαίου Κάτι που αποτυπώνεται, εκτός όλων των άλλων, και στο εντυπωσιακό φαινόμενο να είμαστε σε μια κρισιακή, μεταβατική φάση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, με ανοιχτό ερώτημα μεσοπρόθεσμα και την ηγεμονία και αυτό να μην διαπερνάται με όρους καταλυτικούς από κάποιου είδους πολιτική/κρατική συγκρότηση, μαζικό πολιτικό κίνημα ή ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα που να εκπροσωπεί τις υποτελείς τάξεις. Προφανώς και όλα αυτά αποτελούν αντανακλάσεις της ταξικής πάλης, όμως όχι της αυτόνομης παρέμβασης των υποτελών τάξεων. Ακόμη και τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα σε καπιταλιστικές μητροπόλεις αφορούν εσωτερικούς συσχετισμούς συστημικών κομμάτων όπως οι βρετανοί Εργατικοί ή το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Η κρίση των πειραμάτων αριστερής διακυβέρνησης ή φαινόμενα όπως η συστράτευση γύρω από τη ματαιωμένη υποψηφιότητα Λούλα στη Βραζιλία μπορείνα δείχνουν τη δραστικότητα της παρέμβασης των λαϊκών τάξεων αλλά δεν συνιστούν όρους αυτόνομης παρουσίας. Αυτό δεν απαιτεί μόνο οργανωτικές μορφές αλλά και έναν ανταγωνιστικό πολιτικό, προγραμματικό και αξιακό ορίζοντα. Αυτό είναι το επίδικο σήμερα μια σύγχρονης πολιτιστικής επανάστασης, ενός σύγχρονου πολέμου θέσεων, αυτό είναι το επαναστατικό επίδικο μιας προσπάθειας να «κερδίσουμε την ηγεμονία την κοινωνία των πολιτών πριν την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας».

Δ. Για το πολιτικό σχέδιο και την παρέμβασή μας στα μέτωπα

41. Σε αυτό φόντο πρέπει να δούμε ιεραρχημένα τις παραμέτρους της δικής μας παρέμβασης. Χρειαζόμαστε κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που να αποτυπώνουν μια μαζική αριστερή ριζοσπαστική γραμμή, με αιχμή την επανακατοχύρωση της κοινωνικής και ταξικής διεκδικητικότητας, την επιμονή στην ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και το ευρωσύστημα, το αίτημα ενός ανατρεπτικού «άλλου δρόμου» για την ελληνική κοινωνία. Σε αυτό το τοπίο κυρίως θα μπορούσαμε να δούμε:

-Πρωτοβουλίες όπως τον Πανελλαδικό Αντιπολεμικό Κινηματικό Συντονισμό (ΠΑΚΣ) σε μια περίοδο όπου το θέμα του αντιιμπεριαλισμού, των επεμβάσεων , της πάλης κατά του εθνικισμού, αποκτά από διάφορες πλευρές ξεχωριστή κεντρικότητα. Έχει σταλεί ειδικό σημείωμα για τη σημασία, το χαρακτήρα και τους στόχους της παρέμβασής μας στον ΠΑΚΣ.

-Αυτοδιοικητικά σχήματα και παρεμβάσεις, σε περιφέρειες και δήμους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδείγματα και πεδία σφυρηλάτησης μιας σύγχρονης ενότητας δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και τρόποι οικοδόμησης αντιστάσεων. Το περιεχόμενο, οι στόχοι και οι ιεραρχήσεις της παρέμβασής μας στο τοπικό κίνημα και τις αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν αναπτυχθεί αναλυτικά στις περσινές επεξεργασίες μας και θα ακολουθήσουν νέα ενημερωτικά σημειώματα (για τις διεργασίες σε δήμους-περιφέρειες, για τον Κλεισθένη).

-τη δουλειά στο εργατικό με μια προσπάθεια να αντιστραφεί ο κατακερματισμός των ταξικών δυνάμεων και να υπάρξει συντονισμένη δουλειά σε ένα νέο τοπίο με έμφαση τις νεώτερες γενιές, την ανασυγκρότηση σωματείων, τις έστω και μικρές κατακτήσεις ώστε να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στη συλλογική πάλη, ακόμη και με εκμετάλλευση των όποιων χαραμάδων ανοίγει το τρέχων θεσμικό πλαίσιο. Η παράλληλη προσπάθεια να υπάρξουν μορφές συμπόρευσης του ευρύτερου ταξικού ρεύματος με διπλή προσπάθεια να μην ηγεμονεύσει παραπέρα ο σεχταρισμός στο χώρο των Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων-Κινήσεων αλλά και να εντείνει τις ενωτικές πιέσεις του το ΜΕΤΑ ξεφεύγοντας από μια παραδοσιακή «κομματική» συνδικαλιστική αντίληψη, κίνηση στην οποία θα μπορούσαμε να συντονιστούμε και με άλλα κομμάτια (π.χ. Ταξική Κίνηση). Το Συντονιστικό Τομέα Εργαζομένων θα στείλει ειδικό σημείωμα τις επόμενες μέρες για όλα αυτά.

