Σε συνθήκες πρωτοφανούς φτώχειας και ακρίβειας, οι επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αποκτούν έναν ιδιαίτερα κρίσιμο χαρακτήρα για τους εργαζόμενους και το λαό. Θέτουν σκληρά ερωτήματα για όλη την Αριστερά και ιδιαίτερα για τη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική πτέρυγά της. Απαιτούν όσο το δυνατόν πιο σαφείς απαντήσεις.
Από την άλλη πλευρά, στο χρηματιστήριο κοινοβουλευτικών αξιών, τα τέσσερα εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα της Βουλής, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι δυο μπαλαντέρ τους, το νέο ΠΑΣΟΚ και η Ελληνική Λύση, ετοιμάζονται πυρετωδώς. Ανταγωνίζονται πάνω στην ίδια ουσιαστικά πολιτική με παραλλαγές, για μερίδια μετοχών εξουσίας με μεταγραφές που βαφτίζονται προσχωρήσεις και με ανέμπνευστα συνθήματα επικοινωνιακού χαρακτήρα, ανάμεσα σε δηλώσεις συμπόνιας για την εργαζόμενη οικογένεια ή τον κόσμο του πολιτισμού, τη νεολαία, τις γυναίκες, τα παιδιά κ.λπ. Με μπροστάρη το κυβερνητικό κόμμα που κοιτάει τόσο πολύ στο μέλλον της Ελλάδας 2.0, ώστε υποκλίνεται σε κάτι ξεπεσμένους, εδώ και μισόν αιώνα, βασιλιάδες της συμφοράς, αφού πρώτα «εξασφάλισε» το… παρόν του εργάτη και της εργάτριας με τα διάφορα «pass» και τις άλλες επιδοματικές κοροϊδίες.
Το «χαρτάκι» των ολιγαρχών για την επόμενη κυβέρνηση
Κάτω από το επικοινωνιακό χαλί, όμως, δεν μπορούν να κρυφτούν οι ανησυχίες και οι σχεδιασμοί της αστικής τάξης για τις επερχόμενες καταιγίδες ενός δημόσιου χρέους κοντά στο 190%, ενός πληθωρισμού του 11% που ήρθε για να μείνει, των ανταγωνισμών και των πολέμων με υπέρτερες δυνάμεις, της κλιματικής κρίσης που αναταράσσει τα πάντα. Πρόκειται για όλα αυτά που δημιουργούν ένα τοπίο πολλαπλών κρίσεων διαρκείας.
Κυρίως, μετά βίας κρύβουν το φόβο και τους αντιδημοκρατικούς σχεδιασμούς τους, όπως μαρτυρά η παρακολούθηση των πάντων από τη ΝΔ (με την εκτίναξη των επισυνδέσεων να ξεκινά επί ΣΥΡΙΖΑ - μην ξεχνιόμαστε) για τις όλο και πιο πιθανές έως και αναμενόμενες από τους ίδιους, εργατικές και λαϊκές εξεγέρσεις που γεννιούνται σε τέτοιες περιόδους. Για αυτό άλλωστε δίνουν μποναμάδες στις δυνάμεις καταστολής, ενώ ετοιμάζουν και πάλι τη νεοναζιστική τρομοκρατία, όπως φαίνεται από τη δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο και τη διαχείριση «στα μαλακά» του Κασιδιάρη. Για αυτό, το λαϊκό αντιφασιστικό κίνημα οφείλει να τσακίσει πολιτικά και εκλογικά κάθε μορφή της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης.
Έτσι, οι ολιγάρχες έχουν στείλει ήδη το «χαρτάκι» με το μετεκλογικό πρόγραμμα στους ενδιαφερόμενους για κυβερνήσεις, με τρία συν ένα σημεία: Πρώτον, την πολυκρίση διαρκείας θα την πληρώσουν τα γνωστά «υποζύγια», οι εργαζόμενοι/ες και τα λαϊκά στρώματα, δεύτερον, πλήρης πρόσδεση στις επιταγές των αμερικανονατοϊκών σχεδίων στην ευρύτερη περιοχή και γενικότερα και τρίτον, κάνουμε ό,τι λέει η Γερμανία στις Βρυξέλλες (εκτός αν χτυπά τους εφοπλιστές μας, οπότε προβάλλουμε βέτο!). Το «συν ένα» του ολιγαρχικού προγράμματος είναι η προτροπή για κυβερνήσεις συνεργασίας.
