Με το διάγγελμα του πρωθυπουργού της 28.4 μπήκαμε και συμβολικά στην επόμενη φάση της διαχείρισης της επιδημίας του κορονοϊού από την πλευρά του κράτους. Το βασικό ερώτημα είναι αν η σταδιακή χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, με την εξαγγελία για τουριστική σεζόν και άνοιγμα των συνόρων, αντιστοιχεί σε μια φάση υποχώρησης της εξάπλωσης του ιού και απαλοιφής των κινδύνων για νέα πιθανή διασπορά μετά τη χαλάρωση. Τα μέχρι τώρα δεδομένα στη χώρα μας και διεθνώς παραμένουν ανεπαρκή για τη δημιουργία σαφούς εικόνας σε σχέση με αυτό. Είναι ορατό πανευρωπαϊκά, ακόμα και σε χώρες με περισσότερους νεκρούς από τον ιό από την Ελλάδα (Ιταλία, Γαλλία), ότι η ζυγαριά πλέον γέρνει προς την πλευρά της ικανοποίησης των αναγκών το κεφαλαίου για «επανεκκίνηση της οικονομίας». Μια επανεκκίνηση για να ελαττωθούν οι ζημιές από την κατάρρευση τόσο στην πλευρά της «προσφοράς» (επιβράδυνση ή και διακοπή της παραγωγής, των μεταφορών και των υπηρεσιών) όσο και της «ζήτησης» (κατάρρευση της κατανάλωσης).
Οι δηλώσεις Σόϊμπλε άλλωστε έδειξαν ότι, όταν είναι να ιεραρχηθεί η οικονομική θέση και το κέρδος έναντι των ανθρώπινων ζωών, ο κυνισμός δεν αποτελεί προνόμιο μόνο ακραίων πολιτικών φωνών τύπου Τραμπ ή Μπολσονάρου. Αντιθέτως, είναι το κοινό πνεύμα των πολιτικών που εκφράζουν τις βαθύτερες ανάγκες του κεφαλαίου σε αυτή την περίοδο.
Αυτό που τελικά φαίνεται είναι ότι η επιλογή κάποιων κυβερνήσεων να ιεραρχήσουν σε μια πρώτη φάση το να μην υπάρξουν υπερβολικά πολλοί θάνατοι έναντι της απρόσκοπτης λειτουργίας της παραγωγής δεν ήταν ούτε «ανθρωπισμός» ούτε «σοσιαλδημοκρατική» στροφή σε μια μορφή κοινωνικού κράτους. Στάθμισαν ότι διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή από υπερβολικό αριθμό θανάτων και ιεράρχησαν την αντιμετώπιση αυτού αρχικά. Ήταν η αυθόρμητη λειτουργία του αστικού κράτους όταν διακυβεύεται κάτι βαθύτερο από την απρόσκοπτη λειτουργία του κεφαλαίου, όταν διακυβεύεται η σταθερότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Στην πρώτη φάση της έξαρσης της πανδημίας δεν απειλήθηκε απλώς η εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά η ίδια η ύπαρξη και λειτουργία απαραίτητων συντελεστών της όπως οι εργαζόμενοι/ες (που είναι ταυτόχρονα και «καταναλωτές»). Και για αυτό τα κράτη λειτούργησαν, όπως κάνουν πάντα μέσα στις κρίσεις, ως ο εγγυητής της μακροπρόθεσμης αναπαραγωγής και λειτουργίας του κοινωνικού συστήματος ώστε να διασφαλιστεί τελικά και η εξουσία της κυρίαρχης τάξης. Η επιλογή λοιπόν από την πλευρά των αστικών κυβερνήσεων ήταν η προσπάθεια σταθεροποίησης της κατάστασης, κάτι για το οποίο απαιτήθηκε τεράστια κρατική κινητοποίηση και φυσικά δεν αφέθηκε στις αυθόρμητες δυνάμεις της αγοράς.
Σήμερα, με την εκτίμηση ότι έχει υπάρξει σχετική «ομαλοποίηση», τα κράτη και οι κυβερνήσεις επιχειρούν να παραδώσουν εκ νέου τον χώρο που κατέλαβαν στις δυνάμεις της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, κινούνται τόσο όψεις του διαγγέλματος του πρωθυπουργού και δηλώσεις υπουργών όσο και οι δηλώσεις εκπροσώπων του κεφαλαίου (ΣΕΒ, πρόεδρος ΕΒΕΑ κ.λπ.). Παρά τις δηλώσεις ότι πηγαίνουμε σε προσεχτική επανεκκίνηση, στην οποία κάθε βήμα θα αξιολογείται και θα επανεξετάζεται, είναι προφανές ότι από την ιεράρχηση της «υπέρτατης αξίας της ανθρώπινης ζωής» έχουμε περάσει στην απόπειρα μιας διαχείρισης με ανεκτό επίπεδο απωλειών συνανθρώπων μας. Αυτή η προτεραιότητα δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά τόσο σχετικά με τη δημόσια υγεία όσο και με την εργασία στην επόμενη περίοδο.
