1. Βγαίνουμε από ένα πολύ ιδιόμορφο καλοκαίρι που ακολούθησε την περίοδο του lock down. Και βρισκόμαστε εν μέσω της έναρξης του δεύτερου κύματος της επιδημίας του κορονοϊού στη χώρα, ενώ αυτή βρίσκεται εν εξελίξει και διεθνώς.Το δεύτερο κύμα θα εξελιχθεί παράγοντας συνέπειες που θα προστεθούν στην κοινωνική και οικονομική επιβάρυνση των κοινωνιών από τις επιπτώσεις του πρώτου, αλλά και στην ήδη επιβαρυμένη οικονομική κατάσταση διεθνώς και εγχώρια. Σε αυτό το φόντο, καλούμαστε να αποτιμήσουμε την έως τώρα κατάσταση, να εκτιμήσουμε τους όρους της νέας συγκυρίας που ανοίγεται, να συγκροτήσουμε ένα πλαίσιο παρέμβασης και πάλης για το επόμενο διάστημα, να αποτιμήσουμε τη δράση και την πορεία των κοινωνικών και πολιτικών πρωτοβουλιών μας και την πολιτική λειτουργία μας προσαρμόζοντας τις στα νέα δεδομένα.

Α. Διεθνής συγκυρία

2. Η διεθνής συγκυρία καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της πανδημίας του covid-19, η οποία μέσα σε λιγότερο από 10 μήνες από το εκτιμώμενο ως πρώτο περιστατικό στην περιοχή Γουχάν της Κίνας έχει πολύ σημαντική εξάπλωση, με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα να ξεπερνούν τα 30 εκατομμύρια. Μέσα στο καλοκαίρι, μάλιστα, όχι μόνο δεν υπήρξε επιβράδυνση, αλλά ο ρυθμός εμφάνισης νέων κρουσμάτων και θανάτων επιταχύνθηκε, με σχεδόν μισό εκατομμύριο θανάτους παγκόσμια στους τρεις θερινούς μήνες (θάνατοι που αποδίδονται στον Covid19 διεθνώς στις 31/5: 368.042, θάνατοι στις 31/8: 846,931) και συνολικό αριθμό θανάτων που θα φτάσει λογικά το 1 εκατομμύριο στα τέλη Σεπτέμβρη. Φάνηκε παράλληλα (και λόγω εποχής σε κάποιες χώρες, αλλά όχι μόνο) το «επίκεντρο» της νόσου να μετατοπίζεται από την Ευρώπη προς την Αμερική με σημαντικό αριθμό κρουσμάτων και νεκρών σε ΗΠΑ, Μεξικό, Βραζιλία, όπως και προς περιοχές της Ασίας και κυρίως την Ινδία. Οι ΗΠΑ ειδικά καταγράφουν πάνω από το 20% τόσο των περιστατικών όσο και των θανάτων παγκοσμίως. Στην Ευρώπη, αν και μία σειρά μέτρων περιορισμού των κοινωνικών επαφών και τοπικών ή εθνικών lock down φάνηκε να συμβάλλουν στην επιβράδυνση της μετάδοσης της λοίμωξης, ένα δεύτερο κύμα εξελίσσεται μετά την άρση ή τη χαλάρωσή τους σε αρκετές χώρες. Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος της επιδημίας (τόσο σχετικά με τις άμεσες επιπτώσεις της λοίμωξης όσο και τα έμμεσα αποτελέσματα των μέτρων περιορισμού) είναι ήδη πολύ μεγάλο. Παράλληλα, τα προγράμματα για την έρευνα, ανάπτυξη, έλεγχο με στόχο την μαζική παραγωγή και διανομή εμβολίου για τον SARS-COV-2 απέχουν μήνες από την επίτευξη του στόχου τους και οι φήμες ότι θα είναι έτοιμο μες το 2020 είναι υπεραισιόδοξες. Ο ανταγωνισμός για το εμβόλιο έχει όψεις περισσότερο διαπάλης για το γόητρο και την «ήπια επιρροή» (soft power) των κύριων δυνάμεων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας παρά μίας ομαλής συνεργασίας της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, με προγράμματα να τρέχουν σε ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Μ.Βρετανία. Η ονομασία π.χ. του σχετικού ρωσικού προγράμματος “Sputnik V” αποτελεί απροκάλυπτη αναφορά στον «αγώνα για το διάστημα» του 20ου αιώνα και την εθνική υπερηφάνεια που ακόμα αντλεί η ρωσική εθνική αφήγηση από τις επιτυχίες της σοβιετικής περιόδου. Παράλληλα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος σειρά αντιεπιστημονικών, συνωμοσιολογικών και σε τελική ανάλυση αντιδραστικών θεωριών λόγω των αντιφάσεων και των παλινωδιών της επίσημης διαχείρισης. Σε αρκετές περιπτώσεις έγιναν διεθνώς κινητοποιήσεις με τέτοια χαρακτηριστικά αλλά και προτάσσοντας το ζήτημα να κινηθεί με κάθε κόστος η «οικονομία», η «αγορά» κλπ.Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα ασκούμε κριτική και αποκαλύπτουμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποβάθμισης των δημόσιων συστημάτων υγείας και συνεχίζουμε να προτάσσουμε μία άλλη κατεύθυνση για την αντιμετώπιση της επιδημίας, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο και την αντικειμενική αδυναμία πλήρους διακοπής της εξάπλωσης του ιου, εστιάζοντας στους κοινωνικούς και υγειονομικούς όρους αντιμετώπισής του, εμπνέοντας τη συμμετοχή των κοινωνιών, ενισχύοντας σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό και αξιοποιώντας ουσιαστικά τα συστήματα δημόσιας υγείας, ξεκινώντας από την πρωτοβάθμια περίθαλψη για την πλατιά αντιμετώπιση του φαινομένου μέχρι τις ΜΕΘ για τα πολύ σοβαρά περιστατικά.

3. Οι ΗΠΑ οδεύουν σε εκλογές μέσα σε ένα τοπίο το οποίο έχει σημαδευτεί βαθιά τόσο από την πανδημία όσο και από τις πρόσφατες πολύ μαζικές και συγκρουσιακές κινητοποιήσεις του κινήματος Black Lives Mattersμε αφορμή το θάνατο του Τζορτζ Φλόυντ. Η επιλογή της κυβέρνησης των ΗΠΑ να κινηθεί σε μία διαχείριση ταχείας επίτευξης «ανοσίας αγέλης» με αποτέλεσμα την εκτόξευση των κρουσμάτων, οι «επικίνδυνες» εξαγγελίες Τραμπ σε σχέση με τη διαχείριση του κορονοϊού σε συνδυασμό με την εκτίναξη της ανεργίας έχουν επιφέρει φθορά στην κυβέρνηση Τραμπ. Παράλληλα, η έξαρση της αστυνομικής βίας με έντονα ρατσιστικά χαρακτηριστικά πυροδότησε μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα με αφορμή τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ και το κίνημα «I can’t breathe» απέκτησε πρωτοφανή απήχηση (χαρακτηριστική η επίδραση του κινήματος στο NBA όπου ακυρώθηκαν αγώνες), κινητοποιήσεις που ως ένα βαθμό συνεχίζονται μέχρι σήμερα με τις δολοφονίες από αστυνομικούς να συνεχίζονται. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι δηλώσεις Τραμπ και τα προεκλογικά σενάρια αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος δημιουργούν σημαντική πολιτική όξυνση και ένταση του διχασμού. Είναι σαφές πως εν μέσω αυτής της προεκλογικής πόλωσης οι ΗΠΑ έχουν την εικόνα μια διαιρεμένης χώρας, μια διαίρεση που μπορεί να μην αντιστοιχεί σε πραγματικές διαφορές στρατηγικής μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, αλλά αντανακλά τις βαθιές ταξικές και φυλετικές διαιρέσεις της αμερικάνικης κοινωνίας.

4. Τη στιγμή που οι δυτικές οικονομίες αναζητούν διέξοδο απέναντι στην πανδημία και την οικονομική κρίση και με τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία να έχει κλονιστεί, η Κίνα αποφασίζει ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τεχνολογικής και οικονομικής αναβάθμισης με σκοπό τον περιορισμό της εξάρτησης από τη Δύση και ειδικότερα την σχετική αποσύνδεση από τις ΗΠΑ. Βασικές παράμετροι αυτού του σχεδιασμού είναι η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και η τόνωση των εφοδιαστικών αλυσίδων, η προσπάθεια για διαμόρφωση διεθνών εμπορικών δρόμων και για αύξηση της χρήσης του γουάν διεθνώς, με παράλληλη επιμονή στο εσωτερικό της στο υβριδικό οικονομικό μοντέλοσυνδυασμού του κρατικού καπιταλισμού με έναν ιδιωτικό τομέα, η καλλιέργεια ενός αισθήματος κινεζικού πατριωτισμού και η ενίσχυση της αμυντικής ικανότητάς της. Αντιστοίχως, στο κενό αναμφισβήτητου ηγεμόνα, η Ρωσία κάνει τις δικές της κινήσεις. Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί την πρώτη χώρα που εγκρίνει εμβόλιο κατά του κορονοϊού, το οποίο έχει ήδη διανείμει στο εσωτερικό της ενώ παράλληλα έχει συμφωνήσει δοκιμές και σε άλλες χώρες (Λευκορωσία, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία κ.α.). Παράλληλα, προσπαθεί να αναβαθμίσει την γεωπολιτική της επιρροή μέσα από κινήσεις διεθνούς διαμεσολάβησης όπως στη Συρία και στη Λιβύη, αλλά και μέσα από τοποθετήσεις π.χ. η θέση της για τα ελληνοτουρκικά. Αναβαθμισμένο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο προσπαθεί να αποκτήσει και η Γαλλία που αποπειράται να ισοσταθμίσει την οικονομική της υποχώρηση με διπλωματική και στρατιωτική επανακατοχύρωση της διεθνούς ισχύος της (χαρακτηριστική η εμπλοκή της σε Λίβανο, Συρία καθώς και στην κρίση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία τους τελευταίους μήνες). Οι κινήσεις αυτές έρχονται σε διένεξη (αλλά και διάλογο) μεταξύ τους διεκδικώντας χώρο σε διάφορα πεδία (π.χ. η ρωσοτουρκική σχέση που έχει περάσει πολλά στάδια σε Συρία και Λιβύη, η ένταση της γαλλο-τουρκικής διαμάχης λόγω της διένεξης συμφερόντων σε Λιβύη, Λίβανο και γενικότερα στη Δυτική Αφρική και την Αν.Μεσόγειο, που οδήγησε και σε επεισόδια μες το καλοκαίρι, βλ. παρενόχληση γαλλικής φρεγάτας από τούρκικες στη Μεσόγειο, αλλά και το βομβαρδισμό τουρκικής βάσης στη Λιβύη που καμία δύναμη δεν ανέλαβε επισήμως, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν από συνεργαζόμενες δυνάμεις των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Γαλλίας).

5. Την ίδια ώρα που κλιμακώνεται η προεδρική εκστρατεία στις ΗΠΑ, πρέπει να σημειώσουμε ότι εντείνεται η πολυδιάστατη επίθεση στη Βενεζουέλα με απώτερο σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης του Νικολά Μαδούρο. Αναμένεται τους επόμενους μήνες η ανάπτυξη του αμερικάνικου ναυτικού στα θαλάσσια σύνορα της Βενεζουέλας, εντείνοντας έτσι τη στρατιωτική πίεση απέναντι στη χώρα σε συνεργασία με γειτονικές χώρες όπως η Βραζιλία και η Κολομβία. Σε συνέχεια αυτών των κινήσεων οι ΗΠΑ ετοιμάζουν ένα σχέδιο οικονομικής ασφυξίας της Βενεζουέλας εξετάζοντας την επαναφορά κυρώσεων που αφορούν το πετρέλαιο ενώ δεν λείπουν οι συγκαλυμμένες κινήσεις εντός της χώρας(βλ πρόσφατες συλλήψεις παραστρατιωτικών από τις ΗΠΑ). Χαρακτηριστικός είναι και ο πόλεμος που δέχεται η Βενεζουέλα από τα ΜΜΕ διεθνώς σε σχέση με τη διαχείριση της πανδημίας σε μία ακόμα προσπάθεια να εμφανιστεί σε όλη τη διεθνή κοινότητα ως μια χώρα που χρήζει ανθρωπιστικής βοήθειας, επιχείρημα που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στο παρελθόν με σκοπό τη δυσφήμηση της κυβέρνησης Μαδούρο. Απέναντι σε αυτή την επίθεση ο Μαδούρο κάνει κάλεσμα σε ΟΗΕ και ΕΕ για αποστολή παρατηρητών στις εκλογές της 6ης Δεκέμβρη ενώ παράλληλα δίνει χάρη σε 110 μέλη της αντιπολίτευσης που είχαν καταδικαστεί επιχειρώντας μια σταθεροποίηση και ομαλή μετάβαση προς τις εκλογές της χώρας αλλά και ανάταξη της διεθνούς αναγνώρισης της κυβέρνησής του.

6. Σημαντικές αναταράξεις σημειώνονται και στη Λευκορωσία μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών που αποτύπωσε συντριπτική νίκη του Λουκασένκο. Η αμφισβήτηση του αποτελέσματος από την αντιπολίτευση και οι καταγγελίες για νοθεία πυροδότησαν μαζικές λαϊκές αντιδράσεις. Ο επί 25 χρόνια πρόεδρος της χώρας Λουκασένκο τα τελευταία χρόνια έχει προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τη θέση του και να αναπτύξει μια πιο πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική διατηρώντας τους ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία αλλά προσπαθώντας να διαπραγματευτεί και με τη Δύση, κινούμενος με βασικό κριτήριο τη διατήρηση της εξουσίας. Οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές κυβερνήσεις εκτιμώντας τη σημασία της αποκοπής της Λευκορωσίας από τη Ρωσία και την κίνηση σε μια πιο δυτικόφιλη κατεύθυνση σπεύδουν να σταθούν στο πλευρό της αντιπολίτευσης και να αμφισβητήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Η αλλαγή καθεστώτος σε δυτικόφιλη κατεύθυνση ή η παραμονή στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας αποτελεί σε αυτή τη φάση το πιο κρίσιμο διακύβευμα. Ιδιαιτερότητα αποτελεί και η πολυμορφία και αντιφατικότητα του κινήματος αντίδρασης το οποίο δεν ταυτίζεται πλήρως με την αντιπολίτευση. Ειδικότερα, η παρουσία ισχυρού απεργιακού κύματος σε μεγάλες εργοστασιακές μονάδες και η γενικότερη εργατική παρουσία στις κινητοποιήσεις κάνει την κατάσταση διαφορετική από αυτή άλλων μετασοβιετικών κρατών. Σε όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ωστόσο, και η παρουσία εκπαιδευμένων ακτιβιστών από δυτικές δυνάμεις και ακροδεξιών όπως και στην Ουκρανία, παρ’ ότι η κατάσταση διαφέρει σημαντικά στις δύο χώρες (δεν υπάρχει ιστορική εθνική-πολιτισμική διαίρεση όπως μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ουκρανίας, ο λευκορωσικός λαός νιώθει πιο κοντά στη Ρωσία και τη ρώσικη παράδοση από ό,τι σημαντικό τμήμα των Ουκρανών κτλ).