Τα τέσσερα, δυνάμει κυβερνητικά κόμματα έχουν αποδεχτεί αυτό το πρόγραμμα. Υπάρχουν διαφορές και διαφωνίες; Βεβαίως. Και δεν είναι ασήμαντες. Αφορούν τη διαχείριση, αφενός του προγράμματος και αφετέρου των δυνητικών εργατικών και λαϊκών εξεγέρσεων. Οι πιο διορατικοί αστοί, εδώ και στις Βρυξέλλες, υποστηρίζουν μια κεντροαριστερή κυβέρνηση συνεργασίας και ενσωμάτωσης. Διότι αυτές αποδίδουν καλύτερα σε συνθήκες κρίσεων. Δεν κάλεσαν τυχαία τον Γιώργο Παπανδρέου να διαχειριστεί την κρίση του 2010. Οι πιο συντηρητικοί υποστηρίζουν μια κεντροδεξιά ή εν ανάγκη μια κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς – Ακροδεξιάς του νόμου και της τάξης και άλλοι μια νέα οικουμενική κυβέρνηση «σοκ και δέους»(ίσως και με τεχνοκράτη πρωθυπουργό όπως το 2012 με τον Παπαδήμο).
Το αποτέλεσμα για αυτούς δεν είναι δεδομένο, ούτε λύνεται στο πόδι και σίγουρα θα κριθεί κι από τους εκλογικούς συσχετισμούς. Για τα λαϊκά συμφέροντα, όμως, δεν θα διαφέρει ουσιαστικά, στο βαθμό που ο πυρήνας των προγραμμάτων τους είναι κοινός, παρά ορισμένες επί μέρους διαφορές.
Τα υλικά και ζωτικά επίδικα των εκλογών για το λαό
Για τον αγωνιζόμενο κόσμο της μισθωτής εργασίας και τις αριστερές δυνάμεις που επιδιώκουν να του δώσουν φωνή και ελπίδα, οι επερχόμενες πολλαπλές εκλογικές μάχες αποτελούν μια πολύ μεγάλη πρόκληση με τελείως διαφορετικά, υλικά και σχεδόν ζωτικά επίδικα: Θα μπορούμε να ζούμε αξιοπρεπώς από το μισθό μας; Να ταΐζουμε την οικογένεια, να ζεσταινόμαστε, να σπουδάζουμε τα παιδιά μας; Θα μπορούμε να έχουμε δουλειά; Θα μπούμε σε πολεμικές αναμετρήσεις; Θα ζήσουμε κι άλλες επιδημίες σε ένα ακόμη πιο διαλυμένο ΕΣΥ;
Πρώτος πολιτικός στόχος είναι βεβαίως να απαλλαγεί η χώρα από τη μισητή κι επικίνδυνη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν χωρά συζήτηση για αυτό. Για να έρθει όμως, τι; Μια καλύτερη ΝΔ χωρίς τον Μητσοτάκηγια συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ, ίσως και με ΣΥΡΙΖΑ αν χρειαστεί; Το μνημονιακό κεκτημένο και η δομική καπιταλιστική κρίση απαιτούν δομικές ανατροπές για μια πολιτική υπέρ του λαού. Μπορεί ένας εντελώς αναξιόπιστος, αρχηγοκεντρικός, σοσιαλφιλελεύθερος και από παντού «πιασμένος» πλέον ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με το ΠΑΣΟΚ της ευρω-διαπλοκής να προχωρήσει σε αυτό το δρόμο και να «τα σπάσει» με την πρεσβεία και το Βερολίνο;
Μήπως μπορεί να ανατρέψει την υπερ-τριαντάχρονη νεοφιλελεύθερη πορεία της χώρας μια γραμμή «ΣΥΡΙΖΑ τώρα, χωρίς αυταπάτες, για να φύγει ο Μητσοτάκης και μετά κίνημα»; Κάτι τέτοιο αποτελεί αυταπάτη, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ απουσιάζει ή υπονομεύει ακόμα και ανοιχτά το κίνημα (π.χ. στήριξη ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στην εκπαίδευση πρόσφατα). Και από την άλλη, όλοι γνωρίζουμε ότι πολύ δυσκολότερα θα μπουν στον αγώνα άνθρωποι που ψηφίζουν προγράμματα ενάντια στα συμφέροντά τους, με βάση το μικρότερο κυβερνητικό κακό.
