1. Ιδιαίτερο στοιχείο της περιόδου που αφορά και τη χώρα μας και επηρεάζει και την εσωτερική συγκυρία είναι η όξυνση στην Ανατολική Μεσόγειο στην προοπτική της κατασκευής αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου (Eastmed) που να συνδέει τα κοιτάσματα σε ισραηλινά και κυπριακά θαλάσσια οικόπεδα με την Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Ιταλίας. Η ανακάλυψη δυνητικών κοιτασμάτων και οι νέες τεχνικές δυνατότητες κάνουν την περιοχή της Αν.Μεσογείου να αναδεικνύεται σε πεδίο θαλάσσιων ανταγωνισμών μεταξύ χωρών. Οι πόλοι που διαμορφώνονται είναι αφενός η συμμαχία Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου με τη διακριτική στήριξη των ΗΠΑ, αλλά και Γαλλίας-Ιταλίας στο βαθμό που και εταιρείες αυτών των χωρών εμπλέκονται, και αφετέρου της Τουρκίας που επιχειρεί να διαμορφώσει συμμαχίες (βλ. με την κυβέρνηση της Τρίπολης της Λιβύης). Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναδειχθεί και το ζήτημα της χάραξης Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), δηλαδή διεθνών υδάτων όπου αναγνωρίζονται δικαιώματα αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης σε μία κοντινή χώρα. Η κατασκευή του αγωγού Eastmed απαιτεί ένα θαλάσσιο συνεχές των ΑΟΖ των χωρών που τον προωθούν και στο πλαίσιο αυτό προωθείται η οριοθέτηση των ΑΟΖ Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου και Ισραήλ. Η οριοθέτηση αυτή αποκλείει σε πολύ μεγάλο βαθμό την Τουρκία από την Ανατολική Μεσόγειο, παρά το μεγάλο μήκος ακτών που διαθέτει, και για αυτό δεν είναι σίγουρο ότι θα γινόταν πλήρως δεκτή σε ένα διεθνές δικαστήριο. Ειδικά για την Ελλάδα, κομβικό είναι το ζήτημα του Καστελόριζου που λόγω της τοποθεσίας του η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ορίζει αντίστοιχη ΑΟΖ και έτσι είναι δυνατή η γειτνίαση ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ ώστε να διαμορφωθεί το θαλάσσιο συνεχές ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Αιγύπτου. Για αυτό το λόγο, γίνεται πιθανή μία εμπλοκή σχετικά με το Καστελόριζο και την χάραξη της ΑΟΖ ανατολικά της Κρήτης. Και ακριβώς επειδή σε αντίστοιχες περιπτώσεις οι αποφάσεις διεθνούς διαιτησίας αναγνωρίζουν σχετικά δικαιώματα χωρών με μεγάλη ακτογραμμή έναντι απομακρυσμένων νήσων άλλων χωρών οι κυρίαρχοι (και πιο μετριοπαθείς) ελληνικοί αστικοί κύκλοι προωθούν την ιδέα της κοινής απεύθυνσης Ελλάδας και Τουρκίας στο δικαστήριο της Χάγης και αναγνωρίζουν ότι πρέπει να γίνει κάποιος συμβιβασμός στο ζήτημα της ΑΟΖ που ορίζει το Καστελόριζο. Απέναντι σε όλα αυτά, η Τουρκία έκανε μία μονομερή συμφωνία με τη Λιβύη οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ τους (την οποία και κατέθεσε προς έγκριση στον ΟΗΕ, άρα και προς τυπική ισχύ που θα παράγει αποτελέσματα και σε άλλα μέρη εφόσον εγκριθεί). Η συμφωνία αυτή αμφισβητεί την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών, και μάλιστα ανεξαρτήτως μεγέθους (π.χ. Ρόδος, Κάρπαθος, ακόμα και Κρήτη), εμφανίζοντάς τα να έχουν περιορισμένη έως μηδενική επήρεια στην χάραξη ΑΟΖκαι να αφαιρείται από την Ελλάδα υπέρ της Λιβύης ΑΟΖ έκτασης39.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ανάλογες κινήσεις δείχνει να επιχειρεί πρωτόλεια η Τουρκία και προς την Αίγυπτο για το διεμβολισμό της συμμαχίας της με Ισραήλ-Ελλάδα-Κύπρο. Η διένεξη αυτή κινδυνεύει να οξύνει σημαντικά την κατάσταση τόσο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όσο και μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου στο άμεσο μέλλον.

