Σε ποιους απευθύνεται και με ποιους συνομιλεί η σημερινή ριζοσπαστική αριστερά;
Των Σπύρου Δρίτσα | Ντίνας Σωτηριάδη | Χρίστου Τουλιάτου
Ηήττα του Ιούλη του 2015 με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ήτανκαταλυτική στιγμή και οδήγησε σε αλλαγή φάσης στη χώρα μας και στο λαϊκόκίνημά της. Το βάθος της δεν έγινε άμεσα κατανοητό από το σύνολο τωνδυνάμεων της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και του ανταγωνιστικούκινήματος. Ορίζει όμως μια νέα εποχή πλέον και γι’ αυτό αναλογούν νέακαθήκοντα τόσο σε επίπεδο κινήματος όσο και για την πολιτική αριστεράκαι ακόμα περισσότερο την κομμουνιστική αριστερά. Πρώτα απ’ όλα, τοκαθήκον της αυτοκριτικής αποτίμησης κι ενός στρατηγικού στοχασμού σεσχέση με τα ελλείμματά της στη δεκαετία της κρίσης. Ελλείμματα στηνκοινωνική απεύθυνση και γείωση, στον πολιτικό-προγραμματικό λόγο, στιςπολιτικοϊδεολογικές αναλύσεις, στα οργανωτικά μοντέλα. Η νέα εποχή όμωςορίζει και άμεσα καθήκοντα σε σχέση με την κοινωνική και πολιτικήαπεύθυνση και διάταξη των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί την εφαρμογή τωνμνημονίων και της λιτότητας για να προβάλει ως η πλέον αξιόπιστηπολιτική λύση για την εγχώρια αστική τάξη και τους δανειστές.Ταυτόχρονα, με τις επιλογές του στην εξωτερική πολιτική επιχειρεί ναδείξει ότι αποτελεί τον πλέον πειθήνιο και αξιόπιστο συνομιλητή τωναμερικανονατοϊκών κέντρων. Εντάσσει αυτές τις κινήσεις του σε μιαευρύτερη προσπάθειά του μετά τον Ιούλη του 2015 να επανανοηματοδοτήσειτο δίπολο «αριστερά»-«δεξιά» αποφορτίζοντάς το όσο γίνεται απόοποιαδήποτε σχέση με τα ζητήματα των μνημονίων, της λιτότητας, της ρήξηςμε τους δανειστές και το ευρωσύστημα. Όπου «αριστερά» θα είναι πλέονμια σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση, η οποία καταργεί το «κοινωνικό κράτος»διατηρώντας μόνο ελάχιστες εγγυήσεις σε ακραίες μορφές φτώχειας για ναμην υπάρχει εξαθλίωση και δίνει έμφαση σε κάποια τυπικά αστικά ατομικάδικαιώματα έναντι των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Και δεξιάθα είναι ένα μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και σκληρούνεοσυντηρητισμού με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Και τελικά τοκοινωνικό-ταξικό ζήτημα, η μνημονιακή επιτροπεία και η ανάγκη ρήξης μετις αστικές πολιτικές και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες καιολοκληρώσεις θα παραμένουν στο απυρόβλητο θεωρούμενα ως αναμφισβήτηταστοιχεία του αποδεκτού πλαισίου πολιτικής.