Σε αυτές τις εκλογές και με τους υπαρκτούς πολιτικούς συσχετισμούς, τα υλικά ταξικά συμφέροντα του κόσμου της εργασίας δεν μπορούν να κριθούν στο κυβερνητικό ζήτημα. Εκεί κρίνονται τώρα τα υλικά, ταξικά συμφέροντα του κόσμου του κεφαλαίου. Από αυτή τη σκοπιά και σε αυτή τη συγκυρία, είναι βαθύτατα λάθος η «τακτική» -όπως το ίδιο λέει- πρόταση για «προοδευτική διακυβέρνηση» του ΜεΡΑ25 προς το ΣΥΡΙΖΑ.
Μέτωπο του κόσμου της εργασίας για κατακτήσεις, σήμερα
Σε αυτές τις εκλογές τα υλικά ταξικά συμφέροντα του κόσμου της εργασίας κρίνονται από το μέτωπο του αγώνα του. Από το αν θα ανοίξουν ξανά οι δρόμοι για να δημιουργηθούν μετεκλογικά, στις πολλαπλές, κινηματικές, πολιτικές και πολιτισμικές συγκρούσεις, πολλά επί μέρους μέτωπα και τελικά ένα μεγάλο μέτωπο πάλης. Από εκείνα τα εργατικά συνδικάτα, τους συλλόγους της νεολαίας, τις λαϊκές συνελεύσεις, τις φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεις, τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ενώσεις κ.ά. που θα αγωνίζονται έμπρακτα και ανεξάρτητα από τις αστικές δεσμεύσεις και γραφειοκρατίες, όχι μόνον για να μην περνάνε αντιδραστικά μέτρα, αλλά και για να επιβάλουμε ριζοσπαστικές κατακτήσεις.
Απέναντι σε κάθε κυβέρνηση, χωρίς αναβολές στο όνομα της επανάστασης ή της όποιας κυβέρνησης.Κατακτήσεις μέσα σε αυτό το σύστημα και εναντίον του υπό την πίεση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που θα δημιουργούν προϋποθέσεις για μία ιστορική αντιστροφή στους συσχετισμούς που είναι τόσο αναγκαία. Σε αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση ρήξης κι εξόδου από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και όχι υποταγής ή συμβιβασμών με αυτούς. Έτσι, μπορεί να έρθει άσπρη μέρα. Όχι μόνο να αμφισβητηθεί το ΤΙΝΑ, αλλά να χτυπηθεί και να γκρεμιστεί. Να δημιουργηθεί η δική μας εναλλακτική.
Πολιτική εκλογική συμφωνία με δεσμεύσεις για το αύριο
Αυτή η προοπτική απαιτείται και μπορεί να συγκροτηθεί, εδώ και τώρα, σε μια πολιτική εκλογική συμφωνία από όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις, ρεύματα, αγωνιστές και αγωνίστριες της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς. Μια πολιτική συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένους κομβικούς άξονες δράσης για τα άμεσα ζωτικά προβλήματα και για τους κρίσιμους γενικούς πολιτικούς στόχους, με δέσμευση ενωτικής μετωπικής δράσης σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και κινήματα. Για παράδειγμα:
Πολιτική εκλογική δέσμευση για κοινή στάση όλων μας στο μαζικό κίνημα. Για ενωτικές και ταξικές αγωνιστικές δράσεις, αλλά και εκλογικές καθόδους σε σωματεία, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα και συνομοσπονδίες. Που θα διεκδικούν ισχυρή παρουσία, ακόμη και πλειοψηφίες, και θα δημιουργήσουν ένα νέο υπόδειγμα ταξικού, δημοκρατικού συνδικαλισμού στα χέρια των ίδιων των εργαζόμενων. Μια πολιτική συνεργασία που θα συγκρουστεί και θα σταματήσει τον κατήφορο του κατακερματισμού των ταξικών και ανυπότακτων αριστερών δυνάμεων, που φτάνει σε ακραία εκφυλιστικές καταστάσεις. Όπως έδειξε η ζωή, μία τέτοια πολιτική συμφωνία από τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις είναι αναγκαία και συμβάλλει αποφασιστικά για να υπάρξει συνεχής, συνεπής και αποτελεσματική κοινή δράση στο κίνημα.