-Η στήριξη νέων υβριδικών τρόπων πολιτικής όπως το G400 που επιτρέπουν τη συσπείρωση και τη δράση πέραν των στενών συνδικαλιστικών πρακτικών.

-Η ανασυγκρότηση των ΕΑΑΚ και ενωτικών αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων ανά σχολή ως δυνατότητα μιας νέας φοιτητικής αριστεράς στο νέο τοπίο των γρήγορων αναδιαρθρώσεων και της ιδιότυπης «διαδικασίας Μπολόνια από τα κάτω» που συντονίζει το υπουργείο Παιδείας, σε συνδυασμό με άνοιγμα σε άλλες κατηγορίες.

42. Ως προς το κεντρικό πολιτικό επίπεδο και τις εθνικές εκλογικές μάχες τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα. Επιδιώκουμε την ευρύτερη ενωτική συστράτευση δυνάμεων, με πρωτοβουλίες προς όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η ΛΑΕ οφείλει να συνεχίσει τις ενωτικές εγκλήσεις και να πάρει πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα. Οι βουλευτικές εκλογές θα είναι ένα τοπίο όπου οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς θα πιεστούν σημαντικά από το ΣΥΡΙΖΑ και γενικά τη δικομματική πόλωση, αλλά και από το ΚΚΕ στη λογική της χαμένης ψήφου. Η ΛΑΕ έχει συγκεκριμένα οργανωτικά, πολιτικά, φυσιογνωμικά και προγραμματικά όρια. Προφανώς και θα είχε άλλη δυναμική ένα κοινό κατέβασμα ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ με μαζική αριστερή ριζοσπαστική φυσιογνωμία, θα έδινε ένα στίγμα διαφορετικό και την προσδοκία ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν στη ριζοσπαστική αριστερά, αν και στο όλο κλίμα ακόμα και ένα τέτοιο εγχείρημα θα πιεζόταν. Παρά τις δυσκολίες, πρέπει να παραμένει αιχμή μας η ανάγκη ευρύτερης δυνατής ενωτικής συσπείρωσης. Με σαφείς πολιτικές και φυσιογνωμικές οριοθετήσεις και ως προς την έννοια των προσώπων και ως προς την πολιτική κατεύθυνση. Πρέπει να τεθούν οι όροι ενός μετωπικού καλέσματος στην κατεύθυνση του κοινού κατεβάσματος ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανεξαρτήτως του τι θα γίνει λόγω σεχταριστικών αγκυλώσεων, αλλαγών στη φυσιογνωμία, την εκπροσώπηση και τον πολιτικό τόνο.

43. Στις παρούσες συνθήκες είναι επιτακτική μια πρόταση για ένα ενωτικό αριστερό αντιευρώ - αντιΕΕ ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές. Η ΕΕ είναι σε κρίση, οι ευρωεκλογές έχουν και χαρακτήρα συζήτησης για αυτό, χρειαζόμαστε τον αριστερό αντιευρωπαϊσμό ως αντίβαρο στον δήθεν ευρωσκεπτικισμό της ακροδεξιάς. Μία τέτοια κίνηση μπορεί και να παίξει ρόλο και στη ρυμούλκηση δυνάμεων προς τα αριστερά στις διεργασίες που γίνονται στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά. Είναι σημαντικό να αναπτύξει μία τέτοια προσπάθεια επαφές με δυνάμεις που κινούνται προς τα αριστερά σε γραμμή αριστερού ευρωσκεπτικισμού έστω και πρωτόλεια αποκτώντας ένα δυνητικό χώρο αναφοράς υπό προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο τόνος πρέπει να είναι τόνος μάχης κόντρα στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά και το νεοφιλελευθερισμό των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, με οριοθέτηση από την ευρωπαϊστική αριστερά που αδυνατεί να προβάλλει αντίπαλο δέος σε αυτή την κατάσταση. Απαιτείται να ληφθεί ενωτική πρωτοβουλία με γνωστούς αγωνιστές με συνέπεια, διανοούμενους, κόσμο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και με δέσμευση σε μία ριζοσπαστική κατεύθυνση. Με πλαίσιο πάνω στο κεκτημένο που έχουμε από διάφορα κοινά εγχειρήματα και με προσπάθεια το βάρος της εκπροσώπησης να το πάρουν νεώτεροι/ες σύντροφοι/ισσες. Αυτό το ανοιχτό ενωτικό κάλεσμα πρέπει να υπάρξει έγκαιρα ως δημόσια πολιτική πρόταση. Η ΛΑΕ πρέπει να κινηθεί θετικά προς μία τέτοια κατεύθυνση λαμβάνοντας αντίστοιχες πρωτοβουλίες και επικοινωνώντας με αντίστοιχες προτάσεις.

