Τα «κίτρινα γιλέκα» ή η αριστερά αντιμέτωπη με μια απρόβλεπτη εξέγερση
Τα«κίτρινα γιλέκα» είναι η απόδειξη ότι οι δυναμικές της οικονομικής,κοινωνικής και πολιτικής κρίσης είναι ενεργές και μπορούν να παράγουνμεγάλης κλίμακας κινητοποιήσεις και οριακά εξεγερσιακές ακολουθίες πουφέρνουν σε πραγματικά δύσκολη θέση τις κυρίαρχες τάξεις και το πολιτικόπροσωπικό τους.
Η αφετηρία τέτοιων κινημάτων βρίσκεται στον εκρηκτικό συνδυασμόανάμεσα στις πολιτικές λιτότητας, τον διαρκή περιορισμό αυτού πουονομάστηκε «κοινωνικό κράτος», την αυξανόμενη επισφάλεια, που δεναποτελεί πλέον απλώς μια επιδείνωση του εργασιακού συμβολαίου αλλά μιαβαθύτερη υπαρξιακή συνθήκη των όρων αναπαραγωγής της ζωντανής εργασίας,αλλά και μια ολοένα και εντεινόμενη αίσθηση απόστασης ανάμεσα στιςοικονομικές και κοινωνικές ελίτ, που δεν περιορίζεται απλώς στο ότι οισύγχρονες κοινωνίες είναι πιο άνισες παρά ποτέ, αλλά και στην αίσθησηότι οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι περισσότερο παρά ποτέθωρακισμένες. Ειδικά στο ευρωπαϊκό επίπεδο αυτό επιτείνεται και από τηνπαράλληλη υπονόμευση κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας από την ίδια τηδιαδικασία της ολοκλήρωσης και την επέκταση της επιτήρησης στο σύνολοτων κρατών-μελών.
Στη γαλλική περίπτωση είχαμε μια ακολουθία από επιθετικές κινήσειςαπό τη μεριά και της κυβέρνησης Ολλάντ και μετά της κυβέρνησης Μακρόν,με σημαντικές ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και την ασφάλιση.Φαινομενικά, τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν σε μια ακολουθία ηττώντων εργατικών λαϊκών δυνάμεων. Αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο στην περίοδοτου Μακρόν, που είχε και την αντίληψη ότι το βασικό είναι να περάσειπολύ γρήγορα έναν μεγάλο αριθμό μέτρων, ώστε να μπορέσει μετά ναχειριστεί τις αντιδράσεις. Η τακτική αυτή φάνηκε να λειτουργεί, μια πουένας ολόκληρος κύκλος αντιστάσεων να φέρνει αποτελέσματα, μέχρις ότουήρθε η ώρα του περιβαλλοντικού φόρου για τα καύσιμα.
Η φορολογία έχει αποκτήσει ιδιαίτερη φόρτιση. Σε μια αντιστροφή τωνιστορικών αιτημάτων για προοδευτική φορολογία, που στην Ευρώπη εν μέρειείχε γενικευτεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και που κυρίως έπλητταν ταανώτερα ατομικά εισοδήματα, η γενικότερη τάση τώρα είναι η μείωση τηςφορολογία των επιχειρήσεων και των υψηλών εισοδημάτων, υποτίθεται με τηνψευδαίσθηση ότι αυτό θα απελευθερώσει κεφάλαια για επενδύσεις, την ίδιαώρα που οι εργαζόμενες τάξεις αντιμετωπίζουν ένα ολοένα και αυξανόμενοφορολογικό βάρος που παίρνει ποικίλες μορφές. Στη Γαλλία αυτό είναιιδιαίτερα έντονο, με το συνδυασμό ανάμεσα στην αύξηση φόρων και εισφορώνγια μισθωτούς και συνταξιούχους, την ώρα που καταργούνται ο φόροςμεγάλης περιουσίας και διατηρούνται εξαιρετικά υψηλά ποσοστάφοροδιαφυγής των επιχειρήσεων.
Υπογραμμίζουμε αυτό το σημείο, μια που παραδοσιακά τα κινήματα πουσχετίζονται με τη φορολογία είναι κινήματα έντονα μικροαστικά και συχνάαντιδραστικά, όμως σήμερα, απέναντι σε πολιτικές αναδιανομής υπέρ τουκεφαλαίου, το ζήτημα της φορολογίας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη.
