Πέρασαν 8 χρόνια από τότε που και εγώ, όπως και άλλος κόσμος της γενιάς μου, πήραμε την απόφαση να αφήσουμε κάποια πόλη της επαρχίας στην οποία σπουδάζαμε ή μεγαλώσαμε, για να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή στην Αθήνα. Προερχόμενες\οι από έναν άλλο τρόπο ζωής, κάτι το οποίο καθιστούσε δύσκολη τη προσαρμογή στην πρωτεύουσα, ειδικά όταν έχεις συνηθίσει να μετακινείσαι από το ένα μέρος της πόλης στο άλλο με τα πόδια ή το ποδήλατο και ξαφνικά καλείσαι να κυκλοφορήσεις στο χάος, που επικρατεί στους δρόμους της πόλης μας.

Με το πέρασμα του χρόνου, την έναρξη του εργασιακού βίου, τη δύναμη που σου δίνουν οι φίλοι, οι συνάδελφοι και οι συλλογικότητες που συμμετέχεις (το συνδικαλιστικό σχήμα Radical – IT στη δική μου περίπτωση), είναι αυτή η νέα “οικογένεια”, που αποκτάς και δίνει άλλο χρώμαστην καθημερινή ζωή στην πόλη.

Ωστόσο, η σκληρή αυτή καθημερινότητα, που βιώνουμε όχι μόνο στο χώρο εργασίας μας, αλλά και εκτός αυτού, στη ρουτίνα της πόλης, είναι ο λόγος που έκανε και εμένα να συμμετέχω μαζί με αγαπημένους ανθρώπους και φίλους, πλέον, στη συγκρότηση της Ανυπότακτης Αθήνας. Μια δημοτική κίνηση, που έθεσε εξ’ αρχής έναν απαράβατο όρο, τον οποίο μάλιστα υπερασπίστηκε, όποτε αυτό χρειάστηκε.

Να μην αποτελέσει έναν σχηματισμό που θα υπάρχει, για να εξυπηρετεί τα πολιτικά σχέδια κάποιου κόμματος. Να επιδιώξει να αναδείξει τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα μας και να συμβάλλει στα κινήματα, που υπερασπίζονται τα δικαιώματα μας και διεκδικούν μια ζωή με αξιοπρέπεια, σε μια πόλη που θα χαιρόμαστε να ζούμε.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε πολιτικοποιημένοι ή αρκετές\οι από εμάς μέλη κάποιου πολιτικού σχηματισμού. Όσες και όσοι συμμετέχουμε σε αυτή την προσπάθεια βιώνουμε στην καθημερινότητά μας τις αντιλαϊκές πολιτικές των κυβερνήσεων, ειδικά μετά την περίοδο εφαρμογής των μνημονίων στη χώρα μας. Πολιτικές, που δεν επηρέασαν μόνο την οικονομική πολιτική του κεντρικού κράτους, αλλά περιόρισαν και τους πόρους των Οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Σημαίνει κάτι τέτοιο πως λόγω των περιορισμών που έχουν τεθεί, τόσο από τους μνημονιακούς περιορισμούς στους Δήμους (με βασικό αυτό της δραστικής περικοπής της χρηματοδότησης τους), όσο και από το νόμο Βορίδη (ν. 4804/2021, που επί της ουσίας λύνει τα χέρια του εκάστοτε δημάρχου αφαιρώντας αρμοδιότητες από τα κοινοτικά συμβούλια και τις επιτροπές του Δήμου), δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε όσες\ους ασκούν πολιτική σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης?

Η απάντησή μας και ο λόγος για τον οποίο διεκδικούμε την ψήφο των συμπολιτών μας στο Δήμο της Αθήνας και στις επερχόμενες εκλογές με την Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα, είναι γιατί θεωρούμε πως υπάρχει μεγάλη διαφορά στο να διοικεί την πόλη μας μια δημοτική αρχή, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου, σε σχέση με μια δημοτική αρχή η οποία ορίζει την πολιτική της στο Δήμο βάσει των αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία αντιμετωπίζει καθημερινά δυσκολίες στην επιβίωση της σε αυτή.

