Α.Ένας κόσμος σε μετάβαση

1. Βρισκόμαστε σε μία εποχή μεγάλων ανακατατάξεων διεθνώς και εγχώρια, στο κοινωνικό υπόδειγμα και τα πολιτικά συστήματα, σε μία εποχή κρίσης και όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ τάξεων, χωρών, ιδεολογιών. Σε αυτή την εποχή οι εναλλακτικές οδοί για τις κοινωνίες διευρύνονται εφόσον το κυρίαρχο κοινωνικό υπόδειγμα καταρρέει. Και για αυτό γεννιούνται σοβαροί κίνδυνοι, αλλά και πιθανές ευκαιρίες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και την κομμουνιστική προοπτική. Το 2010 κωδικοποιήσαμε την εποχή που εγκαινιάστηκε με την κρίση του 2008 ως εποχή εξεγέρσεων, αλλά είναι εμφανές πλέον ότι είναι και εποχή των τεράτων. Το πρόσφατο παράδειγμα της εξέγερσης των Κίτρινων Γιλέκων και η σημαντική ανασυγκρότηση και άνοδος της ακροδεξιάς παγκόσμια είναι ενδεικτικά για αυτό. Όψη της είναι και η αναβαθμισμένη όξυνση των κοινωνικών και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και η ανάφλεξη σε νέες εστίες έντασης. Η αδυναμία των δυτικών οικονομιών να ανασυνταχθούν επαρκώς από την κρίση του 2008 και να ξεφύγουν από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η απειλή μίας νέας ύφεσης παγκόσμια αποτελούν το οικονομικό υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων.

2. Η οπτική συνολικά για την εποχή στην οποία μπήκαμε μετά το 2008, μία εποχή αλλαγής υποδείγματος όπως αναφέραμε, είναι χρήσιμη και για να διευρύνουμε τη ματιά μας στρατηγικά. Εξυπηρετεί την ανάγκη να ξεφύγουμε από μία απλή ανάλυση της βραχυπρόθεσμης συγκυρίας όπου υπόρρητα κυριαρχούν και κριτήρια ανάλυσης της προηγούμενης περιόδου. Αναλύουμε την κοινωνική και πολιτική συγκυρία για να εκπονούμε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη τακτική. Την αναλύουμε, όμως, υπό το πρίσμα της ευρύτερης εποχής που βρισκόμαστε, αφού αυτή θέτει το πλαίσιο για τον ορισμό της στρατηγικής κίνησής μας. Η εποχή που ζούμε διαδέχτηκε την εποχή της μεταπολεμικής κεϋνσιανής καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Δύση και των εθνικοαπελευθερωτικών αντιαποικιακών αγώνων στην περιφέρεια (από τον πόλεμο μέχρι και την κρίση του ’74 πρακτικά) και την εποχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70. Μία ηγεμονία που διευρύνθηκε γεωγραφικά και πολιτικά με την πτώση της ΕΣΣΔ και των ανατολικών καθεστώτων μετά το ’89, εντάσσοντας το «ανατολικό μπλοκ» στον καπιταλιστικό κόσμο και αξιοποιώντας ένα νέο πεδίο για την επέκταση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τη διεύρυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτή η κατάρρευση του ’89 βαραίνει ακόμα στις συνειδήσεις των εργαζόμενων τάξεων και των λαών διαμορφώνοντας ένα δυσμενές συσχετισμό πολιτικά και ιδεολογικά για την κομμουνιστική ιδεολογία και προοπτική.

3. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης η παγκόσμια οικονομία είναι σε μία τροχιά εύθραυστης ανάκαμψης. Εύθραυστης ακριβώς επειδή δεν έχει αναιρεθεί το υπόβαθρο των τάσεων υπερσυσσώρευσης που βγήκαν εκρηκτικά στο προσκήνιο στην κρίση του 2007-2008 που παραμένει ενεργό. Η κερδοφορία των επιχειρήσεων υπολείπεται σημαντικά του ρυθμού επέκτασης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, όπως αποτυπώνεται στην άνοδο των χρηματιστηρίων και στην εκ νέου υπερδιόγκωση του χρέους παγκοσμίως (που πλέον είναι περίπου στο 320% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Η μη ανάκτηση ρυθμών αύξησης της κερδοφορίας αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αλλά και την αδυναμία, μέχρι στιγμής, μετάβασης σε ένα νέο τεχνολογικό και κοινωνικό υπόδειγμα που να εγγυάται μεσοπρόθεσμες αυξήσεις της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας. Κι αυτό παρά το συνεχιζόμενο βάθεμα της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, τις πολιτικές λιτότητας, τη διατήρηση όχι απλώς εφεδρικών στρατών εργασίας αλλά έως και «πλεοναζόντων πληθυσμών» σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτοί οι παράγοντες συσσωρεύουν τα υλικά για νέα τοπικά κρισιακά επεισόδια (βλ. Αργεντινή, Τουρκία μες το 2018) και προοπτικά και γενικευμένη παγκόσμια υποτροπή (την πιθανότητα και το χρόνο της οποίας βέβαια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει). Η ανησυχία για αυτά αποτυπώνεται και στις εκθέσεις μεγάλων οικονομικών οργανισμών (π.χ. ΔΝΤ).

4. Η αδυναμία εκκαθάρισης των μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων οδηγεί σε αντικρουόμενες τάσεις, μία τάση νεοφιλελεύθερης φυγής προς τα εμπρός τόσο στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών όσο και σε διεθνές επίπεδο και μία τάση ήπιας επαναφοράς προστατευτικών πρακτικών έναντι των κύριων διεθνών ανταγωνιστών. Αυτές οι τάσεις εκφράζουν την σχετική όξυνση ενδοαστικών αντιθέσεων σχετικά με το μίγμα οικονομικής πολιτικής ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα αστικών μερίδων και των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που διαμορφώνουν. Στον ένα πόλο εντάσσονται οι ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες δυνάμεις που εκφράζουν τις πιο εξωστρεφείς αστικές μερίδες και υπερασπίζονται το υπόδειγμα της «παγκοσμιοποίησης» με τις πιο απελευθερωμένες ροές κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπων διεθνώς. Και στον άλλο πόλο εντάσσονται οι αναδυόμενες συστημικές συντηρητικές δεξιές και ακροδεξιές αστικές δυνάμεις που, ενώ υπερασπίζονται τη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση στο εσωτερικό των χωρών, διεκδικούν μεγαλύτερους βαθμούς προστασίας έναντι των διεθνών ανταγωνιστών. Αυτή η ένταση γεννά μία διαίρεση μέσα στο αστικό μπλοκ δυνάμεων, με την δεύτερη πλευρά (τη συντηρητική δεξιά – ακροδεξιά, έως και φασιστική σε μειοψηφικές όψεις ακόμα) να προβάλλεται και ως «αντισυστημική» ακριβώς επειδή δεν είναι ακόμα μέρος της κυρίαρχης συναίνεσης που διαμορφώνεται στην αστική πολιτική. Η αδυναμία της ριζοσπαστικής και ειδικά της κομμουνιστικής αριστεράς να αμφισβητήσει επαρκώς την «παγκοσμιοποίηση» και τις πολιτικές του κεφαλαίου αφήνει αντικειμενικά πολιτικό χώρο σε αυτές τις δυνάμεις.

5. Τα φαινόμενα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου και της κρίσης υπερσυσσώρευσης μετά το 2008 αποτυπώνονται με άνισο τρόπο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, όπως δείχνουν οι διαφορετικοί ρυθμοί ανάπτυξης στους διαφορετικούς κόμβους της από το 2000 έως σήμερα. Αυτές οι μεταλλαγές του διεθνούς οικονομικού συσχετισμού είναι το υλικό υπόβαθρο της όξυνσης και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που παρατηρούμε. Ενδεικτικά, στην περίοδο 2000-2014 το μερίδιο (στο παγκόσμιο ΑΕΠ) του ΑΕΠ των G7 μειώθηκε από το 65,6% στο 45,7% (και ειδικότερα: των χωρών της ΟΝΕ από 19,5% σε 17,2%, της Ιαπωνίας από 14,2% σε 5,9% και των ΗΠΑ από 31,1% σε 22,4%). Στην ίδια περίοδο, το μερίδιο (στο παγκόσμιο ΑΕΠ) του ΑΕΠ των BRICS αυξήθηκε από το 8,2% στο 21,8% (με βασικό μοχλό την Κίνα, το μερίδιο της οποίας αυξήθηκε από 3,6% σε 13,4%, όση δηλαδή ήταν περίπου η μείωση του αντίστοιχου μεριδίου των ΗΠΑ). Στην ίδια περίοδο επίσης, το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των μεγάλων δυτικών δυνάμεων περίπου διπλασιάστηκε (πλην της Ιαπωνίας που μειώθηκε λίγο) ενώ των BRICS πενταπλασιάστηκε (και της Κίνας και της Ρωσίας ειδικότερα επταπλασιάστηκε). Ακόμα, λοιπόν, και αν η κρίση ξεπερνιόταν σήμερα, οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν βγαίνουν στην ίδια θέση και ιεραρχία που είχαν πριν από αυτή. Και αυτό ακριβώς περιγράφει το διεθνές τοπίο που βλέπουμε: αναδυόμενες δυνάμεις να προσπαθούν δειλά να κατοχυρώσουν τις νέες θέσεις που κατακτούν και τις παλιότερες (δυτικές) δυνάμεις, με προεξάρχουσα τις ΗΠΑ, να επιχειρούν να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Σημαντικό ρόλο στο ξεδίπλωμα αυτής της έντασης παίζει και η στρατιωτικοπολιτική ισχύς με τις ΗΠΑ να εξακολουθούν να έχουν συντριπτική υπεροπλία, αλλά με έναν πιθανό ρωσοκινεζικό άξονα να προβάλλει πλέον ως εν δυνάμει ανταγωνιστικός, αξιοποιώντας την οικονομική δυναμική της Κίνας (που ταυτόχρονα αναβαθμίζεται συνεχώς και στρατιωτικά) και τη στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ της Ρωσίας. Ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλιστικός άξονας και κυρίως οι ΗΠΑ, που επιχειρούν να θωρακιστούν προληπτικά έναντι των δυνητικών ανταγωνιστών τους, παραμένουν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ειρήνη στην σημερινή εποχή και λαμβάνουν τις κύριες πρωτοβουλίες αποσταθεροποίησης σε περιοχές του κόσμου (Συρία, Ουκρανία, Λατινική Αμερική, εντάσεις στη Θάλασσα της Κίνας κλπ.).

6. Δεν μιλάμε για το «τέλος της παγκοσμιοποίησης» αλλά για μία μορφή εμφάνισης των εγγενών ανταγωνιστικών τάσεων που διαπερνούν την ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Στη συγκυρία αποτυπώνεται η προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης βασικών μερίδων του αμερικανικού κεφαλαίου στον ανταγωνισμό με το κινεζικό κεφάλαιο αλλά και ευρωπαϊκά κεφάλαια και αναδιαπραγμάτευσης του συνολικού συσχετισμού μέσα στα σύνθετα δίκτυα παραγωγής και κυκλοφορίας. Η ύπαρξη διαφορετικών προτάσεων για την αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος αποτυπώνει και ότι βρισκόμαστεσε μια μεταβατική φάση όπου η αμερικανική ηγεμονία διατηρείται αλλά μεσοπρόθεσμα σωρεύονται όροι για την αμφισβήτησή της. Την ίδια στιγμή με το τέλος των πολιτικών της «ποσοτικής χαλάρωσης» (και την άνοδο των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ που συνδυάζεται με μία επιθετική πολιτική φοροελαφρύνσεων και κινήτρων του Τραμπ υπέρ του κεφαλαίου) αποτυπώνεται μια ολοένα και μεγαλύτερη τάση μεταφοράς κεφαλαίων από περιφερειακές αγορές προς τις κεντρικές (και ειδικά τις ΗΠΑ). Κάτι που ενέχει τον κίνδυνο και νέων επεισοδίων κρίσης χρέους σε περιφερειακούς σχηματισμούς (βλ. Τουρκία, Αργεντινή). Η ανατίμηση του δολαρίου λόγω αυτών των πολιτικών μαζί με μία συνειδητή πολιτική σχετικής εμπορικής προστασίας και μετακύλισης πιέσεων και μέρους του κόστους της κρίσης σε άλλους ανταγωνιστές της περιφέρειας έχουν ως αποτέλεσμα και την επιλογή των «εμπορικών πολέμων». Οι «εμπορικοί πόλεμοι» εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο όξυνσης των ανταγωνισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και αφορούν σε τελική ανάλυση το ερώτημα της ηγεμονίας.

7. Σε αυτό το πεδίο εντεινόμενων αντιθέσεων, οι οικονομικές ολοκληρώσεις δείχνουν να είναι ο μεγάλος ασθενής της εποχής μας, και ειδικά η πιο προχωρημένη, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ ήδη έχουν επαναδιαπραγματευθεί επιθετικά τους όρους εμπορικών συμφωνιών (NAFTA, ΤPP). Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να δείξει εικόνα κανονικότητας αλλά οι αντιφάσεις οξύνονται. Είναι ενδεικτικό π.χ. ότι οι χώρες της ΕΕ ανέκτησαν κατά μέσο όρο το επίπεδο παραγωγής (ΑΕΠ) που είχαν το 2008 σε 6 χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ενώ η Γερμανία χρειάστηκε μόλις 3, οι χώρες της ΟΝΕ κατά μέσο όρο χρειάστηκαν 7 χρόνια και η Ελλάδα και η Ιταλία δέκα χρόνια μετά δεν το έχουν ανακτήσει ακόμα. Η ολοκλήρωση του Brexit μένει να φανεί με πόσους κραδασμούς (συναινετικά ή όχι) θα προχωρήσει. Και δεν αναιρεί τα προβλήματα που φέρνουν οι δομικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, τις οποίες οι δημοσιονομικές προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας απλώς επιτείνουν, ούτε το γεγονός ότι το ζήτημα του χρέους παραμένει ενεργό κύρια στην Ιταλική περίπτωση. Στην τελευταία οξύνεται η αντιπαράθεση με τις «αγορές» και τη γραφειοκρατία της ΕΕ που εντείνουν την πίεση προς τη νέα ιταλική κυβέρνηση με αφορμή το μέγεθος του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Το μέγεθος του ιταλικού χρέους, η έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών σε αυτό και γενικότερα το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας είναι σημαντικοί παράγοντες που αφήνουν ανοιχτό το εύρος και βάθος της σύγκρουσης και τους πιθανούς συμβιβασμούς. Η ιταλική κυβέρνηση δείχνει να επιχειρεί να κερδίσει χρόνο μέχρι τις ευρωεκλογές, όπου εκτιμά ότι θα αποτυπωθεί ένας πιο ευνοϊκός πολιτικός συσχετισμός για αυτή στο Ευρωκοινοβούλιο που ενδεχομένως θα μπορεί να πιέσει σοβαρά το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Πιθανή αποσταθεροποίηση της ιταλικής οικονομίας θα είναι παράγοντας αστάθειας συνολικότερα και αυτό λαμβάνεται υπόψη από κάθε πλευρά της αντιπαράθεσης. Είναι σαφές πάντως ότι η ντε φάκτο γερμανική «κυριαρχία» δεν μετατρέπεται σε ηγεμονία, κύρια εξαιτίας της απροθυμίας ανάληψης του κόστους αυτής, με αποτέλεσμα η ίδια η ΕΕ να έχει περισσότερο τη μορφή του γραφειοκρατικού «καισαρισμού» των δημοσιονομικών δεικτών και των «προγραμμάτων», παρά ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ, παρ’ όλες τις προσπάθειες αναβάθμισης των κοινών πρακτικών «άμυνας και ασφάλειας». Αυτό οδηγεί και σε στοιχεία κρίσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τρόπο που στις χώρες της διεύρυνσης εμφανίζονται αυταρχικές τάσεις που αμφισβητούν ακόμη και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Εκεί ηγεμονεύουν αστικές δυνάμεις της συντηρητικής δεξιάς - ακροδεξιάς τάσης. Ως αποτέλεσμα, την ώρα που οι χώρες του «κέντρου» αμφισβητούν την αυταρχική στροφή των χωρών της διεύρυνσης, οι ίδιες δεν έχουν κάτι να αντιπροτείνουν πέραν επίσης μιας ιδιαίτερα αυταρχικής και «πειθαρχικής» εκδοχής νεοφιλελευθερισμού που θωρακίζει τη διαδικασία ολοκλήρωσης έναντι της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μίας εκδοχής της οποίας ο Μακρόν θεωρήθηκε εμβληματικός εκφραστής το 2017 και τώρα, μόλις δύο χρόνια μετά και χάρη στην κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων, φαίνεται πολιτικά τελειωμένος.

8. Είναι σαφές ότι στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των «ηγεμονικών» σχηματισμών, η πολιτική κρίση παραμένει ενεργή. Η συναίνεση γύρω από το νεοφιλελευθερισμό και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σε αυτή την «πειθαρχική» και αυταρχική εκδοχή, διαμορφώνει μια τάση «αποστείρωσης» του πολιτικού σκηνικού από τις όποιες απαιτήσεις πλατιών κοινωνικών κομματιών. Μαζί με την ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση του «κοινωνικού κράτους» και την αυξανόμενη επισφάλεια, οδηγούν σε τάσεις αποστοίχισης από τα συστημικά κόμματα, κυρίως τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και τη χριστιανοδημοκρατία (ενδεικτικό ότι στη Γερμανία CDU/CSU και SPD είναι σε ιστορικά χαμηλά). Ενισχύουν έτσι ένα νέο κύμα ακροδεξιών σχηματισμών που συνδυάζουν τη «λαϊκιστική» ρητορική με έναν σκληρό νεοφιλελευθερισμό, με την ατζέντα της ακροδεξιάς, κυρίως ως προς το μεταναστευτικό. Η άνοδος τέτοιων ρευμάτων αποτυπώνει ταυτόχρονα το βάθος της γενικότερης πολιτικής κρίσης και την απουσία μιας πειστικής αριστερής ριζοσπαστικής διεξόδου. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιταλία όπου κυβερνά η ακροδεξιά Λέγκα (κερδίζοντας διαρκώς και σε απήχηση) μαζί με τα 5 Αστέρια, σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό που συνδυάζει στοιχεία ακροδεξιάς πολιτικής με τη σταδιακή ενσωμάτωση στον«ρεαλισμό» του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αυτά τα ρεύματα να αποτυπωθούν στις φετινές ευρωεκλογές με σοβαρή δυναμική, δεδομένης και της κρίσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, οι κυρίαρχες δυνάμεις της οποίας επιμένουν ευρωπαϊστικά και κάποιες (με πρωτοπόρο ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ) ανοίγουν τη συζήτηση για συμμαχίες και συγκλίσεις με τη σοσιαλδημοκρατία και τους πράσινους έναντι των συντηρητικών και ακροδεξιών δυνάμεων.

9. Σε αυτό το τοπίο αντιθέσεων, το ερώτημα του πολέμου είναι επίσης υπαρκτό με όρους εποχής, τόσο με τη μορφή περιφερειακών συγκρούσεων «δια αντιπροσώπων» που είναι ήδη παρόν (βλ. Συρία, Ουκρανία) όσο και με τη μορφή πιο συνολικών «θερμών» συγκρούσεων προοπτικά. Στο συγκεκριμένο ζήτημα οφείλουμε να υιοθετούμε μία πιο στρατηγική οπτική και όχι απλά έναν βραχυπρόθεσμο συγκυριακό εφησυχασμό με βάση τα δεδομένα μίας προηγούμενης περιόδου. Μία οπτική που θέτει το ζήτημα, διαμορφώνει κριτήρια και καθήκοντα αντιπολεμικής παρέμβασης ενάντια στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου διεθνώς και στη χώρα μας. Ακόμα περισσότερο επειδή βρισκόμαστε σε μία ευαίσθητη γωνιά του κόσμου που οι εστίες των αντιπαραθέσεων παραμένουν ενεργές. Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός οξύνεται, όπωςκαι η αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή για τους ενεργειακούς πόρους και την πολιτική ηγεμονία στη γεωστρατηγική διαχείριση. Η υπαναχώρηση των ΗΠΑ στη Συρία, η σχετική σταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ και η ασταθής τριμερής συνεννόηση (Ρωσία – Ιράν – Τουρκία) για την επόμενη μέρα στην περιοχή όπως και οι κινήσεις αναχαίτισης της αμερικανικής επιθετικότητας μέσω του καθεστώτος του Κιέβου στην Ουκρανία και την Κριμαία έχουν αναβαθμίσει το ρόλο της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή. Η Τουρκία δείχνει επίσης τάσεις και βούληση να λειτουργεί ως αυτόνομη περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη (προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων σε κουρδικές περιοχές στο Ιράκ και τη Συρία, παρέμβαση στα εσωτερικά της Συρίας, βάσεις σε Σομαλία και Κατάρ). Οι κινήσεις διαμόρφωσης, όμως, του επιθετικού άξονα Ισραήλ – Αιγύπτου – Κύπρου – Ελλάδας υπό τη σκέπη των ΗΠΑ κάθε άλλο παρά δείχνουν αποδοχή αυτών των δεδομένων. Η ευρύτερη μετατόπιση του στρατιωτικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην Ανατολή (συνέχεια της πολιτικής Pivot to Asia που εγκαινιάστηκε επί Ομπάμα) δείχνει επίσης το μεσοπρόθεσμο πλάνο των ΗΠΑ για ένταση της αντιπαράθεσης με την Κίνα που αποτελεί και τον κύριο οικονομικό ανταγωνιστή τους. Σε αυτό το τοπίο, το διαρκές κάλεσμα για ειρήνη, ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και τις πολεμοκάπηλες τυχοδιωκτικές πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων είναι αναγκαίο.

10. Ο σύγχρονος καπιταλισμός της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης και της αδυναμίας συγκρότησης ενός θετικού ηγεμονικού προτάγματος οξύνει το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων αναδεικνύοντας την ανάγκη για ένα σύγχρονο χειραφετητικό πρόταγμα κοινωνικής απελευθέρωσης. Οξύνεται η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, όπως και ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις όπως αναφέρθηκε. Ταυτόχρονα, οξύνεται ένα ευρύτερο σύνολο κοινωνικών αντιθέσεων (αντίθεση καπιταλισμού – φύσης με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, πόλης – υπαίθρου, έμφυλες αντιθέσεις και πατριαρχία, εθνοτικές αντιθέσεις και ρατσισμός, πολιτισμικές – θρησκευτικές αντιθέσεις κλπ.). Η οικοδόμηση αυτόνομων κινημάτων για την καταπολέμηση των αντιδραστικών τάσεων σε κάθε πεδίο είναι αναγκαία ταυτόχρονα με μία προσπάθεια σύνδεσής τους με το ευρύτερο ταξικό κίνημα και ρεύμα για την απελευθέρωση των εργαζομένων και του λαού. Η σύνδεση αυτή απαιτεί σύγχρονες ειδικές θεωρήσεις και πρακτικές ανά πεδίο όσο και μία συνολική ταξική – κοινωνική οπτική σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση εντός των κινημάτων αυτών για την καταπολέμηση των συνεπειών και των αιτίων των αντιδραστικών τάσεων. Ειδικά και επειδή, στο φόντο της αδυναμίας μίας οικονομίστικης και συχνά συντηρητικής αριστεράς των προηγούμενων δεκαετιών, υπάρχει μία προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού, συχνά μέσω μεταμοντέρνων ιδεολογικών ρευμάτων που αξιοποιούνται και ενίοτε ενισχύονται κιόλας, για τον κατακερματισμό, την απομόνωση και τελικά την ενσωμάτωσή αυτών των θεωρήσεων και κινημάτων σε μία φιλελεύθερη κοσμοπολίτικη ατζέντα.

11. Η κατάσταση των κινημάτων και των λαϊκών αντιστάσεων είναι αντιφατική στην παρούσα φάση. Μετά την ήττα λόγω των καταρρεύσεων του ’89 υπήρξε μία παγκόσμια κινηματική ανάταση με τα κινήματα της «παγκοσμιοποίησης» στα τέλη των ‘90s και τις αρχές των ‘00s μαζί με μία ανάταση των κινηματικών και πολιτικών εγχειρημάτων στη Λατινική Αμερική και μία παγκόσμια άνοδο του αντιπολεμικού κινήματος. Κινήματα που έθεσαν ξανά, έστω και αντιφατικά, την επικαιρότητα ενός αντικαπιταλισμού στη Δύση και το ζήτημα μίας λαϊκής αριστερής διακυβέρνησης στη Λατινική Αμερική. Κινήματα που είχαν μία σχετική ύφεση ήδη λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης δίνοντας τη σκυτάλη σε κινηματικά ξεσπάσματα νεολαίας (κίνημα κατά του CPE στη Γαλλία, φοιτητικό κίνημα ’06-’07, Δεκέμβρης ’08), μίας νεολαίας που λειτούργησε ως ευαίσθητος δέκτης των υπόγειων κοινωνικών ρευμάτων. Η είσοδος στην «εποχή των εξεγέρσεων» έγινε πρακτικά με το ξέσπασμα της κρίσης και μετά την εκ νέου είσοδο στο προσκήνιο της κίνησης ευρύτερων λαϊκών μαζών σε κινητοποιήσεις όπως οι πλατείες, το Occupy Street, οι μεγάλες παλλαϊκές απεργίες και πορείες. Πλέον το κινητοποιούμενο υποκείμενο ήταν ο «λαός», μία πολυσυλλεκτική οντότητα εργαζομένων και λαϊκών τάξεων, νέων επισφαλώς εργαζομένων και ανέργων, καταστρεφόμενων μικροαστικών στρωμάτων. Και το κοινό και πλατιά αποδεκτό περιεχόμενο των κινημάτων αυτών ήταν ένα πρωτόλειο δημοκρατικό αίτημα («να φύγουν», «είμαστε το 99%») μαζί με ένα αίτημα κατάργησης της λιτότητας και αναδιανομής εισοδημάτων και πλούτου. Στο εσωτερικό των κινημάτων αυτών υπήρξε αναβάπτιση της ριζοσπαστικής αριστεράς και πρωτοπόρο δυναμικό με βαθύτερες αναζητήσεις, αλλά το όριό τους τελικά δύσκολα ξέφυγε από το παραπάνω πλαίσιο. Κάτι που αποτελεί δείκτη και της κοινωνικοπολιτικής ωρίμανσης, αλλά και των αδυναμιών της υπαρκτής ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς εντός αυτών των κινημάτων. Η αδυναμία των κινημάτων αυτών να ανατρέψουν τις πολιτικές του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης οδήγησε σε ύφεση του αρχικά μεγάλου και διεθνούς κινηματικού ρεύματος των αρχών της κρίσης. Ταυτόχρονα, όμως, τροφοδότησε πολιτικές δυναμικές που ενίσχυσαν – κυρίως ρεφορμιστικές - τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς (κυρίως σε Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία) και πιο αριστερές σοσιαλδημοκρατικές φωνές (Κόρμπιν, Σάντερς), δείκτης και αυτό τόσο των πολιτικών αναζητήσεων της κοινωνίας όσο και των αδυναμιών της επαναστατικής αριστεράς διεθνώς στην περίοδο. Η εμπειρία της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την επιβράδυνση τέτοιων δυναμικών, ειδικά στην Ευρώπη, και βρισκόμαστε σε μία φάση που η εμπειρία αυτή «χωνεύεται» από τα λαϊκά στρώματα και πολιτικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς με αντιφατικά αποτελέσματα μέχρι στιγμής. Σε αυτό το τοπίο προβάλλει αφενός ο κίνδυνος της συστημικής ακροδεξιάς αφετέρου το ενδεχόμενο εκ νέου ριζοσπαστικοποίησης κινημάτων «λαού» (π.χ. Κίτρινα Γιλέκα) με το δημοκρατικό και το αναδιανεμητικό αίτημα να ριζοσπαστικοποιούνται περισσότερο πλέον. Το ενδεχόμενο, δηλαδή, νέων αγώνων, όχι με την παραδοσιακή μορφή των αγώνων συνδικάτων ή κομμάτων παλιότερα, αγώνων που εκφράζουν μία αντιφατική λαϊκή κινητοποίηση με στοιχεία εξέγερσης και έμφαση στο χώρο. Όπως και στην προηγούμενη φάση ανάπτυξης τέτοιων αγώνων, τα εργατικά στρώματα και σε σημαντικό βαθμό η νεολαία και τα πληττόμενα μικροαστικά στρώματα παραμένουν κρίσιμα για το κοινωνικοπολιτικό πρόσημο των αντιστάσεων. Σε τελική ανάλυση εκεί θα κριθεί ο κίνδυνος ανάδυσης μίας νέας ακροδεξιάς διεθνώς.