Πολλά ειπώθηκαν για τον «μικροαστικό» χαρακτήρα του κινήματος. Αυτόπροέκυψε αρχικά από την εύκολη συσχέτιση ανάμεσα σε συχνή χρήση τουαυτοκινήτου και μικροαστικές κοινωνικές εντάξεις. Στην πραγματικότητα, οκορμός του κινήματος είναι μισθωτά και εργατικά στρώματα, όπωςαποτυπώθηκε και σε όποιες έρευνες έγιναν για την κοινωνική σύνθεση αυτώνπου κινητοποιούνται. Άλλωστε, οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν ήτανακριβώς άνθρωποι που ζούσαν στην επαρχία, όπου το κόστος ζωής είναι πολύμικρότερο από τις μεγάλες πόλεις για να μπορούν να τα βγάλουν πέρα π.χ.με έναν σχετικά χαμηλό μισθό, ακόμη κι αν η ζωή στην επαρχία μπορεί νασημαίνει συχνή χρήση του αυτοκινήτου. Και ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποιμε αυξημένα διόδια, αύξηση των τιμών των καυσίμων και κάμερες να κόβουναθρόα πρόστιμα καθώς μειώθηκαν τα όρια ταχύτητας.
Όμως αυτό φάνηκε ότι ήταν μόνο η αρχή και ότι στην πραγματικότητασυγκεφαλαιώνονταν όλα τα προβλήματα και οι διαμαρτυρίες των τελευταίωνετών. Αναδεικνυόταν ένα έτοιμα κοινωνικής δικαιοσύνης, δημοκρατίας καισυμμετοχής, ανάλογο με αυτό που έχουμε δει σε μια σειρά κινήματα από το2011 και μετά.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να μας διαφύγει και ο ίδιος ο συμβολισμόςτου «κίτρινου γιλέκου», που όπως παρατήρησε και ο Félix BoggioEwanjé-Epée, είναι το απόλυτο «κενό σημαίνον» (είναι απλώς κάτι πουόλες/οι οι οδηγοί πρέπει πάντα να έχουν στο αυτοκίνητό τους) και γι’αυτόν τον λόγο είναι και εκείνο που μπορεί πιο εύκολα ναανασημασιοδοτηθεί αλλά και να αποτελέσει το σημείο αναφοράς, το αίτημαενότητας, όχι μόνο με την έννοια της απόρριψης των παραδοσιακώνκοινωνικών ή πολιτικών ταυτοτήτων, αλλά και με την έννοια της εκ νέουδιεκδίκησης μιας ενότητας που πατάει ακριβώς πάνω στην κοινήπραγματικότητα της εκμετάλλευσης, της αδικίας, της αδυναμίας πρόσβασηςσε βασικά αγαθά.
Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον στη δημόσια σφαίρα της Γαλλίας επανέρχεται ηθεματική του «κοινωνικού ζητήματος» και των τάξεων. Αυτή η εκ νέουαναμέτρηση με το γεγονός ότι οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε είναικοινωνίες πρώτα και κύρια ταξικές και ότι υπάρχει αυξανόμενο χάσμαανάμεσα σε αυτούς που εξαρτώνται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τηνανάγκη να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη για να επιβιώσουν καιόσους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εξαρτούν την ύπαρξη και αναπαραγωγήτους από το ίδιο το γεγονός της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας.
Εάν κάτσει κανείς να ακούσει και αποσπάσματα ακόμη από το πλήθος τωνσυνεντεύξεων που ήδη είναι διαθέσιμες από ανθρώπους του κινήματος, θαεντυπωσιαστεί από μια βαθιά ταξική αίσθηση που αποπνέουν, από μιαεπίγνωση των όρων που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση και από μιαβαθύτερη απόρριψη του πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού.
