Έφτασε επιτέλους η ώρα της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής μετά από πεντέμισι χρόνια εκδίκασης. Μίας από τις πιο σημαντικές πολιτικές δίκες στην ιστορία της χώρας μας. Που, όπως και όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δίκες, η έκβασή της βασικά δεν κρίθηκε και δεν θα κριθεί εντός της δικαστικής αίθουσας. Κρίθηκε, κρίνεται ακόμα και θα συνεχίσει να κρίνεται και μετά, στην κινητοποίηση και την πίεση του λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος όλα αυτά τα χρόνια, με κορύφωση στην περίοδο μετά την τραγική δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε τόσο όσο αφορά ειδικά την καταδίκη και περιθωριοποίηση της Χρυσής Αυγής, αλλά και γενικότερα όσον αφορά την αντιμετώπιση του, πλέον διεθνούς δυστυχώς, φαινομένου της ανόδου της ακροδεξιάς και φασιστικών ρευμάτων.

Η άνοδος της ακροδεξιάς και του φασισμού στην περίοδο της οικονομικής κρίσης της προηγούμενη δεκαετίας έχει κοινωνικές ρίζες, αλλά και ενίσχυση από ισχυρές δυνάμεις του συστήματος. Σχετίζεται και με αναδιατάξεις μέσα στις κυρίαρχες μερίδες και ενισχύεται από αυτές. Γιατί μέσα στην κρίση ένα μέρος της αστικής τάξης σε πολλές χώρες επιλέγει μία κατεύθυνση πιο «εθνοκεντρική» και πολιτικά πιο συντηρητική, έως και ανοιχτά ακροδεξιά, αναζητώντας μία διέξοδο εξυπηρέτησης των συμφερόντων του. Αμφισβητώντας ακόμα και όψεις των ρυθμίσεων της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης της οικονομίας ή διεθνείς συνθήκες για να θωρακιστεί έναντι άλλων ανταγωνιστών σε οικονομικό και γεωστρατηγικό επίπεδο διεθνώς. Αυτές οι αστικές μερίδες επιχειρούν να οικοδομήσουν κοινωνικές συμμαχίες και να αρθρώσουν προοπτικά συνασπισμούς εξουσίας με απεύθυνση σε μικρομεσαία και λαϊκά στρώματα καλλιεργώντας τον «εμφύλιο των φτωχών». Προτάσσοντας το φόβο και την αντιπαλότητα απέναντι σε έναν «Άλλο» που ανήκει στις αδύναμες λαϊκές τάξεις είτε εντός της ίδιας χώρας (τη μετανάστρια, τον πρόσφυγα, τον Ρομά, τη γυναίκα, την LGBTQ κοινότητα, τις εθνοτικές ή θρησκευτικές μειονότητες και φυσικά και απέναντι στην Αριστερά που πολιτικά προσπαθεί να στηρίξει αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες) είτε εκτός της χώρας (το λαό μίας γειτονικής χώρας με την οποία υπάρχει ιστορική αντιπαλότητα και διένεξη). Μέσα σε αυτή τη διαδικασία καλλιεργούνται και αναπτύσσονται τα ακροδεξιά πολιτικά ρεύματα και το πιο επικίνδυνο από αυτά, το φασιστικό ρεύμα. Και ακριβώς για αυτό, υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα πρόθυμοι πολιτικοί του συστήματος που χαϊδεύουν τα αυτιά των φασιστών ακριβώς επειδή προσπαθούν να ψαρέψουν στα θολά νερά αυτών των πολιτικών διεργασιών.

Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ακροδεξιά ιστορικά ήταν και είναι στο πλευρό της εργοδοσίας στην προσπάθειά της να χτυπηθεί ο συνδικαλισμός και τα εργατικά σωματεία, οι διεκδικήσεις των εργαζομένων και οι δημοκρατικές ελευθερίες. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, η Χρυσή Αυγή χρηματοδοτήθηκε και από το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιήθηκε για να χτυπήσει κυριολεκτικά εργατικές κινητοποιήσεις, απεργίες και εργατικές παρεμβάσεις, να στηθούν κίτρινα σωματεία τα οποία θα ήταν πειθήνια στην εργοδοσία. Η αντεργατική δράση της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα ξεσκεπάστηκε με τον ξυλοδαρμό Αιγύπτιων αλιεργατών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ.

Όμως, το φασιστικό φαινόμενο έχει την αυτονομία του. Δεν είναι απλά το «μακρύ χέρι» των πολιτικών της κυρίαρχης τάξης, είναι κάτι που αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως αναπτύσσει και τη δική του αυτόνομη δυναμική. Ούτε αυτό πρέπει να το ξεχνάμε. Άλλωστε, και στη χώρα μας οι φασίστες όταν ένιωσαν πλέον ότι «τους παίρνει» άρχισαν να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας της ελληνική δεξιάς, με την οποία μέχρι τότε είχαν συχνά αγαστή συνεργασία (βλ. σχέσεις Κασιδιάρη-Μπαλτάκου, φωνές για μία «σοβαρή Χρυσή Αυγή» που θα είναι χρήσιμη ακόμα και ως μελλοντικός κυβερνητικός εταίρος κλπ.). Κομβική στιγμή ήταν συμβολικά η επέτειος της εκτέλεσης των δωσίλογων από τον ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά το 2013, όπου η Χρυσή Αυγή κυριολεκτικά πέταξε σχεδόν εκτός του εορτασμού όχι μόνο τις υπόλοιπες ακροδεξιές ομάδες αλλά και τους εκπροσώπους της ΝΔ. Λίγο μετά ακολούθησαν οι διώξεις από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ που ένιωσε ότι και αυτή απειλείται πολιτικά παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητα των φασιστών για την υλοποίηση των αντιλαϊκών μνημονιακών πολιτικών.