12. Το κεντρικό ερώτημα είναι προς τα πού θα πάει ο κόσμος και οι επί μέρους κοινωνικοί σχηματισμοί σε αυτή την περίοδο της μετάβασης; Οι αστικές δυνάμεις διεθνώς επιχειρούν στην πραγματικότητα να ενταφιάσουν πλήρως τα κεκτημένα που κατακτήθηκαν με λαϊκούς αγώνες στον αιώνα που ακολούθησε το ρήγμα του Οκτώβρη του ’17. Κεκτημένα που διευρύνθηκαν αρχικά στην μεταπολεμική καπιταλιστική Δύση και αργότερα, και σε μικρότερο βαθμό, και σε χώρες της περιφέρειας υπό την πίεση των λαϊκών αγώνων και της ύπαρξης της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Οι αστικές δυνάμεις επιχειρούν σταδιακά μία «επιστροφή» σε έναν καπιταλισμό με εντεινόμενη ταξική εκμετάλλευση για το ξεπέρασμα της κρίσης του και μία όξυνση του συνόλου των κοινωνικών αντιθέσεων για την ενίσχυση των πλέον αντιδραστικών τάσεων ώστε να εξυπηρετηθεί το σχέδιό τους. Το ενδεχόμενο των εξεγέρσεων και των τεράτων παραμένει μπροστά μας, ακόμα και αν υλοποιηθεί με μικρά και όχι εκρηκτικά βήματα και στιγμές στο άμεσο διάστημα. Για να γίνει δυνατότητα και πράξη η ανατροπή αυτής της κίνησης των αστικών δυνάμεων απαιτείται ανασυγκρότηση των κινηματικών αντιστάσεων, προγραμματική και πολιτική ανασύνθεση - ανοικοδόμηση μίας σύγχρονης ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς που να μπορεί να αναμετρηθεί με αυτό το καθήκον. Μίας ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς με σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία για την αντιμετώπιση της επίθεσης του κεφαλαίου σε όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής.

Β. Η ελληνική κοινωνία μετά την ήττα του 2015

13. Η Ελλάδα, μία χώρα μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, εντάχθηκε στην ΕΟΚ-ΕΕ με σκοπό να επιταχύνει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στο εσωτερικό της αξιοποιώντας την έκθεση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στον ευρωενωσιακό ανταγωνισμό. Για τον ίδιο λόγο, η ελληνική αστική τάξη επιδίωξε βολονταριστικά την συμμετοχή στην ΟΝΕ, ακόμα και αν υπήρχαν φωνές που έθεταν το ζήτημα ότι η ελληνική καπιταλιστική οικονομία είναι σχετικά αδύναμη ακόμα για να εκτεθεί στον ανταγωνισμό πιο παραγωγικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων χωρίς την προστασία της νομισματικής ισοτιμίας και της εγχώριας νομισματικής πολιτικής. Τα πρώτα χρόνια της ΟΝΕ η ελληνική οικονομία είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, βασιζόμενη στην αθρόα πίστωση λόγω της πτώσης των επιτοκίων (του ευρώ σε σχέση με τη σχετικά «σκληρή» δραχμή των χρόνων πριν την ένταξη, το πραγματικό επιτόκιο ήταν πρακτικά μηδενικό στα πρώτα χρόνια λόγω του πληθωρισμού που ήταν περίπου ίσος με τα ονομαστικά επιτόκια δανεισμού). Αυτή η πίστωση διοχετεύτηκε κυρίως σε κλάδους πιο προστατευμένους από το διεθνή ανταγωνισμό (κατασκευές, εγχώριες υπηρεσίες, τουρισμός), μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων. Κλάδοι που αποδείχτηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στο ξέσπασμα της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα σε όλη την περίοδο του ευρώ η χώρα αύξανε το εμπορικό έλλειμμα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, κυρίως εξαιτίας της εισαγωγής προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που η ίδια δεν παράγει. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδήγησε στην αύξηση του δημόσιου ελλείμματος και χρέους και την ανάγκη αύξησης του εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

14. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, οι βασικές ορίζουσες του «ελληνικού προβλήματος» είναι ακόμα υπαρκτές. Στη μνημονιακή περίοδο, με τις πολιτικές που ακολουθούνται και εντός ΟΝΕ και ΕΕ η ελληνική οικονομία διατηρείται σχετικά στάσιμη, σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο (περίπου 24-25% μικρότερο) από το 2008, και εξυπηρετείται η διαμόρφωση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού προτύπου που προέβλεπε το μνημονιακό πρόγραμμα για την Ελλάδα και αντίστοιχες χώρες της «περιφέρειας» της Ευρώπης: μία χώρα που θα είναι διαμετακομιστικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Ευρώπης, θαλάσσια πύλη εισόδου μέσω μεγάλων λιμανιών με αναβαθμισμένες μεταφορικές υποδομές, με μία οικονομία έντασης εργασίας με έμφαση στις υπηρεσίες, τον τουρισμό και τις επενδύσεις real estate, με χαμηλό εργατικό κόστος και φιλικό περιβάλλον για «επενδύσεις». Οι αναφορές που γίνονται συχνά (τόσο από το ΣΥΡΙΖΑ όσο και τη ΝΔ) για στροφή στην «ποιότητα» και την καινοτομία για την ανάπτυξη των εξαγωγών από ένα δυναμικό τομέα επιχειρήσεων νέων τεχνολογιών αφορούν αφενός συχνά επιχειρήσεις υπηρεσιών αφετέρου δεν θα αποτελούν παρά ένα μικρότερο κομμάτι παραγωγικών δραστηριοτήτων που δεν θα μπορεί να δίνει τον τόνο της μελλοντικής ελληνικής οικονομίας (ειδικά σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού εντός ΟΝΕ-ΕΕ). Δέκα χρόνια μετά, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ μαζί με την Ιταλία που δεν έχουν επανέλθει στο επίπεδο παραγωγής του 2008. Και αν για την Ιταλία κάτι τέτοιο προβλέπεται θεωρητικά στην επόμενη τριετία, για τη χώρα μας είναι σαφές ότι τείνει να «ισορροπήσει» σε ένα χαμηλότερο παραγωγικό επίπεδο και έχει υποβαθμιστεί σημαντικά διεθνώς στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (η Ελλάδα ήταν σταθερά από τη δεκαετία του 1980 και μετά περίπου στην 30η θέση στην κατάταξη των καπιταλιστικών χωρών κατά ΑΕΠ μέχρι και το 2011 οπότε άρχισε να υποβαθμίζεται φτάνοντας κάτω από την 40η θέση το 2012 και κάτω από την 50η το 2016 έως και σήμερα). Η ελληνική οικονομία παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε πιθανό νέο επεισόδιο διεθνούς οικονομικής κρίσης, καθώς το (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος της παραμένει εξαιρετικά μεγάλο (πάνω από 320 δις ευρώ – από 300 περίπου το 2009 - όταν το ΑΕΠ της είναι της τάξης των 185 δις ευρώ πλέον – από 240 περίπου το 2008). Αυτή η πραγματικότητα εντείνει τις κινήσεις αναδιάρθρωσης όσον αφορά στο τραπεζικό σύστημα και την εκκαθάριση μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων (αναδιάρθρωση στον χώρο της αγοράς με μοχλό τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια που είναι και το μεγαλύτερο μέρος τωνμη εξυπηρετούμενων δανείων).

15. Η ελληνική οικονομία έχει μπει, όμως, σε μια ήπια τροχιά ανάπτυξης (με καταγραφή θετικού ρυθμού ανάπτυξης 2,1% το 2017, για πρώτη φορά μετά το 2008), ενώ έχει υπάρξει μια βελτίωση της κερδοφορίας μίας σημαντικής μερίδας ελληνικών επιχειρήσεων. Η αύξηση της κερδοφορίας αφορά πρωτίστως την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης που έφερε η τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτό το φόντο ισχυροί ελληνικοί όμιλοι αναδιαρθρώνονται, αποκτούν πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις (ομολογιακά δάνεια κ.λπ.), κάνουν σχέδια επενδύσεων. Αυτό το βλέπουμε σε κλάδους όπως η ενέργεια, η χημική βιομηχανία, ο τουρισμός, το real estate. Την ίδια στιγμή ενισχύεται και η παρουσία του ξένου κεφαλαίου, ιδίως σε κλάδους κρίσιμους όπως είναι η ενέργεια, τα πετρέλαια (βλ. ιδιωτικοποίηση ΕΛΠΕ), οι τράπεζες. Οι μερίδες αυτές του κεφαλαίου παράλληλα με τις τράπεζες συγκροτούν και ένα ισχυρό κοινωνικό μπλοκ υπέρ της αυστηρής τήρησης του «μνημονιακού κεκτημένου» (βασικός θεσμικός εκφραστής του οποίου είναι ο ΣΕΒ που για αυτό επιμένει στη διατήρηση των μνημονιακών πολιτικών ασκώντας κριτική στην πιθανή διακύβευσή τους στο «μεταμνημονιακό» τοπίο). Ωστόσο, η εμφάνιση αναπτυξιακών ρυθμών δεν αναιρεί την ύπαρξη σημαντικών προβλημάτων όπως η ύπαρξη σημαντικού αργού παραγωγικού δυναμικού και πολύ χαμηλού επιπέδου επενδύσεων (μόλις στο 30% περίπου του επιπέδου προ κρίσης), η επικέντρωση σε κλάδους έντασης εργασίας και μικρής προστιθέμενης αξίας όπως είναι οι υπηρεσίες, η υπερχρέωση και η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις για πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο δεν επιλύονται τα προβλήματα με τις τράπεζες. Αυτό διαμορφώνει και ένα μπλοκ μερίδων του κεφαλαίου (π.χ. εμπορικό κεφάλαιο με εκφραστή τους εμπορικούς συλλόγους και τον ΕΒΕΑ, διόλου τυχαία μερίδες που συμμετείχαν στην «Κοινωνική Συμμαχία» της ΓΣΕΕ σε αντίθεση με τον ΣΕΒ όπως σημειώναμε και τότε) που θα ήθελαν μία μικρή αλλαγή του μίγματος πολιτικής ώστε να τονωθεί σχετικά η κατανάλωση (χωρίς φυσικά να διακυβευτεί ο πυρήνας του μνημονιακού κεκτημένου) και για αυτό δείχνουν να συνδιαλέγονται καλύτερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την «κεντροαριστερά». Πάνω από όλα, όμως, στο βαθμό που η όποια ανάκαμψη παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη και από τις διεθνείς τάσεις, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο οποιαδήποτε επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας να έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην ελληνική οικονομία. Για αυτό είναι σαφές ότι για τις δυνάμεις του κεφαλαίου συνολικά η προοπτική είναι η διατήρηση του μνημονιακού κεκτημένου ως προς την κατάσταση των εργαζομένων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, η αξιοποίηση κλάδων όπως η ενέργεια και ο τουρισμός και η πρόσδεση με ξένα επενδυτικά σχέδια, παράλληλα με την προσπάθεια να αναπτυχθεί ένα νέο στρώμα μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κλάδους αιχμής (start ups), την ίδια στιγμή που επιδιώκουν κάποιου είδους χαλάρωση της «υπερφορολόγησης».

16. Σε αυτό το φόντο, το τυπικό τέλος των μνημονίων δεν σημαίνει και τέλος της επιτήρησης. Η ελληνική οικονομία θα παραμείνει υπό την εποπτεία των δανειστών μέσα από μια σειρά από μηχανισμούς: Την ενισχυμένη επιτήρηση των χωρών που πέρασαν από μνημόνιο. Την αξιολόγηση για την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που είχε κρατήσει η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες. Το αυστηρό πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» και όλου του πλαισίου του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Επιπλέον, η «έξοδος στις αγορές» θα απαιτεί τη διαρκή «θετική γνώμη» των δανειστών. Η επιτήρηση αυτή δεν θα αφορά μόνο τη διαπραγμάτευση από εδώ και πέρα για τα μέτρα, αλλά και την εξασφάλιση ότι δεν αναιρείται καμία πλευρά του «μνημονιακού κεκτημένου». Σε όλα αυτά προστίθεται και το ίδιο το γεγονός της δέσμευσης για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 (3,96% το 2019, 4,1% το 2020, 4,53% το2021 και 5,19% το 2022!) που συνεπάγεται ούτως ή άλλως μέτρα και πολιτικές λιτότητας. Είναι επίσης προφανές ότι το ζήτημα του ελληνικού χρέους δεν έχει λυθεί με τις αποφάσεις του Eurogroup και το τέλος του προγράμματος. Απλώς μετατέθηκε κατά μια δεκαετία η «ώρα της αλήθειας», δηλαδή η στιγμή όπου το ελληνικό χρέος θα φτάσει ξανά σε όρια μη εξυπηρετούμενα. Αυτό συνεπάγεται και την παράταση όλων των προβλημάτων που σχετίζονται με το χρέος και κυρίως το πώς λειτουργεί ως ένα μοχλός συνεχούς πίεσης για λιτότητα και αναδιαρθρώσεις. Επιπλέον, παρότι η ελληνική κυβέρνηση έχει για μέχρι το 2020 περίπου ένα «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» και άρα δεν χρειάζεται να δανειστεί από τις αγορές, εάν στο τέλος αυτής της περιόδου βρεθεί να μην μπορεί να δανειστεί με ένα ανεκτό επιτόκιο, τότε είναι ενδεχόμενο να χρειαστεί και νέο μνημόνιο. Και η πιθανότητα αυτή αυξάνεται αν και τότε οι ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν αναιμικοί και η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια της (άρα και το επιτόκιο δανεισμού της ελληνικής οικονομίας) μετά το τέλος του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» στα τέλη του 2018.

17. Στο κοινωνικό επίπεδο, πρέπει να μελετηθούν πιο αναλυτικά οι κοινωνικοταξικοί μετασχηματισμοί που έχει επιφέρει η περίοδος των μνημονίων (π.χ. σε τι βαθμό έχει επεκταθεί η μισθωτοποίηση παραδοσιακών και νέων μικροαστικών στρωμάτων, η μείωση και η διαστρωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού κλπ.). Υπάρχει μία σοβαρή αλλαγή του εργασιακού υποδείγματος με σημαντική αύξηση της κακοπληρωμένης, επισφαλούς και ελαστικής εργασίας, ειδικά σε νεότερες γενιές και θέσεις υπηρεσιών, που βρίσκουν «διέξοδο» στη μετανάστευση. Η φιλολογία περί προστασίας της εργασίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αποκρύπτει ότι η αύξηση της απασχόλησης από το 2013 κατά περίπου μισό εκατομμύριο εργαζόμενους έχει γίνει με μείωση του συνολικού ποσού των μισθών όλων των εργαζομένων σε σχέση με το 2013. Κι αυτό ακριβώς γιατί υπήρξε γενική μείωση μισθών αυτά τα χρόνια αλλά και επειδή οι νέες θέσεις είναι σε συντριπτικό βαθμό (πάνω από 50%) κακοπληρωμένες θέσεις επισφάλειας και ελαστικής εργασίας (αλλάζοντας την συνολική αναλογία μόνιμης και ελαστικής απασχόλησης από 80%-20% σε 70%-30% περίπου στην περίοδο αυτή). Η συνθήκη της επισφάλειας μαζί με την μεγάλη ανεργία που διατηρείται διαμορφώνει ένα πιεστικό τοπίο για τις εργατικές αμοιβές. Το 2017 παρατηρήθηκε στη χώρα μας η μεγαλύτερη διεθνώς μείωση στους πραγματικούς μισθούς (κατά 3,5%, όταν σε χώρες όπως η Βουλγαρία καιΡουμανία οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 10,5% και 12,8%). Επιδείνωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρείται κι αν εξετάσουμε τον ονομαστικό μισθό που το 2017 ήταν χαμηλότερος από τα έτη 2013-2015. Η Ελλάδα, επίσης, διατηρεί τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στη μέση μείωση των πραγματικών μισθών κατά 3,1% στη δεκαετία 2008-2017 (η αμέσως χειρότερη μέση μείωση ανήκει στην Ιταλία και είναι μόλις 0,6%, ενώ η γενική μέση τάση ήταν αύξηση κατά 0,7%). Η εικόνα των μισθών μαζί με την αντίστοιχη των χρωστούμενων φόρων δείχνει πόσο οι εξαγγελίες περί τέλους της λιτότητας είναι απάτη. Το σύνολο των απλήρωτων φόρων (μαζί με προσαυξήσεις και πρόστιμα) αυτή τη στιγμή ανέρχεται σε 185 δισ. ευρώ και είναι ίσο περίπου με το σημερινό ΑΕΠ της χώρας.

18. Στην αλλαγή εργασιακού υποδείγματος πρέπει να συνεκτιμηθεί και το εργασιακό «χάσμα γενεών» που δημιουργείται μεταξύ παλιότερων και νέων εργαζομένων. Τόσο στο δημόσιο τομέα (με σχέση μόνιμης απασχόλησης για τους περισσότερους παλιούς και μεγάλη αύξηση των συμβασιούχων στη νεότερη γενιά) όσο και στον ιδιωτικό (όπου το χάσμα αμοιβών μεταξύ παλιότερων και νέων είναι συχνά σοβαρό). Η κατάσταση αυτή δημιουργεί διαιρέσεις εντός του κόσμου της εργασίας που αξιοποιεί το κεφάλαιο. Και σε όψεις της μπορεί να σχετίζεται και με κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές στην περίοδο της κρίσης, ενδεικτικές των πολώσεων που αυτή παράγει. Για παράδειγμα, μέρος των ανερχόμενων και δυναμικών νέων μικροαστικών στρωμάτων της μεταπολίτευσης που εκφράστηκε και από σχηματισμούς της αριστεράς (με ειδικό βάρος στο ΚΚΕεσ.) ενσωματώθηκε στο σημιτικό «μπλοκ του εκσυγχρονισμού» των χρόνων της καπιταλιστικής ανάπτυξης και υιοθετεί, πλέον, στην περίοδο της κρίσης θέσεις «ακραίου κέντρου» (στηρίζοντας σχηματισμούς όπως το Ποτάμι) και μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται πιο συντηρητικά έως και τις παρυφές της ΝΔ του Μητσοτάκη. Επίσης, ένα μέρος παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων που εκφραζόταν ιστορικά από το ΠΑΣΟΚ (ή και το ΚΚΕ), έχοντας πολιτικοποιηθεί στο πλαίσιο ενός υπερταξικού πατριωτισμού που υποτιμά το ταξικό στοιχείο έναντι του εθνικού, εντάχθηκε στο αντιμνημονιακό κίνημα συμπιεζόμενο από την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου στην περίοδο της κρίσης και σήμερα πολώνεται ή κινδυνεύει να πολωθεί προς μια δεξιά ή ακόμα και ακροδεξιά κατεύθυνση (χαρακτηριστική π.χ. η περίπτωση του ΕΠΑΜ). Αυτή η τάση αγγίζει και δυνάμεις της σημερινής ριζοσπαστικής αριστεράς και επάγει σημαντικές πιέσεις (βλ. ένα δυναμικό του Αριστερού Ρεύματος και όχι μόνο).

19. Η δεκαετία της κρίσης δημιούργησε μεγάλη κινητικότητα στην ελληνική κοινωνία, ειδικά στην περίοδο 2010-12 με τις μεγάλες (σε πλήθος, μέγεθος και ένταση) απεργίες και το κίνημα των πλατειών. Κινήματα όπως το αντιφασιστικό (ειδικά το 2013 μετά τη δολοφονία Φύσσα) και οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στους μετανάστες και πρόσφυγες, όπως και γενικότερα η δημιουργία και λειτουργία δομών κοινωνικής και ταξικής αλληλεγγύης συνέβαλαν ώστε το πρόσημο της κοινωνικοπολιτικής συμπεριφοράς της ελληνικής κοινωνίας να είναι αριστερόστροφο και δημοκρατικό. Αυτή η κινηματική κινητικότητα ήταν το υπόβαθρο της πολιτικής ρευστότητας που δημιουργήθηκε και διαμόρφωσε το «παράθυρο ευκαιρίας» για συνολικότερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Η μνημονιακή στροφή του 2015 του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο εναπόθεσε τις ελπίδες του μεγάλο μέρος του κινητοποιούμενου κόσμου, ήταν τομή και έκλεισε τον κύκλο του «αντιμνημονιακού» κινήματος με τους όρους που υπήρχε το 2010-15, ως ενός κινήματος με παλλαϊκά χαρακτηριστικά, με συνολικά πολιτικά αιτήματα δημοκρατικής αλλαγής - ανατροπής και οικονομικής αναδιανομής και με πιο προωθημένα ρεύματα εντός του (ενάντια στο ευρωσύστημα, πιο προωθημένα αιτήματα για εθνικοποιήσεις κλπ.). Σήμερα, ο συσχετισμός δύναμης είναι δυσμενέστερος για τις υποτελείς τάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει επίλυση της κρίσης ηγεμονίας για τις κυρίαρχες τάξεις. Το βάθος της επιτροπείας, η διαρκής εργασιακή και κοινωνική επιδείνωση της εργατικής τάξης και των άλλων υποτελών στρωμάτων, η παραπέρα στεγανοποίηση και αυταρχική θωράκιση του κρατικού μηχανισμού, η ένταση της επισφάλειας, η απουσία προοπτικής και ενός συνεκτικού αφηγήματος που έστω και παθητικά να ενσωματώνει τμήμα των απαιτήσεων των υποτελών τάξεων, αποτυπώνουν ότι υπάρχουν ενεργά στοιχεία της ηγεμονικής κρίσης. Όμως, την ίδια στιγμή η αποσυσπείρωση των υποτελών τάξεων, η απουσία μεγάλων συλλογικών διεκδικητικών πρακτικών, η κρίση του λαϊκού κινήματος, η πρόκριση της ατομικής επιβίωσης, περιορίζουν τη δυνατότητα, σε αυτό το έδαφος, οι υποτελείς τάξεις να διεκδικήσουν έναν αυτόνομο ρόλο. Το τέλος του «αντιμνημονιακού κύκλου» και της μετάθεσης των επιδιώξεων των υποτελών τάξεων σε μια κεντρική πολιτική αλλαγή συνοδεύεται από όλα τα αποτελέσματα της ήττας και της αποδιάρθρωσης συλλογικών πρακτικών και επιτείνεται από την απουσία συνολικότερα προοπτικής και το «στένεμα» του ιστορικού ορίζοντα της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης στη διαχείριση της μνημονιακής πραγματικότητας.

20. Το τέλος του «αντιμνημονιακού κινήματος» ως πολιτικού και κινηματικού κύκλου δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε μια νέα ακολουθία αγώνων, διεκδικήσεων, πρακτικών που να ενοποιούν τις υποτελείς τάξεις. Στο βαθμό που αυτή η διαδικασία είναι στην αρχή, η κρίση του λαϊκού κινήματος γίνεται παράγοντας σχετικής σταθεροποίησης του συστήματος. Αυτό αποτυπώνεται στην κρίση του εργατικού κινήματος σε μια συγκυρία ριζικής επιδείνωσης της θέσης των υποτελών, στην αμηχανία του κινήματος νεολαίας σε μια συγκυρία έλλειψης προοπτικής για τη νεολαία, στην υποχώρηση των τοπικών κινημάτων. Ωστόσο, η ίδια η νέα περίοδος σταδιακά και υπό δυσμενέστερη αφετηρία θα αρχίσει να διαμορφώνει νέα πεδία παρεμβάσεων και νέα επίδικα, που μπορούν να αποτελέσουν διαδικασίες ανασύνθεσης. Η υπόθεση με τις συλλογικές συμβάσεις, η πάλη ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία και την επισφάλεια, η πάλη για μαζικούς διορισμούς σε κρίσιμους κλάδους, η πάλη ενάντια στην εξελισσόμενη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η μετατροπή σε πεδία μάχης των όποιων νέων ιδιωτικοποιήσεων, η πάλη για την αποτροπή περιβαλλοντικά επικίνδυνων «επενδύσεων», μαζί με την αντιρατσιστική και αντιφασιστική πάλη και την αλληλεγγύη μπορούν να συγκροτήσουν ξανά τη δυνατότητα για ευρύτερες κινήσεις μαζών. Ήδη κάποια ξεσπάσματα ξεπηδούν πρωτόλεια μετά την «έξοδο» από τα μνημόνια με αφορμή το ζήτημα υλικών παραχωρήσεων και συλλογικών συμβάσεων (π.χ. ο αγώνας στην COSCO, κινητοποιήσεις στην υγεία, απεργίες πρωτοβάθμιων σωματείων, κινητοποιήσεις αναπληρωτών καθηγητών κλπ.). Αυτό, όμως, απαιτεί σχέδιο, μεθοδική παρέμβαση και οικοδόμηση αντίστοιχων κινημάτων και σχημάτων. Απαιτείται μια «μοριακή» διαδικασία ανασύνθεσης, που ακόμη και εάν δεν θα φαίνεται να έχει άμεσο κεντρικό πολιτικό αντίκτυπο, εντούτοις, θα αντιστρέφει τα αποτελέσματα αποσυσπείρωσης και κατακερματισμού και θα διαμορφώνει υλικό υπόβαθρο και για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς.

21. Στο φόντο αυτών των κοινωνικών μετασχηματισμών, πρέπει να βλέπουμε τις ιδεολογικές μεταβολές στην κοινωνία. Η περίοδος των μνημονίων ήταν περίοδος μεγάλων ιδεολογικών ρηγμάτων, ανοίγματος συζητήσεων, αναζήτησης εναλλακτικών. Ο «κοινός νους» τροποποιήθηκε σε αγωνιστική κατεύθυνση, έστω και εάν παρέμειναν έντονα στοιχεία αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας. Όμως, κυριαρχούσε η αγωνιστικότητα και η αλληλεγγύη. Η ήττα του κινήματος οδηγεί ξανά σε αποδιάρθρωση με αποτέλεσμα να υποχωρεί η αγωνιστικότητα, η αλληλεγγύη να αποσυνδέεται από τη διεκδίκηση, η εμπιστοσύνη στην εναλλακτική να υποχωρεί, να επανέρχονται συνωμοσιολογικές ερμηνείες, να σηκώνει κεφάλι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, να επανέρχεται ο ατομισμός και αντιφατικά αμαλγάματα νεοσυντηρητισμού. Υπάρχει κίνδυνος σήμερα, στο έδαφος της κοινωνικής και πολιτικής ήττας, να υπάρξει ευρύτερη συντηρητική ιδεολογική μεταστροφή (χαρακτηριστικό είναι το πώς αυτό το αναγνωρίζουν, κωδικοποιώντας το ως ευκαιρία για «να τελειώσει η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στη μεταπολίτευση», και φωνές της δεξιάς και ακροδεξιάς που μιλάνε με πιο ιδεολογικοποιημένο λόγο και πιο απελευθερωμένα πλέον). Όλα αυτά αποτυπώνουν και την υποχώρηση του «παιδαγωγικού» ρόλου της αριστεράς ως τμήμα της ηγεμονικής απεύθυνσής της. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια αριστερά που να μπορεί να λειτουργεί και ως ένα μορφωτικό κίνημα, ως ένα κίνημα μετασχηματισμού του «κοινού νου», ως συστηματική προσπάθεια για τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών τρόπων σκέψης και πρόσληψης της πραγματικότητας.

22. Στη δεκαετία της κρίσης έγιναν σοβαροί πολιτικοί μετασχηματισμοί στην ελληνική κοινωνία. Κατέρρευσε το παγιωμένο για τρεισήμισι δεκαετίες δικομματικό σύστημα που λειτουργούσε με όρους αυτοδύναμων σταθερών κυβερνήσεων σε ένα κοινοβουλευτικό πλαίσιο με 5-6 κόμματα και με πολιτικό κέντρο βάρους περισσότερο προς το δημοκρατικό κέντρο και την αριστερά. Κατέρρευσε το ένα κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, του κυρίαρχου δικομματισμού, κόμμα που εν πολλοίς συμπύκνωσε με την πορεία του το πλαίσιο της ηγεμονικής συναίνεσης της μεταπολίτευσης. Στην περίοδο της μεγάλης πολιτικής ρευστότητας (2010-2015) νέα κόμματα ιδρύθηκαν, αναδείχθηκαν και κάποια από αυτά πρακτικά εξαφανίστηκαν ή ενσωματώθηκαν σε άλλα. Μετά την μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, και το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που επέφερε, δημιουργείται μία τάση συγκρότησης ενός νέου μνημονιακού διπολισμού (ή και δικομματισμού) μεταξύ μίας συντηρητικής κεντροδεξιάς της ΝΔ (με σημαντική ακροδεξιά συνιστώσα εντός της) και μίας νέας «κεντροαριστεράς» με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ (που φιλοδοξεί να πολώσει προς την πλευρά της μικρότερες δυνάμεις του κέντρου είτε αφομοιώνοντάς τις είτε σε συνεργασία). Η συγκατοίκηση στην κυβέρνηση των «αντιμνημονιακών» ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στην περίοδο των μνημονίων ουσιαστικά πολιτικά έληξε μετά την «έξοδο από τα μνημόνια» και τυπικά τελειώνει με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί πλέον να επανανοηματοδοτήσει το δίπολο «αριστερά»-«δεξιά» αποφορτίζοντάς το όσο γίνεται από οποιαδήποτε σχέση με τα ζητήματα των μνημονίων, της λιτότητας, της ρήξης με τους δανειστές και το ευρωσύστημα. Όπου «αριστερά» θα είναι πλέον μια σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση που καταργεί το «κοινωνικό κράτος» διατηρώντας μόνο ελάχιστες εγγυήσεις σε ακραίες μορφές φτώχειας για να μην υπάρχει εξαθλίωση και δίνει έμφαση σε κάποια τυπικά αστικά ατομικά δικαιώματα έναντι των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Και δεξιά θα είναι ένα μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και σκληρού νεοσυντηρητισμού με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Και τελικά το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα, η επιτροπεία και η ανάγκη ρήξης με τις αστικές πολιτικές και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ολοκληρώσεις θα παραμένουν στο απυρόβλητο θεωρούμενα ως αναμφισβήτητα στοιχεία του αποδεκτού πλαισίου πολιτικής.