Την ίδια στιγμή, το κίνημα επιδεικνύει ορισμένα χαρακτηριστικά πουαποπνέουν πρωτοτυπία. Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακό το πώς είδαν τησύγκρουση. Δεν ήταν η κλασική και στοχευμένη σύγκρουση που στη Γαλλίαείχε έρθει ξανά στην επιφάνεια από τις πρακτικές τύπου black bloc πουείχαν καταγραφεί στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Ήταν κυρίως η διεκδίκησητου δρόμου και μάλιστα πηγαίνοντας εκεί όπου είναι τα κέντρα εξουσίας.Γι’ αυτό ανακάλυψαν ξανά το οδόφραγμα, τούτη την ιστορική μορφή καιπρακτική αντιπαράθεσης με την εξουσία και γι’ αυτό επέδειξαν τέτοιααντοχή απέναντι στην καταστολή, συχνά γιατί ήταν και άνθρωποι πουέρχονταν από τη βαριά βιομηχανία και είχαν άλλες αντοχές.
Μια κρίσιμη παρατήρηση: Έχουμε εικόνες κυρίως από το Παρίσι, όμως ηκαρδιά του κινήματος δεν ήταν κυρίως το Παρίσι, αλλά η επαρχία· και εκείυπήρξαν εντυπωσιακές κινητοποιήσεις και συχνά μεγάλες συγκρούσεις,ακόμη και σε πόλεις που δεν είχαν ιδιαίτερη παράδοση τέτοιου είδουςκινητοποιήσεις, όπως π.χ. η Τουλούζη.
Αντίστοιχα, έχει μεγάλη σημασία η πρακτική του μπλόκου. Δεν είναιαπλώς μια συμβολική κίνηση. Αποτυπώνει και μια βαθύτερη επίγνωση τηςσημασίας που έχουν στον σύγχρονο καπιταλισμό τα μεταφορικά δίκτυα. Οισύγχρονες πρακτικές logistics και ο τρόπος που διαχέεται η παραγωγή στονχώρο, σε αντίθεση με την παραδοσιακή εικόνα της χωροταξικής διάστασηςτων παραγωγικών δραστηριοτήτων, σημαίνει ότι τα δίκτυα αυτά είναιιδιαίτερα κομβικά και αντίστοιχα είναι ευάλωτα σε κινηματικές πρακτικέςπου μπορούν να καθυστερούν ή και να παρεμποδίζουν τις ροές.
Παράλληλα, στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων βλέπουμε όλα αυτά ταστοιχεία που εντοπίσαμε και σε προηγούμενες κινητοποιήσεις ήδη από το2011: επιμονή στην οριζόντια διασύνδεση με αξιοποίηση των μέσωνκοινωνικής δικτύωσης, απουσία κεντρικής ηγεσίας, τοπική διάχυση καιέμφαση στην επινοητικότητα.
Και παρότι δεν είναι ένα παραδοσιακό κίνημα στηριγμένο σε μορφές όπωςοι συνελεύσεις και τα συντονιστικά, επειδή είναι ένα αυθεντικό κίνημα,απελευθερώνει δυναμικές, απελευθερώνει δημιουργικότητα, παράγει έστω καιμοριακά νέους λόγους και νέες εικόνες και νέες πρακτικές.
Ως τέτοιο είναι ένα κίνημα το οποίο, σε αντίθεση με ένα κλασικό«συγκεντροποιημένο» συνδικαλιστικό κίνημα, δεν μπορεί εύκολα νασυνομιλήσει με την πολιτική εξουσία, όμως ισχύει και το αντίστροφο: Δενείναι εύκολο για την πολιτική εξουσία να συνομιλήσει μαζί του, να τοχειριστεί, να το χειραγωγήσει.
Και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί παρόλο που η γαλλική κυβέρνησηέκανε πραγματικές υποχωρήσεις και το κίνημα εκείνο το είδος κατακτήσεωνπου σε άλλες περιπτώσεις θα οδηγούσε σε αναγγελία νικηφόρας αναστολήςτων κινητοποιήσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φάνηκε να έχει κάποιοουσιώδες αποτέλεσμα κατευνασμού, παρά την προσπάθεια του ίδιου τουΜακρόν να δείξει ότι υποχωρεί και παρά το γεγονός ότι ακόμη και οιΒρυξέλλες έκρουσαν διακριτικό προειδοποιητικό καμπανάκι ως προς ταδημοσιονομικά.
Αντιμέτωπη με μια απρόβλεπτη εξέγερση, η γαλλική κυβέρνησησυγκεφαλαιώνει την αμηχανία και την κρίση ηγεμονίας στην Ευρώπη, πουαποτυπώνεται και σε μια ιδιότυπη «κρίση ηγεσίας» που σήμερα δείχνει ναείναι το όριο της αυταρχικής νεοφιλελεύθερης μεταδημοκρατίας.