44. Ραχοκοκαλιά των κινήσεών μας θα πρέπει να είναι η υπόθεση της ανασύνθεσης του κομμουνιστικού ρεύματος, της θεωρητικής και προγραμματικής προετοιμασίας αλλά και της διαμόρφωσης του πολιτικού στελεχιακού δυναμικού που θα έχει αναβαθμισμένη δέσμευση και στράτευση, μαζικές δεξιότητες, ικανότητα να συνδυάζει διαλεκτική την τακτική με τη στρατηγική. Απαιτούνται πρωτοβουλίες διαλόγου με το δυναμικό που εκτιμούμε ότι έχει αναζητήσεις σε μια τέτοια κατεύθυνση είτε είναι εντός είτε εκτός ΛΑΕ, να δούμε πρωτότυπες πρακτικές συνάντησης, συζήτησης, δέσμευσης και ανάληψης πρωτοβουλιών. Θέλουμε να επικοινωνήσουμε με δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να μπουν σε μια διαδικασία αυθυπέρβασης και τομών. Μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να μπορεί να τροφοδοτείται από τα προχωρήματα που γίνονται στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, από τον πολιτικό λόγο που παράγεται εντός των κινημάτων, από τις σύγχρονες μορφές «εργατικής έρευνας» αναπτύσσονται. Στόχος μια πρωτότυπη κομμουνιστική σύνθεση, που να μπορεί να χωνεύει την εμπειρία των προηγούμενων ετών:

-Ότι δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνιστική πολιτική που να μην μπορεί να επικεντρώσει στα σημεία συμπύκνωσης της συγκυρίας και πάνω σε αυτό να γίνεται γραμμή μαζών, κάτι που εξηγεί π.χ. γιατί σήμερα είναι πραγματικό διακύβευμα μέσα στην αριστερά το εάν θα υπάρξει ένας σύγχρονος μαχόμενος αντιιμπεριαλισμός που να συναρτά τη σοσιαλιστική προοπτική με την ρήξη με την ΕΕ και συνολικά τον ιμπεριαλισμό.

-Ότι δεν μπορεί να υπάρξει παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος χωρίς μια άλλη πολιτική, ιδεολογική και μορφωτική κατάσταση των υποτελών τάξεων και του κοινού νου τους.

-Ότι χρειάζεται να δούμε με φρέσκο τρόπο το ερώτημα της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής και να δούμε τι σημαίνει πραγματικά σήμερα μια στρατηγική για μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας και ορίζοντα την ηγεμονία.

-Ότι εάν ισχύει ότι στρατηγική επιδίωξη είναι η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας μαζί με αυτόνομες μορφές λαϊκής αντιεξουσίας, τότε επιβάλλεται η διαλεκτική κεντρικής συγκρότησης και βαθύτερης παρά ποτέ γείωσης στους χώρους δουλειάς και τους κοινωνικούς χώρους εν γένει.

-Ότι σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση οποιαδήποτε ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως η αντιστροφή των επιπτώσεων της ήττας στο λαϊκό παράγοντα, ανακοπή των τάσεων αποστράτευσης και αποσυσπείρωσης, επαναφοράς του διεκδικητισμού και της αντίστασης σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από τους χώρους δουλειάς.

-Ότι τόσο οι στόχοι της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης όσο και το μεταβατικό πρόγραμμα είναι στόχοι μετασχηματισμού, εξ αρχής σε συνάρτηση τη σοσιαλιστική προοπτική και με σαφές αντικαπιταλιστικό πρόσημο. Και αυτό απαιτεί γνώση, επεξεργασία, γείωση.