Η κύρια προσφορά μιας τέτοιας πολιτικής συμφωνίας και κοινής πάλης στο μαζικό κίνημα θα είναι να βοηθήσουμε ουσιαστικά ώστε να ανταποκριθεί ο κόσμος της μισθωτής εργασίας στη ζωτική αναγκαιότητα να αντισταθεί στη νέα επίθεση και να επιβάλει μισθούς, χρόνο, ρυθμούς και συνθήκες εργασίας, σπουδών, στέγης κ.α., σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες. Και αντί να καταγγέλλουμε μόνο τις ΠΑΣΚΕ –ΔΑΚΕ –ΣΥΝΕΚ για τη στάση τους, αντί να ετεροπροσδιοριζόμαστε διαρκώς από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία για το τι στάση θα κρατήσουμε απέναντι στις δικές της επιλογές, συγκεντρώσεις κ.λπ., ας πάρουμε την ευθύνη, μαζί με τις δυνάμεις της άλλης, «κοινοβουλευτικής» Αριστεράς, επηρεάζοντας και τη λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ, να οργανώσουμε όλοι μαζί, ανά επιχείρηση, κλάδο και πόλη, επιθετικούς, πολύμορφους αγώνες διαρκείας για κατακτήσεις.
Δεύτερο παράδειγμα: Πολιτική εκλογική συμφωνία και δέσμευση για κοινή πάλη στο φοιτητικό κίνημα, μέσα από ένα σχήμα σε κάθε σχολή, με κοινό βηματισμό σε κάθε πόλη και πανελλαδικά, υπερβαίνοντας τον απαράδεκτο κατακερματισμό και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ενωτική υπέρβαση.Ώστε να πρωτοστατήσουμε σε έναν αγωνιστικό βηματισμό ανασυγκρότησης των φοιτητικών συλλόγων σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και στη δημιουργία μίας ΕΦΕΕ στη βάση και της σημερινής αριστερής πλειοψηφίας που έδωσαν οι φοιτήτριες και οι φοιτητές στις αγωνιζόμενες δυνάμεις. Για να αποκτήσει ξανά οργανωμένη δομή, έκφραση, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα το φοιτητικό κίνημα. Για να αντιπαρατεθεί νικηφόρα με την πανεπιστημιακή αστυνομία, τη διάλυση των πτυχίων και της εργασιακής προοπτικής των αποφοίτων και την εισβολή των επιχειρηματικών συμφερόντων στα ΑΕΙ, διεκδικώντας ένα δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο που θα εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες.
Τρίτο: Πολιτική εκλογική συμφωνία και κοινή πάλη της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς στο αντιπολεμικό κίνημα. Που θα στρέφεται ενάντια στους αστικούς, ιμπεριαλιστικούς, καταστροφικούς πολέμους και ανταγωνισμούς των μεγάλων και των μικρών καπιταλιστικών δυνάμεων, θα απαιτεί άμεσα μια ειρήνη στην Ουκρανία υπέρ των λαών. Με κύρια κατεύθυνση την έμπρακτη, αποφασιστική, διαρκή πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, ακριβώς επειδή ζούμε και παρεμβαίνουμε σε μία ΝΑΤΟϊκή χώρα. Με αιχμή το κλείσιμο των βάσεων, την έξοδο της χώρας από κάθε πολεμική εμπλοκή και τη φιλία με τους λαούς της Τουρκίας και των Βαλκανίων.
Τέταρτο: Τη δέσμευση για πολιτική συνεργασία σε όλες τις επερχόμενες πολιτικές και εκλογικές μάχες (αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές). Με ενωτικά, ριζοσπαστικά, αριστερά σχήματα στις γειτονιές, για να αγωνιστούμε ενάντια στην πολιτική που ξεπουλά το δημόσιο χώρο, καταστρέφει το περιβάλλον και ιδιωτικοποιεί τις δημοτικές υπηρεσίες.