Το σύγχρονο αστικό πολιτικό προσωπικό, βγαλμένο μέσα από κλειστάδίκτυα ταξικής αναπαραγωγής (ακόμη κι αν αυτό αφορά, όπως στην περίπτωσητης Γαλλίας, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα) και εκπαιδευμένο στις«περιστρεφόμενες πόρτες» ανάμεσα σε επιχειρήσεις και κράτος, ολοένα καιπερισσότερο αδυνατεί να έχει έστω και επίγνωση του τι συμβαίνει στηνίδια την κοινωνία, την ίδια ώρα που κουβαλάει ένα ιδιότυπο «μίσος γιατους φτωχούς», το οποίο δεν το συναντούσαμε στην ίδια κλίμακα στοπαρελθόν. Ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν πολιτισμικό, κοινωνικό,καταναλωτικό και αδυνατεί να έχει την παραμικρή εικόνα για το ποια είναιη συνθήκη στα πληβειακά στρώματα. Η βαθιά αντιδημοκρατική λογική τουφιλελευθερισμού και του κεφαλαίου, που συγκεφαλαιώνεται στην αντίληψηότι οι αγορές ξέρουν καλύτερα από τους ανθρώπους, παίρνει τη μορφή τηςοριακής αδυναμίας να διαμορφώσουν ακόμη και μια συνθήκη «παθητικήςεπανάστασης» με τις ελάχιστες παραχωρήσεις που απλώς θα αποσυσπείρωνανκαι θα παθητικοποιούσαν τις λαϊκές μάζες, διαμορφώνοντας έτσι τους όρουςμιας διαρκούς κρίσης ηγεμονίας. Αυτό αποτυπώθηκε σε διάφορες στιγμέςκαι στην αντιμετώπιση από τον κυρίαρχο λόγο αλλά και τα ΜΜΕ ως προς τοκίνημα των κίτρινων γιλέκων, ειδικά στα πρώτα βήματα αλλά και αργότερα.
Αυτό δίνει και μια ιδιαίτερη δομική διάσταση στην καταστολή πουπροκύπτει ως μια ιδιότυπη τεχνολογία εξουσίας που προσπαθεί να ακυρώσεικάθε δυνατότητα κινητοποίησης, σε μια ιδιότυπη επαναστρατιωτικοποίησητης αστυνομικής δράσης σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή χρήση προληπτικώνσυλλήψεων και απαγορεύσεων που δείχνουν ότι η «κατάσταση έκτακτηςανάγκης» ήρθη ακριβώς επειδή οι βασικές πλευρές της είχανεπανενσωματωθεί στην καθημερινή διαχείριση των μαζικών αντιδράσεων καικινητοποιήσεων. Στην πραγματικότητα η καταστολή, ιδίως η εντυπωσιακήπροληπτική ακύρωση βασικών ελευθεριών και η επιστροφή μιας ρητορικής τηςτάξης, έρχεται να υποκαταστήσει την ανάγκη να υπάρξει πραγματικήπολιτική απάντηση. Η Γαλλία έχει παράδοση σε αυτό, μια που τοκατασταλτικό αυτό οικοδόμημα το έχει ήδη χρησιμοποιήσει και τιςγειτονιές των μεταναστών και σε μια σειρά κινήματα το προηγούμενοδιάστημα, αλλά τώρα το στρέφει ενάντια σε τμήματα της κοινωνίας που ήτανμέχρι τώρα έξω από το στόχαστρο.
Τι σημαίνει πολιτικά ένα τέτοιο κίνημα; Είναι φανερό ότι, γιαοποιονδήποτε έχει αναφορά στην αριστερά και την προοπτική τηςχειραφέτησης, ένα τέτοιο κίνημα θέτει μια μεγάλη πρόκληση: τη«μετάφραση» αυτής της δυναμικής σε πολιτικές πρακτικές, σχέδια,συλλογικές μορφές που να μπορούν να την παγιώσουν και να τη βαθύνουν καιταυτόχρονα να την απελευθερώσουν και να τη μετασχηματίσουν. Γιατί είναισαφές ότι σε αυτή τους τη μορφή τέτοια κινήματα θα κάνουν τον κύκλοτους, συχνά εκρηκτικό, αλλά δεν θα μετασχηματίζονται σε μια αυτόνομηδυναμική, ενώ θα παραμένει ανοιχτό διακύβευμα ποιοι πολιτικοί χώροι θαευνοούνται από τις μετατοπίσεις που αντικειμενικά τέτοιες κοινωνικέςεκρήξεις επάγουν.