23. Το πολιτικό σκηνικό διαπερνάται ακόμα, όμως, από μια σχετική ρευστότητα, δεν έχει σταθεροποιηθεί μία νέα ηγεμονική κοινωνικοπολιτική συναίνεση. Εισερχόμαστε, όμως, σε έναν εκλογικό κύκλο μέσα από τον οποίο θα διαμορφωθεί μία νέα ισορροπία στο πολιτικό σκηνικό σε αυτή τη μεταβατική περίοδο. Το πολιτικό ερώτημα και διακύβευμα είναι αν οι επερχόμενες εκλογές σταθεροποιήσουν σχετικά το νέο μνημονιακό διπολικό ή δικομματικό σύστημα σε μίαβουλή πιο δεξιά μετατοπισμένη πλέον (καθώς και το κέντρο είναι πλέον πιο «ακραίο», θα ξαναεκπροσωπείται η φασιστική ακροδεξιά, ενώ είναι υπάρχει ενδεχόμενο εκπροσώπησης και νεοπαγούς εθνικιστικού-ακροδεξιού σχηματισμού – Βελόπουλος - σε νέα Βουλή). Δηλαδή, αν το τέλος του «αντιμνημονιακού κινήματος» αποτυπωθεί εκλογικά σε ένα κοινοβούλιο παρόμοιο με την περίοδο προ κρίσης στη μορφή και πιο συντηρητικά μετατοπισμένο στο περιεχόμενο. Εμπεδώνοντας σε πλατιά κοινωνικά στρώματα την αίσθηση ότι αυτός ο κινηματικός και πολιτικός κύκλος έκλεισε. Επί μέρους, αλλά εξόχως σημαντική για εμάς προφανώς, όψη αυτού του διακυβεύματος είναι το αν θα υπάρχει συγκροτημένος και κοινωνικά ορατός πολιτικός χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που εξέφρασε το αντιμνημονιακό κίνημα ή αν, όπως φαίνεται πλέον ως ισχυρό ενδεχόμενο, οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές θα αποτελέσουν μία νέα κρισιακή στιγμή για το σύνολο της κατακερματισμένης αντισυστημικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στη δεύτερη περίπτωση, το ζήτημα της «ιταλοποίησης» της ελληνικής αντισυστημικής Αριστεράς είναι ένα υπαρκτό ενδεχόμενο και απαιτεί προετοιμασία από τώρα, κινήσεις και πρωτοβουλίες συγκρότησης κόντρα στο κλίμα ήττας και αποστράτευσης που κινδυνεύει να ενταθεί.

24. Στοιχείο της περιόδου είναι πλέον και η όξυνση του ανταγωνισμού της ελληνικής και τούρκικης αστικής τάξης, αφού άλλωστε αλλάζει σημαντικά και ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ τους. Το 2000, το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν περίπου διπλάσιο από της Ελλάδας (με την Τουρκία να βρίσκεται στην 20η θέση της σχετικής κατάταξης και την Ελλάδα στην 33η). Όμως, το 2017 το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν πλέον 4,2 φορές μεγαλύτερο της Ελλάδας (με την Τουρκία να βρίσκεται πλέον στην 17η θέση της σχετικής κατάταξης και την Ελλάδα στην 53η). Για αυτό, ο τούρκικος καπιταλισμός, που παραδοσιακά διαπραγματεύεται αξιοποιώντας τη στρατιωτική ισχύ, διεκδικεί πλέον αναβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο αναπτύσσοντας και σημαντικές ιμπεριαλιστικές πρακτικές (βάσεις στο εξωτερικό, στρατιωτική επέμβαση σε τρίτες χώρες). Η ελληνική αστική τάξη βασιζόταν κυρίως στα οικονομικά πλεονεκτήματα και την ένταξή της σε ΟΝΕ και ΕΕ στη διαπάλη της έναντι της τούρκικης αστικής τάξης. Έχοντας πλέον χάσει αυτή τη δυνατότητα σε μία περίοδο κρίσης των ΟΝΕ-ΕΕ και οικονομικής υποβάθμισης της χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα λόγω της κρίσης και των μνημονίων, επιχειρεί να αναβαθμιστεί εκ νέου συνάπτοντας πιο στενές σχέσεις με την κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκε η ένταξη της Ελλάδας σε έναν επιθετικό τυχοδιωκτικό γεωπολιτικό άξονα χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο (Ισραήλ – Αίγυπτος – Κύπρος) υπό τη σκέπη των ΗΠΑ. Έναν άξονα που επιχειρεί να λειτουργήσει ως αιχμή του δόρατος των συμφερόντων του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή εντάσσοντας την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών των αστικών τάξεων στο πλαίσιο των σχεδιασμών του (νομή της πίτας των κοιτασμάτων της Μεσογείου κλπ.). Αυτή η συνθήκη διαμορφώνει ένα επικίνδυνο τοπίο για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην περιοχή και θέτει στο προσκήνιο την ανάγκη να λαμβάνονται διαρκώς κινηματικές πρωτοβουλίες αντιπολεμικής παρέμβασης αναδεικνύονται αιχμές όπως:

α) η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο, και κυρίως η αντίθεση στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) που αφενός είναι ο ισχυρότερος και πιο επιθετικός ιμπεριαλιστικός πόλος διεθνώς και αφετέρου ο πόλος στον οποίο εντάσσεται και η χώρα μας,

β) η αποκάλυψη του ρόλου και η πάλη κατά των προσπαθειών των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων να συνάψουν συμμαχίες και να παρέχουν διευκολύνσεις (βάσεις, στρατιωτική συμμετοχή ή βοήθεια) σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σχέδια,

γ) η ανάδειξη των συμφερόντων και του τυχοδιωκτικού ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή και της διαχρονικής επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης και ο χαρακτήρας του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού από μία σκοπιά που διαχωρίζεται τόσο από τον αστικό «πατριωτισμό» και εθνικισμό όσο και από τον αστικό ή «διεθνιστικό» (εντός της αριστεράς) κοσμοπολιτισμό.

25. Στο πλαίσιο της στενότερης πρόσδεσης στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό και ειδικά στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προώθησε τη σύναψη της Συμφωνίας των Πρεσπών με την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η διάσταση απεύθυνσης στο ευρύτερο ακροατήριο της «κεντροαριστεράς» με αυτή την κίνηση, μία κίνηση πίεσης προς το χώρο του Κινήματος Αλλαγής (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι) και ταυτόχρονα οικοδόμησης πιθανών μελλοντικών συναινέσεων και συμμαχιών. Οι ρίζες του προβλήματος με την Βόρεια Μακεδονία βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο επιμερίστηκε η γεωγραφική έκταση της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα μέσα από την σύγκρουση των αστικών τάξεων της περιοχής αλλά και την σύνδεση αυτής με την ανάπτυξη σημαντικών τοπικών κοινωνικών αγώνων (βλέπε εξέγερση του Ίλιντεν κλπ.).Σε αυτά τα πλαίσια αναδύθηκε στην περιοχή μια διακριτή (σλαβο)μακεδονική εθνο-γλωσσική ομάδα με την δική της ταυτότητα και γλώσσα, η οποία δεν ταυτιζόταν με τους ηγεμονικούς εθνικισμούς της περιοχής (ελληνικό, σερβικό, βουλγάρικο). Η ομάδα αυτή απλωνόταν γεωγραφικά σε μεγάλο τμήμα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας εξ ού και οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις την καταπίεσαν συστηματικά τόσο προπολεμικά όσο και, ιδιαιτέρως, μετά τον Εμφύλιο δεδομένων και των σχέσεων που είχαν αναπτύξει οι (σλαβο)μακεδόνες με το κομμουνιστικό κίνημα (βλέπε ΣΝΟΦ, ΝΟΦ). Οι συστηματικές διώξεις στο τέλος του εμφυλίου και οι πολιτικές επιθετικού εξελληνισμού που ακολούθησε η χούντα την περίοδο 1968-1971 οδήγησαν σε σημαντική συρρίκνωση της μειονότητας στην Ελλάδα και συνεπώς στον εξοβελισμό του ζητήματος από την δημόσια συζήτηση μέχρι τη διάλυση της ενιαίας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας στις αρχές του ’90. Την εποχή εκείνη η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, της οποίας αποτελούσε συστατικό έως τότε κομμάτι. Αυτή ήταν και η θρυαλλίδα του ονοματολογικού. Οι (σλαβο)μακεδόνες ως διακριτή εθνο-γλωσσική ομάδα απέκτησαν για πρώτη φορά κράτος αναζωπυρώνοντας τους εθνικισμούς εκατέρωθεν των συνόρων. Στην Ελλάδα αυτό εκφράστηκε ως επί το πλείστον με τα μεγάλα συλλαλητήρια του 90, το οικονομικό εμπάργκο του Παπανδρέου, τις μαζικές μετονομασίες δημόσιων χώρων και υποδομών αλλά και την επιβολή ως εθνικής γραμμής της αποστροφής του “εθνάρχη” Κωνσταντίνου Καραμανλή “η Μακεδονία είναι μια και είναι ελληνική”. Από την άλλη μεριά, η διαδικασία εθνικής συγκρότησης στη γειτονική χώρα επίσης οδήγησε στην ανάπτυξη εθνικιστικών αντανακλαστικών, με αποκορύφωμα τη στροφή στην αρχαιολατρία στην περίοδο των κυβερνήσεων του VMRO. Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις παρότι γνώριζαν το περίγραμμα της λύσης (σύνθετη ονομασία κ.λπ.) προτίμησαν για αρκετά χρόνια να την αποφύγουν τόσο για λόγους εσωτερικού πολιτικού κόστους όσο και γιατί πίστευαν ότι η μεγάλη διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στη γείτονα θα ανάγκαζε τις κυβερνήσεις των γειτόνων σε μερική υποχώρηση. Για εμάς, είναι σαφές ότι χρειάζεται μια τοποθέτηση που να υψώνει μέτωπο και στους εθνικιστές και την ακροδεξιά αλλά και σε όσους θέλουν η επίλυση του ζητήματος να κάνει ακόμα περισσότερο το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ επικυρίαρχους στην περιοχή και να μετατρέψουν τα Βαλκάνια σε πεδίο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και του «νέου ψυχρού πολέμου».Το κύριο ζήτημα σήμερα είναι ότι στο έδαφος του αναπτυσσόμενου ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ρωσίας (και ρωσοκινεζικού άξονα ευρύτερα) η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ προχωρά έναν σχεδιασμό περικύκλωσης της πιο φιλικής προς τη Ρωσία χώρας των Βαλκανίων, της Σερβίας. Αφορά, όμως, και τις χώρες της ΕΕ, αφού η περιοχή αντιμετωπίζεται ως το κατεξοχήν πεδίο διεύρυνσης της ΕΕ και από τη Γερμανία. Καμία ειρήνη και καμία φιλία των λαών δεν προωθήθηκε και δεν θα προωθηθεί με λύσεις «εθνικών» ζητημάτων (είτε στην Βόρεια Μακεδονία, είτε στην Κύπρο, είτε στην Παλαιστίνη, είτε στο Κουρδιστάν όπως αποδεικνύεται εσχάτως) με λύσεις που υποβάλλουν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ ή/και η Ε.Ε. ή άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Και ούτε είναι προς το συμφέρον του λαού της Βόρειας Μακεδονίας να ενταχθεί στη νατοϊκή και ευρωπαϊκή λυκοσυμμαχία, ούτε φυσικά του ελληνικού λαού να παραμένει σε αυτές. Σε αυτό το φόντο, είναι προβληματικές τόσο η τοποθέτηση του Αριστερού Ρεύματος (που οδήγησε στο να μην έχει ακόμη θέση η ΛΑΕ) και του ΚΚΕ (με την αμφισβήτηση της ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας παρά τις παλιότερες θέσεις του και την αναφορά σε μονομερή αλυτρωτισμό) όσο και η τοποθέτηση των πρώην 53 του ΣΥΡΙΖΑ (ΟΝΡΑ, Ανασύνθεσης, ΑΡΚ, Δικτύου) που άρρητα ή ρητά προκρίνει τη συμφωνία ως καλή και αποδεκτή. Ή και σημαντικού μέρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που στοχεύει μονόπλευρα στον εθνικισμό, πιστεύοντας ότι η συμφωνία αποτελεί αντανάκλαση και αποτέλεσμα του ελληνικού ιμπεριαλισμού και της επέκτασης των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια. Το πιο επικίνδυνο με αυτή την άποψη είναι ότι παράγει και ένα πολιτικό δια ταύτα απόσυρσης, κατά την άποψή μας, από τα πραγματικά επίδικα της συγκυρίας, τις πολιτικές μάχες που πρέπει να δοθούν. Για αυτό και δεν συμμετείχε στην αντιιμπεριαλιστική πορεία στην πρεσβεία των ΗΠΑ την ημέρα έναρξης συζήτησης της συμφωνίας. Η αριστερά σε όλες τις εκδοχές της και ο κόσμος του κοινωνικού κινήματος πρέπει να αναδείξουν μια διακριτή διεθνιστική και αντιιμπεριαλιστική τοποθέτηση που, σε ρήξη με κάθε πατριδοκαπηλία, να επιμένει ότι το πρόβλημα δεν είναι το όνομα αλλά η ολοένα και βαθύτερη ένταξη και της Βόρειας Μακεδονίας και της Ελλάδας στους νατοϊκούς σχεδιασμούς και τυχοδιωκτισμούς. Ως προς το ίδιο το θέμα του ονόματος η θέση μας είναι ότι με την υπαρκτή φόρτιση και ιστορικότητα του θέματος, η καλύτερη λύση είναι αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», μια που και το δικαίωμα του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό να γίνεται σεβαστό, χωρίς απαίτηση να απεμπολήσουν τον προσδιορισμό τους ως «εθνικά Μακεδόνων» (και με αναγνώριση δικαιωμάτων πολιτιστικής και γλωσσικής ταυτότητας σε όσες και όσους έχουν μείνει από τη σλαβομακεδονική μειονότητα), αλλά εγγυήσεις να δίνονται από όλες τις πλευρές και για το απαραβίαστο των συνόρων και για την αποφυγή αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Επιμένουμε ότι η πάλη πρέπει να γίνεται ενάντια σε κάθε εθνικισμό και κάθε αλυτρωτισμό, ενάντια στους σχεδιασμούς του ιμπεριαλισμού που αξιοποιούν και οξύνουν τις υπαρκτές αντιθέσεις τοπικών αστικών τάξεων και εθνικισμών. Σε αυτά τα πλαίσια αποτελεί κίνηση αιχμής για την δική μας παρέμβαση η επανασυγκρότηση ενός δικτύου συμμαχιών με συντρόφισσες/ους και οργανώσεις από την Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, την Αλβανία και άλλες χώρες της περιοχής, αξιοποιώντας και τις επαφές που είχαμε οικοδομήσει ένα προηγούμενο διάστημα (βλ. κοινό κείμενο υπογραφών κ.ά), όπως και πρωτοβουλίες όπως η πρόταση στον ΠΑΚΣ για τη διενέργεια “Βαλκανικού Φόρουμ” αριστερών, ριζοσπαστικών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

26. Συμπερασματικά, στο συνολικό τοπίο που περιγράψαμε παραπάνω για τις εξελίξεις στη χώρα μας, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «παράθυρο ευκαιρίας» έστω και εάν τα υλικά της οικονομικής και πολιτικής κρίσης είναι ακόμα εδώ. Ο συσχετισμός είναι πιο σταθεροποιημένος, αν και εξαιρετικά αντιφατικός. Η οικονομική ανάκαμψη παραμένει ασθενική και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αντιστρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα των μνημονίων, ενώ η λιτότητα θα συνεπάγεται μια συνεχή κοινωνική αιμορραγία. Η «ανάπτυξη» θα είναι διαρκώς διακυβευόμενη και εξαιρετικά ευάλωτη σε αρνητικές αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η εξωτερική πολιτική όλων των κομμάτων εξουσίας φέρνει τη χώρα εντός επιθετικών ανταγωνισμών και υπάρχει κίνδυνος για μεγάλες περιπέτειες. Όλα αυτά δείχνουν ότι το ρήγμα δεν κλείνει παρά τη σχετική σταθεροποίηση. Όμως, για να υπάρξουν ξανά «παράθυρα ευκαιρίας» χρειάζεται μια περίοδος ανασύνθεσης του λαϊκού κινήματος και μιας αριστεράς πραγματικά επαναστατικής και ανατρεπτικής, με σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία. Μία περίοδος που, ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, έχει το χαρακτήρα περιόδου ανασύνθεσης και συγκρότησης αναγκαστικά εν κινήσει, αφού δεν υπάρχει η πολυτέλεια μακρόχρονης οικοδόμησης όρων για μία φάση που θα έλθει στο απώτερο μέλλον.

Γ. Η Αριστερά: σημεία στρατηγικής και τακτικής αποτίμησης

27. Ως οργάνωση βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο κόμβο που πρέπει να αναστοχαστούμε την πορεία μας έως τώρα και από εδώ και πέρα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις εξελίξεις στο κίνημα και στην αριστερά τόσο ως ειδικό στοιχείο της συγκυρίας όσο και της εποχής. Η οπτική συνολικά για την εποχή στην οποία μπήκαμε μετά το 2008, μία εποχή αλλαγής υποδείγματος όπως αναφέραμε, μία εποχή εξεγέρσεων και τεράτων, είναι χρήσιμη και για να διευρύνουμε τη στρατηγική ματιά μας. Οι στρεβλώσεις στη στρατηγική ματιά προκύπτουν και από μία άλλη αιτία ειδικά για εμάς. Η Αριστερή Ανασύνθεση ορίζει τον εαυτό της ως μεταβατική οργάνωση και στοχεύει μεσοπρόθεσμα στην ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ορίζοντας έτσι ως μεσοπρόθεσμο στρατηγική της αυτή την ανασύνθεση, δημιουργεί ίσως σε δυναμικό της μία οπτική που περιορίζει το πεδίο αναφοράς της στρατηγικής (με τους όρους που αυτή χρησιμοποιείται στο ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα). Με τους όρους του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος έννοιες όπως το «ενιαίο μέτωπο» και η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας ανήκουν στο πεδίο της τακτικής. Μιας τακτικής που προσπαθεί να εξυπηρετήσει τη στρατηγική, που είναι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους κοινωνικούς συμμάχους της και η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας και της μετάβασης στον κομμουνισμό.

28. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που η Αριστερά δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την στρατηγική κρίση που προκάλεσε το ’89. Η ανάδυση κινημάτων από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με τομή το «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης» ήταν μία ένδειξη αντιστροφής της κατάστασης. Τα πειράματα της Λατινικής Αμερικής και η διάρκεια των αντιιμπεριαλιστικών αντάρτικων στην Ασία (Νεπάλ, Ινδία κλπ.) έδωσαν μεγάλη ώθηση στην αναζωογόνηση του μαρξισμού, την επαναφορά στρατηγικών επιδίκων στη συζήτηση εντός της Αριστεράς ενώ δημιούργησαν και νέα σημεία αναφοράς. Κατά αυτό τον τρόπο συνέβαλαν τόσο στην κινηματική αναβάπτιση μίας νέας αριστεράς στη Δύση όσο και στην προσπάθεια υπερκερασμού των συμπληγάδων που όρισαν για την αριστερά, από τη μια ο δογματισμός των παραδοσιακών ΚΚ και από την άλλη ο κυβερνητισμός των σοσιαλδημοκρατικών και ευρωκομμουνιστικών ρευμάτων. Σε χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Βολιβία ξεδιπλώθηκαν σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που αναμετρήθηκαν με το ερώτημα της δημοκρατικής μετάβασης. Οι εμπειρίες αυτές, οφείλουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της συζήτησης για τον στρατηγικό επανεξοπλισμό της αριστεράς και να αποτιμηθούν σε βάθος, κυρίως ως προς το ζήτημα της ηγεμονίας και της “νέας πρακτικής της πολιτικής”, εννοούμενης εδώ ως το πλέγμα πρακτικών και οργανωτικών πρωτοβουλιών που μπορούν να ορίσουν μια νέα οργανική σχέση μεταξύ του κοινωνικού υποκειμένου και της επαναστατικής αριστεράς. Η ραγδαία υποχώρηση της λατινο-αμερικάνικης αριστεράς που παρατηρείται σήμεραυποδηλώνει βεβαίως τόσο τα σαφή όρια των εγχειρημάτων αυτών όσο και το μέγεθος των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα κάθε διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού με ορίζοντα τον σοσιαλισμό. Αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη συνεισφορά του ευρύτερου λατινοαμερικάνικου κινήματος στην υπόθεση του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Η ανάδειξη δηλαδή της κεντρικότητας του ζητήματος του κράτους αλλά και της άρθρωσης μιας αντι-ηγεμονικής στρατηγικής από πλευράς των δυνάμεων της εργασίας στα ασφυκτικά πλαίσια που ορίζει σήμερα ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και ο κυρίαρχος ιμπεριαλιστικός άξονας υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Σε αυτό το φόντο τόσο ο κινηματικός-ακτιβισμός που εκθείασαν οιΝέγκρι και Χόλλογουέϊ όσο και η στρατηγική της «πληθυντικής αριστεράς» ως απόπειρας απάντησής στο χρεωκοπημένο πλαίσιο των ευρωκομμουνιστικών-σοσιαλδημοκρατικών ρευμάτων κατέδειξαν με σαφήνεια τα όρια τους και δυστυχώς οδήγησαν τους εκφραστές τους στην ενσωμάτωση και την πλήρη πολιτική περιθωριοποίηση. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία που είχε αναπτύξει αξιόλογη δυναμική πριν την ενσωμάτωσή της στους σχεδιασμούς της Ιταλικής κεντροαριστεράς υπό την κυβέρνηση Πρόντι. Η κρίση του 2008 κατέδειξε με σαφήνεια τα πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά όρια της ευρωπαϊκής αριστεράς τόσο στις ρεφορμιστικές όσο και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της. Με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις την Ελλάδα, την Ισπανία και την Γαλλία οι δυνάμεις της αριστεράς δεν μπόρεσαν σε κανένα σημείο να αποτελέσουν τον αντίπαλο πόλο απέναντι στις πολιτικές της λιτότητας παραμένοντας εγκλωβισμένες στη λογική είτε του ρεφορμισμού είτε ακόμη χειρότερα του σοσιαλφιλελευθερισμού. Στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη μάλιστα η ακροδεξιά έχει αναδειχθεί σε βασικό εκφραστή τηςλαϊκής δυσαρέσκειας καταδεικνύοντας με ενάργεια το μέγεθος των διακυβευμάτων που προκαλεί σήμερα η στρατηγική υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας.

29. Στη σημερινή αριστερά στη χώρα μας (αλλά και με παρόμοιες τάσεις σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης και στην υπόλοιπη Ευρώπη) υπάρχουν και αναπτύσσονται δύο διακριτές στρατηγικές με ιστορικό βάθος και μία εν δυνάμει που δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως πολιτικά και οργανωτικά. Αναπτύσσεται το ρεύμα που αναφέρεται στη στρατηγική μίας κεντροαριστεράς «εθνικής απεύθυνσης» και κοσμοπολίτικου φιλοΕΕ προσανατολισμού που αντιτίθεται διακηρυκτικά στη λιτότητα, τα μνημόνια και το νεοφιλελευθερισμό και επιδιώκει να γίνει κόμμα του (αστικού) κράτους καταλαμβάνοντας την εξουσία με κοινοβουλευτικούς όρους. Το ρεύμα αυτό οδήγησε σε μεγάλες ήττες και συμβιβασμούς τόσο παλιότερα («ιστορικός συμβιβασμός» στην Ιταλία το ‘77) όσο και πρόσφατα («πληθυντική αριστερά» και συγκυβερνήσεις με σοσιαλφιλελευθερισμό σε Ιταλία και Γαλλία στη δεκαετία ’90). Αναβαπτίστηκε σε σημαντικό βαθμό με την κινηματική στροφή σημαντικού μέρους του στη δεκαετία του 2000 σε μία προσπάθεια να εκπροσωπήσει πολιτικά το «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης». Το ρεύμα αυτό αναπτύσσεται στη συνέχεια των ιστορικών ρευμάτων της σοσιαλδημοκρατίας της χρυσής εποχής του κεϋνσιανισμού, του ευρωκομμουνισμού, αλλά και της σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης πρώην φιλοσοβιετικών κομμουνιστικών ρευμάτων. Εκφραστής αυτού του ρεύματος είναι οι κύριες δυνάμεις του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς και δυνάμεις όπως η πλειοψηφία του Die Linke στη Γερμανία, του Γαλλικού ΚΚ, αλλά και το ΑΚΕΛ στην Κύπρο. Εκφραστής αυτού του ρεύματος στην Ελλάδα είναι ιστορικά η πλειοψηφία του ΚΚΕεσ., η ΕΑΡ και ο ΣΥΝ και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ρεύμα αυτό ακριβώς επειδή επιδιώκει να γίνει κόμμα του κράτους εντός της προοπτικής της ΟΝΕ-ΕΕ διαμορφώνει κατάλληλα το πολιτικό πλαίσιο και τακτική του ώστε να διεκδικεί με κοινοβουλευτικούς όρους κάτι τέτοιο. Αυτή η πορεία ήταν έκδηλη στις διαρκείς δεξιές μετατοπίσεις της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του 2012, που πλέον είναι σαφές ότι ως «παραγωγική ανασυγκρότηση» εννοεί μία εκσυγχρονιστική στρατηγική επιθετικής αναδιάρθρωσης με επένδυση στην ειδικευμένη εργασία εντός ΟΝΕ-ΕΕ και στροφή στην τεχνολογική καινοτομία, την ποιότητα, την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας εξ αυτών την ίδια ώρα που αξιοποιεί την εσωτερική υποτίμηση και τη στροφή στις φθηνές υπηρεσίες, στον τουρισμό και στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Αυτή η στρατηγική συγκλίνει με την αστική εκσυγχρονιστική αφήγηση της δεκαετίας του ’90 και αν ο «εκσυγχρονισμός» ήταν αντιδραστική αφήγηση στη δεκαετία του ’90, ας αναλογιστούμε πόσο αντιδραστική θα είναι σήμερα μία απόπειρα επιτάχυνσης της παραγωγικής σύγκλισης με τις βόρειες χώρες εντός ΟΝΕ και εντός της συγκυρίας της κρίσης και της όξυνσης των δομικών ανισορροπιών της ευρωζώνης. Επίσης, αυτό που περιγράφεται ως κοινωνική πολιτική εντός αυτής της στρατηγικής είναι το περίφημο «δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας» για τους οικονομικά ασθενέστερους, όσους είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και βιώνουν τις συνέπειες της «ανθρωπιστικής κρίσης». Για αυτό, προβλέπονται εγγυήσεις μόνο για τον κατώτατο μισθό και όχι για ριζική αναδιανομή, αξιοποίηση δομών κοινωνικής αλληλεγγύης και εθελοντισμού κλπ. Η λογική του «διχτυού κοινωνικής ασφάλειας» για την προστασία και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής είναι λογική της σοσιαλδημοκρατίας των τελών του ’90 και αντικατέστησε την κλασική σοσιαλδημοκρατική λογική περί κοινωνικού κράτους και αναδιανομής. Είναι επίσης μία λογική που συγκλίνει με την εκσυγχρονιστική αφήγηση για το κοινωνικό κράτος.