Αλλά, ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, εκφράζοντας πλέον την προσωπική μου γνώμη. Σκεφτείτε το έργο της δημοτικής αρχής Μπακογιάννη την προηγούμενη 4ετία. Τους λόγους, τη χρησιμότητα και το κόστος του Μεγάλου Περιπάτου, τον τρόπο παρέμβασης στους ελεύθερους δημόσιους χώρους, χωρίς κανένα διάλογο με τους κατοίκους της γειτονιάς, με την κοπή εκατοντάδων δένδρων στα πάρκα και τους λόφους μας, καθώς και τη (μη) προσβασιμότητά μας σε αυτούς (βλ. λόφο του Στρέφη, πάρκο Δρακόπουλου), λόγω της “κατάληψης” τους από τις μπουλντόζες και τις δυνάμεις καταστολής.

Η Αθήνα διεκδικεί άλλη μια αρνητική πρωτιά διαθέτοντας ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά πρασίνου ανά κάτοικο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκέςπρωτεύουσες (0,96 τμ ανά κάτοικο όταν οι προδιαγραφές επιστημονικών φορέων αναφέρονται στην ανάγκη ύπαρξης 8-9τμ ανά κάτοικο), ενώ και το ήδη υπάρχον το εγκαταλείπει με την απονέκρωση της Υπηρεσίας Πρασίνου. Κατά την άποψη μου, είναι κρίσιμο να μην αποδεχτούμε πως έτσι ήταν η πόλη μας και έτσι θα μείνει, αλλά να διεκδικήσουμε μέσα από τις συλλογικότητες των γειτονιών μας τη διαμόρφωση νέων μεγάλων χώρων πρασίνου κυρίως στις περιοχές που αυτό είναι ελάχιστο και εκτός του τουριστικού κέντρου, στην πίσω αυλή αυτής της πόλης.

Εκτός της έλλειψης πρασίνου, η Αθήνα στερείται βασικών υποδομών για τη διευκόλυνση της μετακίνησης μας, όπως ένα ασφαλές και ολοκληρωμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων, που θα ενώνει τις γειτονιές της πόλης μας από άκρη σε άκρη και θα μειώνει τη ρύπανση του αέρα στην πόλη μας, που είναι ήδη επιβαρυμένος, από τον τεράστιο αριθμό των Ι.Χ., που κυκλοφορούν στην Αθήνα.

Πεζοδρόμια, τα οποία θα εξυπηρετούν τις ανάγκες όλων των πολιτών, με ειδική μέριμνα στα ανάπηρα άτομα, τους ηλικιωμένους, αλλά και τους γονείς που χρησιμοποιούν καρότσια, για να μετακινηθούν με τα μωρά τους και όχι τις ανάγκες των καταστημάτων εστίασης, που σε αρκετές περιπτώσεις καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος των πεζοδρομίων και παρεμποδίζουν τη μετακίνησή μας.

Αλλά, για να φτάσουμε στο χωρικό ζήτημα, πρέπει να επιλύσουμε ένα άλλο ζωτικής σημασίας ζήτημα για τους λιγότερο προνομιούχους κατοίκους της πόλης μας.

Αυτό της στέγασης, που τα τελευταία χρόνια εντείνει την αδυναμία πολλών από εμάς να καλύψουμε τα ενοίκια που ζητούνται, πλέον, στο κέντρο της Αθήνας. Κάτι το οποίο φαίνεται και από τα στατιστικά στοιχεία όταν το 2007, το ποσοστό του πληθυσμού που είχε υπερβολική επιβάρυνση από το στεγαστικό κόστος (όταν το στεγαστικό κόστος ξεπερνά το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού) ήταν 15,8%, ενώ το 2018 το ποσοστό αυτό έφτασε το 39,5%. Να σημειωθεί πως το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες της Ε.Ε. δεν ξεπερνούσε το 10%, το ίδιο έτος.