Αυτό πάει πολύ πέρα από την απλή «εκλογική εκπροσώπηση» ακόμη κι αντέτοια κινήματα έχουν και εκλογικά αποτελέσματα, κύρια ως απαξίωση τωνπαραδοσιακών πολιτικών σχημάτων. Αυτό άλλωστε το είδαμε και την Ελλάδαμε την αποσάθρωση των σχέσεων εκπροσώπησης πρωτίστως του ΠΑΣΟΚ αλλά καιτης Ν.Δ. στις εκλογές του 2012. Ωστόσο, η επικέντρωση στην εκλογικήεκπροσώπηση κάνει τέτοιες εκπροσωπήσεις εξ ορισμού επισφαλείς. Άλλωστε,αυτό φάνηκε και στην ελληνική περίπτωση όπου η εκλογική μετατόπιση προςτον ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε αποτελεσματική «μετάφραση» της κινηματικήςδυναμικής σε πολιτικό μετασχηματισμό.
Αυτό που βλέπουμε σε τέτοια κινήματα είναι ακριβώς το διακύβευμα και ηπρόκληση της παραγωγής του «λαού» ξανά ως δυνάμει αντιφατικής ενότηταςτων υποτελών, ως τη συνάντηση όλων όσων μοιράζονται την ίδια συνθήκηεπισφάλειας, ανασφάλειας, εκμετάλλευσης και σχετικής αποστέρησης. Ηανασύνθεση της δυνατότητας μιας ηγεμονίας των υποτελών και ενός νέου«ιστορικού μπλοκ» δεν μπορεί να αποτελέσει απλώς ζήτημα «εκλογικήςεκπροσώπησης», αλλά προσπάθειας για ανασύνθεση μορφών που να μπορούν μετρόπο οργανικό να καθιστούν αυτούς τους ανθρώπους, με την αγωνία αλλάκαι την επινοητικότητα και την κοινωνική ευστροφία τους, συμμέτοχουςστην πολιτική διαδικασία, σε μια διαδικασία που θα ξεκινά από τηνοριζοντιότητα αλλά δεν θα μένει εκεί· θα επιμένει στα σημεία σύγκλισης,στην αποκρυστάλλωση ενός κοινού πλαισίου που να μπορεί να ορίζει τοπεδίο της σύγκλισης, και στον πειραματισμό με νέες μορφές συλλογικήςεκπροσώπησης.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς η ριζοσπαστική αριστερά να παρέμβει, ναεπηρεάσει ή να καθοδηγήσει, αλλά να τροφοδοτήσει με τη γνώση, τηνεμπειρία, την κατεύθυνση που διαθέτει και ταυτόχρονα να προσπαθήσει ναανασυνθέσει τις συλλογικές μορφές, ξεκινώντας από το μοριακό επίπεδο τωνσυλλογικών πρακτικών, για να μπορέσει να διαμορφώσει ξανά ένα πεδίο γιανα ξεδιπλωθεί μια διαλεκτική της ηγεμονίας.
Αυτό δεν σημαίνει απλώς παρουσία ή «διάχυση», αλλά μια νέα ποιότηταεσωτερικότητας και οργανικής σύνδεσης της αριστεράς προς τη συνθήκη, τιςπρακτικές, τις αγωνίες των υποτελών τάξεων και άρα της δοκιμασίας καιτης επινόησης των συλλογικών μορφών που μπορούν να επιτελέσουν αυτή τησυνάντηση με όρους της αναγκαίας διάρκειας. Και αυτό απαιτεί και μια νέακαι όχι επίπλαστη λαϊκότητα και εργατικότητα της αριστεράς αλλά και μιανέα οργανική πειθαρχία της στράτευσης και της σκέψης.
Για άλλη μια φορά τίθεται το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί από το2011 και μετά: Με ποιον τρόπο μέσα σε τέτοιες μεγάλες κινηματικέςεξάρσεις που συνδυάζουν το αίτημα της δικαιοσύνης με το αίτημα τηςδημοκρατίας, στην πραγματικότητα τα δύο κομβικά «ίχνη του κομμουνισμού»στις διεκδικήσεις των υποτελών, μπορεί να τεθεί το θέμα μιας ιστορικάπρωτότυπης μορφής Ενιαίου Μετώπου ως «Σύγχρονου Ηγεμόνα».
Όχι μόνο ως ενότητας των πολιτικών δυνάμεων, αλλά ως συγκρότηση ενόςτόπου συνάντησης ανάμεσα σε πολιτικές πρωτοπορίες, οργανωμένα κινήματα,νέες «φυσικές ηγεσίες», οριζόντια δικτυωμένες πρωτοβουλίες και απλούςανθρώπους ως μια «συντακτική διαδικασία» που να είναι ταυτόχρονα ηπολιτική αποτύπωση του κινήματος και η δυνατότητά του να έχει φωνή, τοπεδίο μιας μορφωτικής διαδικασίας (συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να«διαπαιδαγωγηθεί ο παιδαγωγός» για να θυμηθούμε τη φράση από τις Θέσειςγια τον Φόυερμπαχ) και το εργαστήρι επεξεργασίας μιας εναλλακτικήςαφήγησης σε ρήξη με το κεφάλαιο, την Ε.Ε. και την αυταρχικήμεταδημοκρατία.
Τι θα σήμαινε αυτό; Ίσως μια σειρά αφετηρίες:
(α) Ενεργή στράτευση στο ίδιο το κίνημα, εσωτερική σχέση με αυτό καιόχι εξωτερική καθοδήγηση, άμεση εμπλοκή με τις πρακτικές του, γνωριμίαμε αυτό και μάθηση από αυτό, ακριβώς επειδή τέτοιες δυνάμει εξεγερσιακέςακολουθίες μπορούν να διδάξουν πολλά.
(β) Προσπάθεια για όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένη άρθρωση τωνδιεκδικήσεων στη διασύνδεσή τους με τα συνολικότερα πολιτικά επίδικακάθε συγκυρίας και τους κόμβους όπου συμπυκνώνεται η κυρίαρχη πολιτική.Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αυτό δεν μπορεί παρά να θέτει και τη διαρκήεπιμονή για ανάγκη ρήξης με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
(γ) Εμμονή στη σύγκλιση των κινημάτων και των αγώνων, τη συνάντησηανάμεσα στα «νέα» κινήματα διαμαρτυρίας, με το κίνημα της νεολαίας, τοεργατικό κίνημα, το γυναικείο κίνημα, το αντιρατσιστικό κίνημα. Έμφασηστα κοινά στοιχεία, στις κοινές διεκδικήσεις, στην από κοινούεπαναδιεκδίκηση της έννοιας του «λαού». Προσπάθεια να συγκροτούνταιμορφές και πρακτικές μιας σύγχρονης μαζικής δημοκρατικής πρακτικής καισυλλογικής απόφασης.
(δ) Προσπάθεια οι συγκλίσεις, οι κοινές πρακτικές, τα δίκτυα ενότηταςνα διαμορφώνουν ενιαίους χώρους και πεδία, χώρους όπου το ζήτημα τηςαπό κοινού πολιτικής συγκρότησης να μπορεί να τεθεί, χωρίς το άγχος τηςσυγκυρίας ή της καταγραφής αλλά και με προσπάθεια με έναν τρόπο ναβρεθεί το αναγκαίο «βραχυκύκλωμα» ανάμεσα στην κινηματική δυναμική καιτην πολιτική σκηνή, σε μια πρακτική που πρέπει να συνδυάζει την αγωνίανα μη χάνονται οι ευκαιρίες με την υπομονή που απαιτεί η «μοριακή»προσπάθεια για την ανασύνθεση μιας πολιτικής του κομμουνισμού.
* Το άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης τουγράφοντος στην εκδήλωση με τίτλο «Κίτρινα γιλέκα: Η απρόβλεπτηεξέγερση», η οποία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 22 Δεκεμβρίου στηνΠολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα. Στην εκδήλωσησυμμετείχε επίσης και ο Félix Boggio Ewanjé-Epée.