2. Όλα αυτά πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα ότι αφενός η Τουρκία είναι μία ανερχόμενη δύναμη που επιχειρεί να εδραιωθεί περιφερειακά και αφετέρου υπό το πρίσμα των αλλαγών στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Η Τουρκία είναι μία ισχυρή οικονομικά δύναμη, με σημαντική εσωτερική αγορά και βιομηχανία, καθώς και σημαντική στρατιωτική δύναμη (διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ) με βαρύνοντα το ρόλο του στρατού όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά στη χώρα. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ιστορικά διαπραγματεύεται αξιοποιώντας τη στρατιωτική ισχύ της, αμφισβητώντας το υπάρχον status quo και δημιουργώντας «γκρίζες ζώνες» ή αξιοποιώντας de facto δεδομένα που δημιουργεί με αυτή (π.χ. εισβολή στην Κύπρο). Βασικό στοιχείο της τουρκικής κίνησης είναι να διαμορφώνει «διαφιλονικούμενες περιοχές» ώστε να πιέσει για διαπραγμάτευση με τους δικούς της όρους. Ξέρει ότι δεν θα πάρει όλα όσα θέλει, αλλά κατανοεί ότι όσο περισσότερο προχωρά σε τετελεσμένα ακόμη και «μειωμένης τυπικής ισχύος» μπορεί στο τέλος να πάρει κάτι παραπάνω. Αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο βαθμό που η Τουρκία πλέον έχει σημαντικές ιμπεριαλιστικές πρακτικές (εισβολή και παρουσία στρατευμάτων σε Κύπρο και Συρία, όπου ΗΠΑ και Ρωσία συμφώνησαν να μην την καταδικάσουν σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας, έχει στρατιωτικές βάσεις σε Κατάρ και Σομαλία, οικονομική και πολιτική παρουσία σε Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και Άπω Ανατολή όπου καλλιεργεί τη σχέση της με όλους τους τουρκογενείς λαούς, ανάδειξη της επεκτατικής ιδεολογίας της Γαλάζιας Πατρίδας, αναθεωρητική αμφισβήτηση συνθήκης Λωζάννης και συνθήκης Μοντρέ πλέον κλπ.). Αυτό που διακυβεύεται τα τελευταία χρόνια είναι η προσπάθειά της να αποκτήσει πλέον αυτόνομο περιφερειακό ρόλο οικονομικά και γεωστρατηγικά, να ανέλθει δηλαδή σημαντικά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα αναβαθμιζόμενη τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά-στρατιωτικά. Η κίνησή της αυτή προκαλεί την σχετική αντίδραση μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Κυρίως των ΗΠΑ που επιχείρησαν να την ανακόψουν πολιτικά με το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν και οικονομικά με διαρκείς πιέσεις στην τούρκικη λίρα, αλλά και της Ρωσίας που οριοθέτησε την παρουσία της στα τεκταινόμενα εντός Συρίας και τελευταία και της Γαλλίας και Ιταλίας στο βαθμό που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα στη Λιβύη και σχετικά με τις εξορύξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι σε αυτή την πορεία αντιμετωπίζει σοβαρές αντιφάσεις, πρώτα και κύρια το «υπαρξιακό» ερώτημα του Κουρδικού στο εσωτερικό της. Μπορεί για άλλη μια φορά να μην ευοδώνονται σχέδια κρατικής συγκρότησης των Κούρδων, κυρίως λόγω της υπερεπένδυσης στη συμμαχία με τις ΗΠΑ, όμως στο εσωτερικό της Τουρκίας το πρόβλημα είναι ενεργό. Το ίδιο ισχύει για άλλες εσωτερικές αντιφάσεις όπως τα όρια του οικονομικού μοντέλου της ή οι μεγάλες «πολιτισμικές» πολώσεις που αντανακλώνται και στις εκλογές. Επίσης, η εμπλοκή της Τουρκίας στο Συριακό ήταν ιδιαίτερα αντιφατική. Ο αρχικός σχεδιασμός για ανατροπή του Άσαντ δεν προωθήθηκε, ενώ οι ΗΠΑ επέλεξαν να στηρίξουν τους Κούρδους, την ίδια ώρα που το καθεστώς Ερντογάν παραμένει όλο και πιο καχύποπτο απέναντι στις ΗΠΑ μετά το πραξικόπημα. Αργότερα δοκίμασε μια διπλή κίνηση, που περιλαμβάνει αφενός συνεννόηση με τη Ρωσία (ταυτόχρονα με διαρκή αναδιαπραγμάτευση των σχέσεων με τις ΗΠΑ), αφετέρου επιθετικές κινήσεις κυρίως σε σχέση με το κουρδικό με εισβολή στις συνοριακές περιοχές. Την ίδια στιγμή, η εθνικιστική στροφή στο τουρκικό πολιτικό σύστημα αποτυπώθηκε και στις διεκδικήσεις όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά. Η στρατιωτική υπερεπέκταση και οι περιπέτειες εκτός συνόρων με το γιγαντιαίο κόστος που αυτές επιφέρουν δυσκολεύουν πολύ την οικονομική κατάσταση της Τουρκίας και είναι ερώτημα για πόσο θα μπορεί να τη σηκώσει οικονομικά, όσο και αν διατηρεί ως συνεκτικό στοιχείο τον εθνικισμό, που κυριαρχεί τόσο στο κυβερνών AKP όσο και στο σύμμαχο εθνικιστικό MHP, αλλά και στους κεμαλικούς της αντιπολίτευσης που παραδοσιακά είναι επίσης σε σκληρή εθνικιστική γραμμή. Παρότι, όμως, οι όροι ένταξης της Τουρκίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα σημαίνουν ότι μια γενικευμένη πολεμική σύγκρουση θα είχε απαγορευτικό οικονομικό κόστος, η Τουρκία σήμερα μπορεί να αντέξει πολιτικά ένα «θερμό επεισόδιο» ή περιορισμένη σύρραξη και να το χρησιμοποιήσει ως «προβολή ισχύος» και ως πίεση να γίνουν δεκτές οι συνολικές αξιώσεις της. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να μιλάμε σήμερα μέσα στη συγκυρία για τουρκική επιθετικότητα και για επιθετική και «αναθεωρητική» (ως προς προηγούμενες ισορροπίες και συμβάσεις) δύναμη.