Τι έγινε ο χρόνος που χάθηκε; Τι έγινε το κόστος που αναλάβαμε;
Τα μέτρα που λήφθηκαν, με την έμφαση στην κοινωνική αποστασιοποίηση, αποτύπωσαν κάτι που όλοι οι μέχρι τώρα κυβερνώντες παραδέχθηκαν: ότι το διαλυμένο ΕΣΥ δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μια μεγάλης κλίμακας υγειονομική κρίση. Η αυστηρότητα των μέτρων αποδεικνύει το μέγεθος της αδυναμίας αυτής, την οποία πολύ καλά γνώριζαν, ενώ η μόνιμη κατακλείδα ήταν ότι «κερδίζουμε χρόνο για να προετοιμαστούμε».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αξιοποίησε την περίοδο του lock down ώστε να αναβαθμίσει σοβαρά το ΕΣΥ, να προβεί σε μαζικούς διορισμούς του αναγκαίου υγειονομικού προσωπικού, να αυξήσει τη δυναμικότητα σε κλίνες ΜΕΘ, να διεξάγει τις αναγκαίες προετοιμασίες για να είναι έτοιμο ένα σύστημα γρήγορης και έγκαιρης διεξαγωγής διαγνωστικών τεστ και ιχνηλάτησης νέων κρουσμάτων για να αποφευχθεί μια νέα πιθανή εξάπλωση του ιού. Ούτε ξεδίπλωσε κάποιο μεσοπρόθεσμο σχέδιο για τη δημόσια υγεία του λαού που θα περιλάμβανε την ενίσχυση δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης και μέτρα για τη μείωση της νοσηρότητας του πληθυσμού σε μια κοινωνία με ανθρώπινους ρυθμούς εργασίας και όρους ποιοτικής διαβίωσης. Αντιθέτως, δέσμια της νεοφιλελεύθερης αντίληψής της, παρουσίασε ως απολογισμό μια πλασματική αύξηση των κλινών ΜΕΘ προσμετρώντας και τις διαθέσιμες κλίνες ιδιωτικών κλινικών και στρατιωτικών νοσοκομείων, αξιοποιεί δομές ιδιωτικών κλινικών επί αδρή πληρωμή, λειτουργεί τα νοσοκομεία με επικουρικούς ιατρούς σε σημαντικό βαθμό. Και για το από εδώ και πέρα, κανένα μακροπρόθεσμο σχέδιο δεν φαίνεται να προωθείται από την κυβέρνηση πέρα από την αξιοποίηση ιδιωτών γιατρών στο ΕΣΥ ώστε να μπορούν να αξιοποιούν τις δημόσιες υποδομές διατηρώντας τα ιδιωτικά ιατρεία τους. Έχοντας κάνει τόσο λίγα, η διαδικασία της χαλάρωσης των μέτρων αποτελεί ρίσκο για το λαό, στον βαθμό που το ΕΣΥ παραμένει υποστελεχωμένο, με ανεπαρκείς υποδομές και ανοχύρωτο απέναντι σε ένα πιθανό επόμενο, βαρύτερο «κύμα» της πανδημίας όσο και σε πιθανές επόμενες υγειονομικές κρίσεις.
Η μόνη θετική παρακαταθήκη της φάσης που περάσαμε είναι η αποφασιστικότητα που επέδειξε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος κατανοώντας τον κίνδυνο αλλά και τις ελλείψεις του ΕΣΥ λόγω των πολιτικών τόσων χρόνων, και παρά τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνει, έδωσε τη μάχη του τηρώντας με κοινωνική υπευθυνότητα τα αναγκαία μέτρα αποστασιοποίησης. Κανένας «σωτήρας» και κανένας «ηγέτης» δεν δικαιούται να καρπωθεί αυτή τη σημαντική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Γιατί κλείνοντας την πρώτη φάση, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το πλαίσιο αιτημάτων για ένα ενισχυμένο δημόσιο σύστημα υγείας όπως αυτό εκφράστηκε από τους εργαζόμενους υγειονομικούς παραμένει ανεκπλήρωτο από τους κυβερνώντες.
Προσωρινά επιδόματα και μόνιμα αντεργατικά μέτρα
Ενώ τα όποια πενιχρά έκτακτα μέτρα προστασίας του λαϊκού εισοδήματος και των θέσεων εργασίας αίρονται σταδιακά ή έχουν χρόνο ακόμα 2-3 μηνών, φαίνεται ότι τα «έκτακτα» μέτρα για τη ριζική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ήρθαν για να μείνουν. Η προσωρινή αναστολή σύμβασης και η εκ περιτροπής εργασία, που δείχνει να γενικεύεται, με επιδότηση από το κράτος σε ύψος ανάλογο του κατώτατου μισθού ή παρακάτω προοπτικά, η αύξηση της ελαστικοποίησης της εργασίας και της ανεργίας, η ένταση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, οι υποχρεωτικές άδειες ή ακόμα και η πίεση για άδειες άνευ αποδοχών, η επέκταση της τηλεργασίας χωρίς κανένα θεσμικό πλαίσιο τροποποιούν ακόμα χειρότερα την υπαρκτή ζούγκλα που έχει φέρει ήδη η μνημονιακή απορρύθμιση στο εργασιακό τοπίο.