Β. Εσωτερική συγκυρία

7. Όσον αφορά στην εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας, είναι σαφές πλέον ότι το δεύτερο κύμα είναι εδώ και με τάση περαιτέρω αύξησης των ημερήσιων κρουσμάτων. Παράλληλα, η εκ νέου αύξηση των ασθενών σε νοσηλεία (κοντά στους 600 στις 18/9) και η σταθερή αύξηση των διασωληνωμένων στις ΜΕΘ κάνουν σαφές το γεγονός ότι μεγαλώνει η επιβάρυνση του ΕΣΥ με τους περιορισμένους πόρους του σε ανθρώπινο δυναμικό, υλικό και υποδομές. Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι σαφής, καθώς δεν αξιοποίησε τόσο το χρόνο που κερδήθηκε με το lock down όσο και τους καλοκαιρινούς μήνες για να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας αποφασιστικά ώστε να υπάρχει καλύτερη ετοιμασία όταν ο ιος θα εξαπλωνόταν σε δεύτερο κύμα. Αντιθέτως, στο όνομα της (αναποτελεσματικής τελικά) «διάσωσης της τουριστικής περιόδου» έγινε ένα άλμα από το καθολικό σχεδόν lock down σε μία απελευθέρωση του συνόλου των μετακινήσεων και της τουριστικής κίνησης με ανεπαρκή μέτρα προστασίας (και δειγματοληπτικό επί της ουσίας έλεγχο με τεστ στα σημεία εισόδου στην χώρα). Η εικόνα ευφορίας περί «θετικού παραδείγματος» και «ασφαλούς προορισμού» για την Ελλάδα καταρρέει παρά τη δημιουργική λογιστική και την επιλεκτική παρουσίαση κρουσμάτων τοπικά. Στο πλαίσιο αυτό, μία εικόνα «επιστροφής στην κανονικότητα» είναι πλασματική και αδύνατο να υλοποιηθεί με ασφαλή υγειονομικά τρόπο χωρίς ένα ολοκληρωμένο και κλιμακούμενο σχέδιο διαχείρισης του ρίσκου, που να περιλαμβάνει ουσιαστικά μόνιμα μέτρα για την δημόσια υγεία και την μείωση τους καθημερινού συνωστισμού σε εργασία, μεταφορές, εκπαίδευση κλπ. Αλλά και έκτακτα μέτρα και ενέργειες που θα πρέπει να λαμβάνονται κλιμακωτά και σε συνεννόηση με την κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα για τα νοσοκομεία, και παρά την συνέχιση των ανακοινώσεων για στήριξη του ΕΣΥ, είμαστε πίσω από τις υποδομές (ΜΕΘ, ΜΑΦ, πρωτοβάθμια, ειδικά νοσοκομεία κλπ) που είχαν διατεθεί με έκτακτο τρόπο την άνοιξη και καμία συζήτηση δεν υπάρχει για να προσεγγισθεί ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος. Το όποιο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό προσλήφθηκε (σχεδόν αποκλειστικά στην φάση του πρώτου κύματος) είναι περιορισμένο σε σχέση με τις ανάγκες και κυρίως εργάζεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (στην συντριπτική πλειοψηφία ετήσιες). Και πάλι επιστρατεύονται κλινικές σε κεντρικά νοσοκομεία και ad hoc τμήματα συγκροτούνται με μετακίνηση προσωπικού από άλλα καθήκοντα για να αντιμετωπιστεί η επιδημία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα του τομέα περίθαλψης να αντιμετωπίσει την λοιπή συνήθη νοσηρότητα του πληθυσμού. Οι παλινωδίες της κυβερνητικής διαχείρισης πέρα από το ότι έχουν αρχίσει να της προκαλούν φθορά, δεν εμπνέουν την κοινωνία και τονώνουν ένα κλίμα ανασφάλειας, υποσκάπτοντας την ύπαρξη ενός επιπέδου συναίνεσης που είναι αναγκαίο για μία συλλογική αντιμετώπιση της επιδημίας. Απόδειξη των ελλείψεων και της αποτυχίας του κυβερνητικού σχεδίου αποτελεί το γεγονός ότι μέσα 3 εβδομάδες σχετικής επαναφοράς της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας έχουν φτάσει να συζητούν ξανά το ενδεχόμενο ενός lock down. Υπό αυτούς τους όρους, είναι σαφές ότι η κυβερνητική διαχείριση ευθύνεται πλήρως για την προοπτική ενός νέου lock down, που θα επιδεινώσει περαιτέρω την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, και θα φέρει την ευθύνη των αντίστοιχων απωλειών εισοδήματος και της αναγκαίας αποκατάστασής τους. Κανένα άλλοθι προβολής της «ατομικής ευθύνης» των πολιτών σε πλατείες και πάρκα δεν δικαιούται να προβάλλει η κυβέρνηση μετά από την πολιτική που άσκησε και με την επιλογή να μην ενισχύσει ουσιαστικά το ΕΣΥ, να μην λαμβάνει στοχευμένα μέτρα για ευπαθείς ομάδες, για τα σχολεία, για τα ΜΜΜ όπως έκανε και μέχρι τώρα. Ο συνδυασμός αγοραίων νεοφιλελεύθερων εμμονών μαζί με μία κατασταλτική αντιμετώπιση (βλ. το παράλογο όριο 9 ατόμων στον ανοιχτό χώρο πλατειών ενώ στον κλειστό χώρο των σχολικών τάξεων προβλέπονται 25 άτομα, την ανάλογη στοχοποίηση της νεολαίας και την επίκληση της «ατομικής ευθύνης») όχι απλώς θα οξύνουν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, αλλά θα αποξενώσουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας από οποιαδήποτε εκδοχή συλλογικής αντιμετώπισης του φαινομένου τονώνοντας φαινόμενα ανορθολογισμού που ήδη εμφανίζονται. Απέναντι σε αυτό, οφείλουμε να αναδεικνύουμε τις παλινωδίες της κυβέρνησης και να πιέζουμε για άμεση λήψη των αναγκαίων μέτρων ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας σε υποδομές και προσωπικό, των μέτρων που αφορούν το συνωστισμό σε εργασιακούς χώρους, ΜΜΜ όπως και στοχευμένων μέτρων για την καθημερινότητα των ευπαθών ομάδων.

8. Όσον αφορά στα οικονομικά αποτελέσματα της διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού, έχουμεμεγαλύτερη του αναμενομένου πτώση του τουρισμού (τάξης 85%). Η κάμψη του ΑΕΠ το α’ εξάμηνο ανέρχεται στο 7,9%, ενώ η ύφεση κινείται στο 12% και η κυβέρνηση ευελπιστεί να κλείσει με πτώση ΑΕΠ στο 8-9% στα τέλη του 2020, όμως δύσκολα αυτή δεν θα ξεπεράσει το 10%. Τα προκαταρκτικά δημοσιονομικά αποτελέσματα της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 δείχνουν έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης της τάξης 4,6% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2019. Οι συνολικές δαπάνες κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 αυξήθηκαν κατά 13% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Τα συνολικά έσοδα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 μειώθηκαν κατά 15% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Συγκρίνοντας το β τρίμηνο του 2020 με το αντίστοιχο του 2019 η ύφεση ήταν της τάξης του 15,2%. Η σημαντική πτώση του β τριμήνου οφείλεται στην σημαντική κάμψη στην κατανάλωση, στις επενδύσεις και την ακόμη μεγαλύτερη πτώση των εξαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες.Η πίεση στα δημόσια οικονομικά δημιουργείται από τη σημαντική μείωση των εσόδων, αναμενόμενο με τη μείωση της κατανάλωσης και τη συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και από την άλλη με την αύξηση των δαπανών που αφορούν τα προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Με ύφεση τάξης 10%+, έλλειμμα στο 5% και δημόσιο χρέος της τάξης των 200 δις η κατάσταση προμηνύει νέο μνημονιακό πρόγραμμα όπως και αν αυτό ονομαστεί (βλ. δάνεια ευρωπαϊκού μηχανισμού και όρους για εκταμίευσή τους). Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση σχεδιάζει για το επόμενο χρονικό διάστημα μέτρα όπωςη ενεργοποίηση του τρίτου κύκλου της επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ,η καταβολή των αναδρομικών στους συνταξιούχους ύψους 1,4 δισ. ευρώ (έχοντας κουρέψει πρακτικά το μεγάλο κομμάτι που αφορά τις επικουρικές συντάξεις και έχοντας επιβραδύνει σημαντικά την έκδοση νέων συντάξεων για λογιστικούς λόγους που αφορούν την εμφάνιση του δημόσιου χρέους), η έναρξη καταβολής της επιδότησης της δόσης του δανείου μέσω του προγράμματος «Γέφυρα» με τις πρώτες καταβολές να προγραμματίζονται για το τέλος Οκτωβρίου (την ίδια στιγμή που αλλάζει σε αντιδραστική κατεύθυνση τον πτωχευτικό κώδικα εις βάρος των δανειοληπτών),ηστήριξη εργαζομένων μέσω της επέκτασης των υφιστάμενων μέτρων όπως την παράτασητου προγράμματος «Συν-Εργασία» έως το τέλος του έτους αλλά και των αναστολών των συμβάσεων εργασίας σε συνδυασμόμε νέα μέτρα όπως η επιδοτούμενη κατάρτιση κυρίως των εποχικών υπαλλήλων και παράταση των επιδομάτων εργασίας (μέτρα που και σε πολύ μικρότερο βαθμό του αναμενομένου αξιοποιήθηκαν και στην πράξη σημαίνουν και αυτά μείωση εισοδημάτων για τους «ωφελούμενους» εργαζόμενους και περαιτέρω προχώρημα αναδιαρθρώσεων στη λογική της ευελιξίας της εργασίας και της «απασχολησιμότητας»), η αναστολή των φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και των αποζημιώσεων των ιδιοκτητών ακινήτων λόγω του υποχρεωτικού «κουρέματος» ενοικίων.

9. Ταυτόχρονα επανέρχεται μία σημαντική αύξηση της ανεργίας. Η πτώση των προσλήψεων στο διάστημα Μαρτίου-Μαΐου αποτυπώθηκε και στα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ. Στον Απρίλιο και τον Μάιο ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε κατά 1,3% και 4,9% σε σχέση με τους αντίστοιχους περσινούς μήνες αντίστοιχα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου του 2020 η απασχόληση μειώθηκε κατά 195.800 άτομα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι εργαζόμενοι που μεταφέρθηκαν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας για διάστημα παραπάνω από 3 μήνες λαμβάνοντας λιγότερο του 50% του μισθού τους καταγράφηκαν ως μη ενεργοί.Παράλληλα, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 17% τον Μάιο, στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο 2019. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου δημιουργήθηκαν 170.470 λιγότερες θέσεις συγκρίνοντας με το ίδιο διάστημα του 2019. Χοντρικά στον επισιτισμό – τουρισμό αλλά και στις υπηρεσίες οι τάσεις που παρατηρήθηκαν συγκεφαλαιώνονται στην πρόταση επέκταση και εμβάθυνση των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης με τους εξής διαφορετικούς τρόπους: α) κλείσιμο θέσεων εργασίας.β) μείωση του εργάσιμου χρόνου με σταθερότο ωρομίσθιο άρα κατ’ επέκταση μείωση του συνολικού εισοδήματος. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται και απόέκθεση του ΟΟΣΑ όπου αναφέρεται ότι η μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι 10 φορές μεγαλύτερη απ’ ότι στην κρίση του 2007- 2008. γ) ακόμα μεγαλύτερη ένταση της χρήσης του «ευέλικτου ωραρίου».δ) πίεση προς χειρότερα μεροκάματα. Και πλέον η κυβέρνηση νομοθέτησε το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, τις ρυθμίσεις για επέκταση αναστολών και πιθανώς και μη υποχρέωση επαναπρόσληψης, όπως και τις απλήρωτες υπερωρίες έναντι ωρώνεργασίας που χάθηκαν λόγω κλεισίματος μίας επιχείρησης για υγειονομικούς λόγους.

10. Μετά τον Μάιο έχουμε και τα πρώτα σημάδια κριτικής προς τις κυβερνητικές πολιτικές από διάφορα κοινωνικά στρώματα που σε οριακές περιπτώσεις παίρνουν χαρακτήρα ευρύτερης αμφισβήτησης των κυβερνητικών χειρισμών. Από την αυξημένη μαζικότητα στις διαδηλώσεις ενάντια στο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο ή στις κινητοποιήσεις συμπαράστασης ενάντια στον οικονομικό εξανδραποδισμό των καλλιτεχνών μέχρι το κινηματικό «ξύπνημα» κίτρινων σωματείων σφραγίδων κυρίως στον τουρισμό – επισιτισμό. Από την ιδιαίτερη αναταραχή στην εκπαίδευση εξαιτίας της ψήφισης αντιδραστικών νομοσχεδίων και την προσπάθεια άμεσης εφαρμογής τους – πολυνομοσχέδιο, livestreaming, αξιολόγηση – μέχρι την απουσία υγειονομικής στρατηγικής για την ομαλή έναρξη της σχολικής χρονιάς. Και φυσικά η συνέχιση του σχετικά υψηλού τόνου των κινητοποιήσεων ενάντια στην καταστολή – τάση που υπήρχε και πριν την πανδημία – και που τροφοδοτεί και τις μεγάλες αντιφασιστικές πορείες του τελευταίου διαστήματος, ενώ έχουν αρχίσει να διαφαίνονται και διαφωνίες εντός του μπλοκ των συμβούλων καθηγητών της κυβέρνησης σε σχέση με την περαιτέρω διαχείριση της πανδημίας. Από την στιγμή που το κυβερνητικό κέντρο δεν ήθελε ή δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την «αίγλη» της περασμένης άνοιξης πλέον γνωρίζει ότι οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και η αντιμετώπιση της οικονομικής, υγειονομικής και κοινωνικήςκρίσης είναι μπροστά και αναγνωρίζει τον κίνδυνο για αυτήν τα διάφορα πληττόμενα τμήματα να κλιμακώσουν και να συντονίσουν τις αντιδράσεις τους, δημιουργώντας προοπτικές σοβαρής αμφισβήτησης αυτής της πολιτικής. Η ψήφιση του νόμου για τις διαδηλώσεις και η πρόσφατη προσπάθεια υλοποίησής του, η εξαγγελία για νέο συνδικαλιστικό νόμο προοικονομούν μια πρώτη απάντηση από την πλευρά της κυβέρνησης με στρατηγικά χαρακτηριστικά. Παρ’ όλη την φθορά, είναι σαφές ότι η ΝΔ διατηρεί την πολιτική πρωτοκαθεδρία, εκμεταλλευόμενη την διαδικασία πολιτικής ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ όσο και την «λελογισμένη συναίνεση» που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στο κρίσιμο τρίμηνο της άνοιξης, που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί κάνοντας τον πολιτικό υπολογισμό από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι το «νέο κυβερνητικό αφήγημα» σκόπιμο είναι να ξεδιπλωθεί όταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο φαίνεται στον ορίζοντα το τέλος της πανδημίας και επικυρωθούν και οι όποιες ανακατατάξεις στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας.

11. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σε προσπάθεια εξόδου από την αντιπολιτευτική αμηχανία και την αδυναμία άρθρωσης αποτελεσματικού πλαισίου αντιπολίτευσης. Εκπέμπει την εικόνα ενός κόμματος στριμωγμένου από τα πεπραγμένα της πρόσφατης διακυβέρνησης του και για την ώρα αδύναμου να τα υπερβεί βάζοντας πλώρη για μια εκ νέου διεκδίκηση της εξουσίας. Εμφανές παραμένει το δίλημμα σχετικά με την μορφή της αντιπολίτευσης που στοχεύει να πραγματώσει. Από την μία υπάρχουν τάσεις που απαντούν στο παραπάνω από τη σκοπιά της «υπευθυνότητας» και μιας γραμμής ολοκλήρωσης της προσέγγισής του με κομμάτια της κεντροαριστεράς, από την άλλη υπάρχουν τάσεις που πιέζουν για όξυνση του αντιπολιτευτικού τόνου γνωρίζοντας καλάότι πτώση δεξιάς κυβέρνησης στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ χωρίς πολιτική όξυνση όχι μόνο εντός κοινοβουλίου αλλά πρωτίστως στην κοινωνία. Ο ανωτέρω διχασμός λαμβάνει μορφές εσωκομματικής εσωστρέφειας που αποτυπώνονται στην χλιαρή πορεία του ανοίγματος προς την Κεντροαριστερά που για την ώρα βρίσκει όριο στη πολιτική του ΚΙΝΑΛ. Παράλληλα δεν λείπουν οι παραφωνίες από την διαχείριση των αντιθέσεων με το «αριστερό προφίλ» που οικοδομούν οι 53. Χαρακτηριστικές είναι οι εντάσεις και οι διαφωνίες για τα ελληνοτουρκικά που πήραν μορφή εμφανούς διάστασης με το επίσημο κόμμα (προεδρικοί σε συμμαχία με παλιούς παπανδρεικούς πασοκογενείς) να κάνει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση από δεξιότερες θέσεις ενώ οι 53 (σε συμμαχία με σημιτικούς – εκσυγχρονιστές και πρώην ΔΗΜΑΡίτες) να εκφωνούν μια πιο κοσμοπολίτικη γραμμή. Οι πρόσφατες εσωκομματικές εξελίξεις που αποτυπώθηκαν και σε αλλαγή φρουράς σε κρίσιμα πόστα καταδεικνύουν ότι για την ώρα δεσπόζει η προσπάθεια ολοκλήρωσης μιας δεξιάς μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο σοσιαλδημοκρατικές θέσεις και φυσιογνωμία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα επιχειρήσει όταν το επιλέξει να οξύνει πολιτικά. Ενδεχομένως να υπολογίζει ότι την τριπλή κρίση (υγειονομική, οικονομική και εθνική) να την χρεωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ και σε δεύτερο χρόνο να επιχειρήσει να καρπωθεί οφέλη από την αναμενόμενη αποτυχία της.

12. Το ΚΙΝΑΛ παραμένει στάσιμο σε μια δύσκολη ισορροπία προκειμένου να περιφρουρεί ένα μικρό αλλά αναγνωρίσιμο πολιτικό χώρο, ρόλο και χρησιμότητα με αποτέλεσμα οι προτάσεις του να μην χαρακτηρίζονται απαραίτητα από μια συνεκτική στρατηγική. Χαρακτηριστικό της πρόσφατης επικαιρότητας αποτελεί το γεγονός ότι την ίδια στιγμή έδινε συναίνεση στο νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων και στα ελληνοτουρκικά, αλλά σήκωνε τους τόνους για τους διορισμούς των μετακλητών. Σε κάθε αφορμή καταγγέλλει αμφότερα τα κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ για διαφορετικούς λόγους έκαστο, λέγοντας ότι παραμένουν δέσμια των ιστορικών τους καταβολών, προσκολλημένα στην αριστερά και στον λαϊκισμό από την μία και από την άλλη στην ακροδεξιά και την κοινωνική αναλγησία, για να πει στο τέλος ότι παραμένει ο γνήσιος εκφραστής της σοσιαλδημοκρατίας και του πολιτικού κέντρου.Ο πολιτικός ορίζοντας μιας τέτοιας γραμμής δεν μπορεί παρά να είναι οι επόμενες εκλογές με απλή αναλογική στις οποίες θα επιχειρήσει να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της επόμενης κυβέρνησης, με κίνδυνο να καταρρεύσει από μια αφόρητη για το ίδιο συνθήκη πολιτικής πόλωση και ενδεχομένως και δεύτερες εκλογές χωρίς απλή αναλογική. Το ΚΚΕ παραμένει στο κλασικό μοτίβο του αντιπολιτευτικού λόγου του και πρακτικών, συνεχίζοντας παράλληλα τις πιέσεις προς τα αριστερά (με αφορμή π.χ. και τα ελληνοτουρκικά). Ετοιμάζεται για συνέδριο την άνοιξη και ερώτημα για το ΚΚΕ αποτελεί αν και πώς θα εμφανίσει και σε επίπεδο δημόσιου λόγου, έναν αλλαγμένο λόγο απεύθυνσης προς την υπόλοιπη αριστερά με στόχο να έλξει δυνάμεις εκλογικά εκτιμώντας ότι όλες οι εκτός κοινοβουλίου αριστερές δυνάμεις είναι σε κακή κατάσταση αλλά και να ανασχέσει πιέσεις που δέχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΜέΡΑ25 παράλληλα με μια προσπάθεια οργανωτικής συγκρότησης με μικρά αποτελέσματα μέχρι στιγμής, επιχειρεί να σηκώσει την ατζέντα της οικονομικής πολιτικής για να ασκήσει αντιπολίτευση και να επικαιροποιήσει ένα αντιμνημονιακό στίγμα χωρίς μια εμφανή αντισυστημική στρατηγική. Ένα στίγμα εξαιρετικά αντιφατικό που στη μία πλευρά έχει τις αναφορές του στην προηγούμενη περίοδο (πράγμα όμως που ξεθωριάζει αντικειμενικά όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από τη στιγμή του 2015) και ενός αντιπολιτευτικού τόνου και πρακτικών που μπορούν κάλλιστα να εγγραφούν εντός της σημερινής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα τονώνει και το ευρωπαϊκό του προφίλ με θέσεις εντός του εθνικού αφηγήματος στα ελληνοτουρκικά. Έτσι η πορεία του δεν προδιαγράφεται ευοίωνη και η παραμονή του στο προσκήνιο θα εξαρτηθεί από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Τη στιγμή όμως που ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να βρει αντιπολιτευτικό βηματισμό που θα του επιτρέπει την διευρυμένη επανεισδοχή του στο πολιτικό προσκήνιο το ΜΕΡΑ25 θα πιεστεί σοβαρά. Η Ελληνική Λύση εμφανίζεται διαρκώς μέσα στη βουλή ως δεκανίκι ΝΔ και παράλληλα ως ομάδα πίεσης με στόχο την ανάδειξη των αντιφάσεων μεταξύ του κυρίαρχου πόλου Μητσοτακή και των Σαμαρικών. Ο χώρος της ακροδεξιάς παραμένει σε πολυδιάσπαση. Το νέο κόμμα Κασιδιάρη δίνει την εντύπωση ότι θα αποτελέσει την κύρια μορφή της επόμενης ημέρας αν και αναπτύσσει αναιμική δυναμική και αυτό, ωστόσο πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα της δίκης της Χρυσής Αυγής που θα σημάνει συνολικότερες εξελίξεις για τον χώρο αυτό.