3. Στον αντίποδα, η Ελλάδα είναι μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, τμήμα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αλλά όχι σε υψηλή-ηγεμονική θέση, ειδικά μετά και τη σημαντική υποβάθμισή της στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, πράγμα που σημαίνει ότι περισσότερο δέχεται πιέσεις παρά ασκεί. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, όπως διαμορφώθηκε μετά την ήττα της επιθετικής επεκτατικής πολιτικής της «Μεγάλης Ιδέας», διαθέτει μόνο δευτερεύουσες ιμπεριαλιστικές πλευρές οικονομικά (παράδειγμα η επέκταση ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια), όμως έναντι των ηγεμονικών σχηματισμών, είτε μιλάμε για την Ε.Ε. είτε συνολικά για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, είναι σε υποτελή θέση. Η συγκυρία των μνημονίων, με την τεράστια ύφεση, την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την υποχρεωτική μνημονιακή επιτροπεία και εκχώρηση κυριαρχίας, σηματοδότησε σημαντική υποχώρηση και σε αυτό το επίπεδο.

4. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν μια ιδιαίτερη εκδοχή ανταγωνισμού αστικών τάξεων διαμεσολαβημένου από τα αντίστοιχα κράτη, στο πλαίσιο της ένταξης και των δύο χωρών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και ειδικά στο ΝΑΤΟ. Ο ανταγωνισμός αυτός αφορά τη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τον ευρύτερο πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο στην περιοχή, τη διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων και των ενεργειακών ροών. Η ιδιαίτερη παρουσία του ιμπεριαλισμού και ειδικά του αμερικανικού στην περιοχή σημαίνει ότι συχνά έχουμε να κάνουμε με ανταγωνισμό για την ιμπεριαλιστική μεσολάβηση, με νέο στοιχείο το ότι η Τουρκία δεν ζητάει πλέον απλώς καλύτερη αναγνώριση από τις ΗΠΑ, αλλά μια ευρύτερη αναγνώριση ως περιφερειακή δύναμη. Στις δεκαετίες ’90-’00 η ελληνική αστική τάξη είχε αρθρώσει ένα υποτιθέμενο «σχέδιο» με την ακολουθία από το Ελσίνκι μέχρι το Σχέδιο Ανάν. Σχηματικά ήταν η αντίληψη ότι εφόσον η Τουρκία θέλει ένταξη στην ΕΕ να τεθούν ως όροι τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Η στρατηγική αυτή κατέρρευσε για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί οι χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου αποφάσισαν ότι δεν θέλουν τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα να γίνει ποτέ μέλος της ΕΕ και δεύτερον, γιατί το Σχέδιο Ανάν διαμόρφωνε μια απώλεια κρατικής οντότητας στην Κύπρο (την υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία) και την ίδρυση ενός κράτους με δύο συνιστώντα μέρη που κρίθηκε μη λειτουργική και δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Έκτοτε, απλώς υπήρχε μια διαχείριση της διμερούς σχέσης.

5. Στοιχείο της περιόδου είναι πλέον και ηόξυνση του ανταγωνισμού της ελληνικής και τούρκικης αστικής τάξης, αφού άλλωστε αλλάζει σημαντικά και ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ τους. Το 2000, το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν περίπου διπλάσιο από της Ελλάδας (με την Τουρκία να βρίσκεται στην 20ηθέση της σχετικής κατάταξης και την Ελλάδα στην 33η). Όμως, το 2017 το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν πλέον 4,2 φορές μεγαλύτερο της Ελλάδας (με την Τουρκία να βρίσκεται πλέον στην 17ηθέση της σχετικής κατάταξης και την Ελλάδα στην 53η). Η διαφορά ισχύος Ελλάδας και Τουρκίας έχει τροποποιηθεί, λοιπόν, σημαντικά τα τελευταία χρόνια και σε αυτό φυσικά συντέλεσε σημαντικά και η περίοδος των μνημονίων. Μια χώρα που δεν μπορεί καν να αποφασίσει για το ΦΠΑ χωρίς διαβούλευση με τους δανειστές δεν μπορεί να είναι μια χώρα με «ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός ή ότι δεν θα ήθελαν οι έλληνες αστοί μεγαλύτερη ισχύ στην περιοχή, όμως αυτή τη στιγμή αδυνατεί να χαράξει άλλη στρατηγική. Για αυτό, ο τούρκικος καπιταλισμός διεκδικεί πλέον αναβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο έναντι του ελληνικού. Η ελληνική αστική τάξη βασιζόταν κυρίως στα οικονομικά πλεονεκτήματα και την ένταξή της σε ΟΝΕ και ΕΕ στη διαπάλη της έναντι της τούρκικης αστικής τάξης. Έχοντας πλέον χάσει αυτή τη δυνατότητα σε μία περίοδο κρίσης των ΟΝΕ-ΕΕ και οικονομικής υποβάθμισης της χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα λόγω της κρίσης και των μνημονίων, επιχειρεί να αναβαθμιστεί εκ νέου συνάπτοντας πιο στενές σχέσεις με την κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ.

6. Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και συνεχίζεται από την κυβέρνηση της ΝΔ ηένταξη της Ελλάδας σε έναν τυχοδιωκτικό γεωπολιτικό άξονα χωρών στην Ανατολική Μεσόγειομε τη λογική των «τριμερών αξόνων» (Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ και Ελλάδα - Κύπρος - Αίγυπτος) υπό τη σκέπη των ΗΠΑ. Έναν άξονα που επιχειρεί να λειτουργήσει ως αιχμή του δόρατος των συμφερόντων του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή εντάσσοντας την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών των αστικών τάξεων στο πλαίσιο των σχεδιασμών του (νομή της πίτας των κοιτασμάτων της Μεσογείου κλπ.). Η ελληνική αστική τάξη, που είδε την απώλεια κυριαρχίας που σήμαιναν τα μνημόνια ως ευκαιρία για να τροποποιήσει τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, εξακολουθεί να έχει σε επίπεδο συμπεριφοράς ένα συνδυασμό υποτέλειας και τυχοδιωκτισμού. Έτσι, από διάφορες πλευρές διατυπώθηκε το «σχέδιο» η Ελλάδα να προσκολληθεί στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, η Τουρκία να βρεθεί απομονωμένη, να καταφτάσουν στρατιές εξορυκτικών εταιρειών, κατά προτίμηση με αμερικανικά και ισραηλινά κεφάλαια, να μπουν μπροστά οι μεγάλοι αγωγοί (ακόμη και εάν είναι μεταξύ του ανέφικτου τεχνικά και του οικονομικά απρόσιτου όπως ισχύει με τονEastMed). Όμως, αυτό στην πραγματικότητα διοχετεύεται περισσότερο γιατί συμφέρει όσους το διακινούν (οι ΗΠΑ πήραν τη συμφωνία για τις βάσεις όπως την ήθελαν και οι ισραηλινοί πιλότοι κάνουν προσομοιώσεις για πιθανές επιθέσεις στο Ιράν στον ελληνικό εναέριο χώρο). Έτσι, σήμερα η ελληνική αστική τάξη τάσσεται με τις πιο επικίνδυνες και τυχοδιωκτικές πτέρυγες του ιμπεριαλισμού χωρίς καν τα γεωστρατηγικά οφέλη που υποτίθεται ότι αυτές θα της προσέδιδαν. Αυτή η προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι πολλαπλά επικίνδυνη για τον λαό μας. Σήμερα τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ συνιστούν απειλή για την ειρήνευση στην περιοχή, ιδίως από τη στιγμή που δεν βρίσκονται τελικά με τη μεριά των νικητών στο Συριακό, πράγμα που θα οξύνει τον επιθετικό ρόλο τους. Η σύμπραξη με αυτούς δεν επιτρέπει στη χώρα να ακολουθήσει μια άλλη ανεξάρτητη πορεία, με ισότιμες σχέσεις και συνεργασίες και με άλλους πόλους και την καθιστά μέρος του προβλήματος. Είναι επομένως μια πολιτική επικίνδυνη. Στην πραγματικότητα, διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου μια χώρα που ακόμη πληρώνει το κόστος των μνημονίων, που υφίσταται συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας, διαλέγει συμμαχίες που αυξάνουν τους κινδύνους, τις απειλές αλλά και το κόστος σε βάρος του λαού αφού οι «σύμμαχοι» παίρνουν σε αντάλλαγμα νέα εξοπλιστικά προγράμματα και εξυπηρετήσεις.

7. Το «Μνημόνιο» Τουρκίας-Λιβύης αποτελεί επιθετική κίνηση της κυβέρνησης Ερντογάν ενάντια στον ελληνικό λαό, αλλά και στους λαούς συνολικά της περιοχής, για τα συμφέροντα της τουρκικής άρχουσας τάξης. Αμφισβητεί ευθέως την υφαλοκρηπίδα μεγάλων ελληνικών νησιών, κλιμακώνει τους αστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα φέρνει πιο κοντά την απειλή στρατιωτικών επεισοδίων με κίνδυνο γενικότερης πολεμικής ανάφλεξης, τόσο στη Λιβύη (όπου οι εξελίξεις όξυναν εκ νέου την εμφύλια αντιπαράθεση) όσο και ευρύτερα. Η κίνηση της Τουρκίας είναι μια επιθετική κίνηση. Αναλογεί στην αίσθηση πραγματικής ισχύος που έχει και στο ότι θεωρεί ότι της αναλογεί άλλη θέση. Με όρους αστικής διαχείρισης της εξουσίας η ελληνική κυβέρνηση και η διπλωματία ευρύτερα ήταν απροετοίμαστες. Γνώριζαν ότι ο αδύναμος κρίκος ήταν η Λιβύη, πίστεψαν δήθεν διαβεβαιώσεις και τώρα απλώς τρέχουν κατόπιν εορτής, την ώρα που η Τουρκία έχει ένα τετελεσμένο στα χέρια της, που ανεξαρτήτως έννομης ισχύος αντικειμενικά κάνει την περιοχή διαφιλονικούμενη. Την ίδια ώρα που η ελληνική πλευρά ταλαντευόταν πάντα να χαράξει ΑΟΖ εκεί. Επειδή εάν θεωρήσει ότι τα νησιά έχουν παντού και πάντα πλήρη δικαιώματα η έκταση που αναλογεί είναι τεράστια και ξέρει με βάση και τη νομολογία ότι αυτό δεν θα έστεκε (είναι απίθανο π.χ. δικαστήριο να έδινε πλήρη ΑΟΖ στο Καστελόριζο ή στη Γαύδο). Η ελληνική πλευρά πάντοτε ήλπιζε ότι θα γινόταν διαπραγμάτευση πιθανώς και με προσφυγή στη Χάγη. Η Τουρκία αντιθέτως προτιμούσε πρώτα να κατοχυρώσει τις αξιώσεις της και μετά να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Σε αυτή την ταλάντευση η Ελλάδα οχυρωνόταν πάνω στο δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα (εξ ου και η άτυπη γραμμή ότι δεν επιτρέπει σεισμικές έρευνες αλλά τις απλώς ωκεανογραφικές τις «επιτηρούμε») που με βάση το διεθνές δίκαιο υπάρχει ούτως ή άλλως, αποφεύγοντας ή μην επιταχύνοντας τη χάραξη ΑΟΖ ανατολικά της Κρήτης, που απαιτεί και τυπική ανακήρυξη και σαφή οριοθέτηση με βάση διμερείς συμφωνίες (άρα και δυσκολίες π.χ.με την Αίγυπτο). Επιπλέον, η ελληνική πλευρά επικέντρωσε σε συμμαχίες που έχουν όρια την ώρα που μικρή προσπάθεια έκανε να ενισχύσει σχέσεις με άλλες χώρες που μπορεί να ασκήσουν κάποια πίεση και επιρροή στην Τουρκία (π.χ. τη Ρωσία). Και πλέον βρίσκεται σε μία κατάσταση που η Τουρκία αμφισβητεί επίσημα μέσω του Μνημονίου με τη Λιβύη κυριαρχικά δικαιώματα όπως την υφαλοκρηπίδα μεγάλων ελληνικών νησιών (Κρήτη, Ρόδος κλπ.) και την ΑΟΖ και διακηρύσσει τη δική της ΑΟΖ σε κοντινή απόσταση από αυτά. Αυτό είναι μια καταδικαστέα στάση ακριβώς γιατί απειλεί την ειρήνη.