30. Το δεύτερο διακριτό ρεύμα που αναπτύσσεται και έχει ιστορικό βάθος στην ελληνική αριστερά είναι το ρεύμα που αναφέρεται σε αυτό που σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ιδεότυπο του Οκτώβρη (γενική πολιτική απεργία, εξεγερσιακή στιγμή και έφοδος για την κατάληψη της εξουσίας) υποτιμώντας τις δυνατότητες για μία πιο αντιφατική σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική σε μία δυτική καπιταλιστικά αναπτυγμένη χώρα. Προφανώς δεν ταυτίζουμε αυτό το ρεύμα με τη λενινιστική τακτική του Οκτώβρη που ανταποκρινόταν στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην τσαρική Ρωσία του ’17. Θεωρούμε όμως ότι μεταφέρει σχηματικά την οκτωβριανή εμπειρία σε μία πιο σύνθετη κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Με αυτή την έννοια, θεωρούμε ότι ένας σύγχρονος λενινισμός πρέπει να έχει μία πιο σύνθετη αντιμετώπιση των ζητημάτων των κομβικών στιγμών και των δυνατοτήτων κατάληψης της εξουσίας, καθώς και της διαδικασίας της σοσιαλιστικής μετάβασης. Στην Ευρώπη, αυτό το ρεύμα είναι μειοψηφικό και περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε οργανώσεις της κλασικής επαναστατικής αριστεράς (π.χ. SWP) είτε σε ελάχιστα πιο «ορθόδοξα» ΚΚ (εν μέρει στην Πορτογαλία, μικρότερες οργανώσεις που διατηρούν σχέση με το ΚΚΕ). Βασική εκδοχή αυτού του ρεύματος στην Ελλάδα είναι το ΚΚΕ που υποτιμά διαχρονικά τις εγχώριες δυνατότητες (και ελλείψει διεθνούς επαναστατικού κέντρου πλέον). Παλιότερα, αυτό επενδύθηκε με μία πιο οικονομίστικη - μεταρρυθμιστική γραμμή με αναβολή των ριζοσπαστικών ρήξεων για το μέλλον λόγω «ανωριμότητας των αντικειμενικών συνθηκών». Στη συγκυρία της κρίσης μία τέτοια επιχειρηματολογία δεν επαρκεί προφανώς και η θεωρητικοποίηση της απραξίας γίνεται πλέον με στροφή στον πολιτικισμό («ανωριμότητα των υποκειμενικών συνθηκών») και την υποτίμηση των σημερινών κοινωνικών και πολιτικών δυνατοτήτων. Σε τελική ανάλυση η στρατηγική της αυτόκεντρης ανάπτυξης, πάλης για διατήρηση θέσεων σήμερα και αναμονής αλλαγών από ένα εξωγενές πολιτικό κέντρο ή εξελίξεις παραμένει επί της ουσίας αναλλοίωτη. Και είναι ο πυρήνας του σημερινού ιδιότυπου ρεφορμιστικού χαρακτήρα του ΚΚΕ. Για το οποίο πλέον η επαναστατική κατάσταση μπορεί να έρθει σχεδόν μόνο εξωγενώς με πολεμική σύρραξη (και για αυτό διόλου τυχαία αναβαθμίζει στην κομματική φιλολογία το ζήτημα του πολέμου κλπ.). Εξωγενώς προκαλούμενη επαναστατική κατάσταση, λοιπόν, και αναγκαία προετοιμασία ισχυρού κόμματος (χωρίς ανάγκη πλατύτερου μετώπου) για να καταλάβει την εξουσία τη στιγμή της επαναστατικής κρίσης. Το σχήμα αυτό είναι πιστή αντιγραφή της εξέλιξης της Οκτωβριανής Επανάστασης στο φόντο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με αυτό τον ιδεότυπο το ΚΚΕ απορρίπτει τα ενιαία ή τα λαϊκά μέτωπα προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επειδή θεωρεί ότι οδήγησαν σε ρεφορμιστικές αποκλίσεις και κινείται αποκλειστικά για την κομματική ισχυροποίηση. Εκδοχή αυτού του ρεύματος είναι όμως και οι δυνάμεις του κλασικού αριστερισμού (ΝΑΡ, μ-λ ρεύμα, οι περισσότερες τροτσκιστικές οργανώσεις). Εξαντλούν τη στρατηγική οπτική τους στον ιδεότυπο του Οκτώβρη και απορρίπτουν κάθε άλλη σκέψη στο πλαίσιο μίας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής ως δεξιά απόκλιση. Οι τοποθετήσεις ποικίλλουν αλλά συγκλίνουν στην ρητή ή άρρητη απόρριψη κάθε έννοιας μεταβατικών αιτημάτων και της πιθανής εκδοχής κυβέρνησης στο πλαίσιο μίας επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής.

31.Η τρίτη εν δυνάμει στρατηγική στην ελληνική αριστερά είναι η αναζήτηση μίας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για μία αναπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα με αναπτυγμένους κοινοβουλευτικούς-πολιτικούς θεσμούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς. Η συγκυρία της κρίσης και η κινηματική και πολιτική σύγκλιση δυνάμεων γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα και τις αναζητήσεις για το ζήτημα της κυβερνητικής και συνολικής εξουσίας δημιούργησαν ένα χώρο που επιχειρεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Ο χώρος αυτός αναπτύχθηκε σε όλες τις κύριες δυνάμεις της αριστεράς και διόλου συμπτωματικά διαμορφώθηκε ως μειοψηφία στα δύο κόμματα που υλοποιούν τις παραπάνω στρατηγικές (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) και είχε απήχηση και σε μέρος της ιστορικής επαναστατικής αριστεράς και ανένταχτο δυναμικό. Ο λόγος που εκτιμήσαμε ότι η μάχη για την ανάπτυξη και επικράτηση αυτής της στρατηγικής δεν περνούσε από τον εισοδισμό στα δύο κύρια κόμματα της ελληνικής αριστεράς για να δοθεί η μάχη από μέσα δεν έχει να κάνει μόνο με τους όρους του συσχετισμού ή της τυπικής δημοκρατικής δυνατότητας να δοθεί εκεί. Είναι το γεγονός ότι η στρατηγική που εκφωνούν και υλοποιούν αυτά τα κόμματα στην κοινωνία είναι άλλη, είναι οι δύο στρατηγικές που αναφέραμε παραπάνω. Η στρατηγική που αναζητούμε δεν είχε όρους υλοποίησης ούτε εν μέρει και αυτό έκανε εξαρχής αρκετά δυσχερείς τους όρους συσσώρευσης κοινωνικών και πολιτικών όρων για την επικράτησή της. Η γραμμή του εισοδισμού σε συμπαγή και στρατηγικά συγκροτημένα μορφώματα ιστορικά έχει αποδειχθεί μία επιλογή ήττας. Ποτέ κανένα κόμμα δεν άλλαξε από μέσα χωρίς αυτοτελή ανάπτυξη και μίας άλλης γραμμής από έξω, στην κοινωνία και το πολιτικό επίπεδο, έστω και ατελώς. Η εμπειρία από τις αλλαγές στην ελληνική αριστερά έχει δείξει ότι οι όποιες ανασυνθέσεις έγιναν με συνδυασμό κινηματικής ή πολιτικής-ιδεολογικής πίεσης από τα αριστερά στο ρεφορμισμό και διασπάσεις ή αποχωρήσεις προς τα αριστερά από τα ρεφορμιστικά κόμματα. Έτσι έγινε στα Ιουλιανά, στην περίοδο του Πολυτεχνείου, έτσι έγινε με τη Β’Πανελλαδική που με τη σειρά της διαμόρφωσε πολιτικά, κινηματικά και ιδεολογικά ένα χώρο και επηρέασε σε κάποιο βαθμό και την επόμενη στιγμή με τη διάσπαση της ΚΝΕ-ΝΑΡ. Αντιθέτως, η πρόσφατη εμπειρία του εισοδισμού στο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι τελικά δυνάμεις με επαναστατική αναφορά όχι απλώς δεν επηρέασαν ιδιαίτερα κάτι, αλλά είτε μεταλλάχθηκαν εντελώς (ΚΟΕ, ΑΚΟΑ) είτε διολίσθαιναν αρχικά διαρκώς προς τα δεξιά χάνοντας δυναμικό και με διόρθωση αυτής της πορείας συγκρατήθηκαν οργανωτικά (ΔΕΑ, που το 2003 με κεντρικό τόνο το minimum «ενάντια στον πόλεμο και το νεοφιλελευθερισμό» παραλίγο να αφομοιωθεί σημαντικά με αποχωρήσεις και διασπάσεις που μικρό μέρος τους παραμένει και σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ και μόνο με πολιτική στροφή σε λογική μεταβατικού προγράμματος και αυτοτελή λόγο και δουλειά συγκρατήθηκε). Η εμπειρία της διολίσθησης υπήρχε και για όσες δυνάμεις επέλεξαν εξωτερική μεν αλλά δορυφορική σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ (ΚΟ Ανασύνταξη, Πρωτοβουλία των 1000 που από μία γραμμή «καμία θυσία για το ευρώ» το 2012 για τη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ τότε, μετατοπίστηκαν σε μία γραμμή δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ στις εξαγγελίες της ΔΕΘ του 2014 και συμπόρευση μαζί του σε αυτή τη βάση). Ας μην ξεχνάμε και ότι για την καλύτερη πολιτική-προγραμματική συγκρότηση της Αριστερής Πλατφόρμας και τη δυνατότητά της να δίνει και εσωκομματικά τη μάχη κρίσιμο ρόλο έπαιξαν οι κινηματικές εξελίξεις 2010-12 και ως ένα βαθμό η ύπαρξη και παρέμβαση μίας συγκροτημένης τάσης όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.

32. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξέφρασε αντιφατικά και ημιτελώς όψεις αυτής της στρατηγικής και ο στόχος μας ως ΑΡΑΝ ήταν να επιχειρήσει να γίνει πολιτικό κέντρο μίας μετωπικής συγκρότησης δυνάμεων που θα αναφέρονται σε αυτή και θα προσπαθήσουν να την αναπτύξουν πολιτικά, προγραμματικά και οργανωτικά. Δυστυχώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, λόγω της σαφούς επιλογής της πλειοψηφίας της να παραμείνει εντός της στρατηγικής του ιστορικού αριστερισμού, έκανε κρίσιμες υποχωρήσεις από αυτό τόσο το 2012 και το 2014 στη συζήτηση περί μετωπικής συμπόρευσης, και ενώ φάνηκε να κάνει ένα βήμα εμπρός στη 2η συνδιάσκεψή της το 2013, όσο και τελικά το καλοκαίρι του 2015 με την ρητή άρνησή της να συμπορευτεί με τις αριστερές δυνάμεις που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαφές πλέον, ειδικά με τη μετέπειτα πορεία της, ότι πλειοψηφικά δεν επιδιώκει να εξυπηρετήσει ένα τέτοιο σχέδιο ανασύνθεσης. Από αυτή τη σκοπιά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η επιλογή που κάναμε το 2015 ήταν ορθή παρά του ότι η πορεία των πραγμάτων δεν ήταν αυτή που θέλαμε κινηματικά αλλά και στο επίπεδο του πολιτικού μετώπου με την πορεία της Λαϊκής Ενότητας από τότε. Εκτιμούμε ότι η επιλογή μας ήταν και παραμένει καταρχάς ορθή γιατί επιλέξαμε την ρήξη με πρακτικές και λογικές στο χώρο της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς που ήταν επί της ουσίας συντηρητικές και οδηγούσαν διαρκώς σε απονεύρωση των πολιτικών δυνατοτήτων που μπορούσαν να αναπτυχθούν με άλλες επιλογές και τόλμη. Και οι αιτίες αυτών των πρακτικών και λογικών δεν ήταν απλώς μία «ατολμία» αλλά η συσσωρευμένη επίδραση των παραπάνω στρατηγικών ανεπαρκειών που αναφέραμε. Ούτε εμείς ήμαστε άμοιροι ευθυνών και οι ανεπάρκειες που αναφέραμε παραπάνω αφορούν κι εμάς. Επιλέξαμε, όμως, να αναμετρηθούμε με μέρος αυτών και θέλουμε να επιμείνουμε και να εμβαθύνουμε αυτή την επιλογή μας, αναζητώντας συγκλίσεις με όσες άλλες δυνάμεις κινούνται σε παρόμοια αναζήτηση. Τρία χρόνια μετά, οι κύριες τάσεις του χώρου που αφήσαμε πίσω μας οδηγούνται σε επιλογές ολοένα και πιο σεχταριστικές, συντηρητικές και αναντίστοιχες των σημερινών αναγκών. Και παρά την ήττα (ή ίσως και ακριβώς λόγω αυτής) βλέπουμε και άλλες νέες δυνάμεις να απελευθερώνονται και να επιδιώκουν παρόμοιες αναζητήσεις με εμάς. Και έχουμε κι εμείς συμβάλει, στο βαθμό που μας αναλογούσε, σε αυτές τις μετατοπίσεις με την επιλογή μας παρά τα λάθη και τις αδυναμίες μας. Όπως με παρόμοιο τρόπο συμβάλαμε με την επιλογή της ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. το 2007 που ταρακούνησε τα στάσιμα νερά της τότε ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς αξιοποιώντας και μία κινηματική ανάταση που εκπροσωπούσαμε σε σημαντικό βαθμό. Δεν υπάρχει γενικότερη αντιστοιχία, βέβαια, εκείνης της περιόδου κινηματικής ανόδου και πολιτικής συγκρότησης με τη σημερινή περίοδο κινηματικής ύφεσης και κρίσης της πολιτικής αριστεράς. Όμως, το κριτήριο που μας οδήγησε να απαντήσουμε με όρους ρήξης με τα έως τότε δεδομένα προκειμένου να υπάρξουν ανασυνθέσεις ήταν παρόμοιο. Τα υλικά για τις αναγκαίες ανασυνθέσεις σε όλα τα επίπεδα (κινηματικά, πολιτικά, προγραμματικά) βρίσκονται περισσότερο στη συνέχιση της αναζήτησής μας σε αυτή την κατεύθυνση παρά τις δυσκολίες και όχι στην επιστροφή στο ιδεολογικό καταφύγιο ενός χώρου που ρέπει σε όλο και πιο συντηρητικές (και τελικά ηγεμονευόμενες πλήρως από το σημερινό ΚΚΕ) επιλογές.

33. Σημαντικό μέρος του δυναμικού που αναφέρεται σε αυτή την στρατηγική προοπτική βρέθηκε το 2015 στη Λαϊκή Ενότητα. Όμως, η εκλογική αποτυχία και κυρίως η μετέπειτα πολιτική πορεία και εσωτερική συγκρότηση της ΛΑΕ δεν λειτούργησαν θετικά ώστε να κερδηθεί το στοίχημα να αποτελέσει το κέντρο μίας τέτοιας μετωπικής ανασύνθεσης. Στο χώρο της ΛΑΕ η κατάσταση παραμένει προβληματική. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι στο επίπεδο του κεντρικού στίγματος και εκφώνησης δεν ξεκαθαρίζει πού θέλει να απευθυνθεί. Αφενός κοινωνικά σε ένα κοινό εργαζομένων, νεολαίας, πληττόμενων στρωμάτων από την κρίση και πολιτικά στον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς ή αφετέρου πρωτίστως σε μικρομεσαία στρώματα κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας επιλέγοντας ένα λόγο με αιχμές τη δημοκρατία γενικά, τον πατριωτισμό (με πολιτικά φάλτσα, ειδικά στο Μακεδονικό) και την «ανάπτυξη». Η ασάφεια αυτή στοχεύει υποτίθεται στη διεύρυνση των εκλογικών ακροατηρίων και συμμαχιών αποτυγχάνοντας, όμως, και τελικά χάνοντας πολιτικά από κάθε πλευρά. Η θετική απομάκρυνση έως και αποτροπή του ενδεχομένου εκλογικών συμμαχιών προβληματικού χαρακτήρα όπως με την Πλεύση Ελευθερίας ή το ΕΠΑΜ οφείλεται κυρίως σε δικές τους επιλογές ή αποσάρθρωση παρά στο ξεκαθάρισμα της φυσιογνωμίας της ΛΑΕ. Σε επί μέρους επίπεδα (π.χ. συνδικαλιστικό ή αυτοδιοίκηση) επιλέγεται ένας ολοένα και πιο ριζοσπαστικός αριστερός τόνος και περιεχόμενο, όμως η κεντρική εκφώνηση βαραίνει και αυτή παραμένει θολή και περισσότερο κοστίζει παρά αποδίδει κάτι πολιτικά. Ταυτόχρονα, η ΛΑΕ παραμένει δυσκίνητη στο να πάρει κρίσιμες πολιτικές πρωτοβουλίες και να συμβάλει σε διαδικασίες ανασύνθεσης και του κινήματος και της αριστεράς παρά τη συμβολή δυνάμεών της σε διάφορα ενωτικά σχήματα σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές. Εκπέμπει μία προβληματική φυσιογνωμία που απέχει αρκετά από τη φυσιογνωμία μίας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς και μοιάζει περισσότερο με τον αντιιμπεριαλιστικό τόνο του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’80 έχοντας εν πολλοίς και μια κυρίως κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής. Η κεντρική πρακτική της ΛΑΕ περιορίζεται σε κλασικού τύπου περιοδείες και σε μια παρουσία του «αρχηγού» ως εάν να ήμασταν κοινοβουλευτικό κόμμα, την ίδια στιγμή που δυναμικό της είναι όντως ενεργό σε κινήματα και συμβάλει σε ενωτικές πρωτοβουλίες. Ο πολιτικός λόγος παραμένει ένα μίγμα αριστερών στόχων και «αναπτυξιακών» αναφορών από το οπλοστάσιο του κλασικού κομμουνιστικού ρεφορμισμού. Όλα αυτά επιτείνονται από το ότι το Αριστερό Ρεύμα αντιμετωπίζει την ΛΑΕ με γραφειοκρατική πρακτική, σε περιπτώσεις μην αφήνοντας και περιθώριο σύνθεσης (π.χ. Μακεδονικό). Αυτό έχει απομακρύνει κόσμο από τη ΛΑΕ ακόμη και εάν μετράει θετικά η αγωνιστικότητα και η εντιμότητα της ηγετικής ομάδας και του κορμού του δυναμικού της. Με αυτό τον τρόπο η ΛΑΕ αδυνατεί σήμερα να ηγηθεί μιας προσπάθειας ανασύνθεσης του αναγκαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, ούτε μπορεί να αποτελέσει το πρόπλασμα, ακόμη και εάν ισχύει ότι πρέπει να είναι τμήμα του. Για τους παραπάνω λόγους, από την περσινή χρονιά πρωτόλεια και πιο συμπαγώς φέτος με την κίνηση και στο τελευταίο Πολιτικό Συμβούλιο κινηθήκαμε για την σαφή αποτύπωση μίας σημαντικής τάσης εντός της ΛΑΕ που παίρνει σαφή θέση στα παραπάνω ζητήματα τόσο εντός του μετώπου όσο και δημόσια και επιχειρεί να συντονίζεται και στην κοινωνική και πολιτική πράξη και δράση. Αποτιμούμε ότι η αδυναμία μας να λειτουργήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση έπαιξε, στο βαθμό που της αναλογεί, σημαντικό ρόλο στο να μην μπορεί να αρθρωθεί νωρίτερα αυτή η κίνηση εντός της ΛΑΕ.

34. Στο χώρο των προερχόμενων από τον ΣΥΡΙΖΑ, η Πλεύση Ελευθερίας μετά την υιοθέτηση εθνικιστικών απόψεων για το «Μακεδονικό» πλέον δεν θεωρεί καν ότι ανήκει στην αριστερά. Την ίδια ώρα ο Βαρουφάκης (Μέρα25) επιμένει στην ιδιότυπη ουτοπία ενός αριστερού ευρωπαϊσμού και κινείται επίσης αυτόνομα σε προγραμματικό πλαίσιο παρόμοιο με αυτό του προ 2015 ΣΥΡΙΖΑ και λογική ότι είναι επαρκές «αρκεί να εφαρμοστεί μέχρι τέλους». Άλλες τάσεις προερχόμενες από τον ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Δίκτυο, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, Δικτύωση) υιοθετούν μεν τη μεταβατική λογική, αλλά αναδιπλώνονται περισσότερο προς τη δράση γύρω από τα «δικαιώματα», απεμπολούν ή υποτιμούν αιχμές όπως η αντιΕΕ ρήξη, απέχουν από ενωτικά εγχειρήματα (π.χ. αυτοδιοίκηση) παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές διακηρύξεις τους. Και πρακτικά αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί στην αντιπολίτευση να υπάρξει εκ νέου κινηματική ή και πολιτική επαναπροσέγγιση. Αυτή η προοπτική συντηρείται και από τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ (53+).

35. Παρά τις σοβαρές μετακινήσεις δυνάμεων που έχουν γίνει, παραμένει μία αναντιστοιχία μεταξύ της διάταξης των σημερινών οργανωτικών μορφών στην αριστερά με τις στρατηγικές που αναφέραμε. Πλέον η πορεία αντιστοίχισης έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί για τους σχηματισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Όμως, η ήττα του 2015 και η αδυναμία συγκρότησης των δυνάμεων με αναφορά στην μαχόμενη αριστερά και μία σύγχρονη επαναστατική στρατηγική έχει οδηγήσει σε τάσεις κατακερματισμού αλλά και διάχυσης του δυναμικού αυτού είτε στην αποστράτευση είτε σε διάφορες οργανώσεις, πρωτοβουλίες και μέτωπα. Η επανασυσπείρωση των δυνάμεων αυτών γύρω από έναν οργανωτικό και πολιτικό πόλο είναι ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας που εν πολλοίς θα κρίνει και τις προοπτικές της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος για τα επόμενα χρόνια. Σε αυτά τα πλαίσια και προσπαθώντας να διαβάσουμε τις τάσεις και τις ανάγκες της περιόδου επιλέγουμε να συνεχίσουμε και να εμβαθύνουμε την αναζήτηση για μία σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τις αναγκαίες πολιτικές-προγραμματικές, ιδεολογικές και κοινωνικές τομές που απαιτούνται για την ανασύνθεση και την ανάπτυξή της. Με άξονα πάντα την διαλεκτική τακτικής και στρατηγικής αλλά και την πλούσια πολιτική παρακαταθήκη που μας κληροδότησε η μαχητική επανεμφάνιση του λαϊκού κινήματος την περίοδο 2010-2013. Κάθε τέτοιο εγχείρημα δεν είναι εύκολο και δυνάμεις που έδρασαν ανάλογα στο παρελθόν με παρόμοια κοινωνικά και πολιτικά όρια όπως εμείς δεν κατάφεραν να αντέξουν στο χρόνο παρά την καταλυτική συμβολή τους (π.χ. Β’ Πανελλαδική). Όμως, αυτή η προσπάθεια δεν ήταν ανέξοδη, άλλωστε στο έδαφος που έσπειραν γεννηθήκαμε και εμείς ως πολιτικό ρεύμα και αναπτύχθηκε εν πολλοίς και η σύγχρονη επαναστατική αριστερά (εγχείρημα σχημάτων, ιδεολογική και πολιτική εναντίωση στον οικονομισμό και τον αστικό εκσυγχρονισμό, σύγχρονη μαρξιστική αναζήτηση). Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το «μαγαζάκι» μας ή κάθε πολιτικό μαγαζάκι, άλλωστε τα περισσότερα από τα υπάρχοντα δεν θα υπάρχουν στο νέο τοπίο που θα διαμορφωθεί. Το ζήτημα είναι το αν και κατά πόσο θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε καταλυτικά από τη σκοπιά μας σε κοινωνικό, πολιτικό και προγραμματικό επίπεδο στην αναγκαία ανασύνθεση, ανάπτυξη και οργανωτική συγκρότηση μίας τέτοιας κατεύθυνσης.

36. Ραχοκοκαλιά των κινήσεών μας θα πρέπει να είναι η υπόθεση της ανασύνθεσης του κομμουνιστικού ρεύματος, της θεωρητικής και προγραμματικής προετοιμασίας αλλά και της διαμόρφωσης του πολιτικού στελεχιακού δυναμικού που θα έχει αναβαθμισμένη δέσμευση και στράτευση, μαζικές δεξιότητες, ικανότητα να συνδυάζει διαλεκτικά την τακτική με τη στρατηγική. Και για αυτό χρειάζονται πρωτοβουλίες διαλόγου με το δυναμικό που εκτιμούμε ότι καταρχάς θα έμπαινε σε μια τέτοια κατεύθυνση είτε είναι εντός είτε εκτός ΛΑΕ, να δούμε πρωτότυπες πρακτικές συνάντησης, συζήτησης, δέσμευσης και ανάληψης πρωτοβουλιών. Θέλουμε να επικοινωνήσουμε με δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να μπουν σε μια διαδικασία αυθυπέρβασης και τομών. Μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να μπορεί να τροφοδοτείται από τα προχωρήματα που γίνονται στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, από τον πολιτικό λόγο που παράγεται εντός των κινημάτων, από τις σύγχρονες μορφές «εργατικής έρευνας» που αναπτύσσονται. Στόχος μια πρωτότυπη κομμουνιστική σύνθεση, που να μπορεί να χωνεύει την εμπειρία των προηγούμενων ετών:

-Ότι δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνιστική πολιτική που να μην μπορεί να επικεντρώσει στα σημεία συμπύκνωσης της συγκυρίας και πάνω σε αυτό να γίνεται γραμμή μαζών, κάτι που εξηγεί π.χ. γιατί σήμερα είναι πραγματικό διακύβευμα μέσα στην αριστερά το εάν θα υπάρξει ένας σύγχρονος μαχόμενος αντιιμπεριαλισμός που να συναρτά τη σοσιαλιστική προοπτική με την ρήξη με την ΕΕ και συνολικά τον ιμπεριαλισμό.

-Ότι δεν μπορεί να υπάρξει παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος χωρίς μια άλλη πολιτική, ιδεολογική και μορφωτική κατάσταση των υποτελών τάξεων και του κοινού νου τους.

-Ότι χρειάζεται να δούμε με φρέσκο τρόπο το ερώτημα της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής και να δούμε τι σημαίνει πραγματικά σήμερα μια στρατηγική για μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας και ορίζοντα την ηγεμονία.

-Ότι εάν ισχύει ότι στρατηγική επιδίωξη είναι η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας μαζί με αυτόνομες μορφές λαϊκής αντιεξουσίας, τότε επιβάλλεται η διαλεκτική κεντρικής συγκρότησης και βαθύτερης γείωσης στους χώρους δουλειάς και τους κοινωνικούς χώρους εν γένει.

-Ότι σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση οποιαδήποτε ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως η αντιστροφή των επιπτώσεων της ήττας στο λαϊκό παράγοντα, ανακοπή των τάσεων αποστράτευσης και αποσυσπείρωσης, επαναφοράς του διεκδικητισμού και της αντίστασης σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από τους χώρους δουλειάς.

-Ότι τόσο οι στόχοι της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης όσο και το μεταβατικό πρόγραμμα είναι στόχοι μετασχηματισμού, εξ αρχής σε συνάρτηση τη σοσιαλιστική προοπτική και με σαφές αντικαπιταλιστικό πρόσημο. Και αυτό απαιτεί γνώση, επεξεργασία, γείωση.

-Ότιτα νέα κινήματα, η πάλη κατά του σεξισμού, ο αντιρατσισμός χρειάζονται μια ταξική και αντικαπιταλιστική οπτική ακριβώς για να εντάσσονται στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας σύγχρονης ενότητας ρήξης των λαϊκών τάξεων.

-Ότι το αναγκαίο πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί να είναι πρωτίστως εκλογικό, δεν μπορεί να αναπαράγει πλευρές μιας αστικής αντίληψης της πολιτικής και πρέπει να είναι πραγματικά διαλεκτικό ώστε να είναι εργαστήρι για μια νέα πολιτικοποίηση.

-Ότι οποιαδήποτε αντίληψη της επαναστατικής πολιτικής σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική του πειραματισμού, της έμφασης στη συλλογική επινοητικότητα των υποτελών τάξεων, μια αντίληψη της πολιτικής ως συνεχούς διαδικασίας μάθησης.

Σε αυτό το φόντο πρέπει να μας απασχολήσει πώς θα οργανωθεί αυτός ο διάλογος, ποιες δημόσιες μορφές θα πάρει, πώς θα συνδυάσει τη γενική συζήτηση με την ανάληψη συγκεκριμένων ενωτικών πρωτοβουλιών, πώς θα επηρεάσει συνολικά την κατάσταση πνευμάτων στη ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα.