Γ. Για τις εξελίξεις στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό

13. Εντός του καλοκαιριού είχαμε σημαντικές εξελίξεις στο πεδίο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Διατηρώντας το σύνολο των εκτιμήσεων και του φορτίου της τοποθέτησης που έχουμε ήδη συζητήσει στο ΚΣΟ του Γενάρη, είναι αναγκαίο να εκτιμήσουμε τις νέες εξελίξεις και να τοποθετηθούμε πιο συγκεκριμένα στα πολιτικά ενδεχόμενα της κατάστασης που εξελίσσεται. Στα τέλη Ιούλη η Τουρκία εξέδωσε NAVTEX για έρευνες εντός των περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου που διεκδικούνται ως μέρος των δυνητικών ΑΟΖ τους από Ελλάδα και Τουρκία. Και ακολούθησε ο πλους του ερευνητικού Oruc Reis και πολεμικών πλοίων εντός των περιοχών αυτών. Η κίνηση αυτή αντιβαίνει τους όρους της διεθνούς πρακτικής που επιτάσσουν την αποφυγή μονομερών ενεργειών σε διεκδικούμενες περιοχές. Και όξυνε το κλίμα στην περιοχή κινητοποιώντας στρατιωτικές δυνάμεις και των δύο πλευρών που βρέθηκαν μάλιστα σε διάφορες στιγμές ακόμα και σε εμπλοκή χαμηλότερου επιπέδου (βλ. την «επακούμβηση» τούρκικου πολεμικού πλοίου από ελληνική φρεγάτα) παρενοχλώντας η μία πλευρά την άλλη. Των εξελίξεων προηγήθηκε προσπάθεια γερμανικής διαμεσολάβησης που αρχικά φαινόταν ότι θα οδηγήσει σε ένα προσωρινό μορατόριουμ και την έναρξη συνομιλιών, όπως παραδέχτηκε πρόσφατα η κυβέρνηση, βάσει μίας πρώτης συμφωνίας επί της ατζέντας, την οποία όμως έχει αρνηθεί να δημοσιοποιήσει. Ακολούθησε η κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης να έρθει σε συμφωνία μερικού ορισμού ΑΟΖ με την Αίγυπτο, μία κίνηση που πιθανότατα δεν έγινε εν γνώσει των Γερμανών (αλλά πιθανότατα δρομολογήθηκε από τις ΗΠΑ). Κάτι που εν μέρει αποτέλεσε και «απάντηση» της ελληνικής κυβέρνησης στο τουρκολιβυκό σύμφωνο, καθώς αφορά και σχετικές περιοχές,χωρίς όμως να επεκτείνεται ανατολικά πέραν του 28ου μεσημβρινού που διασχίζει τη Ρόδο, κίνηση που πιθανότατα υποδεικνύει εμμέσως και ότι ο καθορισμός εκεί είναι προς συζήτηση και με την τουρκική πλευρά. Η συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου πέρα από γερμανική δυσαρέσκεια οδήγησε και σε υπαναχώρηση της Τουρκίας από το συμφωνημένο μορατόριουμ και νέες κινήσεις του ερευνητικού και των πολεμικών πλοίων της στην περιοχή. Στο πλαίσιο όλων αυτών των κινήσεων, το τουρκικό ερευνητικό πλοίο προχώρησε σε θαλάσσιες έρευνες εντός της απόστασης 200 μιλίων από τα ελληνικά νησιά (Κρήτη, Δωδεκάνησα) αποτυπώνοντας συμβολικά την αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας των ορίων της δυνητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι τουρκικές κινήσεις ήταν σχετικά προσεκτικές και επικεντρώθηκαν πρωτίστως (αλλά όχι μόνο) στα ακραία δυνητικά όρια μίας μαξιμαλιστικής οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου και Κύπρου, που θα έδινε πλήρη επήρεια στο Καστελόριζο. Την ίδια στιγμή, βέβαια, επανέφεραν μαξιμαλιστικά αιτήματα για μηδενική επήρεια στην ΑΟΖ όλων των νησιών στο Αιγαίο, για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, για «γκρίζες ζώνες» όσον αφορά νησίδες και βραχονησίδες, ακόμα και για αμφισβήτηση του καθεστώτος κυριαρχίας των Δωδεκανήσων (που δεν καλύπτονται από τη συνθήκη της Λωζάννης εφόσον ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1947 μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ιταλική κτήση πριν και μένοντας υπό βρετανική διοίκηση για λίγο μετά). Η κινητικότητα στην περιοχή συνεχίστηκε, όπως και η προσπάθεια μεγάλων δυνάμεων να μεσολαβήσουν στις εξελίξεις (Γαλλία στο πλευρό της Ελλάδας εφόσον συμπίπτουν συγκυριακά τα συμφέροντά τους έναντι της Τουρκίας, ΗΠΑ-Γερμανία καλώντας για διάλογο υπό την εποπτεία τους μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για συμφωνία και συνεκμετάλλευση). Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε να ξαναστήνεται το σκηνικό πραγματοποίησης ελληνοτουρκικών συνομιλιών υπό την αιγίδα του Βερολίνου και για αυτό αποχώρησαν οι στόλοι από την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

14. Εκτιμούμε ότι τόσο η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία όσο και η συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, αλλά και η κίνηση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια μόνο στο Ιόνιο υποδηλώνουν και βασικά πιθανά σημεία του κυβερνητικού σχεδίου διαπραγμάτευσης σε μελλοντική συμφωνία με την Τουρκία (αποδοχή μερικής επήρειας νησιών σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, ενδεικτικά η Κρήτη δεν έχει 100% επήρεια στη συμφωνία με την Αίγυπτο, κάτι που υποδηλώνει και τις προθέσεις για την επήρεια του Καστελόριζου που είναι κεντρικό ζήτημα, έμμεση αποδοχή με τη μη επέκταση τώρα των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια στο Αιγαίο ότι αυτό είναι θέμα προς συζήτηση και συμφωνία εφόσον κάτι τέτοιο θα καθιστούσε το Αιγαίο κλειστή ελληνική θάλασσα). Είναι εμφανές ότι ο στόχος των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας είναι να κατοχυρώσουν καλύτερες θέσεις εν όψει μίας διαπραγμάτευσης γιασυμφωνία επίλυσης των διαφορών καισυνεκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων. Μίας συμφωνίας που, προφανώς, στο παρόν πλαίσιο θα γίνει υπό την εποπτεία των ευρωατλαντικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διεκδικούν και λεόντειο μερίδιο στην όποια εκμετάλλευση από μελλοντικές εξορύξεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία διεκδικεί αναβάθμιση της θέσης της θεωρώντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων έχει αλλάξει στην περιοχή, τόσο ως προς την Ελλάδα αλλά και ευρύτερα όσον αφορά στην περιφερειακή ισχύ της (αυτό αποτυπώνεται γλαφυρά και στο άρθρο Τσαβούσογλου στην Καθημερινή που μιλά για ένα κόσμο που δεν έχει πλέον μόνο 5 μεγάλες δυνάμεις). Και προχωρά σε μία διαρκή φυγή προς τα εμπρός προσπαθώντας να δώσει διέξοδο στα συνολικότερα και πιο διαρκή αδιέξοδά της (Κουρδικό ζήτημα, αστάθεια της εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης και όριά της που την ίδια στιγμή που μπορεί να επωφεληθεί από γεωπολιτικά ανοίγματα μπορεί και να καταρρεύσει ακριβώς επειδή δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί οικονομικά μία υπερβολική επέκταση στρατιωτικών επιχειρήσεων και μετακινήσεων που αυτά απαιτούν).

15. Μία τέτοιου τύπου συνεκμετάλλευση υπό ιμπεριαλιστική κηδεμονία δεν είναι προς το συμφέρον των λαών, δεν θα ωφελήσει τις κοινωνίες, αλλά τις μεγάλες δυνάμεις, τις μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες και σε κάποιο βαθμό και τις δύο αστικές τάξεις. Αυτή η εκτίμηση θέτει κάποια ζητήματα. Αφενός, θέτει το άμεσο πολιτικό καθήκον της ανάδειξης και καταγγελίας του ρόλου των ευρωατλαντικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που σε κάθε ενδεχόμενο («θερμό» επεισόδιοή συνεκμετάλλευση) ο ρόλος τους θεωρείται δεδομένος. Δηλαδή, κάθε εκδοχή αστικής πολιτικής στη συγκυρία εντάσσεται εντός της ίδιας στρατηγικής της συμμετοχής στο ευρωατλαντικό πλαίσιο και δεν το αμφισβητεί επ’ουδενί, είτε η πιο συναινετική κοσμοπολίτικη εκδοχή που επιδιώκει ανοιχτά τον όποιο συμβιβασμό και συνεκμετάλλευση είτε η πιο πατριδοκάπηλη εκδοχή που σηκώνει τους τόνους της αντιπαράθεσης λεκτικά επιδιώκοντας πρακτικά τη μετατόπιση χρονικά ή και αναβολή της όποιας διαπραγμάτευσης. Ο ρόλος της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς είναι καταρχάς να αναδείξει και να αμφισβητήσει το υπάρχον πλαίσιο στρατηγικής του ευρωατλαντισμού. Η ιμπεριαλιστική παρουσία και διαμεσολάβηση όχι μόνο δεν επιλύει τα ανοιχτά ζητήματα μεταξύ γειτονικών χωρών και λαών, αλλά τα διατηρεί, τα αναπαράγει και τα επιτείνει ανάλογα με τα κάθε φορά συμφέροντά της (βλ. ζητήματα εθνικών μειονοτήτων, ανοιχτά ζητήματα σε Βαλκάνια, Παλαιστίνη, Μέση Ανατολή κλπ.). Οφείλουμε να αντιταχθούμε σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύοντας τόσο προτάσεις άμεσης τακτικής σε περίπτωση όξυνσης όσο και το αίτημα της αποδέσμευσης από τους μηχανισμούς τους, το κλείσιμο των βάσεων, την αποχώρηση ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος κλπ.

16. Το ότι οι λαοί δεν έχουν να κερδίσουν από την συνεκμετάλλευση υπό ιμπεριαλιστική κηδεμονία δεν σημαίνει όμως ότι είμαστε αδιάφοροι για τα ζητήματα κυριαρχίας, δυνητικών πόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το εργατικό - λαϊκό κίνημα και η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα ως εν δυνάμει ιδιοκτησία των εργαζομένων και των λαών. Προφανώς, όσο επικρατεί η αστική κυριαρχία τα σφετερίζεται η αστική τάξη, οι πολυεθνικές και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τα θέτουν κάτω από τους νόμους της αγοράς με κόστος για τα εργασιακά δικαιώματα, το περιβάλλον και την ειρήνη. Οι εργαζόμενοι, ο λαός και η Αριστερά οφείλουν να τα προασπίζονταιαπό μία σκοπιά εκμετάλλευσης προς όφελος των συμφερόντων τους, με κοινωνικό και λαϊκό έλεγχο, με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον, με προοπτική την κοινωνική ιδιοκτησία και τη διεθνή συνεργασία. Από αυτή τη σκοπιά θεωρούμε ότι το λαϊκό κίνημα και η Αριστερά πρέπει να αντιταχθούν στο ξεπούλημα και τη «συνεκμετάλλευση» από τις ξένες πολυεθνικές και τις εγχώριες ιδιωτικές επιχειρήσεις, στις καταστρεπτικές για το περιβάλλον εξορύξεις σε αυτό το πλαίσιο και στον ανταγωνισμό για μεγαλύτερα μερίδια σύμφωνα με το «νόμο του ισχυρού».

17. Λέμε ξανά ότι η ειρήνη και τα δικαιώματα του ελληνικού λαού δεν προωθούνται με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον επιθετικό άξονα με το σιωνιστικό κατοχικό καθεστώς του Ισραήλ υπό την εποπτεία των ΗΠΑ. Αυτός ο άξονας χρησιμοποιεί την Ελλάδα ως μοχλό πίεσης προς την Τουρκία και τροφοδοτεί έτσι το κλίμα δυσπιστίας του τουρκικού λαού, επιχειρώντας να την αποκλείσει από τη Μεσόγειο, με σχέδια όπως αυτό του EastMed και με μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις για την ΑΟΖ του Καστελόριζου, που αποτελούν στην ουσία και μέρος διαπραγματεύσεων με την Τουρκία για άλλες διευθετήσεις με ΗΠΑ και Ισραήλ. Έτσι, τροφοδοτεί με επιχειρήματα τον Ερντογάν προς το εσωτερικό της χώρας του και τη διεθνή κοινότητα. Αδυνατίζει τον κυριότερο σύμμαχο του ελληνικού λαού, που δεν είναι άλλος από τα φιλειρηνικά και δημοκρατικά αισθήματα που υπάρχουν στους λαούς της Τουρκίας και της ευρύτερης περιοχής. Η πολιτική συμμαχιών με δικτατορίες, όπως αυτή του Σίσι στην Αίγυπτο και με τυχοδιώκτες, όπως ο Χαφτάρ της Λιβύης, χτυπά κάθε ηθικό, δημοκρατικό έρεισμα της εξωτερικής πολιτικής.

18. Συναίνεση και «εθνική ενότητα» με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, την αστική τάξη και την πολιτική της δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί είναι πολύ πιθανόν οι σημερινές πολεμικές ιαχές να γίνουν άτακτη υποχώρηση όταν οι «σύμμαχοι» ορίσουν το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και της συνεκμετάλλευσης. Γιατί δεν μπορεί να αποκλείσει τη συμμετοχή σε τυχοδιωκτικές πολεμικές ενέργειες. Ενότητα μαζί με αυτούς που έλεγαν «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» και σήμερα μας τρέχουν πίσω από το Μακρόν και τη Μέρκελ δεν μπορεί να υπάρχει. «Εθνική ενότητα» δεν μπορεί να υπάρξει με την πολιτική του ξέφρενου ανταγωνισμού για πολεμικούς εξοπλισμούς που δεν εξυπηρετούν την άμυνα της χώρας, αλλά τις επιθετικές βλέψεις του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, των ΗΠΑ ή της Γαλλίας, φορτώνουν το δημόσιο χρέος, απαιτούν βαθύτερη λιτότητα, απορροφούν κονδύλια για κοινωνικές δαπάνες, για την υγεία και την παιδεία. Ούτε με την στρατιωτικοποίηση της νεολαίας, την υποχρεωτική στράτευση στα 18 και την επιμήκυνση της θητείας, με τον επαγγελματικό στρατό – μισθοφόρων του ΝΑΤΟ. «Εθνική ενότητα» με αυτή την πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί την ίδια στιγμή στο εσωτερικό στρέφεται κατά του «εχθρού λαού», όπως έδειξαν ο αντισυνταγματικός νόμος κατά της ελευθερίας στη διαδήλωση, οι βάρβαρες επιθέσεις των πραιτόρων του Χρυσοχοϊδη κατά εργαζομένων και νέων και οι ετοιμασίες για ένα ουσιαστικά νέο μνημόνιο, που συμφωνήθηκε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. «Εθνική ενότητα» δεν μπορεί να υπάρξει με τους ακροδεξιούς πολεμοκάπηλους της Ελληνικής Λύσης, με τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής και τους κληρονόμους της.

19. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαίες και κάποιες «τεχνικές» διασαφηνίσεις που έχουν πολιτική σημασία. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του χώρου της εθνικής κυριαρχίας (6 μίλια χωρικών υδάτων σήμερα στο Αιγαίο και 12 στο Ιόνιο, πιθανώς κάποια επέκταση και στο Αιγαίο μόνο στην ηπειρωτική χώρα μάλλον, εφόσον ούτε οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν την επέκταση που θα περιορίσει τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο) και των κυριαρχικών δικαιωμάτων (που εκτείνονται δυνητικά μέχρι και τα 200 μίλια, στα όρια της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, εκτός αν παρεμβάλλεται άλλη χώρα οπότε ορίζονται βάσει της «μέσης γραμμής» και υπάρχουν διεθνή δεδικασμένα για τη μειωμένη επήρεια σε περιπτώσεις μικρών νησιών όπως το Καστελόριζο που βρίσκονται πλησίον μεγάλων παράκτιων χωρών και με πλήρη επήρεια θα περιόριζαν ασφυκτικά την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ τους. Ο χώρος της εθνικής κυριαρχίας είναι πρακτικά «σύνορα», ο χώρος πλήρους κυριαρχίας ενός ανεξάρτητου κράτους. Ο χώρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι διεθνή ύδατα – και όχι εθνικός χώρος – όπου όμως η πλησιέστερη χώρα με βάση τον αντίστοιχο καθορισμό τους έχει το δικαίωμα της οικονομικής εκμετάλλευσης του βυθού και των υδάτων κάτω από την επιφάνεια (εξορύξεις, αλιεία κλπ.). Η διαφορά έχει πολιτική σημασία εφόσον ο χώρος των συνόρων (των ηπειρωτικών και ως τα όρια των χωρικών υδάτων) είναι ο χώρος της «πατρίδας», ο χώρος που ζει και εργάζεται ο λαός, ο χώρος που δυνητικά υπερασπιζόμαστε – και ως κομμουνιστικό κίνημα - σε περιπτώσεις που τίθεται πολιτικά το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας από ξένη εισβολή. Υπερασπιζόμενοι/ες αυτό τον χώρο σε δυνητική εισβολή υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του λαού να ζει και να εργάζεται στον τόπο του έστω και υπό καθεστώς αστικής δημοκρατίας και κυριαρχίας, χωρίς ξένους δυνάστες και διπλή εκμετάλλευση και από άλλη/ες αστική/ες τάξη/εις πέραν της εγχώριας. Και φυσικά συνδέοντας έτσι το εθνικό με το κοινωνικό - ταξικό ζήτημα δημιουργούμε δυνητικά και προϋποθέσεις μαζικής εμπλοκής σε μία ευρύτερη ριζοσπαστική κατεύθυνση ρήξης και κοινωνικής ανατροπής. Ο χώρος της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι χώρος δυνητικής εκμετάλλευσης σε διεθνή ύδατα, η εκμετάλλευση του οποίου απαιτεί διακρατικές συμφωνίες και οριοθετήσεις. Υπό αστικό καθεστώς και με τους σημερινούς όρους εκμετάλλευσης από τις αστικές τάξεις και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν αποτελεί γενικά χώρο που εμπίπτει στο καθήκον «υπεράσπισης της πατρίδας». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι αποδεχόμαστε την επιβολή de facto δεδομένων από άλλες δυνάμεις σε αυτόν ή αδιαφορούμε για τους πόρους που περιέχει δυνητικά όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Θέτει όμως ένα καταρχάς κριτήριο διάκρισης της στάσης μας στα πολιτικά ενδεχόμενα που ανοίγονται μπροστά μας.

20. Υπό αυτό το πρίσμα, σταθμίζουμε τη στάση μας σε κάθε ενδεχόμενο. Διαφέρει η περίπτωση αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας σε ηπειρωτική χώρα ή των θαλασσίων συνόρων και η αντιπαράθεση εντός των διεθνών υδάτων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Στην πρώτη περίπτωση τίθεται το ζήτημα της παλλαϊκής υπεράσπισης της πατρίδας, διατηρώντας τον αυτόνομο διακριτό τόνο, λόγο και παρουσία του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς στην περίοδο της εμπλοκής. Στην δεύτερη περίπτωση («θερμό» επεισόδιο στην Ανατολική Μεσόγειο) το άμεσο καθήκον που τίθεται είναι η πάλη ενάντια στον πόλεμο, για άμεση ειρήνευση και απεμπλοκή από πολεμικές περιπέτειες, η καταγγελία των αστικών δυνάμεων και των ιμπεριαλιστών διαμεσολαβητών. Προσπαθούμε να διαμορφώσουμε κριτήρια για την αντιμετώπιση των έκτακτων ενδεχομένων γνωρίζοντας ότι οι φάσεις μίας πιθανής ελληνοτουρκικής σύρραξης μπορεί να είναι πολλές και τα καθήκοντα να αλλάζουν από φάση σε φάση και μάλιστα σε γρήγορο χρόνο. Η εκτίμησή μας όμως για την παρούσα συγκυρία είναι ότι γίνεται μία επιθετική διαπραγμάτευση των δύο πλευρών, με προσπάθεια απόσπασης συναίνεσης από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που επιχειρούν να μεσολαβήσουν και να καθορίσουν το πλαίσιο ενός συμβιβασμού που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Εντός αυτής της διαδικασίας υπάρχει πάντα ανοιχτό και το ενδεχόμενο ενός «θερμού» επεισοδίου στις διαφιλονικούμενες περιοχές που αυτή τη στιγμή αφορούν μέρος των διεθνών υδάτων για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και όχι «εθνικό» χώρο (έδαφος ή ύδατα εγγύτερα των 6 μιλίων σε ελληνικό έδαφος). Και για αυτό εκτιμούμε ότι σε μία τέτοια περίπτωση καταρχάς υπερισχύει ό,τι εκτιμήσαμε και στο ΚΣΟ του Γενάρη: η άμεση λαϊκή κινητοποίηση με προμετωπίδα την εναντίωση σε πολεμική εμπλοκή, την άμεση απεμπλοκή και ειρήνευση χωρίς ιμπεριαλιστική διαμεσολάβηση και παραχωρήσεις. Πρώτος στόχος πρέπει να είναι η αποτροπή του πολέμου. Στη σημερινή συγκυρία και με τον δοσμένο συσχετισμό, πολεμική σύρραξη θα αξιοποιηθεί για δεξιά στροφή, αυταρχική σκλήρυνση και συντηρητική αναδίπλωση. Γι’ αυτό και χρειάζεται μέτωπο στις πολεμοκάπηλες και πατριδοκάπηλες απόψεις. Άρα κεντρικά συνθήματα πρέπει να είναι τα ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ – ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ – ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ – ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ.

Δ. Για τις κοινωνικές πρωτοβουλίες μας

21. Στο μέτωπο των δημοκρατικών δικαιωμάτων η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε από την πρώτη στιγμή της εκλογής της ότι ο αυταρχισμός και η σκληρή αστυνομική καταστολή θα αποτελούν στοιχεία του πυρήνα της πολιτικής διαχείρισης της. Η ειδοποιός διαφορά που συγκροτεί μια τέτοιου τύπου επιλογή σε σχέση με άλλες κυβερνήσεις νεοφιλελεύθερης διαχείρισης (όπως αυτή του προκατόχου της, ΣΥΡΙΖΑ), εντός της οποίας ο αυταρχισμός, η συνθήκη μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας και η ωμή καταστολή είναι δομικά παρόντα στοιχεία, είναι η εξής: η πολιτική διαχείριση της ΝΔ αξιοποιεί την καταστολή όχι απλώς ως ασπίδα εμπέδωσης νεοφιλελεύθερων πολιτικών απέναντι στις αντιστάσεις του λαϊκού κινήματος, αλλά και ως επιθετικό, εμπροσθοβαρές στοιχείο πολιτικής, υλοποιώντας αφενός επιθετικές κατασταλτικές κινήσεις απέναντι στο κίνημα (κατάργηση ασύλου, νόμος για πορείες, εκκενώσεις καταλήψεων) και επιχειρώντας να υποκαταστήσει, αφετέρου, το διάχυτο αίτημα των μαζών για κοινωνική δικαιοσύνη και δικαιότερη κατανομή του πλούτου με το αίτημα για περισσότερη ασφάλεια. Υπό αυτήν την έννοια ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργείται κεντρικά από την κυβέρνηση, το κράτος και τα ΜΜΕ ένα διαρκές κλίμα ανασφάλειας απέναντι σε «εσωτερικούς εχθρούς» (εργατικός και φοιτητικός συνδικαλισμός, μετανάστες, υγειονομικά απείθαρχη νεολαία κλπ) έχει να κάνει ακριβώς με την προσπάθεια άντλησης νομιμοποίησης γύρω από ένα όλο και πιο αυταρχικό, πιο παρεμβατικό στην ανθρώπινη καθημερινότητα και πιο κατασταλτικό απέναντι στο κίνημα κράτος. Τα περιστατικά ακραίας καταστολής και αστυνομικής αυθαιρεσίας που σημάδεψαν την φετινή χρονιά ήταν αρκετά και βαρυσήμαντα και αν το επόμενο δεν ξεπερνούσε πολύ σύντομα το προηγούμενό του, σε μια συνθήκη μεγαλύτερης κινηματικής συσπείρωσης θα αποτελούσαν ενδεχομένως ζητήματα αυτοτελούς πολιτικής πόλωσης και κινηματικών διεργασιών. Από τον εγκλωβισμό φοιτητών και φοιτητριών μέσα στην ΑΣΟΕΕ εν μέσω κατάληψης, την εισβολή στην οικία Ινδαρέ στο Κουκάκι, την απόβαση των ΜΑΤ στα νησιά του Β/Ανατολικού Αιγαίου, την επιδρομή των ΜΑΤ με ξύλο και συλλήψεις στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη μέχρι την δολοφονία του Βασίλη Μάγγου στο Βόλο και τον νόμο περιορισμού των διαδηλώσεων, όλα εντάσσονται σε μια πολιτική σταθερής έντασης του αυταρχισμού και της καταστολής που σφίγγει το κλοιό γύρω από τις κατώτερες τάξεις, την αυθόρμητη λαϊκή έκφραση και διαμαρτυρία, το οργανωμένο κίνημα και την πολιτική αριστερά. Εντός αυτής της συνθήκης, το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς αναγνώρισαν την αναγκαιότητα ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων όσο και μιας στενότερης πολιτικής συνεννόησης απέναντι στο ενδεχόμενο οξυμένων κατασταλτικών επιθέσεων. Η προσπάθεια συντονισμού γύρω από τα παραπάνω, βέβαια, ενείχε όλη την προβληματική των παράλληλων πρωτοβουλιών διαλόγου και δράσης και για μεγάλο διάστημα δεν κατέστη δυνατό να αποτελέσει πολλά παραπάνω από μια σύσκεψη πολιτικών δυνάμεων, με καλύτερη στιγμή την πολύ μαζική, και επιτυχημένη ως στιγμιότυπο, συναυλία ενάντια στην καταστολή στα Προπύλαια. Η επί της ουσίας προσπάθεια για μια πρωτοβουλία με πιο πλατιά απεύθυνση και αιχμηρό πολιτικό λόγο ξεκίνησε μετά το κάλεσμα για συγκρότηση επιτροπής – πρωτοβουλίας ενάντια στο νομοσχέδιο (τότε) για τις διαδηλώσεις και τέθηκε σε παύση ήδη από το ξεκίνημα της, καθώς μεσολάβησε η κρισιακή κατάσταση στα νησιά του Β/Ανατολικού Αιγαίου γύρω από το προσφυγικό και η έλευση της πανδημίας. Η επαναφορά της συζήτησης για την πορεία της επιτροπής έλαβε χώρα μετά την έξοδο από το lockdown, σε μια συνθήκη όπου πλέον το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις έμπαινε στην τελική ευθεία ψήφισης του με επιταχυντικούς ρυθμούς. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι ο νέος νόμος της κυβέρνησης για τις διαδηλώσεις αποτελεί ίσως την πιο προωθημένη κίνησή της απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Οι ρυθμίσεις σχετικά με την θέσπιση διοργανωτή της διαδήλωσης που θα έχει αντικειμενική αστική και ποινική ευθύνη για ό,τι προκύψει, η υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης της διαδήλωσης στις αστυνομικές αρχές, το καταρχήν παράνομο των μη γνωστοποιημένων διαδηλώσεων και η δυνατότητα διάλυσής τους από τις αστυνομικές δυνάμεις λόγω μη γνωστοποίησης ή μη ορισμού διοργανωτή αποτελούν ευθεία επίθεση στο λαϊκό κίνημα και κατάφωρη συνταγματική παραβίαση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι του άρθρου 11 του Συντάγματος. Η αντιδημοκρατική συνθήκη που επιχειρείται να επιβληθεί με την εφαρμογή αυτού του νόμου βρίσκεται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής, η οποία χαρακτηρίζεται από την επιμονή της να αποπολιτικοποιεί και να ποινικοποιεί τα ζητήματα, αντιμετωπίζοντας έτσι την λαϊκή κινητοποίηση όχι ως μια στιγμή έκφρασης κοινωνικών αιτημάτων (περισσότερο ή λιγότερο ενσωματώσιμων), αλλά ως ένα πρωτίστως νομικό ζήτημα και ως ένα ποινικό και όχι πολιτικό στιγμιότυπο. Ο στόχος της Επιτροπής για την Ελευθερία στην Διαδήλωση ήταν η διεξαγωγή μιας καμπάνιας ενημέρωσης και κινητοποίησης του κόσμου πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου, η οποία θα εμπλέκει κοινωνικούς, συνδικαλιστικούς και πολιτιστικούς φορείς με στόχο την ευρύτερη δυνατή πολιτικά και κοινωνικά εναντίωση σε αυτό. Στο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε αυτό δεν κατέστη εφικτό παρά σε ένα πολύ μερικό βαθμό, ενώ σημαδεύτηκε από βαθιά προβληματικές και αντισυντροφικές πολιτικές πρακτικές από μερίδα πολιτικών δυνάμεων εντός της επιτροπής και συγκεκριμένα, την ΑΡΑΣ, την ΑΡΙΣ και το ΝΑΡ. Η εν κρυπτώ και κατά ανοιχτή παραβίαση των συμφωνηθέντων στην Επιτροπή, απόφαση των δυνάμεων αυτών να προβούν σε «συμβολική σύγκρουση» με τις δυνάμεις καταστολής στην πρώτη μεγάλη συγκέντρωση ενάντια στην ψήφιση του νομοσχεδίου, πέραν του γεγονότος ότι εμφορείται από μια πλήρως βουλησιαρχική και «εκπροσωπευτική» αντίληψη της σύγκρουσης, δεν απαντούσε με κανέναν τρόπο στους στόχους που είχε θέσει η Επιτροπή για μια πλατιά μαζική απεύθυνση και συμμετοχή στις κινητοποιήσεις και, δυστυχώς, λειτούργησε από κοινού με άλλες πρακτικές προς την κατεύθυνση νομιμοποίησης της κρατικής παρέμβασης και της απελευθέρωσης οργίου καταστολής απέναντι στη μαζική συγκέντρωση. Η πολιτική ανασυγκρότηση και, πιθανώς, αναδιάταξη, της Επιτροπής μακριά από τέτοιες λογικές στην κατεύθυνση διαμόρφωσης μιας Επιτροπής ευρύτερα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι ένας στόχος στην υλοποίηση του οποίου πρέπει να συμβάλλουμε την επόμενη περίοδο με όσες δυνάμεις είναι διαθέσιμες σε αυτή την κατεύθυνση.

22. Στο ΚΣΟ του Μαΐου επιχειρήσαμε μια πρώτη αποτίμηση της καμπάνιας «Κανένας Μόνος/ Καμία Μόνη» με όλα τα θετικά στοιχεία που κόμισε ως εγχείρημα της ριζοσπαστικής αριστεράς στην περίοδο της καραντίνας. Ενώ παράλληλα διαβλέπαμε μια κόπωση αλλά και μια αδυναμία εμφάνισης με τους ίδιους ρυθμούς μετά την άρση του lockdown και ενώ είχε ξεκινήσει πάλι η καθημερινότητα να τρέχει. Επιπλέον, προσπαθήσαμε να περιγράψουμε ένα πρώτο σχεδιασμό για το μετασχηματισμό της καμπάνιας ώστε να μπορεί να είναι ενεργή στις νέες συνθήκες. Η θερινή περίοδος ήταν μια δύσκολη περίοδος που έφθινε πολύ η παρουσία της. Από τη μία, το κακό κλίμα που αναπτύχθηκε στη συντακτική επιτροπή σε σχέση με το πώς προχωράμε (πιο συγκεκριμένα η συζήτηση γύρω από το αν θα πάμε και σε μια διά ζώσης συνέλευση του δυναμικού της καμπάνιας και το κακό κλίμα που δημιουργήθηκε με ευθύνες κυρίως της ΑΡΑΣ καθώς και οργανώσεων όπως πχ ο Εργατικός Αγώνας) και από την άλλη η κόπωση και η αντικειμενική δυσκολία το εγχείρημα να βρει ρυθμούς στη νέα συνθήκη οδήγησαν σε μια αδυναμία ουσιαστικής λειτουργίας. Στο πνεύμα των στόχων που ορίσαμε από το τελευταίο ΚΣΟ θεωρούμε ότι η καμπάνια πρέπει να συνεχίσει: α) διαφυλάσσοντας το χαρακτήρα μιας κοινωνικο-πολιτικής συλλογικότητας β) ως εξώστρεφο εργαλείο απεύθυνσης, παρέμβασης και προπαγάνδισης ειδικά αν ξαναπάμε σε κάποιες μορφές περιορισμού της κυκλοφορίας γ) ως εσωτερική διαδικασία ώσμωσης ενός ευρύτερου δυναμικού (κεντρικά, θεματικά, τοπικά) που μπορεί να συνεισφέρει τόσο στο βάθεμα πολιτικών σχέσεων και συγκλίσεων όσο και σε θεματικές επεξεργασίες. Ειδικότερα, στη σημερινή συγκυρία της νέας ανόδου των κρουσμάτων και της διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση θεωρούμε ότι πρέπει άμεσα να επανενεργοποιηθεί η συζήτηση των ομάδων της καμπάνιας ιεραρχώντας τις ομάδες σχετικά με την υγειονομική κρίση, τα εργασιακά, την εκπαίδευση και άλλους τομείς που πλήττονται ευθέως από τη σημερινή κατάσταση. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να αναμετρηθούμε με την παρουσία της καμπάνιας στην καθημερινή ζωή, επιχειρώντας περισσότερες δράσεις και παρουσία και εκτός διαδικτύου. Σημαντικό στοιχείο είναι και η ενεργοποίηση της οργάνωσης εντός της καμπάνιας «Κανένας μόνος/ Καμία μόνη», έτσι ώστε να αποφύγουμε ελλείψεις και λάθη της προηγούμενης περιόδου. Είναι κρίσιμο να υπάρχει όσο το δυνατόν πιο πανελλαδική συμμετοχή της Αριστερής Ανασύνθεσης και εμπλοκή μελών σε όλες τις ομάδες με στόχο να είμαστε ενεργοί/ες και να έχουμε ρόλο εντός της καμπάνιας, να υπάρχει πολιτική ώσμωση των μελών μας μεταξύ τους αλλά και με το σύνολο του δυναμικού της καμπάνιας, να μην οδηγούνται σύντροφοι και συντρόφισσες στα όριά τους λόγω υπερβολικής ενεργοποίησης.