8. Αυτή η συνθήκη διαμορφώνει έναεπικίνδυνο τοπίο για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην περιοχή και θέτει στο προσκήνιο την ανάγκη να λαμβάνονται διαρκώς κινηματικές πρωτοβουλίες αντιπολεμικής παρέμβασηςαναδεικνύοντας αιχμές όπως:

α) η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο, και κυρίως η αντίθεση στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) που αφενός είναι ο ισχυρότερος και πιο επιθετικός ιμπεριαλιστικός πόλος διεθνώς και αφετέρου ο πόλος στον οποίο εντάσσεται και η χώρα μας, αλλά και η ανάδειξη του επιθετικού ρόλου του Ισραήλ στην περιοχή και των κινδύνων που εγκυμονεί η συμμαχία μαζί του,

β) η αποκάλυψη του ρόλου και η πάλη κατά των προσπαθειών των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων να συνάψουν συμμαχίες και να παρέχουν διευκολύνσεις σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σχέδια (σε βάσεις, ειδικά ενάντια στη νέα συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ, ή στρατιωτική συμμετοχή ή βοήθεια βλ. αποστολή πυραύλων Patrion σε Σ.Αραβία, δηλώσει για πιθανή βοήθεια στις δυνάμεις του Χαφτάρ στη Λιβύη),

γ) η ανάδειξη των συμφερόντων και του τυχοδιωκτικού ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή και της διαχρονικής επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης και ο χαρακτήρας του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού από μία σκοπιά που διαχωρίζεται τόσο από τον αστικό «πατριωτισμό» και εθνικισμό όσο και από τον αστικό ή «διεθνιστικό» (εντός της αριστεράς) κοσμοπολιτισμό.

9. Η δική μας αντίληψη ορίζεται από τις ακόλουθες βασικές αρχές:

– Αντιμετωπίζουμε τα έθνη-κράτη ως αποτέλεσμα, σε τελική ανάλυση, των όρων ανάδυσης και επέκτασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τα έθνη προκύπτουν μέσα από μια διαδικασία κοινωνικής παραγωγής που σχετίζεται με την ανάδυση αστικών τάξεων και την προοπτική διαμόρφωσης εθνικών κρατών. Δεν υπάρχουν προαιώνιες εθνικές ταυτότητες, η «εθνική συνέχεια» αποτελεί ιδεολογική κατασκευή εντός της εθνικής αστικής ιδεολογίας. Ωστόσο, αυτό δεν μειώνει τη δραστικότητα της εθνικής ιδεολογίας και το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν εθνική ταυτότητα.

– Η άνιση ανάπτυξη, ως δομική πλευρά της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, και οι διαφορετικές ιστορίες ταξικών αγώνων σημαίνουν ότι παρά την ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, τα έθνη-κράτη αποτελούν το βασικό πεδίο αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, άρθρωσης της ηγεμονίας της πάλης των τάξεων και ξεδιπλώματος της ταξικής πάλης.

– Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ο ιμπεριαλισμός αποτελούν κρίσιμη δυναμική της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και πεδίο όπου αρθρώνεται η ηγεμονία της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα όμως η ίδια η άνιση ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των διαφορετικών σχηματισμών διαμορφώνει τόσο τους όρους του ανταγωνισμού και των συγκρούσεων εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας όσο και την παράλληλη δυναμική της ρήξης από τη μεριά των υποτελών τάξεων. Με αυτή την έννοια, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια αντικειμενική τάση προς την υπέρβαση των εθνών-κρατών. Αντίθετα, οι απόψεις που κατά καιρούς υποστήριξαν τον αντικειμενικό και αναπόδραστο χαρακτήρα της διεθνοποίησης ή της «παγκοσμιοποίησης» συνήθως, παρά τη διεθνιστική φρασεολογία, κατέληγαν σε δεξιές μετατοπίσεις (π.χ. σε θέσεις αριστερού ευρωπαϊσμού).

– Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε επαναστατικό προτσές αναγκαστικά θα διεξαχθεί σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, μέσα από την ειδική και επικαθορισμένη συμπύκνωση αντιφάσεων σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό που τον καθιστούν δυνητικά «αδύναμο κρίκο». «Παγκόσμια επανάσταση» δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που μπορεί να υπάρξει είναι μια αλυσίδα επαναστατικών προτσές όπου η νικηφόρα ρήξη σε έναν κρίκο θα λειτουργεί ως παράδειγμα και για τους άλλους. Γι’ αυτό και για την άρθρωση μιας επαναστατικής στρατηγικής αποκτούν ξεχωριστή σημασία οι αντιθέσεις που αφορούν την ένταξη ενός κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές σύστημα.

– Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά στρατηγική σημασία για όποιον αναφέρεται στην προοπτική του σοσιαλισμού η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή η επιδίωξη ρήξης και αποδέσμευσης ενός κοινωνικού σχηματισμού από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και συνολικά από τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές του ιμπεριαλισμού και του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας όχι μόνο πρέπει να γίνεται παράλληλα με την πάλη κατά του κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας αλλά στην πραγματικότητα την προϋποθέτει.

– Η διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία. Αντίθετα προϋποθέτει ανελέητο αγώνα κατά του εθνικισμού και του σοβινισμού όπως και κατά του ρατσισμού, πρώτα και κύρια της δικής μας αστικής τάξης αλλά και των αστικών τάξεων των υπόλοιπων χωρών. Το αίτημα της ανεξαρτησίας συνδυάζεται με τον προλεταριακό διεθνισμό, που σημαίνει αλληλεγγύη και φιλία προς τους άλλους λαούς, αλλά και οικοδόμηση στο εσωτερικό της χώρας της ενότητας του λαού, δηλαδή των υποτελών τάξεων, και πρώτα και κύρια της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή, εθνικότητα και θρησκεία. Στην πλαστή «εθνική ενότητα» των αστικών τάξεων αντιπαραθέτουμε την ενότητα του λαού μέσα στον αγώνα. Ειδικά στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, όπου οι υποτελείς τάξεις τείνουν να είναι πολυεθνικές, αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα η οικοδόμηση της ενότητάς τους στη βάση της κοινής συνθήκης καταπίεσης και εκμετάλλευσης που υφίστανται, άρα η οικοδόμηση της λαϊκής ενότητας και όχι μιας επίπλαστης «εθνικής ενότητας». Αυτό εξηγεί γιατί σήμερα η πάλη κατά του ρατσισμού, όπως και η αλληλεγγύη και ο κοινός αγώνας με πρόσφυγες/προσφύγισσες και μετανάστες/μετανάστριες, αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα.

– Η στάση όσων αναφέρονται στη ριζοσπαστική αριστερά έναντι του πολέμου ορίζεται από την αναγνώριση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων που οδηγούν σε αυτόν. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τον πόλεμο πρώτα και κύρια ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, γι’ αυτό και από θέση αρχής πρέπει να αρνούμαστε να ταυτιστούμε με τις πολεμοκάπηλες πολιτικές των αστών, βάζοντας ως πρώτιστο καθήκον την πάλη κατά του πολέμου ή εάν ξεσπάσει το μετασχηματισμό του σε επαναστατικό πόλεμο, με τον τρόπο που μας δείχνει και το παράδειγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Την ίδια στιγμή, η ίδια η εξέλιξη και ιστορία του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος δείχνει ότι υπάρχουν και μορφές πολέμου, που περιλαμβάνουν και αστικές δυνάμεις, που είναι δίκαιοι (ή έχουν και δίκαιες πλευρές) όπως είναι οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι ή όπως ήταν η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα. Όμως, ακόμα μέσα σε τέτοιους πολέμους πρέπει να μην υποστείλουμε τη σημαία του ταξικού αγώνα, να μην υποτασσόμαστε στις επιλογές των αστικών τάξεων και να παλεύουμε για την ηγεμονία της εργατικής τάξης και των υποτελών τάξεων.

– Κάθε πόλεμος ή σύγκρουση φέρνει το επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα αντιμέτωπο με σημαντικές προκλήσεις. Ειδικά ως προς το θέμα της υπεράσπισης της πατρίδας, διαμορφώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα μέσα από την ιστορική εμπειρία των κινημάτων μια συγκεκριμένη τοποθέτηση. Σύμφωνα με αυτήν, όταν σε οριακές στιγμές η αστική τάξη συνθηκολογεί, με βάση τον ταξικό κυνισμό της, και αποδέχεται ή συμβιβάζεται με μορφές κατοχής και πετάει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες όχι μόνο πρέπει να τη σηκώσουν, αλλά αυτό τους δίνει και τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της αστικής τάξης και να καταστήσουν την εργατική τάξη «ηγέτιδα δύναμη του έθνους» ανοίγοντας τον δρόμο για το πέρασμα από τη διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας στην πάλη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

– Όταν μιλάμε για υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, μιλάμε πρώτα και κύρια για το δικαίωμα των εργαζομένων και των υποτελών τάξεων σε μια χώρα να μην υποστούν «διπλή κατοχή» και άρα να συνεχίσουν να ζουν, να εργάζονται, να αγωνίζονται και να παλεύουν για τον σοσιαλισμό στον τόπο όπου ζουν. Αυτό δεν έχει σχέση με τη στήριξη επιθετικών ενεργειών ή λογικώναξιοποίησης «θερμών επεισοδίων» χάριν διαπραγματεύσεων ή συγκρούσεωνπου επίδικο έχουν την υπεράσπιση των επενδύσεων πολυεθνικών.