37. Η συζήτηση, πόσο μάλλον μία νέα πιθανή διαδικασία, σύγκλισης δυνάμεων στην προοπτική συγκρότησης μίας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης απαιτεί και την πιο ουσιαστική αποτίμηση μας για τη διαδικασία της Πρωτοβουλίας για την Κομμουνιστική Αριστερά (ΠΚΑ).Η διαδικασία αυτή για την οποία υπήρχε μία σχετική συζήτηση των οργανώσεων ήδη από το 2015 και ξεκίνησε τυπικά στις αρχές του 2016 έφτασε σε ένα σαφές όριο στα μέσα του 2017 όταν η Παρέμβαση έκανε μία πρακτική στροφή στο βαθμό εμπλοκής της στη ΛΑΕ και τις διαδικασίες της, πρακτικά αποχωρώντας από αυτές σιωπηρά (με την εξαίρεση της Πάτρας όπου διατηρεί λόγω δυνάμεων μία εμπλοκή). Αυτό πρακτικά απονέκρωσε την πρωτοβουλία που ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα στο ξεδίπλωμα της συζήτησης και κίνησής της. Η ουσιαστική αιτία, όμως, που η διαδικασία της ΠΚΑ δεν προχώρησε δεν ήταν αυτή. Και δεν μπορεί να εξαντληθεί μία αποτίμηση στις πραγματικές αγκυλώσεις που είχε και η ίδια η Παρέμβαση εντός της διαδικασίας (εσωτερική αντιφατικότητα, αποφυγή να ωσμωθεί ουσιαστικά στη βάση με εμάς, αντίληψη της οργάνωσης ως οργάνωσης με κυρίως καμπανιακή λειτουργία και διάταξη των μελών). Η ΠΚΑ θέλαμε να είναι πόλος συσπείρωσης για τη μαχόμενη αριστερά (ειδικά στην περίοδο όπου κομμάτια πήραν διαζύγιο με το ρεφορμισμό και αναζητούσαν κάτι άλλο) και να εμπλέξει ένα ευρύτερο δυναμικό που κινήθηκε γύρω από την πρωτοβουλία (π.χ. ΑΡΚ με την ιδιαίτερη στάση που είχαν στην Πάτρα, αποχωρήσαντες ΑΡΑΣ) καθώς και ανένταχτο δυναμικό. Εν τέλει για εμάς το στοίχημα του εγχειρήματος δεν ήταν η ένωση ΑΡΑΝ και Παρέμβασης, αλλά η ανασύνθεση της κομμουνιστικής αριστεράς με ευρύτερους όρους. Ως ΑΡΑΝ ήμαστε η μεγαλύτερη συνιστώσα της διαδικασίας, με ειδικό βάρος πολιτικά και οργανωτικά και πρωτίστως πρέπει να αποτιμήσουμε τις δικές μας αδυναμίες εντός αυτής. Αποτιμητικά οφείλουμε να πούμε τα εξής:

α) υποτιμήσαμε από την πλευρά μας την ευρύτερη κατάσταση και το εύρος της κινηματικής και πολιτικής υποχώρησης που άρχισε να διαμορφώνεται μετά τις εκλογές του 2015. Μία ελπιδοφόρα διαδικασία ενοποίησης οργανώσεων και σχημάτων υλοποιείται ευκολότερα σε περιόδους ανόδου της κινηματικής και πολιτικής κινητικότητας όπως έγινε και στην περίπτωση της ΑΡΑΝ το 2003. Παρόλο που είχαμε συναίσθηση της φύσης της περιόδου, αργήσαμε να αντιληφθούμε το μέγεθος του βάρους της ήττας τόσο στο ευρύτερο δυναμικό που φιλοδοξούσαμε να εμπλέξουμε σε αυτή τη διαδικασία όσο και στο δυναμικό των οργανώσεων και τις αδράνειες που δημιουργεί και εντείνει. Η απουσία κοινωνικών διεργασιών και κινημάτων, τα οποία θα αποτελούσαν το υλικό υπόβαθρο για την ανασύνθεση, λειτούργησε ανασταλτικά και κατέληξε στην επικέντρωση της συζήτησης σε πολιτικοθεωρητικού χαρακτήρα αναλύσεις, που εξ αντικειμένου θα όξυναν τις όποιες διαφωνίες, αφού δε θα υπήρχε εκείνο το πεδίο να δοκιμαστούν, να αμφισβητηθούν και εν τέλει να παράξουν αποτελέσματα. Επομένως η κουβέντα δε μπορούσε να γίνει με στοιχεία αποτίμησης και να έχει μετρήσιμα προχωρήματα και πολιτικά εξαγόμενα. Για εμάς, η ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι μια διαδικασία που αναφέρεται τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο σε διαλεκτική σύνδεση. Αυτό το σημείο δεν το λέμε για να καταλήξουμε στο ότι ήταν άστοχη η πρωτοβουλία, αλλά ότι τέτοιες πρωτοβουλίες σε τέτοιο δυσμενές τοπίο πρέπει να ξεδιπλώνουν πιο προσεκτικά το βηματισμό και τις προσδοκίες τους σταθμίζοντας πιο σωστά τις δυσκολίες της περιόδου.

β) η κακή πολιτική πορεία και εξέλιξη της ΛΑΕ και της από κοινού εμπλοκής μας σε αυτή προφανώς ενέτεινε αυτή την κατάσταση παρά την κοινή στάση μας σε στιγμές εντός αυτής. Υπήρξαν, όμως, και πραγματικές αποστάσεις στο χαρακτήρα της παρέμβασής μας εντός της ΛΑΕ (αριστερή τάση ή «καταλύτης»;, εύρος συμμαχιών εντός ΛΑΕ, βάθος ανοίγματος της προγραμματικής συζήτησης, διαφωνίες σε προτάσεις οργανωτικής συγκρότησης κλπ.) που φάνηκαν στη δυστοκία και την αργοπορία να ξεδιπλώσουμε την παρέμβασή μας εν όψει της συνδιάσκεψης της ΛΑΕ το καλοκαίρι του 2016. Σε κάποιες από αυτές τις διαφωνίες ορθά επιμείναμε (αριστερή τάση, εύρος συμμαχιών υπό συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο φυσικά, προγραμματικά ζητήματα σύνδεσης του μεταβατικού προγράμματος με τη σοσιαλιστική προοπτική, κάποιες οργανωτικές προτάσεις), σε άλλες αναγνωρίζουμε ότι η Παρέμβαση, έχοντας και την εμπειρία παρόμοιων διαδικασιών από το ΣΥΡΙΖΑ προ 2012, είχε δίκιο να επιμένει ότι σε ένα πολιτικό δυναμικό όπως αυτό της ΛΑΕ (για το οποίο οι απαιτήσεις συζήτησης διέφεραν σε σχέση με αυτό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) πρέπει να συμπυκνώσουμε και να ιεραρχήσουμε καλύτερα το λόγο και τις προτάσεις μας ορίζοντας σαφώς και τους κομβικούς στόχους που θέλουμε να επιτύχουμε.

γ) ίσως η πλέον σημαντική αιτία ήταν η αδυναμία χάραξης κοινού βηματισμού, διάταξης και πρακτικών ειδικά στο επίπεδο των κοινωνικών χώρων και του κινήματος. Υπήρξε σημαντικό πρόβλημα σε αυτό το ζήτημα που παρόλο που επιχειρήσαμε να το αντιμετωπίσουμε με σχετική συζήτηση στο συντονιστικό της πρωτοβουλίας και λιγότερο στη βάση (κοινοί πυρήνες, κοινή συνεδρίαση συντονιστικών νεολαίας για φοιτητική παρέμβαση, κοινή ολομέλεια εργαζομένων Αθήνας) και ακόμα λιγότερο με χάραξη κοινών δράσεων. Η απουσία μίας προηγούμενης κοινής δράσης και εμπλοκής σε κοινωνικά μέτωπα και σχήματα δημιουργούσε σημαντική απόσταση στην αντίληψη για την παρέμβαση σε αυτά και έπαιξε κομβικό ρόλο παρά τις υπαρκτές συμφωνίες μας σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και κάποια βασικά ιδεολογικά σημεία (σε αντίθεση με το παράδειγμα της συγκρότησης της ΑΡΑΝ όπου η κοινή εμπλοκή ΑΣΥΣ και Αριστερής Κίνησης σε ΕΑΑΚ και εν μέρει και σε εργασιακά σχήματα ήταν σημαντική).

δ) υπήρξε, και δεν συζητήθηκε πιο αναλυτικά, απόσταση στην αντίληψη για την πολιτική οργάνωση όσον αφορά το ζήτημα της λειτουργίας και της πρακτικής διάταξής της. Εμείς επιδιώκουμε μία οργάνωση προγραμματικής συζήτησης, σχεδιασμού και δράσης, με διάταξη παρέμβασης τόσο σε κοινωνικούς χώρους και τα ιδιαίτερα καθήκοντα που θέτουν όσο και σε κεντρικές πολιτικές μάχες. Συχνά, και με λάθη στο πόσο πλατειάζει η αρχική αναλυτική συζήτηση πριν το σχεδιασμό και την πράξη, κάτι που οφείλουμε να αποτιμήσουμε ως αρνητική «αδράνεια» λόγω των συνηθειών από την φοιτητική-νεολαϊστικη παρέμβαση. Η Παρέμβαση περιγράφει περισσότερο μία οργάνωση που λειτουργεί περισσότερο συγκεντρωτικά και ενιαία σε όλο της το εύρος αναπτύσσοντας κυρίως πρακτικές παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο (καμπανιακή λειτουργία) και εσωτερική πολιτικοϊδεολογική λειτουργία. Η αντίθεση αυτή, ειδικά εφόσον υποτιμήθηκε η αναλυτική συζήτηση και αντιμετώπισή της ενώ είχε τεθεί ως θέμα, ήταν το υπόβαθρο της απόστασης που είχαμε σχετικά με το ζήτημα της αδυναμίας χάραξης και ιεράρχησης κοινού βηματισμού και στόχων, διάταξης και πρακτικών.

ε) ειδικότερα όσον αφορά εμάς οφείλουμε να αντιληφθούμε τη σοβαρή αδυναμία της ΑΡΑΝ να λειτουργήσει ως κεντρικός συνεκτικός μοχλός σε πολιτικές πρωτοβουλίες (αντίστοιχη αδυναμία που είχαμε π.χ. στη ΜΑΡΣ) αλλά ενίοτε και κοινωνικές πρωτοβουλίες (π.χ. αντίστοιχα προβλήματα, υπό μία έννοια, είχαμε στη δράση μας σε πρωτοβουλίες όπως ο ΣΥΝ.ΖΩ. και το City Plaza, στο βαθμό που μας έπεφτε ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης που δεν εξυπηρετήσαμε πάντα επιτυχώς). Η ΑΡΑΝ έχει συνηθίσει να λειτουργεί υποτελώς, υπό ηγεμονία σε πολιτικές πρωτοβουλίες και η κεκτημένη «αδράνειά» της είναι η καταλυτική και κριτική - συμπληρωματική συμβολή σε αυτές και όχι η συνεκτική – ηγεμονική συμβολή εντός αυτών και η αντίστοιχη πολιτική εγγύηση της εδραίωσης και των προχωρημάτων τους. Αυτό ήταν το υπόβαθρο μίας αμφίθυμης και αντιφατικής λειτουργίας και συμβολής μας τόσο σε επίπεδο κεντρικού συντονιστικού όσο και βάσης, (με το πρώτο να είναι κομβικό εν προκειμένω).

στ) τέλος, το ζήτημα ότι η οργάνωση καλώς άνοιγε νέα πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα και προχώραγε σε συγκεκριμένους πειραματισμούς εκείνη την περίοδο δεν το χειριστήκαμε με τον ορθό τρόπο εντός της ΠΚΑ. Πρακτικές που αποτελούσαν πειραματισμό για εμάς και νέα ζητήματα προς συζήτηση στα οποία οι όποιες θέσεις μας είχαν αναγκαστικά πρόσφατο και πειραματικό χαρακτήρα είναι λάθος να μπαίνουν ως προαπαιτούμενα σε μία τέτοια διαδικασία. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελούσαν ουσιαστικά ούτε καν ακόμα πλήρως κεκτημένες θέσεις και τοποθετήσεις για εμάς συνολικά και δεν αντιστοιχούσε η ρητή ή άρρητη κατάθεσή τους ως προαπαιτούμενα. Στο βαθμό που δεν υπήρχε αρχική συμφωνία και εμπλοκή όλης της ΠΚΑ, θα αναλογούσε η εμπλοκή μας σε αυτά ως ΑΡΑΝ, όπως ορθά κάναμε, και η μεταφορά επιτυχημένων αποτελεσμάτων της πράξης και δράσης μας στη συζήτηση της πρωτοβουλίας ώστε να πείσουμε εμπράκτως και να ρυμουλκούμε το σύνολο του δυναμικού της και σε αντίστοιχες πρακτικές. Ο τρόπος που χειριστήκαμε το θέμα όξυνε υπαρκτά αντανακλαστικά έναντι αυτών, δεν συνέβαλε πάντα στη δημιουργική συζήτηση και έδωσε μία εικόνα αμφιθυμίας για τη διάθεση μας να εγγυηθούμε το προχώρημα της πρωτοβουλίας. Είναι σαφές ότι σε μία τέτοια διαδικασία θα υπάρχουν (και ορθά υπήρξαν) στιγμές συντροφικής όξυνσης των υπαρκτών αντιθέσεων για να υπάρξει και η δυνατότητα δημιουργικών συνθέσεων, υπερβάσεων και τομών. Εκτιμούμε, όμως, ότι δεν εξυπηρετήσαμε όπως μας αναλογούσε αυτή τη λειτουργία.

Τα παραπάνω σημεία απαιτούν περαιτέρω συζήτηση για την συλλογική αποτίμηση της εμπειρίας μας από την ΠΚΑ. Και χρησιμεύουν ως οδηγός για την αποφυγή αντίστοιχων λαθών σε οποιαδήποτε παρόμοια συζήτηση και διαδικασία εμπλακούμε στο μέλλον με οργανωμένες δυνάμεις που συγκλίνουμε πολιτικά και προγραμματικά.

38. Όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνουν και με την αναγκαία συνείδηση και αυτοκριτική για τα κοινωνικά και πολιτικά όριά μας στην έως τώρα πορεία μας. Η ΑΡΑΝ πολιτικά και οργανωτικά είναι διαφορετική οργάνωση από αυτό που ήταν το 2010, πόσο μάλλον από το 2005. Διαφορετική σε ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση, αλλά και σε κοινωνικές και πολιτικές εμπειρίες και συσσωρεύσεις. Αλλά εξακολουθεί να έχει όρια που της θέτει η ηλικιακή, κοινωνική και πολιτική συγκρότησή της παρά τα βήματα που έχουμε κάνει. Και οφείλουμε να σκύψουμε στα προβλήματα και τα όρια για να εμβαθύνουμε τις κοινωνικές, πολιτικές και προγραμματικές συσσωρεύσεις μας, ώστε να μπορέσουμε να μεγιστοποιήσουμε τη δυνατότητά μας να επιδράσουμε καταλυτικά στις εξελίξεις στην αριστερά. Δεν μας αναλογεί κανένας μικρομεγαλισμός, αλλά ούτε και η υποτίμηση αυτού που πραγματικά είμαστε και της συμβολής που έως τώρα έχουμε. Μέσα από την έως τώρα πορεία μας έχουμε ένα πολιτικό λόγο και πρακτικές που επηρεάζουν πράγματα εντός της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, είχαμε δύο περιφερειακούς και δύο δημοτικούς συμβούλους, έχουμε συντρόφους και συντρόφισσες που παρεμβαίνουν πρωτοπόρα σε αρκετές επαρχιακές πόλεις παρά τη σχετικά μικρή ηλικία τους, εκλεγμένους/ες συνδικαλιστές/στριες παρά τη νεότερη ηλικιακή συγκρότησή μας, εκδόσεις με σημαντικό εκδοτικό πρόγραμμα καιενδιαφέρον έως τώρα στο κοινό της αριστεράς, λέσχες Εκτός Γραμμής σε τρεις πόλεις με αξιόλογη δράση και εκδηλώσεις, οργανωμένη παρέμβαση σε εννέα πόλεις και παρουσία σε άλλες πέντε, δράση σε γειτονιές και τοπικά σχήματα της Αθήνας. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν αρκεί και γνωρίζουμε πολύ καλά τα ποσοτικά και ποιοτικά όρια των σημερινών μεγεθών μας. Για αυτό ακριβώς στρατευόμαστε ολόψυχα στην προοπτική της ανασύνθεσης των κοινωνικών-κινηματικών μορφών και της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Ειδικά σήμερα, στην περίοδο που η ήττα κάνει εμφανείς τις αδυναμίες της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και η ανάγκη για τομές βοά. Το διακύβευμα είναι να βαδίσουμε μία τέτοια δύσκολη πορεία δίνοντας μάχες κοινωνικά και πολιτικά σε καθεστώς ήττας μετά το 2015, προσπαθώντας να δημιουργούμε συνεχώς τις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάδυση της αναγκαίας νέας ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς

39. Σήμερα πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση της φάσης της μνημονιακής μεταλλαγής και διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που θα ολοκληρωθεί στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Αυτές οι εκλογές θα είναι στιγμή αποκρυστάλλωσης νέων κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών στη χώρα, αλλά, δυστυχώς, πιθανότατα και νέα κρισιακή στιγμή για την Αριστερά πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, με την εκλογική πίεση του ΣΥΡΙΖΑ να αποτυπώνεται και στο ΚΚΕ (και που με τη σειρά του τη μεταβιβάζει σε μικρότερες αριστερές δυνάμεις). Πέρα από μία συζήτηση για το σχεδιασμό και τη διάταξή μας στην τελική ευθεία αυτής της φάσης, είναι σημαντικό να αρχίσουμε να ανοίγουμε τη συζήτηση και να πάρουμε πρωτοβουλίες για την φάση που θα ακολουθήσει (τόσο στο εσωτερικό μας όσο και στην υπόλοιπη ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά). Γιατί ακριβώς η επόμενη μέρα αυτών των εκλογών θα απαιτεί σκληρό απολογισμό και νέα προσπάθεια για ενωτικές ανασυνθετικές πρωτοβουλίες τόσο και πρωτίστως σε κινηματικό-κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο ακριβώς στο έδαφος της πίεσης από το νέο δύσκολο συνολικότερο συσχετισμό. Ο προγραμματικός λόγος και, κυρίως, οι κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές και μορφές παρέμβασης της ριζοσπαστικής - επαναστατικής Αριστεράς είναι σαφές ότι πρέπει να αλλάξουν σημαντικά για να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες και η κατάσταση θα καθιστά την ανάγκη πρωτοβουλιών για αυτό ακόμα πιο επιτακτική.Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να δούμε και την παρέμβαση και διάταξή μας μέχρι εκείνη τη στιγμή, ακριβώς επειδήη θέση και δυνατότητα κάθε πολιτικής τοποθέτησης τότε εξαρτάται και από τον συσχετισμό που θα έχει διαμορφωθεί κινηματικά και πολιτικά τόσο συνολικά όσο και ειδικότερα εντός του χώρου της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς. Με το βλέμμα στραμμένο προς τα εκεί αξονίζουμε την παρέμβασή μας σε όλα τα μέτωπα (κοινωνικά, πολιτικά, εκλογικά) αναγνωρίζοντας τις σημαντικές δυσκολίες της σημερινής συγκυρίας.

40. Η δεκαετία της κρίσης έδειξε ότι η Αριστερά σε όλες τις μορφές της αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων κινηματικά, πολιτικά και προγραμματικά. Είτε με τη μορφή του αριστερού ρεφορμιστικού ευρωπαϊσμού, είτε με τη μορφή ενός ιδιότυπου σεχταριστικού κομμουνιστικού ρεφορμισμού, είτε με τη μορφή της παραδοσιακής επαναστατικής αριστεράς. Καμία μορφή, παρά επί μέρους κοινωνικοπολιτικές συσσωρεύσεις, προγραμματικές επεξεργασίες και συμβολές δεν στάθηκε ικανή να ορθώσει ανάχωμα στην επέλαση των δυνάμεων του κεφαλαίου με το ξέσπασμα της κρίσης, πόσο μάλλον να τις ανατρέψει νικηφόρα. Η ευθύνη της ρεφορμιστικής αριστεράς είναι σημαντικότερη λόγω των μεγαλύτερων δυνάμεων και γείωσής της, τόσο όσον αφορά το μνημονιακό πλέον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ που έχει γίνει πλέον «κόμμα του κράτους» και κινείται σε ανοιχτά σοσιαλφιλελεύθερη κατεύθυνση, δέσμιος του πυρήνα της παλιότερης «ευρωκομμουνιστικής» στρατηγικής του αριστερού ευρωπαϊσμού, όσο όμως και το ΚΚΕ που συνειδητά απέφυγε να σηκώσει το γάντι λαμβάνοντας ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες στο κίνημα και μετωπικά – πολιτικά. Όμως, δεν αρκεί το να αποδώσουμε απλά τις ευθύνες στη ρεφορμιστική αριστερά, τη φύση και τα όρια της οποίας γνωρίζουμε (και αυτή είναι, βέβαια, μία εκτίμηση που διαρκώς οφείλουμε να επικαιροποιούμε αν θέλουμε να επιμείνουμε σε μία επαναστατική προοπτική). Αν δεν θέλουμε απλά να είμαστε μέρος ενός χώρου κινηματικών πρακτικών και αριστερής ιδεολογικοπολιτικής κριτικής του ρεφορμισμού (δηλαδή το αριστερό άκρο αυτού που κωδικά ονομάσαμε «αριστερά της αντίστασης» της μεταπολίτευσης), είναι ίσως σημαντικότερο για εμάς αυτοκριτικά - απολογιστικά το να αναγνώσουμε τι και γιατί έχασε στην αριστερά που αναφέρεται στην επαναστατική προοπτική.

41. Η ριζοσπαστική - επαναστατική αριστερά σε όλες τις μορφές της, με ευθύνες διαφοροποιημένες σε κάθε δύναμη, αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων γιατί είχε κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές ανεπάρκειες. Κοινωνικά, παρέμεινε περιορισμένη σε μία γείωση σε στρώματα κυρίως μικροαστικά με έμφαση στη νεολαία. Μία κοινωνική γείωση παρόμοια με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό, αλλά με νεότερη ηλικιακή σύνθεση και για αυτό και σχετικά χαμηλότερης κοινωνικο-ταξικής σύνθεσης από την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μέσα στη συγκυρία της κρίσης. Πολιτικά, παρέμεινε στη λογική της «αριστεράς της αντίστασης» έχοντας οριακά δομική αδυναμία να υπερβεί έναν απλώς καταγγελτικό λόγο αντίστασης παρά το προχώρημα ενός μέρους της με αποδοχή μίας λογικής «μεταβατικού προγράμματος» (που και αυτό πρακτικά δεν έγινε αντιληπτό ως τέτοιο σε σημαντικό μέρος ακόμα και δυνάμεων που το υιοθέτησαν διακηρυκτικά). Και αυτό οδήγησε σε αδυναμία προγραμματικής εμβάθυνσης και εμπλοκής με τα αναβαθμισμένα ερωτήματα μίας διαδικασίας ρήξης και σοσιαλιστικής μετάβασης υπό το πρίσμα πάντα μίας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Ιδεολογικά, παρέμεινε σε σημαντικό βαθμό αποστεωμένη με ροπή είτε στην ευκολία του οικονομισμού (χαρακτηριστικές οι αυθόρμητες απαντήσεις πολλών δυνάμεων, αλλά ακόμα και δικού μας δυναμικού, σχετικά με τα αναγκαία μέτρα μίας διαδικασία εξόδου από το ευρώ, αλλά και η σημερινή εύκολη επιστροφή δυναμικού, προερχόμενου κυρίως από το ΚΚΕ, σε αταξικές λογικές «ανάπτυξης» γενικώς), είτε σε έναν ρηχό αντιοικονομισμό (που π.χ. απέρριπτε συνολικά τη ρήξη με ευρώ-ΕΕ από τέτοια σκοπιά δίνοντας έμφαση γενικόλογα στην αντιλιτότητα και την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, και σήμερα ρέπει εύκολα σε μεταμοντέρνες αναλύσεις κατακερματισμένων κινηματικών υποκειμένων). Με κύριο πρόβλημα, όμως, στην πραγματικότητα, τον πολιτικισμό, την υπερτίμηση δηλαδή της αυτοτέλειας της πολιτικής (και ειδικά της παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο) και των πραγματικών δυνατοτήτων και προϋποθέσεων που απαιτούνται για αλλαγές, είτε για να υποστηριχθεί με υπέρμετρη ευκολία η δυνατότητα αλλαγής (περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ) είτε ακόμα και για να υπάρξει απόσυρση από τη λήψη τακτικών πολιτικών πρωτοβουλιών (περίπτωση ΚΚΕ, με τη λογική ότι αν δεν υπάρξει συνολική πολιτική αλλαγή κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων πρακτικά δεν έχει νόημα ή και δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα). Και οργανωτικά, παρέμεινε δέσμια μίας αρτηριοσκληρωτικής αντίληψης αφ’υψηλού «πρωτοπορίας» αδυνατώντας να διερευνήσει, ακόμα και με πειραματισμό, μία νέα σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό επίπεδο, νέες οργανωτικές μορφές τόσο στο κίνημα (όταν π.χ. η ανάγκη για αυτό βοούσε ήδη από το κίνημα των πλατειών που έθεσε επιτακτικά και αυθόρμητα τέτοια ζητήματα), όσο και στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης όπου το πρότυπο ενός «καλού ΚΚΕ» μίας άλλης εποχής και αναγκών στην πραγματικότητα βαραίνει στα μυαλά όλων.

42. Αυτές είναι ανεπάρκειες με τις οποίες η ριζοσπαστική – επαναστατική αριστερά οφείλει να αναμετρηθεί αν δεν θέλει να κάνει ξανά ίδια λάθη σήμερα και στην επόμενη φάση:

- κοινωνικά, οφείλουμε να επιμείνουμε σε μία κατεύθυνση γείωσης με εργαζόμενα στρώματα, ειδικά νεότερων γενεών που στελεχώνουν τις ολοένα αυξανόμενες θέσεις ελαστικής - επισφαλούς εργασίας, συνδικαλιστικής έκφρασής τους σε σωματεία και οργάνωσης μέρους τους σε κοινωνικοπολιτικές συσπειρώσεις - σχήματα. Με επιμονή στην προσπάθεια οργάνωσης κινηματικών πρακτικών και προσπάθεια διεξαγωγής αποτελεσματικών αγώνων για να επανέλθει η αισιοδοξία και η πίστη των μαζών στον αγώνα, για να τροποποιηθεί προς το καλύτερο ο κοινωνικός συσχετισμός δύναμης.

- πολιτικά, επιμένουμε να δίνουμε έμφαση σε «παραδειγματικές» παρεμβάσεις είτε αυτό αφορά ενωτικά, αλλά και με ριζοσπαστική γραμμή μαζών ανά χώρο, πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα (εργασιακά, γειτονιάς, νεολαίας) είτε μετωπικές πρωτοβουλίες μερικού ή συνολικότερου χαρακτήρα. Προγραμματικά, θέλουμε να συμβάλλουμε με το φορτίο των αναλύσεών μας σε μία επανεκκίνηση της προγραμματικής συζήτησης για μία σύγχρονη επαναστατική τακτική μετάβασης που να υπηρετεί μία σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Μαζί και με άλλες δυνάμεις αναγνωρίζοντας κι εμείς τα κοινωνικοπολιτικά και προγραμματικά όρια και αδυναμίες μας.

- ιδεολογικά, αναζητούμε μία νέα ώσμωση και σύνθεση σύγχρονων μαρξιστικών συμβολών και ρευμάτων που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής συγκυρίας και εποχής υπερβαίνοντας τις αδυναμίες που οδήγησαν στα λάθη της φάσης που περάσαμε (π.χ. την αδυναμία ορθής σύνδεσης του ταξικού με το εθνικό ζήτημα, δηλαδή της σύνδεσης αντιιμπεριαλιστικού και αντικαπιταλιστικού αγώνα σε μία ενιαία διαδικασία ρήξεων και σοσιαλιστικής μετάβασης, την εμβάθυνση της θεωρίας του κράτους ώστε να εμπλουτιστεί η αντίληψη για την κυβέρνηση και την εξουσία στο πλαίσιο μίας επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής, την υποτίμηση αντιθέσεων όπως οι έμφυλες και οι εθνοτικές-πολιτισμικές που διαπερνούν το σύγχρονο κοινωνικό υποκείμενο πέραν της κύριας ταξικής αντίθεσης και οδηγούν σε υποτίμηση αντίστοιχων κινημάτων και ελλιπή αντίληψη του εύρους των πρακτικών και αναφορών που πρέπει να έχει το σύγχρονο «ιστορικό μπλοκ», κλπ.). Για να εξοπλιστούμε με σύγχρονες αναλύσεις για τις κοινωνικές τάξεις και την πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης διεθνώς και στη χώρα μας, για την πολιτική και οικονομική κρίση, για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό.

- οργανωτικά, θέλουμε να στοχαστούμε και να πειραματιστούμε με νέες οργανωτικές μορφές τόσο κινηματικά όσο και στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, μορφών που να συνδυάζουν την ιεραρχική – αντιπροσωπευτική μορφή συγκρότησης με πιο δικτυακές - αμεσοδημοκρατικές μορφές λειτουργίας με διαρκή συζήτηση και αποτίμηση για τα θετικά και τα αρνητικά κάθε μορφής. Με έμφαση στη λειτουργία ειδικά των οργανώσεων «βάσης», αλλά και με λειτουργία των οργάνων ως οργάνων «εργασίας» με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ευθύνες και χρεώσεις.