23. Στην περίοδο που άνοιξε από τον Σεπτέμβρη και μετά το εργατικό κίνημα βρίσκεται μπροστά σε μια τριπλή απειλή η οποία αφορά:

α) την αύξηση της ανεργίας και την προσπάθεια κεφαλαίου και κυβέρνησης να φορτώσουν στους/στις εργαζόμενους/ες το κόστος της οικονομικής κρίσης

β) τον υγειονομικό κίνδυνο στους χώρους εργασίας, μετακίνησης και καθημερινής διαβίωσης

γ) τα σχέδια της κυβέρνησης για νέες αναδιαρθρώσεις και επιθέσεις που κλιμακώνονται από τον Ιούλη και μετά

Η περίοδος του φθινοπώρου μπορεί να χαρακτηρίστηκε από την όψιμη έλευση του δεύτερου κύματος της επιδημίας, δεν μοιάζει σε τίποτε όμως με την περίοδο της άνοιξης, του Lock-Down, του αιφνιδιασμού της πανδημίας και του προσωρινού «παγώματος» της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι εργαζόμενοι/ες είναι πλέον αντιμέτωποι/ες με το πλήρες ξεδίπλωμα των συνεπειών της κρίσης, τα μέτρα στήριξης έχουν πλέον τελειώσει, οι όποιες παρατάσεις παραμένουν αποσπασματικές και σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, το καλοκαιρινό άνοιγμα της οικονομίας αποκάλυψε το βαρύ λογαριασμό σε εργαζόμενους/ες και ανέργους/ες. Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας είναι το ύψος των χαμένων εισοδημάτων αλλά και των απωλειών που έρχονται για τις λαϊκές οικογένειες και η αυθόρμητη τάση του κεφαλαίου φάνηκε πολύ γρήγορα όσο και αν επιχειρείται από την κυβέρνηση να καλλιεργηθεί η λογική της αναμονής και της υποβάθμισης των συνεπειών με μαγειρέματα στον δείκτη της ανεργίας. Οι χιλιάδες άνεργοι/ες, αλλά και όσοι/ες εργάζονται καλούνται να ανταποκριθούν στο σύνολο των ανελαστικών αναγκών τους με μηδενική ή μερική μόνο αναπλήρωση των χαμένων εισοδημάτων, ενώ το δεύτερο κύμα της επιδημίας κατέδειξε ότι για σημαντικούς κλάδους η ουσιαστική αναστολή δραστηριότητας θα είναι το καθεστώς για την φετινή χρονιά και όχι η εξαίρεση.

Το δεύτερο στοιχείο αφορά την ολόπλευρη στήριξη της εξουσίας των εργοδοτών στην διαχείριση του χρόνου εργασίας σε βάρος των εργαζομένων από την κυβέρνηση, τα «εμβληματικά μέτρα ενεργητικής στήριξης της απασχόλησης» δεν φαίνεται να είχαν κάποια επίπτωση στην συγκράτηση της ανεργίας καθώς οι εργοδότες δεν έχουν καμία πρόθεση να αναλάβουν την παραμικρή υποχρέωση. Η μονιμοποίηση των έκτακτων μέτρων της άνοιξης δεν φάνηκε αρκετή για τον ΣΕΒ και τους εργοδότες, ενώ το πρωτοφανές μέτρο της αναπλήρωσης με υπερωρίες του χρόνου της προληπτικής καραντίνας στην οποία συχνά στέλνει εργαζόμενους η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας χωρίς να τους κάνει τεστ ώστε να βγουν σε αναρρωτική άδεια αν είναι θετικό, είναι ενδεικτικό για το τι έρχεται. Ο διπλασιασμός των επιτρεπόμενων υπερωριών ανά εξάμηνο μαζί με το δικαίωμα των εργοδοτών στην αναπλήρωση των υπερωριών με άδειες ή μειωμένο ωράριο έρχονται να προστεθούν στην τεράστια λίστα μορφών ευέλικτης και μερικής απασχόλησης. Η δουλειά όταν, όσο και αν υπάρχει ανάγκη συνιστά την πλήρη υπαγωγή στο κεφάλαιο της υπόστασης των εργαζομένων, ενώ είναι προφανές ότι η μόνη συνέπεια που θα έχει είναι η παραπέρα αύξηση της ανεργίας.

Άλλη όψη της κυρίαρχης πολιτικής αποτελεί το γεγονός ότι ούτε η κυβέρνηση, αλλά ούτε και η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έλαβαν κανένα ουσιαστικό μέτρο για την αποτροπή της διασποράς και την μείωση του ρίσκου στους χώρους εργασίας. Η χρήση μάσκας, ως χαμηλού κόστους λύση, έχει μονοπωλήσει την δημόσια συζήτηση, λες και αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέτρο πλήρους προστασίας. Σε γενικές γραμμές η πλειοψηφία των εργασιακών χώρων λειτουργούν σήμερα όπως και πριν από ένα χρόνο, χωρίς αλλαγές στις διαδικασίες, χωρίς προϋποθέσεις λειτουργίας, χωρίς μείωση του συνωστισμού, χωρίς αύξηση τηςκαθαριότητας, χωρίς σχέδια με μόνιμες και κλιμακωτές δράσεις εν τέλει χωρίς κανένα επιπλέον κόστος. Τα παραδείγματα των εργασιακών χώρων με δεκάδες κρούσματα, και οι περιπτώσεις απόκρυψης κρουσμάτων σε άλλους δεν στάθηκαν ικανά για να επιβληθούν ούτε τώρα κανονισμοί και οδηγίες από πλευράς της κυβέρνησης πέραν από τον εφοδιασμό σε αντισηπτικά και μάσκες. Όπου κάποια μέτρα έχουν επιβληθεί ή έχουν αποφασιστεί από την εργοδοσία, αυτό έγινε κάτω από την πίεση των εργαζόμενων. Απτή απόδειξη του προβλήματος αποτελεί το γεγονός ότι το 30% των πρόσφατων κρουσμάτων οφείλονται σε εργασιακούς χώρους, γεγονός που αποδείχθηκε και από την πρόσφατη απόφαση για τηλεργασία του 40% των εργαζομένων που ανακοίνωσε στην Αττική για 2 εβδομάδες η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας. Η προσωρινότητα που χαρακτήριζε από την πρώτη στιγμή τα μέτρα συνεχίζεται ενώ τεράστιες είναι οι ευθύνες της κυβέρνησης για την κατάσταση στα ΜΜΜ, όπου ακόμα και σήμερα υπάρχουν διαθέσιμα μέσα αλλά δεν υπάρχει προσωπικό για να τα κινήσει σε περισσότερα δρομολόγια (τρόλεϊ, λεωφορεία).

Η κυβερνητική επίθεση δεν περιορίζεται όμως στην διαχείριση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, αντίθετα συνεχίζει προσπαθώντας να αξιοποιήσει την «ευκαιρία» να προωθήσει όσο περισσότερες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις μπορεί. Σε αυτή την κατεύθυνση που ξεκίνησε αμέσως μετά τη λήξη του lock down εντάσσονται οι αλλαγές σε ασφαλιστικό και εργασιακά που προβλέπονται στο σχέδιο Πισσαρίδη, η αλλαγή του πυρήνα του συνδικαλιστικού νόμου 1264 και ο νέος πτωχευτικός κώδικας.

Η αλλαγή του ασφαλιστικού δημιουργεί μια πολύ μεγάλη πίτα (2,5 δις κατ’έτος) που έχουν ξεκαθαρίσει ότι προορίζεται για να νύχια του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ σε αυτή την κατεύθυνση ευθυγραμμίζεται και η ηγεσία της ΓΣΕΕ που βρίσκεται σε σχετικές συζητήσεις με τον ΣΕΒ για υπερ-επαγγελματικό ταμείο και βλέπει πλέον τον εαυτό της και ως τραπεζίτη.Καθοριστικό στοιχείο των σχεδίων είναι η παραπέρα μείωση της απόδοσης των υπαρχόντων συντάξεων που χαρακτηρίζονται ως «μη επαρκώς ανταποδοτικές» με στόχο τον σταδιακό εξαναγκασμό των εργαζομένων στις ιδιωτικές συντάξεις και στην «ατομική ευθύνη στην σύνταξη». Ο σχεδιασμός αυτός, όπως είχαμε πει από το 2016, πατάει πάνω στο νόμο Κατρούγκαλου που θέσπισε μεν τον ανταποδοτικό χαρακτήρα στο σύνολο του εργάσιμου βίου αλλά με σταθερά ποσοστά. Η παρούσα κυβέρνηση έρχεται να κάνει το επόμενο βήμα με την «απελευθέρωση» των ποσοστών ανάλογα με το επενδυτικό ρίσκο που θέλει να αναλάβει ο κάθε εργαζόμενος». Η πολιτική της επιχειρεί να αξιοποιήσει την αίσθησηπου συστηματικά καλλιεργεί τόσο η ίδια, όσο και οι εργοδότες και τα ΜΜΕ στη νέα γενιά ότι «ποια σύνταξη;», ενώ οι διαβεβαιώσεις προς τους συνταξιούχους ότι το κενό που θα υπάρξει στο ασφαλιστικό από το πέρασμα από το «αναδιανεμητικό» στο «κεφαλαιοποιητικό» σύστημα δεν θα οδηγήσει σε μειώσεις αποτελεί άλλη μια εξαπάτηση.

Η διεξαγωγή του προηγούμενου συνεδρίου της ΓΣΕΕ έδειξε την γύμνια της εργοδοτικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, έδειξε όμως και τα όρια του τρόπου αντιπαράθεσης που επιλέγει το ΠΑΜΕ απέναντι της. Σε αυτό το τοπίο με δεδομένη τόσο την απροθυμία του κεφαλαίου να προβεί σε σοβαρή συνδιαλλαγή με την ΓΣΕΕ όσο και την πλήρη υποταγή της ΓΣΕΕ στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς η κυβέρνηση επιχειρεί μια κίνηση τομή στα μεταπολιτευτικά δεδομένα με την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου 1264 ώστε να θωρακίσει περεταίρω την θέση του κεφαλαίου και να ακυρώσει παραπέρα την δυνατότητα των συνδικάτων να κινητοποιούνται και να δρουν εκτός του κοινωνικού διαλόγου. Η κίνηση αυτή αποτελεί συνέχεια του νόμου για την περιστολή του δικαιώματος στην διαδήλωση και δείχνει ότι η κυβέρνηση , παρά την επικοινωνιακή της τακτική, έχει πολύ καλά συνείδηση της κατάστασης που θα επικρατεί στον χειμώνα που έρχεται και έχει επίσης μετρήσει με ανησυχία τις πολλές διάσπαρτες κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση και το κεφάλαιο με εφαλτήριο τον συσχετισμό δύναμης που έχουν διαμορφώσει σε βάρος της εργασίας μετά από μια 30χρονη αντεργατική επίθεση που οξύνθηκε στην περίοδο των μνημονίων έρχονται να εμπεδώσουν, να θωρακίσουν και να αναπαράγουν τον συσχετισμό αυτό. Στόχος της εξάλειψης των «αναχρονισμών» είναι και η τυπική κατάργηση κάθε προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης όπως αυτή προβλεπόταν, παρά το ότιαυτή έχει χιλιάδες φορές υπονομευτεί απροκάλυπτα από δικαστήρια, υπουργεία και επιθεώρηση εργασίας τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, και πατώντας πάνω στα φαινόμενα νοθείας, καριερισμού και ανυποληψίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων η κυβέρνηση επιχειρεί να θέσει δια των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών και των μητρώων μελών τυπικά και ουσιαστικά κωλύματα στις αποφάσεις των συνδικάτων για απεργίες. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την πάγια θέση των εργοδοτών και της ΝΔ για την πρωτοκαθεδρία των διαπραγματεύσεων/συμφωνιών σε επίπεδο επιχείρησης εξυπηρετούν ένα μικρότερο και πιο ελεγχόμενο συνδικαλιστικό κίνημα. Το συνδικαλιστικό κίνημα στην μεταπολίτευση, παρά την μετάλλαξη του στην πορεία των δεκαετιών ήταν μια δομή που στήθηκε με την θεώρηση της ταξικής αντιπαράθεσης. Η ΝΔ πατώντας πάνω στον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης στοχεύει σε ένα συνδικαλιστικό κίνημα που θα μοιάζει πιο πολύ με επιμελητήριο παρά με συνδικάτο. Σε αυτή την λειτουργία μπορεί μεν η σημερινή ηγεσία της ΓΣΕΕ να δίνει συνεχώς διαπιστευτήρια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει περάσει πλήρως σε επίπεδο δομής και στάσης ομοσπονδιών και συνδικάτων. Την κανονικοποίηση αυτή θα επιχειρήσει να επιβάλει η κυβέρνηση με το νέο συνδικαλιστικό νόμο. Σε αντίθεση συχνά με τους εργαζόμενους/ες το κεφάλαιο δίνει μεγάλη σημασία στο νομικό πλαίσιο καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος ερμηνείας μπορεί εύκολα να αλλάξει με μια αλλαγή συσχετισμών.

Σταθμίζοντας όλα τα παραπάνω, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε στην περίοδο όπου τα όσα είχαν συζητηθεί για τις συνέπειες της κρίσης και τις προκλήσεις που αυτές θέτουν τώρα τίθενται επί τάπητος. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες στην ΔΕΘ έδωσαν την κατεύθυνση της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. Η αναμονή που επικράτησε μετά το Lock Down τόσο από την ψυχολογική κούραση που αυτό επέφερε, όσο και εξαιτίας της χρονικής περιόδου αλλά και της συστηματικής προσπάθειας της κυβέρνησης έχει αντικειμενικά φτάσει στο τέλος της. Η πρόκληση για το ποιος θα πληρώσει το κόστος αυτής της κρίσης είναι πλέον στην ημερήσιά διάταξη και κανένα έκτακτο μέτρο δεν πρόκειται να παγώσει την επίθεση κυβέρνησης και κεφαλαίου, μια απειλή που οι διαστάσεις της πιθανά υπερβαίνουν την προηγούμενη οικονομική κρίση. Μπροστά στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί η κατάσταση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και της συνδικαλιστικής αριστεράς, όπως είχαν διαμορφωθεί μετά το 2012 και κυρίως μετά το 2015 μόνο αισιοδοξία δεν εμπνέουν. Οι εργαζόμενοι/ες και τα λαϊκά στρώματα δεν είναι όμως αφελή, μπορεί να μην έχουν την αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να ανατρέψουν αυτή την επίθεση, έχουν όμως ένστικτο και από νωρίς κατάλαβαν το τι τους επιφυλάσσουν. Οι αγώνες που έχουν ξεσπάσει τους τελευταίους μήνες, και άρχισαν να κλιμακώνονται σε ορισμένους κλάδους από την αρχή του Σεπτέμβρη, ήταν συχνά διάσπαρτοι και ασυντόνιστοι αλλά δείχνουν ότι, παρά το κλίμα ηττοπάθειας που συστηματικά καλλιεργούν οι ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, μερίδες των εργαζομένων καταλαβαίνουν και αντιδρούν.

Στους κλάδους του τουρισμού που χτυπήθηκαν περισσότερο από την διεθνή κατάσταση όσο και από τις κυβερνητικές πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας έχουμε διάφορα δείγματα κινητικότητας σωματείων – ακόμα και κίτρινων ή σφραγίδων ή ακόμα και χωρίς καθόλου παρέμβαση της Αριστεράς – από τον Μάιο ακόμα. Τα αιτήματά τους κινούνται στην λογική κάποιας επιδοματικής πολιτικής είτε κάποιου καθεστώτος εξαίρεσης για επιδόματα ανεργίας κλπ. Εμείς παρεμβαίνοντας σε αυτά τα κομμάτια πρέπει να μπαίνουμε με την εξής λογική: α) απλές και συγκεκριμένες συνδικαλιστικές αιχμές,ρηξιακές με την εργοδοσία και την κυβερνητική λογική, β) προσπάθεια οικοδόμησης πρακτικών και αντιστάσεων που να μπορούν να αποσπούν έστω και πολύ μικρές παραχωρήσεις είτε από την κυβέρνηση είτε από τους επιχειρηματίες, γ) η μάχη στα σωματεία του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ λιγότερο μάχη συσχετισμού με τις άλλες παρατάξεις και πολύ περισσότερο μάχη «ενάντια στην έρημο του πραγματικού συσχετισμού», μάχη οικοδόμησης, πρωτόλειας δουλειάς δηλαδή σε σχέση με τον κόσμο της εργασίας.

Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η κυβερνητική πολιτική αρθρώνεται από τους εξής άξονες: Ευρύτατο άνοιγμα της βεντάλιας της επίθεσης που εκφράζεται από τις εξής κινήσεις: Την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου που ορίζει μεταρρυθμίσεις από το νηπιαγωγείο έως την τριτοβάθμια, την προσπάθεια για εφαρμογή της αξιολόγησης, την ψήφιση του νομοσχεδίου για την ιδιωτική εκπαίδευση. Εκκρεμεί το νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση και τον νόμο επιλογής στελεχών. Σε αυτές τις συνθήκες παλεύουμε για να μείνουν τα σχολεία ανοιχτά εκπληρώνοντας τον παιδαγωγικό και κοινωνικό τους ρόλο, λειτουργώντας με χαμηλό υγιειονομικό ρίσκο για την κοινωνία. Παράλληλα σαν απάντηση στην πανδημία μπήκε το ζήτημα της τηλεκπαίδευσης και το livestreaming στην τάξη και τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου σε συνθήκες πανδημίας. Στο κομμάτι της τηλεκπαίδευσης η συζήτηση άνοιξε «βίαια» και χωρίς προετοιμασία στην Αριστερά. Εκτιμούμε ότι η τοποθέτησή μας συγκεκριμένα για την τηλεκπαίδευση πιο στρατηγικά πρέπει να οριοθετείται τόσο από επιστημονίστικες αντιλήψεις όπως π.χ. εκφράζονται από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις τουΚΚΕ «φέρτεlaptop και internet σε όλους να κάνουμε τηλεκπαίδευση» όσο και αντιλήψεις που θεωρούν ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως τον ρόλο του σχολείου – κι επομένως και του εν γένει προοδευτικού ρόλου που αυτό έχει - από την δομικά αντιδραστική τηλεκπαίδευση κι επομένως πρέπει να εναντιωθούμε σε κάθε εκδοχή της (ΝΑΡ). Εμείς πρέπει να είμαστε α) ενάντια στην τηλεκπαίδευση που υπονομεύει τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών π.χ. ωράριο, χρήση των ποσοτικών στοιχείων για Αξιολόγηση κ.ά,, β) υπονομεύει την δομή του σχολείουως τέτοιου και γ) υπέρ του να εντάσσεται με παιδαγωγικό τρόπο στην εκπαιδευτική διαδικασία υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και βοηθητικά. Στο κομμάτι της ελαστικής εργασίας στην εκπαίδευση έχουμε την εφαρμογή του προσοντολογίου Γαβρόγλου παράλληλα με τον διορισμό 4.500 στην Ειδική Αγωγήκαι την υπόσχεση για άλλους 10.500 στην Γενική Αγωγή σε 2 δόσεις. Οι αναδιαρθρωτικές τομές έχουν μεγάλο στρατηγικό βάθος και ακουμπάνε και τους 3 ρόλους του σχολείου (ιδεολογικό, κατανεμητικό, οικονομικό). Η εφαρμογή της αξιολόγησης παρόλο που αποτελούσε την κορωνίδα του προεκλογικού προγράμματος της κυβέρνησης αυτή την στιγμή διακυβεύεται. Τόσο το έλλειμμα νομιμοποίησης στον κλάδο, η καθυστέρηση στις αλλαγές στελεχών της εκπαίδευσης για να ξεκινήσουν τα «γαλάζια» παιδιά την διαδικασία, η έστω και φραστική αντίθεση των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών είναι τα αγκάθια προς το παρόν στην εφαρμογή της. Σαν εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει επίσης να δουλέψουμε το σαμποτάρισμα της τράπεζας θεμάτων και του νέου εξεταστικού που μπορεί να αναδειχθεί σε αδύναμο κρίκο εξαιτίας και της πανδημίας. Σημαντικό πεδίο παρέμβασης είναι το ασφαλές άνοιγμα των σχολείωνόταν μάλιστα η κυβέρνηση δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε καν την επάρκεια προσωπικού καθαρισμού για τα σχολεία.Τα πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ που αφορούν την λειτουργία του σχολείου δεν μπορούν να εγγυηθούν τον στοιχειώδη έλεγχο της εξέλιξης της πανδημίας πόσο μάλλον όταν αγνοούν βασικά στοιχεία της λειτουργιάς αυτού. Τα αιτήματα για μείωση μαθητών σε έως 15 ανά τμήμα, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στην καθαριότητα κ.ά. συσπειρώνουν κρίσιμο κομμάτι της εκπαιδευτικής κοινότητας και αποκτούν ευήκοα ώτα. Στο φόντο αυτών, σημαντική εξέλιξη στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός μαζικού ταξικού πόλου στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι η συγκρότηση του Δικτύου19 ως οργανωμένης τάση εντός του ρεύματος των Παρεμβάσεων, η οποία φιλοδοξεί να ξαναορίσει την συνδικαλιστική δουλειά σε μαζική, ενωτική, αντιαναδιαρθρωτική κατεύθυνση με θεωρητικές αναζητήσεις. Τόσο η συγκρότηση του Δικτύου19 όσο και το ανέβασμα του κινηματικού θερμομέτρου στην εκπαίδευση επιβάλλουν την πολιτική ανασυγκρότησή μας τόσο σε επίπεδο πυρήνα εκπαιδευτικών όσο και στην τροφοδότηση του ΣΤΕ.

Η ήττα και η κρίση των πολιτικών σχεδίων της ριζοσπαστικής αριστεράς τα τελευταία 5 χρόνια δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες τις δυνάμεις του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Η κοινή δράση και οι συνεργασίες της πρώτης αντιμνημονιακής περιόδου έχουν δώσει την θέση τους στις οξυμένες αντιθέσεις που φάνηκαν στην απεργία στις 30/6/2018, στην περσινή και την φετινή ΔΕΘ, στην περσινή πρωτομαγιά. Εμάς, στην προοπτική και ενός χώρου διαλόγου και κοινής δράσης, μας ενδιαφέρει η συνεργασία των αντίστοιχων δυνάμεων και στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, δυνάμεων που είναι δυνητικά μια υπολογίσιμη μάζα αγωνιστών/τριων που όμως δεν έχει μέχρι τώρα κάνει ουσιαστικά βήματα σύγκλισης και συγκρότησης. Η αναγκαιότητα διαμόρφωσης ενός νέου χώρου αναφοράς/δικτύου συνδικαλιστών/τριων και δυνάμεων βοά εδώ και αρκετό καιρό και μπροστά στη νέα κρίση γίνεται ακόμα πιο επιτακτική.Το τοπίο κινητικότητας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δίνει ένα πεδίο ανάγκης και δυνατοτήτων εντός του οποίου πρέπει να κινητοποιηθούν και να συντονιστούν οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να προχωρήσει πιο τολμηρά και οργανωμένα η κατεύθυνση που έχουμε συζητήσει για διεργασίες ώσμωσης, συντονισμού και κοινής δράσης του πολιτικοσυνδικαλιστικού δυναμικού χώρων που οι προβληματισμοί και οι αναζητήσεις τους συγκλίνουν σχετικά (βλ. ΜΕΤΑ, ΠΑΤΕΚ, το γειωμένο δυναμικό των Παρεμβάσεων της εκπαίδευσης κλπ.). Στόχος μας παραμένει η συμβολή στη συγκρότηση ενός πόλου των μαχόμενων ταξικών δυνάμεων με γειωμένη φυσιογνωμία και παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Πρωτοβουλίες συζήτησης που έχουν ξεκινήσει π.χ. μεταξύ ΜΕΤΑ και ΠΑΤΕΚ είναι θετικές, αλλά οι δυνάμεις που δυνητικά αφορά κάτι τέτοιο είναι ευρύτερες. Κρίσιμο ζήτημα είναι ο χρόνος και οι ρυθμοί μιας τέτοιας διεργασίας, τόσο υπό το βάρος της κρίσης όσο και εν όψει αγώνων αλλά και συνδικαλιστικών εκλογικών μαχών που θα αρχίσουν να ξαναγίνονται αφού κοπάσει η υγειονομική κρίση. Η ατζέντα των συζητήσεων και των πρωτοβουλιών πρέπει να αφορά το πρόγραμμα πάλης στην περίοδο αλλά και ανά κλάδο, την ενοποίηση δυνάμεων και την δημιουργία συσπειρώσεων (ειδικά στον ιδιωτικό τομέα), τα χαρακτηριστικά και τα βήματα μια νέας κοινής πολυτικοσυνδικαλιστικής «ομπρέλας.»Η σχέση μίας τέτοιας προοπτικής με τα υπάρχοντα σχήματα και δικτυώσεις είναι δυναμική και θα είναι στοιχείο συζήτησης και μεταξύ του δυναμικού που συγκλίνει. Σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να τονωθεί η συντονιστική και καθοδηγητική δουλειά του ΣΤΕ που έχει ασυνέχειες μαζί με τη λειτουργία των αντίστοιχων πυρήνων εργαζομένων ανά πεδίο. Αυτό είναι αναγκαίο τόσο για τη δική μας διάταξη, τον εμπλουτισμό και την ομογενοποίηση των κριτηρίων παρέμβασής μας και για να μπορούμε να συνολικοποιούμε μία γραμμή για το εργατικό κίνημα γενικά.

24. Στο τοπικό κίνημα και τη δουλειά στην αυτοδιοίκηση πρέπει να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός μίας συντονισμένης δουλειάς για την συγκρότηση παλιότερων και νέων τοπικών σχημάτων και η σταδιακή ώσμωση μεταξύ τους σε διαδικασίες τοπικών διαδημοτικών κινηματικών συντονισμών. Τα τοπικά σχήματα παραμένουν σημαντικό κύτταρο συσπείρωσης, συγκράτησης και συγκρότησης δυνάμεων στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε παρόλο που η περίοδος της επιδημίας ατόνησε σημαντικά τη λειτουργία και παρέμβασή τους πέρα από κάποιους ακτιβισμούς σχετικά με τη δημόσια υγεία. Οι τοπικοί πυρήνες στην Αθήνα και οι πυρήνες σε υπόλοιπες πόλεις πρέπει να ρίξουν ανάλογο βάρος ώστε να βαθύνει η συγκρότησή των σχημάτων και να οικοδομήσουν βαθύτερους δεσμούς με τη γειτονιά ιεραρχώντας και ανοίγοντας συγκεκριμένα μέτωπα παρέμβασης ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες. Έχουμε αποφασίσει να προχωρήσουμε σε πιο αναλυτικές εξειδικευμένες επεξεργασίες για διάφορα μέτωπα που θα ανοίγουν ώστε να τροφοδοτούμε το δυναμικό μας, τα τοπικά σχήματα και τις όποιες διαδικασίες συντονισμού και θεματικών συζητήσεων, όμως αυτός ο σχεδιασμός πέρσι ατόνησε σημαντικά και οι δυνάμεις μας κινήθηκαν μεν τοπικά χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταλλαγή εμπειρίας και συντονισμό μεταξύ τους. Επεξεργασίες εκτιμούμε ότι χρειάζονται για: α) αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που θα προωθηθούν με νέο νόμο για την αυτοδιοίκηση (βλ. εκλογικό σύστημα, ήδη σε άλλο νομοσχέδιο που έρχεται προς ψήφιση περνούν και άλλες αρμοδιότητες των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων στις οικονομικές επιτροπές), β) ιδιωτικοποιήσεις & αλλαγές στο δημόσιο χώρο, γ) αλλαγές στην εκπαίδευση που αφορούν τους ΟΤΑ (δίχρονη προσχολική αγωγή, πιθανή μεταφορά της αρμοδιότητας για πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στους ΟΤΑ, αξιολόγηση εκπαιδευτικών από γονείς κλπ.), δ) διαχείριση απορριμμάτων. Τέλος, πρέπει να δούμε ξανά το ζήτημα του συντονισμού με άλλα τοπικά σχήματα. Καταρχάς διαδημοτικά σε κοντινούς δήμους που αντιμετωπίζουν παρόμοια μέτωπα και προβλήματα και με αφορμή αυτά (π.χ. ήδη προχωρά στα ανατολικά για τον Υμηττό και δυτικά για τα απορρίμματα, επίσης υπάρχει επαφή και στοιχειώδης συντονισμός μεταξύ των σχημάτων στους δήμους της Κέρκυρας). Στην παρούσα φάση και με τα δεδομένα της φετινής χρονιάς δεν θα προχωρήσει εύκολα κάτι περισσότερο, όμως προοπτικά (όταν θα είναι εφικτό) είναι σημαντικό να ξαναδούμε προετοιμασμένες θεματικές συζητήσεις για κοινές επεξεργασίες και ανταλλαγή εμπειριών Η ανάγκη δικτύωσης, επικοινωνίας, συνεργασίας αυτών των δυνάμεων είναι μια δύσκολη υπόθεση στο έδαφος υποχώρησης των πολιτικών φορέων και η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν προχωρά ούτε εύκολα ούτε γρήγορα μεταξύ διαφορετικών τοπικών σχημάτων, ειδικά σε περιόδους κινηματικής νηνεμίας και μη προεκλογικές. Για να προχωρήσουν αυτά πρέπει άμεσα να συγκροτηθεί μες το φθινόπωρο ομάδα του πανελλαδικού ΚΣΟ για την τοπική δουλειά και τη δουλειά στην αυτοδιοίκηση (με μέλη του ΚΣΟ, αλλά και άλλους/ες συντρόφους/ισσες με σχετική εμπειρία και εμπλοκή) για το συντονισμό της δράσης μας, την ανταλλαγή εμπειριών και τη συμβολή στην εκπόνηση θεματικών επεξεργασιών

25. Όσον αφορά στο φοιτητικό κίνημα, από τη κυβέρνηση έγινε λόγος για «επιστροφή των φοιτητών στις πόλεις που σπουδάζουν». Δια στόματος Κεραμέως ανακοινώθηκε μια «μικτή» λειτουργία των πανεπιστημίων με δια ζώσης μαθήματα για διαλέξεις με 50 εγγεγραμμένους και ηλεκτρονική λειτουργία για τα μαζικά μαθήματα. Μέχρι στιγμής, η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει σημαντικά προς την εξ’ αποστάσεως λειτουργία, κυρίαρχα λόγω της αδυναμίας που υπάρχει από πλευράς πανεπιστημίων να ανταποκριθούν στις ανάγκες μίας αναπροσαρμογής της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας στα υγειονομικά δεδομένα. Με τις πιθανότητες διεξαγωγής ενός ακόμα εξαμήνου μέσω τηλεκπαίδευσης να αυξάνονται, το αίτημα πλήρους επιστροφής στα αμφιθέατρα είναι απολύτως αναγκαίο για το σύνολο των πτυχών της φοιτητικής ζωής και καθημερινότητας (κοινωνικών – πολιτικών – εκπαιδευτικών) και θα πρέπει να ανοίγεται δίχως τη παραμικρή αμφιβολία. Προμετωπίδα μας αποτελούν αιτήματα για διαίρεση των μεγάλων αμφιθεάτρων σε κλιμάκια, πρόσληψη διδακτικού προσωπικού, χορήγηση υγειονομικού υλικού και ακολουθούν αιτήματα θωράκισης από πρακτικές πειθάρχησης και εντατικοποίησης (υποχρεωτικές παρουσίες στα κλιμάκια κλπ). Όψεις αυτής της γραμμής έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν ένα μπλοκ αποτελούμενο από φοιτητές (που βίωσαν τα προβλήματα της τηλεκπαίδευσης) και μερίδες του καθηγητικού στρώματος που ανέκαθεν έδιναν έμφαση στην «ποιότητα της ακαδημαϊκής διαδικασίας». Η επιτυχία συγκρότησης μπλοκ γύρω από το άνοιγμα των σχολών θα κριθεί στην ικανότητα μας να γειώσουμε το περιεχόμενο σε συγκεκριμένες -εφαρμόσιμες- προτάσεις και να μπορέσουμε να προτείνουμε ένα συνολικό αντιπαράδειγμα φοιτητικής καθημερινότητας. Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα πως οφείλουμε να αντιπαλέψουμε την τηλεκπαίδευση. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιο υπαρκτό πλειοψηφικό ρεύμα εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας που να πιέζει για μόνιμη πλήρη εμπέδωση της εξ’ αποστάσεως λειτουργίας στα προπτυχιακά μαθήματα. Ωστόσο, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στο πως η τηλεκπαίδευση ως «μέσο έκτακτης ανάγκης» αλληλεπιδρά με τις υπόλοιπες πτυχές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης τόσο βραχυπρόθεσμα (θωράκιση οργάνων διοίκησης μέσω εξ’ αποστάσεως διαδικασιών) όσο και μακροπρόθεσμα (χρήση της για κάλυψη των κενών λόγω υποχρηματοδότησης, σύνδεση με αξιολόγηση ως μία από τις «βέλτιστες πρακτικές» που προτείνονται). Τέλος, η εξ’ αποστάσεως εκπαιδευτική διαδικασία συμβάλλει στη διατήρηση της αδράνειας των φοιτητικών συλλόγων, οι οποίοι, χωρίς μαζική παρουσία στους κοινωνικούς χώρους τουςδεν μπορούν να εμπλακούν σε ριζοσπαστικές πρακτικές υπεράσπισης των συμφερόντων τους, σε μία χρονιά μάλιστα που αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο, καθώς αναμένουμε τόσο νέα αναδιαρθρωτικά μέτρα (όριο σπουδών ν+2 έτη) όσο και την εμπέδωση όσων ψηφίστηκαν (χρηματοδότηση βάσει της αξιολόγησης).Με τα επίδικα για την χρονιά που ξεκινά να έχουν οριστεί, η εικόνα από τους φοιτητικούς συλλόγους και συνολικά το φοιτητικό κίνημα δεν είναι ενθαρρυντική. Προς το παρόν, όχι μόνο δεν φαίνεται η δυνατότητα να ξαναβγούν οι φοιτητές δυναμικά στο προσκήνιο, όπως έγινε στο χειμερινό εξάμηνο του 2019-20, αλλά βρισκόμαστε αντιμέτωποι/ες με την πιθανότητα ενός ακόμα εξαμήνου σε ένα τοπίο πλήρως κατακερματισμένο και εξατομικευμένο. Σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να προσαρμοστούν και τα σχήματα, ιεραρχώντας την σκληρή «δουλειά μυρμηγκιού», κρατώντας τις επιρροές μας σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εγρήγορση και κάνοντας στοχευμένες πολιτικές κινήσεις και συζητήσεις.