10.Η τοποθέτησή μας αυτή έρχεται να οριοθετηθεί από δύο απόψεις:

– Την άποψη του αφηρημένου διεθνισμού κα των παραλλαγών του ντεφαιτισμού, που δεν αντιλαμβάνονται την κεντρικότητα της άνισης ανάπτυξης και τη σημασία του σχήματος του «αδύναμου κρίκου», υποτιμούν την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού, δεν κάνουν πολεμική ενάντια σε κάθε εθνικισμό και αφήνουν τις εθνικιστικές απόψεις και την ακροδεξιά να καπηλεύονται την «υπεράσπιση της πατρίδας».

– Το εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία, που όταν ηγεμονεύει σε αριστερές ή προοδευτικές δυνάμεις υποτιμά την ταξική διάσταση, δεν ιεραρχεί ως πρώτη προτεραιότητα την αποτροπή του πολέμου, αφήνει χώρο στον σοβινισμό και τον ρατσισμό και στην πραγματικότητα επιτρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων οι αστικές δυνάμεις και η ακροδεξιά.

11. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που αναλαμβάνουμε συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα στην περίοδο, καθήκοντα που θα εξυπηρετήσουμε μέσα από τη δράση μας στον Πανελλαδικό Αντιπολεμικό Κινηματικό Συντονισμό (Π.Α.Κ.Σ.) και στα σχήματα στους κοινωνικούς χώρους που παρεμβαίνουμε:

Πρώτος στόχος πρέπει να είναι η αποτροπή του πολέμου. Στη σημερινή συγκυρία και με τον δοσμένο συσχετισμό, πολεμική σύρραξη θα αξιοποιηθεί για δεξιά στροφή, αυταρχική σκλήρυνση και συντηρητική αναδίπλωση. Γι’ αυτό και χρειάζεται μέτωπο στις πολεμοκάπηλες και πατριδοκάπηλες απόψεις. Άρα κεντρικό σύνθημα πρέπει να είναι το ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ – ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ – ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ – ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ.

– Η τοποθέτηση αυτή δεν πρέπει να στηρίζεται πάνω στην κατασκευή μιας εικόνας ότι δεν υπάρχει επιθετικότητα από τη μεριά του τουρκικού κράτους ως εκπροσώπου του αστικού συνασπισμού εξουσίας στην Τουρκία, αλλά στην αναγνώριση και καταδίκη της τουρκικής επιθετικότητας, με ταυτόχρονη επιμονή ότι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο σύμμαχοί μας στην πάλη για την ειρήνη είναι ακριβώς όσες και όσοι αντιπαλεύουν της κυρίαρχες τάξεις και τις πολιτικές τους στην Τουρκία: τα κινήματα, η αριστερά, το κουρδικό κίνημα. Γι’ αυτό και παλεύουμε για την οικοδόμηση αντιπολεμικού κινήματος και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.

– Η καταδίκη της τουρκικής επιθετικότητας απαιτεί ταυτόχρονα σαφή καταδίκη και κάθε τυχοδιωκτισμού ή πιθανής «όξυνσης» από την ελληνική πλευρά. Ο λαός μας έχει πληρώσει ακριβά στο παρελθόν τέτοιους τυχοδιωκτισμούς και γι’ αυτό χρειάζεται μέτωπο σε όσους οραματίζονται «θερμά επεισόδια» προς όφελός μας ή ακόμα χειρότερα σε αυτούς που τα οραματίζονται ώστε στο τέλος να γίνουμε εμείς οι τοποτηρητές των ΗΠΑ την περιοχή. Η οριοθέτηση αυτή χρειάζεται ακόμα και αν η κύρια αστική γραμμή πλέον είναι η γραμμή του συμβιβασμού με πιθανή κοινή προσφυγή στο δικαστήριο της Χάγης.

– Ανεξαρτήτως της στάσης που θα κληθούμε να επιλέξουμε στη στιγμή μιας τέτοιας σύγκρουσης, η κριτική στη στάση και της δικής μας αστικής τάξης είναι απαραίτητη, οριοθετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού από τα ιδιοτελή συμφέροντα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών και προετοιμάζει την πάλη ενάντιαά τους παρεμβαίνοντας μέσα στις λαϊκές μάζες.

– Σήμερα επίδικο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αλλά και των συγκρούσεων ανάμεσα σε αστικές τάξεις γίνονται τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και οι ενεργειακοί αγωγοί. Οι όροι εκμετάλλευσής τους που προτείνονται περιλαμβάνουν την εκχώρησή τους σε πολυεθνικές εταιρείες σε συνεργασία με τις ντόπιες ολιγαρχίες. Εάν συνυπολογίσουμε τις τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχει η συνεχιζόμενη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την κρισιμότητα του ζητήματος πλέον της κλιματικής αλλαγής, είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να είμαστε θετικοί σε φαραωνικά έργα εξορύξεων που θα γίνουν προς όφελος πολυεθνικών και εις βάρος των λαών και του περιβάλλοντος. Και φυσικά, παρότι τα κυριαρχικά δικαιώματα περιλαμβάνουν σαφώς και πλουτοπαραγωγικούς πόρους, δεν είναι υπέρ του λαού πολεμικές συρράξεις για τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των ντόπιων συνεργατών τους.

– Στον βαθμό που η πρόσδεση της χώρας μας –όπως και της Τουρκίας– στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς έχει αποτελέσει παράμετρο που φέρνει τον πόλεμο πιο κοντά, επιτείνοντας τους ανταγωνισμούς, και στον βαθμό που η πρόσδεση της Ελλάδας στον άξονα με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ μάς καθιστά μέρος του προβλήματος, μας εμπλέκει σε συγκρούσεις και ανταγωνισμούς και με την Τουρκία και άρα ενέχει κινδύνους, επιβάλλεται η μπει μπροστά η πάλη για την έξοδο-αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και για τον εξοβελισμό των αμερικανικών και νατοϊκών βάσεων από τη χώρα μας ως προϋπόθεση μιας άλλης ανεξάρτητης πολιτικής.