43. Ορίζουμε καταρχάς τα παραπάνω αφετηριακά σημεία για έναν συνολικότερο απολογισμό που πρέπει να κάνουμε με το κλείσιμο αυτής της φάσης σε πανελλαδική συνδιάσκεψη της οργάνωσης. Είναι σημεία αφετηρίας για την αποτίμηση και τη χάραξη μίας πορείας αναζήτησης της αναγκαίας νέας ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς που θα μπορέσει να απαντήσει επαρκώς στα πολιτικά καθήκοντα και στόχους της. Μίας αναζήτησης επιτακτικής και αναγκαίας στη μεταβατική περίοδο που διανύουμε διεθνώς. Μία περίοδο που η οικονομική και κοινωνική – πολιτική κρίση παραμένει ενεργή, όμως βρισκόμαστε σε φάση συντηρητικής στροφής πολιτικά. Μία περίοδο όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων. Μία περίοδο που, όπως αναφέραμε, έχει το χαρακτήρα περιόδου ανασύνθεσης και συγκρότησης αναγκαστικά εν κινήσει, αφού δεν υπάρχει η πολυτέλεια μακρόχρονης οικοδόμησης όρων για μία φάση που θα έλθει στο απώτερο μέλλον. Το διακύβευμα σήμερα είναι να βαδίσουμε μία τέτοια δύσκολη πορεία δίνοντας μάχες κοινωνικά και πολιτικά σε καθεστώς ήττας μετά το 2015, προσπαθώντας να δημιουργούμε συνεχώς τις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάδυση της αναγκαίας νέας ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς. Το διακύβευμα σήμερα είναι να βαδίσουμε μία τέτοια δύσκολη πορεία δίνοντας μάχες κοινωνικά και πολιτικά σε καθεστώς ήττας μετά το 2015, προσπαθώντας να δημιουργούμε συνεχώς τις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάδυση της αναγκαίας νέας ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς.

Δ. Η γενική γραμμή μας στην περίοδο

44. Απέναντι στη βαθιά κρίση του «ευρωπαϊκού δρόμου» εμείς προτείνουμε την εναλλακτική λύση της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, της ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας και της σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. Αυτή η εναλλακτική λύση είναι που ορίζει σήμερα τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μπλοκ των προσκολλημένων στον ευρωατλαντικό μονόδρομο αστικών δυνάμεων και το δυνάμει «ιστορικό μπλοκ» των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού, με ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο καλούμαστε να σχεδιάζουμε εξειδικεύοντας την κίνησή μας σε κάθε επίπεδο (κίνημα, μέτωπο, οργάνωση) εν όψει των επερχόμενων πολιτικών εξελίξεων, αλλά και εν όψει της αναγκαίας 6ης Συνδιάσκεψής μας εντός του 2019. Ο κορμός του σχεδίου μας περιλαμβάνει:

- την ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου με την οργάνωση του λαού σε αυτοτελείς κοινωνικές δομές, αναγκαστικά πλέον από ένα χαμηλότερο επίπεδο μετά την εμπειρία της ήττας του 2015. Ανασύνθεση, όμως, τόσο των υπαρχόντων μορφών όσο και πειραματισμό με νέες με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικών κινηματικών - κοινωνικών δομών στην προοπτική συγκρότησης ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου και του σύγχρονου «ιστορικού μπλοκ». Σήμερα, προφανώς, ξεκινάμε από χειρότερη αφετηρία μετά τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, όμως η στόχευσή μας παραμένει αυτή.

- την ανασύνθεση του μετωπικού πολιτικού υποκειμένου με την προσπάθεια συγκρότησης μίας αριστερής πολιτικής συμμαχίας σε αντιευρώ - αντιΕΕ κατεύθυνση με μάχιμη, κινηματική φυσιογνωμία και έμφαση στις νεότερες γενιές αγωνιστών/τριών. Άξονες πολιτικής συμφωνίας για αυτή τη συγκρότηση είναι οι άξονες του μεταβατικού προγράμματος που έχουν αναδειχθεί στην κινηματική και πολιτική διαπάλη με την αναγκαία επικαιροποίηση σε κάθε συγκυρία. Αυτή η συμμαχία επιδιώκει να αποτελέσει τον πυρήνα ενός μαζικού εργατικού και λαϊκού κοινωνικοπολιτικού μετώπου για την ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, για μία έξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αντιλαμβανόμαστε ότι η αλλαγή φάσης μετά το 2015 οδηγεί αναγκαστικά σε μία περίοδο που η συγκρότηση ενός τέτοιου ευρύτερου μετώπου και η διαπάλη για συνολικές ανατροπές δύσκολα θα γίνει στο άμεσο μέλλον, όμως επιμένουμε στη μεταβατική λογική για τη σύνδεση της σημερινής πάλης με τους μεσοπρόθεσμους και τους στρατηγικούς στόχους και στην ανάγκη συγκρότησης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών μετώπων σε αυτή τη βάση.

- την ανασύνθεση της κομμουνιστικής προοπτικής με τη συγκρότηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα από τις δυνάμεις της επαναστατικής ανανέωσης και του μαχόμενου μαρξισμού, που συγκλίνουν σε ανώτερο επίπεδο μέσα στο κίνημα και στη μετωπική πολιτική συγκρότηση και αναμετριούνται με τα ερωτήματα της διαλεκτικής σύνδεσης αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής πάλης, της εξουσίας, της ηγεμονίας, των αναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.

Ε. Για τον τακτικό βηματισμό μας στην συγκυρία

45. Στο χώρο της εργασίας, η κίνηση του κράτους συμπυκνώνεται στη συνέχιση της αντιλαϊκής επίθεσης με τη διαρκή λιτότητα και φορομπηξία, με πίεση για διεύρυνση ωραρίων και απλήρωτη εργασία, καθυστερήσεις μισθών και περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων, με την επισφάλεια και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων ειδικά στους νεότερους εργαζομένους σε δημόσιο (συμβασιούχοι, «ωφελούμενοι») και ιδιωτικό τομέα με κατεύθυνση την αλλαγή των εργασιακών προτύπων μίας προηγούμενης εποχής. Στο πλαίσιο αυτό, και διατηρώντας αναλλοίωτο τον πυρήνα των μνημονιακών αντεργατικών πολιτικών και ρυθμίσεων, μπορεί να υπάρχουν «βελτιωτικές» ρυθμίσεις από την πλευρά κράτους και εργοδοτών στο βαθμό που θα υπάρχει σχετική οικονομική και πολιτική σταθεροποίηση. Ο στόχος των δυνάμεων του κεφαλαίου είναι η οποιαδήποτε συζήτηση για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων (ΣΣΕ) και αύξηση του κατώτατου μισθού και γενικότερα αυξήσεις στους μισθούς ναγίνει σε αυτό το πλαίσιο. Τα πεδία αυτά όμως αποτελούν ταυτόχρονα και πεδία πάλης για την αναζωογόνηση σήμερα των εργατικών συνδικαλιστικών αγώνων. Ήδη από το καλοκαίρι, η «μεταμνημονιακή» προσδοκία ώθησε σε κάποιες πρωτόλειες κινητοποιήσεις (COSCO, κλαδική κίνηση κάποιων πρωτοβάθμιων σωματείων, κίνημα αναπληρωτών κλπ.). Ο στόχος της συνδικαλιστικής αριστεράς οφείλει να είναι να ενισχύσει ό,τι κινείται ώστε να ξαναδημιουργηθεί ένα διεκδικητικό κλίμα και μορφές οργάνωσης στους χώρους δουλειάς. Ειδικότερα, το ερώτημα των ΣΣΕ δεν είναι απλό σε αυτή τη συγκυρία για τα σωματεία, αφού η μείωση μισθώνμπορεί να πάρει θεσμική μορφή και να ταυτιστεί με νέες ΣΣΕ που θα προβλέπουν χειρότερους μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους. Είναι δύσκολη εκτίμηση, στον παρόντα συσχετισμό δύναμης, το υπό ποιους όρους πρέπει να γίνει η επιλογή υπογραφής ΣΣΕ προκειμένου να υπάρχει συλλογική κατοχύρωση. Τέτοια διλήμματα θα τεθούν σε σωματεία που θα καταφέρουν να φέρουν τους εργοδότες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κάτι που είναι προφανώς ο πρώτος στόχος αγωνιστικών κινητοποιήσεων, αφού οι εργοδότες δεν πρόκειται να έρθουν παρά υπό πίεση. Αυτά τα διλήμματα πρέπει να αντιμετωπιστούν πιο συγκεκριμένα ανά περίπτωση και με προσπάθεια φυσικά αγωνιστικών πιέσεων για να αποσπαστεί το καλύτερο δυνατό.

46. Όσον αφορά τη δουλειά μας, η δουλειά των τελευταίων δύο ετών στον τομέα εργαζομένων είναι ένα πρώτο αλλά ακόμα ημιτελές βήμα. Επιχειρούμε να συγκροτήσουμε ένα δυναμικό με βασικές συνδικαλιστικές δεξιότητες και με κοινό σχέδιο και συνείδηση για τις μάχες στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τα αριστερά ριζοσπαστικά εργασιακά σχήματα. Δεν είναι εύκολο αυτό, όμως πρέπει να επιμείνουμε στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης του συντονιστικού τομέα εργαζομένων και της προετοιμασίας ολομέλειας εργαζομένων (τουλάχιστον στην Αθήνα) όπως και στην ανασυγκρότηση των εργασιακών πυρήνων που αντιμετωπίζει δυσκολίες και δεν προχώρησε όπως επιδιώκαμε. Μία καθημερινή ενασχόληση που θα εξαντλείται στο να απαντά ζητήματα διαχείρισης (τι θα πούμε στα σχήματα και τις Παρεμβάσεις, σε ποια προσυγκέντρωση θα πάμε κλπ.) δεν αρκεί. Ελλείψει γενικών κριτηρίων, η εμπειρία τα τελευταία χρόνια έδειξε ότι αυτό πολλές φορές δεν μπορεί να υλοποιηθεί και με ενιαίο τρόπο από όλους τους πυρήνες. Στον αντίποδα αυτού, εμπειρίες από χώρους δουλειάς, η δημιουργία νέων σχημάτων, προσπάθειες συντονισμού ευρύτερων σχημάτων και πρωτοβουλιών (όπως ο πετυχημένος συντονισμός στην απεργία στις 30/5), συμπεράσματα που εξάγονται από την παρέμβασή μας θα πρέπει να κοινοποιούνται και να τροφοδοτούν ολόκληρη την ΑΡΑΝ. Εξίσου σημαντική είναι και η επικοινωνία με συντρόφους από επαρχία για εργασιακά και συνδικαλιστικά θέματα. Χάραξη γραμμής σημαίνει επεξεργασίες για τη συγκυρία γενικά και στους χώρους και κλάδους που υπάρχουμε, τους όρους εργασίας, τις μορφές που παίρνει ο ταξικός ανταγωνισμός, τις δυνατότητες παρέμβασης, διατύπωση θέσεων, με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση εκ νέου ενός πολιτικοσυνδικαλιστικού κεκτημένου της ΑΡΑΝ για τη δουλειά στο εργατικό, τη συγκρότηση και ανασυγκρότηση πυρήνων στους χώρους που παρεμβαίνουμε. Επιπλέον, πρέπει να δούμε και πώς η σημαντική δουλειά που γίνεται από συντρόφους/ισσες με το g400 θα μπορεί να επικοινωνεί με τη δουλειά στον Τομέα Εργαζομένων και πώς θα καταφέρουμε να εντάξουμε με ενεργό τρόπο στον Τομέα Εργαζομένων ένα δυναμικό που βρίσκεται στην ανεργία και στην επισφάλεια ώστε να μπορεί να συζητά και να παρεμβαίνει μέσα από διαδικασίες βάσης (πυρήνες) και όχι μόνο μέσα από την πρωτοβουλία του g400. Βασική στόχευση της πρωτοβουλίας g400 είναι όχι μόνο η συσπείρωση εντός και εκτός οργάνωσης ενός ευρύτερου δυναμικού της επισφάλειας, αλλά κυρίαρχα να μπορέσει να αποτελέσει έναν πόλο έκφρασης, οργάνωσης πάλης και ενός θετικού προτάγματος για το πώς μπορεί να ζήσει η νεολαία αλλιώς. Η δημιουργία πυρήνων επισφαλώς εργαζόμενων και ανέργων, όπως περιγράφεται παραπάνω, είναι επιτακτική και πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα στη συγκρότηση αυτών προκειμένου να υπάρχει ένα συστηματικό πολιτικό πεδίο λειτουργίας αυτών των κατηγοριών και άρθρωσης ενός πολιτικού σχεδίου που θα μπορεί να εκπροσωπεί αυτά τα υποκείμενα και σε επίπεδο κοινωνίας. Έτσι θα μπορεί να υπάρχει πραγματική αλληλοτροφοδότηση και ανάδραση με την οργάνωση και τον Τομέα Εργαζομένων. Θεωρούμε ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία θα μπορέσει να ενεργοποιηθεί αυτό το δυναμικό και θα τροφοδοτηθεί η πρωτοβουλία πολιτικά σε επίπεδο κατεύθυνσης. Σε τελική ανάλυση,αυτοί που θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο λόγο είναι οι ίδιοι οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι απόφοιτοι που δεν βλέπουν προοπτική ένταξης στο κλάδο που έχουν σπουδάσει , οι νέοι άνεργοι.

47. Στο χώρο της νεολαίας, πρέπει να δούμε σε βάθος τις αλλαγές και τομές που έχουν γίνει, το πώς ορίζεται σήμερα η νεολαία ως κοινωνική κατηγορία, τι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει μετά από τόσα χρόνια κρίσης. Στο χώρο του πανεπιστημίου η κύρια μάχη γίνεται απέναντι στο νόμο Γαβρόγλου σε επί μέρους σχολές και ιδρύματα ενάντια στις συγχωνεύσεις, καταργήσεις και στην δημιουργία νέων τμημάτων (πχ Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, ΓΠΑ κτλ) με κύριο άξονα την προάσπιση των πτυχίων, των επαγγελματικών δικαιωμάτων και της εργασιακής προοπτικής. Συγκεκριμένα, μέσα από τον νόμο Γαβρόγλου και τις συγχωνεύσεις προάγεται η δημιουργία 2ετών προγραμμάτων σπουδών τα οποία προσιδιάζουν σε δομές μεταλυκειακής κατάρτισης και είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ανάγκη της αγοράς εργασίας για ευέλικτο δυναμικό το οποίο θα βγαίνει κατευθείαν στην παραγωγή και θα επανακαταρτίζεται στα πλαίσια και της συνολικότερης έντασης της Δια Βίου Μάθησης. Παρατηρούμε δηλαδή μία τάση να προαχθεί το αγοραίο πανεπιστήμιο μέσα κιόλας από την αλλαγή του χαρακτήρα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων τα οποία λειτουργούν με όρους ανταγωνιστικότητας-management. Παράλληλα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η πάλη για την υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα των φοιτητικών παρόχων (σίτιση, στέγαση, μεταφορά) επειδή έχουν οξυνθεί τα οικονομικά προβλήματα φοιτητών/τριων από λαϊκές οικογένειες. Τέτοια ζητήματα έχουν αποτελέσει τη θρυαλλίδα για το ξέσπασμα σημαντικών φοιτητικών κινητοποιήσεων τα τελευταία δύο χρόνια (π.χ. Ρέθυμνο και πρόσφατα στην Ξάνθη) και για αυτό οφείλουμε να αναδεικνύουμε συνεχώς την ανάγκη κάλυψης αυτών των φοιτητικών αναγκών. Κρίσιμο ζήτημα είναι επίσης η υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου, ειδικά εν όψει πιθανής κυβέρνησης της ΝΔ που έχει διακηρύξει την κατάργησή του. Χαρακτηριστικό στοιχείο της έναρξης της φετινής χρονιάς ήταν μια ευκολία πανεπιστημιακών αρχών να πραγματοποιήσουν λοκ άουτ σε σχολές (ΑΣΟΕΕ, Φιλοσοφική) ώστε να οξύνουν την αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα του ασύλου. Κομμάτι της παρέμβασης μας γύρω από την υπεράσπιση του ασύλου αποτελούν και πρωτοβουλίες φοιτητικών συλλόγων ή/και σχημάτων για κινήσεις αντιπαραθετικές στην κατάργηση του ασύλου και την επανοικειοποίηση των κοινωνικών χώρων (στέκια, γραφεία φοιτητών, φεστιβάλ). Τα παραπάνω ζητήματα πρέπει να αποτελούν τις αιχμές της παρέμβασής μας στην προσπάθεια να ξεδιπλωθούν μαζικές συλλογικές κινηματικές πρακτικές. Το πρώτο ακαδημαϊκό τρίμηνο χρωματίστηκε από τέτοιες εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις. Οι μαθητές προχώρησαν σε καταλήψεις σχολείων και βγήκαν στο δρόμο ενάντια κυρίως στις αλλαγές στο σύστημα ένταξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι κινητοποιήσεις αυτές συμπορεύτηκαν με τους φοιτητικούς συλλόγους και τους εκπαιδευτικούς με αποτέλεσμα να έχουμε μια πρώτη επανεμφάνιση ενός πρωτόλειου πανεκπαιδευτικού μετώπου. Παρά κάποιους γύρους πρώτων μαζικών συνελεύσεων όμως, συνεχίζουν να υπάρχουν δυσκολίες με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να μιλάμε για ένα μαζικό πανεκπαιδευτικό κίνημα στο επόμενο χρονικό διάστημα. Μεσοπρόθεσμα, αποτελεί στόχο για εμάς και η πραγματική ανασυγκρότηση των φοιτητικών συλλόγων στους οποίους παρεμβαίνουμε, με προσπάθεια διεξαγωγής συλλογικών διαδικασιών με επιλογή κατάλληλων κινηματικών κόμβων και διαμόρφωση κριτηρίων για την παρέμβαση μας. Οφείλουμε να συγκροτήσουμε μία αφήγηση για τη νεολαία, η οποία α) να ορίζει αναχώματα στην αποδοχή της μεταμνημονιακής κανονικότητας και την εμπέδωση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης σε όλα τα επίπεδα, β) να αναδεικνύει ένα θετικό αντιπρόταγμα για το πώς μπορεί και πρέπει να ζει σήμερα η/ο νεολαία/ος με αναφορά όχι μόνο στα εργασιακά δικαιώματα αλλά και όλο το πλέγμα των πολιτιστικών πρακτικών που ορίζουν σήμερα την ταυτότητα της/του, γ) να επενδύει στον πειραματισμό με νέες μορφές αγώνα και στην πρωτοπόρο δράση στο αντιιμπεριαλιστικό-αντιπολεμικό, φεμινιστικό και το αντιρατσιστικό κίνημα.

48. Σε σχέση με τα ΕΑΑΚ, η περσινή κρισιακή κατάσταση έχει οδηγήσει σε πολυδιάσπαση, εσωστρέφεια, έλλειψη πολιτικής διαπάλης επί πραγματικών επιδίκων και οργανωτική απομείωση. Τα ΕΑΑΚ έχουν καταλήξει ένα μόρφωμα μη ελκυστικό για νέο δυναμικό, με δύο και τρία σχήματα πλέον σε αρκετούς συλλόγους. Είναι εμφανές ότι η συνολική κατάσταση ήττας και κρίσης στην αριστερά δεν άφησε ανέπαφο το δίκτυο σχημάτων της ΕΑΑΚ. Παράλληλα, οι προσπάθειες ευρύτερων συμμαχιών με άλλες δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς δεν προχώρησαν πέρα από κάποιες εκλογικές συνεργασίες. Με αφορμή την κρισιακή κατάσταση των ΕΑΑΚ και την ελλιπή ή λανθασμένη απεύθυνση αυτών στο σύνολο της φοιτητικής αριστεράς, οι υπόλοιπες δυνάμεις επιλέγουν μια αυτοτελή ανάπτυξη και συμμαχίες μόνο σε επίπεδο δράσης. Από την μεριά μας, προσπαθούμε να εκκινήσουμε μία διαδικασία πολιτικής και κινηματικής αναβίωσης του μορφώματος μέσα από την εγγύηση της υγιούς λειτουργίας των σχημάτων μας με το βλέμμα στραμμένο στη λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων ώστε να συζητούν και τα ΕΑΑΚ με εξώστρεφο κριτήριο για τα πολιτικά σχέδια. Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρούμε και την ανασυγκρότηση του τομέα νεολαίας της ΑΡΑΝ για το ξεπέρασμα της αμηχανίας και των δυσκολιών των δύο τελευταίων χρόνων. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να θέσουμε κρίσιμους στόχους: α) συχνότερη συνεδρίαση των πυρήνων και των οργάνων για την εκπόνηση γραμμής για την παρέμβασή μας, με σαφή σχεδιασμό και αποτίμηση της αποτελεσματικότητας της γραμμής μας, β) πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση του τομέα νεολαίας μέσα από τη συγκρότηση λίστας με βασική βιβλιογραφία και ντοκουμέντα της ΑΡΑΝ (κείμενα, θέσεις της οργάνωσης κτλ) καθώς και μέσα από τη διεξαγωγή μορφωτικών διαδικασιών με τη συμμετοχή και την καθοδήγηση μεγαλύτερων συντρόφων, γ) μαζικοποίηση των σχημάτων στα οποία παρεμβαίνουμε και δημιουργία σχημάτων υποδειγμάτων στα πλαίσια της αφήγησής μας για την αναγκαία επανίδρυση των ΕΑΑΚ. Η μαζικοποίηση των σχημάτων, η πολιτική αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού μας, η επανακατοχύρωση μαζικών συλλογικών διαδικασιών στους φοιτητικούς συλλόγους είναι απαραίτητα στοιχεία στην πορεία ανάταξης της αρνητικής κατάστασης. Από τη μεριά μας, προσπαθούμε να επαναορίσουμε τη γραμμή της επανίδρυσης στο σύνολο της: χρειαζόμαστε τα ΕΑΑΚ να είναι δίκτυο συνδικαλιστικών σχημάτων, με γειωμένο πολιτικό πλαίσιο και ιεραρχημένα αιτήματα, με ηγεμονική και μαζική φυσιογνωμία στην παρέμβαση, με ενωτική διάθεση στην πράξη, με σεβασμό στις δομές του κινήματος. Η επανίδρυση των ΕΑΑΚ περνάει μέσα και από ανασυνθετικές διαδικασίες της φοιτητικής αριστεράς με το βλέμμα στραμμένο στους φοιτητικούς συλλόγους.

49. Σε τοπικό επίπεδο, διανύουμε ήδη μια προεκλογική χρονιά ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών το Μάιο του 2019. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα υλοποιηθούν με το νέο θεσμικό πλαίσιο του Κλεισθένη, το οποίο έρχεται θεσμικά και πολιτικά να συμπυκνώσει την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε τοπικό επίπεδο και να εντάξει και την αυτοδιοίκηση σε ένα κλίμα «μνημονιακής κανονικότητας». Με το πιο αναλογικό εκλογικό σύστημα προάγει τη λογική των μνημονιακών συγκλίσεων και συναινέσεων για να μπορούν να δημιουργηθούν πλέον (συγκυριακές ή μόνιμες) δημοτικές πλειοψηφίες. Ταυτόχρονα διατηρεί κρίσιμες αποφάσεις σε «στεγανοποιημένα» όργανα (δήμαρχος & περιφερειάρχης, οικονομική επιτροπή) για να μην διακυβευτεί η «κυβερνησιμότητα» δήμων και περιφερειών σε οριακές στιγμές. Τέλος, προάγει περαιτέρω τη λογική των ανταποδοτικών τελών σε περισσότερους τομείς υλοποιώντας τη λογική της έμμεσης και άμεσης (με εκχώρηση άμεσα σε ιδιώτες) ιδιωτικοποίησης λειτουργιών και υπηρεσιών των δήμων και περιφερειών. Η σημερινή συγκυρία και η πορεία των τοπικών κινημάτων των τελευταίων χρόνων δείχνει προκλήσεις, δυνατότητες, αλλά πλέον και σημαντικές δυσκολίες για την ανάπτυξη ενός σχεδίου για την αριστερή ριζοσπαστική παρέμβαση στις γειτονιές. Τα κύρια μέτωπα πάλης όπως διατάχθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι:

α) η επίθεση στο δημόσιο χώρο και η προσπάθεια ιδιωτικοποίησής του μέσω του ΤΑΙΠΕΔ (με την εκχώρηση ακινήτων του δημοσίου και των δήμων στην ΕΤΑΔ, θυγατρική του ΤΑΙΠΕΔ), της επανεκκίνησης των «μεγάλων έργων» και των γηπέδων, της τουριστικής «αξιοποίησης»

β) η επίθεση στην ιδιόκτητη κατοικία με τον ΕΝΦΙΑ και τα «κόκκινα» δάνεια και πολύ περισσότερο με την απελευθέρωση των πλειστηριασμών, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς καικατασχέσεις. Στο μέτωπο των πλειστηριασμών φάνηκε ότι υπήρχε μια ασυνέχεια από την πλευρά του κινήματος. Παρ’ ότι σε στιγμές είχαμε πολύ μαζικές κινητοποιήσεις -ειδικά την περίοδο γύρω από την εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών- που οδήγησαν σε συγκρούσεις μέσα στα δικαστήρια και σε συλλήψεις συντρόφων δεν έχει καταφέρει η μαζικότητα αυτή να έχει μόνιμα χαρακτηριστικά και το κίνημα των πλειστηριασμών να αποκτήσει μεγαλύτερη κοινωνική απεύθυνση.

γ) η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων με παράλληλη προώθηση κοστοβόρων και περιβαλλοντοκτόνων πολιτικών καύσης.

δ) η επίθεση στα δημόσια αγαθά σε τοπικό επίπεδο (υγεία, παιδεία, πολιτισμός-αθλητισμός), η αύξηση των δημοτικών τελών, η κατάρρευση των υποδομών και ο περιορισμός των κοινωνικών παροχών των δήμων με εκχώρηση των κοινωνικών υπηρεσιών σε ιδιώτες και με κριτήρια ανταποδοτικότητας (που προωθείται περαιτέρω με τις ρυθμίσεις του Κλεισθένη)

ε) η ελαστικοποίηση της εργασίας στους ΟΤΑ που χρησιμοποιείται ως μοχλός προώθησης τέτοιων μορφών εργασίας συνολικά στο δημόσιο τομέα

στ) το ζήτημα της ανεργίας και της επισφάλειας με έμφαση στη νέα γενιά

ζ) η κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη στα πληττόμενα λαϊκά στρώματα και στους μετανάστες-πρόσφυγες στις γειτονιές

η) η αντιμετώπιση της ρατσιστικής και φασιστικής απειλής τοπικά

θ) η πολιτιστική παρέμβαση, δράσεις και χώροι όπου οι κάτοικοι μπορούν να ψυχαγωγηθούν οικονομικά, ποιοτικά και με συλλογικό τρόπο αναπτύσσοντας διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα.

Στη φετινή χρονιά, ο βασικός στόχος είναι η ιεραρχημένη διάταξη των δυνάμεών μας στην εκλογική δουλειά συγκεκριμένων αριστερών ριζοσπαστικών αυτοδιοικητικών σχημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδείγματα και πεδία σφυρηλάτησης μιας σύγχρονης ενότητας δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και οχήματα οικοδόμησης αντιστάσεων στα μέτωπα που αναπτύσσονται. Από εκεί και πέρα θα συμβάλλουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας και σε άλλες γειτονιές. Η κεντρικότητα που αποκτά η τοπική αυτοδιοίκηση στη φετινή χρονιά μας φέρνει αντιμέτωπους με αναβαθμισμένα καθήκοντα και για αυτό επιδιώκουμε η δουλειά μας να καθοδηγείται κεντρικά μέσα από το ΚΣΟ και το Πανελλαδικό Γραφείο (με το αντίστοιχο αναλυτικό σημείωμα και την διαρκή παρακολούθηση της δουλειάς μας).

50. Οι δυνάμεις της ΑΡΑΝ στην πόλη της Αθήνας ήδη συζήτησαν σε επίπεδο ΚΣΟ Αθήνας για τη μάχη των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών, ώστε να κάνουν τις αναγκαίες ιεραρχήσεις και στοχεύσεις και να διοχετεύσουν με τέτοιο τρόπο τις δυνάμεις τους προκειμένου να μπορέσουν να βάλουν πλάτη με τρόπο αποτελεσματικό και ουσιαστικό, και όχι «άνευ όρων» και κριτηρίων, παρασυρμένες από μια γενική καθηκοντολογία και έναν άτυπο «κομματικό πατριωτισμό». Σκόπιμο είναι να διακρίνουμε σε ταχύτητες τους δήμους που πρέπει να παρέμβουμε με πλέριο και ολοκληρωμένο τρόπο. Οι δήμοι πρώτης ταχύτητας, όπως θα μπορούσαμε να τους κωδικοποιήσουμε, είναι για τις δυνάμεις της ΑΡΑΝ η Νίκαια, του Ζωγράφου, η Αθήνα, το Χαλάνδρι και η Αγία Παρασκευή όπου υπάρχει είτε σταθερή πλειοψηφική είτε παγιωμένη παρέμβαση των δυνάμεων της ΑΡΑΝ και επιχειρείται η μέγιστη δυνατή πλατιά μετωπική συσπείρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με όρους που μας καλύπτουν πολιτικά και φυσιογνωμικά, στα τοπικά σχήματα. Προβάλλουμε νέα πρόσωπα (μέλη μας και συντρόφους/ισσες που συνεργαζόμαστε) και πειραματιζόμαστε και με νέες προεκλογικές πρακτικές Στηρίζουμε πολιτικά τα δημοτικά σχήματα σε Ίλιον, Αιγάλεω και Αγία Βαρβάρα (αν κατέβει τελικά) παρόλο που δεν έχουμε πολλές τοπικές δυνάμεις ακριβώς επειδή καλύπτουν τα σχετικά πολιτικά και φυσιογνωμικά κριτήρια. Παράλληλα, περιπτώσεις όπως η Καλλιθέα και πιο δύσκολα ο Κορυδαλλός ή ο Βύρωνας θα πρέπει να στηριχτούν για τους ίδιους λόγους και να αξιοποιηθούν στην περίπτωση που τελεσφορήσουν σε ένα όχημα με τα κριτήρια που περιγράψαμε και παραπάνω. Επίσης, στόχος μας είναι να διερευνήσουμε το αμέσως επόμενο διάστημα, παράλληλα με το προχώρημα της όσο το δυνατόν καλύτερης χαρτογράφησης των μελών μας, τη δυνατότητα στήριξης και ίσως και στελέχωσης, έστω και με λίγες δυνάμεις, κάποιων καλών αριστερών ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων σε περιοχές όπως η Μεταμόρφωση, η Πετρούπολη (Σακούτης) ή το Ελληνικό (Κορτζίδης). Άμεσος σκοπός μας, υπό τη καθοδήγηση του ΚΣ Αθήνας, θα πρέπει να είναι η άμεση συνεδρίαση των τοπικών πυρήνων προκειμένου να κατανεμηθεί το δυναμικό μας με ιεραρχημένο τρόπο και να δώσει τη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών ενωτικά και μαχητικά με επίγνωση πως κάθε μικρή ή μεγάλη εκλογική μάχη είναι μια ψηφίδα στη διαμόρφωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς της επόμενης περιόδου και το καθήκον μας θα πρέπει να είναι η καθοριστική και ολόψυχη παρέμβαση μας σε αυτή τη διαδικασία και όχι η παρακολούθηση της σαν απλοί παρατηρητές.