26. Στο φεμινιστικό κίνημα, τους τελευταίους μήνες η Συνέλευση 8 Μάρτη κατάφερε αφενός να αυξήσει την απεύθυνση και την αναγνωρισιμότητά της, αφετέρου να συστηματοποιήσει τη λειτουργία της. Η διοργάνωση της πολύ επιτυχημένης διαδικτυακής της εκδήλωσης, η πιο συστηματική άρθρωση δημόσιου λόγου για ζητήματα επικαιρότητας και οι παρεμβάσεις στο δρόμο (κείμενα , πανώ κτλ) έχουν καταφέρει να κάνουν τη Συνέλευση πιο ορατή και στιβαρή. Βεβαίως, παραμένει σε μια αναζήτηση ταυτότητας και τίποτε ακόμη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο: Ούτε ο τρόπος παρέμβασής της, ούτε οι οργανώσεις που συμμετέχουν εντός της. Παρ’ όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις ή τις διαφωνίες, ωστόσο, μέχρι σήμερα αποτυπώνεται στην πράξη η ηγεμονία μιας ριζοσπαστικής φυσιογνωμίας, πρακτικής και λόγου, που εντέλει συνιστά και τη φυσιογνωμία της ίδιας της Συνέλευσης. Την ίδια στιγμή βέβαια, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα η Συνέλευση τείνει να γίνει άλλη μία φεμινιστική συλλογικότητα παρά να αποτελέσει ένα κινηματικό και πολιτικό κέντρο με άξονα τη φεμινιστική απεργία. Αυτό από μόνο του, δεν είναι εξαρχής αρνητικό, καθώς η φωνή και η φυσιογνωμία της συνέλευσης δεν εκφράζεται από κάποιο άλλο κέντρο αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, παρά την αδυναμία αυτή, η συνέλευση 8η Μάρτη έχει καταφέρει με τρόπο ιδρυτικό να οργανώσει δύο φεμινιστικές απεργίες. Σημαντική κίνηση, επίσης, αποτέλεσε η δημιουργία της Συνέλευσης 8ης Μάρτης και σε άλλες πόλεις όπως στη Θεσσαλονίκη, με συμμετοχή συντροφισσών παρά τις οργανωτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, και στην Πάτρα, με πρωτοβουλία των συντροφισσών της ΑΡΑΝ. Στην Αθήνα, παρότι αρκετές νέες συντρόφισσες και επιρροές εμπλέκονται στη συζήτηση της γυναικείας ομάδας και στην Συνέλευση της 8ης Μάρτη, υπάρχει έλλειμα στη συμμετοχή μεγαλύτερων συντροφισσών. Σημαντική είναι η ηχηρή υποχώρηση από τις εργασίες της Συνέλευσης κυρίως της Αναμέτρησης και δευτερευόντως της Συνάντησης. Αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για υπαναχώρηση που σχετίζεται από τη μία με γενικότερα οργανωτικά χαρακτηριστικά, κυρίως στην περίπτωση της Αναμέτρησης αλλά έχει και πολιτικό χαρακτήρα ιδιαίτερα για τη Συνάντηση που ένα κομμάτι της συμμετέχει στο Μωβ, ενώ ένα δεύτερο πιο νεολαιίστικο ιεραρχεί πιο αυτοσυγκροτητικά και ταυτοτικά εγχειρήματα όπως αυτό της Κιουρι@. Ως ΑΡΑΝ εξαρχής λέγαμε ότι προκειμένου να μπορέσει η Συνέλευση να γίνει κινηματικό σημείο αναφοράς, θα χρειαστεί ένα στιβαρό πολιτικό κέντρο εντός της που θα επιχειρεί να λειτουργεί καθοδηγητικά, και πάνω σε αυτό διατυπώναμε την ανάγκη συγκρότησης της φεμινιστικής συλλογικότητας. Σε αυτό το σχεδιασμό σύμμαχός μας είναι η Αναμέτρηση ενώ η ΔΕΑ ιεραρχόυσε τη Συνέλευση της 8ης Μάρτη και εκεί έριξε όλες τις δυνάμεις της. Η συλλογικότητα- «σχήμα» που επιδιώκουμε να είναι το πολιτικό κέντρο, παρ’ ότι έχουν γίνει κάποιες πρώτες διαδικασίες για τη συγκρότησή της, δεν έχει προχωρήσει. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, προφανώςέχουμε και εμείς σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Η οργανωτική μας αδυναμία δεν μπόρεσε να εγγυηθεί το προχώρημα της πρωτοβουλίας, ειδικά στον βαθμό που ως δική μας προτεραιότητα θα έπρεπε να επωμιστούμε πρακτικά όλο το βάρος της διαμόρφωσης μιας αναγκαίας υποδομής. Πρόκειται για ένα ζήτημα που συνεχίζει να εκκρεμεί και για το οποίο χρειάζεται να πάρουμε μια μεσοπρόθεσμη, έστω, απόφαση ώστε να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε κατάλληλα και να επικεντρωθούμε σε συγκεκριμένους στόχους και χωρίς περισπασμούς από μη δημιουργικές αβεβαιότητες. Στη βάση αυτή, είναι αναγκαίο πέρα από τα κείμενά μας να ιεραρχηθεί και στην πράξη η δουλειά της γυναικείας ομάδας και να αποτελέσει κομμάτι του ευρύτερου πολιτικού μας σχεδιασμού.

27. Με τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά αναβαθμίζεται η ανάγκη για αντιπολεμική παρέμβαση και κίνημα. Η συγκρότηση του ΠΑΚΣ πριν δύο χρόνια ήταν μία προσπάθεια για να καλυφθεί αυτή η ανάγκη, όπως και η συγκρότηση της Αντιπολεμικής Κίνησης Λάρισας, που για τα δεδομένα της πόλης έχει θετική παρουσία και παρέμβαση. Όμως, ο ΠΑΚΣ δεν έχει καταφέρει να αντεπεξέλθει επαρκώς σε αυτό το καθήκον παρά την παρέμβασή του με ανακοινώσεις και σε κάποιες κινητοποιήσεις και ακτιβισμούς. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο, ένας πολιτικός και ένας οργανωτικός, με τον πρώτο να είναι ο σημαντικότερος. Πολιτικά έχει υπάρξει θέμα με ένα ανένταχτο δυναμικό που έχει μία πιο παραδοσιακή «πατριωτική» αντιιμπεριαλιστική τοποθέτηση αλλά και την Παρέμβαση και για αυτό δεν έχει καταφέρει ο ΠΑΚΣ να έχει έως τώρα συλλογική τοποθέτηση και ανακοίνωση στο κεντρικό ζήτημα των ελληνοτουρκικών, όσο και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. διαφωνία για παρουσία πανώ ΠΑΚΣ σε πορείες για το προσφυγικό). Στην πραγματικότητα βέβαια, και στο βαθμό που οι κύριες δυνάμεις του ΠΑΚΣ είναι οι δυνάμεις του Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων, το ζήτημα είναι να παρέμβουν ενιαία και αποφασιστικά ώστε να ξεπεραστεί αυτή η προβληματική κατάσταση. Κάτι που έγινε στο πρώτο φετινό συντονιστικό με ανάλογες αποφάσεις (συμμετοχή σε πορεία για Μόρια, ανακοίνωση για ελληνοτουρκικά που γράφεται). Αυτή η κίνηση πρέπει να συνεχιστεί επειδή το θέμα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού παράγει πλέον εξελίξεις και αναβαθμίζεται η ανάγκη κινηματικής και πολιτικής παρέμβασης. Εδώ έγκειται το οργανωτικό ζήτημα, καθώς οι περισσότερες δυνάμεις δεν έχουν χρεώσει συντρόφους που τρέχουν την πρωτοβουλία του ΠΑΚΣ ως κύριο καθήκον με αποτέλεσμα η κίνησή του να έχει ασυνέχειες. Αυτή είναι μία σημαντική δυσκολία λόγω των ιεραρχήσεων και των αδυναμιών όλων που δεν θα ξεπεραστεί εύκολα. Σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση του ΠΑΚΣ πρέπει να αναβαθμιστεί εν όψει των εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά και δεδομένων των δυσκολιών να δούμε και πώς θα ξανακάνει μέσα στη χρονιά συνέλευση, εκδηλώσεις και παρεμβάσεις σε κρίσιμες στιγμές (κινητοποιήσεις, ακτιβισμοί σε βάσεις).

Ζ. Για τις πολιτικές πρωτοβουλίες μας στο φόντο των νέων συνθηκών

28. Στο ΚΣΟ του Μάη εκτιμήσαμε ότι η είσοδος σε μία περίοδο διεθνών πολιτικών και οικονομικών κλυδωνισμών, καθώς και η νέα όξυνση της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης στη χώρα μας πιθανότατα με προώθηση και εφαρμογή νέων μνημονίων εντός του επόμενου έτους συνυπάρχουν με την σοβαρή αδυναμία παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα σε όλες τις μορφές του (κοινωνικά, πολιτικά) τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς. Η εικόνα μίας σχετικής θετικής επιτάχυνσης των διεργασιών στις πολιτικές πρωτοβουλίες που συμμετέχουμε λόγω και της επιτάχυνσης του «αντικειμενικού» πολιτικού χρόνου δεν συνεχίστηκε όμως με την έξοδο από το lock down. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να εκτιμηθεί, και δεν αφορά μόνο τις οργανωμένες δυνάμεις. Αφορά και ένα διάχυτο κλίμα σε ευρύτερο δυναμικό που ενώ αρχικά έδειξε μία σχετική επανασυσπείρωση στην περίοδο του lock down και εμφανίστηκε εκ νέου ένα ενδιαφέρον για το τι πρέπει να γίνει, κατόπιν επέστρεψε στην αδράνεια. Αυτό που πρέπει να εκτιμηθεί είναι το πόσο η δυσμενής ακόμα κατάσταση των πολιτικών υποκειμένων και η εμφανής αναντιστοιχία τους με τις ανάγκες αναβαθμισμένης παρέμβασης σε μία νέα περίοδο κρίσης επιδρά παραλυτικά σε ένα ευρύτερο δυναμικό. Με απλά λόγια, το πόσο η εμφανής αδυναμία μίας συγκρότησης σε κοντινό χρόνο ενός μαζικού πολιτικού υποκειμένου, που ξαναφάνηκε στην περίοδο αυτή παρά τις δυνατότητες και τα προχωρήματα που έγιναν, λειτουργεί αποσυσπειρωτικά για ένα ευρύτερο δυναμικό. Αυτό π.χ. ερμηνεύει ίσως μία επανεμφάνιση τάσεων δορυφοριοποίησης στο ΚΚΕ που φάνηκαν εκ νέου μέσα σε αυτή την περίοδο (και με αφορμή την λάθος αντιπολεμική γραμμή του χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά πολύ περισσότερο την αμηχανία που έδειξε να κυριαρχεί λίγο μετά το lock down και ενώ πλέον υπήρχαν ξανά δυνατότητες για δια ζώσης δράσεις και συζητήσεις. Πρέπει όμως να εκτιμηθεί, επίσης, ότι την ίδια στιγμή που ο υποκειμενικός παράγοντας (στενότερος-οργανωμένος και ευρύτερος ανένταχτος) μετά το lock down βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση ήταν πιο αναβαθμισμένη σχετικά με πριν η κινητικότητα σε επίπεδο κοινωνικών χώρων ενός κοινωνικού δυναμικού που δεν σχετίζεται απαραίτητα με την Αριστερά και την ενεργό πολιτική, ακριβώς επειδή συσσωρεύεται δυσαρέσκεια και ανασφάλεια στην κοινωνία. Ο αριθμός μεγαλύτερων και μικρότερων κινητοποιήσεων στις αρχές καλοκαιριού δεν ήταν μικρός και πιθανότατα αυτό εκτιμήθηκε για την επιτάχυνση της ψήφισης του νόμου κατά των διαδηλώσεων (που αρχικά είχε εξαγγελθεί για τέλη Ιούλη). Αυτή η κινητικότητα, βέβαια, μπορεί να πάρει και εξαιρετικά αντιφατικές έως και αντιδραστικές όψεις (βλ. κινητοποιήσεις κατά της χρήσης μάσκας κλπ.), όμως κυρίως αφορούσε έως τώρα αντιδράσεις που σχετικά με εργασιακά ζητήματα.

29. Η κατάσταση αυτή επιβάλει να ξανασκεφτούμε την πορεία και τον βηματισμό των πολιτικών πρωτοβουλιών που συμμετέχουμε. Ενώ είναι εμφανές ότι χρειάζεται ένα μαζικό και ριζοσπαστικό αριστερό πολιτικό υποκείμενο που να μπορεί να παρεμβαίνει πλατιά και να επιδρά στο συσχετισμό δύναμης έστω και στο επίπεδο μίας καλύτερης οργάνωσης των αντιστάσεων, αυτό δεν θα συγκροτηθεί απλά με συζητήσεις και διεργασίες «από τα πάνω», με διεργασίες ενότητας μίας «γεωμετρίας» δυνάμεων πέρα και έξω από τις πολιτικές εξελίξεις και την κοινωνική κίνηση. Η αδυναμία για κάτι τέτοιο εκτιμούμε ότι φάνηκε και με το σχετικό όριο που βρήκαν όλες οι διεργασίες (κοινή δράση των 9 οργανώσεων, πρωτοβουλία για ένα χώρο διαλόγου των 4, Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων) παρά το προχώρημα και την επιτάχυνση που αρχικά φάνηκε να υπάρχει. Οι συσσωρευμένες αδράνειες συνεχίζουν να επιδρούν βάζοντας όρια που δεν μπορούν να ξεπεραστούν απλά με συντροφική συζήτηση και πίεση, ούτε προσφέρει κάτι παραπάνω η πραγματοποίηση εκδηλώσεων με αντίστοιχη γεωμετρία δυνάμεων που τείνουν να ανακυκλώνουν πλέον τη συζήτηση (βλ. τις εκδηλώσεις των 4 και του Συντονισμού τον Ιούλη, που παρά τη σχετική μαζικότητα, ήταν εμφανής η πολιτική αμηχανία). Και για αυτό δεν μπορούμε να αναλωθούμε μόνο ή κύρια σε αυτή τη μεθοδολογία, κάτι που άλλωστε απασχολεί, σπαταλά και φθείρει τελικά και κρίσιμες δικές μας δυνάμεις σε συναντήσειςκαι επαφές που δεν οδηγούν τελικά στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

30. Αν οι εκτιμήσεις για την κατάσταση του πολιτικού δυναμικού και την σχετική κινητικότητα ενός ευρύτερου κοινωνικού ισχύουν, θεωρούμε ότι χρειάζεται να δοθεί το βάρος μας στο έμπρακτο προχώρημα των όποιων ενωτικών διεργασιών σε βασικά επί μέρους πεδία. Να υπάρξει δηλαδή δοκιμασία στην πράξη με το δυναμικό άλλων δυνάμεων μέσα στη ζωντανή δράση με κοινωνικό δυναμικό. Αλλιώς θα ανακυκλώνεται απλά μία κρισιακή πραγματικότητα απογοητεύοντας διαρκώς περισσότερο. Αυτό σημαίνει έμφαση στην κατεύθυνση έμπρακτης αποτύπωσης διαδικασιών κοινής δράσης, σύγκλισης και συμπόρευσης δυνάμεων πρώτα και κύρια στο εργατικό κίνημα που έχει να αντιμετωπίσει άμεσα κρίσιμες μάχες. Με συζήτηση και εκπόνηση ενός βασικού και αναγκαίου προγράμματος πάλης για τις μάχες που έρχονται, με προσπάθεια κοινής πολιτικοσυνδικαλιστικής διάταξης σε χώρους. Τα παραδείγματα για μία τέτοια κατεύθυνση (ΑΡΑΓΕΣ, Ενωτικό κίνημα για την Ανατροπή, Δίκτυο 19 ως συγκρότηση πολιτικής τάσης εντός των Παρεμβάσεων της Δευτεροβάθμιας) πρέπει να γενικευτούν και να βρεθεί ο βηματισμός για την υπέρβαση των επί μέρους ξεχωριστών εργατικών πρωτοβουλιών και τη συγκρότηση μίας κοινής πολιτικοσυνδικαλιστικής ομπρέλας. Ξέρουμε ότι τα ανοιχτά θέματα σε περιεχόμενο και μορφή δράσης είναι υπαρκτά με άλλες δυνάμεις, όμως η πίεση της ανάγκης για αναβάθμιση της πάλης ενάντια σε ό,τι έρχεται, η αναμέτρηση με πραγματικά ερωτήματα και μέτωπα και η κατατεθειμένη βούληση δυνάμεων για υπερβάσεις (συχνά και πιο προωθημένη από τις πολιτικές δυνάμεις στις οποίες αναφέρονται, βλ. ΜΕΤΑ και ΛΑΕ) είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για να μπορέσουν να υπάρξουν πραγματικά προχωρήματα. Τέτοια προχωρήματα θα λειτουργήσουν καταλυτικά για διεργασίες και σε άλλα πεδία και κεντρικά. Ιεραρχούμε πρωτίστως το εργατικό πεδίο και κατόπιν το πεδίο των αυτοδιοικητικών κινήσεων και των τοπικών κινημάτων όπου η κινητικότητα είναι σαφώς μικρότερη σε αυτή την περίοδο. Υπό αυτό το πρίσμα, ρίχνουμε πρώτιστο βάρος σε όλες τις πρωτοβουλίες που συμμετέχουμε για να εμπλακούν οι δυνάμεις τους από κοινού σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχει νόημα να συντηρείται για πολύ π.χ. μία συζήτηση για το εργατικό κίνημα σε 2-3 διαφορετικά«τραπέζια» και να μην συζητάνε και δρουν από κοινού όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις (και μάλιστα με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις τους και όχι «δια αντιπροσώπων» στελεχών των οργανώσεων).

31. Πιο συγκεκριμένα, η συζήτηση των 9 οργανώσεων για την κοινή δράση δεν μπορεί να διατηρηθεί σε ένα «από τα πάνω» επίπεδο ούτε χρειάζονται βιαστικές κινήσεις δημόσιας εμφάνισης, την ίδια στιγμή που δεν έχουν υπάρξει έμπρακτες κινήσεις συγκλίσεων και προχωρημάτων σε πεδία. Το βάρος, λοιπόν, πρέπει να δοθεί εκεί. Ακριβώς επειδή επιμένουμε στην έννοια των δεσμεύσεων και της αξιοπιστίας για να υπάρχουν στέρεα βήματα που σταδιακά να πείθουν και να εμπνέουν ένα ευρύτερο δυναμικό (κάτι π.χ. που δεν έγινε με την εξαιρετικά προβληματική στάση της ΑΡΑΣ έναντι των υπόλοιπων στην Επιτροπή για την Ελευθερία στη Διαδήλωση). Ιεραρχούμε πρωτίστως την εμπλοκή όλων των δυνάμεών της στη συζήτηση για την εκπόνηση ενός κοινού προγράμματος πάλης και για σύγκλιση και συμπόρευση στο συνδικαλιστικό πεδίο. Σε δεύτερο επίπεδο, επιδιώκουμε την αναβάθμιση της πολιτικής συζήτησης και του συντονισμού στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης και των τοπικών κινημάτων, κάτι που απαιτεί περισσότερο χρόνο επειδή έχει πρόσθετες αντικειμενικές δυσκολίες κοινού βηματισμού. Διερευνούμε τη δυνατότητα να υπάρχει κοινή στάση στο αντιπολεμικό κίνημα και στο φεμινιστικό κίνημα και προχωράμε και βαθύτερα (όπως κάνουμε ήδη άλλωστε) με όσες δυνάμεις συγκλίνουμε περισσότερο σε αυτά.