Αντίστοιχα, μπορούμε και πρέπει να δράσουμε σε όλες τις σφαίρες, στην υγεία, στο περιβάλλον, στο αντιφασιστικό και δημοκρατικό ζήτημα, στο γυναικείο και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα και στην πάλη ενάντια στο σεξισμό, στο μεταναστευτικό – προσφυγικό κ.ά. Εντός αυτής της κοινής δράσης μπορούμε και πρέπει να οργανώσουμε, μέσα στα συνδικάτα, στους συλλόγους και τους λαϊκούς φορείς, εκδηλώσεις του νεανικού και λαϊκού εργατικού πολιτισμού. Αλλά και την ιδεολογική συζήτηση, ακόμη και αντιπαράθεση μεταξύ μας που είναι αναγκαία, με έναν κοινά αποδεκτό όρο μεταξύ όλων των αριστερών δυνάμεων: χέρι αριστερής δύναμης που σηκώνεται εναντίον άλλης αριστερής δύναμης απομονώνεται πλήρως.
Η «κοινοβουλευτική» Αριστερά
Το ΚΚΕ δίνει μάχες, αλλά αποτυγχάνει ακριβώς σε αυτό: δεν βλέπει κανένα μέτωπο και αγώνα τέτοιου χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε να συμβαδίσουμε μαζί του εάν δεχόταν ένα τέτοιο μέτωπο, παρά την υπαρκτή και σημαντική στρατηγική διαφωνία μας για το χαρακτήρα του σοσιαλισμού που πρεσβεύει. Όχι μόνον το αρνείται, αλλά δυστυχώς η ηγεσία του το καταπολεμά με κάθε τρόπο, ζητά να προσχωρήσουμε κατά μόνας και να υπογράψουμε δηλώσεις μετανοίας για τις απόψεις μας. Δεν τιμά καμία και κανέναν μία τέτοια στάση και δεν πρέπει να την επιβραβεύσουμε με την ψήφο μας. Δεν βοηθά ούτε το ΚΚΕ στο να αλλάξει τη στάση του. Για να αλλάξει, χρειάζεται στα αριστερά του και στο κίνημα μια δυνατή, μετωπική, ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική Αριστερά που θα εμπνέεται από τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα και θα αναζητά ένα σύγχρονο σοσιαλισμό και κομμουνισμό του 21ου αιώνα.
Το ΜεΡΑ25 έχει τη δική του συνεισφορά στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και με τις λίγες του δυνάμεις στο κίνημα, όμως το γενικό του πρόγραμμα είναι στην ουσία του ένα μεταμοντέρνο αριστερό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Με κάποιες θετικές επί μέρους θέσεις, αλλά κυρίως, με μια προοπτική που δεν βγαίνει έξω από το πλαίσιο της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και του συστήματος. Κάτι που επιχειρεί να καλύψει με συνθήματα «ρήξης» και νεολογισμούς τύπου «τεχνοφεουδαρχίας». Επιπρόσθετα, η ηγεσία του - όπως αυτή του ΚΚΕ- αρνείται το μέτωπο πάλης με ισοτιμία και προτείνει μία κατά μόνας συμμετοχή στα ψηφοδέλτιά του. Ενώ η οργανωτική του λειτουργία αποπνέει έντονα προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά που ξενίζουν τον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς. Πέρα από αυτά, η γενική του κατεύθυνση δεν είναι η επιβολή κατακτήσεων κυρίως μέσω του αγώνα «από τα κάτω», αλλά μέσω των κυβερνήσεων «από πάνω». Πρόκειται για μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης και ήττας που δοκιμάστηκε ήδη ανεπιτυχώς από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν τη μνημονιακή μεταστροφή του.
Όπως διατυπώθηκε και στην απόφαση της συνέλευσης της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης τον Ιούλη του 2022, την οποία συναποφάσισαν όλες οι συλλογικότητες και οι ανένταχτοι/ες αγωνιστές/τριες που συμμετείχαν:
«Οι δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν έχουν παρουσιάσει μία θετική ενωτική διέξοδο για το λαό, με το ΚΚΕ να παραμένει πιστό στη λογική ’’στείρας’’ ενίσχυσης των κομματικών του δυνάμεων, αποφεύγοντας κάθε απεύθυνση κοινής δράσης σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και το ΜεΡΑ25, παρά τη βελτίωση των προγραμματικών θέσεών του, να παραμένει εγκλωβισμένο σε μια λογική αριστερού ευρωπαϊσμού και τώρα σε προτάσεις κυβερνητικής συνεργασίας σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που, ανεξαρτήτως των προθέσεών του, δημιουργεί συγχύσεις».
Από αυτή τη σκοπιά, είναι ολοφάνερο ότι δεν υπάρχει σήμερα έδαφος για εκλογική και πολιτική συμφωνία με αυτές τις δυνάμεις. Αντίθετα, θεωρούμε ότι μπορεί και πρέπει να υπάρχει συνεργασία και κοινή δράση σε κινηματικό επίπεδο και στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Η μεγάλη ευθύνη της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Μία κεντρική πολιτική συνεργασία απαιτεί συμφωνία σε βασικούς προγραμματικούς στόχους κατακτήσεων για τα άμεσα ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων και του λαού και μία κατεύθυνση ρήξης με το ευρωσύστημα, το ΝΑΤΟ και τους κοινωνικούς αρμούς του κεφαλαίου, απαιτεί επίσης μετωπική λογική και όρους πολιτικής και οργανωτικής ισοτιμίας.
Σε μία τέτοια κατεύθυνση επιδιώκει να κινηθεί η «Πρωτοβουλία για μία Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», με τη συμμετοχή των συλλογικοτήτων Αναμέτρηση, Αριστερή Ανασύνθεση, Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά (ΛΑΕ), Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣΕΚ) και Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, που έκανε μία πρώτη μαζική και επιτυχημένη εκδήλωση στην Αθήνα στο σινεμά Στούντιο στις 19 Δεκεμβρίου 2022 και θα κάνει κύκλο αντίστοιχων εκδηλώσεων σε πόλεις της επαρχίας.
Η ΛΑΕ, που συμμετέχει στην παραπάνω Πρωτοβουλία, έχει κάνει μια ορισμένη αριστερή στροφή τα τελευταία χρόνια, με το διαζύγιο από λαθεμένες πολιτικές τοποθετήσεις (βλ. Μακεδονικό), με κάποια δείγματα αυτοκριτικής, αλλά και μετωπικής πολιτικής σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η ηγεσία της, όμως, πρέπει να ξεκαθαρίσει πλέον σε ποια κατεύθυνση θα πάει χωρίς αμφισημίες. Δεδομένου ότι όλες οι άλλες δυνάμεις που συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία απορρίπτουν το ενδεχόμενο εκλογικής συνεργασίας με το ΜεΡΑ25, καθώς και δημοσιευμάτων στον Τύπο, χρειάζεται να εξηγήσει εάν συζητά χωριστά με την ηγεσία του ΜεΡΑ25 και - λόγω χρόνου- να αποσαφηνίσει άμεσα τη στάση της:με μία εκλογική ενωτική κάθοδο της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, στον πρώτο και στον ενδεχόμενο δεύτερο «γύρο» των βουλευτικών εκλογών ή με ένταξη στα ψηφοδέλτια του ΜεΡΑ25 για κάποιον αβέβαιο βουλευτή/τρια, διαψεύδοντας τις ελπίδες που γέννησε η Αριστερή Πρωτοβουλία Δράσης και Διαλόγου;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επίσης, που δεν συμμετέχει ως σύνολο σε αυτή τη συζήτηση, πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Έχει συμβολή στο μαζικό κίνημα, με κάποια δείγματα κοινής δράσης, ενώ τμήματά της φαίνεται να κατανοούν την ανάγκη μιας γενικότερης στροφής. Όμως, η πλειοψηφική για την ώρα πτέρυγα, με βασική ευθύνη του ΝΑΡ, αρνείται αυτή την προοπτική και χρειάζεται να απαντήσει στο δίλημμα: με την εκλογική ενωτική κάθοδο της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, στον πρώτο και στον ενδεχόμενο δεύτερο «γύρο» των βουλευτικών εκλογών, χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς ή με μια περιχαρακωμένη, εσωτερικά διασπασμένη, άψυχη ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα αναζητά απλά κάποιους «δορυφόρους» γύρω της;
Ενωτικά και ριζοσπαστικά, μπορούμε!