Η σημερινή κοινωνική και πολιτική αριστερά πρέπει αποφασιστικά ναοριοθετείται από αυτό το δίπολο της αστικής πολιτικής που αναπτύσσεταιτόσο εγχώρια όσο και διεθνώς. Όσες δυνάμεις, ακόμα και του πρόσφατουαντιμνημονιακού κινήματος, δεν το κάνουν αυτό θα βρεθούν να παλεύουνκάτω από ξένες σημαίες αστικών ρευμάτων και επιλογών σε καιρούς πουπροβάλλει ως επιτακτικό καθήκον να σηκωθεί ξανά η σημαία της αριστεράςτων αντιιμπεριαλιστικών και αντικαπιταλιστικών ρήξεων και του κοινωνικούμετασχηματισμού. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, που μετά την περίοδο 2010-15και την ήττα του Ιούλη του 2015 η σημαία που σηκώθηκε με την ορμητικήανάπτυξη του λαϊκού αντιμνημονιακού κινήματος και της ριζοσπαστικήςαριστεράς δείχνει πεσμένη μαζί με το ηθικό πολλών αγωνιστών καιαγωνιστριών, αλλά και ευρύτερου λαϊκού δυναμικού, που έδωσε τη μάχη γιαέναν άλλον δρόμο για την ελληνική κοινωνία κόντρα σε μνημόνια, λιτότητακαι ευρωμονόδρομους. Από εκεί πρέπει να ξαναρχίσουμε με όρους μαζικήςκαι ενωτικής ριζοσπαστικής πολιτικής, με επιμονή στην ανασυγκρότησηκινηματικών αντιστάσεων και συνειδητές προσπάθειες για την αναγκαίαανασύνθεση μιας νέας ριζοσπαστικής αριστεράς. Πλέον δεν είμαστε στηνπερίοδο προ του Ιούλη του 2015, όπου υπήρχε μαζικό και συγκροτημένοαντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ και το ζήτημα είναι η πολιτικήεκπροσώπησή του. Υπάρχουν κομμάτια αυτού του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ,αλλά είναι πλέον διασκορπισμένα στο έδαφος της κινηματικής υποχώρησηςμετά τον Ιούλη του 2015. Και είναι στοιχείο κοινωνικής και πολιτικήςεπιλογής το πού απευθύνεσαι προνομιακά και από πού θα ξαναρχίσεις τηνπορεία για μια εκ νέου συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικούμπλοκ για την ανατροπή της μνημονιακής επιτροπείας και τωνευρωμονόδρομων. Μαθαίνοντας και από την εμπειρία της ήττας και ό,τι αυτήσυνεπάγεται σε επίπεδο πολιτικών συμπερασμάτων, επιλογών καιπρογραμματικών αναγκών.
Γι’ αυτούς τους λόγους, σε αυτή τη συγκυρία η ριζοσπαστική αριστεράαπευθύνεται πρωτίστως στον κόσμο της εργασίας, τους εργαζόμενους/ες καιτους ανέργους/ες, τη νεολαία, τους αυτοαπασχολούμενους αγρότες καιεπαγγελματίες, τους πληττόμενους συνταξιούχους, τους μετανάστες καιπρόσφυγες, τα ΛΟΑΤΚΙΑ άτομα. Απευθύνεται προνομιακά σε αυτόν τον κόσμομε το ριζοσπαστικό πρόγραμμά της και προσπαθεί να οργανώσει τιςαντιστάσεις του και τις μάχες ενάντια στα μνημόνια, τη λιτότητα, τηνεπιτροπεία, τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο, το ρατσισμό και τον φασισμό.Απευθύνεται διαφυλάσσοντας και διατηρώντας ακέραιο τον πολιτικό, ηθικόκαι αξιακό πυρήνα της αριστεράς. Με ταξικά πατριωτικό και διεθνιστικόλόγο, με πλήρη οριοθέτηση και εναντίωση με τις λογικές, τις πρακτικέςκαι τους φορείς της δεξιάς και ακροδεξιάς, τον εθνικισμό και τηνπατριδοκαπηλία.
Πρέπει να είναι καθαρό, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο γιατυχοδιωκτικές λογικές απεύθυνσης σε θολά νερά κάποιου υποτιθέμενου«πατριωτικού» χώρου που δεν ανήκει ήδη στην δεξιά. Με τρόπο και λόγο πουελάχιστη σχέση έχει με την παράδοση του αριστερού και κομμουνιστικούκινήματος για την υπεράσπιση της εθνικής και λαϊκής ανεξαρτησίας και τηνγνήσια αντιιμπεριαλιστική πάλη. Πολύ περισσότερο δεν νοούνταισυνομιλίες με φορείς μισαλλόδοξων, πόσο μάλλον εθνικιστικών, απόψεων καισυμμετοχή σε αντίστοιχες εκπομπές. Τέλος, δεν νοείται «ηγεσία» πουαυτονομείται από τη συλλογικότητα και τις ειλημμένες πολιτικές αποφάσειςτης. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρουσία του γραμματέα της Λαϊκής ΕνότηταςΠαναγιώτη Λαφαζάνη στην εκπομπή «Σπαρτιάτες» της διαδικτυακής τηλεόρασης«Επανελλήνισις» την Παρασκευή 2.11 είναι απαράδεκτη και αποτελείεξαιρετικά μεγάλο πολιτικό ολίσθημα. Δεν χωρά οποιαδήποτε δικαιολόγησηκαι απαιτείται έμπρακτη οριοθέτηση και αντίστοιχα μέτρα αποκατάστασηςτόσο του αναγκαίου λόγου και πρακτικών μίας σύγχρονης ριζοσπαστικήςαριστεράς όσο και της πληγωμένης συλλογικότητας.