Ένα φαινόμενο, που εντάθηκε από την ανάπτυξη των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης στην πόλη μας και ειδικά στις πιο κεντρικές, τουριστικές περιοχές, σε συνδυασμό με τις διευκολύνσεις επενδύσεων στον κλάδο του real estate, όπως αυτή της Golden Visa (που επέτρεψε τη μαζική αγορά κατοικιών στο κέντρο της πόλης μας και τη μετατροπή τουςσε διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης). Μια ανάπτυξη του φαινομένου, που ήρθε να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τη νομοθεσία για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και τη μετατροπή μόνιμων κατοικιών σε οικιστικό απόθεμα στα χέρια των τραπεζών και των funds.

Αλλά όλα τα παραπάνω ήρθαν να συναντήσουν ένα χρόνιο πρόβλημα στην πόλη μας, αυτό της έλλειψης μιας σοβαρής στεγαστικής πολιτικής, που θα καταγράφει τις ανάγκες των κατοίκων της, θα αξιοποιεί κάθε διαθέσιμο χώρο που βρίσκεται ή μπορεί να περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δήμου, προκειμένου να διαμορφωθούν ή να οικοδομηθούν κοινωνικές κατοικίες, οι οποίες θα παρέχονται με χαμηλό ενοίκιο και με κοινωνικά κριτήρια σε αυτούς, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη (και ειδικότερα για τους άστεγους και αυτούς που κινδυνεύουν να εκδιωχθούν από αυτή).

Μια τέτοια πολιτική σε συνδυασμό με το δραστικό περιορισμό των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης και την απαγόρευση κάθε πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας, θα μπορούσε να οικοδομήσει πολύ διαφορετικές σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το Δήμο.

Σχέσεις, οι οποίες διαρρηγνύονται κάθε φορά που ακούμε πως άλλο ένα παιδί τραυματίστηκε σοβαράσε παιδική χαρά του Δήμου, έτσι όπως συνέβη 2 φορές σε αυτή της Δαφνομήλης στη Νεάπολη Εξαρχείων, αλλά και σε αυτή στο Νέο Κόσμο, όταν ο ΟΠΑΝΔΑ, μέσω της προέδρου του μας διαβεβαίωνε πως οι παιδικές χαρές του Δήμου ελέγχονται καθημερινά για την ασφάλεια των παιδιών.

Δυστυχώς, όμως, και η κατάσταση στα σχολεία και στους βρεφονηπιακούς σταθμούς δεν είναι καλύτερη.

Αλλά ας ξεκινήσουμε από το δομικό πρόβλημα της μεταφοράς κάθε αρμοδιότητας του κεντρικού κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Κάτι το οποίο είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο, ειδικά όταν η κυβέρνηση <<πετάει το μπαλάκι>> στους Δήμους, που αποστερούνται ήδη και υπηρεσιών για τη συντήρηση σχολικών κτιρίων και οικονομικών πόρων.

Και σε αυτό το σημείο έρχεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο η πλήρης ευθυγράμμιση της πολιτικής της δημοτικής αρχής Μπακογιάννη με αυτή της κυβέρνησης, που αναθέτει σε ιδιώτες εργολάβους τις εργασίες, οι οποίες είναι αναγκαίες να γίνουν στα σχολεία, έχοντας ως αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα, να μην έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες επισκευές και ανακαινίσεις, που ζητούνται από τους γονείς και τους δασκάλους των σχολείων αυτών. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πολιτική του Δήμου μας σε σχέση με τα νηπιαγωγεία, που ως λύση μας παρουσιάζει την εγκατάσταση containers, πολλές φορές μέσα σε προαύλιους χώρους άλλων σχολείων ή πλατειών που περιορίζονται, για να τοποθετηθούν προκάτ κατασκευές.

Και όλα αυτά γιατί εκτός της υποχρηματοδότησης, έχουν αποδεκατιστεί και σημαντικές υπηρεσίες του Δήμου για την κατασκευή νέων σχολικών κτιρίων, για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, όπως αυτή των Κτιριακών Υποδομών.