Οι αποφάσεις όλων μας θα είναι κρίσιμες. Μια ενωτική εκλογική κάθοδος στην οποία θα συμβάλει όλη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλη η ΛΑΕ, θα δώσει φτερά, θα βοηθήσει να μην λεηλατηθεί η ανατρεπτική Αριστερά, θα φέρει και άλλους αγωνιστές κι αγωνίστριες στις γραμμές όλων μας, παλιούς και νεότερους. Μια τέτοια συνεργασία δεν είναι εύκολη, ούτε θα σβήσει όλες τις διαφορές. Δεν είναι όμως ούτε ανέφικτη ούτε έωλη, έχει προετοιμαστεί σε πάμπολλες κοινές δράσεις σε αγώνες αλλά και σε κορυφαίες συνδικαλιστικές εκλογικές μάχες (ΑΔΕΔΥ, ΠΟΕΔΗΝ, ΟΕΝΓΕ κ.α.) και σε κάποια τοπικά δημοτικά σχήματα και πρωτοβουλίες. Μπορεί να έχει προοπτική και παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες αυτού του δρόμου, να επιδιώξει φιλόδοξα στο μέλλον και στις αναταραχές που έρχονται, ακόμη και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Όχι σαν αυτοσκοπό, αλλά σαν μέσο για να αναπτυχθεί το λαϊκό κίνημα. ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούν να συμβάλουν και πιστεύουμε ότι ο κόσμος της βάσης τους μπορεί να απαντήσει θετικά, όπως φάνηκε και στην εκδήλωση της 19ης Δεκεμβρίου.
Στην ανατρεπτική Αριστερά δεν αρκούν αναπαλαιώσεις, δεν χρειαζόμαστε μια ευκαιριακή συμπόρευση, ούτε εκ νέου αποτυχημένα μέτωπα κομματικών πλατφορμών ή «αρχηγών», όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει χωρίς έμπρακτη δέσμευση σε μία κοινή πορεία. Χρειαζόμαστε μια ριζοσπαστική, ενωτική και μετωπική ανασύνθεση πρακτικών, λόγου, περιεχομένων και μορφών.
Σε αυτή την κατεύθυνση έχουμε καταθέσει από κοινού τοποθετήσεις και προτάσεις οι οργανώσεις Αναμέτρηση – Οργάνωση για μία Νέα Κομμουνιστική Αριστερά, Αριστερή Ανασύνθεση και Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο. Επιδιώκουμε να συνεχίσουμε στο επόμενο διάστημα, μαζί και με όσες άλλες δυνάμεις διατίθενται, οργανωμένες και ανένταχτες, για να υπάρξει ένα άλλο τοπίο στο χώρο της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ήδη και τις ακόμα μεγαλύτερες που έρχονται.
Ως καταλύτης και καρδιά τέτοιων θετικών εξελίξεωναπαιτείται, παράλληλα, ένα πρόγραμμα και μια οργάνωση της νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Χρειαζόμαστε μια πραγματική κομμουνιστική επανίδρυση που δεν θα πηγαίνει κόντρα, αλλά θα ωθεί διαρκώς προς ένα μεγάλο ανατρεπτικό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο. Η Αριστερή Ανασύνθεση και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο θα αφιερώσουμε τις δυνάμεις μας και σε αυτόν τον ευγενικό σκοπό, επιδιώκοντας να βρεθούμε στην πορεία με πολλούς ακόμα συνοδοιπόρους.
Για να συμβάλουμε στον κύριο πολιτικό στόχο: τη μέγιστη δυνατή συγκέντρωσηδυνάμεων για την ανατροπή της διαρκούς αστικής επίθεσης, για τη ριζική βελτίωση της θέσης της μισθωτής εργασίας και του λαού, για μια αντιστροφή της φοράςτων πολιτικών εξελίξεων.