51. Όσον αφορά σε δήμους στην υπόλοιπη Ελλάδα, κινούμαστε και παίρνουμε τις τελικές αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη την εικόνα και γνώμη των οργανώσεων πόλεων μας και των επαρχιακών τοπικών πυρήνων μας. Πρώτα από όλα μας ενδιαφέρει η εκλογική επιτυχία της Ανυπότακτης Πολιτείας στην Πάτρα, ένα τοπικό σχήμα με ιστορία, του οποίου η πολιτική κατεύθυνση και φυσιογνωμία μας εκφράζει. Η φετινή συγκυρία των εκλογών στην Πάτρα είναι κρίσιμη και αποκτά κεντρικό χαρακτήρα, αφού υπάρχει αφενός η σοβαρή δυναμική Πελετίδη που μας πιέζει και αφετέρου η αντισυσπείρωση όλων των μνημονιακών δυνάμεων (που θα εκφραστεί πλήρως στο δεύτερο γύρο). Η Ανυπότακτη Πολιτεία απεύθυνε ενωτική πρόταση ισότιμης συμπόρευσης (ενώ το ΚΚΕ απευθυνόταν ατομικά σε μέλη της και γενικά αριστερό κόσμο για να ενταχθεί στο ψηφοδέλτιό του) και θα κινηθεί αυτόνομα με διακριτό στίγμα αλλά και προσεκτικό κριτικό τόνο έναντι του Πελετίδη. Με σκοπό να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή της στο επόμενο δημοτικό συμβούλιο και την πολιτική υπόστασή της. Και εδώ επιδιώκουμε να δώσουμε βάρος σε νεότερη γενιά συντρόφων και συντροφισσών (από εμάς και την Παρέμβαση). Ιεραρχούμε ψηλά και το δήμο Κέρκυρας όπου δημιουργείται τοπικό σχήμα στο οποίο παίζουμε κεντρικό ρόλο. Εκκρεμεί όμως το ζήτημα ενός προσώπου, πρώην αντιδημάρχου, για τα οποία το Αριστερό Ρεύμα (με σημαντικές και καλές γενικά δυνάμεις στο νησί) δεν έχει δεσμευτεί ακόμα έχοντας ανοιχτές αντιφάσεις. Εμείς διεκδικούμε βάσιμα και τον επικεφαλής και γενικά θέλουμε να επενδύσουμε σε αυτό το τοπικό σχήμα, έχοντας και έναν πρόσφατα δημιουργημένο τοπικό πυρήνα που είναι σε φάση σοβαρής ανάπτυξης και ένα τέτοιο προχώρημα θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της δουλειάς και της οργανωτικής παρουσίας μας τοπικά. Στηρίζουμε πολιτικά τα δημοτικά σχήματα σε Αγρίνιο (επιδιώκοντας να γίνει και ευρύτερο ενωτικό κατέβασμα με δυνάμεις της ΛΑΕ) και σε Αίγιο, Λευκάδα, Γιάννενα (ενωτικά σχήματα με δυνάμεις ΛΑΕ, Εργατικό Αγώνα, Μετάβαση-Κομμ.Σχέδιο) παρόλο που δεν έχουμε ιδιαίτερες τοπικές δυνάμεις ακριβώς επειδή καλύπτουν τα σχετικά πολιτικά και φυσιογνωμικά κριτήρια. Τέλος, συμμετέχουμε στην ενωτική διεργασία τοπικού σχήματος στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθούμε τις διεργασίες στα Χανιά αν και εκτιμούμε ότι στη δεύτερη περίπτωση δύσκολα θα προκύψει κάτι. Σε κάθε περίπτωση αν προκύψει προσανατολιζόμαστε να το στηρίξουμε. Η εκλογική στάση μας (χωρίς εμπλοκή) σε άλλους δήμους μπορεί να σταθμιστεί ανάλογα με τα τελικά εκλογικά κατεβάσματα στην τελική ευθεία των εκλογών.

52. Αυτοτελές ζήτημα είναι το ζήτημα της περιφέρειας Αττικής και του βαθμού εμπλοκής μας σε εκλογικό κατέβασμα. Η κατάσταση είναι κακή μέχρι στιγμής αφού καμία πρωτοβουλία στησίματος περιφερειακής παράταξης – σχήματος δεν έχει ληφθεί από τις δυνάμεις της ΛΑΕ, ενώ οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αττική κινούνται στη δεδομένη σεχταριστική κατεύθυνση απευθύνοντας ενωτικό κάλεσμα πρακτικά μόνο προς τους ανεξάρτητους συμβούλους που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι ΛΑΕ πλέον (Νικολιδάκη κλπ.). Εμείς στη σχετική συζήτηση και εφόσον τυπικά συμμετείχαμε ακόμα στην Αντικαπιταλιστική Ανατροπή εκφράσαμε την άποψη ότι χρειάζεται πλατύ ενωτικό κάλεσμα στη βάση του αναγκαίου προγράμματος και χωρίς αποκλεισμούς. Αυτή η στάση μας είναι ενιαία σε όλα τα σχήματα που συμμετέχουμε με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο στην αυτοδιοίκηση όσο και ευρύτερα (εργατικό κίνημα, ΕΑΑΚ κλπ.). Και διατυπώθηκε πρόσφατα και ανοιχτά στις συνεδριάσεις των περιφερειακών σχημάτων σε Κρήτη και Δυτική Ελλάδα. Η τοποθέτηση του ΝΑΡ ήταν σαφής, ότι δεν συμφωνεί με ενωτική απεύθυνση στη ΛΑΕ ή σε πρόσωπα που ανήκουν στη ΛΑΕ αλλά θα απευθυνθεί μόνο σε συγκεκριμένες οργανώσεις (και στο πλαίσιο αυτό απευθύνθηκε μόνο στην ΑΡΑΝ και χωρίς αιτιολόγηση δεν το έκανε π.χ. σε ΔΕΑ-ΑΡΑΣ). Από πλευράς Αριστερού Ρεύματος δεν έχει προχωρήσει καμία πρωτοβουλία καλέσματος και συγκρότησης περιφερειακού σχήματος με κόσμο των τοπικών κινημάτων και δυναμικό της ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς και ούτε καν έχει αποκλειστεί ρητά (όταν τέθηκε από εμάς, ΔΕΑ και ΑΡΑΣ) ο ορισμός επικεφαλής που θα είναι ταυτόχρονα και υποψήφιος βουλευτής σε περίπτωση που γίνουν κοντά ή μαζί κεντρικές και αυτοδιοικητικές εκλογές. Στο τοπίο αυτό, εμείς πρέπει να θέσουμε κριτήρια για την εμπλοκή μας ακόμα και στα υπάρχοντα άσχημα σενάρια. Εμείς:

α) προτείνουμε πλατιά περιφερειακή σύσκεψη δυναμικού των τοπικών κινημάτων και δυναμικό της ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς για τη συγκρότηση παράταξης – σχήματος έστω και τώρα, παίρνουμε ακόμα και αυτοτελώς (μαζί με ΔΕΑ-ΑΡΑΣ) πρωτοβουλία με κείμενο, συλλογή υπογραφών ενδεικτικών κρίσιμων αγωνιστών/τριων και σύσκεψη ώστε να πιέσουμε την κατάσταση.

β) ο βαθμός εμπλοκής μας εξαρτάται από το περιεχόμενο και τον τρόπο συγκρότησης, το εύρος δυνάμεων που θα εμπλακούν και από την αυτοδιοικητική ή όχι φυσιογνωμία της κίνησης (π.χ. υποψήφιος περιφερειάρχης και βουλευτής ταυτόχρονα δεν οικοδομεί αυτοδιοικητική φυσιογνωμία και δεν αφήνει κάτι και για την επόμενη μέρα στην περιφέρεια και για αυτό θα πρέπει να έχουμε και πρόταση προσώπου για επικεφαλής μαζί με ΔΕΑ και ΑΡΑΣ). Σε κάθε περίπτωση, η εμπλοκή μας οργανωτικά και οικονομικά δεν θα είναι σε καμία περίπτωση αντίστοιχη του 2014 και θα παραμείνει σε ένα ενδεικτικό επίπεδο στο βαθμό που θα ρίξουμε ιεραρχικά το κύριο πολιτικό, οργανωτικό και οικονομικό βάρος σε συγκεκριμένους δήμους της Αττικής και της επαρχίας.

53. Στις υπόλοιπες περιφέρειες, η κατάσταση είναι επίσης πολύ πίσω. Κι εδώ κινούμαστε και παίρνουμε τις τελικές αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη και την εικόνα και γνώμη των οργανώσεων πόλεων μας και των επαρχιακών τοπικών πυρήνων μας. Ενωτικές προσπάθειες έγιναν από την πλευρά μας σε Δυτική Ελλάδα, Κρήτη και Θεσσαλία, αλλά τελικά δεν προέκυψε ενωτικό αποτέλεσμα. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις με ευθύνη του ΝΑΡ που υπονόμευσε κάθε ενωτική δυνατότητα και με επιθετική στάση έναντι της ΑΡΑΝ και των δυνάμεων της Μετάβασης. Σε Δυτική Ελλάδα και Κρήτη δώσαμε μέχρι τέλους την πολιτική μάχη για ενωτική διεύρυνση και συμπόρευση (με δυνάμεις της ΛΑΕ και αποχωρησάντων από το ΣΥΡΙΖΑ το 2015) στις υπάρχουσες περιφερειακές κινήσεις που συμμετέχουμε έως τώρα θέτοντας ως όριο συμμετοχής μας πλέον το να υπάρχει κάτι τέτοιο έναντι των σεχταριστικών γραμμών. Γνωρίζοντας ότι ήταν δύσκολο να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα δώσαμε τη σχετική μάχη με τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση και συνεργασία με άλλες δυνάμεις που κινούνται ενωτικά. Στη Δυτική Ελλάδα ηττηθήκαμε στην αποφασιστική συνέλευση, στην Κρήτη όμως είχαμε πρακτικά την πλειοψηφία και το ΝΑΡ επέλεξε να διαλύσει τη συνέλευση και να καλέσει πραξικοπηματικά νέα συνέλευση στο Ηράκλειο στις 17/2, όπου έχει περισσότερες δυνάμεις. Πλέον συντονιζόμαστε με τις δυνάμεις που κινηθήκαμε ώστε να δούμε πώς θα κινηθούμε. Στη Δυτική Ελλάδα η περιφερειακή κίνηση που στήνεται από το σ.Χατζηλάμπρου έχει σημαντικά προβληματικά χαρακτηριστικά (προσωποπαγής χαρακτήρας που έχει απομακρύνει και μέλη του ψηφοδελτίου του 2014 – που κοιτάμε να τα εμπλέξουμε στο δημοτικό σχήμα της Πάτρας -, προβληματικό περιεχόμενο και φυσιογνωμία, συνεργασία με έναν προβληματικό πρώην δήμαρχο από ΠΑΣΟΚ σε κεντρική θέση κλπ.) και μαζί με το γεγονός ότι ιεραρχούμε ψηλά τα δημοτικά σχήματα σε Πάτρα και Αίγιο και οι οργανωτικές δυνατότητες μας είναι συγκεκριμένες θα ρίξουμε τις δυνάμεις μας σε αυτά τα δημοτικά σχήματα. Στην Κρήτη θα κινηθούμε με τη μεθοδολογία που ξεδιπλώθηκε για την Αττική και επιδιώκοντας το συντονισμό με τις δυνάμεις που κινηθήκαμε μαζί στη διαδικασία της πάλης για ενωτική προοπτική στο σχήμα της Ανυπότακτης Κρήτης. Στη Θεσσαλία ίσως υπάρχει πιο ευνοϊκό έδαφος πολιτικά, έχουν γίνει ήδη συσκέψεις αγωνιστών/τριων όμως είναι μεγαλύτερες οι οργανωτικές δυσκολίες οπότε το διερευνούμε μαζί και με άλλες δυνάμεις (ΛΑΕ, Σχέδιο Β, Κ-Σχέδιο που έχει αποχωρήσει από το περιφερειακό σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και δεν θα εμπλακεί ανοιχτά οργανωτικά με το σχήμα). Στις υπόλοιπες περιφέρειες θα συμμετέχουμε ανάλογα σε όσες έχουμε δυνάμεις και πολιτικά η κατεύθυνση είναι επαρκής (τουλάχιστον η κατεύθυνση που έχει αποφασιστεί στο ΠΣ της ΛΑΕ αν αποτελούνται κυρίως ή μόνο από δυνάμεις της ΛΑΕ). Τέτοιες περιπτώσεις είναι όπως φαίνεται τα Ιόνια (αν και τις κύριες δυνάμεις μας θα τις ρίξουμε στο δημοτικό σχήμα της Κέρκυρας εφόσον όλα εξελιχθούν καλά εκεί) και ίσως και η Ήπειρος. Στην Κεντρική Μακεδονία υπάρχει πιθανώς θέμα με συνεργασίες (Θεοδωρόπουλος, ΚΟΕ) που έχουν προβληματική στάση στο Μακεδονικό και η κύρια ιεράρχησή μας είναι το νέο δημοτικό σχήμα στην πόλη εφόσον προχωρά. Στη Δυτική Μακεδονία, θα παρέμβει μόνο το περιφερειακό σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις της Μετάβασης και ο επικεφαλής προέρχεται από το Κ-Σχέδιο και θα στηριχθεί πιθανότατα και από δυνάμεις της ΛΑΕ. Δεν έχουμε δυνάμεις τοπικά, αλλά πολιτικά θα το στηρίξουμε. Στο Βόρειο Αιγαίο, εξετάζεται (μετά την αποχώρηση της σ.Κυρίτση από τη ΛΑΕ) η δυνατότητα περιφερειακής κίνησης της ΛΑΕ και δεν έχουμε πλήρη εικόνα των διεργασιών (πέρα από τη βολιδοσκόπηση για επικεφαλής του σ.Γεωργούλα που ήταν επικεφαλής στο δημοτικό σχήμα Μυτιλήνης που στήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2014). Στην Πελοπόννησο, όπου δεν έχουμε δυνάμεις τοπικά, θα κατέβει περιφερειακή παράταξη ΛΑΕ που έχει σχέση με τοπικές πρωτοβουλίες και κινήματα στην Αρκαδία (απορρίμματα, ΔΕΗ) και άλλες περιοχές, αλλά γενικά κινείται στο πλαίσιο του Αριστερού Ρεύματος. Στις υπόλοιπες περιφέρειες, έχουμε λίγες δυνάμεις και είτε δεν υπάρχουν μάλλον δυνατότητες κατεβασμάτων (Αν.Μακεδονία-Θράκη, Νότιο Αιγαίο, Στερεά Ελλάδα) που να μπορούμε να στηρίξουμε είτε δεν θα μας εκφράζει πολιτικά η κίνηση των υπαρκτών δυνάμεων της ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς.

54. Μέσα στο πεδίο της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και επεμβάσεων ιεραρχούμε την πρωτοβουλία που έχουμε πάρει μαζί με άλλες δυνάμεις (Κομμουνιστικό Σχέδιο και Αναμέτρηση, Παρέμβαση, Κορδάτος αρχικά και άλλες δυνάμεις που ήρθαν στην ιδρυτική συνέλευση στις 12/6) για τη συγκρότηση του Πανελλαδικού Αντιπολεμικού Κινηματικού Συντονισμού (ΠΑΚΣ). Στόχος του ΠΑΚΣ είναι η λήψη κινηματικών πρωτοβουλιών αντιπολεμικής παρέμβασης και δράσης με ανάδειξη αιχμών όπως:

α) η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο, και κυρίως η αντίθεση στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) που αφενός είναι ο ισχυρότερος και πιο επιθετικός ιμπεριαλιστικός πόλος διεθνώς και αφετέρου ο πόλος στον οποίο εντάσσεται και η χώρα μας,

β) η αποκάλυψη του ρόλου και η πάλη κατά των προσπαθειών των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων να συνάψουν συμμαχίες και να παρέχουν διευκολύνσεις (βάσεις, στρατιωτική συμμετοχή ή βοήθεια) σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σχέδια,

γ) η ανάδειξη των συμφερόντων και του τυχοδιωκτικού ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή όπως επίσης και της διαχρονικής επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης και ο χαρακτήρας του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού από μία σκοπιά που διαχωρίζεται τόσο από τον αστικό «πατριωτισμό» και εθνικισμό όσο και από τον αστικό ή «διεθνιστικό»(εντός της αριστεράς) κοσμοπολιτισμό. Και η καλλιέργεια αντίστοιχου κριτηρίου παρέμβασης σε περίοδο πιθανής στρατιωτικής όξυνσης, «θερμού» επεισοδίου κλπ. στην περιοχή κόντρα τόσο σε ένα ασφυκτικό κλίμα «πατριωτικής» συστράτευσης στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης μας τότε όσο όμως και σε εύκολες λογικές ντεφαιτισμού.

Ο τρόπος συγκρότησης της πρωτοβουλίας του ΠΑΚΣ φιλοδοξεί εξαρχής να μην είναι ο συνήθης τρόπος συγκρότησης πρωτοβουλιών συντονισμού πολιτικών οργανώσεων του χώρου της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς, ώστε να μην περιοριστεί φυσιογνωμικά και πρακτικά σε συντονισμό και κινητοποίηση μόνο ενός στενού πολιτικού δυναμικού. Για αυτό, η πρωτοβουλία φιλοδοξεί και προσπαθεί να συγκροτηθεί με όρους πλατύτερης απεύθυνσης τόσο από άποψη περιεχομένου, στυλ δουλειάς και οργανωτικής συγκρότησης (προσπάθεια συνελευσιακής λειτουργίας και συντονιστικό με εκτελεστικό ρόλο, στόχος αποκέντρωσης και ενθάρρυνση συγκρότησης τοπικών επιτροπών με σχετική αυτοτέλεια και σχέση με το συντονιστικό του ΠΑΚΣ, πρωτοβουλία ατόμων και όχι οργανώσεων, προοπτικά λήψη πρωτοβουλιών εμπλοκής-συντονισμού κοινωνικών φορέων-συλλογικοτήτων για αντιπολεμικές δράσεις κλπ.). Η φιλοδοξία και ο στόχος είναι να μην περιοριστούμε απλά σε συγκεντρώσεις και πορείες ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά να υπάρξει μία γκάμα και πρωτοτυπία δράσεων (ακτιβίστικες δράσεις, καμπάνιες και εκδηλώσεις με αντιμπεριαλιστικό – αντιπολεμικό περιεχόμενο, αποκαλυπτική δουλειά – «παρατηρητήριο» - νατοϊκών δράσεων στη χώρα μας και αντίστοιχες δράσεις ενάντιά τους, επικοινωνία και σχέσεις με αντιμπεριαλιστικές – αντιπολεμικές συλλογικότητες σε άλλες χώρες της περιοχής μας κλπ.). Γνωρίζουμε ότι η περίοδος είναι δύσκολη και οι διαθεσιμότητες πιο περιορισμένες για μία υλοποίηση και μάλιστα σε σύντομο χρόνο όλων των παραπάνω, όμως οι διατυπωμένοι στόχοι και φιλοδοξία της πρωτοβουλίας είναι να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η πολύ μαζική ιδρυτική συνέλευση στις 12/6 (και μάλιστα και με ανένταχτο δυναμικό από πολλούς χώρους, και από αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ των τελευταίων χρόνων) έδειξε ότι υπάρχουν δυνατότητες, δυνητική απήχηση της πρωτοβουλίας σε πλατύτερο δυναμικό και εμπλοκή του. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι και το άνοιγμα σε επαρχιακές πόλεις κάτι που ήδη υλοποιείται σεΛάρισα, Χανιά, Πάτρα και Θεσσαλονίκη. Η πρωτοβουλία του ΠΑΚΣ είναι σημαντική όχι μόνο για τους παραπάνω λόγους και την ανάγκη γειωμένης και ορθής παρέμβασης στο αντιμπεριαλιστικό – αντιπολεμικό κίνημα, αλλά εκτιμούμε ότι συμβάλλει σοβαρά και στην κοινή δράση, σύγκλιση και πολιτική ώσμωση δυνάμεων με παρόμοιες αναζητήσεις με εμάς στο κίνημα, την αναγκαία μετωπική συγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και την ανασύνθεση της κομμουνιστικής προοπτικής.

55. Κρίσιμη παραμένει η αντιρατσιστική - αντιφασιστική παρέμβαση, σε μία χρονιά που η δίκη της Χρυσής Αυγής βαίνει προς το τέλος της. Η όξυνση του Μακεδονικού με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και η διατήρηση των οξυμμένων προβλημάτων στο μεταναστευτικό ζήτημα δημιουργούν ένα υπόβαθρο στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί σοβαρά ο εθνικισμός και ο ρατσισμός. Η διαρκής πάλη ενάντια σε αυτούς στους κοινωνικούς χώρους (εργασία, γειτονιά, νεολαία) και η ύπαρξη ενεργών μαζικών κοινωνικών – κινηματικών συλλογικοτήτων στα πεδία αυτά είναι η βασική άμυνα έναντι της συντηρητικοποίησης και του φασισμού. Μία κινηματικά δραστήρια γειτονιά, με ανάπτυξη της αλληλεγγύης και της κοινωνικότητας είναι η καλύτερη άμυνα έναντι του φασισμού. Αυτός είναι ο πρώτιστος στόχος μας και στο πλαίσιο μίας αντίληψης μαζικής παρέμβασης (με ειδική έμφαση και στη νεολαία) δημιουργούμε και αντιφασιστικές συλλογικότητες όπου είναι αναγκαίο. Το αντιφασιστικό κίνημα εξακολουθεί να δείχνει σημαντικά αντανακλαστικά σε περιπτώσεις επιθέσεων και απόπειρας κατάληψης χώρου σε γειτονιές (π.χ. Καλλιθέα), κάτι που οφείλουμε να ενισχύουμε με την παρουσία και δράση μας. Η συμμετοχή και παρέμβασή μας στον Αντιφασιστικό Συντονισμό Αθήνας-Πειραιά επιδιώκουμε να έχει αυτό το χαρακτήρα, παρόλο που η φυσιογνωμία των κύριων δυνάμεών του υιοθετεί προβληματικές πολιτικές λογικές και κάποιες φορές προκύπτει διάσταση και στο επίπεδο της πρακτικής

56. Στο φεμινιστικό κίνημα, είναι εκκωφαντική σήμερα η ανάγκη για συγκρότηση των γυναικών και ευρύτερα των LGBTQ ατόμων των πληττόμενων τάξεων. Το βάθεμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, που γίνεται ακόμα πιο σκληρό με το πρόσχημα της κρίσης, συνεχίζει να στέλνει, αλλά αυτή τη φορά σε ακόμα πιο μαζική κλίμακα και με ακόμα πιο νομιμοποιημένο τρόπο, τις γυναίκες στη μετανάστευση, στη μαύρη αγορά εργασίας, στον αποκλεισμένο και εκτός κοινωνικού ελέγχου ιδιωτικό χώρο και στην εκτεταμένη απλήρωτη οικιακή εργασία. Τη στιγμή που τα γυναικεία σώματα επιδιώκεται να γίνουν νέα πεδία καπιταλιστικής κερδοφορίας, συνεχίζουν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση να αποτελούν πεδία άσκησης ακραίων πατριαρχικών και σεξιστικών πρακτικών. Οι δεκάδες γυναικοκτονίες, η αύξηση των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας, βιασμών και παρενοχλήσεων επιβεβαιώνουν την παραπάνω εκτίμηση με τον πιο καθοριστικό τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει ανάγκη για κινηματικό και πολιτικό συντονισμό των φεμινιστικών κινήσεων της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς ως μια πολιτική πρωτοβουλία με μόνιμα χαρακτηριστικά. Για αυτό, συμμετέχουμε σε ανάλογη συζήτηση μαζί με τις συντρόφισσες της ΔΕΑ, της Αναμέτρησης, της Brigada (ομάδα προερχόμενη από τη νεολαία του Αριστερού Ρεύματος) και ανένταχτες συντρόφισσες και επιχειρούμε να εμπλέξουμε και άλλες δυνάμεις ώστε να διαμορφώσουμε τον χώρο εκείνο που θα συνέχει οργανικά και ολομελειακά τις συντρόφισσες της ριζοσπαστικής & επαναστατικής αριστεράς, θα έχει διακριτή παρουσία, διαδικασίες, όνομα και σύμβολα, που θα μπορεί να παρεμβαίνει με κινηματικές πρακτικές και πρωτοβουλίες στο κοινωνικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα θα αρθρώνει έναν θετικό πολιτικό λόγο, που θα ανοίγει ζητήματα, θα εγείρει προβληματισμούς και θα παρεμβαίνει στην ανοιχτή συζήτηση της ριζοσπαστικής-επαναστατικής αριστεράς. Με ορίζοντα το εγγύς μέλλον, μια τέτοια πρωτοβουλία, θα μπορεί με τη σειρά της να κάνει ένα πλατύ κάλεσμα για τη «συνέλευση της 8ης Μάρτη» που θα επιχειρήσει να σηκώσει το βάρος της κίνησης για «απεργία των γυναικών στο σπίτι και στη δουλειά». Ο κινηματικός-κοινωνικός χαρακτήρας της «συνέλευσης 8ης Μάρτη» καθώς και το στοχευμένο περιεχόμενο και η συγκεκριμένη καμπάνια της εκτιμούμε ότι δίνουν τη δυνατότητα να συνέχει όλες ανεξαιρέτως τις γυναικείες κινήσεις της ριζοσπαστικής-επαναστατικής αριστεράς, αλλά και συνδικαλιστικούς φορείς και σωματεία. Κινούμαστε σε αυτή την κατεύθυνση στο επόμενο διάστημα προσπαθώντας να κάνουμε ένα σοβαρό νέο βήμα συγκρότησης και κινηματικής παρέμβασης.