– Η πάλη κατά των μνημονίων, ο αγώνας για την έξοδο από την επιτροπεία, για την έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. και την εφαρμογή μιας πραγματικά φιλολαϊκής πολιτικής σε σοσιαλιστική κατεύθυνση αποτελεί σήμερα την αναγκαία συνθήκη για να ανακτήσουμε πραγματικά τη λαϊκή κυριαρχία, να πάρουν τα ηνία οι δυνάμεις της εργασίας και να αλλάξει συνολικά ο προσανατολισμός της χώρας. Μια τέτοια συνθήκη στην πραγματικότητα θα αποτελούσε και την καλύτερη «άμυνα», εφόσον οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο, είτε Έλληνες/Ελληνίδες είτε μετανάστες/μετανάστριες και πρόσφυγες/προσφύγισσες, θα είχαν πραγματικά κάτι να υπερασπιστούν.

– Υπό αυτό το πρίσμα, εντάσσουμε το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Υπό αυτό το πρίσμα εξετάζουμε και τη στάση μας σε ενδεχόμενο σύρραξης, με κριτήριο πάντα την επαφή και την παρέμβαση στις λαϊκές μάζες. Ιστορικά, η στάση αυτή έχει πάρει διάφορες μορφές (αντιπολεμική παρέμβαση μες στον στρατό σε περίπτωση επιθετικού πολέμου, υπεράσπιση της πατρίδας σε περίπτωση εθνικοαπελευθερωτικού-αντικατοχικού αγώνα κ.λπ.). Εκτιμούμε ότι αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσουμε είναι ένα ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» με σκοπό την κατοχύρωση θέσεων για πιο επιθετική διαπραγμάτευση στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, που απαιτεί κυρίως ανάδειξη της αντιπολεμικής στάσης τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκειά του παρ’ όλη την πίεση που θα δεχτεί η αριστερά και το κίνημα από τις αστικές δυνάμεις. Δηλαδή, σαφής προτεραιότητα είναι το «όχι στον πόλεμο» και η προσπάθεια συντονισμού των αντιπολεμικών φιλειρηνικών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων σε Ελλάδα και Τουρκία, κατά του πολέμου, υπέρ της ειρήνης και ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Εκτιμούμε, όμως, ότι σε αυτή την κατεύθυνση είναι λάθος να ενστερνιστούμε εκ των προτέρων και ως μόνη μορφή απεύθυνσης κλασικά «ντεφαιτιστικά» συνθήματα («Δεν πολεμάμε ποτέ και για κανέναν»), ακριβώς γιατί δεν μπορεί να εξυπηρετήσει μια γραμμή που κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να συνδυάζει την οριοθέτηση από τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην Ελλάδα, την αποκάλυψη και τη σαφή καταδίκη κάθε επιθετικής ενέργειας από όποια πλευρά κι αν προέλθει, την αναγκαία παρέμβαση εντός του στρατεύματος σε κάθε περίπτωση και τη σαφή τοποθέτηση υπέρ της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας.

– Στόχος πρέπει να είναι η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας και μιας άλλης «εξωτερικής πολιτικής», που σημαίνει χώρα δίχως ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις, ικανή να οικοδομεί σχέσεις στις βάσεις της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της συνεργασίας. Δεν σημαίνει αυτό ούτε αναζήτηση νέων προστατών ή ένταξη σε άλλα «στρατόπεδα». Το ότι η Ελλάδα χρειάζεται να έχει καλύτερες σχέσεις με χώρες όπως η Ρωσία ή το Ιράν και συνολικά μια άλλη πολιτική δεν σημαίνει πως πρέπει να ενταχθεί στη ρωσική επιρροή ούτε παραβλέπει ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση με μια καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική χώρα έχουμε να κάνουμε. Γι’ αυτό και πρέπει παράλληλα να διεκδικούμε την οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης με αγωνιζόμενα κινήματα στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού.

Διεκδικούμε:

- Την ειρήνη, τη φιλία και τη διεθνιστική συνεννόηση μεταξύ των λαών, ειδικά Ελλάδας και Τουρκίας, ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική επαναχάραξη των συνόρων και στην πολιτική των κυβερνήσεών τους.

- Αποχώρηση από τον άξονα «3 συν 1» με Ισραήλ και Κύπρο υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ.

- Καμία εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς και αστικούς ανταγωνισμούς για τη μοιρασιά των σφαιρών επιρροής, αγώνας για έξοδο από ΝΑΤΟ και ΕΕ, έξω οι βάσεις του πολέμου.

- Απόκρουση των προκλήσεων της τουρκικής κυβέρνησης, καμία πρόκληση από πλευράς της Ελλάδας.

- Ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο και τη φιλική συνεννόηση των λαών Ελλάδας-Τουρκίας.

- Υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων από τον ίδιο το λαό και σε συμμαχία με τους άλλους λαούς.

- Ο ορυκτός πλούτος ανήκει στους λαούς – όχι στις εξορύξεις των πολυεθνικών, στη ληστρική εκμετάλλευση και την περιβαλλοντική καταστροφή. Όχι στον πόλεμο για τα κέρδη των πολυεθνικών.