32. Η κατάσταση της πρωτοβουλίας των 4 για ένα χώρο διαλόγου βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο. Η αναπαραγωγή μίας κεντρικής συζήτησης έχει οδηγήσει σε ένα τέλμα και προτάσεις για νέες εκδηλώσεις για θέματα συγκυρίας ή για το κεντρικό πολιτικό ζήτημα θα το αναπαράγουν. Για την υπέρβαση αυτής της κατάστασης η απάντηση δεν είναι ούτε μία στενότερη σύνδεση των 4 οργανώσεων με κοινές ολομελειακού χαρακτήρα συζητήσεις. Επιμένουμε στην εκτίμηση ότι η προοπτική ενός χώρου διαλόγου μετωπικού χαρακτήρα για να μπορεί να κριθεί επαρκής πρέπει να αφορά ένα εύρος δυναμικού που περιλαμβάνει τουλάχιστον το αριστερό δυναμικό της ΛΑΕ, τις δυνάμεις του Συντονισμού δράσης και διαλόγου κομμουνιστικών δυνάμεων και φυσικά τις οργανώσεις που συνυπογράψαμε το κείμενο των 4 (ΔΕΑ, Αναμέτρηση, Συνάντηση για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά), όπως και ευρύτερο ανένταχτο δυναμικό. Θεωρούμε αναγκαία την εμπλοκή του δυναμικού της πρωτοβουλίας των 4 με τις διεργασίες σύγκλισης πρωτίστως στο εργατικό κίνημα και τις γειτονιές. Αν δεν υπάρχει ένα κοινό πνεύμα για την αντιμετώπιση αυτών των διεργασιών θα υπάρξει σημαντικό πρόβλημα. Αντιθέτως, αν υπάρχει από κοινού στάση (όπως εκτιμούμε ότι υπάρχουν δυνατότητες), οι δυνάμεις των 4 μπορούν να παίξουν ένα καταλυτικό ρόλο κομίζοντας κρίσιμα στοιχεία στο επίπεδο μίας πιο σύγχρονης και νεανικής φυσιογνωμίας ριζοσπαστικής Αριστεράς. Εφόσον προχωρά και ιεραρχείται μία τέτοια κατεύθυνση προφανώς δεν είμαστε αρνητικοί ούτε για κοινές πολιτικές ανακοινώσεις και κοινή δημόσια παρουσία στο δρόμο ούτε για πολιτικές εκδηλώσεις εφόσον κριθούν αναγκαίες. Όμως, δεν μπορεί να εξαντληθεί η πρακτικών των 4 μόνο ή κυρίως σε αυτό.

33. Ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων έχει θέσει για τον εαυτό του έναν βαθύτερο στόχο, τη στρατηγική σύγκλιση σε μία προοπτική κοινής οργάνωσης, και όχι απλώς την κοινή δράση και τη μετωπικού χαρακτήρα συνύπαρξη δυνάμεων. Στρατηγική σύγκλιση δυνάμεων με φυσιογνωμία σύγχρονης κομμουνιστικής αναζήτησης, με ανασυνθετική φυσιογνωμία και λογική, με συγκρότηση κοινών πρακτικών, και προοπτικά διάταξης και λειτουργίας των δυνάμεων που προχωρούν σε μία τέτοια διαδικασία, με ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία. Επιμένουμε ότι η διαδικασία του Συντονισμού θέλει διαρκώς δημιουργική όξυνση των αντιθέσεων εντός του με εμβάθυνση της στρατηγικής – προγραμματικής συζήτησης με δημιουργικό τρόπο και όχι εγκεφαλικά (βλ. το παράδειγμα της συζήτησης για εκπαίδευση στο πλαίσιο της ύπαρξης του Δικτύου 19), με σαφή αποδοχή της ανάγκης παράλληλης κίνησης «μετωπικά» και «στρατηγικά», δηλαδή της παράλληλης παρέμβασης και πρωτοβουλιών στα κινηματικά μέτωπα, σε πρωτοβουλίες μετωπικού χαρακτήρα και την προγραμματική συζήτηση και προσπάθεια συγκρότησης μίας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης, με σαφή δέσμευση για στοιχειώδη συνεννόηση και κοινή δράση στην πράξη και στους επί μέρους χώρους. Η «σφιχτή» οργανωτική μορφοποίηση είναι ακόμα πρόωρη, η όποια οργανωτική μορφοποίηση θα πρέπει να προχωρά βήμα βήμα στο βαθμό που προχωρούν τα παραπάνω. Όπως έχουμε πει, δεν διακρίνουμε πρώτα κάποια περίοδο «εσωστρεφούς» συγκρότησης και αργότερα ένα κινηματικό και πολιτικό «άνοιγμα», αλλά θεωρούμε ότι το πολιτικό υποκείμενο συγκροτείται μέσα από την κινηματική παρέμβαση και τις πολιτικές δοκιμασίες. Και για αυτό για εμάς είναι όρος η ύπαρξη ενός ενιαίου βηματισμού για τη διάταξη των δυνάμεων του Συντονισμού από κοινού στα κινηματικά μέτωπα και τις ενιαιομετωπικές διεργασίες και η δική του οργανωτική συγκρότηση δεν μπορεί παρά να έχει αυτό το περιεχόμενο (συζήτηση, απόφαση, δράση και απολογισμό της κοινής κίνησης κινηματικά και πολιτικά). Σε ένα επίπεδο βηματισμού πρέπει να προχωρήσουν κάποια βασικά βήματα που έχουμε αποφασίσει:

- εκπόνηση μίας πολιτικής τοποθέτησης για τη νέα περίοδο που άνοιξε η φάση της επιδημίας, με στοιχεία άμεσου προγράμματος πάλης και αιτημάτων και μίας συνολικότερης αφήγησης για μία διαφορετική πορεία για την κοινωνία

- προχώρημα των «τομεακών» συσκέψεων των δυνάμεων του Συντονισμού ώστε να ωσμωθεί, να συζητήσει και να συντονιστεί το δυναμικό του και να σχεδιάσει κοινές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις στο κίνημα και πολιτικά (σχέδιο για εργατική δουλειά και ενωτικό ταξικό πόλο στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, σχέδιο για συντονισμό και θεματικές επεξεργασίες αυτοδιοικητικών σχημάτων κλπ.). Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να συντονιστεί και να συμβαδίσει με την προσπάθεια για σύγκλιση ευρύτερων δυνάμεων σε αυτούς τους χώρους στο πλαίσιο της προσπάθειας για ένα μετωπικό χώρο διαλόγου και κοινής δράσης.

- προοπτικά την καλύτερη οργάνωση του πολιτικού, προγραμματικού και στρατηγικού διαλόγου όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν μες τη χρονιά

Η. Για το βηματισμό της Αριστερής Ανασύνθεσης

34. Εκτιμούμε ότι η σχετική αλλαγή της περιόδου που τροποποιεί σχετικά τη στάση μας στις πολιτικές πρωτοβουλίες επιτάσσει να ιεραρχήσουμε παραπάνω την λειτουργία, τη συζήτηση και τη συγκρότηση της οργάνωσης. Αφενός για να προετοιμαστούμε για μία απαιτητική περίοδο με δυσκολίες που έρχεται και αφετέρου για να αναβαθμίσουμε τη συμβολή μας στην επεξεργασία προγραμμάτων πάλης και στην προγραμματική - στρατηγική συζήτηση στις κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που συμμετέχουμε. Η στασιμότητα που αποτυπώνεται στο τοπίο της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν αντιστοιχεί εν όψει μίας περιόδου κοινωνικών αναταράξεων που αναμένεται λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης. Και δεν θα αλλάξει αυτή η στασιμότητα απλώς με κεντρικές συζητήσεις για ενωτικές πρωτοβουλίες ή επίκληση στην ενότητα, που έδειξαν τα όρια τους στην περσινή χρονιά όταν δεν συνοδεύονται από βάθεμα της συζήτησης ταυτόχρονα με έμπρακτες κινήσεις σε πεδία ώστε να δημιουργούνται κοινωνικές και πολιτικές αποκρυσταλλώσεις (είτε με τη μορφή οχημάτων ανά πεδίο και κοινωνικό χώρο, είτε με τη μορφή ουσιαστικού προχωρήματος μίας συζήτησης που να καταλήγει σε κοινά σημεία με ένα στοιχειώδες προγραμματικό βάθος ταυτόχρονα με ένα πολιτικό βηματισμό). Για να το πούμε αλλιώς, η κρισιακή κατάσταση και οι πολιτικές αδράνειες κυριαρχούν ακόμα και επικαθορίζουν την κίνηση όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, με εξαίρεση τελικά την «παρένθεση» της περιόδου του lock down που αυξήθηκε θετικά η πολιτική κινητικότητα. Για αυτό το λόγο, εκτιμούμε ότι πρέπει να ιεραρχήσουμε τη δουλειά μας σε συγκεκριμένα πεδία και τη συλλογική προγραμματική συζήτησή μας, και γενικά και όσον αφορά στα ειδικά προγράμματα πάλης ανά πεδία και χώρους.

35. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να επιμείνουμε στον τομεακό σχεδιασμό που αποφασίσαμε στο ΚΣΟ στην αρχή της περσινής χρονιάς και να εγγυηθούμε καλύτερα την εφαρμογή του. Ο σχεδιασμός αυτός είχε θετικά αποτελέσματα στον τομέα νεολαίας, με σχετική αναβάθμιση της πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης, με καλύτερα σχεδιασμένη και πιο αποτελεσματική κινηματική παρουσία, με καλύτερη διοργάνωση πολιτικών διαδικασιών και γεγονότων (βλ. καλύτερη προσέλευση νεολαίων στο φετινό camping, διεξαγωγή κάποιων μορφωτικών διαδικασιών στην περίοδο του lock down που όμως θέλουν καλύτερη οργάνωση και βοήθεια από την οργάνωση για να συνεχιστούν). Η αναβάθμιση της δουλειάς πρέπει να συνεχιστεί πολιτικά και οργανωτικά και θα υπάρξει βοήθεια ως προς αυτό και από τα κεντρικά όργανα σε συνεννόηση με τα όργανα του τομέα νεολαίας. Η δουλειά στον τομέα εργαζομένων που έχει αρχίσει να γίνεται, αλλά με ασυνέχειες, πρέπει να οργανωθεί πιο μεθοδικά. Στη φετινή χρονιά θα υπάρχουν εξελίξεις στα μέτωπα της εργασίας λόγω των προωθούμενων αναδιαρθρώσεων (νέος εργασιακός νόμος, επίδραση κρίσης σε μισθούς και σχέσεις εργασίας με προώθηση ευέλικτης εργασίας, τηλεργασίας κλπ.). Για αυτό, απαιτούνται σοβαρά προχωρήματα στις συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες που ήδη συζητιούνται και εν μέρει προχωράνε (ενωτικά σχήματα, κίνηση για νέα ενωτική εργατική πρωτοβουλία που να υπερβεί το ΜΕΤΑ και την ΠΑΤΕΚ, συγκρότηση Δικτύου 19 εντός των Παρεμβάσεων κλπ.). Και για αυτό απαιτείται η αναβάθμιση της δικής μας δουλειάς τόσο όσον αφορά στο ΣΤΕ αλλά και στη λειτουργία πυρήνων εργαζομένων σε αντίστοιχα πεδία (εκπαιδευτικών, δουλειά στον χώρο των ιδιωτικών υπαλλήλων) μαζί με την ανασυγκρότηση της λειτουργίας υπαρχόντων πυρήνων (τεχνικοί εν όψει και εκλογών στο ΣΜΤ εφόσον το επιτρέψει η επιδημία, υγειονομικοί, κτηνίατροι). Η δική μας συζήτηση πρέπει να βαθύνει στο κομμάτι της γενικής γραμμής για το εργατικό κίνημα, στα αιτήματα πάλης για την υγειονομική και κοινωνική – οικονομική κρίση, στα ειδικά προγράμματα πάλης ανά χώρο. Πρέπει άμεσα να συντονιστεί η δουλειά μας στην αυτοδιοίκηση με την υλοποίηση της απόφασης για συγκρότηση της Ομάδας Γειτονιών του ΚΣΟ που δεν έχει προχωρήσει. Να βασιστεί στη συζήτηση που έχει γίνει στο ΚΣ Αθήνας πριν το lock down και το σχετικό προσχέδιο σημειώματος που είχε γραφτεί. Χρειάζεται να συστηματοποιηθεί η ανταλλαγή εμπειρίας και ενημέρωσης μεταξύ των δημοτικών συμβούλων που είναι μέλη μας, αλλά και γενικότερα των συντρόφων/ισσων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της γειτονιάς. Επίσης, η παρακολούθηση και η εκπόνηση επεξεργασιών τόσο για νέες θεσμικές εξελίξεις (νέος νόμος για θεσμικό πλαίσιο που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση) όσο και για σημαντικά τοπικά μέτωπα που θα υπάρχουν εξελίξεις φέτος (απορρίμματα, δίχρονη προσχολική εκπαίδευση, Ελληνικό, Υμηττός, Κασσιόπη Κέρκυρας κλπ.). Να συνεχιστεί η θετική δουλειά στο φεμινιστικό κίνημα συντροφισσών της Ομάδας Γυναικών με την παρέμβαση στη Συνέλευση της 8ης Μάρτη σε Αθήνα και Πάτρα και τη λήψη σημαντικών κινηματικών πρωτοβουλιών πέρσι. Για όλα αυτά πρέπει να υπάρξουν και συγκεκριμένες χρεώσεις σε μέλη του πανελλαδικού ΚΣΟ, γιατί η απουσία συστηματικών χρεώσεων, παρακολούθησης της δουλειάς και απολογισμού δεν βοηθά στη μεθοδική παρέμβαση.

36. Πρέπει να ιεραρχηθεί αποφασιστικά η διαδικασία της συλλογικής συζήτησης και η πραγματοποίηση πανελλαδικής συνδιάσκεψης. Τα πρώτα βήματα συγκρότησης και έγκρισης προσχεδίου Θέσεων στο ΚΣΟ του Γενάρη έμειναν στάσιμα μες την περίοδο της επιδημίας και του lock down. Ως προς αυτό, προτείνουμε τον εξής βηματισμό για το προχώρημα της συγγραφής στη βάση του τελικού εισηγητικού προσχεδίου της Επιτροπής Θέσεων που εγκρίθηκε στο πανελλαδικό ΚΣΟ του Γενάρη και της συζήτησης των Θέσεων:

- συγγραφή του μέρους Α και Β των θέσεων και συζήτησή τους σε πανελλαδικό ΚΣΟ στα τέλη του 2020 (Δεκέμβρης), συζήτηση στην οργάνωση βάσει αυτών στην περίοδο Δεκέμβρη-Φλεβάρη

- συγγραφή του μέρους Γ και της πολιτικής απόφασης και συζήτησή τους σε πανελλαδικό ΚΣΟ (Φλεβάρης-Μάρτης), συζήτηση στην οργάνωση βάσει αμέσως μετά

- προσυνδιασκεψιακός διάλογος και πιθανή πραγματοποίηση εκδηλώσεων για τις Θέσεις στην περίοδο Μάρτη-Απρίλη

- διεξαγωγή πανελλαδικής συνδιάσκεψης στα τέλη της άνοιξης του 2021 εφόσον εκτιμούμε ότι στην παρούσα κατάσταση δεν θα είναι εφικτή μία δια ζώσης πανελλαδική διαδικασία μες το χειμώνα λόγω του covid19.

37. Ταυτόχρονα συνεχίζουμε την προσπάθεια για:

- την καλύτερη και πιο συλλογική λειτουργία του Πανελλαδικού Γραφείου, που έχει εν μέρει βελτιωθεί, αλλά και του ΚΣΟ ώστε να παρεμβαίνουν πιο συνεκτικά και καθοδηγητικά γίνεται για το σύνολο της οργάνωσης στην πορεία προς τη συνδιάσκεψη και στην δύσκολη περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας. Αυτό απαιτεί αυξημένη συλλογικότητα στον καταμερισμό καθηκόντων, με την ανάληψη συγκεκριμένων καθηκόντων από όλα τα μέλη του Πανελλαδικού Γραφείου και από μέλη του ΚΣΟ.

- την καλύτερη συγκρότηση της ιδεολογικής δουλειάς στο εσωτερικό μας, με πιο συλλογικά σχεδιασμένες μορφωτικές διαδικασίες του Τομέα Νεολαίας, στο βαθμό που η πιο αποκεντρωμένη διοργάνωση στο διάστημα του lock down έδειξε όρια παρά τη θετική συμβολή τους. Να προχωρήσουμε σε συγκρότηση φακέλων βασικών κειμένων και βιβλιογραφίας ανά θέμα ώστε να γίνει πιο συστηματική δουλειά στην πολιτικομορφωτική τροφοδότηση των μελών του τομέα νεολαίας. Να δούμε ειδικότερη δουλειά με τα νέα μέλη του τομέα. Επειδή και φέτος πιθανότατα θα υπάρχει πρόβλημα με την πραγματοποίηση δια ζώσης πραγματοποίησης πολιτικομορφωτικών διαδικασιών στην περίοδο του χειμώνα εξετάζουμε την πραγματοποίησή τους διαδικτυακά όπως και στην περίοδο του lock down της άνοιξης.

- εκκρεμεί να δούμε και πώς θα αξιοποιηθεί δημιουργικά το Εκτός Γραμμής και οι λέσχες στο επόμενο διάστημα, μόλις θα το επιτρέπει και η κατάσταση της επιδημίας.

38. Ειδική μέριμνα απαιτείται διαρκώς για την οικονομική δουλειά. Στην περίοδο της έξαρσης της επιδημίας και του lock down της άνοιξης λειτούργησε αρκετά καλά η ηλεκτρονική πληρωμή συνδρομών. Καλούμε τα μέλη μας να συστηματοποιήσουν την πληρωμή συνδρομών με αυτό τον τρόπο και στους επόμενους μήνες που θα υπάρχει πιθανότατα πρόβλημα πραγματοποίησης πολλών δια ζώσης διαδικασιών και εκδηλώσεων λόγω του δεύτερου κύματος της επιδημίας. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα καλό επίπεδο οικονομικά (βλ. και τον ετήσιο οικονομικό απολογισμό), με ελάχιστα χρέη πλέον και έχοντας εξυπηρετήσει τις ανάγκες της μετακόμισης σε νέα γραφεία στην Αθήνα. Στη δύσκολη χρονιά που έρχεται θα διατηρήσουμε για λόγους ανάγκης κάποιο απόθεμα, αλλά εξετάζουμε την αξιοποίηση μέρους του και για την εξυπηρέτηση άλλων αναγκών.