-Ότιτα νέα κινήματα, η ριζοσπαστική οικολογία, η πάλη κατά του σεξισμού, ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός χρειάζονται μια ταξική και αντικαπιταλιστική οπτική ακριβώς για να εντάσσονται στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας σύγχρονης ενότητας ρήξης των λαϊκών τάξεων.

-Ότι το αναγκαίο πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί να είναι πρωτίστως εκλογικό, δεν μπορεί να αναπαράγει πλευρές μιας αστικής αντίληψης της πολιτικής και πρέπει να είναι πραγματικά διαλεκτικό ώστε να είναι εργαστήρι για μια νέα πολιτικοποίηση.

-Ότι οποιαδήποτε αντίληψη της επαναστατικής πολιτικής σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική του πειραματισμού, της έμφασης στη συλλογική επινοητικότητα των υποτελών τάξεων, μια αντίληψη της πολιτικής ως συνεχούς διαδικασίας μάθησης.

Σε αυτό το φόντο πρέπει να μας απασχολήσει πώς θα οργανωθεί αυτός ο διάλογος, ποιες δημόσιες μορφές θα πάρει, πώς θα συνδυάσει τη γενική συζήτηση με την ανάληψη συγκεκριμένων ενωτικών πρωτοβουλιών και πρακτικών, πώς θα επηρεάσει συνολικά την κατάσταση πνευμάτων στη ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Η συζήτηση, πόσο μάλλον η διαδικασία, σύγκλισης δυνάμεων στην προοπτική συγκρότησης μίας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης απαιτεί και την πιο σοβαρή και οργανωμένη αποτίμηση από την πλευρά μας της διαδικασίας της Πρωτοβουλίας για την Κομμουνιστική Αριστερά (ΠΚΑ).Είναι σαφές ότι αν δεν μάθουμε από τα ελλείμματα της προηγούμενης διαδικασίας, και κυρίως τα δικά μας ελλείμματα και αδυναμία να συνέχουμε και να εγγυηθούμε το προχώρημα της διαδικασίας, δεν θα μπορέσουμε να συμβάλουμε αποτελεσματικά σε οποιαδήποτε νέα σχετική προσπάθεια.

45. Είναι σαφές ότι στον ορίζοντα πρέπει να τεθεί και η αυθυπέρβαση της ΑΡΑΝ μέσα σε μία νέα κομμουνιστική οργάνωση με ώριμα βήματα αυτή τη φορά. Άλλωστε και άλλοι χώροι που συγκλίνουμε έχουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, ίσως και μεγαλύτερα. Αλλά προφανώς χρειαζόμαστε κάτι νέο, όχι μόνο ηλιακά ή γενεαλογικά αλλά ως προς την πολιτικοποίηση και την αντίληψη της πολιτικής. Η ιστορία της ΑΡΑΝ, όπως και συνολικά του ρεύματός μας από το 1992 ήταν πάντα μια ιστορία στην οποία βάραινε το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και η επίγνωση της ιστορικής ήττας του, η εμπειρία της επαναστατικής αριστεράς αλλά και η επίγνωση των ορίων της, η ιστορικότητα της συγκρότησης αλλά και η επιμονή στην πρωτοτυπία. Ήταν μια ιστορία τόλμης, θράσους σε κάποιες στιγμές, αλλά και επιμονής σε στόχους υπέρβασης. Δεν θέλαμε να είμαστε σαν τις άλλες οργανώσεις, δεν θέλαμε απλώς να διατηρούμε μια οργανωτική ισχύ, δεν θέλαμε μικροπαιχνίδια συσχετισμών. Παίξαμε μεγάλα στοιχήματα, συχνά με κόστος, αλλά αφήσαμε ένα σημαντικό χνάρι. Σήμερα είμαστε σε σταυροδρόμι και χρειάζεται να ξαναβρούμε κάτι από το επαναστατικό θράσος των πρώτων βημάτων μας, κάτι από την αίσθηση ότι δεν φτιάχνουμε μια γκρούπα, αλλά ένα πρωτότυπο πείραμα. Αυτό το νήμα αναζητούμε ξανά. Ακόμη και εάν χρειάζεται να γκρεμίσουμε βεβαιότητες και να αρνηθούμε ευκολίες. Να βουτήξουμε στα βαθιά γιατί άλλος δρόμος δεν υπάρχει.