57. Σε σχέση με την παρέμβασή μας στη ΛΑΕ, αντιμετωπίσαμε την εξαιρετικά προβληματική κατάσταση που προέκυψε με αφορμή το ζήτημα της εμφάνισης του σ.Λαφαζάνη σε διαδικτυακό ακροδεξιό κανάλι. Ζήτημα που ανέδειξε με εμφατικό τρόπο την αντίφαση της ΛΑΕ σχετικά με το πού επιχειρεί να απευθυνθεί κοινωνικά και πολιτικά. Δώσαμε την πολιτική μάχη σε επίπεδο οργάνων και κάποιων τοπικών επιτροπών, αρθρώνοντας και δημόσιο λόγο σε συντονισμό με άλλες δυνάμεις εντός του μετώπου, για την αποσαφήνιση της απεύθυνσης και της φυσιογνωμίας της ΛΑΕ. Η στάση του Αριστερού Ρεύματος υπήρξε όμως κατώτερη των περιστάσεων επιλέγοντας τη διατήρηση ενός πολιτικά «θολού» στίγματος που πολιτικά είναι καταστροφικό για την προοπτική της ΛΑΕ. Για αυτούς τους λόγους, επιχειρούμε να συσπειρώσουμε τις μέγιστες δυνατές δυνάμεις εντός ΛΑΕ και να κάνουμε ορατό ένα πόλο δυνάμεων εντός της που καλούν σε απεύθυνση στην κοινωνική και πολιτική αριστερά, ορίζουν αντίστοιχο περιεχόμενο και φυσιογνωμία και συντονίζονται και με δυνάμεις εκτός ΛΑΕ πλέον σε μέτωπα (εργατικό, αντιπολεμικό, αυτοδιοίκηση) και πρωτοβουλίες, με το βλέμμα στραμμένο και στην επόμενη μέρα των εξελίξεων στη ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά. Η κατάσταση πρόσφερε και μία αφορμή για επιτάχυνση της εμφάνισης και ορατότητας ενός τέτοιου πόλου αλλά και της κατοχύρωσης οριοθετήσεων και δεσμεύσεων. Το προηγούμενο διάστημα η όποια συνεννόηση είχε μεγαλύτερες δυσκολίες είτε λόγω της πολιτικής τοποθέτησης και έμφασης της ΔΕΑ στα εθνικά ζητήματα είτε λόγω του ακολουθητισμού της ΑΡΑΣ προς το Αριστερό Ρεύμα. Εκτιμούμε ότι σε σημαντικό βαθμό ορίσαμε τον τόπο της διαφωνίας ανοίγοντας το ζήτημα της επιλογής κοινωνικών ακροατηρίων και στροφής στο περιεχόμενο και τη φυσιογνωμία απεύθυνσης στην κοινωνική και πολιτική αριστερά από πέρσι. Κάνοντας αυτό λειτουργήσαμε ως ο βασικός διαμορφωτής του πλαισίου για τη σύγκλιση αυτών των δυνάμεων (κάτι που δεν θα γινόταν με τον ίδιο τρόπο π.χ. αν η διαφωνία οριζόταν – κυρίαρχα από τη ΔΕΑ – στα εθνικά ζητήματα). Εκτιμούμε ότι αυτή η κίνηση τόσο από άποψη συσχετισμού όσο και από άποψη πολιτικού περιεχομένου αυξάνει την πίεση στο Αριστερό Ρεύμα. Δεν έχουμε αυταπάτες, φυσικά, ούτε ότι η κίνηση αυτή θα είναι αρραγής ούτε κυρίως ότι η πίεση είναι θέμα τοποθέτησης ή λόγου. Η πολιτική πίεση είναι θέμα ισχύος και συσχετισμού και αυτό είναι κάτι που ορίζεται και διαμορφώνεται κάθε μέρα. Για αυτό το λόγο, πρέπει να κινηθούμε πιο συντεταγμένα σε επίπεδο δημόσιου λόγου (δημόσιες τοποθετήσεις, αρθρογραφία της ΑΡΑΝ), στο εσωτερικό της ΛΑΕ (κίνηση σε τοπικές, συντονιστικά, ΠΣ, σε αυτοδιοικητικά σχήματα κλπ.) και εκτός ΛΑΕ (συγκροτημένες κινηματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες με άλλες δυνάμεις) ώστε να οικοδομείται καλύτερα η ορατότητα μίας άλλης τοποθέτησης τόσο για του πού να πάει η ΛΑΕ όσο κυρίως για το πού να πάνε τα πράγματα στο κίνημα και την Αριστερά ευρύτερα με το βλέμμα και στις άμεσες πολιτικές μάχες και στην επόμενη μέρα από αυτές. Και για να γίνουν όλα αυτά απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δική μας πολιτική και οργανωτική αναδιάταξη και ανασυγκρότηση με τους όρους που έχουμε συλλογικά αποφασίσει στο πανελλαδικό ΚΣΟ της 20/10 και θέλουμε να βαθύνουμε στο επερχόμενο πανελλαδικό σώμα της οργάνωσης.

58. Η φετινή χρονιά θα είναι μια χρονιά πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων με ήδη ορισμένες τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλά και πιθανές βουλευτικές εκλογές με την ημερομηνία των τελευταίων να παραμένει αδιευκρίνιστη, με τις τελευταίες εξελίξεις να δείχνουν ότι πλέον είναι εξαιρετικά πιθανό να διεξαχθούν μαζί με τις υπόλοιπες το Μάη ή και στο τέλος της κυβερνητικής θητείας. Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε κάθε μάχη με την αυτοτέλειά της και στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης ιεράρχησης (παραδειγματικά κατεβάσματα σε αυτοδιοίκηση, ευρωεκλογές, βουλευτικές). Αλλά και με ενιαίο κριτήριο την προσπάθεια ανάδειξης ενός ρεύματος στην ριζοσπαστική Αριστερά που κινείται ενωτικά – μετωπικά και προγραμματικά με βάση τη μεταβατική λογική σύνδεσης τακτικής και στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό, κριτήριο για εμάς είναι οι πολιτικοί – προγραμματικοί όροι, η φυσιογνωμία και οι συμμαχίες και συσχετισμός για την υλοποίηση της κίνησής μας. Επιδιώκουμε πολιτικά την αποτύπωση αριστερών ριζοσπαστικών προγραμματικών διακηρύξεων στη βάση του μεταβατικού προγράμματος με σαφή αντιευρώ-αντιΕΕ τόνο και πιθανές συμμαχίες που θα κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Αρθρώνουμε την ιδιαίτερη κίνησή μας με επιδίωξη συντονισμού με τις υπόλοιπες τάσεις και αγωνιστές/τριες με τις οποίες έχουμε διαμορφώσει την αριστερή μειοψηφία στη ΛΑΕ και είναι κριτήριο για εμάς και η όσο το δυνατόν ενιαία κίνησή μας και σε αυτό το επίπεδο. Επιδιώκουμε την αρραγή κίνηση και εμφάνιση τοποθετήσεων και πρωτοβουλιών της μειοψηφίας στο εσωτερικό της ΛΑΕ και δημόσια, ώστε να μεγιστοποιείται η πίεση στο Αριστερό Ρεύμα, να κατοχυρώνονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι υπό αυτό το συσχετισμό δύναμης και ταυτόχρονα επιδιώκουμε να συντονιζόμαστε και να δίνουμε και δημόσιο σήμα στο χώρο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς για τις διεργασίες της επόμενης ημέρας των εκλογών. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμούμε τη στάση μας με βάση την κύρια πολιτική διαχωριστική γραμμή που έχουμε θέσει για το πού να πάει η ΛΑΕ: προς μία κατεύθυνση απεύθυνσης στο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό της Αριστεράς, με ανάλογο τόνο, περιεχόμενο και φυσιογνωμία ή προς μία κατεύθυνση «θολής» απεύθυνσης στον «πατριωτικό» χώρο με ανάλογες συμμαχίες;Στην πρώτη περίπτωση, που υποστηρίζουμε από κοινού με ΔΕΑ-ΑΡΑΣ και άλλους αγωνιστές/τριες θα συμμετέχουμε ανάλογα, πάντα στο πλαίσιο της πολιτικής ιεράρχησης των μαχών όπως τέθηκε παραπάνω και με βάση τις οργανωτικές δυνατότητές μας. Στη δεύτερη περίπτωση, πιο επικίνδυνη κυρίως για τις βουλευτικές εκλογές, είναι σαφές ότι το εκλογικό κατέβασμα θα εξυπηρετεί ένα άλλο πολιτικό σχέδιο από το δικό μας και δεν θα μας εκφράζει πολιτικά. Δεν θα συμμετέχουμε στις εκλογές και θα τοποθετηθούμε σχετικά δημόσια με αναφορά στην πολιτική πρόταση της σημερινής αριστερής μειοψηφίας της ΛΑΕ.

59. Στις παρούσες συνθήκες είναι επιτακτική μια πρόταση για ένα ενωτικό αριστερό αντιευρώ - αντιΕΕ ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές. Η ΕΕ είναι σε κρίση, οι ευρωεκλογές έχουν και χαρακτήρα συζήτησης για αυτό, χρειαζόμαστε τον αριστερό αντιευρωπαϊσμό ως αντίβαρο στον δήθεν ευρωσκεπτικισμό της ακροδεξιάς. Μία τέτοια κίνηση μπορεί και να παίξει ρόλο και στη ρυμούλκηση δυνάμεων προς τα αριστερά στις διεργασίες που γίνονται στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά. Είναι σημαντικό για μία τέτοια προσπάθεια να αναπτύξει επαφές με δυνάμεις που κινούνται προς τα αριστερά στην Ευρώπη, σε γραμμή αριστερού ευρωσκεπτικισμού, έστω και πρωτόλεια, αποκτώντας ένα δυνητικό χώρο αναφοράς υπό προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο τόνος πρέπει να είναι τόνος μάχης κόντρα στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά και το νεοφιλελευθερισμό των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, με οριοθέτηση από την ευρωπαϊστική αριστερά που αδυνατεί να προβάλλει αντίπαλο δέος σε αυτή την κατάσταση. Απαιτείται να ληφθεί ενωτική πρωτοβουλία με γνωστούς αγωνιστές με συνέπεια, διανοούμενους, κόσμο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και με δέσμευση σε μία ριζοσπαστική κατεύθυνση. Με πλαίσιο πάνω στο κεκτημένο που έχουμε από διάφορα κοινά εγχειρήματα και με προσπάθεια το βάρος της εκπροσώπησης να το πάρουν νεώτεροι/ες σύντροφοι/ισσες. Αυτό το ανοιχτό ενωτικό κάλεσμα πρέπει να υπάρξει έγκαιρα ως δημόσια πολιτική πρόταση. Η ΛΑΕ πρέπει να κινηθεί θετικά προς μία τέτοια κατεύθυνση λαμβάνοντας αντίστοιχες πρωτοβουλίες και επικοινωνώντας με αντίστοιχες προτάσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση συντονιζόμαστε με τη ΔΕΑ και την ΑΡΑΣ και επιδιώκουμε να επηρεάσουμε και κόσμο του Αρ.Ρεύματος που κινείται σε παρόμοια κατεύθυνση. Είμαστε επίσης σε επαφή και με δυνάμεις όπως το Κομμ. Σχέδιο, ο Σύλλογος Κορδάτος και άλλες συλλογικότητες. Θα πιέσουμε ώστε η ΛΑΕ να κινηθεί θετικά προς μία τέτοια κατεύθυνση σε επίπεδο περιεχομένου, φυσιογνωμίας και συμμαχιών, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν και ανάλογα θα αποφασίσουμε το εύρος της εμπλοκής μας σε αυτή τη μάχη. Το ιδεατό ενδεχόμενο αλλά πρακτικά απίθανο δεδομένης της τοποθέτησης άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς είναι ένα πλατύ, ενωτικό ψηφοδέλτιο. Το πιθανό ενδεχόμενο είναι ένα ευρωψηφοδέλτιο πρακτικά της ΛΑΕ και συνεργαζομένων με σχετικά καλό αντιευρώ-αντιΕΕ περιεχόμενο και τόνο. Σε περίπτωση τόνου, περιεχομένου και συμμαχιών προς τον «πατριωτικό» χώρο δεν θα συμμετέχουμε.

60. Ως προς τις εθνικές εκλογές, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Επιδιώκουμε την ευρύτερη ενωτική συστράτευση δυνάμεων, με πρωτοβουλίες προς όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, πιέζοντας τη ΛΑΕ να συνεχίσει τις ενωτικές εγκλήσεις και να πάρει πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα. Οι βουλευτικές εκλογές θα είναι ένα τοπίο όπου οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς θα πιεστούν σημαντικά από το ΣΥΡΙΖΑ και γενικά τη δικομματική πόλωση, αλλά και από το ΚΚΕ στη λογική της χαμένης ψήφου. Η ΛΑΕ έχει σίγουρα οργανωτικά, πολιτικά, φυσιογνωμικά και προγραμματικά όρια. Μπορεί να εξασφαλιστεί ότι το προεκλογικό υλικό θα έχει μια σαφώς αριστερή κατεύθυνση, αν και έλεγχο στην εκφορά του από την ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος και τα άλλα στελέχη της ΛΑΕ δύσκολα θα έχουμε και πρέπει να συστηματοποιήσουμε τη δημόσια εκφορά λόγου και πρωτοβουλιών της αριστερής μειοψηφίας της ΛΑΕ και για αυτό το λόγο. Προφανώς και θα είχε άλλη δυναμική ένα κοινό κατέβασμα ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ με μαζική αριστερή ριζοσπαστική φυσιογνωμία, θα έδινε ένα στίγμα διαφορετικό και την προσδοκία ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν στη ριζοσπαστική αριστερά, αν και στο όλο κλίμα και ένα τέτοιο εγχείρημα θα πιεζόταν. Αλλά αυτή τη στιγμή αυτό είναι αδύνατο δεδομένης της κατεύθυνσης του ΝΑΡ και της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να παραμένει αιχμή μας η ευρύτερη δυνατή ενωτική συσπείρωση. Αυτό θα πρέπει να συνδυάζεται με σαφείς πολιτικές και φυσιογνωμικές οριοθετήσεις ως προς την κατεύθυνση (αριστερή και ριζοσπαστική και όχι γενικόλογα «προοδευτική, πατριωτική, αντιμνημονιακή»). Η οργάνωση, μαζί με τις υπόλοιπες τάσεις της αριστερής μειοψηφίας της ΛΑΕ, πρέπει να επιμείνει στην κατεύθυνση μετωπικού καλέσματος και κοινού κατεβάσματος ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανεξαρτήτως του τι θα γίνει λόγω σεχταριστικών αγκυλώσεων. Και εδώ, θα σταθμίσουμε τη συμμετοχή μας και το εύρος της με βασικό κριτήριο την κύρια πολιτική διαχωριστική γραμμή που έχουμε θέσει για το πού να πάει η ΛΑΕ (αριστερή ή «πατριωτική» απεύθυνση), την τελικά διαμορφωμένη κατάσταση και τη σχέση μας με τις υπόλοιπες δυνάμεις με τις οποίες επιχειρούμε να διαμορφώσουμε πόλο εντός ΛΑΕ και τις δυνατότητές μας.

61. Όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να πηγαίνουν ξέχωρα από την υπόθεση για την ανασύνθεση του κομμουνιστικού ρεύματος. Εδώ πρέπει να δούμε πρωτοβουλίες διαλόγου με το δυναμικό που εκτιμούμε ότι καταρχήν θα έμπαινε σε μια τέτοια κατεύθυνση είτε είναι εντός είτε εκτός ΛΑΕ, να δούμε πρωτότυπες πρακτικές συνάντησης, συζήτησης, δέσμευσης και ανάληψης πρωτοβουλιών. Θέλουμε να επικοινωνήσουμε με δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να μπουν σε μια διαδικασία αυθυπέρβασης και τομών. Σε μία τέτοια κίνηση σαφώς κουβαλάμε και εμείς τις δικές μας ανεπάρκειες και τα λάθη του παρελθόντος από τα οποία οφείλουμε να διδασκόμαστε. Η πορεία της ΠΚΑ είναι ενδεικτική για αυτό και η βαθύτερη αποτίμησή της πρέπει να είναι προϊόν συλλογικής συζήτησης. Τα πολιτικά σημεία και η αντίστοιχη κριτική αποτίμηση που αναφέραμε παραπάνω είναι οδηγός για την εμπλοκή μας σε αντίστοιχες διαδικασίες πλέον. Ένα πρώτο βήμα στην υπόθεση αυτή αποτελεί ο συντονισμός δράσης και διαλόγου κομμουνιστικών δυνάμεων που προέκυψε από τις επαφές μας με το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, την Παρέμβαση και το Σύλλογο Κορδάτο. Στις επαφές αυτές έγινε μία ανταλλαγή απόψεων για συγκεκριμένες τακτικές πρωτοβουλίες στη φετινή χρονιά (αυτοδιοικητικές εκλογές, ευρωεκλογές, κοινωνικά μέτωπα, ΠΑΚΣ) και για την ανάγκη ανοίγματος μίας πιο αποτιμητικής και στρατηγικής συζήτησης στο φόντο της δεκαετίας της κρίσης και των ελλειμμάτων που είχε όλη η αριστερά και ειδικά η κομμουνιστική. Από αυτές τις συζητήσεις προέκυψε η πρώτη δημόσια τοποθέτηση και συμφωνία όσον αφορά αναγκαίες ενωτικές κινήσεις στα κινήματα (εργατικό, νεολαίας, αντιπολεμικό, τοπικό, αντιφασιστικό κλπ.) και σε πολιτικό επίπεδο (αυτοδιοίκηση, ευρωεκλογές κλπ.). Συνεχίζουμε τη συζήτηση για να υπάρξει στο άμεσο επόμενο διάστημα πιο συγκεκριμένη αποτύπωση της κατάστασης και των δυνατοτήτων της από κοινού κίνησης στο αυτοδιοικητικό επίπεδο και σε άλλα μέτωπα. Και κυρίως επιδιώκουμε την ανάληψη κοινών κινηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών, στις οποίες θα συνευρεθεί, θα σχεδιάσει και θα λειτουργήσει από κοινού το δυναμικό όλων μας. Με την εμπειρία των ελλειμμάτων της ΠΚΑ οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στο ζήτημα των κοινών πρακτικών και της διαμόρφωσης κοινών κριτηρίων για την παρέμβαση και μάλιστα όχι μόνο στο επίπεδο μίας κεντρικής συζήτησης, αλλά με αμοιβαία ώσμωση των δυναμικών μας.

62. Όλα αυτά, όμως, απαιτούν να δούμε την πραγματική κατάσταση της ΑΡΑΝ. Σήμερα είμαστε μια μικρότερη οργάνωση όχι μόνο στον αριθμό των μελών αλλά και στην πολιτική εμβέλεια. Χάσαμε δυναμικό τόσο πριν όσο και στη στροφή του 2015, αλλά και στο έδαφος της ήττας από τότε έως σήμερα. Στη συνέχεια είχαμε και χαλάρωση της οργανωτικής σχέσης αρκετών μελών μας. Τα πετυχημένα παραδείγματα συντρόφων και συντροφισσών που πάνε στην επαρχία και ενεργοποιούνται συνδυάζονται με όσες/ους χάνουμε στην έξοδο του πανεπιστημίου. Φαινόμενα όπως η μαζική μετανάστευση μας αγγίζουν. Μέσα σε ένα πανεπιστήμιο που αλλάζει χάνουμε τη δυνατότητα μαζικών στρατολογήσεων και έχει υποχωρήσει η οργανωτική παρουσία και ανανέωσή μας. Μέσα από την απομάκρυνση συντρόφων αλλά και τις δυσκολίες στους χώρους δουλειάς έχουμε μικρότερη παρουσία και επίδραση στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η απουσία του περιοδικού και η απουσία μιας συστηματικής παραγωγής λόγου μέσω της ιστοσελίδας, δεν επιτρέπουν να έχουμε μια συστηματική παρουσία στη δημόσια σφαίρα. Όλα αυτά δεν αναιρούν τη σημαντική δουλειά που γίνεται σε επίπεδο οργανώσεων πόλης, συγκεκριμένων εγχειρημάτων, τις λέσχες και την εκδοτική παρουσία του Εκτός Γραμμής. Αλλά απέχουμε από το να έχουμε αναγκαίους όρους για να πούμε ότι επηρεάζουμε επαρκώς το συσχετισμό στη ριζοσπαστική αριστερά. Την ίδια στιγμή είχαμε σημάδια υπολειτουργίας οργάνων, μειωμένης παραγωγής καθοδηγητικού έργου και γραμμής, πρώτα και κύρια στο πανελλαδικό γραφείο, αλλά και στο ΚΣΟ που υπολειτουργεί. Η καθυστέρηση στη συνδιάσκεψη είναι ενδεικτική. Μικρός αριθμός επεξεργασιών διακινείται και για σημαντικές εξελίξεις σε κεντρικά αλλά και σε επιμέρους θέματα δεν παράγουμε έγκαιρα άποψη. Είτε το θέλουμε είτε όχι φτάνουμε σε ένα πολιτικό όριο, όψη του οποίου ήταν και η κατάσταση που αντιμετωπίσαμε φέτος στο Πανελλαδικό Γραφείο εν όψει του πρώτου ΚΣΟ που έγινε τελικά καθυστερημένα την 20/10. Προφανώς και ως μεταβατική οργάνωση πρέπει να δούμε την επίλυση με όρους υπέρβασης σε κάτι ανώτερο και ευρύτερο, αλλά μέχρι τότε είναι κομβικό ζήτημα η δική μας ανασυγκρότηση. Αυτό σήμερα σημαίνει συγκεκριμένα βήματα και ιεραρχήσεις:

Α) Χρειαζόμαστε την εξασφάλιση ότι λειτουργούν όλα τα αναγκαία καθοδηγητικά όργανα (πανελλαδικό γραφείο και ΚΣΟ, γραφεία και ΚΣΟ πόλεων, γραφείο νεολαίας και ΣΤΝ, ΣΤΕ). Όπου χρειάζεται για να εξασφαλιστεί η λειτουργία, ας πάμε με μικρότερα σε αριθμό μελών όργανα. Έγινε μία προσπάθεια να δοθεί βάρος στις φετινές ολομέλειες πόλεων και λαμβάνονται πολιτικά και οργανωτικά μέτρα για τη λειτουργία της οργάνωσης σε όλα τα επίπεδα.

Β) Ανασυγκρότηση νεολαίας: αποκατάσταση καθοδηγητικής λειτουργίας με σκοπό την έμφαση στην πιο αποτελεσματική δουλειά στον κοινωνικό χώρο, στηστρατολόγηση και την ανασυγκρότηση πυρήνων. Εμβάθυνση και σύσφιγξη των πολιτικών σχέσεων των ΚΣ των οργανώσεων πόλεων και του πανελλαδικού ΚΣΟ με τα όργανα της νεολαίας (και με ορισμό αντίστοιχων χρεώσεων μελών των ΚΣ όπου χρειάζεται) για να καθοδηγηθεί πιο συντονισμένα και αποτελεσματικά η φοιτητική δουλειά, η ανασυγκρότηση των πυρήνων και η δουλειά του G400. Η νεολαία έχει ως βασικό καθήκον την ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξή της με μια γενναία προσπάθεια επαναπολιτικοποίησης, μόρφωσης, μεταφοράς δεξιοτήτων. Στόχος να έχουμε μια νέα γενιά στελεχών σε ικανό αριθμό σχολών και σημαντική αύξηση των ενεργών μελών.

Γ) Συντονισμός και «συγκεντροποίηση» σε ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο της δουλειάς στις συνοικίες και την αυτοδιοίκηση για να μπορούμε να έχουμε συντονισμένη παρέμβαση. Λόγω της κεντρικότητας του ζητήματος σε χρονιά αυτοδιοικητικών εκλογών, η δουλειά μας στο πεδίο αυτό πρέπει να συζητείται και να καθοδηγείται άμεσα από το πανελλαδικό ΚΣΟ και τα ΚΣΟ πόλεων, με το Πανελλαδικό Γραφείο να έχει επιτελικό ρόλο και το ΣΤΣ να έχει ένα ρόλο εκπόνησης επεξεργασιών-αναλύσεων κυρίως.

Δ) Συνέχιση και βάθεμα της δουλειάς στο ΣΤΕ, στόχος να παρακολουθούμε ποιό δυναμικό έχουμε, ποιες παρεμβάσεις ιεραρχούμε, πού επιδιώκουμε να έχουμε εκλεγμένους συνδικαλιστές, με ποιό τρόπο παρεμβαίνουμε στις κινητοποιήσεις και στην κεντρική συζήτηση της αριστεράς για το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Ε) Αξιοποίηση των Λεσχών και του Εκτός Γραμμής, προσπάθεια διαμόρφωσης ομάδας συντακτών για την ιστοσελίδα με στόχο την τακτική παρακολούθηση των εξελίξεων και την πιο συστηματική ανάρτηση κειμένων που να τροφοδοτούν την οργάνωση, να δίνουν στίγμα προς τα έξω και να επαναπολιτικοποιούν τη συζήτηση. Αναδημιουργία ιστοσελίδας της οργάνωσης όπου θα αναρτώνται πολιτικές αποφάσεις και τοποθετήσεις της, καθώς και υλικό από παλιότερες θέσεις, αποφάσεις και κείμενά της. Οργάνωση της επικοινωνιακής απεύθυνσης της ΑΡΑΝ (δημιουργία σελίδας fb, ανάρτηση και διακίνηση κειμένων, δράσεων, παρεμβάσεων μελών και σχημάτων που στηρίζουμε και συμμετέχουμε κλπ.).

Ζ) Προγραμματισμός, μετά το πανελλαδικό σώμα, για τη συγγραφή των προσχεδίων των Θέσεων ώστε μετά από αυτή να μπούμε σε προσυνεδριακό διάλογο και να γίνει η συνδιάσκεψη που πρέπει να είναι επόμενος κόμβος στην ανασυγκρότησή μας.

63. Σημαντικό ζήτημα είναι και η οικονομική δουλειά, ειδικά στη φετινή εξαιρετικά απαιτητική εκλογική χρονιά. H εμπειρία για την πιο χρηστή διαχείριση των οικονομικών μας και την εξυπηρέτηση χρεών που είχαν αρχίσει να διογκώνονται μας οδήγησε να διατυπώσουμε κάποια γενικά συμπεράσματα:

α) οι απαιτήσεις πληρωμών χρέους είναι πλέον αρκετά πάνω από τις εισφορές από τα camping και τις προπληρωμένες συνδρομές που «σβήνουν» χρέος. Παλιότερα η μεγάλη οικονομική επιτυχία των camping μπορούσε να καλύπτει τα «ανοίγματα» της χρονιάς και να λειτουργεί εφησυχαστικά, κάτι που πλέον δεν ισχύει.

β) όσο περισσότερα είναι τα τακτικά έσοδα από συνδρομές από τα τακτικά (πάγια) έξοδα της οργάνωσης τόσο λιγότερο θα υπάρχει ανάγκη για σημαντικά ποσά από έκτακτες πηγές ώστε να ισοσκελίζουν το «άνοιγμα» που δημιουργείται λόγω τρεχόντων ελλειμμάτων και συσσωρευμένου χρέους. Εξυπακούεται ότι αυτό εξυπηρετείται όταν τα έκτακτα έσοδα υπερβαίνουν τα έκτακτα έξοδα που προκύπτουν (και είναι τάξης μεγέθους περίπου 10% των συνολικών εξόδων)

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να έχουμε ως στόχο το να σταθούμε στα πόδια μας με στήριξη περισσότερο και όσο γίνεται στα τακτικά έσοδα και όχι σε έκτακτες πηγές. Mόνο έτσι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της λειτουργίας μας (γραφεία-Λέσχες, κινηματικά & οργανωτικά έξοδα, εκδηλώσεις κλπ.) στο σημερινό επίπεδο. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να προσπαθούμε όσο μπορούμε να ικανοποιούμε αυτό το κριτήριο με την βελτίωση της συλλογής των τακτικών συνδρομών για να συγκρατηθούν και να απομειωθούν τα αντίστοιχα χρέη με όσο το δυνατόν μικρότερη εξάρτηση από έκτακτα έσοδα ή έσοδα από camping.Στη φετινή χρονιά, οι αυξημένες εκλογικές ανάγκες πρέπει να αντιμετωπιστούν με πρακτικές συλλογής χρημάτων τόσο στο επίπεδο των σχημάτων, αλλά και με ανάλογες πρωτοβουλίες (party, γλέντια, κουπόνι) στο επίπεδο της οργάνωσης.

64. Είναι σαφές ότι στον ορίζοντα πρέπει να τεθεί η αυθυπέρβαση της ΑΡΑΝ μέσα σε μία νέα κομμουνιστική οργάνωση με ώριμα βήματα αυτή τη φορά. Άλλωστε και οι άλλοι χώροι που συγκλίνουμε έχουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, ίσως και μεγαλύτερα. Αλλά προφανώς χρειαζόμαστε κάτι νέο, όχι μόνο ηλιακά ή γενεαλογικά αλλά ως προς την πολιτικοποίηση και την αντίληψη της πολιτικής. Δεν έχει νόημα να γίνουμε ένα κακέκτυπο τύπου ΑΡΑΣ ή ΑΡΙΣ, δηλαδή ένα μίγμα «ιστορικών ηγεσιών» και μαζικών στρατολογήσεων στη νεολαία.Η ιστορία της ΑΡΑΝ, όπως και συνολικά του ρεύματός μας από το 1992 ήταν πάντα μια ιστορία στην οποία βάραινε το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και η επίγνωση της ιστορικής ήττας του, η εμπειρία της επαναστατικής αριστεράς αλλά και η επίγνωση των ορίων της, η ιστορικότητα της συγκρότησης αλλά και η επιμονή στην πρωτοτυπία. Ήταν μια ιστορία τόλμης, θράσους σε κάποιες στιγμές, αλλά και επιμονής σε στόχους υπέρβασης. Δεν θέλαμε να είμαστε σαν τις άλλες οργανώσεις, δεν θέλαμε απλώς να διατηρούμε μια οργανωτική ισχύ, δεν θέλαμε μικροπαιχνίδια συσχετισμών. Παίξαμε μεγάλα στοιχήματα, συχνά με κόστος, αλλά αφήσαμε ένα σημαντικό χνάρι. Σήμερα είμαστε σε σταυροδρόμι και χρειάζεται να ξαναβρούμε κάτι από το επαναστατικό θράσος των πρώτων βημάτων μας, κάτι από την αίσθηση ότι δεν φτιάχνουμε μια γκρούπα, αλλά ένα πρωτότυπο πείραμα. Αυτό το νήμα αναζητούμε ξανά. Ακόμη και εάν χρειάζεται να γκρεμίσουμε βεβαιότητες και να αρνηθούμε ευκολίες. Να βουτήξουμε στα βαθιά γιατί άλλος δρόμος δεν υπάρχει.