Γράφω αυτό το κείμενο όντας ήδη ένα χρόνο πτυχιούχος από την σχολή Γεωπονίας, γνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο του Αγροκτήματος για την εκπαίδευση ενός νέου Γεωπόνου αλλά και το ιστορικό της υπόθεσης, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται αλλαγή χρήσης του συγκεκριμένου χώρου. Παρακολουθώντας και τα νέα δεδομένα που έφερε στην επιφάνεια ο νέος νόμος που πέρασε η κυβέρνηση χθες σχετικά με την παιδεία προκύπτουν κάποια σημαντικά ερωτήματα.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τον νέο νόμο. Πρόλαβα ένα Πανεπιστήμιο διαφορετικό από αυτό που θα ζήσουν οι επόμενες γενιές, ο νέος νόμοςδημιουργεί ένα αντιδημοκρατικό Πανεπιστήμιο και φέρνει κανονικά τους manager από την μπροστινή πόρτα σε θέσεις διοίκησης και λήψης αποφάσεων, πλέον η φωνή όχι μόνο των φοιτητών αλλά και των καθηγητών θα είναι πολύ δύσκολο να ακουστεί μέσα σε κλειστά συμβούλια. Επιπλέον, υποβαθμίζει τα πτυχία και τα ρευστοποιεί πλήρως και ταυτόχρονα διασπά τα προγράμματα σπουδών. Το γνωστικό αντικείμενο πλέον αντικαθίσταται με πολύ πιο εξειδικευμένες διασπάσεις του. Τα γνωστικά αντικείμενα δηλαδή παύουν να ισχύουν όπως τα ξέραμε και στη θέση τους έρχονται υποεξειδικεύσής τους με αποτέλεσμα οι φοιτητές/τριες να χάνουν την συνολική εποπτεία του αντικειμένου που σπουδάζουν. Στόχος είναι η διαμόρφωση ελαστικών εργαζομένων που θα μπορούν να επανεξειδικεύονται συνεχώς και που θα αντιμετωπίζουν την επισφάλεια σαν κανονικότητα. Επίσης, τα εδώ και χρόνια υποχρηματοδοτούμενα Πανεπιστήμια θα ψάχνουν χρηματοδότηση και από άλλους φορείς ιδιωτικούς και μη, με αποτέλεσμα όποιος φορέας χρηματοδοτεί να μπορεί να έχει και λόγο στο πρόγραμμα σπουδών. Επομένως, χάνεται κάθε επαγγελματική κατοχύρωση και οποιαδήποτε ενιαιότητα των πτυχίων. Το τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ παρέχει ακόμα ενιαίο πτυχίο ( με 5 κατευθύνσεις) και οι φοιτητές της τελειώνουν ως Γεωπόνοι και όχι ως Φυτικοί Παραγωγοί, Ζωικοί Παραγωγή κ.ο.κ.

Με τον νέο νόμο δημιουργούνται συμβούλια διοίκησης λοιπόν τα οποία αποτελούνται από 11 μέλη όπου τα 5 είναι εξωτερικά άτομα (άρα δεν θα έχουν καμία σχέση με το Πανεπιστήμιο και τις ανάγκες των φοιτητών) που θα είναι αρμόδια για τις οικονομικές και διοικητικές λειτουργίες του Πανεπιστημίου. Το παραπάνω μας βάζειστη σκέψη, τι μπορεί να γίνει με το Αγρόκτημα του ΑΠΘ; Η κυβέρνηση χωρίς να έχει θέσει σε διαβούλευση τη συγκεκριμένη διάταξη στο άρθρο 296, φέρνει στο 90’ και από την πίσω πόρτα την κατάργηση του αυτοτελούς με την επωνυμία ‘Ταμείο Διοίκησης και Διαχείρισης Αγροκτήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης’ και συγχώνευσή του από το ΑΠΘ. Με βάση όλα τα παραπάνω λοιπόν και με λίγη σκέψη, κάποιος θα έλεγε ότι το Αγρόκτημα αφήνεται στο έλεος των manager/επιχειρήσεων και οποιουδήποτε άλλου δεν έχει σχέση με τις ανάγκες των Γεωπόνων με πιθανότατη κατάληξή του να ριμαχτεί πλήρως. Ανά τα χρόνια διάφοροι φορείς (ιδιωτικοί) γλυκοκοιτούσαν το Αγρόκτημα σαν ‘’φιλέτο γης’’ και ζητούσαν χώρο με σκοπό το κέρδος των εταιρειών τους. Η ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου λοιπόν καταλήγει να μικραίνει πλήρως το επάγγελμα των Γεωπόνων αλλά και την ίδια τη σχολή να την υποβαθμίζει οικτρά. Την ώρα που το Τμήμα Γεωπονίας, το ΓΕΩΤ.Ε.Ε και ο Σύλλογος Φοιτητών Γεωπονίας ζητούν απόσυρση της διάταξης, η κυβέρνηση επιλέγει να σιωπά και να κάνει του κεφαλιού της. Το Αγρόκτημα για τους Γεωπόνους του τμήματος είναι ό,τι και το νοσοκομείο για τους γιατρούς και οι κλινικές για τους κτηνιάτρους. Δεν μπορεί να διοικήσει το Αγρόκτημα κάποιος που δεν γνωρίζει τις ανάγκες των φοιτητών. Το Αγρόκτημα πρέπει να έχει το αυτοδιοίκητο αλλά ταυτόχρονα για να μην είναι και υποβαθμισμένο να παίρνει και κρατική χρηματοδότηση, οι φοιτητές/τριες πρέπει να κάνουν την πρακτική τους άσκηση εκεί με σκοπό να παράγουν οι ίδιοι/ες προϊόντα και όχι να εκμεταλλεύονται τον χώρο επιχειρήσεις που μόνο σκοπό έχουν το όσο γίνεται παραπάνω κέρδος τους. Τέλος, με την ψήφιση του νόμου αυτόματα ο κλάδος της Γεωπονίας μένει μισός τη Βόρεια Ελλάδα. Το Αγρόκτημα πρέπει να είναι ανοιχτό σε όλους/ες, να μην παλεύει για να συντηρηθεί με τα χίλια ζόρια αλλά να χρηματοδοτείται δημόσια. Πρέπει να αποτελεί όπλο στα χέρια της κοινωνίας απέναντι στην επερχόμενη επισιτιστική κρίση, πρέπει να θέτει την τεχνογνωσία και την επιστήμη στις υπηρεσίες της κοινωνίας, αναβαθμίζοντας το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων τουλάχιστον της Θεσσαλονίκης