Η ύφεση και η επερχόμενη κρίση (ανεξάρτητα από την τελική της έκταση) ωθούν το κεφάλαιο να βρει νέες τεχνικές απόσπασης υπερεργασίας και εκμετάλλευσης των εργαζομένων στη χώρα μας και διεθνώς. Κάτι που φέρνει αντικειμενικά το κοινωνικό ζήτημα στο προσκήνιο και μάλιστα στην πιο «καθαρή» μορφή του, στο ζήτημα των όρων της εργασίας, της αμοιβής της και των εργασιακών σχέσεων και συνθηκών.
Το έργο το έχουμε ξαναδεί σε Ελλάδα και Ευρώπη – ας μην το ζήσουμε ξανά!
Οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., όπως φάνηκε ξεκάθαρα στις συνόδους του τελευταίου μήνα, μπήκαν γι’ άλλη μια φορά εμπόδιο σε οποιαδήποτε προσπάθεια να ωφεληθούν οι λαοί. Δεν έχουν να δώσουν τίποτε σημαντικό και μόνιμο παρά νέα δάνεια που στρώνουν τον δρόμο για νέα μνημόνια. Τα όσα αποφάσισαν, παρά τους δραματικούς τόνους που δόθηκαν και θύμισαν τη 17ωρη «διαπραγμάτευση» του Τσίπρα είναι πολύ λίγα για τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τους ανέργους και τους αυτοαπασχολούμενους και πακτωλός για τις τράπεζες και τα οικονομικά μεγαθήρια. Η έκδοση ευρωομολόγου θα συνιστούσε σημαντική στροφή της Ε.Ε. σε σχέση με όσα αντιμετωπίσαμε όλη τη προηγούμενη δεκαετία, αλλά φάνηκε ξανά ότι η διάλυση της ευρωζώνης αποτελεί τελικά πιο πιθανό ενδεχόμενο από την υποχώρηση των πλεονασματικών χωρών του ευρωπαϊκού βορρά στο αίτημα να αναλάβουν μέρος των ελλειμμάτων των χωρών του νότου. Φάνηκε επίσης ότι καμία συμμαχία κρατών εντός Ε.Ε. δεν μπορεί να κερδίσει οτιδήποτε διαφορετικό εφόσον ορίζει στόχους στο όνομα της προώθησης της ενότητας της Ε.Ε. (ευρωομόλογο) και δεν θέτει αντιθέτως ανοιχτά το θέμα της διάλυσης της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ, του ευρώ και του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στο νέο κόσμο που γεννιέται να βρούμε πέρασμα…
Όλα αυτά συνθέτουν μια ζοφερή εικόνα για το άμεσο μέλλον. Ένας κόσμος που το «ή εμείς ή αυτοί» επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο ακριβώς λόγω της νέας επέλασης των κυβερνήσεων και των δυνάμεων του κεφαλαίου εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας, για να προσπαθήσουν να υπερβούν την ύφεση και τις κρισιακές συνθήκες. Ένας κόσμος που και οι ίδιες οι δυνάμεις του κεφαλαίου διαφορετικών χωρών, αλλά ενίοτε και εντός χωρών, βρίσκονται σε ανοιχτή διαπάλη που θα οξυνθεί επίσης και θα πάρει διακριτές κοινωνικές και πολιτικές εκφράσεις.
Σε αυτόν τον κόσμο, η μεγάλη ανάγκη είναι να ανασυγκροτηθεί εκ νέου το «εμείς» σε όλες τις μορφές του. Το «εμείς» των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας, της διανόησης, του πολιτισμού, των κάθε λογής κατατρεγμένων αυτής της κοινωνίας ώστε να συγκροτήσει ένα αντίπαλο δέος κοινωνικά. Το «εμείς» των πολιτικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς που αγωνίζονται να ανασυγκροτηθούν και να ανασυντεθούν, μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος, για να δημιουργήσουν εκ νέου έναν αντίπαλο πολιτικό πόλο. Αλλά και ένα «εμείς» που τόσο έχει λείψει εδώ και καιρό παραχωρώντας στον αντίπαλο σημαντικό έδαφος για να την κοινωνική του επέλαση, το «εμείς» του κομμουνιστικού κινήματος ως κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Η έκκληση να μη μείνει κανένας μόνος και καμία μόνη στην κρίση που έρχεται ας γίνει ελπιδοφόρα αφετηρία για όλα αυτά τα «εμείς».