Όμως, η έκταση της δίωξης και της πίεσης στο φασιστικό ρεύμα δεν θα ήταν ποτέ τόση αν δεν είχε υπάρξει η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η μεγάλη λαϊκή αντιφασιστική αντίδραση που ακολούθησε. Χωρίς αυτό το κίνημα ούτε η ποινική ούτε η πολιτική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής θα είχε οδηγήσει έως εδώ, στην πολιτική περιθωριοποίηση και την αντιμετώπιση της κατηγορίας της εγκληματικής οργάνωσης και σημαντικών ποινών για απλά μέλη και στελέχη της ηγεσίας. Αυτό ας μείνει ως παρακαταθήκη σε όλες και όλους μας. Για να τσακίσουμε το φασισμό χρειάζεται παλλαϊκή συστράτευση και κινητοποίηση. Χρειάζεται να κερδίζει η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά και να χάνουν καθημερινά οι ακροδεξιές, οι ρατσιστικές, οι σεξιστικές, οι φασιστικές ιδέες και πρακτικές κάθε μέρα μέσα σε κάθε κοινωνικό χώρο, σε κάθε σωματείο, σύλλογο, συλλογικότητα, από ένα εργατικό σωματείο μέχρι τον πολιτιστικό σύλλογο της γειτονιάς μας, από μουσικές σκηνές μέχρι τις κερκίδες των γηπέδων. Για να νικήσουμε το τέρας του φασισμού χρειαζόμαστε την ασπίδα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων, όπως στην Αθήνα μετά τη δολοφονία Φύσσα, όπως φέτος και κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη στο Κερατσίνι, όπως παντού όπου η ναζιστική οργάνωση επιχειρούσε να στήσει γραφεία, να διεκδικήσει δημόσιο χώρο ή λόγο και το αντιφασιστικό κίνημα δεν την άφησε. Ο φασισμός δεν τσακίζεται ούτε μόνο ούτε κυρίως με οργανωτική αντιπαράθεση, αν χρειαστεί θα γίνει και αυτό. Αν όμως δεν υπάρχει πλατιά λαϊκή κινητοποίηση δεν θα αρκεί από μόνο του.

Δεν ξεχνάμε τίποτα από αυτά, δεν ξεχνάμε ποτέ τον Παύλο και τον Σαχζάντ Λουκμάν, τους τόσους και τόσες χτυπημένους και χτυπημένες από τους φασίστες. Λίγο πριν την ετυμηγορία της ελληνικής δικαιοσύνης απαιτούμε να καταδικαστούν ως εγκληματική οργάνωση και να τους καταλογιστούν οι μέγιστες των ποινών για αυτά τα εγκλήματα. Ο αγώνας όμως ενάντια στην ακροδεξιά και το φασισμό δεν θα σταματήσει την ημέρα της δίκης, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, ακόμα και αν το κυρίαρχο σύστημα δεν θελήσει να καταδικαστούν με τις βαρύτερες των ποινών. Θα συνεχίσουμε να παλεύουμε ενάντια τους, στο πλαίσιο του ευρύτερου αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, για αλληλεγγύη, για μία καλύτερη κοινωνία.

Έχουμε μπροστά μας δύσκολους καιρούς, η κοινωνική και οικονομική κρίση επανέρχεται με καταλύτη την υγειονομική κρίση που προκάλεσε η ασθένεια covid19. Και μέσα σε αυτή την κατάσταση ακροδεξιά ρεύματα ανορθολογισμού επιχειρούν να συγκροτηθούν ξανά, ακόμα και στους δρόμους. Για αυτό, η πάλη ενάντια στην ακροδεξιά και το φασισμό, ενάντια στα πιο αντιδραστικά αστικά ρεύματα που γεννά η περίοδος της κρίσης, είναι προϋπόθεση για την επιτυχία του αγώνα για ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών που έρχονται με αφορμή την κρίση, του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, για μία κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όπως το είπε γλαφυρά το 1939 ο Μαξ Χορκχάϊμερ, εν μέσω της ακμής του ναζιστικού καθεστώτος, «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό» αφού αυτό το ολοκληρωτικό καθεστώς «δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό καθεστώς χωρίς τις αναστολές του».

Για αυτό δίνουμε το παρόν δυναμικά έξω από τα δικαστήρια την Τετάρτη 7/10 το πρωί, θα είμαστε εκεί όλη μέρα δείχνοντας ξανά ότι δεν θα ησυχάσουμε ποτέ μέχρι το φασιστικό δηλητήριο να ξαναμπεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η ημέρα αυτή είναι ένας σημαντικός κόμβος, μια κορύφωση του αντιφασιστικού αγώνα αλλά όχι το τέλος του. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά ώστε να απομονώσουμε τέτοιες αντιλήψεις. Καλούμε όλη την κοινωνία, κάθε δημοκρατικό πολίτη, να στηρίξει τη μεγάλη αντιφασιστική κινητοποίηση ώστε να φωνάξουμε δυνατά «Δεν είναι αθώοι. Η ναζιστική εγκληματική οργάνωση στη φυλακή».

των Χρίστου Τουλιάτου και Θύμιου Δραγώτη