Αλλά και αυτές που έχουν απομείνει στελεχώνονται από εργαζόμενες\ους 8μηνων συμβάσεων, που δίνουν αγώνα για την ανανέωσή τους, αντί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους έχοντας μόνιμες συμβάσεις, από τη στιγμή που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, οι οποίες απαιτούν την πρόσληψη και νέων εργαζομένων μετά τις αναμενόμενες συνταξιοδοτήσεις.

Εργαζόμενες\ους, εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, που θα στελεχώνει δημοτικές υπηρεσίες, όπως τα δημοτικά ιατρεία, που έχουμε ανάγκη σε κάθε διαμέρισμα. Πλήρως εξοπλισμένα και ικανά να ανταποκριθούν στις ανάγκες των συμπολιτών μας.

Προσωπικό, το οποίο είναι αναγκαίο για τη στελέχωση των υπηρεσιών καθαριότητας, με αξιοπρεπείς μισθούς και ωράρια εργασίας, επαναφορά 13ου και 14ου μισθού και και φυσικά όλα τα μέτρα προστασίας. Με ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης των σκουπιδιών, που δεν θα οδηγεί το 89% στην ταφή τους στους ΧΥΤΑ, αλλά θα εφαρμόζει μεθόδους μείωσης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης των αποβλήτων. Για να ζούμε σε μία πόλη καθαρή και ασφαλή, που δεν θα κινδυνεύουμε κάθε φορά, που ξεσπά κάποιο έκτακτο καιρικό φαινόμενο, όπως οι πλημμύρες των προηγούμενων ημερών.

Γιατί μπάνιο δεν θέλουμε να κάνουμε στους πλημμυρισμένους δρόμους της Αθήνας, αλλά στα κολυμβητήρια της πόλης, που είναι λιγοστά και πρέπει να αυξηθούν, όπως και οι υπόλοιπες αθλητικές εγκαταστάσεις του Δήμου μας.

Γήπεδα, δημοτικά γυμναστήρια και χώροι αθλητισμού, σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα, με το απαραίτητο προσωπικό, επαρκώς εξοπλισμένοι, για ναμπορούμε να αθλούμαστε δωρεάν και με ασφάλεια, χωρίς να χρειάζεται να διασχίζουμε χιλιόμετρα ή να πληρώνουμε συνδρομές στα ιδιωτικά γυμναστήρια.

Γιατί η πόλη μας υπήρξε κοιτίδα του αθλητισμού και του πολιτισμού. Και ο πολιτισμός, πλέον, θεωρείται άλλο ένα εμπόρευμα. Αντί να ενισχυθούν οι προσπάθειες των καλλιτεχνών και των συλλογικοτήτων τους με την παροχή των απαραίτητων χώρων, για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων τους. Αντί, ο ίδιος ο Δήμοςνα παρέχει στα παιδιά, αλλά και σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας τη δυνατότητα να γνωρίσουν και να αναπτύξουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες και δεξιότητες, υποβαθμίζει το ζήτημα του πολιτισμού, θεωρώντας το άλλη μια ατομική επιλογή, στην οποία όπως είναι προφανές δεν έχουμε πρόσβαση όλες\οι με τον ίδιο τρόπο, λόγω των οικονομικών ανισοτήτων. Δεν έχουμε την ίδια πρόσβαση σε θεατρικές παραστάσεις, σινεμά, βιβλιοθήκες, ωδεία και χορευτικούς συλλόγους, που οφείλει ένας Δήμος να παρέχει στους πολίτες του.

Όπως, δεν έχουμε την ίδια δυνατότητα παροχής κτηνιατρικής φροντίδας στα κατοικίδια μας και για ψηφοθηρικούς λόγους η δημοτική αρχή εγκαινίασε το πρώτο δημοτικό κτηνιατρείο λίγους μήνες πριν, χωρίς καν να μπορεί να το θέσει σε λειτουργία.

Επίσης, δεν έχουμε την ίδια πρόσβαση γιατί εκτός των ταξικών αντιθέσεων, υπάρχουν και αυτές, που το οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε συνεχίζει να αναπαράγει, για να μας <<διαιρεί και να βασιλεύει>>. Είναι η πατριαρχία, η ομοφοβία, και ο ρατσισμός, κάποιες από τις σημαντικότερες εξ αυτών. Αντιλήψεις και νοοτροπίες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή πολλών συνανθρώπων μας και ο Δήμος μας εκτός των αναγκαίων εκπαιδευτικών σεμιναρίων και δράσεων, που οφείλει να αναπτύξει, πρέπει να παρέχει και την απαραίτητη ψυχολογική και οικονομική βοήθεια στα θύματα τέτοιων επιθέσεων.

Σε αυτό το σημείο είναι που ο Δήμος οφείλει να αναπτύξει τις πολύ υποβαθμισμένες δομές του για την υποστήριξη των κακοποιημένων γυναικών, που φιλοξενούν στα πλαίσια του Ξενώνα μόλις 40 γυναίκες με τα παιδιά τους, τις ανύπαρκτες υπηρεσίες στήριξης των μελών της LGBTQI+ κοινότητας, που περιορίζεται μόνο στη διάθεση ενός χώρου στη γραμμή ψυχολογικής στήριξης “11528 - ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ”, τις υποβαθμισμένες επίσης υπηρεσίες στήριξης άστεγων χρηστών ψυχοδραστικών ουσιών που φιλοξενούν 70 άτομα και αυτά μόνο μέχρι 6 μήνες, καθώς και στο ακανθώδες ζήτημα της στήριξης και ενσωμάτωσης του προσφυγικού πληθυσμού στη ζωή της πόλης μας. Ο Ελαιώνας, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αδιαφορίας του Δήμου, για τους συνανθρώπους μας, που έχουν περάσει τόσες κακουχίες για να φτάσουν ως εδώ και εγκαταλείπονται στο δρόμο, για να μπορέσει η Δημοτική Αρχή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των μεγαλομετόχων του Παναθηναϊκού.

Για αυτό το λόγο, και η ίδια η δημοτική αρχή δεν μπορεί να <<νίπτει τας χείρας της>> μπροστά στην άνοδο του φασιστικού φαινομένου, ειδικά όταν και η ίδια δεν απαγόρευσε τη δυνατότητα πραγματοποίησης της εκδήλωσης της Χ.Α. τον περασμένο Ιανουάριο, για τα Ίμια και για να δικαιολογηθεί ανέφερε πως δεν ζητήθηκε από το Δήμο τέτοια άδεια, αφήνοντας όμως το περιθώριο διεξαγωγής της, με “περιορισμούς”.

Στην πραγματικότητα, οι μόνοι περιορισμοί που έχουν τεθεί συγκροτημένα και οργανωμένα απέναντι στους ναζί της Χ.Α. είναι αυτοί του αντιφασιστικού κινήματος και των νομικών που συνέβαλαν στο να μπουν οι πολιτικοί υπεύθυνοι των εγκλημάτων και επί της ουσίας δολοφόνοι, στη φυλακή.

Ένας εξ αυτών είναι και ο μαχόμενος δικηγόρος Κώστας Παπαδάκης, ο οποίος μας κάνει την τιμή να είναι ο υποψήφιος Δήμαρχος της εκλογικής συνεργασίας μας, της Ανατρεπτικής Συμμαχίας για την Αθήνα. Μιας συνεργασίας των δημοτικών κινήσεων της Αριστεράς, που αντιλαμβάνεται την ανάγκη να κινηθεί ενωτικά και όχι περιορισμένη στα στενά κομματικά όρια κάποιου πολιτικού φορέα. Μιας Αριστεράς, που κατανοεί πως το σύνολο των παραπάνω προβλημάτων, αλλά και των προτάσεων μας για αυτά έρχεται σε σύγκρουση με το πλαίσιο το οποίο έχουν διαμορφώσει οι κυβερνήσεις ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και απαιτείται η ανατροπή του.

Ο Κωστής Κουτσούκος είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα